13 Σεπ 2008

Η Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου - Β' Μέρος

Εκείνη τη χρονιά του 1572 κορυφώνεται η τραγωδία. Το σκηνικό πια έχει αλλάξει. Ύστερα από τρεις αιματηρούς πολέμους ακολουθεί μια μικρή περίοδος ταραγμένης κι αβέβαιης ειρήνης. Ο πόλεμος έχει εξαγριώσει τη ήθη κι έχει καταστρέψει πνευματικά κι εκείνους που παίρνουν μέρος σ’ αυτόν. Η πίστη και το πνεύμα χριστιανικό θα σου μείνει, όταν βυθίζεις το μαχαίρι στου στα πλευρά του όποιου «εχθρού»; Οι Καθολικοί απόκαμαν να σταυρώνουν, να ανασκολοπίζουν, να απαγχονίζουν στο όνομα του νόμου και της τάξης. Οι Διαμαρτυρόμενοι μεταρρυθμιστές και αυτοί κουράστηκαν να καταστρέφουν αγάλματα κι άλλα έργα τέχνης, παρά τις αυστηρές διαταγές των αρχηγών τους, να λιώνουν δισκοπότηρα κι άλλα ιερά σκεύη κι είναι τούτη μια από τις πιο μελανές σελίδες στην ιστορία της μεταρρύθμισης.
Στο θρόνο της Γαλλίας βρίσκεται ο βασιλιάς Κάρολος ο 9ος, άβουλος, αρρωστημένα σκληρός, όσο από την άλλη μεριά ευαίσθητος και καλλιτέχνης. Νεαρός ακόμα, 22 ετών, άγεται και φέρεται από τη μητέρα του, την περίφημη Αικατερίνη των Μεδίκων, γυναίκα φιλόδοξη, πανέξυπνη, ραδιούργα και σκληρή. Οι δυο τούτοι άρχοντες θα συνδέσουν το όνομά τους με ένα από τα πιο φρικιαστικά εγκλήματα της ανθρώπινης ιστορίας. Δίπλα σ’ αυτούς, ο νεαρός δούκας Ερρίκος από την οικογένεια των Γκυζ, σκληρός και φιλόδοξος, όπως όλοι της ίδιας οικογένειας. Και τέλος η εξοχότερη, η ευγενικότερη και τραγικότερη μορφή της τραγωδίας του Αγίου Βαρθολομαίου: ο ναύαρχος Γκασπάρ ντε Κολινύ, αρχηγός των Ουγενότων. Ο άνθρωπος αυτός ο τόσο αυστηρός και λιγόλογος, όσο συνετός και μετρημένος, είναι ένας από τους εθνικούς ήρωες της Γαλλίας. Έχοντας σώσει το 1557 την πατρίδα του από την ισπανική εισβολή κι έχοντας ασπαστεί την ευαγγελική πίστη όχι από πολιτικό υπολογισμό, αλλά με καρδιά καθαρή και με ειλικρίνεια και ακόμα κρατώντας την πίστη του μακριά από πολιτικούς υπολογισμούς, όπως μαρτυρεί ο ίδιος ο απεσταλμένος του Πάπα, διστάζει πολύ να μπλεχτεί στους εμφύλιους θρησκευτικούς πολέμους. Κι είναι μόνο η σφοδρή επιθυμία του να βοηθήσει τους αδελφούς του στην πίστη που τον αναγκάζει να το κάνει. Μα τώρα, στην εύθραυστη τούτη ειρήνη, δίνει το χέρι στους παλιούς του εχθρούς. Ο βασιλιάς Κάρολος τον αγκαλιάζει, τον αποκαλεί πατέρα του, η Αικατερίνη των Μεδίκων τον δέχεται με αγάπη κι εκτίμηση, όλα φαίνεται να έχουν ξεχαστεί, ο Κολινύ παίρνει τιμητική θέση ανάμεσα στο υπουργικό συμβούλιο, κάτι σαν πρωθυπουργός και μόνο ο δούκας του Γκυζ, με το άσβεστο μίσος και την εμπάθεια στους Ουγενότους, δεν μπορεί να ανεχτεί όλα αυτά. Ο ναύαρχος ζει με δυο μεγάλα ιδανικά: την πίστη του στον Κύριο και την αγάπη του προς την πατρίδα. Κανείς από τους μεγάλους της εποχής και τους κατοπινούς πνευματικούς ανθρώπους δεν του το αρνιέται. Βλέπετε, οι «αιρετικές» δοξασίες δεν εμποδίζουν τους Γάλλους να τον θεωρούν πατριώτη κι ούτε κανένας ταυτίζει τον Καθολικισμό με την πατρίδα. «Έτερον - εκάτερον»... Ο Κολινύ πιστεύει πως βοηθά την πατρίδα του συμμαχώντας με τις προτεσταντικές Κάτω Χώρες ενάντια στον καθολικό βασιλιά της Ισπανίας. Και πείθει τον βασιλιά για την ορθότητα του σχεδίου του. Η Αικατερίνη των Μεδίκων και ο δούκας του Γκυζ δεν συμφωνούν. Κι αποφασίζουν να βγάλουν από τη μέση το ναύαρχο. Ξέρουν όμως πως αυτό σημαίνει καινούργια εξέγερση των Ουγενότων που υπεραγαπούν τον αρχηγό τους. Κι αποφασίσουν πως πρέπει να απορφανιστεί ολόκληρο το κίνημα από τους επιφανέστερους εκπροσώπους του. Η ευκαιρία παρουσιάζεται. Στις 18 Αυγούστου παντρεύεται ο Ερρίκος της Ναβάρας, ο κατοπινός Ερρίκος Δ΄ της Γαλλίας, με την αδελφή του Γάλλου βασιλιά Μαργαρίτα του Βαλουά. Καθώς οι δυο πρίγκιπες έχουν ασπαστεί την ευαγγελική πίστη, μαζεύονται από όλη την επαρχία στο Παρίσι οι εξοχότεροι από τους αρχηγούς των Ουγενότων. Το σχέδιο μπαίνει σε εφαρμογή: την Παρασκευή το πρωί γύρω στις 11, καθώς ο Κολινύ επιστρέφει σπίτι του μετά από μια συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, δέχεται δυο αλλεπάλληλες σφαίρες που τον τραυματίζουν στο δάκτυλο και στον αγκώνα. Ο δολοφόνος, κάποιος Μωρεβέλ, είναι γνωστός στους ιστορικούς της εποχής σαν «ο τακτικός δολοφόνος στην υπηρεσία του βασιλιά». Η πρωτοβουλία ανήκει στο δούκα του Γκυζ, με την έγκριση όμως της βασιλομήτορος και του δούκα του Ανζού, αδελφού του βασιλιά κι αργότερα βασιλιά Ερρίκου Γ΄.
Ο πληγωμένος μεταφέρεται στο σπίτι του. Στους φίλους του που σπεύδουν να περιτριγυρίσουν το κρεβάτι του δηλώνει: «Φίλοι μου γιατί κλαίτε; Προσωπικά θεωρώ τον εαυτό μου ευτυχισμένο για τα κτυπήματα τούτα που υπέμεινα στο όνομα του Θεού. Προσευχηθείτε Εκείνος να μου δώσει δύναμη». Ο πάστορας Μερλέν προσεύχεται θερμά στον Κύριο για τον πληγωμένο. Το απόγευμα τον επισκέπτεται ο βασιλιάς με τη μητέρα του, που προσποιείται θλιμμένη, και με μερικούς ευγενείς: «Εσείς έχετε την πληγή κι εγώ τον πόνο», του λέει, «αλλά εγώ θα εκδικηθώ για την απόπειρα εναντίον σας με τέτοιο τρόπο που η εκδίκηση τούτη δε θα σβηστεί από τη μνήμη των ανθρώπων». Ο καημένος ο βασιλιάς... Πού να ξέρει, ανύποπτος καθώς είναι ακόμα, πως μιλά προφητικά και πως πραγματικά το έγκλημα που θα επακολουθήσει δεν πρόκειται να σβηστεί από τη μνήμη των ανθρώπων.
Την επόμενη το απόγευμα, 23 Αυγούστου 1572, η βασιλομήτορα μαζί με άλλους φίλους της επισκέπτεται το βασιλιά και του ανακοινώνει του σχέδιο της εξολόθρευσης του ναυάρχου και των υπολοίπων αρχηγών των Ουγενότων. Ο βασιλιάς αρνιέται, οι συνωμότες επιμένουν, τον προειδοποιούν μάλιστα πως δήθεν οι μεταρρυθμιστές είναι έτοιμοι να ξεσηκωθούν εναντίον του και πως η εξολόθρευση τους αποτελεί πράξη σύνεσης και αυτοπροστασίας. Η νύχτα πέφτει σιγά – σιγά. Τελικά ο Κάρολος υποκύπτει στις πιέσεις των συμβούλων του. Φεύγοντας και χτυπώντας την πόρτα πίσω του κραυγάζει έξω φρενών: «Αφού λοιπόν το βρίσκετε καλό να σκοτώσετε το ναύαρχο, είστε ελεύθεροι να το κάνετε, αλλά μαζί θα σκοτώσετε κι όλους τους Ουγενότους, για να μη μείνει ούτε ένας ζωντανός να με κατηγορήσει αργότερα. Δώστε λοιπόν τη διαταγή το ταχύτερο». Ο δούκας του Γκυζ επιφορτίζεται με την εκτέλεση του σχεδίου. Συμφωνούν η σφαγή να γίνει την αυγή, όχι πιο πριν, για να μη τους ξεφύγουν τα θύματα μέσα στο σκοτάδι.
Η οργάνωση είναι άρτια. Καθένας από τους δολοφόνους θα φορά ένα λευκό περιβραχιόνιο κι ένα λευκό σταυρό στο καπέλο για να ξεχωρίζει. Στις 3 η ώρα το πρωί, ξημερώματα της γιορτής του Αγίου Βαρθολομαίου, η βασιλομήτορα Αικατερίνη δίνει το σύνθημα. Βιάζεται να τελειώσει, γιατί φοβάται μήπως ο γιος της αλλάξει στο μεταξύ γνώμη. Η καμπάνα της εκκλησίας του Αγίου Γερμανού, απέναντι από το ανάκτορο του Λούβρου, αντηχεί άγρια μέσα στη νύχτα. Ο Γκυζ σπεύδει με τους ανθρώπους του στου Κολινύ. Κάποιος Τσέχος, Κάρολος Ντιάνοβιτς, ορίζεται για να χτυπήσει το ναύαρχο. Οι δολοφόνοι εισβάλλουν στο σπίτι. Ο γαμπρός του Κολινύ, η κόρη του κι άλλοι φίλοι τους σηκώνονται, ορμούν κι αμπαρώνουν τις πόρτες. Ο ναύαρχος σηκώνεται κι αυτός, φορά ήρεμα τη ρόμπα του και δηλώνει: «Αυτή τη φορά είναι ο θάνατός μου. Δε φοβάμαι, γιατί ξέρω πως πεθαίνω για το Θεό. Εδώ και πολύ καιρό είμαι προετοιμασμένος για το θάνατο. Φίλοι μου, κοιτάξτε να σωθείτε κι αφήστε με εμένα. Εμπιστεύομαι την ψυχή μου στο έλεος του Θεού». Και με τα λόγια αυτά κάθεται στην πολυθρόνα του και προσεύχεται. Οι δολοφόνοι σπάζουν την πόρτα. Για λίγο στέκονται διστακτικοί μπροστά στην ήρεμη αξιοπρέπεια του ασπρομάλλη αρρώστου. Έπειτα ο Τσέχος, για να πάρει κουράγιο, ουρλιάζει: «Εσύ είσαι ο ναύαρχος;» «Ναι, εγώ είμαι. Νεαρέ μου, θα έπρεπε τουλάχιστον να σεβαστείς την ηλικία μου και την ασθένειά μου». Κι ύστερα, με μια έκφραση αηδίας: «Να πέθαινα τουλάχιστον από το χέρι κανενός άνδρα κι όχι αυτού του γελοίου!» Ο Τσέχος κι οι συνεργάτες του τον χτυπούνε με τα σπαθιά τους στο στήθος και στο κεφάλι.
Ο δούκας του Γκυζ με τους συντρόφους του ανυπομονεί από κάτω. Ο Τσέχος του φωνάζει από πάνω πως τέλειωσε με το ναύαρχο. Ο δούκας ζητά να του πετάξουν το σώμα από το παράθυρο για να πειστεί. Ο γερο-ναύαρχος ζωντανός ακόμα πέφτει πάνω στο λιθόστρωτο. Ο δούκας κι οι σύντροφοί του ξεπεζεύουν και πλησιάζουν τον ετοιμοθάνατο. Ο δούκας σκουπίζει με ένα μαντήλι το αίμα από το πρόσωπό του και βεβαιώνει: «Ναι, αυτός είναι, τον ξέρω». Και γεμάτος λύσσα κλωτσά με τις μπότες του το σεβάσμιο κεφάλι. Η κρίση του Θεού πολλές φορές εκδηλώνεται με άμεσο τρόπο από τούτη κιόλας τη ζωή. Ύστερα από μερικά χρόνια, ο συνένοχός του της νύχτας εκείνης, ο αδελφός του βασιλιά δούκας του Ανζού, σαν βασιλιάς Ερρίκος Γ΄ πια, θα κλωτσήσει το δολοφονημένο πτώμα του δούκα με αηδία στο κεφάλι, απαράλλαχτα όπως έκανε κι αυτός τούτη τη νύχτα της σφαγής με το πτώμα του σεβάσμιου ναυάρχου.
Κάποιος Ιταλός υπηρέτης του δούκα του Νεβέρ κόβει το κεφάλι του Κολινύ για να το στείλει στη Ρώμη. Το φρικτό αυτό δώρο δείχνει καλύτερα από κάθε άλλο ιστορικό γεγονός τα αισθήματα μίσους που τρέφουν ο Πάπας κι ο φανατικός κλήρος της εποχής απέναντι στους μεταρρυθμιστές.
Η σφαγή γενικεύεται. Οι μεταρρυθμιστές ευγενείς, που φιλοξενούνται στην ίδια συνοικία, σκοτώνονται στα κρεβάτια τους. Άλλους τους στέλνουν στο Λούβρο και τους σκοτώνουν μπροστά στα μάτια του βασιλιά. Ο λαός του Παρισιού, ξεσηκωμένος από τις κωδωνοκρουσίες κι έτοιμος από καιρό ψυχολογικά για την εξολόθρευση των αιρετικών, ενώνεται με τα βασιλικά στρατεύματα. Τα μέλη της μεταρρυθμισμένης εκκλησίας του Παρισιού σκοτώνονται μέσα στα σπίτια τους. Τα πτώματα ρίχνονται στο Σηκουάνα που κοκκινίζει από το αίμα των θυμάτων και ξεβράζει την άλλη μέρα τουλάχιστον 4.000 από αυτά στις όχθες του. Η μανία του όχλου δε γνωρίζει έλεος ούτε για τα παιδιά, ούτε για τις γυναίκες, ούτε για τους γέρους. Κατά τις 7 το πρωί, μερικοί μεταρρυθμιστές ευγενείς, που κατοικούν στην απέναντι όχθη του Σηκουάνα, ξυπνούν από την τρομερή οχλοβοή και πιστεύοντας πως κινδυνεύει ο βασιλιάς, σπεύδουν με βάρκες για να του προσφέρουν βοήθεια. Ο βασιλιάς που παρακολουθεί τη σφαγή από ένα παράθυρο του Λούβρου, νομίζει πως προσπαθούν να δραπετεύσουν κι αδειάζει το όπλο του επανειλημμένα πάνω τους. Η σφαγή κρατάει 4 ολόκληρες μέρες. Η κακοποίηση των προσώπων ακολουθείται από την κακοποίηση της αλήθειας, όπως συνήθως γίνεται. Την επόμενη Τρίτη, ο βασιλιάς Κάρολος δηλώνει στο κοινοβούλιο, ότι όλα προετοιμάστηκαν κατά διαταγή του για να προληφθεί μια συνωμοσία των μεταρρυθμιστών εναντίον του. Πετυχαίνει ακόμα να προκαλέσει μια δικαστική απόφαση που σπιλώνει τη μνήμη του Κολινύ και καταδικάζει το ακέφαλο πτώμα του σε τριήμερη διαπόμπευση μέσα στους δρόμους της πόλης. Σύμφωνα με κρυφές διαταγές καταστρέφεται το προσωπικό αρχείο του ναυάρχου, γιατί ήταν σίγουρο πως από αυτό θα φαινόταν ολοκάθαρα η αθωότητά του. Τις επόμενες μέρες αγγελιοφόροι σπεύδουν προς όλες τις μεγάλες πόλεις της Γαλλίας για να αναγγείλουν τη δήθεν συνομωσία των Ουγενότων και να ζητήσουν από τους τοπικούς διοικητές την τιμωρία των αιρετικών. Οι σφαγές γενικεύονται σε ολόκληρη τη Γαλλία. Ανάμεσά στα θύματα της Λυών πέφτει κι ο μεγάλος συνθέτης Κλαύδιος Γκουτιμέλ.
Δύσκολο να εκτιμηθεί ο συνολικός αριθμός των θυμάτων. Πάντως το σίγουρο είναι πως ξεπερνούν τις 30.000 σε ολόκληρη τη χώρα, αριθμός φρικιαστικά μεγάλος, αν σκεφτούμε πως όλοι τούτοι έπεσαν ένας - ένας κι όχι με μαζικά μέσα ανθρωποκτονίας, όπως σήμερα. Κι ακόμα, πως με τα 15.000.000 του πληθυσμού της Γαλλίας την εποχή εκείνη, θα αντιστοιχούσαν σήμερα τα 100.000 θύματα στο σημερινό γαλλικό πληθυσμό των 50.000.000.
Στη Ρώμη η χαρά για την είδηση είναι ανάλογη με το μέγεθος του εγκλήματος. Κανονιοβολισμοί αντηχούν από τον πύργο του Αγίου Αγγέλου. Οι γιορταστικές φωτιές φωτίζουν ολόκληρη τη νύχτα την πόλη. Ο καρδινάλιος της Λορένης (Lorraine), που βρίσκεται στη Ρώμη για την εκλογή του καινούργιου Πάπα, προσφέρει 1.000 χρυσά νομίσματα στον αγγελιοφόρο που του φέρνει την είδηση και γράφει πως αυτό που έγινε «ξεπέρασε όλες τις ελπίδες του». Με τη σειρά του ο Πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ απευθύνει Te Deum - δοξολογίες – στις εκκλησίες και κόβει αναμνηστικό μετάλλιο με τις λέξεις «Strages Hugonotorum» (σφαγή των Ουγενότων). Συγχρόνως γράφει στο βασιλιά για να τον συγχαρεί για το κατόρθωμά του και τον καλεί «να μη διακόψει ένα έργο που προέχεται από τον Θεό και να παραμείνει ο εμπνευστής όλων εκείνων που με τη θεία δύναμη απάλλαξαν τον κόσμο από αυτούς τους θλιβερούς αιρετικούς».
Αν όμως η γενοκτονία τούτη προκαλεί τέτοια συναισθήματα ευφορίας ανάμεσα σε μερίδα του κλήρου και στους κρατούντες, πολλοί είναι εκείνοι ακόμα κι ανάμεσα στους καθολικούς, που ντρέπονται για λογαριασμό των συμπατριωτών τους. Κι ο καλός και δίκαιος Λ’ Οπιτάλ, που αναφέραμε παραπάνω, που αγωνίστηκε για να αποφευχθεί το έγκλημα και που οι συνωμότες επωφελήθηκαν από την απουσία του για να εκτελέσουν τα άνομα σχέδιά τους, αναφωνεί με αποτροπιασμό: «μακάρι αυτή η μέρα να σβηστεί από τη μνήμη των ανθρώπων...»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου