3 Σεπ 2008

Η Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου - Α' Μέρος

Στο μουσείο Καλών Τεχνών της Λοζάνης της Ελβετίας, ένας από τους πίνακες που εκτίθενται εκεί και φιλοτεχνήθηκε από το Γάλλο ζωγράφο του 16ου αιώνα Φραγκίσκο Ντυμπουά (Dubois) συγκεντρώνει την προσοχή και προκαλεί το θαυμασμό για τον ασυνήθιστο για την εποχή του ρεαλισμό, την παραστατικότητα και τη ζωντάνιά του. Ένα τμήμα του Παρισιού σε διαρρύθμιση σχηματική και μάλλον φανταστική: Στα αριστερά ο ποταμός Σηκουάνας. Στην αριστερή του όχθη ο πύργος του Νελ, η εκκλησία Γκρανζ Ωγκουστέν (Grands Augustine). Στη δεξιά του όχθη το ανάκτορο του Λούβρου. Στο κέντρο το σπίτι του ναυάρχου Γκασπάρ ντε Κολινύ (Gaspar de Coligny), από όπου οι δολοφόνοι είναι έτοιμοι να τον πετάξουν μισοπεθαμένο από το παράθυρο του πρώτου πατώματος. Παντού ο τόπος σπαρμένος από πτώματα, ο Σηκουάνας ξεχειλίζει από αυτά, σπαθιά, μαχαίρια και ρόπαλα υψωμένα, γυναίκες, παιδιά, γέροι σφάζονται με μανία. Στα δεξιά δυο κρεμασμένοι, στο κέντρο ένας γέροντας γονατιστός παρακαλεί το δήμιό του για έλεος. Πτώματα σέρνονται από τους δολοφόνους για να ριχτούν στο ποτάμι. Η απαίσια νύχτα της 24ης Αυγούστου του 1572, γνωστή σαν Η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, παραμένει εδώ και 400 χρόνια το αξεθώριαστο σύμβολο της εγκληματικής μισαλλοδοξίας, ταυτόσημη με τα πιο πρωτόγονα και πιο κτηνώδη πάθη και με όλες τις δαιμονικές δυνάμεις που κρύβει η ανθρώπινη ψυχή, όταν ο φανατισμός και το τυφλό μίσος την κυριαρχήσει και την καθοδηγήσει.
Ποιος απ’ όλους μας, έχοντας έστω κι επιπόλαια και φευγαλέα προβληματιστεί πάνω στα θρησκευτικά θέματα κι έχοντας έστω και λίγο στοχαστεί πάνω στα πατροπαράδοτα, δε λαχτάρησε περισσότερη ουσία, περισσότερο πνεύμα και λιγότερο τύπο. Ποιος δεν αγανάκτησε και δεν αγανακτεί μπροστά στην πνευματική ακαμψία στο όνομα μιας νεκρής θρησκευτικής παράδοσης, στην αυθαιρεσία και στην απόλυτη εξουσία μιας ομάδας πιο ανελέητης και πιο αμείλικτης από κάθε άλλο ανθρώπινο κατεστημένο, στο όνομα δήθεν του Χριστού; Ποιος δε νοστάλγησε να τυλιχτεί στο ευγενικό και ανόθευτο άρωμα των ευαγγελίων και να συναντήσει τον Κύριο χωρίς τη μεσολάβηση άχρηστων μεσολαβητών, με μόνο γνώμονα το λόγο Του και τη θεϊκή φωνή μέσα του; Κι ακόμα, δε θεώρησε αυτονόητη κι απαραίτητη την κατανόηση του Λόγου του Θεού σε μια γλώσσα που να την καταλαβαίνει κι ο πιο απλός άνθρωπος, μιας και σ’ αυτόν - κι ακόμα πιο πολύ σ’ αυτόν – απευθύνθηκε Εκείνος που ήρθε «να ζητήσει και να σώσει το απολωλός»; Φαίνεται πως είναι νόμος απαράβατος της ανθρώπινης φύσης, το σωστό δρόμο πολλοί να τον γνωρίζουν και λίγοι να τον ακολουθούν. Κι ακόμα πιο λίγοι να έχουν την παλικαριά να διαλαλήσουν την αλήθεια, που πολλοί την υποψιάζονται μέσα τους κι ωστόσο από φόβο και προκατάληψη δεν τολμούν να την ομολογήσουν ούτε στον εαυτό τους. Κι αν κάποτε κανείς από αυτούς τους τρελούς κι ασυμβίβαστους που αποζητά την καυτή ουσία της αλήθειας, σηκωθεί και διακηρύξει πως ο Χριστός δε μίλησε έτσι όπως τον παριστάνουν, πως δεν ίδρυσε ιεραρχίες και κοσμικές εξουσίες, πως δε ζήτησε προσκυνήσεις λατρευτικές λειψάνων και εικόνων, παρά μόνο την πίστη σ’ Αυτόν και την ολοκληρωτική παραχώρηση της καρδιάς, τότε παίρνει το χαρακτηρισμό του «αιρετικού», τότε γίνεται αλλόκοτο πλάσμα, «ευαγγελιστής» ή διαμαρτυρόμενος ή προτεστάντης ή ουγενότος, καλικαντζαράκι… Κι αν σήμερα μόνον ίσως τον κακολογούν στα κρυφά ή τον στραβοκοιτάζουν, υπήρξε εποχή που τον έκαιγαν, τον κρεμούσαν και τον βασάνιζαν, μόνο και μόνο επειδή λαχταρούσε την αλήθεια και το φως μέσα στα πηχτά σκοτάδια και την απελευθέρωση του πνεύματος μέσα στην πιο στυγνή ιδεολογική σκλαβιά. Κι είναι τούτο το τελευταίο που τον κάνει ακόμα πιο δικό μας, πιο κοντά μας, πιο μοντέρνο, εμάς που αποζητάμε στην εποχή μας πιο πολύ από κάθε άλλη φορά την ελευθερία στο πνεύμα και στη σκέψη κι όπου ο σπόρος της μεταρρύθμισης θα καρποφορούσε ακόμα περισσότερο, αν η θρησκευτικότητα δεν είχε δώσει τη θέση της – αλίμονο, δικαιολογημένα τις πιο πολλές φορές – στη θρησκευτική αδιαφορία και στην άρνηση.
Στα πρώτα χρόνια του 16ου αιώνα, με την επίδραση της αναγέννησης, που κλονίζει το στέρεο μονολιθικό ιδεολογικό οικοδόμημα του μεσαίωνα, η Ευρώπη ζει μια έντονη περίοδο θρησκευτικής αναταραχής κι ανακατάταξης στις μέχρι τότε παραδεκτές αξίες. Το ατράνταχτο μέχρι τότε οικοδόμημα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας κλονίζεται κι αυτό επικίνδυνα. Η απεριόριστη παπική εξουσία, που ζητάει να επιβάλει τη θέλησή της με τη δύναμη των όπλων, σκανδαλίζει όλο και περισσότερο. Λόγιοι και σοφοί ζητούν όλο και πιο απαιτητικά την επιστροφή στις πηγές της πίστης, στις Άγιες Γραφές, που ζηλότυπα ο φανατικός κλήρος έχει αποκλείσει το λαό από κάθε επαφή με αυτές, κρατώντας τις στην αποκλειστική του εξουσία κι απαγορεύοντας αυστηρά κάθε μετάφραση από το λατινικό κείμενο.
Η προσκύνηση της Παρθένου Μαρίας, των αγίων, των εικόνων, των λειψάνων, θεσμός ολοκάθαρα αντίθετος με το πνεύμα της Αγίας Γραφής και προπάντων ο θεσμός της εξαγοράς των αμαρτιών με τα συγχωροχάρτια, συναντούν όλο και περισσότερη αντίδραση.
Στη Γαλλία, τη χώρα που κατέχει στους νεότερους αιώνες τα σκήπτρα της πνευματικής πρωτοπορίας, οι καινούργιες ιδέες διαδίδονται ευρύτερα ακόμα κι ανάμεσα στον ανώτερο κλήρο, χωρίς ενόχληση κι εμπόδια στην αρχή. Εννιά χρόνια προτού ο Λούθηρος καρφώσει στη Βιτεμβέργη (Wittenberg) τις περίφημες θέσεις του, δηλαδή το 1508, ένας καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, ο Ιάκωβος Λεφέβρ ντ’ Ετάπλ, δημοσιεύει μια επίκληση για την ανάγνωση των Βιβλικών κειμένων: «Τα έχουν εγκαταλείψει, για τούτο τα μοναστήρια χάλασαν, γι’ αυτό χάθηκε η ευσέβεια και προτιμούν τα αγαθά του κόσμου από τα επουράνια αγαθά». Πολύ τολμηρός ο ντ’ Ετάπλ διδάσκει τη σωτηρία της ψυχής με την πίστη κι όχι με τα έργα, το αποκλειστικό κύρος των Αγίων Γραφών, το συμβολικό χαρακτήρα της λειτουργίας. Κατακρίνει την προσευχή στη λατινική γλώσσα, την αγαμία των ιερέων και τη λατρεία των αγίων. «Έξι χρόνια πριν από το Λούθηρο», γράφει ο μεγάλος ιστορικός Μισελέ, «ο σεβάσμιος Λεφέβρ ντ’ Ετάπλ διδάσκει το λουθηρανισμό στο Παρίσι». Τέλος το 1523 εκδίδει την πρώτη μετάφραση της Αγίας Γραφής στη γαλλική γλώσσα. Ωστόσο η ειρηνική τούτη μεταρρύθμιση δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ. Η έντονη αντίδραση που συναντά στη Γερμανία το κίνημα του Λούθηρου, επηρεάζει και τους Καθολικούς δασκάλους της Σορβόννης, που δεν μπορούν πια να ανεχθούν τον ντ’ Ετάπλ και τους μαθητές του, διακηρύττουν πως «μια μετάφραση της Αγίας Γραφής ήταν κάτι απαράδεκτο για ένα τόσο χριστιανικό βασίλειο», καίνε δημόσια την Καινή Διαθήκη του, κι ο ίδιος ο ντ’ Ετάπλ αναγκάζεται μαζί με τους στενότερους φίλους του να ζητήσει καταφύγιο στο Στρασβούργο.
Όμως μια τόσο μεγάλη φωτιά δεν μπορεί να σβηστεί τόσο εύκολα. Οι καινούργιες ιδέες έχουν βρει πρόσφορα έδαφος, κυρίως ανάμεσα στους διανοούμενους, στους καθηγητές, στους γιατρούς, στους δικηγόρους, στους ευγενείς, ακόμα και στη βασιλική αυλή, όπου η πριγκίπισσα Μαργαρίτα, αδελφή του βασιλιά Φραγκίσκου Α', αποδέχεται την καινούργια πίστη, επηρεάζοντας ως ένα βαθμό και τον ίδιο το βασιλιά. Κι είναι τούτη ακριβώς η αξιοσημείωτη διαφορά ανάμεσα στη γερμανική και στη γαλλική μεταρρύθμιση. Εκεί, στη Γερμανία, ο Λούθηρος με την ορμητικότητα και το λαϊκό του πνεύμα ξεσηκώνει τον απλό λαό και τους χωρικούς. Εδώ, στη Γαλλία, τη μεταρρύθμιση την ακολουθεί μια πολυάριθμη, εκλεκτή αλλά πνευματική μερίδα του γαλλικού λαού: επιστήμονες, ευγενείς, καλλιτέχνες. Ο Γάλλος χωρικός έμεινε πιστός στον πατροπαράδοτο Καθολικισμό. Να είναι ίσως αυτή η αιτία που η μεταρρύθμιση δεν μπόρεσε να στεριώσει τελικά στη χώρα αυτή, αντίθετα με πολλές άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης;
Στα μέσα της δεκαετίας του 1530, το κίνημα των μεταρρυθμιστών στη Γαλλία βρίσκει τον ουσιαστικό θεμελιωτή και οργανωτή του στο πρόσωπο του Ιωάννη Καλβίνου. Ανεξάρτητα από τις αμφισβητήσεις και τα ερωτηματικά που θα μπορούσε να γεννήσει η προσωπικότητα του μεγάλου Γάλλου μεταρρυθμιστή, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την τεράστια επίδρασή του στο γαλλικό ευαγγελικό κίνημα – κι όχι μόνο σ’ αυτό – που από τότε φέρει έντονη τη σφραγίδα της ισχυρής προσωπικότητάς του και της διδασκαλίας του, όπως αυτή διατυπώνεται στο βιβλίο «Institutio Religionis Christianae» («Διδαχή της Χριστιανικής Θρησκείας»), που εκδίδεται στη Γαλλία το 1536.
Από τότε το κίνημα των μεταρρυθμιστών στη Γαλλία διαποτίζεται από το αυστηρό, σχεδόν ασκητικό πνεύμα του Καλβίνου, σε αντίθεση με τον πληθωρικό και χαρούμενο χαρακτήρα του Λούθηρου, που χαρακτηρίζει και τη γερμανική μεταρρύθμιση. Αυστηρός και λιτός σε όλες του τις εκδηλώσεις και ιδέες, ο Καλβίνος απαιτεί από τη μοναδική τέχνη που μόλις αποδέχεται για τη λατρεία του Θεού, τη μουσική, να μην είναι υπερβολικά ωραία και στολισμένη, για να μη προσελκύει την προσοχή των πιστών και τους αποτραβά από το πνεύμα του κειμένου. Κι ενώ στη Γερμανία η μεταρρύθμιση ανοίγει το δρόμο για μια πλουσιότατη μουσική παραγωγή που κορυφώνεται με τον Heinrich Schütz (1585-1672), τον Μιχαήλ Πραιτόριο (Praetorius, 1571-1621) και προπάντων τον Ιωάννη Σεβαστιανό Μπαχ (1685-1750), στη Γαλλία οι πιστοί περιορίζονται σε ύμνους λιτούς κι αυστηρούς με απλή αρμονία, τους ψαλμούς. Τους περισσότερους από αυτούς τους επεξεργάζεται ο κορυφαίος από τους συνθέτες της γαλλικής μεταρρύθμισης, ο Κλαύδιος Γκουντιμέλ, που χάθηκε κι αυτός στη σφαγή της νύχτας του Αγίου Βαρθολομαίου. Τούτη η λιτή κι αυστηρή μουσική είναι το μοναδικό λειτουργικό στοιχείο στις συναθροίσεις των μεταρρυθμιστών, που στο μεταξύ παίρνουν το όνομα «Ουγενότοι». Σύμφωνα με μια εκδοχή, το όνομα προέρχεται από κάποιο κακό πνεύμα, τον «Roi Hugon», ένα είδος καλικάντζαρου, που πλανιέται τη νύχτα κατά τη λαϊκή παράδοση. Οι μεταρρυθμιστές συναθροίζονται κρυφά τις νύχτες στα χρόνια των διωγμών. Και η φαντασία του λαού οργιάζει, δημιουργώντας κάθε είδους φοβερές δαιμονικές τελετές και βαφτίζει τους πιστούς με το όνομα του «Roi Hugon»: «Huguenots», δηλαδή καλικαντζαράκια.
Όπως και να είναι, σύντομα η Γαλλία έχει γεμίσει από τούτα τα «καλικαντζαράκια», προς μεγάλη ανησυχία των διαφόρων «ζηλωτών» χριστιανών και του φανατικού κλήρου, που φυσικά πολύ λίγο νοιάζεται για τη σωστή πίστη και πολύ περισσότερο φοβάται μη χάσει τα προνόμια και τα δικαιώματά του. Το 1547, χρονιά που πεθαίνει ο βασιλιάς Φραγκίσκος ο Α', οι Ουγενότοι καλύπτουν κιόλας το 1/6 του γαλλικού πληθυσμού. Μερικά χρόνια αργότερα ο Γάλλος πολιτικός και δικαστικός Μιχαήλ Λ' Οπιτάλ, γράφοντας στον Πάπα, ανεβάζει το ποσοστό των Ουγενότων στο 1/4 του πληθυσμού και το 1566, έξι χρόνια πριν από τη σφαγή του Αγίου Βαρθολομαίου, ο καρδινάλιος του Αγίου Σταυρού διαπιστώνει με ανησυχία πως το βασίλειο ανήκει τουλάχιστον κατά το ήμισυ στους Ουγενότους. Ανεξάρτητα από τις υπερβολές που μπορεί να κρύβουν οι εκτιμήσεις αυτές, γεγονός είναι ότι οι μεταρρυθμιστές ξεπερνούν τα 3.000.000. Την ίδια χρονιά, δηλαδή το 1566, ο ναύαρχος Κολινύ, ο μεγάλος ήρωας του δράματος του Αγίου Βαρθολομαίου, παρουσιάζει στο βασιλιά ένα κατάλογο από 2.150 εκκλησίες. Υπολογίζει τους ποιμένες των εκκλησιών σε 4.000 έως 6.000 κι αναφέρει πως μερικές εκκλησίες αριθμούν μέχρι και 25.000 μέλη. Αν σκεφτούμε ότι την εποχή αυτή η Γαλλία έχει μόλις 15.000.000 κατοίκους, δηλαδή μιάμιση φορά τον πληθυσμό της σημερινής Ελλάδας, εύκολα καταλαβαίνουμε πως η μεταρρύθμιση έχει στεριώσει για τα καλά στη χώρα, ανεξάρτητα από τους αντίθετους ισχυρισμούς μερικών.
Εκεί που το αληθινό Ευαγγέλιο καταδιώκεται, εκεί υπάρχει ο ζήλος, η ευλογία και οι αληθινοί καρποί του Αγίου Πνεύματος. Μέχρι πρόσφατα, με τη δίωξη της θρησκευτικής πίστης στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, οι Χριστιανοί ζούσαν ξανά τα ηρωικά χρόνια των πρώτων Χριστιανών της κατακόμβης, απαράλλακτα όπως και τούτοι οι Ουγενότοι που τους πιάνουν, τους φυλακίζουν, τους βασανίζουν, τους καίνε κι αυτοί περισσεύουν σε πείσμα όλων των μέτρων κι ο ζήλος τους γίνεται όλο και μεγαλύτερος κι η πίστη τους γιγαντώνεται. Κάθε τόπος χρησιμεύει σαν τόπος συνάθροισης: ένα δωμάτιο, μια αίθουσα πύργου, ένα καλύβι, ένα υπόγειο, μια σιταποθήκη, ένα υπόστεγο, η καρδιά ενός δάσους, η κοίτη ενός χειμάρρου. Εκεί, ελεύθεροι από τα πνευματικά δεσμά της επίσημης Εκκλησίας, ενώνουν τη φωνή τους ψάλλοντας τους όμορφους ύμνους του Γκουντιμέλ και νιώθουν έντονη την παρουσία του Θεού στην ώρα της προσευχής. Η αυστηρότητα και η συνέπεια στη ζωή τους σύντομα τραβάει την προσοχή κι αναγνωρίζεται από εχθρούς και φίλους. Το ειρωνικό όνομα «ουγενότος» γίνεται σε λίγο συνώνυμο της τιμιότητας, της αυστηρότητας και του ηρωισμού.
Κάποιος συγγραφέας της εποχής, με σκοπό να ειρωνευτεί, πλέκει άθελά του το εγκώμιό τους που διαφαίνεται μέσα από τις ειρωνικές του εκφράσεις: «Δηλώνουν», γράφει, «πως είναι ενάντια στην πολυτέλεια, στα δημόσια γλέντια και στις ευτράπελες κουβέντες. Στις συγκεντρώσεις και στις γιορτές τους, αντί να χορεύουν με τους ήχους του αυλού, διαβάζουν τη Βίβλο που πάντα βρίσκεται πάνω στο τραπέζι και ψάλλουν θρησκευτικούς ύμνους, προπάντων ψαλμούς έμμετρους. Οι γυναίκες, με συμπεριφορά κι εμφάνιση σεμνή, εμφανίζονται δημόσια σαν μετανοούσες Μαγδαληνές, όπως ονόμασε ο Τερτυλλιανός τις παρόμοιες του καιρού του. Οι άντρες, όλοι σκληραγωγημένοι, μοιάζουν σαν χτυπημένοι από το Άγιο Πνεύμα. Θυμίζουν Άγιους Ιωάννηδες στην έρημο. Με αυτήν την υπερβολική σεμνότητα συνυπάρχει πάντα η ταπεινοφροσύνη. Προσπαθούν να επιβληθούν όχι με τη σκληρότητα, αλλά με την υπομονή. Όχι σκοτώνοντας, αλλά πεθαίνοντας, έτσι ώστε φαίνεται πως ο Χριστιανισμός ξαναγύρισε σ’ αυτούς με την πρώτη του αθωότητα και πως κι αυτή η άγια μεταρρύθμιση θα ξαναφέρει στη γη το χρυσό αιώνα…»
«Προσπαθούν να επιβληθούν όχι σκοτώνοντας, αλλά πεθαίνοντας…» Τούτη τη φράση του Γάλλου καθολικού συγγραφέα επαληθεύουν στο ακέραιο οι μαρτυρίες και τα γεγονότα της εποχής. Γιατί μια τέτοια αποδιοργάνωση και φθορά της επίσημης Εκκλησίας δεν μπορεί παρά να προκαλέσει την αντίδρασή της. Κι όχι μόνο της Εκκλησίας, μα και του κράτους ολόκληρου. Ο κλήρος, η πανίσχυρη θεολογική Σχολή της Σορβόννης, τα κρατικά συμβούλια και η βασιλική αυλή, όλοι μαζί συνασπισμένοι χτυπούνε με μανία τη μεταρρύθμιση και τους οπαδούς της, που το μόνο έγκλημά τους είναι πως επιθυμούν να λατρέψουν τον Κύριο μ’ ένα κάπως διαφορετικό και γνήσιο τρόπο από εκείνον που μέχρι τότε τους είχε επιβληθεί. Κι όταν διάφορες επιδέξιες πολιτικές ομάδες εκμεταλλεύονται το κίνημα δίνοντάς του μια κάποια πολιτική απόχρωση, ενάντια στις αυθαιρεσίες και στην απόλυτη εξουσία του βασιλιά, τότε πια η εξολόθρευση των Ουγενότων γίνεται ζήτημα επιβίωσης για το κατεστημένο της εποχής.
Βασιλιάδες που στην αρχή τρέφουν ευνοϊκά αισθήματα προς το μεταρρυθμιστικό κίνημα, όπως ο Φραγκίσκος ο Α', που αρχικά βλέπει με καλό μάτι τους Ουγενότους κάτω από την επίδραση της μητέρας του και της αδελφής του Μαργαρίτας, μεταβάλλονται σε αδιάλλακτους πολέμιους της νέας πίστης, παρασυρμένοι από τους κακούς τους συμβούλους. Έτσι, με ένα ασήμαντο επεισόδιο, συλλαμβάνει ο Φραγκίσκος 150 μεταρρυθμιστές, κόβει τη γλώσσα σε 18 από αυτούς και μέσα σε 6 μήνες καταδικάζει 102 στον δια πυρός θάνατο, εκτελώντας ωστόσο μόνο τους 27. Το 1543 συστήνει τα λαϊκά δικαστήρια για τους αιρετικούς και το 1545, άρρωστος κι ετοιμοθάνατος, επιτρέπει την εξολόθρευση των ΒαλδίνωνΒαλτινών ή Βαλδενσίων), παλιών μεταρρυθμιστών, που χρόνια συνυπήρχαν ειρηνικά με την επίσημη Εκκλησία.
Όλα όμως αυτά είναι σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στις αμέτρητες άλλες ομαδικές κι ατομικές περιπτώσεις που μαρτυρεί η σκοτεινή εκείνη εποχή. Οι φυλακές γεμίζουν από τους μεταρρυθμιστές. Σε πολλές περιπτώσεις, όταν δεν μένει χώρος γι’ άλλους, απολύουν τους κακοποιούς για να βάλουν στη θέση τους αιρετικούς. Εκεί μέσα τούς δένουν με αλυσίδες στον τοίχο για να μη δραπετεύσουν. Τους περισσότερους τους κατεβάζουν σε σκοτεινά μπουντρούμια, αληθινούς τάφους, όπου η πείνα και τα σκουλήκια ολοκληρώνουν τον αργό τους θάνατο. Στο Παρίσι υπήρχε ένα υπόγειο κελί στο σχήμα ανεστραμμένου κώνου, όπου κατέβαζαν το φυλακισμένο μ’ ένα σχοινί. Εκεί μέσα δεν μπορούσε να ξαπλώσει, ούτε να μείνει όρθιος, παρά μόνο καθισμένος στις φτέρνες του, με μαζεμένο όλο το σώμα και τα πόδια και μέρος του κορμού βουτηγμένα στο νερό. Σε μερικές μέρες ο φυλακισμένος έβγαινε από εκεί μέσα τρελός. Οι μαστιγώσεις και οι βασανισμοί ήταν στην ημερήσια διάταξη. Γιατί άλλωστε να απορούμε και να φρίττουμε όταν, 4 αιώνες από τότε, παρόμοιες μέθοδοι, πιο τελειοποιημένες όμως επιστημονικά και με σύγχρονα μηχανικά μέσα, εξακολουθούν κι εφαρμόζονται σε πολυάριθμα σημεία του πλανήτη μας και μάλιστα μερικές φορές και για λόγους θρησκευτικών πεποιθήσεων; Οι κρεμάλες κι οι φωτιές δουλεύουν ασταμάτητα. Οι μάρτυρες δοξάζουν τον Θεό μεγαλόφωνα κι ακατάπαυστα, καθώς πορεύονται στον τόπο του μαρτυρίου τους. Σε μερικούς κόβουν τη γλώσσα τους για να πάψουν να μιλούν, αλλά αυτοί εξακολουθούν με νοήματα και χειρονομίες και με τα μάτια στραμμένα στον ουρανό. Η εφευρετικότητα των βασανιστών σε ποικιλία εκτελέσεων με το θάνατο στην πυρά είναι αξιοθαύμαστη. Δε θα θέλαμε όμως να παίξουμε με τα νεύρα των αναγνωστών μας περιγράφοντάς τις.
Γεμάτες είναι ακόμα οι διηγήσεις της εποχής με τα τελευταία λόγια των μελλοθανάτων. Οι περισσότεροι πεθαίνουν απαγγέλλοντας εδάφια από τη Βίβλο ή με το όνομα του Ιησού Χριστού στα χείλη ή παρακαλώντας τον Θεό για τους δικαστές και τους δήμιους που τους υποβάλλουν στο σκληρό τούτο μαρτύριο. Ένας νεαρός ευγενής, μόλις 18 ετών, ο Θωμάς ντε Σαιν-Πωλ, ρίχνεται μέσα στις φλόγες, ύστερα τον αρπάζουν πίσω με διαταγή κάποιου δασκάλου της Σορβόννης, που του χαρίζει τη ζωή αν αρνηθεί την πίστη του. «Μια και βρίσκομαι στο δρόμο που οδηγεί στον Θεό», απαντά ο νεαρός μάρτυρας, «ρίξτε με και πάλι στις φλόγες κι αφήστε με να πάω κοντά Του». Κάποιος άλλος δηλώνει στους δικαστές που τον στέλνουν στην πυρά: «Καημένοι άνθρωποι, τι νομίζετε πως κάνετε; Θέλετε να με καταδικάσετε σε θάνατο; Κάνετε λάθος, αυτό δεν είναι θάνατος, είναι αιώνια ζωή». Κάποια γυναίκα ανακράζει: «Θεέ μου, μη με εγκαταλείψεις καθόλου, για να μη με αφήσεις να σε εγκαταλείψω». Και κάποιος άλλος, που του προσφέρουν το... ευεργέτημα να τον στραγγαλίσουν πριν τον ρίξουν στην πυρά για να μην υποφέρει, φτάνει ν’ αρνηθεί την πίστη του, απαντά λέγοντας στο δήμιο: «Ας φύγουμε λοιπόν για την ουράνια πατρίδα, στην παρουσία του Θεού».
Δε βλέπω κανένα λόγο να μη πιστέψουμε τις μαρτυρίες τούτες της εποχής, σαν τάχα εξογκωμένες κι υπερβολικές. Καμιά σκοπιμότητα δε θα υπαγόρευε κάτι τέτοιο, ούτε για εξιδανίκευση, ούτε για θεοποίηση. Βλέπετε, οι μάρτυρες τούτοι δεν εμφανίζονται επώνυμα σε κανένα εορτολόγιο αγίων.
Να και μερικά από τα «εγκλήματα» των μαρτύρων: πως πιάστηκαν να συμμετέχουν στη λατρεία Ουγενότων, πως μοίρασαν ή είχαν στην κατοχή τους ένα από τα απαγορευμένα από τη θεολογική Σχολή της Σορβόννης βιβλία, όπως π.χ. τη μεταφρασμένη Γραφή ή οποιοδήποτε αιρετικό βιβλίο, πως μίλησαν ενάντια στην καθολική πίστη, πως έμειναν με καλυμμένο το κεφάλι στην ώρα της θείας κοινωνίας κι ακόμα πως βιβλιοδέτησαν ένα αιρετικό βιβλίο. Το 1/4 από την περιουσία του θύματος (αργότερα το 1/3) ανήκει στον καταδότη, το υπόλοιπο το καρπώνεται ο βασιλιάς. Όσο περισσότερα λοιπόν θύματα στην πυρά, τόσο πιο γεμάτα τα βασιλικά ταμεία. «Εν τη καταναλώσει το κέρδος»...
Μέσα σε τούτη την αφόρητη κατάσταση δεν είναι εκπληκτικό που οι Ουγενότοι, που διαθέτουν και σημαντική πολιτική δύναμη, ξεσηκώνονται ενάντια στην αυθαιρεσία και στην τυραννία. Οι θρησκευτικοί πόλεμοι, μια από τις θλιβερές περιόδους της γαλλικής ιστορίας, θα συνταράξουν και θα ρημάξουν τη χώρα για πάνω από 14 χρόνια (1562-1576) κι ακόμα η αναταραχή θα συνεχιστεί γι’ άλλα 22 χρόνια, μέχρι το διάταγμα της Νάντ (Nantes), το 1598.
Στο θλιβερό τούτο σημείο θα οδηγήσει τη Γαλλία μια οικογένεια ευγενών, που ένας εκπρόσωπός της θα παίξει πρωταρχικό ρόλο στη σφαγή του Αγίου Βαρθολομαίου: η οικογένεια των Γκυζ, που πανίσχυρη κατέχει τις κυριότερες θέσεις-κλειδιά στον κρατικό μηχανισμό και που οδηγεί το κράτος στο έσχατο σημείο της εξαχρείωσης, της διαφθοράς και της συναλλαγής και προκαλεί την αγανάκτηση όλων των υγιών στοιχείων της χώρας. Τούτοι οι Γκυζ επιδιώκουν να καθαρίσουν οριστικά τη Γαλλία από τους Ουγενότους, κάνοντας έτσι μεγαλύτερη την αντίδραση των τελευταίων.
Οι Γκυζ είναι φανατικοί καθολικοί, αλλά άσχετοι προς την ουσία της χριστιανικής πίστης και προς την Αγία Γραφή. Το Μάρτιο του 1562, ένας από αυτούς, ο δούκας του Γκυζ (Guise), περνώντας με τους στρατιώτες του από την πόλη Βασύ, πέφτει πάνω σε μια θρησκευτική συνάθροιση Ουγενότων. Στη μάχη που επακολουθεί, σκοτώνονται 23 Ουγενότοι και τραυματίζονται 130. Κάποιος φέρνει στο δούκα την Αγία Γραφή που χρησιμοποιούν οι μεταρρυθμιστές στη συνάθροισή τους. Μη γνωρίζοντας ο δούκας τι είναι τούτο το βιβλίο, το δίνει στον αδελφό του, καρδινάλιο Λουδοβίκο ντε Γκυζ, λέγοντας: «Διάβασε, αδελφέ μου, τον τίτλο από το βιβλίο τούτο των Ουγενότων». Ο καρδινάλιος ανοίγει το βιβλίο, διαβάζει και λέει: «Είναι η Αγία Γραφή». «Πώς! Η Αγία Γραφή;», απαντά ο δούκας, «Για όνομα του Θεού! Τούτο το βιβλίο δεν αξίζει τίποτε!»
Η ιστορία επαναλαμβάνεται πολλές φορές απαράλλαχτη. Ο Γκυζ ισχυρίζεται πως δεν άρχισε την επίθεση αυτός, αλλά οι Ουγενότοι κι είναι ολοφάνερο το ψέμα στον ισχυρισμό του, γιατί στις περιπτώσεις αυτές το δίκιο βρίσκεται με το μέρος αυτού που καταπιέζεται και ξέρουμε πια πολλά παρόμοια τέτοια από τότε. Όπως και να είναι, τούτη η σφαγή του Βασύ είναι που δίνει τη φωτιά στο μπαρούτι. Προσωπικά, δεν επικροτώ κανενός είδους βία και πολέμους. Ωστόσο φοβάμαι πως η νηφαλιότητα και η μετριοπάθεια είναι πάντα τόσο σπάνια σε τούτη τη γη κι ακόμα πιο σπάνια την εποχή εκείνη, όσο συχνό είναι το μίσος και η εμπάθεια, έστω και δικαιολογημένα κατά κάποιο τρόπο. Σήμερα, που βλέπουμε τα πράγματα ψύχραιμα κι από τόσο μακριά, αναρωτιόμαστε μήπως το γνήσιο πνεύμα του Χριστού, ανόθευτο από αμφίβολες ερμηνείες της Βίβλου κι αμφισβητήσιμους τρόπους εφαρμογής της, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ειρηνική λύση. Δεν έλειψαν άλλωστε οι λογικές φωνές και στις δυο παρατάξεις, όπως εκείνη του Λ’ Οπιτάλ, καθολικού, μεγάλου σφραγιδοφύλακα του κράτους: «Η πραότητα θα ωφελήσει περισσότερο από τη βιαιότητα. Ας παρατήσουμε αυτές τις διαβολικές ονομασίες που αναφέρονται σε κόμματα, σε φατρίες, σε αντιλήψεις: Λουθηρανοί, Ουγενότοι, Παπικοί. Ας μην αλλάξουμε την ονομασία Χριστιανοί». Δυστυχώς – κι είναι τούτο μοίρα αναπότρεπτη και τραγική της ανθρωπότητας – στις πιο πολλές φορές αυτοί που έχουν τη λογική και τη μετριοπάθεια δεν έχουν τη δύναμη, κι αυτοί που συνήθως προκαλούν, σέρνουν από πίσω τους έναν ολόκληρο λαό που δε φταίει σε τίποτε. Κι ακόμα, όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο γνωστός Γάλλος ιστορικός και συγγραφέας Αντρέ Μωρουά, «οι λογικοί έχουν πάντα μια τάση να πιστεύουν πως η ανθρωπότητα τους μοιάζει, πράγμα που δεν είναι λογικό. Η ζωή αναλαμβάνει να τους βγάλει από την πλάνη». Η ιστορία, το ξαναλέμε, επαναλαμβάνεται πολλές φορές απαράλλακτα. Ποιος όμως από τους μεγάλους και τους ισχυρούς διδάσκεται από αυτήν;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου