Το όνομα Ηρώδης ανήκει σε μια οικογένεια από την Ιδουμαία, που βασίλευσε στην Ιουδαία κι εμφανίστηκε μετά τους Μακκαβαίους και λίγο πριν τη πλήρη αφομοίωση της χώρας σε ρωμαϊκή επαρχία. Ο γενάρχης της οικογένειας ήταν ο Αντίπατρος, ο πατέρας του οποίου, Αντίπας Α' (πλούσιος κι ευγενής Ιδουμαίος), διορίστηκε από τον Αλέξανδρο Ιαννό στρατηγός των Ιδουμαίων (104-78 π.Χ). Τα κυριότερα μέλη της οικογένειας αυτής ήταν τα εξής:
Αντίπατρος Β': Στρατηγός των Ιδουμαίων, πατέρας του Ηρώδη του Μεγάλου. Εμφανίζεται στην αρχή της βασιλείας του Αριστόβουλου Β' (69-63 π.Χ.), σαν ένας πλούσιος ιδιώτης με πολλές και πολύτιμες διασυνδέσεις. Παντρεύτηκε την Κύπρο, κοπέλα από την Αραβία, και απέκτησε από αυτήν τέσσερις γιους (Φασαήλ, Ηρώδης ο Μεγάλος, Ιωσήφ, Φερώρας) και μια κόρη τη Σαλώμη. Ο Αντίπατρος δεν κατείχε επίσημη θέση, ήταν όμως φίλος του Υρκανού Β', ο οποίος υπέστη την επίδρασή του τόσο, ώστε έγινε απλό όργανό του. Ασφαλώς, αυτός ήταν ο σύμβουλός του, όταν άνοιξε τις πύλες της Ιερουσαλήμ στον Ρωμαίο Πομπήιο. Γι’ αυτό και η δύναμή του αυξήθηκε όταν ο Υρκανός ονομάστηκε μέγας Αρχιερέας και διορίστηκε από τον Πομπήιο κυβερνήτης της Γαλιλαίας, Σαμάρειας, Ιουδαίας και Περαίας.
Επιτήδειος όπως ήταν, ο Αντίπατρος στρεφόταν πάντα προς τη μεριά που έγερνε η πλάστιγγα. Έτσι, ενώ στις μεταξύ Καίσαρα και Πομπήιου εμφύλιες διαμάχες πήρε αρχικά το μέρος του Πομπήιου, όπως άλλωστε και όλη η Ανατολή, όταν νίκησε ο Καίσαρας δε δίστασε να βρεθεί στο πλευρό του και να τον υπηρετήσει πιστά. Είχε σημαντική συμμετοχή στη νίκη του στο Πηλούσιο, δείχνοντας μάλιστα γενναιότητα κατά τη μάχη. Το αποτέλεσμα ήταν ο Καίσαρας να του παραχωρήσει δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη, προσωπική ατέλεια και να τον διορίσει επίτροπο (47 π.Χ). Στην ουσία, λοιπόν, επί Υρκανού ο Αντίπατρος ασκούσε βασιλική εξουσία, κατόρθωσε να ανοικοδομήσει τα τείχη της Ιερουσαλήμ, να αποκαταστήσει στην πατρίδα του τη γαλήνη και να εξασφαλίσει στο πρώτο γιο του (Φασαήλ) το αξίωμα του στρατηγού της Ιερουσαλήμ, ενώ στο δεύτερο, τον Ηρώδη, (τον οποίον οι Ρωμαίοι ονόμασαν βασιλιά της Ιουδαίας, ενόσω ζούσε ακόμα ο Αντίπατρος) το αξίωμα του στρατηγού της Γαλιλαίας. Ο Αντίπατρος πέθανε το 43 π.Χ., δηλητηριασμένος από τον εχθρό του Μαλίχο.
Ηρώδης ο Μέγας (73-4 π.Χ.): Βασιλιάς της Ιουδαίας (40-4 π.Χ.), ήταν γιος του Αντίπατρου, που είχε εξιουδαϊστεί, και της Κύπρου και γεννήθηκε στην Ιδουμαία το 73 π.Χ. Έγινε στρατηγός διοικητής της Γαλιλαίας σε ηλικία μόλις 25 ετών. Στη Γαλιλαία έδειξε ισχυρή πυγμή, την απάλλαξε από τη ληστοκρατία, αλλά σκότωσε το λαϊκό ήρωα Εζεκία και μόλις απέφυγε τη θανατική καταδίκη του από το Μεγάλο Συνέδριο (Σανχεντρίν) με την επέμβαση του Σίξτου, διοικητή της Συρίας, ο οποίος τόσο πολύ εντυπωσιάστηκε από τη δράση του, που τον διόρισε διοικητή της Κοίλης Συρίας. Απέκτησε τη φιλία του Κάσιου και ανέλαβε από αυτόν και άλλες εξουσίες, ιδίως στρατιωτικές, πάνω σε ολόκληρη την Ιουδαία, που μέχρι τότε μόνο Ρωμαίοι στρατηγοί δικαιούνταν να ασκούν. Έχοντας ισχυρή στρατιωτική ισχύ, αποκρούει το 1ο κίνημα του Αντίγονου του Ασμοναίου κατά του βασιλιά Υρκανού. Σε ανταμοιβή της εκδούλευσης αυτής, ο Υρκανός τον πάντρεψε με την όμορφη εγγονή του, τη Μυριάμ ή Μαριάμνη.
Μετά τη δολοφονία του Καίσαρα και τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε, ο Ηρώδης κατόρθωσε να κερδίσει την εύνοια του Αντωνίου. Όταν επέστρεψε στην Ιουδαία βρέθηκε μπροστά σε μια νέα ισχυρή εισβολή του Ασμοναίου Αντίγονου, ο οποίος βοηθούμενος από τους συμμάχους του Πάρθους, κατόρθωσε να καταλάβει την Ιερουσαλήμ και να αιχμαλωτίσει τον αδελφό του Ηρώδη (Φασαήλ), ο οποίος αυτοκτόνησε στη φυλακή. Ο Αντίγονος βασίλεψε για τέσσερα χρόνια (40-37 π.Χ.), ως ανεξάρτητος βασιλιάς της Ιουδαίας και μετά την εκδίωξη των Πάρθων από τους Ρωμαίους κατόρθωσε να παραμείνει στη θέση του. Μετά από λίγο, όμως, ο Ηρώδης πήγε στη Ρώμη, όπου έπεισε τον Αντώνιο και τον Οκταβιανό, που με τη σειρά τους έπεισαν τη ρωμαϊκή Σύγκλητο να τον αναγορεύσει βασιλιά της Ιουδαίας (40 π.Χ). Παρά την αντίδραση του ιερατείου και του ιουδαϊκού λαού, ο νέος βασιλιάς, με τη βοήθεια ισχυρών ρωμαϊκών λεγεώνων που κατέφθασαν από την Αίγυπτο, εισβάλει στην Ιουδαία και ύστερα από πολύμηνη πολιορκία της Ιερουσαλήμ, εισέρχεται θριαμβευτικά στην πόλη, όπου ανακηρύσσεται βασιλιάς (τέλη 37 π.Χ.). Κυβέρνησε την Ιουδαία επί 34 χρόνια σαν πιστός φίλος και σύμμαχος της Ρώμης.
Στον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του Αντωνίου και του Οκταβιανού επέδειξε πολιτικό ένστικτο κι αποσπάστηκε έγκαιρα από τον Αντώνιο. Μέχρι το 31 π.Χ., παρά την εύνοια του Αντωνίου, η θέση του Ηρώδη ήταν επισφαλής λόγω των μηχανουργιών της Κλεοπάτρας που έλπιζε να δει την Ιουδαία και την Κοίλη Συρία να επιστρέφουν και πάλι στο βασίλειο των Πτολεμαίων. Ο κίνδυνος αυτός έφυγε με τη ναυμαχία του Ακτίου, μετά από την οποία κατόρθωσε να αποκτήσει την εύνοια του νεαρού Οκταβιανού (Αύγουστου), του νέου κυρίαρχου της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και να πετύχει απ’ αυτόν να διατηρήσει το βασίλειό του, αλλά και να το διευρύνει. Είχε επίσης την υποστήριξή του απέναντι στη σφοδρή αντίσταση στο εσωτερικό της χώρας του, λόγω της απολυταρχικής κι ωμής διακυβέρνησής του. Ευγνωμονώντας τον, ο Ηρώδης ανοικοδόμησε στα ερείπια της Σαμάρειας μια πόλη που την ονόμασε Σεβάστεια (Augusta), απ’ το όνομα του αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου (ελλ. Σεβαστός, λατιν. Augustus). Έκτισε την Καισάρεια στις ακτές της Μεσογείου, νότια του όρους Κάρμηλος, προς τιμή του Αυγούστου, την εφοδίασε με έξοχο τεχνητό λιμάνι και οργάνωσε αγώνες προς τιμή του. Το 25 π.Χ. έλαβε μέρος σε εκστρατεία των Ρωμαίων στην Αραβία, κερδίζοντας έτσι κι άλλα εδάφη.
Μια άλλη πηγή άγχους του Ηρώδη ήταν η οικογένεια των Ασμοναίων, που ήταν δυσαρεστημένη που εκτοπίστηκε από τον θρόνο από κάποιον που τον θεωρούσαν τυχάρπαστο. Αν και συνδέθηκε με την οικογένεια αυτή παίρνοντας σαν σύζυγο τη Μαριάμνη, εγγονή του πρώην αρχιερέα Υρκανού Β', οι καχυποψίες του Ηρώδη τον οδήγησαν να ξεφορτωθεί έναν - έναν τους ηγέτες των Ασμοναίων που επέζησαν. Κατέβαλε, λοιπόν, με κάθε μέσο την εσωτερική αντίδραση που εκδηλώθηκε και δε λυπήθηκε ούτε τη ζωή της ίδιας της Μαριάμνης, που ανήκε στους αντίπαλούς του Ασμοναίους (29 π.Χ.). Εκτός από αυτήν, ο Ηρώδης σκότωσε την μητέρα της (που ραδιουργούσε μαζί με την Κλεοπάτρα της Αιγύπτου εναντίον του) και τον παππού της, Υρκανό Β', σε ηλικία 80 ετών.
Προικισμένος με εξαιρετική ευφυΐα και τόλμη, μολονότι καχύποπτος και βίαιος, ο Ηρώδης κατατροπώνει την εσωτερική αντίδραση κι εγκαινιάζει πολιτική εσωτερικής ειρήνευσης, προσδίνοντας στο βασίλειό του εξαιρετική λαμπρότητα. Ειρηνεύει τις περιοχές στα ΒΑ σύνορά του για χάρη της Ρώμης και ο Αύγουστος τις προσθέτει στο βασίλειό του. Επεκτείνει την πολιτιστική πολιτική του αυτοκράτορα με λαμπρά οικιστικά έργα, όχι μόνο μέσα στο δικό του βασίλειο αλλά και σε ξένες πόλεις (π.χ. στην Αθήνα). Κτίζει οικισμούς και φρούρια σε όλη τη χώρα, αλλά και θέατρα, γυμναστήρια και ιπποδρόμια. Στην Ιερουσαλήμ κτίζει ένα παλάτι για τον ίδιο, στο δυτικό τείχος, ενώ είχε ήδη ανοικοδομήσει το φρούριο Αντωνία (προς χάρη του Αντωνίου), στη ΒΔ πλευρά του Ναού. Το μεγαλύτερο από όλα τα έργα του ήταν η ανοικοδόμηση του Ναού της Ιερουσαλήμ, που άρχισε το 19 π.Χ.
Τίποτα από αυτά που μπορούσε να κάνει ο Ηρώδης, ούτε κι η γενναιόδωρη δαπάνη για το ναό δεν τον κάνουν αγαπητό στους Ιουδαίους υπηκόους του. Η καταγωγή του από την Ιδουμαία ποτέ δεν ξεχάστηκε. Αν κι ήταν Ιουδαίος κατά το θρήσκευμα και ανοικοδομούσε το Ναό του Θεού του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ, αυτό δεν τον εμπόδιζε να αναγείρει ναούς σε ειδωλολατρικές θεότητες σε άλλα μέρη (όπως στη Σαμάρεια προς τιμή του Καίσαρα Αυγούστου). Πάνω απ’ όλα όμως δεν μπορούσαν να του συγχωρέσουν την εξόντωση της οικογένειας των Ασμοναίων.
Στην πραγματικότητα, αυτή η ενέργεια του δεν έδωσε τέλος στα οικογενειακά του προβλήματα. Δημιουργήθηκε προστριβή μεταξύ των θηλέων συγγενών του και των συζύγων του, και μεταξύ των παιδιών των γυναικών του.[1] Οι δυο γιοι του από τη Μαριάμνη, ο Αλέξανδρος και ο Αριστόβουλος, ανατράφηκαν στη Ρώμη και ήταν οι διορισμένοι κληρονόμοι του. Η καταγωγή τους από τους Ασμοναίους (μέσω της μητέρας τους) τους έκανε αποδεκτούς από τον ιουδαϊκό λαό. Αλλά η προνομιακή τους θέση προκάλεσε το φθόνο των ετεροθαλών αδελφών τους, ιδιαίτερα του μεγαλύτερου γιου του Ηρώδη, Αντίπατρου, που τους συκοφάντησε στον πατέρα του και τον έστρεψε εναντίον τους. Τελικά (7 π.Χ.) βρέθηκαν ένοχοι συνωμοσίας κατά του πατέρα τους και εκτελέστηκαν. Ο Αντίπατρος δεν κέρδισε τίποτε από το θάνατό τους, επειδή 3 χρόνια αργότερα έπεσε κι αυτός θύμα της καχυποψίας του Ηρώδη και εκτελέστηκε λίγες μόνο μέρες πριν πεθάνει ο πατέρας του (4 π.Χ.).
Παρά την αγριότητα του χαρακτήρα του υπήρξε ένθερμος φίλος του ελληνικού πολιτισμού, ευνοώντας τη διείσδυσή του στην Παλαιστίνη. Περιστοιχιζόταν από Έλληνες φιλοσόφους και ρήτορες, μεταξύ των οποίων διακρινόταν ο Νικόλαος ο Δαμασκηνός, που τον εισήγαγε στην ελληνική φιλοσοφία, την ιστοριογραφία και τη ρητορική.
Στα Ευαγγέλια χαρακτηρίζεται αρχομανής, πονηρός, καχύποπτος και αιμοχαρής τύραννος. Η καχύποπτη φύση του Ηρώδη απεικονίζεται πολύ καλά στην ιστορία της επίσκεψης των μάγων και τη σφαγή των νηπίων στη Βηθλεέμ (Ματθ.2:1-18). Παρόλο που η ιστορία αυτή δεν αναφέρεται κάπου αλλού, κάθε φήμη για αντίπαλο βασιλιά των Ιουδαίων τού ξυπνούσε τους χειρότερους φόβους του. Η καχυποψία αυτή αργότερα πήρε διαστάσεις παραφροσύνης με συνέπεια να θυμόμαστε τον Ηρώδη πιο πολύ για τα εγκληματικά του ξεσπάσματα παρά για τις διοικητικές του ικανότητες.
Άρρωστος πήγε στα θερμά λουτρά της Καλλιρόης, στις ανατολικές ακτές της Νεκράς Θάλασσας, χωρίς αποτέλεσμα. Έμεινε στην Ιεριχώ, όπου αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Πέθανε γύρω στο 4 π.Χ., σε ηλικία 70 ετών, αφού 5 μόλις μέρες πριν το θάνατό του διέπραξε και το τελευταίο του έγκλημα: Διέταξε το φόνο του γιου και διαδόχου του Αντίπατρου. Βλέποντας να πλησιάζει το τέλος του, έδωσε εντολή τη μέρα τού θανάτου του να εκτελεστούν οι πιο σπουδαίες προσωπικότητες του βασιλείου του, για να συνοδευτεί ο θάνατός του από το θρήνο των υπηκόων του και να βυθιστεί η χώρα σε γενικό πένθος.
Σύμφωνα με τη διαθήκη του κληροδότησε το βασίλειό του σε τρεις από τους γιους του: Την Ιουδαία και τη Σαμάρεια στον Αρχέλαο (Ματθ.2:22), τη Γαλιλαία και την Περαία στον Αντύπα και τις ΒΑ περιοχές στο Φίλιππο (Λουκ.3:1). Αυτά τα κληροδοτήματα επικυρώθηκαν από τον Αύγουστο.
Αντίπατρος: Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ηρώδη του Μεγάλου και της Δωρίδας (τέλη 1ου αιώνα π.Χ.). Δολοφονήθηκε απ’ τον πατέρα του, σε ηλικία 18 ετών, όταν ανακάλυψε ότι, αφού με συκοφαντίες πέτυχε τη θανάτωση των δύο ετεροθαλών αδελφών του (Αλέξανδρου και Αριστόβουλου), άρχισε τέλος να συνωμοτεί για να δολοφονήσει και τον ίδιο.
Ηρώδης Φίλιππος: Γιος του Ηρώδη του Μεγάλου και της Μαριάμνης (κόρης του αρχιερέα Σίμωνα). Για ένα διάστημα ήταν ο επόμενος στη διαδοχή του Αντίπατρου (Ιώσηπος Αρχ. 17. 53), αλλά αυτή η ρύθμιση ανακλήθηκε από μεταγενέστερες διαθήκες και ζει σαν ιδιώτης. Η γυναίκα του, Ηρωδιάδα, μητέρα της Σαλώμης, τον εγκατέλειψε για να συζήσει με τον ετεροθαλή αδελφό του, τον Ηρώδη Αντύπα, (Ματθ.14:3, Μάρκ.6:17, Λουκ.3:19).
Ηρώδης Αρχέλαος (ο ονομαζόμενος «Εθνάρχης»): Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ηρώδη του Μεγάλου και της Σαμαρείτισσας Μαλθάκης, και είχε τη χειρότερη φήμη από όλα τα παιδιά του. Κληρονόμησε τα ελαττώματα του πατέρα του, χωρίς όμως την ικανότητά του. Βασίλευσε στην Ιουδαία (4 π.Χ.-6 μ.Χ.) «αντί για τον πατέρα του, τον Ηρώδη» (Ματθ.2:22). Σ’ αυτόν άφησε με διαθήκη ο Ηρώδης την Ιουδαία, την Ιδουμαία και τη Σαμάρεια. Υποσχέθηκε μείωση των φορολογικών βαρών του λαού κι έγινε αναντίρρητα δεκτός ως βασιλιάς. Ήταν, όμως, το ίδιο αυστηρός σαν τον πατέρα του. Πρόσβαλε τις θρησκευτικές ευαισθησίες των Ιουδαίων όταν πήρε σαν γυναίκα του τη Γλαφύρα, την άτεκνη χήρα του ετεροθαλή αδελφού του, Αλέξανδρου, όπως απαιτούσε ο Μωσαϊκός νόμος. Τελικά κίνησε την αγανάκτησή του λαού, που κορυφώθηκε σε ευρεία επανάσταση, όταν αρνήθηκε να καθαιρέσει τον αρχιερέα Ιάσαφ, κατά την αξίωσή τους. Χρειάστηκε η δυναμική παρέμβαση του Βάρου, κυβερνήτη της Συρίας για να σταματήσει η εξέγερση. Παρόλα αυτά όμως η διαθήκη του Ηρώδη στις γενικές της αρχές κυρώθηκε. Αφαιρέθηκε μόνον από το διάδοχό του ο τίτλος του βασιλιά και αντικαταστάθηκε με το «εθνάρχης», και αυτό με την επιφύλαξη να του αποδοθεί και πάλι αν φανεί άξιος αυτού του τίτλου. Αλλά η απόδοση αυτή ποτέ δεν έγινε. Ο Αρχέλαος αναφέρεται «εθνάρχης» σε νομίσματα. Συνέχισε την οικιστική πολιτική του πατέρα του, η καταπιεστική του όμως διακυβέρνηση έγινε ανυπόφορη. Τελικά, μια αντιπροσωπία των Ιουδαίων και Σαμαρειτών αριστοκρατών πήγε στη Ρώμη και προειδοποίησε τον Αύγουστο ότι, αν δεν έφευγε ο Αρχέλαος, θα υπήρχε πλήρης ανταρσία. Εξαιτίας των συνεχιζόμενων ταραχών στην Ιουδαία, αποτέλεσμα της σκληρής συμπεριφοράς του, ο Αρχέλαος κλήθηκε στη Ρώμη να απολογηθεί. Επειδή η απολογία του κρίθηκε ανεπαρκής, εξορίστηκε στη Γαλατία το 10 μ.Χ., όπου και πέθανε. Η Ιουδαία γίνεται Ρωμαϊκή επαρχία, υπό τη διοίκηση ενός επιτρόπου (δηλαδή ενός κυβερνήτη διορισμένου απ’ τον αυτοκράτορα, που ήταν υπεύθυνος στις ρωμαϊκές αρχές).
Ηρώδης Αντύπας (20 π.Χ.-40 μ.Χ.): Ήταν ο νεώτερος γιος του βασιλιά Ηρώδη του Μεγάλου απ’ τη Μαλθάκη, που αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη σαν «Ηρώδης ο τετράρχης» (Λουκ.3:19). Μετά το θάνατο του πατέρα του διορίστηκε από τον Αύγουστο τετράρχης της Γαλιλαίας και της Περαίας, γιατί το βασίλειο της Ιουδαίας είχε διαιρεθεί σε διάφορες επαρχίες και είχε καταργηθεί ο βασιλικός τίτλος. Αρχικά είχε σαν έδρα του την πόλη Ζεφύρι, την οποία μετονόμασε σε Καισάρεια του Δία, αργότερα, όμως, ίδρυσε στις όχθες της λίμνης Γεννησαρέτ μια νέα μεγαλοπρεπή πρωτεύουσα που την ονόμασε Τιβεριάδα (22 μ.Χ.), προς τιμήν του αυτοκράτορα Τιβερίου, του οποίου ήταν ευνοούμενος. Στα Ευαγγέλια αναφέρεται κυρίως για τη συμμετοχή του στη φυλάκιση και εκτέλεση του Ιωάννη του Βαπτιστή (Μάρκ.6:14-28) και για τη σύντομη συνάντησή του με τον Ιησού, όταν ο Πιλάτος τον έστειλε σ’ αυτόν για να δικαστεί. Ο Ηρώδης, που πολλές φορές είχε εκφράσει την επιθυμία να δει τον Ιησού, του υπέβαλε ένα σωρό ερωτήσεις στις οποίες όμως ο Χριστός δεν απάντησε. Τότε ο Ηρώδης εξοργίστηκε και τον έδιωξε, αφού προηγουμένως τον χλεύασε και τον ειρωνεύτηκε και διέταξε να παραδοθεί στον Πιλάτο για να τον δικάσει (Λουκάς 23:6-12). Αναφέρεται ότι ο Ιησούς κάποτε τον περιέγραψε σαν «αυτή την αλεπού» (Λουκ.13:31).
Ήταν ο πιο ικανός από τους γιους του Ηρώδη και συνέχισε την οικιστική πολιτική του πατέρα του. Ήταν όμως άνθρωπος ανήθικος, εγωιστής, ωμός, με τάση προς την ηδυπάθεια και την πολυτέλεια κι ικανός να διαπράξει κάθε ανομία προκειμένου να ικανοποιήσει τις επιδιώξεις ή τα πάθη του. Αρχικά παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά των Ναβαταίων, Αρέτα Δ’, αλλά αργότερα την χώρισε για να παντρευτεί την ανεψιά του, την Ηρωδιάδα, γυναίκα του ετεροθαλή αδελφού του, Φιλίππου. Ο γάμος του με τη πονηρή και φιλόδοξη Ηρωδιάδα συμπλήρωσε, κατά κάποιο τρόπο, τα ελαττώματα και τα πάθη του και τελικά απέβη ολέθριος για τον ίδιο. Σύμφωνα με τα συνοπτικά Ευαγγέλια, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής υπέστη την οργή του Αντύπα, γιατί κατάγγειλε τον δεύτερο γάμο του ως παράνομο.Ο Ιώσηπος (Αρχ. 18. 118) λέει ότι ο Αντύπας φοβήθηκε ότι το μεγάλο πλήθος που ακολουθούσε τον Ιωάννη θα προκαλούσε ανταρσία. Ο Αρέτας, όπως ήταν φυσικό, δυσανασχέτησε για την προσβολή που έγινε στην κόρη του κι άρπαξε την ευκαιρία μερικά χρόνια αργότερα για να διεξάγει πόλεμο εναντίον του Αντύπα (36 μ.Χ.). Οι δυνάμεις του Αντύπα κατανικήθηκαν κι ο Ιώσηπος αναφέρει ότι πολλοί άνθρωποι θεώρησαν την ήττα αυτή ως θεία τιμωρία για το θάνατο του Ιωάννη του Βαπτιστή. Αργότερα, όταν ο αδελφός της Ηρωδιάδας, Ηρώδης Αγρίππας, ονομάστηκε από τη Ρώμη βασιλιάς, εξανάγκασε τον άντρα της να πάει στη Ρώμη και να επιδιώξει να πάρει κι αυτός τον ίδιο τίτλο. Το 39 μ.Χ., ο τότε αυτοκράτορας Καλιγούλας, όμως, που είχε προηγουμένως δεχτεί πρεσβείες, διατύπωσε κατηγορητήριο εναντίον του Αντύπα, τον συνέλαβε και τον εξόρισε αρχικά στο Λούγδουνο (τη σημερινή Λυών) της νότιας Γαλατίας, όπου πήγε να τον συναντήσει και η Ηρωδιάδα. Αργότερα, τους έστειλε και τους δυο εξόριστους στην Ισπανία, όπου και πέθανε ο Ηρώδης.
Φίλιππος: Τετράρχης της Ιουδαίας, γιος του Ηρώδη του Μεγάλου από την 5η του γυναίκα, την Κλεοπάτρα της Ιερουσαλήμ. Ο Ιώσηπος (Αρχ. 17. 21) δηλώνει ότι μεγάλωσε στη Ρώμη. Κληρονόμησε την τετραρχία που περιλάμβανε τη Βαταναία, τη Γαυλωνίτιδα, την Τραχωνίτιδα, την Αυρανίτιδα, την Πανεάδα (Ιώσηπος) και την Ιτουρία (Λουκ.3:1). Κυβέρνησε επί 37 χρόνια μέχρι το θάνατό του, το χειμώνα του 34 μ.Χ. και διακρινόταν από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του Ηρώδη για τη μετριοπάθεια και τη δίκαιη διοίκησή του (Ιώσηπος, Αρχ. 18.106). Μετά το θάνατό του η περιφέρειά του ενσωματώθηκε στην επαρχία της Συρίας μέχρι το 37 μ.Χ., όταν ο αυτοκράτορας Καλιγούλας την πρόσφερε στον Ηρώδη Αγρίππα (Πράξ.12:1, 19-23), γιο του Αριστόβουλου, εγγονό του Ηρώδη του Μεγάλου από τη Μαριάμνη. Ο Φίλιππος ανοικοδόμησε την Πανεάδα, τη γνωστή σαν Καισάρεια του Φιλίππου (Ματθ.16:13, Μάρκ.8:27) και τη Βηθσαϊδά Ιουλιάδα (Ιώσηπος, Αρχ. 18. 28), δυο ονόματα που αντανακλούν τη συμπάθειά του υπέρ των Ρωμαίων. Ήταν ο πρώτος Ιουδαίος ηγεμόνας που τύπωσε τα κεφάλια των Ρωμαίων αυτοκρατόρων πάνω στα νομίσματά του. Παντρεύτηκε τη Σαλώμη, την κόρη της Ηρωδιάδας, αλλά πέθανε άτεκνος (34 μ.Χ.) (Ιώσηπος, Αρχ. 18. 137).
Ηρώδης Αγρίππας Α' (10 π.Χ.-44 μ.Χ.): Βασιλιάς της Ιουδαίας (41-44 μ.Χ.), εγγονός του Ηρώδη του Μεγάλου και της Μαριάμ, γιος του Αριστόβουλου και της Βερενίκης κι αδελφός της Ηρωδιάδας. Μετά την εκτέλεση του πατέρα του (7 π.Χ.), ανατράφηκε στη Ρώμη, όπου συνδέθηκε με τον Καλιγούλα και τον Κλαύδιο. Το 23 μ.Χ. απέκτησε τόσα πολλά χρέη που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Ρώμη. Για ένα διάστημα βρήκε καταφύγιο κι έζησε στην Τιβεριάδα στο θείο του Αντίπα, χάρη στην αδελφή του την Ηρωδιάδα, που ο Αντίπας είχε πρόσφατα παντρευτεί. Αλλά λογομάχησε με τον Αντίπα και το 36 μ.Χ. επέστρεψε στη Ρώμη. Εκεί, πρόσβαλε τον αυτοκράτορα Τιβέριο και φυλακίστηκε, αλλά ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Τιβέριου αποφυλακίστηκε από τον νέο αυτοκράτορα, Καλιγούλα, που το 38 μ.Χ. τον ανακήρυξε βασιλιά της τετραρχίας του Φιλίππου, που είχε πεθάνει. Το 39 μ.Χ., με την εξορία του Αντίπα, στο βασίλειό του προστέθηκαν η Γαλιλαία και η Περαία. Όταν ο Κλαύδιος έγινε αυτοκράτορας (41 μ.Χ.), αύξησε και άλλο το βασίλειο του Αγρίππα δίνοντάς του την Ιουδαία και τη Σαμάρεια, έτσι ώστε ο Αγρίππας βασίλευε σε ένα βασίλειο που ήταν σχεδόν ίσο σε έκταση με αυτό του παππού του. Επιδίωξε να κερδίσει την εύνοια των Ιουδαίων υπηκόων του, που τον θεωρούσαν απόγονο των Ασμοναίων (μέσω της γιαγιάς του Μαριάμνης) και τον επιδοκίμασαν ανάλογα.
Η συμπεριφορά του προς τους χριστιανούς ήταν σκληρή. Σαν φανατικός Ιουδαίος, και θέλοντας να εξασφαλίσει την εύνοια και υποστήριξη των Φαρισαίων, καταδίωξε με κάθε τρόπο την νεοσύστατη χριστιανική εκκλησία της Ιερουσαλήμ. Με διαταγή του θανάτωσαν τον Απόστολο Ιάκωβο, αδελφό του Ιωάννη, και φυλάκισαν τον Απόστολο Πέτρο (Πράξ.12:1-3). Η επίθεσή του κατά των αποστόλων ήταν ίσως πιο λαοφιλής από ό,τι πριν, λόγω της πρόσφατης συναδέλφωσής τους με τα έθνη (Πράξ.10:1-11:18). Ο ξαφνικός του θάνατος (44 μ.Χ.) αναφέρεται από τον Λουκά (Πράξ.12:20-23) και τον Ιώσηπο (Αρχ. 19. 343 κ.ε.) με τέτοιο τρόπο που οι δυο αφηγήσεις αλληλοσυμπληρώνονται. Άφησε ένα γιο, τον Αγρίππα Β' της Χαλκίδας και δυο κόρες: τη Βερενίκη (γεννήθηκε το 28 μ.Χ.), που αναφέρεται στις Πράξεις (25:13) και τη Δρουσίλλα (γεννήθηκε το 38 μ.Χ.), που έγινε η 3η γυναίκα του επιτρόπου Φίληκα (Πράξ.24:24). Μετά το θάνατό του όλη η Παλαιστίνη περιήλθε κάτω από τη διακυβέρνηση της Ρώμης.
Ηρωδιάδα: Ήταν κόρη του Αριστόβουλου (γιου του Ηρώδη του Μεγάλου από τη Μαριάμνη) και αδελφή του Ηρώδη Αγρίππα Α'. Παντρεύτηκε, πρώτα, το θείο της Ηρώδη Φίλιππο (γιο του Ηρώδη του Μεγάλου από μια δεύτερη Μαριάμνη, που δεν πρέπει να συγχέεται με τον Φίλιππο τον τετράρχη) κι αργότερα το θείο της Ηρώδη Αντύπα, τετράρχη της Ιουδαίας. Από τον πρώτο της γάμο απέκτησε μια κόρη, τη Σαλώμη, η οποία παντρεύτηκε το Φίλιππο τον τετράρχη. Η Ηρωδιάδα παρακίνησε τον Ηρώδη Αντύπα να αποκεφαλίσει τον Ιωάννη τον Πρόδρομο (που καταφερόταν αρνητικά εναντίον της), όταν στη διάρκεια ενός δείπνου η κόρη της Σαλώμη χόρεψε τόσο προκλητικά που έπεισε τον Ηρώδη Αντύπα να της υποσχεθεί πως θα εκπλήρωνε κάθε επιθυμία της. Αργότερα, με τις ενέργειες του Αγρίππα (αδελφού της Ηρωδιάδας), ο Ηρώδης εξορίστηκε στο Λούγδουνο (τη σημερινή Λυών) μαζί με την Ηρωδιάδα, παρότι ο Γάιος (Καλιγούλας) προσωπικός φίλος του αδελφού της, Αγρίππα, την άφησε να μείνει στην Παλαιστίνη και να διατηρήσει την προσωπική της περιουσία. Τον ακολούθησε πρώτα στη Γαλλία και έπειτα στην Ισπανία, όπου μετά το θάνατό του (39 μ.Χ.) χάθηκαν τα ίχνη της. Πέθανε πιθανόν ένα χρόνο αργότερα, το 40 μ.Χ.
Ηρώδης ο Χαλκίδας: Εγγονός του Ηρώδη του Μεγάλου και αδελφός του Ηρώδη Αγρίππα Α'. Ο αυτοκράτορας Κλαύδιος τον ονόμασε βασιλιά της Χαλκίδας της Συρίας. Παντρεύτηκε αρχικά την ανεψιά του Μαριάμνη, κόρη του Ηρώδη Αγρίππα Α', και αργότερα τη Βερενίκη, η οποία όμως τον εγκατέλειψε για να ακολουθήσει τον αδελφό της Ηρώδη Αγρίππα Β', με τον οποίον συνδέθηκε ερωτικά. Από τον πρώτο του γάμο απέκτησε τον Αριστόβουλο και από το δεύτερο τους Βερνικιανό και Υρκανό.
Ηρώδης Αγρίππας Β' (27-100 μ.Χ.): Βασιλιάς της Ιουδαίας (48-93 μ.Χ.), γιος του Ηρώδη Αγρίππα Α', ανακηρύχθηκε σε νεαρή ηλικία διάδοχος του βασιλείου του πατέρα του. Αργότερα όμως πήρε τον τίτλο του βασιλιά από τον Κλαύδιο, έχοντας τις περιοχές Β και ΒΑ της Παλαιστίνης, που αυξήθηκαν από τον Νέρωνα το 56 μ.Χ. Άλλαξε το όνομα της πρωτεύουσάς του από Καισάρεια Φιλίππου σε Νερωνιάδα σαν φιλοφρόνηση στον αυτοκράτορα. Από το 48-66 μ.Χ. είχε το δικαίωμα να διορίζει τους Ιουδαίους αρχιερείς. Έζησε άσωτο βίο (συνδέθηκε ερωτικά και με την αδελφή του Βερενίκη) και διοίκησε τυραννικά. Έκανε ό,τι μπορούσε για να εμποδίσει το ξέσπασμα του Ιουδαϊκού πολέμου κατά της Ρώμης το 66 μ.Χ. Όταν οι προσπάθειές του απέτυχαν, έμεινε πιστός στη Ρώμη και ανταμείφθηκε με επιπλέον αύξηση του βασιλείου του. Διατήρησε τη θέση του και μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τη Ρώμη (70 μ.Χ.), καθώς στην ιουδαϊκή εξέγερση εναντίον των Ρωμαίων ακολούθησε σαφή φιλορωμαϊκή πολιτική. Πέθανε άτεκνος γύρω στο 100 μ.Χ. Είναι πολύ γνωστός στους αναγνώστες της Καινής Διαθήκης για τη συνάντησή του με τον Παύλο στην Καισάρεια, όπου σαν φιλοξενούμενος του Φήστου άκουσε την απολογία του (Πράξ.25:13-26:32) κι αστειευόμενος τον κατηγόρησε ότι προσπάθησε να τον κάνει Χριστιανό (Πράξ.26:28).
[1] Ο Ηρώδης παντρεύτηκε 5 γυναίκες από τις οποίες απέκτησε πολλά παιδιά: Από τη Δωρίδα απέκτησε τον Αντίπατρο, από τη Μαριάμνη (εγγονή του βασιλιά Υρκανού) τον Αλέξανδρο και τον Αριστόβουλο, από τη Μαριάμνη (κόρη του Αρχιερέα Σίμωνα) τον Ηρώδη Φίλιππο (σύζυγο της Ηρωδιάδας), από την Μαλθάκη τον Αρχέλαο (τον Ηρώδη τον Εθνάρχη) και τον Αντίπα (τον Τετράρχη), από την Κλεοπάτρα της Ιερουσαλήμ τον Φίλιππο (τον Τετράρχη).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου