23 Αυγ 2012

Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης ήταν βομβιστική επιδρομή των Συμμάχων από τις 13 ως τις 15 Φεβρουαρίου του 1945. Αποτέλεσε το αποκορύφωμά της αεροπορικής επίθεσης των Συμμάχων, που είχε ξεκινήσει από το 1944. Αναρίθμητοι τόνοι εκρηκτικών ισοπέδωσαν το ιστορικό κέντρο της πόλης, αφήνοντας πίσω τους δεκάδες χιλιάδες πτώματα. Το μέγεθος της καταστροφής της σαξονικής πόλης ήταν τόσο μεγάλο, που προκάλεσε αντιδράσεις ακόμη και στην κοινή γνώμη της Βρετανίας. Μέχρι και σήμερα, η Δρέσδη κηλιδώνει τον συμμαχικό αγώνα εναντίον του ναζισμού. Στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης βρίσκεται έκτοτε η επιχειρησιακή σκοπιμότητα, η αποτελεσματικότητα γενικευμένων βομβαρδισμών και το ερώτημα αν πρόκειται για έγκλημα πολέμου.
Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ
Μετά την κατάληψη της ηπειρωτικής Ευρώπης από τους Ναζί και μέχρι τις αποβάσεις στην Ιταλία (Ιούλιος 1943) και τη Νορμανδία (Ιούνιος 1944), ο μόνος τρόπος να πληγεί η κυριαρχία της Γερμανίας στην κατεχόμενη ήπειρο ήταν από αέρος. Οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί των πόλεων δεν ήταν καινούργιο φαινόμενο. Ήδη από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο η Βρετανία είχε βομβαρδιστεί από γερμανικά Ζέπελιν. Η εξέλιξη όμως της τεχνολογίας των αεροσκαφών αναβάθμισε τον ρόλο των βομβαρδισμών. Ακόμα και ο Ουίνστον Τσόρτσιλ δήλωσε: «Η υπέρτατη προσπάθειά μας πρέπει να είναι να πετύχουμε συντριπτική κυριαρχία στον αέρα. Τα μαχητικά είναι οι σωτηρία μας, αλλά τα βομβαρδιστικά μπορούν να μας παρέχουν τα μέσα για τη νίκη». Καθώς ο πόλεμος εξελισσόταν, βομβαρδιστικά όπως το βρετανικό Lancaster μπήκαν στον πόλεμο αδειάζοντας τα τεράστια φορτία τους κατά κύματα σε ολόκληρες βιομηχανικές περιοχές. Παρόλο που η έλλειψη ακρίβειας αυτών των αποστολών προκάλεσαν καταστροφές σε μη στρατιωτικούς στόχους, οι Σύμμαχοι πίστευαν ότι ήταν αναπόφευκτη συνέπεια του πολέμου. Κάποιοι χρησιμοποίησαν σκόπιμα αυτή την τακτική, όπως ο Διοικητής Βομβαρδιστικών της RAF, Άρθουρ Χάρις. Σκόπευε μέσω των βομβαρδισμών να κλονίσει το ηθικό των Γερμανών πολιτών, αν και οι ενέργειες του έγιναν αντικείμενο διαμάχης μεταπολεμικά, καθώς κατηγορήθηκε για τρομοκρατία μέσω αυτών των επιχειρήσεων.
Η ΤΕΛΙΚΗ ΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Η τελική φάση του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ξεκίνησε στις αρχές του 1945. Όμως, η εκκαθάριση της Ευρώπης από τα ναζιστικά στρατεύματα και ο εξαναγκασμός του Αδόλφου Χίτλερ σε άνευ όρων συνθηκολόγηση, με διμέτωπη επίθεση των Συμμάχων, αποδείχθηκε εξαιρετικά χρονοβόρα υπόθεση. Ο επίλογος άρχισε να γράφεται το Νοέμβριο του 1944, όταν Βρετανοί και Αμερικανοί διέσχισαν τον Ρήνο για να στραφούν στη συνέχεια στην περιοχή του Ρουρ. Την ίδια περίοδο, εκατομμύρια προσφύγων αναζητούσαν καταφύγιο στην Κεντρική Γερμανία, λόγω της προέλασης του Κόκκινου Στρατού στη Σιλεσία. Τα σοβιετικά στρατεύματα βρίσκονταν σε απόσταση περίπου 100 χιλιομέτρων από το Βερολίνο και το ερώτημα δεν ήταν αν, αλλά πότε, θα συνθηκολογούσε άνευ όρων η ναζιστική Γερμανία. Οι εκτιμήσεις ως προς αυτό το ερώτημα διίσταντο, καθώς, ενώ οι περισσότερες ενδείξεις συνέκλιναν στο συμπέρασμα ότι το τέλος πλησιάζει, σύμφωνα με τις συμμαχικές υπηρεσίες πληροφοριών, η αντίσταση της Βέρμαχτ θα μπορούσε να διαρκέσει έως 6 μήνες, γεγονός που θα είχε σαν συνέπεια μεγάλες απώλειες και δυσβάσταχτο οικονομικό κόστος. Την ίδια στιγμή, ο Σοβιετικός ηγέτης Ιωσήφ Στάλιν ζητούσε επιμόνως τη συνδρομή των Αμερικανών και των Βρετανών, για να διευκολυνθεί η προέλαση των δυνάμεών του στο Ανατολικό Μέτωπο. Μετά από ενδοσυμμαχικές διαβουλεύσεις, αποφασίστηκε στο πλαίσιο του παραπάνω αιτήματος, να βομβαρδιστούν οι υποδομές της Δρέσδης, πρωτεύουσας του κρατιδίου της Σαξονίας, για να αποτραπεί η αποστολή ενισχύσεων προς Ανατολάς.

Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΥ
Ήδη, από τον Μάρτιο του 1944, οι Σύμμαχοι έλεγχαν σε μεγάλο βαθμό και τον εναέριο χώρο της Γερμανίας. Όπως ήταν αναμενόμενο, εκμεταλλεύτηκαν την υπεροχή αυτή, για να δώσουν τη χαριστική βολή στο Γ' Ράιχ, με το βομβαρδισμό στρατιωτικών εγκαταστάσεων, βιομηχανικών μονάδων και συγκοινωνιακών κόμβων. Τα ανώτατα κλιμάκια της βρετανικής RAF (Bomber Command), ήδη από το καλοκαίρι του 1944, προετοίμαζαν το τελειωτικό αεροπορικό χτύπημα, το ονομαζόμενο «Operation Thunderclap», που προέβλεπε το στρατηγικό βομβαρδισμό της Γερμανίας, για να βοηθηθεί η προώθηση των Σοβιετικών δυνάμεων στα ανατολικά. Τα στρατεύματα του Κόκκινου Στρατού θα επωφελούνταν από τη σύγχυση που θα ακολουθούσε τον βομβαρδισμό των μεγάλων πόλεων της ανατολικής Γερμανίας καθώς θα δυσχεραινόταν η μετακίνηση γερμανικών ενισχύσεων από τη δύση προς το Ανατολικό Μέτωπο. Επιπλέον, είχε σκοπό να σπάσει το ηθικό του γερμανικού πληθυσμού και να απομονωθεί η εγκληματική ηγεσία του, σύμφωνα με προγενέστερη οδηγία του βρετανικού και αμερικανικού στρατιωτικού επιτελείου, στη Διάσκεψη της Καζαμπλάνκας (21/1/1943). Μάλιστα, οι βομβαρδισμοί που τελικά πραγματοποιήθηκαν δεν ήταν τόσο μαζικοί, όσο προβλέπονταν από το αρχικό σχέδιο. Στις 27 Ιανουαρίου του 1945, καθώς η συμμαχική αντικατασκοπεία είχε πληροφορίες για την μετακίνηση περίπου 500.000 ανδρών, η διοίκηση της RAF έστειλε στον Τσόρτσιλ την πρόταση για τον βομβαρδισμό μεγάλων πόλεων.

Προτεραιότητες της RAF ήταν οι πόλεις με παραγωγή καυσίμων, πόλεις που θεωρούνταν συγκοινωνιακοί κόμβοι και βιομηχανικά κέντρα, καθώς και πόλεις με εργοστάσια που παρήγαγαν άρματα μάχης, αυτόματα όπλα και κινητήρες αεροπλάνων. Τα επίσημα έγγραφα και οι συζητήσεις στη Συνδιάσκεψη της Γιάλτας έδειξαν ότι σκοπός των βομβαρδισμών ήταν να πληγούν οι γραμμές επικοινωνίας και στρατιωτικοί στόχοι, όχι να σκοτωθούν εκτοπισμένοι πολίτες. Οι αποκρυπτογραφήσεις μηνυμάτων του κωδικού Enigma επιβεβαίωσαν τις κινήσεις των γερμανικών ενισχύσεων προς ανατολάς. Με την υπόδειξη του Τσόρτσιλ, παραμονές της διάσκεψης στη Γιάλτα, συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των πιθανών στόχων και η Δρέσδη. Πρώτον, διότι με τον τρόπο αυτό γινόταν επίδειξη των δυνατοτήτων των συμμαχικών βομβαρδιστικών και κατ’ επέκταση της στρατιωτικής ισχύος, σε μια περίοδο που ο Κόκκινος Στρατός συνέχιζε τη νικηφόρα προέλασή του και ο Στάλιν προετοιμαζόταν αποφασιστικά για τη «μάχη του Βερολίνου». Δεύτερον, επειδή έτσι απέκλειε το ενδεχόμενο μεταφοράς της έδρας της ναζιστικής κυβέρνησης από το απειλούμενο Βερολίνο στη Δρέσδη, που είχε βρεθεί ως τότε εκτός του πεδίου βολής των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Ο Βρετανός πρωθυπουργός ικανοποιούσε επιπλέον το πάγιο αίτημα του Στάλιν για στρατηγικό χτύπημα στα μετόπισθεν της Βέρμαχτ και την καταστροφή κάθε συγκοινωνιακού κόμβου που θα επέτρεπε την ενίσχυση των γερμανικών στρατευμάτων στο Ανατολικό Μέτωπο.
Η Διάσκεψη της Γιάλτας
Η ΔΡΕΣΔΗ
Η Δρέσδη, γνωστή ως η Φλωρεντία του Έλβα, ήταν πολιτιστικό κέντρο με διάσημα αξιοθέατα, όπως η Frauenkirche. Ο πληθυσμός της πόλης είχε αυξηθεί εκείνη την περίοδο, λόγω των προσφύγων που κατέκλυσαν την πόλη, καθώς οι Σοβιετικοί πλησίαζαν απ’ τα ανατολικά. Οι περισσότερες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για πάνω από 650.000 κατοίκους πριν τους βομβαρδισμούς. Η πόλη το μεγαλύτερο κέντρο της Γερμανίας που είχε μείνει αλώβητο από το συμμαχικό σφυροκόπημα και γι’ αυτό, εκτός από τους καθαρά επιχειρησιακούς σκοπούς, η απόφαση του βομβαρδισμού της πόλης στόχευε και στο να πλήξει το ηθικό των αμυνομένων. Από το αποτέλεσμα φάνηκε ότι αυτό ήταν τελικά και το σκεπτικό που επικράτησε. Αν μάλιστα το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες η Δρέσδη θα είχε βομβαρδιστεί, είτε πριν, είτε κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης της Γιάλτας (4-11 Φεβρουαρίου 1945), για να βελτιωθεί το κλίμα των συζητήσεων, όπως ήλπιζε ο Τσόρτσιλ. Άλλωστε, η Λούφτβαφε αδυνατούσε να αντισταθεί: πολλά από τα αεροπλάνα της είχαν καταρριφθεί από τα αμερικανικά το 1944, ενώ ακόμη περισσότερα είχαν ακινητοποιηθεί από την έλλειψη καυσίμων.
ΟΙ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ
Οι επιθέσεις είχαν αρχικά προγραμματιστεί να ξεκινήσουν με μια επιδρομή απ’ την αμερικανική 8η αεροπορική δύναμη, αλλά ο καιρός απέτρεψε την απογείωση βομβαρδιστικών. Τη νύχτα της 13ης προς 14η Φεβρουαρίου 1945, 805 βρετανικά βομβαρδιστικά της RAF (796 Lancaster και 9 Mosquitoes), επιτέθηκαν δυο φορές στη Δρέσδη, παρά το νέφος που υπήρχε αρχικά από πάνω της, μετατρέποντας τη «Φλωρεντία επί του Έλβα» σε επίγεια κόλαση. Έριξαν 1.478 τόνους εκρηκτικών και 1.182 τόνους εμπρηστικών βομβών κατά το πρώτο κύμα και 800 τόνους στο δεύτερο. Οι εμπρηστικές βόμβες περιείχαν εύφλεκτες χημικές ουσίες, όπως μαγνήσιο, φώσφορο και πετρέλαιο. 3 ώρες αργότερα, 529 Lancasters έριξαν στην πόλη 1.800 τόνους βομβών. Την επόμενη μέρα, πραγματοποιήθηκαν με το φως της ημέρας δύο μικρότερες επιθέσεις. 311 αμερικανικά βομβαρδιστικά Β-17 έριξαν 770 τόνους, ενώ μαχητικά Mustang σφυροκοπούσαν αδιακρίτως τους δρόμους, για να προκαλέσουν μεγαλύτερες καταστροφές. Υπολογίζεται ότι χρησιμοποίησαν περίπου 3.500 εμπρηστικές βόμβες και νάρκες αέρος υψηλής περιεκτικότητας. Πριν από εκείνη την ημέρα, συμμαχικά βομβαρδιστικά είχαν χτυπήσει τις σιδηροδρομικές γραμμές της πόλης δύο φορές (7 Οκτωβρίου 1944 και 16 Ιανουαρίου 1945). Μετά τις μαζικές επιθέσεις του Φεβρουαρίου, αμερικανικά βομβαρδιστικά έπληξαν ξανά την πόλη στις 2 Μαρτίου.
Το βρετανικό βομβαρδιστικό Avro Lancaster, που χρησιμοποιήθηκε στις επιθέσεις
ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΘΥΜΑΤΑ
Σύμφωνα με την ημερήσια γερμανική αναφορά Tagesbefehl (υπ’ αριθμόν 47), τα ανθρώπινα θύματα που είχαν αποκαλυφθεί μέχρι τις 22 Μαρτίου έφτασαν τα 20.204, ανάμεσα στα οποία και 6.865 νεκροί που αποτεφρώθηκαν στην κεντρική πλατεία Άλτμαρκτ, ώστε να αποφευχθεί επιδημία. Η ίδια γερμανική πηγή αναφέρει ότι οι τότε προβλέψεις έκαναν λόγο για 25.000 νεκρούς.
Τα περισσότερα θύματα απανθρακώθηκαν ή σκοτώθηκαν από ασφυξία, λόγω του μονοξειδίου του άνθρακα και των υψηλών θερμοκρασιών των βομβών. Τα προϋπάρχοντα καταφύγια σε περίπτωση αεροπορικής επιδρομής ήταν λιγοστά και το μεγαλύτερο από αυτά μπορούσε να φιλοξενήσει μόλις 6.000 άτομα. Η αναφορά της 3 Απριλίου, γράφει ότι τα πτώματα ήταν 22.096. Κατά την ανοικοδόμηση της Δρέσδης (από το τέλος του πολέμου ως το 1966), βρέθηκαν ακόμη 1.858 σώματα.
Οι θάνατοι των αμάχων χρησιμοποιήθηκαν ως εργαλείο προπαγάνδας τόσο από τους Ναζί, για να αυξηθεί η απέχθεια της κοινής γνώμης κατά των Συμμάχων και να δυναμώσει η αντίσταση του γερμανικού λαού, όσο κι από τους Σοβιετικούς, που στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, κατέκριναν τους βομβαρδισμούς σαν ένδειξη της αγριότητας των Δυτικών, σε μια προσπάθεια να απομονώσουν τους Ανατολικογερμανούς από τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς. Ακόμα και ο Τσόρτσιλ, που αρχικά ήταν υποστηρικτής των βομβαρδισμών των γερμανικών πόλεων, κατέκρινε την τακτική του Χάρις στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Σωρός πτωμάτων έτοιμα για δημόσια αποτέφρωση
ΥΛΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ
Η πελώρια βροχή φωτιάς που απλώθηκε πάνω από την πόλη προκάλεσε, εκτός από ανθρώπινες απώλειες, και τεράστιες υλικές ζημιές. Τα ισχυρά εκρηκτικά πρώτα κατέστρεφαν τα ξύλινα κουφώματα, οι εμπρηστικές βόμβες έκαιγαν το ξύλο και τέλος τα υπόλοιπα εκρηκτικά εμπόδιζαν τις προσπάθειες πυρόσβεσης. Τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά. Το 1/3 των σπιτιών της πόλης τυλίχτηκε στις φλόγες, όπως και το 90% του ιστορικού κέντρου της πόλης, ανάμεσα τους σχολεία, νοσοκομεία και εκκλησίες. Συνολικά καταστράφηκαν πάνω από 6.480.000 τετραγωνικά μέτρα. Τα απαράμιλλα μπαρόκ και αναγεννησιακά μνημεία της Δρέσδης, όπως η όπερα Semper
και το παλάτι Zwinger, καταστράφηκαν.
Τα ερείπια του Wallpavillon, του σημαντικότερου κτίσματος του Zwinger
Στις 15 Φεβρουαρίου κατέρρευσε και το σύμβολο της πόλης, ο περίφημος καθεδρικός Ναός της Παναγίας (Frauenkirche). Παρόλο που η Δρέσδη δεν γνώρισε πιο πολλές επιθέσεις από άλλες γερμανικές πόλεις, οι ιδανικές καιρικές συνθήκες και η διαδεδομένη χρήση του ξύλου στα οικοδομήματα της πόλης έκαναν την καταστροφή ολοκληρωτική. Η έλλειψη αντιαεροπορικής κάλυψης συνέβαλλε εξίσου στην ισοπέδωση της πόλης.
Τα ερείπια της Frauenkirche, το 1970
ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ
Μολονότι είχαν προηγηθεί βαρύτερες αεροπορικές επιθέσεις εναντίον μη στρατιωτικών στόχων, όπως η επίθεση στο Αμβούργο, τον Αύγουστο του 1943, όπου η πύρινη θύελλα παρέσυρε μέσα σε λίγες ημέρες στο θάνατο περισσότερα θύματα απ’ όσα είχε η Βρετανία τα δύο πρώτα χρόνια του πολέμου, η επίθεση στη Δρέσδη οδήγησε σε αμφισβήτηση της άτεγκτης στρατηγικής των Συμμάχων και ιδιαίτερα της οδηγίας περί βομβαρδισμού μεγάλων κατοικημένων περιοχών (Area Bombing Directive). Στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης βρίσκεται έκτοτε η επιχειρησιακή σκοπιμότητα και αποτελεσματικότητα γενικευμένων βομβαρδισμών και το ερώτημα αν πρόκειται για έγκλημα πολέμου. Ο ίδιος ο Τσόρτσιλ έγραψε στους επιτελείς του: «Μου φαίνεται ότι έφτασε η στιγμή όπου το θέμα των βομβαρδισμών των γερμανικών πόλεων, ουσιαστικά για εκφοβισμό, παρ’ ότι με πρόσχημα άλλες δικαιολογίες, πρέπει να αναθεωρηθεί. Η καταστροφή της Δρέσδης θέτει υπό σοβαρή αμφισβήτηση τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς».
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΠΛΕΥΡΩΝ:
ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Από γερμανικής πλευράς προβλήθηκε επανειλημμένα ο ισχυρισμός ότι οι βομβαρδισμοί απροστάτευτων γερμανικών πόλεων ήταν κυρίως πράξη αντεκδίκησης και συλλογικής τιμωρίας του γερμανικού λαού («moral bombing»), που παρέμεινε μέχρι τέλους πιστό στον Χίτλερ. Δεδομένου μάλιστα ότι η ηγεσία των Συμμάχων γνώριζε ότι οι αντίστοιχες επιδρομές της Λούφτβαφε, για παράδειγμα στο Λονδίνο και το Κόβεντρυ, αποδείχτηκαν μπούμερανγκ και χαλύβδωσαν το ηθικό των Βρετανών. Στην περίπτωση της Δρέσδης παραπέμπουν μάλιστα στις εκτεταμένες καταστροφές που υπέστη η παλιά πόλη και στις αναλογικά μικρότερες ζημιές που καταγράφτηκαν στα βόρεια, όπου βρισκόταν το αεροδρόμιο, τα στρατόπεδα και τα εργοστάσια που τροφοδοτούσαν τη γερμανική πολεμική μηχανή, όπως το Sachsenwerk (ραντάρ), το Zeiss Ikon A.G. (διόπτρες), το Radio H. Mende (ασύρματοι και ανιχνευτές ναρκών) και Infesto (συστήματα διεύθυνσης τορπιλών). Επιπλέον δεν διέθετε αντιαεροπορική άμυνα, καθώς τα αντιαεροπορικά πυροβόλα (Flak) είχαν μεταφερθεί στο Ρουρ και τη Σιλεσία.
ΒΡΕΤΑΝΙΑ
Αν και δεν έλειψαν οι Βρετανοί και Αμερικανοί επικριτές που, ακόμα και κατά τη διάρκεια του πολέμου, υιοθέτησαν ως ορθά πολλά από τα γερμανικά επιχειρήματα, η πλευρά των Δυτικών συμμάχων ισχυρίζεται ότι η περιορισμένη ακρίβεια των συμμαχικών βομβαρδισμών, λόγω έλλειψης ραντάρ ακριβείας και της συχνά κακής ορατότητας, ήταν η αφορμή για την ενίσχυση από το 1943 των ισοπεδωτικών βομβαρδισμών ανά περιοχή (area bombing). Επιπλέον, οι βομβαρδισμοί στρατηγικών στόχων είχαν αποδειχθεί εξαιρετικά δαπανηροί σε αεροσκάφη και πληρώματα, λόγω της γερμανικής αντιαεροπορικής άμυνας.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΕΥΘΥΝΩΝ
Μεταπολεμικά, όταν αμφισβητήθηκε έντονα η εξοντωτική στρατηγική της RAF, έγινε από βρετανικής πλευράς απόπειρα να αποδοθεί στον πτέραρχο Σερ Άρθουρ Χάρις η αποκλειστική ευθύνη. Εξάλλου, ο επονομαζόμενος Bomber Harris ήταν υπέρμαχος των στρατηγικών βομβαρδισμών. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ακόμα και στη Βρετανία, όπου ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος εξακολουθεί να θεωρείται τεκμήριο εθνικής υπεροχής («icon of our inner superiority-M. Woollacott»), υπήρξαν αντιδράσεις, όταν το 1992 στήθηκε έξω από την εκκλησία της RAF στο St. Clement Dane του Λονδίνου μνημείο του «Bomber Harris». Σήμερα, ωστόσο, ο Τσόρτσιλ θεωρείται ο υπεύθυνος της ισοπέδωσης της πόλης, αν και ο ίδιος αποστασιοποιήθηκε από το γεγονός.

ΒΙΒΛΙΑ
Τα επιχειρήματα των δύο πλευρών ανακύκλωσαν και δύο best sellers που αναδημοσιεύτηκαν και από τα γερμανικά και βρετανικά ταμπλόιντ. Το 2002 κυκλοφόρησε «Η Φωτιά» (Der Brand) του Γεργκ Φρίντιχ, όπου περιγράφεται με μελοδραματικό ύφος η τραυματική εμπειρία του βομβαρδισμού γερμανικών πόλεων από την πλευρά των θυμάτων. Η μονομερής αφήγησή του επικεντρώνεται στην προσπάθεια να καταδείξει ότι οι βομβαρδισμοί δεν είχαν στρατηγική σημασία και ότι είχαν ως μοναδικό σκοπό τη μαζική τιμωρία και εξόντωση του γερμανικού λαού. Η απάντηση της βρετανικής πλευράς, ήρθε από την πένα του Φρέντερικ Τέιλορ («Dresden: Tuesday, 13 February, 1945»). Ο Βρετανός ιστορικός εστίαζε στη σημασία της τοπικής βιομηχανίας της Σαξονίας για την πολεμική μηχανή του Ράιχ και υπογράμμιζε ότι οι βομβαρδισμοί ήταν απάντηση στην ανηλεή στρατηγική της Λούφτβαφε («Κοβεντροποίηση») και αναγκαία προϋπόθεση για την τελική επικράτηση των Συμμάχων. Ωστόσο δεν απέκλειε το ενδεχόμενο να χαρακτηριστεί έγκλημα πολέμου.
Ο Τσόρτσιλ στα ερείπια του Καθεδρικού ναού του Κόβεντρυ (28-9-1941)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τα τελευταία χρόνια δεν έλειψαν οι συμφιλιωτικές κινήσεις, όπως η αδελφοποίηση του Κόβεντρυ (που είχε βομβαρδιστεί επανειλημμένα από τη Λούφτβαφε) και της Δρέσδης. Η όπερα Semper ανακατασκευάστηκε την περίοδο 1977-1985. Έγινε αυστηρά πιστή ανακατασκευή, ενώ ελήφθησαν υπόψη και οι απαιτήσεις μιας σύγχρονης όπερας.
Το ανάκτορο Zwinger ανοικοδομήθηκε από το 1945 ως το 1963 και άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό μόλις το 1952.
Zwinger, Η Πύλη του Στέμματος
Ωστόσο, την κυριότερη αφορμή για τη συμφιλίωση των άλλοτε αντιπάλων στρατοπέδων του Β' Παγκοσμίου Πολέμου πρόσφερε η ανοικοδόμηση του καθεδρικού ναού της Παναγίας (Frauenkirche), που δέσποζε επί αιώνες στο κέντρο της πόλης. Πάνω από 6.000 μέλη από 23 χώρες συμμετείχαν στην πρωτοβουλία αυτή, όπου πρωταγωνιστικό ρόλο ανέλαβαν οι Friends of Dresden Inc. και η Association Frauenkirche Paris. Στις 13 Φεβρουαρίου 2000 ο Πρίγκιπας Εδουάρδος, Δούκας του Κεντ παρέδωσε το επίχρυσο αντίγραφο του σχεδόν οκτάμετρου σταυρού που χρηματοδοτήθηκε από βρετανικές δωρεές. Μάλιστα προερχόταν από τα χέρια Βρετανού σιδηρουργού, που ήταν γιος πιλότου βομβαρδιστικού που συμμετείχε στις επιθέσεις κατά της Δρέσδης. Για όσους ειδικά βίωσαν ως αυτόπτες μάρτυρες τη δημόσια καύση 7.000 θυμάτων των βομβαρδισμών στην αγορά της παλιάς πόλης της Δρέσδης για να αποφευχθεί επιδημία, η επαναλειτουργία της Frauenkirche το 2005 είχε τεράστια συμβολική αξία. Όπως η καταστροφή της την μετέτρεψε επί δεκαετίες σε σύμβολο κατά του πολέμου και της βίας, τελικά αναδείχθηκε μνημείο ελπίδας και συμφιλίωσης.
ΠΗΓΕΣ
Ελληνική Βικιπαίδεια
BBC News
Paul Addison & Jeremy A. Crang, Firestorm: The Bombing of Dresden, Pimlico, 2006.
Νίκος Παπαναστασίου, Το τελικό στάδιο του Πολέμου, Η Καθημερινή, 23 Απριλίου 2011, φύλλο 27
Norman Longmate, The Bombers, Hutchins & Co, 1983.
Frederick Taylor, Dresden: Tuesday 13 February 1945, Bloomsbury, Λονδίνο 2005.
Time-Life Παγκόσμια Ιστορία, Τόμος 19, Εκδόσεις Κ. Καπόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου