13 Νοε 2012

Λέρος - μεταξύ Ανατολής και Δύσης (Α' Μέρος)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το μικρό αυτό νησί του δωδεκανησιακού συμπλέγματος με την πολυκύμαντη πορεία μέσα στους αιώνες, είναι ένας τόπος που περιμένει να τον γνωρίσουμε. Χρωστάει το πλούσιο και ενδιαφέρον παρελθόν του στη γεωγραφική του θέση, αλλά και στη μορφολογία του εδάφους: ορεινό, αλλά με αρκετές ποσότητες νερού σε μικρό βάθος, είναι εύφορο και καταπράσινο στο εσωτερικό του. Οι φοίνικες και τα λιόδεντρα, το μαλακό τοπίο, που θυμίζει άλλοτε Ανατολή και άλλοτε Σικελία, σε μικρή απόσταση από τηn Κάλυμνο, αποτελεί το πρώτο ξάφνιασμα του επισκέπτη. Στη Λέρο μπορεί να αποβιβάζεστε με τις αποσκευές της δυσφήμισης (τόπος εξορίας και γη των ψυχιατρείων), αλλά φεύγετε με τη δική σας αξέχαστη στιγμή ενός ηλιοβασιλέματος στο Κάστρο: Την ώρα του δειλινού, που λες και το χρώμα στις στέγες των σπιτιών δανείζει το μοβ του στις νερομπογιές του ήλιου και το νησί γίνεται ένας τεράστιος μενεξές που βουλιάζει στο Αιγαίο.
Ο ΚΟΛΠΟΣ ΤΩΝ ΑΛΙΝΤΩΝ
Από ψηλά ακόμα η Λέρος ξεδιπλώνει τη θηλυκή της γεωμορφολογία, γεμάτη κόλπους και μια στενή καταπράσινη μέση, λίγο πριν το αεροπλάνο προσγειωθεί κοντά στην τοποθεσία του τεμένους της Παρθένου Ιοκαλλίδος. Από το Παρθένι και αμέσως μετά την Καμάρα, οι μνήμες ξεθωριάζουν μπροστά στην παραλία των Αλίντων, που ξεπροβάλλει ξαφνικά με τις παλιές ιδιοκτησίες των Αιγυπτιωτών και τον πύργο του Μπελένη (που λειτουργεί ως μουσείο) να αντιστέκεται ακόμα στην επέλαση του τουρισμού. Τα Άλιντα το καλοκαίρι είναι ένα πολύχρωμο πανηγύρι δίπλα στο κύμα που το βράδυ, απέναντι στο ολόφωτο Κάστρο, μεταμορφώνεται σε τόπο διασκέδασης.
Στην άλλη άκρη του κόλπου των Αλίντων, ο κεντρικός οικισμός του νησιού, ο Πλάτανος, ουσιαστικά ενώνει το λιμάνι της Αγίας Μαρίνας με το ψαροχώρι Παντέλι, σ’ έναν ενιαίο οικισμό ανάμεσα στους δύο μικρούς ορεινούς όγκους και κάτω από την προστατευτική σκιά του κάστρου.
Γιατί το παλιό μεσαιωνικό κάστρο με το οικόσημο των Ιωαννιτών ιπποτών και τη μικρή εκκλησία της Παναγίας του Κάστρου, είναι κάτι περισσότερο από ένα ιστορικό μνημείο, είναι το σύμβολο του νησιού. Αρκεί να βρεθεί κανείς στο νησί τον Δεκαπενταύγουστο, όταν από το μεσημέρι ακόμα το κάλεσμα της καμπάνας κάνει τα 500 περίπου ασβεστωμένα σκαλοπάτια από τον Πλάτανο μέχρι την Καστρόπορτα να σαλεύουν γεμάτα ζωή μέχρι αργά το βράδυ.
Το Κάστρο ήταν η καρδιά του παλιού ιστορικού οικισμού του χωριού, που σιγά-σιγά, ανάλογα με τις βουλές της πειρατείας, φτάνει στον Πλάτανο και μετά στη θάλασσα. Εκεί, ανάμεσα στα παλιά σπίτια της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, ο απόδημος Ελληνισμός που επιστρέφει στη γενέθλια γη, θα γεμίσει τα κενά με τα εντυπωσιακά νεοκλασικά κτίρια. Σπίτια-τοιχογραφία του ευημερούντος Ελληνισμού, στο χρώμα της ώχρας τα περισσότερα και θέα πάντα προς τη θάλασσα. Αν ο Πλάτανος είναι το διοικητικό κέντρο του νησιού, το λιμάνι της Αγίας Μαρίνας είναι οι αισθήσεις του και η ατημέλητη γοητεία του.
ΠΛΑΤΑΝΟΣ - ΛΑΚΚΙ
Ο γύρος της Λέρου είναι εύκολος, καθώς οι παλιοί ιταλικοί δρόμοι με τη δροσερή παρουσία των ευκαλύπτων, που σηματοδοτούν το ιταλικό αποτύπωμα στον χώρο, σε πάνε σχεδόν παντού. Από τον Πλάτανο ο δρόμος συνεχίζει προς το Λακκί, πάνω από την παραλία του Βρομόλιθου. Από την περιοχή της Άγκυρας, απ’ όπου αρχίζει το πιο παλιό ίσως στην Ελλάδα ιταλικό κτηματολόγιο, η ιταλική παρουσία στο χώρο είναι πλέον καθοριστική. Το Λακκί είναι ένα αξεπέραστο δείγμα του ιταλικού μεσογειακού ρασιοναλισμού, που αντιστέκεται στο χρόνο και την επέλαση της νεοκλασικής κακογουστιάς. Το πιο μεγάλο ίσως φυσικό λιμάνι της ΝΑ Μεσογείου, αποτελεί σήμερα το κεντρικό λιμάνι του νησιού και σημείο άφιξης των πλοίων που φτάνουν καθημερινά από τον Πειραιά.
Στην απέναντι πλευρά του κόλπου, στα Λέπιδα, η νεοκλασική ιστορία στήνει τα δικά της σκηνικά στα γκρίζα κτίρια της άλλοτε αεροναυτικής βάσης «G. Rosseti», που έκανε τη Λέρο «Μάλτα του Αιγαίου». Αργότερα στα κτίρια αυτά, οι Βασιλικές Τεχνικές Σχολές, το Ψυχιατρείο και το κτίριο των εξόριστων του Άη Γιώργη, φιλοξένησαν ανθρώπους και ψυχές βασανισμένες. Ένας μικρός κόσμος ξεχασμένος μέσα στο μεγάλο κόσμο, δίπλα στη γαληνεμένη θάλασσα (Porto Lago την είπαν οι Ιταλοί, «λιμάνι - λίμνη»).
Ο δρόμος συνεχίζει και τελειώνει στο νότιο άκρο του νησιού στο ψαροχώρι του Ξηρόκαμπου. Εκεί, τα ερείπια ενός παλιού κάστρου έχουν τη δική τους Παναγιά και παρακάτω τα βράχια της θάλασσας φέρνουν μαζί μ’ έναν κάβουρα μια ακόμα, την Παναγία της Καβουράδαινα. Για όσους τους αρέσει η πεζοπορία, σκονισμένοι δρόμοι και μονοπάτια τους πάνε στις «κατζάρμες» των βουνών με τις τοιχογραφίες των Ιταλών φαντάρων και τις διαλυμένες βάσεις των κανονιών του Ναβαρόνε. Ένας Ιταλός φαντάρος έγραφε τη Λέρο, «L’ eros», δηλαδή «ο έρωτας».
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Το μικρό αυτό νησί της Δωδεκανήσου, με τη στρατηγική του θέση στη ΝΑ εσχατιά του ελληνικού αρχιπελάγους, σε μικρή απόσταση από τις ακτές της Ιωνίας, έχει πλούσιο ιστορικό παρελθόν. Η ιστορία επιφύλαξε στην Λέρο, ένα σημαντικό ρόλο από τα πανάρχαια χρόνια. Στην αρχαιότητα μαζί με την Πάτμο, το Αγαθονήσι, τους Λειψούς, το Φαρμακονήσι κι άλλες μικρότερες νησίδες ανήκε στον ιωνικό χώρο, σε αντίθεση με τη γειτονική Κάλυμνο και τα νοτιότερα νησιά που ήταν δωρικά. Με έκταση περίπου 53 τ. χλμ. διαθέτει εύφορες κοιλάδες και έντονο θαλάσσιο διαμελισμό, δημιουργώντας ασφαλή λιμάνια και φιλόξενα αγκυροβόλια στα διερχόμενα πλοία. Σε μικρή απόσταση από τις ακτές της Ιωνίας και της Καρίας, η Λέρος για μεγάλο διάστημα της ιστορικής της διαδρομής συνδέθηκε πολιτικά με τη Μίλητο, τη μεγάλη ιωνική μητρόπολη.
ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ
Το νησί συνδέεται με το γνωστό αιτωλικό μύθο της θήρας του Καλυδωνίου κάπρου και του Μελέαγρου. Στο τέμενος της Παρθένου Ιοκαλλίδος, βρήκαν καταφύγιο οι αδελφές του Μελέαγρου, οι Μελεαγρίδες, που η Άρτεμη τις μεταμόρφωσε σε πουλιά, επειδή θρηνούσαν ακατάπαυστα για τον τραγικό θάνατο του αδελφού τους και τις έστειλε στη Λέρο. Οι ιερείς του τεμένους φρόντιζαν για τα ιερά πουλιά και το μεγάλωμα των νεογνών τους. Το τέμενος της Παρθένου, που η λατρεία της συνδέεται με την Άρτεμη, τοποθετείται στο Παρθένι, περιοχή γεμάτη μνήμες από την πρόσφατη ιστορία μας. Ο τόπος, που διατήρησε μέχρι σήμερα την αρχαία ονομασία του, Παρθένιον, ήταν ελώδης, όπως περιγράφεται από τον Κλύτο τον περιπατητικό φιλόσοφο στο α' βιβλίο του «Περί Μιλήτου». Η ακριβής θέση του ιερού αυτού, δεν έχει εντοπιστεί έως σήμερα. Αυτός, σύμφωνα με τις επιγραφικές μαρτυρίες, ήταν και ο τόπος ανάθεσης των ψηφισμάτων των Λερίων. Στην παλαιοχριστιανική εποχή, οικοδομείται εκκλησιαστικό συγκρότημα, λείψανα του οποίου είναι ορατά σήμερα στην περιοχή.

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
Τα πρώτα ίχνη κατοίκησης στη Λέρο ανάγονται στην τελική Νεολιθική Εποχή (4η χιλιετία π.Χ.), όπως μαρτυρούν τα προϊστορικά λείψανα που βρέθηκαν γύρω από τους κόλπους του Παρθενίου και της Γούρνας. Στην Κονταρίδα, στο νότιο μυχό του κόλπου του Παρθενίου, που προστατεύεται βόρεια από τη νησίδα Αρχάγγελο, στη βόρεια πλευρά της Λέρου, αποκαλύφθηκαν το 1980 λείψανα προϊστορικού οικισμού. Ο οικισμός της Κονταρίδας, με οικονομία που βασιζόταν στη γεωργία, την κτηνοτροφία και την αλιεία, αποτελεί μια από τις λίγες γνωστές εγκαταστάσεις αυτής της περιόδου (εκτός σπηλαίων) στα βόρεια Δωδεκάνησα. Ίχνη ανθρώπινης παρουσίας της τελικής Νεολιθικής και της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού βρέθηκαν και σε άλλα παραθαλάσσια κυρίως σημεία του νησιού. Στον Δρυμώνα, στον κόλπο της Γούρνας, εκτός από κτιριακά κατάλοιπα, επισημάνθηκε σημαντική ποσότητα οψιδιανού (ηφαιστειογενούς υλικού από τη Μήλο και τη νησίδα Γυαλί στη Νίσυρο), που χρησιμοποιείτο για την κατασκευή αιχμών βελών, λεπίδων κι άλλων εργαλείων. Οι άφθονες φολίδες, πυρήνες και απολεπίσματα που βρέθηκαν στην περιοχή μαρτυρούν την επιτόπια επεξεργασία του πετρώματος. Η περιορισμένη έρευνα στη Λέρο δεν έχει εντοπίσει έως τώρα δείγματα της μινωικής περιόδου, ενώ ελάχιστα είναι και τα λείψανα από τη μυκηναϊκή περίοδο.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
Μια πρώιμη αποικία Μιλησίων στο νησί υποδηλώνει η μαρτυρία του Αναξιμένη από τη Λάμψακο, αλλά δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς άρχισε η πολιτική επιρροή της Μιλήτου πάνω στη Λέρο. Στην ιωνική επανάσταση (498 π.Χ.), ο λογογράφος Εκαταίος, όπως παραδίδεται από τον Ηρόδοτο, συμβούλευσε τον τύραννο της Μιλήτου Αρισταγόρα να καταφύγει στη Λέρο, σε περίπτωση αναγκαστικής απομάκρυνσής του από τη Μίλητο. Η αναγραφή «Μιλήσιοι εκ Λέρου» στους αθηναϊκούς καταλόγους (454-453 π.Χ.), αποτελεί την πρώτη επιγραφική μαρτυρία για πολιτική εξάρτηση της Λέρου από την ιωνική μητρόπολη. Η Λέρος εμφανίζεται ως δήμος Μιλήτου τον 4ο αιώνα π.Χ., ενώ η στενή τους σχέση συνεχίζεται και στην ελληνιστική περίοδο. Η χρονολόγηση των δημόσιων κειμένων της γίνεται με βάση τον στεφανηφόρο, τον επώνυμο άρχοντα της Μιλήτου. Την ευθύνη της ασφάλειας του νησιού είχε ο φρούραρχος, αξιωματούχος που διοριζόταν από την κεντρική διοίκηση της Μιλήτου. Τη Μακεδονική παρουσία στο νησί υποδηλώνει η εύρεση νομισμάτων και το γεγονός ότι η απελευθέρωση του νησιού από τους Πέρσες αποδίδεται στους Μακεδόνες.
ΜΝΗΜΕΙΑ
Δυο οχυρωματικά έργα στο Παρθένι και στον Ξηρόκαμπο, τα πιο σημαντικά αρχαία ορατά μνημεία του νησιού, πρέπει να συνδέονται με τα μέτρα που πήρε η Μίλητος στα νησιά της περιφέρειάς της, για τον έλεγχο των θαλάσσιων διαδρομών και την προστασία από τους πειρατές. Στον Ξηρόκαμπο, στο νότιο άκρο του νησιού, σε οχυρή θέση που δεσπόζει της περιοχής μεταξύ Λακκιού και Λεπίδων, υψώνεται το Κάστρο των Λεπίδων, γνωστό ως Παλαιόκαστρο, ένας επιβλητικός περίβολος με ορθογώνιο πύργο, που χρονολογείται από την ελληνιστική εποχή, αλλά χρησιμοποιείται ως καταφύγιο των κατοίκων στη μεσοβυζαντινή περίοδο. Στη νότια πλευρά του περιβόλου υπάρχουν λείψανα παλαιότερου τοίχου «κυκλώπειας» κατασκευής. Σύγχρονα του Ξηρόκαμπου είναι τα λείψανα ορθογώνιου οχυρού με επιμελημένη τοιχοποιία, που διατηρούνται πάνω σε λόφο στην κοιλάδα του Παρθενίου. Το οχυρό εσφαλμένα θεωρείτο παλαιότερα, από ορισμένους μελετητές, ως ναός της Αρτέμιδος.
Κυκλώπεια τείχη
Στην περιοχή της Αγίας Μαρίνας, ανάμεσα στον Πλάτανο, την Αγία Βαρβάρα και το Μπούρτζι, με κτιριακά λείψανα της Ύστερης αρχαιότητας, τοποθετείται το κύριο οικιστικό κέντρο του νησιού. Στο Μπούρτζι εντοπίστηκαν κεραμική από το τέλος της Γεωμετρικής εποχής έως την Ύστερη αρχαιότητα, πήλινα προσωπεία Διονύσου και γυναικεία προτομή του 4ου αιώνα π.Χ. Στο Κάστρο του Παντελίου, σε μια ιδιαίτερα οχυρή θέση με θαυμάσια θέα, οι βυζαντινές και ιπποτικές εγκαταστάσεις άφησαν ελάχιστα ίχνη από τη χρήση του χώρου στην αρχαιότητα. Στις θέσεις Σμαλού, Συκιά, Σκυλάγκρεμος, Άγιος Κωνσταντίνος έχουν αποκαλυφθεί αρχαία λείψανα, ενώ τοίχοι μεγάλου κτιρίου διακρίνονται στη θαλάσσια περιοχή του Αγίου Ισιδώρου στη Γούρνα. Σε διάφορα τοπωνύμια της Λέρου π.χ. Άλινδα, Τεμένια, Παληασκλούπη, Λενικό κ.ά., διασώθηκαν αρχαίες ονομασίες, ενώ το ιδιαίτερα ασφαλές λιμάνι του Λακκιού, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη νεώτερη ιστορία του νησιού, θεωρείται βέβαιο ότι χρησιμοποιήθηκε και στην αρχαιότητα. Από τη Λέρο προέρχεται ο ιστορικός Φερεκύδης, που έζησε στην 75η Ολυμπιάδα ή στην ελληνιστική περίοδο κατά άλλους, καθώς και ο ποιητής Δημόδοκος ή Δημόδικος, που έζησε γύρω στο 550 π.Χ. και αντάλλαξε σκωπτικά επιγράμματα με τον Μιλήσιο ποιητή Φωκυλίδη.
Ευρήματα από την προϊστορία του νησιού και τους ιστορικούς χρόνους έως τη μεσαιωνική περίοδο, φιλοξενούνται στο Αρχαιολογικό Μουσείο του νησιού, στην περιοχή της Αγίας Μαρίνας. Το μουσείο στεγάζεται σε νεοκλασικό κτίριο, που χτίστηκε το 1882 από την «Αδελφότητα των εν Αιγύπτω Λερίων» για να στεγάσει την Αστική Σχολή Λέρου.
ΑΡΧΑΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ
Από τα τελευταία ρωμαϊκά χρόνια (τέλος 3ου-αρχές 7ου αιώνα μ.Χ.), η Λέρος ανήκε, πολιτικά, στην επαρχία των Νήσων κάτω από τη διοίκηση της Ασίας, ενώ, εκκλησιαστικά, η επισκοπή Λέρου υπαγόμενη στη μητρόπολη Ρόδου, ανήκε στην Επαρχία των Νήσων Κυκλάδων. Κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους (5ος-7ος αιώνας), οργανώνονται διάφοροι οικισμοί σε παραλιακές κυρίως θέσεις, κοντά σε φιλόξενα αγκυροβόλια του νησιού, αλλά και στα εύφορα εδάφη της ενδοχώρας. Πολλά είναι τα μνημεία που έχουν διασωθεί, ενώ διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη, θραύσματα αγγείων και λείψανα ψηφιδωτών δαπέδων, που έχουν εντοπιστεί σε πολλές περιοχές του νησιού, αποτελούν μαρτυρίες για οργανωμένη κατοίκηση την περίοδο εκείνη.
Η πόλη της Λέρου καταλάμβανε τη νότια πλευρά του κόλπου της Αγίας Μαρίνας, όπου σώζονται τα λείψανα της βασιλικής της Αγίας Βαρβάρας και κοσμικών κτιρίων. Στον κόλπο των Αλίνδων, οι βασιλικές των Αγίων Τεσσαράκοντα και του «δημοτικού Ξενώνα», με πολύχρωμα ψηφιδωτά δάπεδα, αποτελούν ενδείξεις για έναν ακόμα οικισμό στην ανατολική ακτή του νησιού. Στην εύφορη κοιλάδα του Παρθενίου παρατηρείται έντονη οικοδομική δραστηριότητα τουλάχιστον μέχρι τον 7ο αιώνα. Όλη η έκταση, από τους κόλπους του Παρθενίου και του Πλεφούτη έως την Καμάρα και τη θέση Πηγή, είναι κατάσπαρτη από εκκλησιαστικά και κοσμικά κτίρια, μερικά από τα οποία αποκαλύφθηκαν και ανασκάφηκαν κατά την εκτέλεση έργων του αεροδρομίου (1980). Οικοδομική δραστηριότητα θα είχε ασφαλώς και η περιοχή γύρω από το βαθύ και ασφαλή κόλπο του Λακκίου, όπως αναφέρεται σε παλαιότερα κείμενα και όπως μαρτυρούν τα μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη. Δυο ακόμα βασιλικές έχουν εντοπιστεί στην περιοχή του Ξηροκάμπου, η μια κάτω από τη νεώτερη εκκλησία του Αγίου Νικολάου και η άλλη στα δυτικά της Παναγίας, στο Παλαιόκαστρο. Εκκλησίες που ίσως εντάσσονταν σε οικιστικά σύνολα, υπήρχαν και στο εσωτερικό του νησιού, όπως ο Άγιος Ιωάννης στη Φακουδιά, ο Άγιος Πέτρος και ο Άγιος Νικήτας στο Δρυμώνα.
Η έντονη οικοδομική δραστηριότητα συνδέεται, πιθανόν, με την Επισκοπή Λέρου, την ίδρυση της οποίας θα πρέπει να προσδιορίσουμε πριν το 553, οπότε έχουμε την πρώτη ιστορική μαρτυρία, δηλαδή τη συμμετοχή στην Ε' Οικουμενική Σύνοδο του επισκόπου Λέρου Ιωάννου. Την παλαιοχριστιανική εποχή ακολουθούν οι λεγόμενοι σκοτεινοί αιώνες (7ος-10ος), περίοδος κατά την οποία οι ιστορικές πηγές σιωπούν και οι αρχαιολογικές ενδείξεις απουσιάζουν.
ΚΑΣΤΡΑ
Η πολιτική αστάθεια που επικρατούσε στο Αιγαίο, μετά τις αραβικές επιδρομές, έγινε η αιτία να εγκαταλειφθούν οι παραθαλάσσιοι οικισμοί και να χτιστούν κάστρα πάνω σε φυσικές οχυρές θέσεις, όπου μπορούσαν να καταφύγουν οι κάτοικοι σε περίπτωση κινδύνου. Στη Λέρο, διασώζονται δύο ισχυρά κάστρα, του Παντελιού στην ανατολική πλευρά του νησιού και των Λεπίδων στο νότιο άκρο, ενώ τοπωνύμια όπως Μεροβίγλι, Βιγλιά, Καστέλι, Σκοπιά δηλώνουν θέσεις που θα είχαν ιδιαίτερη σημασία για τη φύλαξη και την ασφάλεια του νησιού. Η εικόνα της μεσαιωνικής Λέρου σκιαγραφείται μέσα από 10 έγγραφα του Αρχείου της Μονής του Αγίου Ιωάννου Θεολόγου στην Πάτμο, που χρονολογούνται από τον Μάιο του 1087 έως τον Μάιο του 1263. Σε δύο απ’ αυτά γίνεται λόγος για δικαιώματα του μοναστηριού και στο Κάστρο του Παντελιού, δηλαδή το κάστρο της Λέρου. Είναι το σημαντικότερο μεσαιωνικό μνημείο στη Λέρο, που δεσπόζει πάνω από τους σημερινούς οικισμούς της Αγίας Μαρίνας και του Πλατάνου. Σήμερα σώζονται 3 περίβολοι (οι δύο εσωτερικοί χρονολογούνται στους μεσοβυζαντινούς χρόνους και οπωσδήποτε πριν από το 1087) και 5 εκκλησίες, ενώ λείψανα κτισμάτων υπάρχουν διάσπαρτα σε όλο τον χώρο.
Το έτος εκείνο δωρίθηκε με χρυσόβουλλο, στον μοναχό Χριστόδουλο από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α' Κομνηνό, ο πρώτος εσωτερικός περίβολος, ενώ λίγο μετά (1088), με «πρόσταξη» της Άννας Δαλασσηνής, του παραχωρήθηκε και ο δεύτερος περίβολος. Ο τρίτος ισχυρός περίβολος οικοδομήθηκε στα χρόνια των ιπποτών, τον 15ο αιώνα. Τότε ενισχύθηκαν τμήματα του βυζαντινού κάστρου, για να έχει πλέον τη δυνατότητα να αντιμετωπίζει πυροβόλα όπλα. Οι εκκλησίες του Κάστρου χτίστηκαν στην εποχή των ιπποτών, ενώ η μονόχωρη εκκλησία της Αγίας Τριάδος (τοιχογραφημένη το 15ο αιώνα) ανήκει στους μεσοβυζαντινούς χρόνους ίσως. Ο σημερινός ναός της Παναγίας του Κάστρου, έξω από τη ΒΔ γωνία του δεύτερου περιβόλου, χτίστηκε περί τα τέλη του 17ου αιώνα. Από το 1726 έως τα μέσα του 19ου αιώνα λειτουργούσε σχολή, που ιδρύθηκε από τον Λέριο μοναχό Δαμασκηνό και η οποία διέθετε πλούσια βιβλιοθήκη σε χειρόγραφα και έντυπα.
Το Κάστρο των Λεπίδων βρίσκεται στα βόρεια του κόλπου του Ξηροκάμπου και είναι γνωστό ως Παλαιόκαστρο. Ό,τι διακρίνεται σήμερα από την οχύρωση ανάγεται, τουλάχιστον, στα ελληνιστικά χρόνια, αλλά χρήση του αναφέρεται στη μεσοβυζαντινή περίοδο, όταν δόθηκε «εποίκ(οις) τ(ης) νήσου Λέρου...», μ’ εντολή της Άννας Δαλασσηνής, όταν εκείνοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το κάστρο του Παντελιού. Με το ίδιο χρυσόβουλλο (1087) του Αλέξιου Α' Κομνηνού, δωρίθηκαν στη μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, τα μετόχια («προάστια») Παρθένι και Τεμένια. Το πρακτικό της παράδοσης (Απρίλιος 1089) αποτελεί για τη Λέρο κείμενο μοναδικό, που περιέχει πολύτιμες πληροφορίες για την τοπογραφία, την οικονομία, την παραγωγή και την κοινωνία ενός μικρού νησιού, κατά τους σκοτεινούς μεσαιωνικούς χρόνους. Το κείμενο περιλαμβάνει την εμβαδομέτρηση της γης και τον χαρακτηρισμό της σε «σπόριμη», «νομαδιαία» και «δασώδη», απαριθμεί τα είδη των δένδρων και καταγράφει τους παροίκους και τα μέλη των οικογενειών τους, που εργάζονται στα πλούσια κτήματα της μονής. Στα χρόνια των ιπποτών, τα μετόχια εξακολούθησαν να είναι προσοδοφόρα. Ανάμεσα στα προϊόντα που παράγονταν ήταν κρασί, σιτάρι, λάδι, ελιές, σύκα και όσπρια. Μέχρι πρόσφατα, το Παρθένι και τα Τεμένια ήταν οι εύφορες κοιλάδες του νησιού, όπου συνεχίζονταν σχεδόν όλες οι καλλιέργειες: αμπέλια, σιτάρι, σουσάμι κ.ά.
ΝΑΟΙ
Οι γνώσεις που έχουμε για την αρχιτεκτονική και την τέχνη του νησιού στα μεσαιωνικά χρόνια είναι αποσπασματικές. Στο νησί υπάρχουν σπάνιες βυζαντινές εκκλησίες, από τις οποίες η σημαντικότερη είναι ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος στο Λακκί, τρίκλιτη τρουλαία βασιλική με οικοδομικές φάσεις από τον 10ο αιώνα και μετά. Ο σωζόμενος ζωγραφικός διάκοσμος του ναού χρονολογείται στις αρχές του 13ου αιώνα. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν κι οι ναοί του Αγίου Ζαχαρία στη Μερικιά, οι Άγιοι Απόστολοι στην Καμάρα, η Παναγία η Γουρλωμάτα και ο Άγιος Πέτρος στον Δρυμώνα, η Αγία Τριάδα στο Κάστρο και ο Άγιος Γεώργιος στο Παρθένι.
«Η Σταύρωση». Αγιογραφία εξορίστων στη Λέρο, στην Αγία Κιουρά
Πρόκειται για κτίσματα, που στεγάζονται με χαμηλούς τυφλούς τρούλους, αρχιτεκτονικό στοιχείο αρκετά διαδεδομένο και στα γειτονικά νησιά Πάτμο, Λειψούς, Κάλυμνο και Αστυπάλαια. Το πιο σημαντικό, ποιοτικά, έργο είναι οι τοιχογραφίες που αποκαλύφθηκαν πρόσφατα στο ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στο Λακκί. Οι τοιχογραφίες που κοσμούν την Παναγία Γουρλωμάτα και τον Άγιο Σπυρίδωνα στη Μερικιά είναι δείγματα επαρχιακής τέχνης. Στο νησί προβάλλουν διάσπαρτα, όπως συμβαίνει σε όλο το Αιγαίο, μικρά μονόχωρα, κεραμοσκέπαστα εκκλησάκια που μπορούν να χρονολογηθούν στη μεταβυζαντινή εποχή. Λείψανα βασιλικών συναντώνται επίσης στα Άλιντα (των Αγίων Τεσσαράκοντα και του Δημοτικού Ξενώνα) και στον Ξηρόκαμπο (η μία κάτω από τη νεότερη εκκλησία του Αγ. Νικολάου και η άλλη στα δυτικά της Παναγίας στο Παλαιόκαστρο).
Ασβεστωμένη αγιογραφία από εξορίστους (Αγία Κιουρά)
ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΕΣ – ΕΠΟΧΗ ΙΠΠΟΤΩΝ (1309-1522)
Η Λέρος αναφέρεται συχνά σε κείμενα προσκυνητών, που κατευθυνόμενοι προς τους Αγίους Τόπους, περνούσαν απαραίτητα από τα νησιά του Αιγαίου. Οι πρώτοι γνωστοί προσκυνητές που αναφέρονται στη Λέρο, ήταν ο Άγγλος Seawulf, το 1102-1103 και, λίγο αργότερα, το 1106-1107, ο Ρώσος ηγούμενος Δανιήλ. Στα τέλη του 14ου αιώνα, ο Ιταλός Nicolas de Martoni, επιστρέφοντας από τους Αγίους Τόπους και το Σινά, περνάει από τη Λέρο, για την οποία μας πληροφορεί ότι ήταν κατοικημένη και υπαγόταν διοικητικά στην Κω. Στα 1470-71, ο Anselm Adorno, ένας άλλος προσκυνητής, παραπλέοντας τα νησιά του Αιγαίου γράφει για τη Λέρο και το κάστρο της. Πιο εκτενή αναφορά για το πολύ ισχυρό φρούριο και την ευφορία της γης του νησιού, γίνεται από τον Φλωρεντίνο κληρικό Christoforo Buondelmonti στο χρονικό του Liber Insularum Archipelagi. Η Λέρος αναφέρεται και αργότερα σε «ιζολάρια», δηλαδή ναυτικούς οδηγούς, των Dalli Sonetti (1485), Jean Thenaud (1512), Piri Reis (1526), Benedetto Bordone (1528), Marco Boschini (1534) και Thomas Porcacchi da Castiglione (1572).
Το 1309, καταλαμβάνουν τη Λέρο οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννη της Ρόδου και την κυβερνούν δεσποτικά έως το 1522. Κατά την εποχή των ιπποτών, το νησί ανήκε στη διοικητική μονάδα (preceptoria) της Κω, μαζί με τα γειτονικά νησιά Κάλυμνο και Νίσυρο. Ο πιο γνωστός πρεκέπτορας (ή βάιλος), που συνέδεσε κατά καιρούς το όνομά του με τη Λέρο, ήταν ο ενετικής καταγωγής Fantino Quirini (1431-1453). Από τα μέσα του 15ου αιώνα ως τις αρχές του 16ου αιώνα, η Λέρος δέχτηκε επιθέσεις από Τούρκους πειρατές. Το 1522 κατελήφθη από τους Οθωμανούς του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς και αρχίζει η περίοδος της Τουρκοκρατίας.
ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ (1523-1912)
Η Τουρκοκρατία άρχισε στη Λέρο, όπως και στα υπόλοιπα Δωδεκάνησα, τον Ιανουάριο του 1523. Ο σουλτάνος, με φιρμάνι, παραχώρησε στα νησιά προνόμια, ελαφριά φορολογία, αυτοδιοίκηση και αυτονομία. Την εξουσία του εκπροσωπούσε ο σούμπασης, ό,τι όμως αφορούσε τη διοίκηση, τη δικαιοσύνη και την είσπραξη φόρων υπαγόταν στη δικαιοδοσία των τοπικών αρχόντων, που εκλέγονταν κάθε Φεβρουάριο από την κοινότητα. Τα προνόμια αυτά ανανεώθηκαν και τους δύο επόμενους αιώνες, καθώς ο κοινοτικός θεσμός εξυπηρετούσε την οθωμανική αυτοκρατορία στη διοίκηση και στην είσπραξη των φόρων. Λειτούργησε, όμως, ως παράγοντας συνοχής του υπόδουλου Ελληνισμού. Στο διάστημα αυτό, η Λέρος γνώρισε αναστάτωση και ερήμωση, εξαιτίας των ενετοτουρκικών πολέμων και των αλλεπάλληλων πειρατικών επιδρομών που μάστιζαν το Αιγαίο. Ο πληθυσμός είχε ελαττωθεί και οι κάτοικοι κατέφυγαν στο Κάστρο.
Τον 18ο αιώνα, οι Τούρκοι επικρατούν στο Αιγαίο. Οι κάτοικοι του Κάστρου αφήνουν τον στενό περίβολό του και έξω από αυτόν δημιουργείται ένας οικισμός. Σταδιακά, τα σπίτια του πληθαίνουν και ενώνονται με τα ψαροχώρια της Αγίας Μαρίνας και του Παντελιού, αποτελώντας μια πολίχνη. Στο έρημο πια Κάστρο, από το 1726, άρχισε να διδάσκει συστηματικά ο μοναχός Δαμασκηνός, θέλοντας «το της πατρίδος βαθύ σκότος της βαρβαρότητας να διαλύσει». Πρώτος αυτός ύψωσε την παιδεία του νησιού. Η Σχολή του λειτούργησε μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα και κληροδότησε μια αξιόλογη βιβλιοθήκη.
Με την επικράτηση της ειρήνης, εμπόριο και ναυτιλία άνθησαν και τότε άρχισε ένα ρεύμα αποδημίας προς τα μεγάλα κέντρα του εξωτερικού. Εκεί πρόκοψαν, πολλοί αναδείχθηκαν σε εξέχουσες προσωπικότητες, και όλοι επιδίωξαν να βοηθήσουν και να αναδείξουν το νησί, με ξεχωριστή την προσφορά της Λεριακής Αδελφότητας Καΐρου. Έτσι, άρχισε μια περίοδος ευημερίας: αναπτύχθηκε η οικονομία, αυξήθηκε ο πληθυσμός, σπίτια χτίστηκαν παντού. Επίσης, το 19ο αιώνα, με πλουσιοπάροχες δωρεές ομογενών χτίστηκαν σχολεία, δημόσια κτίρια, έγιναν κοινωφελή έργα.
Στην επανάσταση του 1821, η Λέρος προσχώρησε πρόθυμα στον Αγώνα. Αλλά με το πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830, τα Δωδεκάνησα παραχωρήθηκαν στην Τουρκία, που βαθμιαία περιόρισε την αυτοδιοίκηση, επιβάλλοντας κυβερνητικό και κοινοτικό σύστημα. Ανεπίσημα, όμως, η αυτοδιοίκηση συνέχισε να ισχύει, μέχρι την επανάσταση των Νεότουρκων. Αυτοί επέβαλαν την τουρκική γλώσσα, βαριά φορολογία και υποχρεωτική στρατολογία. Η κατάσταση ήταν κρίσιμη και πολλοί Δωδεκανήσιοι αναγκάστηκαν να εκπατριστούν.
ΙΤΑΛΟΚΡΑΤΙΑ (1912-1943)
Τα πράγματα άλλαξαν τον Μάιο του 1912, με την κατάληψη της Δωδεκανήσου από τους Ιταλούς. Οι Δωδεκανήσιοι τους υποδέχτηκαν πανηγυρικά, ως απελευθερωτές, αλλά με ψήφισμα διακήρυξαν τον πόθο τους για ένωση με την Ελλάδα. Η Ιταλία με τη συνθήκη της Λωζάννης προσάρτησε τα Δωδεκάνησα, γιατί εξυπηρετούσαν τις βλέψεις της στην περιοχή. Ειδικά η Λέρος, με τρία ευρύχωρα λιμάνια, ιδίως το φυσικά προστατευμένο Λακκί, κρίθηκε ιδανική για τη δημιουργία ναυτικής βάσης εφάμιλλης της Μάλτας.
Έτσι άρχισε σε όλο το νησί κατασκευή εκτεταμένων οχυρωματικών έργων, ενώ στα Λέπιδα του Λακκιού δημιουργήθηκε αεροναυτική βάση (από αυτήν ξεκίνησε το υποβρύχιο «Delfino» για να τορπιλίσει την «Έλλη»), προστατευμένη από πολύ ισχυρές πυροβολαρχίες στις γύρω βουνοκορφές και δικτυωτό φράγμα στο λιμάνι. Παράλληλα, για την εγκατάσταση Ιταλών αξιωματικών και εποίκων, χτίστηκε στο Λακκί μια νέα πόλη, αμιγώς ιταλική, πρωτοποριακή στη σύλληψη, εντυπωσιακή στην ενότητα και λιτότητά της, με αξιόλογα κτίρια, όπως ο μοναδικός στον κόσμο για την αρμονία των γραμμών του Πύργος-Ρολόι της Αγοράς.
Οι Ιταλοί έφεραν ευημερία στη Λέρο: τα μεγάλα οχυρωματικά έργα απορρόφησαν το εργατικό δυναμικό του νησιού και άλλων Δωδεκανήσων. Η συμπεριφορά τους ήταν ήπια και ευγενική. Η πολιτική τους, όμως, στόχευε σταθερά στον εξιταλισμό των νησιών πλήττοντας παιδεία, εκκλησία κι αυτοδιοίκηση. Έτσι δημιουργούνταν εντάσεις και εξεγέρσεις που καταστέλλονταν με βία. Με την έναρξη του πολέμου, πολλοί κάτοικοι έσπευσαν να καταταγούν σε μονάδες Εθελοντών Δωδεκανησίων. Πολέμησαν στην Αλβανία, το Ελ Αλαμέιν, το Ρίμινι. Παράλληλα, οργανώθηκε δίκτυο κατασκοπείας για συλλογή πληροφοριών, που με τη βοήθεια ψαράδων διοχετεύονταν στους Συμμάχους.

ΠΟΡΤΟ ΛΑΓΚΟ
Όταν οι Ιταλοί κατέλαβαν τη Λέρο, το Λακκί δεν ήταν παρά μια εξοχή με στάσιμα νερά και λίγα σπίτια. Ο κόλπος του έγινε το κέντρο του ιταλικού σχεδιασμού για τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου. Το 1923, μετά τη συνθήκη της Λωζάννης, αρχίζουν οι εργασίες για τη δημιουργία της μεγάλης αεροναυτικής βάσης στα Λέπιδα, που εκτός από τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις περιλάμβανε και μια ζώνη κατοικίας. Ο ίδιος ο διοικητής Mario Lago θα επισκεφτεί το νησί τον Οκτώβριο του 1923, μαζί με τον αρχιτέκτονα Florestano di Fausto.
Οι αυξανόμενες στεγαστικές ανάγκες που δημιουργούσε η επέκταση της βάσης και η φασιστική πολιτική δημιουργίας «νέων πόλεων», θα οδηγήσουν στην απόφαση σχεδιασμού μιας νέας πόλης απέναντι από την αεροναυτική βάση. Το Λακκί, με τα χαρακτηριστικά των νέων πόλεων της Ιταλίας, δημιουργείται από το τίποτα σε μέρη που έχουν εξυγιανθεί με αποξηράνσεις. Με την πολιτική των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων που ξεπερνούν τις 113, στο διάστημα 1928-1935, θα δεσμευτεί ο χώρος και συγχρόνως θα ξεκινήσουν εκτεταμένες αποξηράνσεις κι επιχωματώσεις. Στο έδαφος στερεώθηκαν κορμοί πάνω στους οποίους καρφώθηκαν σιδερένιες δοκοί, ακολούθησαν λιθόστρωση και επίστρωση με τσιμέντο.
Τα Λέπιδα πριν από τα έργα των Ιταλών
Το ρυθμιστικό σχέδιο της νέας πόλης που οι Ιταλοί θα ονομάσουν Porto Lago είναι πιθανότατα έργο του αρχιτέκτονα Rodolfo Petracco και θα εγκριθεί με το διάταγμα της 20ης Ιανουαρίου 1934. Το σχέδιο έχει τη λογική της ανάπτυξης μιας μεγάλης παραλιακής λεωφόρου, με δημόσια κτίρια, κατά μήκος του θαλάσσιου μετώπου της πόλης («Porto Italico»), για τις παρελάσεις του καθεστώτος, χωροταξική αντίληψη που εφαρμόστηκε και σε άλλες πόλεις των αποικιών. Η λεωφόρος αφήνει χώρο και δημιουργεί μια πλατεία μπροστά από το Κτίριο του Φασισμού, από την οποία ένας κάθετος άξονας οδηγεί σε μια δεύτερη εσωτερική πλατεία για να καταλήξει σ’ ένα μικρό λόφο, όπου πιθανόν ένα μνημείο ή άγαλμα θα επιβεβαίωνε τη φασιστική κυριαρχία.
ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΤΥΛ
Το Λακκί είναι η μοναδική νέα πόλη που έκτισαν οι Ιταλοί στα Δωδεκάνησα, αλλά ταυτόχρονα μαζί με την πόλη Saubadia στην Ιταλία και τη γειτονιά Weissenhof στη Στουτγάρδη, αποτελούν τα μοναδικά οικιστικά σύνολα χτισμένα με το Διεθνές Στυλ. Η αρχή της δεκαετίας του 1930, που συμπίπτει με την εποχή που χτίζονται τα κτίρια στο Λακκί, είναι η εποχή που ο φασισμός υιοθετεί το μοντέρνο κίνημα και βαθμιαία ο ορθολογισμός γίνεται επίσημη αρχιτεκτονική έκφραση του καθεστώτος. Τα κτίρια της διοίκησης και της διαμονής των αεροπόρων στην αεροναυτική βάση (σε σχέδια πιθανόν του Florestano de Fausto) και ο στρατώνας του ναυτικού στο Λακκί (Petracco) σηματοδοτούν αυτή την περίοδο. Ο Mario Lago με την ανάθεση του ρυθμιστικού σχεδίου υποδεικνύει και το αρχιτεκτονικό στυλ της πόλης «in modo razionale», αφήνοντας ελεύθερους τους αρχιτέκτονες Rodolfo Petracco και Armando Bernabiti να αναδείξουν τη μοναδικότητα του Λακκιού: οι κύβοι της νησιώτικης αρχιτεκτονικής συναντούν τους αντίστοιχους του ορθολογισμού και το μοντέρνο, ίσως για πρώτη φορά, αποκτά τα μεσογειακά του χαρακτηριστικά.
Οι 2 αρχιτέκτονες θα σχεδιάσουν όλα τα κτίρια της νέας πόλης, συμπληρώνοντας πολλές φορές ο ένας τον άλλον, αν και δεν πρέπει να είχαν την επίβλεψη της κατασκευής των κτιρίων. Όμως, μετά το 1936 και την ανακήρυξη του imperium, το φασιστικό καθεστώς επιστρέφει στη μνημειακότητα, ως αρχιτεκτονική έκφραση που αναδεικνύει τα αυτοκρατορικά του χαρακτηριστικά. Την πολιτική αυτή θα κληθεί να υλοποιήσει ο νέος κυβερνήτης De Vecchi, που δε θα διστάσει να αλλάξει τη μορφή ολόκληρων κτιρίων στη Ρόδο. Το Λακκί όμως θα συνεχίσει να χτίζεται με τον αρχικό σχεδιασμό. Το κινηματοθέατρο, το ξενοδοχείο, το σχολείο, το Κτίριο του Φασισμού, το νοσοκομείο, η εκκλησία, οι στρατώνες, τα παλατσίνα (κατοικίες) και κυρίως η κυκλική αγορά με τον πύργο του ρολογιού, που θα εντυπωσιάσει στην Έκθεση του Ιταλικού Ορθολογισμού στη Μπιενάλε της Βενετίας, το 1976, συνθέτουν ένα μοναδικό σύνολο μεσογειακού ορθολογισμού που εντάσσεται στο Διεθνές στυλ. Σήμερα τα κτίρια του Λακκιού ενταγμένα στις καθημερινές χρήσεις του ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, κινδυνεύουν από τη φθορά του χρόνου, από τις αυθαίρετες επεμβάσεις και κυρίως απ’ την κακόγουστη νεοελληνική αρχιτεκτονική. Τα κολωνάκια της παραλίας, οι λευκές επιφάνειες, τα μπαλκόνια με τους σωλήνες και οι κυκλικοί όγκοι στέλνουν το μελαγχολικό τους σήμα κινδύνου, σαν ανταύγεια μιας πόλης που επιμένει ανάμεσα στα προκλητικά καλύβια της και τα σεμνά της παλάτια.
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΛΕΡΟΥ
Μετά τη συνθηκολόγηση των ιταλικών δυνάμεων το 1943, ξεκίνησαν οι αποβάσεις Βρετανών στρατιωτών από τα μέσα Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους. Οι Γερμανοί, που μέχρι στις 31 Οκτωβρίου είχαν καταλάβει αιφνιδιαστικά Ρόδο και Κω, στράφηκαν εναντίον της Λέρου, που την υπερασπίζονταν Άγγλοι και Ιταλοί, χωρισμένοι από αμοιβαία δυσπιστία.
Γερμανοί αλεξιπτωτιστές φεύγουν από την Αθήνα για τη Λέρο
Τα στρατεύματα των Άγγλων και Ιταλών άρχισαν να δέχονται σφοδρές αεροπορικές επιδρομές από τη γερμανική αεροπορία: βρετανικά, ιταλικά, και ελληνικά πλοία βομβαρδίζονται, αεροναυτικές εγκαταστάσεις ανατινάζονται. Οι γερμανικοί βομβαρδισμοί θα συνεχιστούν με αμείωτη ένταση για 52 ημέρες και θα εξαρθρώσουν την ιταλική άμυνα. Συνολικά, έπεσαν 1.096 τόνοι βόμβες, σε 984 αεροπορικές επιδρομές, ενώ οι κάτοικοι κατέφυγαν σε σπηλιές.
Αν και στην αρχική φάση επικρατεί αισιοδοξία μεταξύ των Βρετανών για την έκβαση της επιχείρησης, μετά τον καταιγιστικό βομβαρδισμό της γερμανικής αεροπορίας και την κατάληψη της Καλύμνου στις 6 Οκτωβρίου, το ηθικό πέφτει κατακόρυφα. Στο μεταξύ πέφτει κι η Αστυπάλαια, ενώ στις 12 Νοεμβρίου, μετά από μια υποδειγματικά σχεδιασμένη απόβαση, οι πρώτοι Γερμανοί στρατιώτες αποβιβάζονται στη Λέρο. Ακολουθούν οι σκληρές αναμετρήσεις επί του εδάφους.
Οι Γερμανοί πεζοί υποστηρίζονται διαρκώς από τη Λούφτβαφε κι ενισχύονται με ρίψεις αλεξιπτωτιστών, ενώ οι Βρετανοί και Ιταλοί σύμμαχοί τους παραμένουν ουσιαστικά ξεκομμένοι. Μετά από 5 κρίσιμες μέρες αμφίρροπων μαχών, ο εχθρός καταφέρνει να συντρίψει την αντιαεροπορική άμυνα του νησιού, επιτρέποντας στη γερμανική αεροπορία να δρα ανενόχλητη, υποστηρίζοντας παράλληλα τους πεζούς στις μάχες που δίνονται στο έδαφος.
Ιταλικά κανόνια κατεστραμμένα
Στις 15 Νοεμβρίου το απόγευμα, η αγγλική διοίκηση, περικυκλωμένη από τον εχθρό, αποφασίζει να παραδοθεί. Οι Βρετανοί οδηγούνται στην αιχμαλωσία, αλλά πολλοί Ιταλοί (μεταξύ αυτών και ο ναύαρχος Λουίτζι Μασκέρπα) οδηγούνται στο εκτελεστικό απόσπασμα με την κατηγορία της συνεργασίας με τον εχθρό. Στις 16 Νοεμβρίου, οι Γερμανοί γίνονται κύριοι της Λέρου, Λέρου, ως την παράδοση της Δωδεκανήσου στους Άγγλους και τους Ιερολοχίτες (9 Μαΐου 1945).
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΝΤΙΤΟΡΠΙΛΙΚΑ
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο των βρετανικών επιχειρήσεων στη Λέρο και στα άλλα νησιά της Δωδεκανήσου, έδρασαν τα ελληνικά αντιτορπιλικά «Θεμιστοκλής», «Β. Όλγα», «Κουντουριώτης», «Αδρίας», «Πίνδος» και «Κανάρης», επί 2 περίπου μήνες, σε συνεργασία με βρετανικά πλοία, βομβαρδίζοντας στόχους στην ξηρά ή βυθίζοντας εχθρικά πλοία. Το «Β. Όλγα» συμμετείχε με δυο αγγλικά αντιτορπιλικά στην καταστροφή γερμανικής νηοπομπής κοντά στην Αστυπάλαια. Το «Μιαούλης», σε συνεργασία με αγγλικό αντιτορπιλικό, κατέστρεψε ένα εξοπλισμένο πλοίο, μια τορπιλάκατο κι ένα αποβατικό σκάφος στον όρμο της Καλύμνου.
Τα ελληνικά και βρετανικά πλοία όμως δέχτηκαν τις σφοδρές αντεπιθέσεις της Λούφτβαφε, η οποία κατέστρεψε 5 αγγλικά αντιτορπιλικά κι αχρήστευσε πλήρως ένα καταδρομικό. Από ελληνικής πλευράς, βυθίστηκε το «Β. Όλγα» στον όρμο Λακκί της Λέρου, στις 26 Σεπτεμβρίου του 1943, με απώλειες 70 ανδρών, ανάμεσά τους και ο κυβερνήτης, ενώ σοβαρές ζημιές έπαθε ο «Αδρίας», όταν έχασε την πλώρη του από έκρηξη νάρκης κοντά στην Κάλυμνο (22 Οκτωβρίου 1943). Το πλήρωμά του κατόρθωσε να στεγανοποιήσει το σκάφος, ύστερα από εντατική εργασία 40 ημερών στον όρμο Γκιουμουσλούκ, στα μικρασιατικά παράλια. Τελικά ο «Αδρίας» κατέπλευσε στην Αλεξάνδρεια στις 6 Δεκεμβρίου του 1943, ύστερα από πλου 370 μιλίων, όπου δίκαια του επιφυλάχθηκε τιμητική υποδοχή για το εκπληκτικό αυτό κατόρθωμα, με παρατεταγμένα τα πληρώματα όλων των βρετανικών και λοιπών πλοίων επί των καταστρωμάτων.
Μνημείο για τους πεσόντες του Β. Όλγα
Η ΕΝΩΣΗ
Ακολουθεί δίχρονη αγγλική κατοχή και τελικά στις 31 Μαρτίου του 1948, το νησί ενσωματώνεται μαζί με τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα. Στη ρημαγμένη Λέρο, η ανεργία ανάγκασε πολύ κόσμο να ξενιτευτεί. Οι τοπικές αρχές, για να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, προσπάθησαν να αξιοποιήσουν τα ιταλικά κτίρια του Λακκιού. Μέχρι τότε οι κάτοικοι ήταν ψαράδες και αγρότες, με κάποιους μετανάστες στην Αργεντινή και στην Αμερική και με μια μεγάλη παροικία στην Αίγυπτο.
Έτσι, στα Λέπιδα, λειτούργησαν (1949-1963) οι Βασιλικές Τεχνικές Σχολές, με παιδιά-θύματα του Εμφυλίου. Εδώ διδάσκονταν, από ντόπιους τεχνίτες, για ένα χρόνο μια από 24 τέχνες, παρακολουθώντας παράλληλα Δημοτικό ή Γυμνάσιο. Στο πρώην ιταλικό νοσοκομείο, στεγάστηκε παράρτημα του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, ενώ σε στρατιωτικά κτίρια το Ψυχιατρείο Λέρου, που ιδρύεται το 1957 με τη χαρακτηριστική ονομασία «Αποικία Ψυχοπαθών Λέρου». Το ίδρυμα συγκεντρώνει 2.500 τροφίμους, απασχολώντας τότε 1.800 υπαλλήλους, γεγονός που ανακούφισε τις οικογένειές τους, αλλά δυσφήμισε τη Λέρο ως «το νησί των τρελών». Δουλειά σκληρή, ιδιαίτερη, ελάχιστα αμειβόμενη τότε, που συγκρατεί τον πληθυσμό στο νησί, όταν η ελληνική επαρχία ερημώνει από τη μετανάστευση.
Το 1967, η Χούντα επιλέγει τη Λέρο ως τόπο εξορίας πολιτικών κρατουμένων στο στρατόπεδο στο Παρθένι και στα παλιά ιταλικά κτίρια στον Άη Γιώργη στο Λακκί. Άλλη μια εμπειρία «εγκλεισμού» θα αφήσει το στίγμα της στους κατοίκους του νησιού, καθώς η Λέρος ταυτίστηκε με τα ερημονήσια της εξορίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου