24 Ιουλ 2012

Το δέλτα του ποταμού Οκαβάνγκο

Μέσα στο καμίνι της απέραντης ερήμου Καλαχάρι, το καταπράσινο Δέλτα του ποταμού Οκαβάνγκο παίρνει ζωή από τα νερά της βροχής που δέχεται κάθε χρόνο. Ένα πολύ μεγάλο μέρος των νερών του δέλτα (το 1/3 του συνόλου), προέρχεται από τις τοπικές βροχοπτώσεις που σημειώνονται συνήθως από τον Οκτώβρη μέχρι τον Μάιο. Ξαφνικά, ο αέρας δυναμώνει. Στροβιλίζει τη σκόνη στην επιφάνεια της ξεραμένης γης, ξεσπάει πάνω από τα λιβάδια και μαστιγώνει τα δέντρα. Πέρα στο βορρά, το μαύρο σύννεφο βροχής απλώνει στον ορίζοντα τις τεράστιες σκοτεινές του φτερούγες, εκτοξεύοντας πύρινες αστραπές που ξεσχίζουν τον ουρανό και βροντές που αντηχούν σαν εκκωφαντικό κρώξιμο, καθώς η θύελλα πλησιάζει. Το διψασμένο χώμα, που αργοψηνόταν για έναν ολόκληρο χρόνο κάτω από τον καυτό ήλιο, έχει γεμίσει ρωγμές. Τώρα, όμως, ο ανταριασμένος ουρανός κατεβαίνει χαμηλά λες και θα αγγίξει τη γη, φέρνοντας μαζί του την ηλεκτρισμένη οσμή της βροχής. Γη και ουρανός ενώνονται σ’ έναν εκρηκτικό εναγκαλισμό κάθε φορά που τα στοιχεία της φύσης ξεσπούν ασυγκράτητα πάνω από το Δέλτα του Οκαβάνγκο. Τα ανυπεράσπιστα δέντρα, πάνω στα οποία ξεθυμαίνει η οργή των κεραυνών, θα ξεπλυθούν σε λίγο από τη ζωογόνα βροχή που έρχεται να ποτίσει τη διψασμένη γη. Στην αρχή, κάποιες χοντρές στάλες πέφτουν βαριά πάνω στο χώμα κι ύστερα οι ουρανοί ανοίγουν. Η βροχή ξεχύνεται σαν καταρράκτης μ’ ένα βουητό δυνατό σαν τον ήχο χιλιάδων τυμπάνων. Σ’ αυτόν τον άνυδρο τόπο της νότιας Αφρικής, η εποχή των βροχών έρχεται σαν ευλογία, αλλά η πρώτη νεροποντή μοιάζει σαν διονυσιακός χορός των στοιχείων της φύσης, σαν άγριος ρυθμός που καλεί τη γη να ζωντανέψει.
Βαθιά μέσα στη γη έχει βρει καταφύγιο ένας βάτραχος (Xenopus laevi), τυλιγμένος με μια λεπτή μεμβράνη που τον προστατεύει από την αφυδάτωση. Τα μάτια του είναι σφαλισμένα, καθώς όλες οι ζωτικές του λειτουργίες έχουν διακοπεί. Σ’ αυτήν την κατάσταση «θερινής νάρκης» μπορεί να ζήσει για ένα χρόνο ή παραπάνω, το ζωντάνεμά του, όμως, εξαρτάται αποκλειστικά από τη βροχή. Μόλις έρθει η βροχή και ποτίσει το χώμα, ο βάτραχος βγαίνει από την κρυψώνα του και στη θέση της ξεραμένης γης, αντικρίζει μια γαλάζια λιμνούλα με δροσερό νερό. Εκεί στο νερό, διεκδικεί το ζωτικό του χώρο και ψάχνει για το ταίρι του, ξεκινώντας μια νέα ζωή στον εφήμερο αυτό ολοκαίνουργο κόσμο.
Η μικρή λιμνούλα λάμπει στη μέση της απέραντης ερήμου Καλαχάρι στο εσωτερικό της Αφρικής, τη μεγαλύτερη αμμώδη έκταση στον κόσμο, που εκτείνεται από τον ποταμό Οράγγη της Νότιας Αφρικής και προχωράει κάπου 2.500 χλμ. βόρεια προς το Κονγκό. Σε μερικά σημεία (όπου έχει μαζευτεί το αποσαθρωμένο πέτρωμα των υψιπέδων της Αφρικής) η άμμος φτάνει σε βάθος 300 μέτρων.
Η έρημος Καλαχάρι, «η γη της μεγάλης δίψας» των Αφρικάνερς, των Ολλανδών εποίκων που έφτασαν εδώ στις αρχές του 19ου αιώνα, είναι το τελευταίο καταφύγιο των Βουσμάνων, που έζησαν στον τόπο αυτό για χιλιάδες χρόνια.[1]
Απλώνεται στα βόρεια μέχρι τη βόρεια Ναμίμπια και τη Ζιμπάμπουε και στο νότο καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της Μποτσουάνα, μιας μικρής χώρας στην καρδιά της νότιας Αφρικής. Μοναδική εξαίρεση στο μονότονο, ερημικό τοπίο της Μποτσουάνα είναι το μαγευτικό Δέλτα του Οκαβάνγκο, ένας απέραντος υγρότοπος στη μέση της ερήμου, που δημιουργεί μια σφύζουσα όαση ζωής.[2]
Το Οκαβάνγκο είναι το μεγαλύτερο ενδοηπειρωτικό δέλτα του κόσμου, πολύτιμο δώρο ενός ποταμού που γεννιέται στα βουνά και πριν προλάβει να αντικρύσει τη θάλασσα, τα νερά του χάνονται για πάντα στην έρημο. Ανοίγει σαν βεντάλια σ’ ένα πλήθος παρακλάδια, μέσα στην έρημο Καλαχάρι, στη βόρεια Μποτσουάνα, δημιουργώντας ένα βαλτότοπο με παπύρους, νησίδες με φοινικόδεντρα και φιδωτά κανάλια με κρυστάλλινα νερά. Γύρω και πέρα από το δέλτα απλώνονται απέραντες εκτάσεις με δασωμένη σαβάνα, ερημικές στέπες και αλυκές. Εδώ βρίσκει καταφύγιο ένα πλήθος άγριων ζώων, από λιοντάρια και λυκάονες, αντιλόπες της Αφρικής: kudu και σιτατούνγκα, μέχρι ελέφαντες (το πιο μεγάλο ελεύθερο κοπάδι στον κόσμο, με 65.000 περίπου άτομα).

Όποιος έχει την τύχη να πετάξει πάνω από το δέλτα βλέπει με έκπληξη πόσο ευάλωτος είναι στην πραγματικότητα ο ποταμός αυτός που στηρίζει ένα τόσο πολύπλοκο οικοσύστημα. Οι τεράστιες αυτές εκτάσεις και το πλήθος των ζώων και φυτών εξαρτώνται από ένα ποτάμι τόσο βαθύ που σε κάποιες μεριές μπορεί κανείς να το διασχίσει με τα πόδια και τόσο πλατύ που ακόμα κι ένα παιδί θα μπορούσε να ρίξει μια πέτρα από τη μια όχθη του στην άλλη. Όλα αυτά είναι πολύ δύσκολο να τα αντιληφθεί κανείς όσο βρίσκεται χαμηλά, μέσα στην υγρασία, ανάμεσα στους παπύρους, κάτω από τη γοητεία του ποταμού.
Στην ταλανισμένη αυτή ήπειρο, όπου η συνεχής αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού, η λαθροθηρία[3] και η πολιτική αστάθεια έχουν καταστρέψει την άγρια φύση, η περιοχή του Οκαβάνγκο στην Μποτσουάνα αποτελεί μοναδική εξαίρεση, έτσι καθώς βρίσκεται ανέγγιχτη και ξεχασμένη βαθιά μέσα στην έρημο, σε μια χώρα σταθερή, που διαχειρίζεται με σύνεση τους φυσικούς της πόρους. Το Οκαβάνγκο είναι ένα φυσικό καταφύγιο σπάνιας ομορφιάς, πολύτιμο στολίδι της αφρικανικής άγριας φύσης. Συγκεντρώνει τους τελευταίους μεγάλους πληθυσμούς άγριων ζώων που έχουν ελπίδα να επιβιώσουν μέχρι τον επόμενο αιώνα, σ’ ένα σύνθετο οικοσύστημα όπου δυο ξεχωριστοί κόσμοι, της ξηράς και του νερού, δένουν αρμονικά μεταξύ τους, χαρίζοντάς μας μια μοναδική εικόνα της Αφρικής του παλιού καιρού.[4]
Το νερό είναι για τη γη ό,τι το αίμα για τον ανθρώπινο οργανισμό, και όπως ο βάτραχος το χρειάζεται για να αναδυθεί από το χώμα, έτσι και το Οκαβάνγκο οφείλει την ύπαρξή του στο νερό της βροχής, που έρχεται, όμως, από πολύ μακριά. Στα μακρινά υψίπεδα της Αγκόλα, περίπου 1.500 χλμ. ΒΔ από το δέλτα, οι πηγές που αναβλύζουν από το Οροπέδιο Μπενγκουέλα, σε υψόμετρο 1.600 μ., γίνονται κελαρυστά ρυάκια που αργοκυλούν στις πλαγιές, για να σμίξουν τελικά και να σχηματίσουν τον ποταμό Κουμπάνγκο. Κάθε χρόνο οι καταρρακτώδεις βροχές, που πέφτουν στα υψίπεδα της Αγκόλα, ανεφοδιάζουν τον ποταμό με νέες ποσότητες νερού, καθώς αυτός κυλάει προς τα νότια, μέσα από τα πεδινά λιβάδια, πλαταίνοντας έτσι όπως κατεβαίνει προς τη στενή Λωρίδα Καπρίβι της Ναμίμπια, για να καταλήξει στη βόρεια Μποτσουάνα. Από το σημείο αυτό και για 100 περίπου χλμ., ο ποταμός, που τώρα ονομάζεται Οκαβάνγκο, ακολουθεί μια πορεία μαιανδρική, περιορισμένος ανάμεσα σε δύο ρήγματα που διατρέχουν παράλληλα το φλοιό της Γης, δημιουργώντας έτσι μια πεδιάδα που είναι γνωστή με την ονομασία Πάνχαντλ.
Αμέσως μετά ο ποταμός ξεφεύγει από τα στενά του όρια και κατρακυλώντας από το Ρήγμα Γκομάρε (μια μικρή κατακόρυφη πλαγιά), απλώνεται με όλη του την άνεση μέσα σ’ ένα τεκτονικό βύθισμα όπου παγιδεύεται για πάντα. Η έντονη τεκτονική δραστηριότητα τα τελευταία 2.000.000 χρόνια είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία αυτής της λεκάνης που αποτελεί προέκταση της Μεγάλης Ρηξιγενούς Κοιλάδας της Ανατολικής Αφρικής. Καθώς το κεντρικό τέμαχος, που ορίζεται από τα ρήγματα Γκομάρε και Κουνυέρε, κατέβηκε σε σχέση με τα πλαϊνά, ο ποταμός Οκαβάνγκο βρέθηκε εγκλωβισμένος μέσα σε μια ευρύχωρη λεκάνη, μη μπορώντας να υπερβεί το φυσικό φράγμα που βρέθηκε στη συνέχεια στην πορεία του. Εκεί, διακλαδίζεται τεμπέλικα σε πολλές μεγάλες κοίτες κι ένα λαβύρινθο από μικρότερα ρεύματα, δημιουργώντας το Δέλτα του Οκαβάνγκο. Οι εποχιακές πλημμύρες κατεβάζουν εδώ 10 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού, που μεταφέρουν και αποθέτουν 727.000 τόνους φερτών υλικών σε μια έκταση 22.000 τ. χλμ. Τα νερά των ετήσιων βροχών ταξιδεύουν κατεβαίνοντας από τον ποταμό και το δέλτα κατά κύματα, κυλούν μέσα από τα κανάλια και ξεχύνονται στους βάλτους και τα υγρά λιβάδια, φτάνοντας μέχρι τα πιο μακρινά σημεία του δέλτα. Εδώ στο πιο απομακρυσμένο άκρο του Οκαβάνγκο, βρίσκεται ένα άλλο ρήγμα, το Ρήγμα Ταμαλακάνε, ένα μικρό ύψωμα που εμποδίζει τα νερά να διαχυθούν πιο πέρα.

Κάτω από τον καυτό αφρικάνικο ήλιο, το μεγαλύτερο μέρος του νερού (95%) θα εξατμιστεί. Ένα μικρό ποσοστό θα καταφέρει να υπερπηδήσει το φυσικό σκαλοπάτι που σχηματίζει το Ρήγμα Ταμαλακάνε και να συνεχίσει την πορεία του προς τα ΝΑ μέσα από τον ποταμό Μποτέτι, προς τη Λεκάνη Μαγκαντιγκάντι ή προς τα ΝΔ, στη λίμνη Ενγκάμι, η οποία μένει χωρίς νερό για πολλά χρόνια στη σειρά. Τόσο τεράστιο είναι το δέλτα και τόσο ανεπαίσθητες οι τοπογραφικές αλλαγές που το δημιούργησαν, ώστε τα νερά της βροχής χρειάζονται 6 ολόκληρους μήνες για να κυλήσουν από τα υψίπεδα της Αγκόλα μέχρι τα απώτερα σημεία του δέλτα, όπου ο ποταμός χάνεται μέσα στην άμμο της Καλαχάρι. Τις χρονιές που οι βροχοπτώσεις στα υψίπεδα της Αγκόλα είναι άφθονες, η έκταση των βάλτων μπορεί ακόμα και να διπλασιαστεί και να φτάσει τα 13.000 τ. χλμ. Όλα τα ζώα του Οκαβάνγκο, ζουν στον ρυθμό των νερών. Οι εποχιακές μετακινήσεις, η ωοτοκία, το φώλιασμα, οι γεννήσεις, το πρασίνισμα της γης και το άνθισμα των λουλουδιών είναι συγχρονισμένα με την πλημμύρα του ποταμού που κατεβαίνει από την Αγκόλα, αλλά και με τις ετήσιες βροχές που δέχεται το ίδιο το δέλτα. Οι βροχές στο δέλτα και τα νερά της πλημμύρας εναλλάσσονται αρμονικά και με αξιοθαύμαστο συγχρονισμό. Καθώς η πλημμύρα από την Αγκόλα υποχωρεί και τα νερά του δέλτα φτάνουν στη χαμηλότερη στάθμη τους, οι τοπικές βροχές έρχονται πάνω στην ώρα για να ξαναγεμίσουν το βάλτο και να ποτίσουν τη γη, ενώ προς το τέλος της εποχής των βροχών, όταν το χώμα αρχίζει πάλι να ξεραίνεται, η πλημμύρα επιστρέφει για να πλουτίσει το δέλτα με τα ζωογόνα νερά της.
Ψηλά σ’ ένα δέντρο, στις όχθες μιας λίμνης του δέλτα, ένας ψαραετός στριγγλίζει με το κεφάλι του ριγμένο προς τα πίσω. Σε αντίθεση με το υπόλοιπο σκουρόχρωμο φτέρωμά του, το λευκό του στήθος λάμπει σαν φάρος. Με το πρώτο φως της ημέρας, οι κραυγές του αντηχούν πάνω από τα νερά. Είναι το εγερτήριο σάλπισμα στο Δέλτα του Οκαβάνγκο, που μένει βαθιά χαραγμένο στη μνήμη όποιου τύχει να το ακούσει. Καθώς ο ήλιος ανεβαίνει, ο ψαραετός πετάει φτεροκοπώντας προς τα πάνω και αφήνεται στα θερμά ανοδικά ρεύματα του δέλτα, διαγράφοντας κύκλους όση ώρα ψάχνει για ψάρια. Με την άμπωτη και την πλημμυρίδα, τα εδάφη των ψαραετών αυξομειώνονται και κάθε χρόνο, καθώς τα νερά της πλημμύρας υποχωρούν, τα μεγάλα αυτά αρπακτικά δίνουν σκληρές εναέριες μάχες για την επικράτειά τους που συρρικνώνεται. Ορμούν κατακόρυφα προς τα κάτω, γαντζωμένα μεταξύ τους νύχι με νύχι, κραυγάζοντας με το λαιμό γερμένο προς τα πίσω, για να υπερασπιστούν τα εδαφικά τους δικαιώματα στο δέλτα.
Ο ψαραετός κοιτάζει από ψηλά το καταπράσινο χαλί του δέλτα διακοσμημένο με γαλάζια κανάλια και αστραφτερές κηλίδες ηλιαχτίδων. Πέρα από τους βάλτους και τις υγρές πεδιάδες απλώνεται η άνυδρη σαβάνα που με τη σειρά της παραχωρεί τη θέση της πρώτα στους απέραντους αμμώδεις θαμνότοπους και μετά στις παλιές ξεραμένες αλμυρές λίμνες, που λάμπουν με το εκτυφλωτικό λευκό τους χρώμα. Καθένας απ’ αυτούς τους βιότοπους αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του μεγάλου βασιλείου του Οκαβάνγκο και συνδέεται με τους υπόλοιπους μέσα από τα δαιδαλώδη μονοπάτια του νερού.
Στον πυρήνα του δέλτα βρίσκεται ο μόνιμος βαλτότοπος. Στα νερά με την οργιώδη βλάστηση από πάπυρους και αγριοκαλαμιές και το πλήθος διάσπαρτων νησίδων από φοινικόδεντρα, οι ιπποπόταμοι γρυλίζουν και οι κροκόδειλοι παραμονεύουν. Κάτω από τις νησίδες αυτές, δουλεύει ακούραστα ο αφανής αρχιτέκτονας που διαμορφώνει τη γεωγραφία του Οκαβάνγκο. Είναι ο ταπεινός τερμίτης, ένα έντομο του εδάφους, που οι υπόγειες αποικίες του δημιουργούν τα θεμέλια πάνω στα οποία στήνονται αρκετά από τα νησάκια του δέλτα. Τα ήσυχα υγρά απογεύματα, όταν αρχίζουν οι πρώτες βροχές, μικροσκοπικές ρωγμές ανοίγονται στις χωμάτινες φωλιές των τερμιτών και ξαφνικά εκατομμύρια φτερωτά νέα έντομα ξεχύνονται και πετούν πάνω από το δέλτα σε πυκνά σμήνη, σαν σύννεφα καπνού. Ένα σωρό ζώα, βατράχια, φίδια, σαύρες και πουλιά πέφτουν με τα μούτρα στο φαγητό, ευτυχώς όμως αρκεί να μείνει ένα μόνο ζευγάρι τερμιτών για να ιδρύσει τον επόμενο χρόνο μια νέα αποικία. Καθώς οι γύρω πεδιάδες σιγά-σιγά ξεραίνονται μετά το τέλος των βροχών, εμφανίζονται νέες φωλιές, σαν φυσαλίδες πάνω στη γη. Οι τερμίτες τις κατασκευάζουν από ένα μίγμα αργίλου, αλατιού και άμμου, που το συγκολλούν κόκκο προς κόκκο με το σάλιο τους, για να τις κάνουν πιο ανθεκτικές στη διάβρωση και την υγρασία. Οι εποχιακές πλημμύρες αποθέτουν στη βάση διάφορα φερτά υλικά, ενώ τα πουλιά αρχίζουν να κουρνιάζουν στην κορυφή της φωλιάς, πετώντας σπόρους που δεν αργούν να δώσουν χορτάρια και δέντρα. Από κάθε χωμάτινο κάστρο που στήνουν οι τερμίτες πάνω στο βάλτο (στεγάζοντας μια δραστήρια αποικία για πολλές δεκαετίες) μπορεί να γεννηθεί μια καινούργια νησίδα στο δέλτα, οπότε το νερό θα αλλάξει κι αυτό πορεία, παρακάμπτοντας το νέο κομμάτι γης.
Βουτηγμένος στη δροσιά των λιμνών και των γαλήνιων καναλιών, ο πιο ογκώδης κάτοικος των νερών του Οκαβάνγκο αλλάζει τη γεωγραφία του δέλτα με αληθινά εντυπωσιακό τρόπο. Ισοπεδώνοντας χορτάρια, καθώς βγαίνει στις όχθες για να βοσκήσει, τσαλαβουτώντας στις λάσπες, πέφτοντας πάνω στις καλαμιές καθώς κολυμπάει, ο τεράστιος ιπποπόταμος ξεπροβάλλει από το νερό, βρυχάται, αποκαλύπτοντας τα δόντια του και ύστερα προχωράει στην ξηρά με βαρύ, άχαρο βήμα. Πίσω του αφήνει ένα βαθύ λασπωμένο μονοπάτι, όπου σιγά-σιγά μπαίνει το νερό και τελικά αρχίζει να κυλάει. Μετά από καιρό, κάποιο ρυάκι μπορεί να αλλάξει την πορεία του και να περάσει από εκεί δημιουργώντας νέα κοίτη μέσα στο βάλτο. Αν και οι θηρευτές, όπως τα λιοντάρια και οι ύαινες, μπορούν, αν χρειαστεί, να κολυμπήσουν από νησίδα σε νησίδα, οι πιο απομακρυσμένες περιοχές του δέλτα αποτελούν, βασικά, το καταφύγιο ελάχιστων μεγάλων ζώων που μπορούν να ζήσουν στα υγρά λιβάδια.
Λέαινες επιτίθενται σε βουβάλι στο Δέλτα του Οκαβάνγκο
Από τα 70 και πλέον είδη αντιλόπης που υπάρχουν στην Αφρική, ένα μόνον είναι ειδικά προσαρμοσμένο για τη ζωή στους βαλτότοπους: το δειλό και μοναχικό σιτατούνγκα (Tragelaphus spekei). Αν τύχαινε να εξερευνήσετε το εσωτερικό του δέλτα με κανό, θα βλέπατε μόνο φιδωτές σήραγγες με παπύρους, αν όμως πετούσατε όπως ο αετός, τότε σε κάποιο μικρό ξέφωτο με συστάδες υδρόβιων χόρτων, μπορεί να διακρίνατε κάποιο σιτατούνγκα ξαπλωμένο στον απογευματινό ήλιο. Μοιάζει με μεγάλο μπούσμποκ και τα κέρατά του είναι σπειροειδή, με κλίση προς τα πίσω, όμως το χαρακτηριστικό, χάρη στο οποίο μπορεί να επιβιώσει στο δέλτα, είναι οι οπλές του: Είναι μακριές και έντονα διχαλωτές, τα δύο μακριά του δάχτυλα, δηλαδή, σχηματίζουν μια εύκαμπτη διχάλα, που μπορεί να ανοιγοκλείνει, βοηθώντας το ζώο να ισορροπεί καλύτερα πάνω στις λάσπες και επιτρέποντάς του να προσγειώνεται με σιγουριά μετά από μεγάλα άλματα πάνω από τους βάλτους με τις καλαμιές. Χάρη στις οπλές του, μπορεί να βοσκήσει σε μέρη απρόσιτα για τις άλλες αντιλόπες και ένας περίεργος ήχος που ακούγεται καμιά φορά βαθιά μέσα στο δέλτα την ώρα που σουρουπώνει είναι ο θόρυβος που κάνουν οι πάπυροι, καθώς το σιτατούνγκα αρπάζει τους ψηλούς βλαστούς για να φάει τις τρυφερές τους κορφούλες.
Αν τριγυρίζετε στα χαμηλά, μπορεί να ακούσετε ένα απαλό θρόισμα σε κάποιο κοντινό νησάκι, καθώς μια λέαινα προχωράει αθόρυβα προς το νερό και μετά μένει ακίνητη. Το σιτατούνγκα τινάζεται τρομαγμένο, το βάζει στα πόδια τρέχοντας μέσα από τις καλαμιές, βουτάει στο πιο κοντινό κανάλι και βυθίζεται στο νερό, αφήνοντας απ’ έξω μόνο τα ρουθούνιά του, ακίνητο μέχρι να περάσει ο κίνδυνος.
Καθώς τα νερά του Οκαβάνγκο υποχωρούν, ένα πλήθος πουλιών έρχεται να φωλιάσει στο δέλτα. Κάποια έρχονται από τις γύρω περιοχές, ενώ κάποια άλλα καταφθάνουν από μακρινά μέρη της Αφρικής και στο δρόμο σμίγουν με διαχειμάζοντα κοπάδια που μεταναστεύουν από την Ευρώπη και τη Μ. Ασία. Οι αφρικανικοί ρύγχοπες κατεβαίνουν από το βορρά για να γεννήσουν τα αυγά τους στις ηλιόλουστες αμμοσύρτες του δέλτα και οι πορφυρόχρωμοι μελισσοφάγοι σκάβουν τις ομαδικές φωλιές τους στις όχθες του ποταμού, καθώς η στάθμη του νερού υποχωρεί.
Τα πουλιά-υφαντές φτιάχνουν τις ψηλοκρεμαστές φωλιές τους ανάμεσα στα καλάμια. Ο φτερωτός μάστορας δεν ενδιαφέρεται μόνο για την άνεση, αλλά και για την ασφάλεια της κατοικίας του, γι’ αυτό κατασκευάζει μια είσοδο σαν τούνελ στο κάτω μέρος της, για να μην μπορούν να τρυπώσουν τα φίδια και οι άλλοι εχθροί του.
Σαν πολύβουες πολυκατοικίες, τα δέντρα που φυτρώνουν στα ρηχά των βάλτων φιλοξενούν στους διαδοχικούς «ορόφους» τους διαφορετικούς ενοίκους, όπως ίβιδες, εγκρέτες,
χουλιαρομύτες,
ερωδιούς
και πελαργούς.
Κάθε είδος κατοικεί σε ξεχωριστό όροφο πάνω στα φυλλώματα των δέντρων, και οι χνουδωτοί νεοσσοί κοιτάζουν με περιέργεια γύρω τους σαν επιβάτες στα διαδοχικά καταστρώματα ενός πλοίου, από τις φωλιές τους που είναι φτιαγμένες πάνω από το νερό, μακριά από τα σαγόνια των κροκοδείλων.
Οι κροκόδειλοι[5] φωλιάζουν στη μουσκεμένη γη που προβάλλει καθώς τα νερά της πλημμύρας υποχωρούν και τα αβγά τους επωάζονται κάτω από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού της Καλαχάρι. Όπως και οι νεοσσοί των πουλιών, που πρέπει να προλάβουν να μεγαλώσουν πριν από τη νέα πλημμύρα, οι νεοσσοί κροκόδειλοι πρέπει να εκκολαφθούν εγκαίρως, αλλιώς θα πνιγούν. Από το εσωτερικό του αβγού, τα κροκοδειλάκια που είναι έτοιμα να βγουν φωνάζουν με πνιχτές κραυγούλες, που καμιά φορά ακούγονται σε απόσταση δεκάδων μέτρων. Σε περίπτωση κινδύνου, η θηλυκιά ξεθάβει τα αβγά της και τα κουβαλάει μέσα στο στόμα της σε πιο ασφαλές μέρος. Ακόμα και κάποιοι αρσενικοί κροκόδειλοι έχουν βρεθεί να τυλίγουν τα αβγά με τη γλώσσα τους για να βοηθήσουν τα μικρά να βγουν πριν αρχίσουν οι πλημμύρες.[6]
Η πλημμύρα φτάνει αθόρυβα, όπως η παλίρροια. Το μεγάλο κύμα από την Αγκόλα κυλάει προς το νότο. Ο Οκαβάνγκο πλημμυρίζει τις υγρές πεδιάδες που λάμπουν σαν καθρέφτης, κάνοντας τα χορτάρια να γυαλίζουν. Περνώντας πάνω από το ρήγμα, ο ποταμός ανοίγει σαν βεντάλια και τα νερά της πλημμύρας σκορπίζονται μέσα από δαιδαλώδη κανάλια του βάλτου, βυθίζουν τις ακτές των νησίδων και φτάνουν μέχρι το πιο μακρινό σημείο κάθε φιδωτού περάσματος, ανοίγοντας νέα μονοπάτια πάνω στην άμμο.
Στις λιμνοθάλασσες του δέλτα, η στάθμη του νερού σιγά-σιγά ανεβαίνει. Γεμάτα χάρη τα ψιλόλιγνα νούφαρα που επιπλέουν διάσπαρτα πάνω στα στάσιμα νερά, λικνίζονται στο ρυθμό της μουσικής του νερού, στους νερόλακκους και τα ρυάκια του Οκαβάνγκο. Καθώς το ρεύμα πλησιάζει αρχίζουν να τρεμουλιάζουν. Τα πλατιά, σε σχήμα καρδιάς, φύλλα τους αρχίζουν να στριφογυρίζουν σαν ρόδες, καθώς οι κουλουριασμένοι κάτω από το νερό λεπτοί τους μίσχοι ξετυλίγονται μέχρι την επιφάνεια για να αγγίξουν το νερό της πλημμύρας και όπου θα ανοίξουν τα εκθαμβωτικά τους μπουμπούκια. Μετά από λίγες μέρες οι μίσχοι τυλίγονται ξανά τραβώντας τα άνθη μέσα στο νερό για να ωριμάσουν και να σκορπίσουν τους σπόρους τους.
Στα πιο βαθιά κανάλια, τα νερά κυλούν γοργά, ανοίγοντας δρόμο μέσα από σωρούς νεκρών χόρτων, πλημμυρίζοντας υπόγεια λαγούμια, ξεπετώντας στον αέρα σύννεφα εντόμων και σαρώνοντας τόνους οργανικών θρυμμάτων, θρεπτικών ουσιών και σπόρων, που στη συνέχεια θα αποθέσουν στα υγρά λιβάδια. Σκοτεινόχρωμοι χείμαρροι ψαριών (αφρικανικές τούρνες, πέρκες που σκαρφαλώνουν στα δέντρα και τεράστια κοπάδια μπιριάνας) συναγωνίζονται σε ταχύτητα τα νερά για να προλάβουν να γεννήσουν τα αβγά τους στη φρεσκοπλημμυρισμένη γη, ενώ από πάνω τους πετούν αετοί, αλκυόνες και πελαργοί, που ψάχνουν στα ρηχά, ακολουθώντας την πορεία του νερού.
Αν και στο εσωτερικό του Οκαβάνγκο ζουν ελάχιστοι άνθρωποι, τα νέα για τον ερχομό της πλημμύρας δεν αργούν να μαθευτούν, ενώ στα μεγάλα κοπάδια των άγριων ζώων η είδηση διαδίδεται με πιο μυστηριώδεις τρόπους. Τεράστιες αγέλες βουβαλιών,
γκνου
και ζεβρών,
κοπάδια με χοροπηδηχτές αντιλόπες,
αργοκίνητες καμηλοπαρδάλεις
και πανύψηλους ελέφαντες που μοιάζουν με κινούμενους γκρίζους λόφους, λες πως στρέφουν το κεφάλι τους προς τον άνεμο και πιάνουν τη μυρωδιά της πλημμύρας.
Ένα-ένα, τα κοπάδια καταφθάνουν στις παρυφές του βάλτου. Ταξιδεύουν από μακριά, πάνω σε παλιά μονοπάτια που διασχίζουν τα δάση, προβάλλοντας ακτινωτά από κάθε νερόλακκο σαν ηλιαχτίδες, συνδέοντας κάθε λιμνούλα και λακκούβα με την ξηρά, για να καταλήξουν τελικά στο βάλτο. Εδώ, στις παρυφές του δέλτα, μαζεύονται τα περισσότερα ζώα του Οκαβάνγκο. Έρχονται για το νερό και το καταπράσινο χορτάρι που φυτρώνει στα λιβάδια, καθώς τα νερά της πλημμύρας σκορπίζονται ολόγυρα. Τα κοπάδια πηγαινοέρχονται διαρκώς από το δάσος στο δέλτα για να βοσκήσουν και να πιουν νερό, και καθώς ο καιρός περνάει και τα νερά της πλημμύρας υποχωρούν, προχωρούν όλο και πιο μέσα, προς το μόνιμο βάλτο.
Οι εποχιακές μετακινήσεις των ζώων συνδέουν το εσωτερικό του δέλτα με τις γύρω περιοχές, και απ’ ό,τι φαίνεται σε κάθε μεταβατική περιοχή του Οκαβάνγκο ζει κι ένα ξεχωριστό είδος αντιλόπης, συνδετικός κρίκος του βάλτου με την υγρή πεδιάδα, τη δασωμένη σαβάνα και την έρημο. Τα χαριτωμένα κοπάδια των κόκκινων lechwe ζουν συγχρονισμένα με το ρυθμό του νερού στις υγρές πεδιάδες και επιβιώνουν χάρη στα χορτάρια που φυτρώνουν στις παρυφές του δέλτα που μετακινούνται διαρκώς καθώς η στάθμη του νερού ανεβοκατεβαίνει. Ολόκληρος, ωστόσο, ο κύκλος της ζωής τους εξαρτάται κι αυτός από το ρυθμό της πλημμύρας. Τα lechwe ζευγαρώνουν πριν ανεβεί η στάθμη του νερού. Καθώς τα νερά ανεβαίνουν, τα θηλυκά αρχίζουν να παχαίνουν, σαν να ακολουθούν το φούσκωμα του δέλτα και γεννούν όταν πια τα νερά αρχίζουν να υποχωρούν, αφήνοντας στη θέση τους γόνιμη γη και χορτάρι για τα νεογέννητα.
Οι λέαινες χαμηλώνουν, βαδίζουν ή μάλλον έρπουν αθόρυβα, παραμονεύοντας κρυμμένες, με μισόκλειστα μάτια. Όμως τα ιμπάλα τις είδαν. Κάποιο προειδοποιεί τους συντρόφους του μ’ ένα ξερό κάλεσμα σαν βήχα και μέσα σε λίγα λεπτά, ο συναγερμός αντιλαλεί σαν ηχώ σε ολόκληρη τη σαβάνα. Οι λέαινες ορμούν, αλλά σταματούν αμέσως, καθώς τα ιμπάλα ξεπετάγονται με ξέφρενη ταχύτητα, καταφέρνοντας να ξεφύγουν από τους επικίνδυνους διώκτες τους. Πηδώντας με άλματα που φτάνουν τα 10 μ., τα ιμπάλα εκκρίνουν από ειδικούς αδένες στις φτέρνες τους μια οσμή που βοηθάει τα άτομα του κοπαδιού να μη χάνονται, καθώς προσπαθούν να διαφύγουν μέσα από τα σκοτεινά και πυκνά φυλλώματα των θάμνων. Αυτή τη νύχτα οι λέαινες απέτυχαν, μια άλλη φορά, όμως, θα τα καταφέρουν. Αν και είναι δύσκολο να δείτε την τελική φάση του κυνηγιού τους (τόσο αστραπιαία είναι η επίθεσή τους) μπορεί μετά από μια επιτυχημένη εξόρμηση να τις εντοπίσετε από τα ουρλιαχτά των υαινών, που περικυκλώνουν το θήραμα και βλέπουν τις λέαινες που τρώνε, με την ελπίδα να πάρουν κάποια στιγμή κι αυτές μέρος στο φαγοπότι.

Ενώ τα ιμπάλα εγκαταλείπουν την ασφάλεια του δάσους για να πιουν νερό στο δέλτα μόνον όταν διψάνε πολύ (συμπληρώνοντας τις ανάγκες τους για νερό από τα φυτά και τις δροσοσταλίδες), τα βουβάλια και τα γκνου, επειδή τρέφονται με ξερά χόρτα, πρέπει να ψάχνουν διαρκώς για νερό, μετακινούμενα ασταμάτητα στο μεταβαλλόμενο τοπίο του δέλτα, από τα νερά της πλημμύρας στους εφήμερους νερόλακκους των βροχών. Τα στριφογυριστά μονοπάτια τους σμίγουν με τα μονοπάτια των άλλων περιπλανώμενων ζώων, δημιουργώντας χιλιοπατημένα περάσματα που διατρέχουν σαν φλέβες τη γη του Οκαβάνγκο.
Καθώς η εποχή της ξηρασίας προχωράει, τα νερά της πλημμύρας κατεβαίνουν. Οι μέρες μεγαλώνουν, η θερμοκρασία ανεβαίνει. Το μεσημέρι οι αντικατοπτρισμοί κάνουν τον ορίζοντα να τρεμουλιάζει, ενώ ο αέρας πάλλεται από τη ζέστη. Ξαφνικές ριπές ανέμου στροβιλίζουν τη σκόνη, ανυψώνοντάς την σε κατακόρυφες στήλες που ταξιδεύουν πάνω από τις πεδιάδες και τα δάση, κάνοντας τα φύλλα να στριφογυρίζουν σαν σβούρες, κι έπειτα σταματούν το ίδιο ξαφνικά, σαν ανάσα που κόπηκε απότομα. Ακόμα και τα ζώα είναι ανήσυχα, περιμένοντας με ανυπομονησία να τελειώσει το μαρτύριο της ξεραμένης γης. Όλα τα θηλυκά βουβάλια, γκνου, ζέβρες και ιμπάλα, που θα γεννήσουν με τον ερχομό της βροχής, κινούνται τώρα αργά, με τις κοιλιές τους ασήκωτες από το βάρος των μικρών που κουβαλάνε. Οι μοναχικοί ελέφαντες που περιπλανώνται στα δάση εκτονώνουν τον εκνευρισμό τους γκρεμίζοντας δέντρα, χωρίς να θέλουν πραγματικά να φάνε. Παντού γύρω η ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη. Όλη η ζωή του τόπου περιμένει ανυπόμονα τις βροχές.
Μέσα στην κάψα του μεσημεριού, τα φύλλα του φυτού μοπάνε αναδιπλώνονται σαν φτερούγες και καθώς οι σπόροι τους πέφτουν (σαν αγκαθωτές σβούρες που σκορπίζονται από τον άνεμο) μερικοί κολλάνε πάνω στο τρίχωμα και τις οπλές των ζώων, που τους μεταφέρουν μέσα στο δέλτα και τους σκορπίζουν σ’ όλη την περιοχή. Ο αέρας είναι τώρα υγρός και πηχτός, ο ουρανός όμως απλώνεται ακόμα καταγάλανος στον ορίζοντα. Και τότε, σαν να εκφράζουν την πίστη τους σε κάποια παλιά υπόσχεση, σαν να έχουν κάνει από καιρό κάποια συμφωνία ότι οι βροχές θα έρθουν, πολλοί θάμνοι και δέντρα της σαβάνας ανθίζουν μέσα στην καρδιά της εποχής της ξηρασίας, μεταμορφώνοντας το τοπίο σε μια πανδαισία χρωμάτων.
Όποιος αποτολμά νυχτερινές εξορμήσεις με το φακό στο χέρι, βλέπει να ξεπροβάλλουν ολόγυρα, μέσα από το πυκνό σκοτάδι, τα λαμπερά «μάτια της νύχτας». Οι πανέμορφες αντιλόπες ιμπάλα που κινούνται με τη χάρη μπαλαρίνας στα όρια σαβάνας και δάσους, μας αντικρίζουν με μάτια που λαμπυρίζουν σαν λευκές χάντρες. Καθώς δεν είναι εύκολο να τα διακρίνεις μέσα στο σκοτάδι, περισσότερο μαντεύεις παρά αναγνωρίζεις τα ζώα από το μέρος που ζουν, το μέγεθός τους, το χρώμα τους, και τη ξεχωριστή λάμψη των ματιών τους: χρυσές σφαίρες για τους πίθηκους γκαλάγκο πάνω στα δέντρα, κόκκινες για τις ύαινες, που κρύβονται στα χαμηλά, και αεικίνητες λευκές μπάλες για τα springher (τους λαγούς της ερήμου), που βγαίνουν χοροπηδώντας από το λαγούμι τους για να βρουν τροφή μέσα στο σκοτάδι. Όμως, το κοπάδι των ιμπάλα που κοιτάζει εξεταστικά ανάμεσα στα δέντρα, με δεκάδες μάτια που λάμπουν σαν αστερισμός, ψάχνει για την πορτοκαλιά λάμψη των ματιών της λέαινας που ετοιμάζεται να βγει για κυνήγι με την αγέλη των πεινασμένων θηλυκών.
Αντιλόπες Hippotragus niger
Τους δύσκολους μήνες πριν να έρθουν οι βροχές, οι οικογένειες των ελεφάντων μαζεύονται σε όλο και μεγαλύτερα κοπάδια στα νερά της βόρειας Μποτσουάνα, μερικές φορές μάλιστα αναγκάζονται να μετακινούνται διαρκώς για να μπορούν να εξασφαλίζουν τις τεράστιες ποσότητες νερού που χρειάζονται για να ζήσουν. Συγκεντρώνονται στα παρυφές του δέλτα και κατά μήκος ενός δικτύου εφήμερων ρυακιών και μικρότερων βάλτων που συνδέουν στα ανατολικά, το Οκαβάνγκο μ’ έναν ποταμό που ονομάζεται Τσόμπε. Έρχονται από τη στεγνωμένη γη γύρω από το δέλτα, καθώς κι από άλλες μακρινές περιοχές, διανύοντας αποστάσεις εκατοντάδων χιλιομέτρων. Εδώ, στη βόρεια Μποτσουάνα, καταφεύγουν περισσότεροι ελέφαντες από οπουδήποτε αλλού στην Αφρική. Η παρουσία των τεράστιων αυτών πλασμάτων εδώ στον Οκαβάνγκο επιβεβαιώνει μια σκληρή πραγματικότητα: Οι ελέφαντες δεν έρχονται μόνο για να πιουν νερό, αλλά και για να ξεφύγουν από τους κινδύνους, τους λαθροκυνηγούς που παραμονεύουν σε κάθε άλλη γωνιά της Αφρικής, εκτός από τα ειδικά πάρκα που προσφέρουν καταφύγιο στα άγρια ζώα. Από τον τρόπο που συμπεριφέρονται όταν έρχονται στον ποταμό Τσόμπε στην Μποτσουάνα, φαίνεται ότι γνωρίζουν καλά πού αρχίζουν τα όρια της ανθρώπινης δραστηριότητας στην περιοχή. Στην απέναντι όχθη του ποταμού, στα εδάφη της Ναμίμπια, βρίσκεται η Λωρίδα Καπρίβι, μια καταπράσινη τοποθεσία με άφθονο χορτάρι και πυκνά δέντρα, όπου όμως οι ελέφαντες καταδιώκονται ανελέητα από τους λαθροθήρες. Από την πλευρά, λοιπόν, του Τσόμπε που βρίσκεται στην Μποτσουάνα, οι ελέφαντες διασχίζουν το ποτάμι βυθισμένοι μέσα στο νερό, αφήνοντας έξω σαν περισκόπιο μόνο την προβοσκίδα τους για να αναπνέουν. Πολύ συχνά περνάνε απέναντι το σούρουπο, για να βοσκήσουν κρυμμένοι μέσα στο σκοτάδι και επιστρέφουν κολυμπώντας κατά το χάραμα στο καταφύγιό τους, στην Μποτσουάνα.
Στο Οκαβάνγκο, όπως και σε κάθε μέρος που μαζεύονται μεγάλα κοπάδια, οι ελέφαντες προκαλούν σημαντικές αλλαγές στο τοπίο, ρίχνοντας κάτω συστάδες δέντρων για να φάνε τον κορμό και τα φύλλα, μετατρέποντας περιοχές ολόκληρες από δάση σε ανοιχτές σαβάνες. Σταματώντας στη διαδρομή τους σε δέντρα γεμάτα καρπούς, τρώνε μέχρι να χορτάσουν και συνεχίζουν την περιπλάνησή τους, μεταφέροντας τους σπόρους με την κοπριά τους σε μακρινές περιοχές, όπου κάποια μέρα μπορεί να ξεφυτρώσουν νέα δάση πάνω στα ξέφωτα που άφησαν στο πέρασμά τους. Ακόμα και με πιο έμμεσους τρόπους, οι μετακινήσεις τους επηρεάζουν τη ζωή άλλων πλασμάτων που τρώνε ό,τι ρίχνουν οι ελέφαντες στο πέρασμά τους και ακολουθούν τα μονοπάτια που αυτοί ανοίγουν μέσα στο δάσος.
Στην περιοχή του δέλτα, οι ελέφαντες τσαλαβουτούν στο βάλτο, ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στα χορτάρια και στη συνέχεια, διασχίζοντας τη δασωμένη σαβάνα που περιβάλλει το Οκαβάνγκο, ακολουθούν μονοπάτια που κατευθύνονται ΝΑ προς την αχανή έρημο Καλαχάρι. Αν τύχει να κοιτάξετε από ψηλά, μπορεί να δείτε την πορεία των ελεφάντων: φαρδιά μονοπάτια που οδηγούν εκεί που κάποτε βρισκόταν μια απέραντη λίμνη που δεχόταν τα νερά του ποταμού Μποτέτι. Τα μονοπάτια αυτά χαράσσουν μια διαδρομή που καταλήγει στις παρυφές της τεράστιας, αποξηραμένης λίμνης, γνωστής σήμερα με την ονομασία Λεκάνη Makgadikgadi. Με έκταση 40.000 τ. χλμ., οι αλυκές αυτές είναι οι μεγαλύτερες στον κόσμο και απλώνονται ολόλευκες σαν κόκκαλα ασπρισμένα κάτω από τον καυτό αφρικάνικο ήλιο, άδειες και έρημες, ζωντανεύοντας μόνον από κάποιους αντικατοπτρισμούς.
Την εποχή που το κλίμα της Αφρικής ήταν πιο υγρό, πριν περίπου 2.000.000 χρόνια, 3 ποταμοί, ο Οκαβάνγκο, ο Τσόμπε και ο Ζαμβέζης χύνονταν στον ποταμό Λιμπόπο της ΝΑ Αφρικής και από εκεί στον Ινδικό Ωκεανό. Ένας σεισμός δημιούργησε τότε κάποιο ρήγμα που εμπόδισε τους 3 ποταμούς να φτάσουν στον Λιμπόπο, και άφηνε τα νερά τους να λιμνάζουν στη Λεκάνη του Μakgadikgadi, σχηματίζοντας μια λίμνη έκτασης 60.000 τ. χλμ. Κι άλλοι σεισμοί ακολούθησαν και ο Τσόμπε με τον Ζαμβέζη έστριψαν προς τα ανατολικά και ενώθηκαν για να σχηματίσουν λίγο πιο κάτω τους θεαματικούς Καταρράκτες Βικτόρια, αφήνοντας πίσω τους τον Οκαβάνγκο να κυλάει μόνος του προς την έρημο Καλαχάρι.
Για κάποιο διάστημα, το Μakgadikgadi επικοινωνούσε με το Δέλτα του Οκαβάνγκο. Όταν τα νερά της πλημμύρας από την Αγκόλα έφταναν μέχρι τα βαθύτερα σημεία του βάλτου, κυλούσαν στο Μποτέτι, έναν στενό ποταμό, που οδηγεί κάτω στο Μakgadikgadi. Τα νερά της πλημμύρας γέμιζαν τη λεκάνη και χιλιάδες ζώα κατέφθαναν από το Οκαβάνγκο και την Καλαχάρι στη μεγάλη λίμνη. Καθώς, όμως, το κλίμα γινόταν ξηρότερο, η λίμνη άρχισε να εξατμίζεται. Οι μεταβολές της στάθμης της λίμνης έχουν αποτυπωθεί με κάποιους ομόκεντρους κύκλους που αντιστοιχούν στα όρια της εκάστοτε όχθης.
Σήμερα ο ποταμός Μποτέτι είναι τον πιο πολύ καιρό ξερός και τα νερά του δεν φτάνουν πια σχεδόν ποτέ στο Μakgadikgadi. Κάποιες σπάνιες φορές (ίσως μια φορά στα δέκα χρόνια), η Λεκάνη Μakgadikgadi ξαναθυμάται τα παλιά της μεγαλεία, όταν δυνατές βροχές φτάνουν μέχρι τις αλυκές και καλύπτει το βυθό της αποξηραμένης λίμνης με ένα λεπτό στρώμα νερού. Τότε χιλιάδες ζώα, αντιλόπες και πουλιά, αφού διανύσουν εκατοντάδες χιλιόμετρα, συρρέουν στην παλιά λίμνη. Το νερό γεμίζει με αμέτρητες μικροσκοπικές γαριδούλες, που τα αβγά τους περίμεναν σε ληθαργική κατάσταση επί χρόνια, ανάμεσα στις ρωγμές των αλυκών, τον ερχομό της βροχής που θα τα ζωντανέψει. Ολόκληροι στόλοι πελεκάνων έρχονται από το δέλτα, ενώ χιλιάδες φλαμίνγκο πετούν προς τις αλυκές από κάποια άλλα μέρη της Αφρικής (κανείς δεν ξέρει ακριβώς από πού) έχοντας, με κάποιο μυστηριώδη τρόπο, καταλάβει ότι η λίμνη ξαναεμφανίστηκε.
Μέσα σε λίγες μέρες η περιοχή σκεπάζεται με ένα ροζ χαλί και αντηχεί από τον ήχο των φλαμίνγκο, που αποτελούν τα πιο χαρακτηριστικά σύμβολα του Μakgadikgadi, μια και η παρουσία τους είναι το ίδιο εφήμερη με την ύπαρξη των νερών. Καθώς το Μakgadikgadi αρχίζει να ξεραίνεται και οι νεοσσοί είναι έτοιμοι να πετάξουν, τα φλαμίνγκο φεύγουν σαν ροζ σύννεφα στον αφρικανικό ουρανό για τόπους εξίσου αινιγματικούς μ’ αυτούς απ’ όπου ήρθαν.
Τα ζώα που είχαν μαζευτεί στις αλυκές σιγά-σιγά εξαφανίζονται: τα spingbock
και τα gemsbock
σκορπίζονται στην έρημο, ενώ τα γκνου, οι ζέβρες και οι ελέφαντες επιστρέφουν στο βορρά, ακολουθώντας τα μονοπάτια που επί γενιές έχουν χαράξει πάνω στην άμμο της Καλαχάρι, και τα οποία οδηγούν πίσω στα νερά του Οκαβάνγκο.
Η γύρω περιοχή έχει κι αυτή τώρα ξεραθεί, όμως ο βάλτος λάμπει γαλάζιος και στη μικρή λακκούβα κοντά στο δέλτα, ο βάτραχος έχει πάλι κρυφτεί μέσα στο χώμα, περιμένοντας την επιστροφή της βροχής.
του Chris Eckstrom (Experiment)
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Κάθε μέρα που περνάει, όλο και περισσότεροι από τους 35.000 Βουσμάνους που ζουν σήμερα στη Μποτσουάνα εγκαταλείπουν τις συνήθειες των νομάδων προγόνων τους για να ακολουθήσουν έναν πιο σύγχρονο τρόπο ζωής.
[2] Δυστυχώς, μεγάλες πυρκαγιές μαστίζουν κάθε χρόνο την περιοχή του δέλτα καταστρέφοντας μέχρι και τα 3/4 της βλάστησης. Υπαίτιοι είναι συνήθως οι κυνηγοί που τρέπουν έτσι τα ζώα σε φυγή, οι κτηνοτρόφοι που φτιάχνουν καινούργια βοσκοτόπια για τα ζωντανά τους, και κάποιες φορές οι κεραυνοί.
[3] Εκτός από τη λαθροθηρία, κάθε χρόνο 2.000 περίπου ζώα σκοτώνονται με την άδεια του κράτους από τους ξένους κυνηγούς. Το σύγχρονο σαφάρι γεννήθηκε εδώ στις αρχές της δεκαετίας του 1960 θεμελιώνοντας μια ανθούσα τουριστική βιομηχανία που αποτελεί την 4η πιο κερδοφόρα οικονομική δραστηριότητα στην Μποτσουάνα, μετά την εξόρυξη διαμαντιών, χαλκού και νικελίου και την κτηνοτροφία.
[4] Μεγάλες περιοχές της Μποτσουάνα (17% της έκτασής της) έχουν ανακηρυχθεί εθνικά πάρκα, δρυμοί ή καταφύγια άγριων ζώων. Αν και το ποσοστό αυτό είναι πολύ υψηλό, ακόμα και για τα παγκόσμια δεδομένα, κάποια άλλα μέτρα, που έχει πάρει η κυβέρνηση για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την πολιτική προστασίας της άγριας ζωής. Το 1950, η κυβέρνηση άρχισε να κατασκευάζει συρμάτινους φράχτες γύρω από το δέλτα για να εμποδίσει την εξάπλωση μεταδοτικών νόσων στα κοπάδια των βοοειδών. Οι φράχτες, όμως, εμποδίζουν και τη μετακίνηση των άγριων ζώων από και προς τις λίμνες και τους νερόλακκους με συνέπεια πολλά ζώα να πεθαίνουν σε περιόδους ανομβρίας.
[5] Μετά το ανελέητο κυνήγι που υπέστησαν κατά τις δεκαετίες 1950-60, από τους 50.000 κροκόδειλους, μόλις 10.000 έχουν απομείνει στο βόρειο τμήμα του ποταμού. Όσοι ιθαγενείς τριγυρνούν σ’ εκείνα τα μέρη με τα «μοκόρο», τα μικρά αυτοσχέδια κανό τους, φροντίζουν να κρατούν τις αποστάσεις από αυτές τις αδηφάγες μηχανές της φύσης που δεν διστάζουν να επιτεθούν σε οτιδήποτε κινείται.
[6] Τα αβγά κροκοδείλων, που περνάνε από τα εκκολαπτήρια των δύο εκτροφείων κροκοδείλων της Μποτσουάνα, προέρχονται από τους βάλτους του Οκαβάνγκο. Ο αριθμός των αβγών και των νεαρών ατόμων που συλλέγονται κάθε χρόνο καθορίζεται από την κυβέρνηση. Μετά την εκκόλαψη στις φάρμες, ένα 5% των κροκοδείλων θα αφεθούν ελεύθεροι στη φύση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου