24 Μαρ 2012

Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας

Το Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας (ΜΓΦΙ) είναι ίδρυμα κοινωφελές, μη κερδοσκοπικό. Ιδρύθηκε το 1964 από τον Άγγελο και τη Νίκη Γουλανδρή με σκοπό «την προώθηση των Φυσικών Επιστημών και την ταυτόχρονη ευαισθητοποίηση του ανθρώπου, ώστε δια της γνώσης να επανέλθει στο σεβασμό της φύσης...». Οι δραστηριότητές του περιλαμβάνουν τόσο την επιστημονική έρευνα σε θέματα σχετικά με το περιβάλλον (φυσικοί πόροι, φυσικοχημικές, βιοχημικές και οικολογικές διαδικασίες οικοσυστημάτων και των οργανισμών τους), όσο και την περιβαλλοντική εκπαίδευση, που συνεχίζεται ανελλιπώς από το 1974 και απευθύνεται σε παιδιά όλων των σχολικών βαθμίδων.
Το ίδρυμα βρίσκεται στην Κηφισιά. Σε δύο γειτονικά κτίρια, όπου η αρχιτεκτονική αρμονία γεφυρώνει τους αιώνες, φιλοξενούνται οι δύο μεγάλες, ανεξάρτητες μεν αλλά θεματικά αλληλένδετες, εκθεσιακές ενότητες: η έκθεση συλλογών Φυσικής Ιστορίας, που στεγάζεται στο ιστορικό κτίριο του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας (Λεβίδου 13) και η περιβαλλοντική έκθεση του νέου Κέντρου ΓΑΙΑ (Όθωνος 100). Το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας στεγάζεται σε ένα κομψό νεοκλασικό κτίριο του 19ου αιώνα (1875), που διαμορφώθηκε και επεκτάθηκε στα 35 χρόνια λειτουργίας του, με σκοπό να αποτελέσει κατάλληλο χώρο για τις επιστημονικές και εκπαιδευτικές ανάγκες του Ιδρύματος.

Ιστορικό
Το Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας ιδρύθηκε το 1964, από τον Άγγελο και τη Νίκη Γουλανδρή, ως Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, Ίδρυμα Κοινωφελές, με σκοπό την προώθηση των Φυσικών Επιστημών και την ταυτόχρονη ευαισθητοποίηση του ανθρώπου για το σεβασμό της φύσης. Ήταν το πρώτο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα και το πρώτο που έθεσε το θεμέλια της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης. Ξεκίνησε ως Βοτανικό Μουσείο με αντικείμενο τη συλλογή, καταγραφή και μελέτη της χλωρίδας της Ελλάδας. Το 1997, το Μουσείο επεκτάθηκε στους τομείς της ζωολογίας, παλαιοντολογίας και γεωλογίας και μετονομάστηκε σε Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας.

Με τα χρόνια το Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας επεκτείνεται, δημιουργώντας νέα παραρτήματα με εξειδικευμένο χαρακτήρα το καθένα. Το 1991, με την υποστήριξη του Υπουργείου Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και της Γενικής Διεύθυνσης XI της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το Μουσείο ιδρύει το Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων-Υγροτόπων (ΕΚΒΥ) στη Θεσσαλονίκη, με σκοπό να συμβάλει στην αναχαίτιση και την αντιστροφή της απώλειας και της υποβάθμισης των υγροτοπικών και χερσαίων φυσικών περιοχών, αρχικά στην Ελλάδα, αλλά και στη Μεσόγειο.

Το Κέντρο «ΓΑΙΑ»
Το 2001, εγκαινιάζεται το Κέντρο Περιβαλλοντικής Έρευνας και Εκπαίδευσης «ΓΑΙΑ», που αποτελεί τη «φυσική συνέχεια» του Μουσείου. Φέρει το όνομα του πλανήτη Γη (ΓΑΙΑ), γεγονός που το συνδέει με τη μυθολογία, τη φιλοσοφία και την επιστήμη του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Σκοπός του, τόσο σε ερευνητικό όσο και σ’ εκπαιδευτικό επίπεδο, είναι μια νέα παιδεία αυτοσυνειδησίας κι αναθεώρησης της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση, που θα του επιτρέψει μια νέα ισορροπία με το φυσικό περιβάλλον. Είναι ένα ακόμη βήμα προς την πραγματοποίηση του οράματος του ιδρυτή του Μουσείου, Άγγελου Γουλανδρή, τα λόγια του οποίου καθορίζουν την αποστολή του: «Το έργο μας δεν περιορίζεται στο να σώσουμε το φυσικό περιβάλλον της χώρας μας. Καμιά χώρα δε σώζεται, όταν το παγκόσμιο οικοσύστημα διαταραχθεί. Αναζητούμε ένα νέο κώδικα αξιών, μια νέα ηθική για να προσχωρήσουμε στην επόμενη χιλιετία». Το Κέντρο Γαία καλύπτει 12.000 τ.μ. σε 6 ορόφους, από τους οποίους οι 4 είναι υπόγειοι. Περιλαμβάνει επιστημονικά εργαστήρια με σύγχρονο ερευνητικό εξοπλισμό, αμφιθέατρο, εγκαταστάσεις για συνεδριακές εκδηλώσεις και προβολές, βιβλιοθήκη με αναγνωστήριο, πωλητήριο, καφέ-κυλικείο και χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων.


Η «Γεώσφαιρα»
Στους εκθεσιακούς του χώρους, η εντυπωσιακή «Γεώσφαιρα» και τα σύγχρονης τεχνολογίας διαδραστικά εκθέματα, καλούν τους επισκέπτες να ερευνήσουν, να προβληματιστούν και να λάβουν θέση απέναντι στα φλέγοντα περιβαλλοντικά προβλήματα του πλανήτη: την ενέργεια, τις μεταφορές, τη διαχείριση των φυσικών πόρων, το νερό, το έδαφος, τις τροφές. Η «Γεώσφαιρα», μοναδική στον κόσμο, είναι ένας ημισφαιρικός θόλος-οθόνη με διάμετρο 5 μ. και εμβαδόν 40 περίπου τ.μ., που προβάλλει τον περιστρεφόμενο πλανήτη από 225.000 εικόνες υψηλής ανάλυσης. Παρουσιάζει επίσης, σύντομα και περιεκτικά, τη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη, από τη γέννησή του έως σήμερα. Η έκθεση σχεδιάστηκε και πραγματοποιήθηκε από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου, σε συνεργασία με το Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας.

Στις δραστηριότητες του Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας περιλαμβάνονται εκπαιδευτικά προγράμματα για μαθητές, ειδικές ημερίδες και σεμινάρια για εκπαιδευτικούς, συνέδρια με αντικείμενο θέματα οικολογίας, καθώς και σχετικές εκθέσεις. Ερευνητικά προγράμματα με στόχο την προστασία των φυσικών πόρων (του εδάφους, των υδάτων και της ατμόσφαιρας) και της διατροφής και υγείας του ανθρώπου, εκτελούνται στα Εργαστήρια Οικολογίας Εδάφους και Βιοτεχνολογίας και Βιοαναλυτικής Χημείας, σε συνεργασία με συναφή ελληνικά και ξένα Ιδρύματα.

Ερευνητικά κέντρα
Από την ίδρυσή του, κύριος σκοπός του Μουσείου ήταν η έρευνα για τη συλλογή, καταγραφή και μελέτη του βοτανικού, ζωολογικού, γεωλογικού και παλαιοντολογικού πλούτου της χώρας και η αξιολόγηση των βιοτόπων σε συνεργασία με ερευνητικά κέντρα, μουσεία και πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού. Η έρευνα του Μουσείου περιλαμβάνει αποστολές για συλλογή υλικού, μελέτη πεδίου και εργαστηρίων, δημοσιεύσεις, κλπ. Οι συλλογές του περιλαμβάνουν φυτά, έντομα, πουλιά, θηλαστικά, κοχύλια, ορυκτά και πετρώματα.

Το Κέντρο ΓΑΙΑ έχει διευρύνει τα ερευνητικά ενδιαφέροντα του Ιδρύματος σε δύο νέους τομείς, με τη δημιουργία δύο άριστα εξοπλισμένων εργαστηρίων με απώτερο στόχο την προστασία των φυσικών πόρων και την ποιότητα του περιβάλλοντος. Συγκεκριμένα, στο Εργαστήριο Οικολογίας Εδάφους και Βιοτεχνολογίας η έρευνα που επιτελείται επικεντρώνεται στον έλεγχο του εδάφους ως ζωτικού χώρου, ενώ το Εργαστήριο Βιοαναλυτικής Χημείας στην εκτίμηση της επίδρασης διάφορων περιβαλλοντικών παραγόντων στα τρόφιμα και την ανθρώπινη υγεία.

Το Μουσείο, από το 1964 μέχρι σήμερα, κατέγραψε και μελέτησε το φυσικό πλούτο της χώρας, ανέδειξε την Ελλάδα ως χώρο ιδιαίτερου βιολογικού πλούτου και ποικιλότητας μέσα στην Ευρώπη, τον προέβαλε διεθνώς και ανέλαβε μέτρα προστασίας και διαχείρισης των απειλούμενων οικοσυστημάτων σε συνεργασία με εθνικούς και τοπικούς φορείς και με τη στήριξη της Ελληνικής Πολιτείας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ταυτόχρονα ανέπτυξε μια νέα πολιτική παιδείας και πληροφόρησης με έμφαση στην ένταξη του ανθρώπου στο μηχανισμό και στην οικονομία της φύσης, με την οφειλόμενη περίσκεψη.

Το Παλαιοντολογικό και Γεωλογικό Μουσείο Ρεθύμνου
Παράλληλα, στην Κρήτη, το Μουσείο (μετά από παραχώρηση του Υπουργείου Πολιτισμού) αναστήλωσε σταδιακά το Τέμενος Μασταμπά Ρεθύμνου, του 17ου αιώνα. Γνωστό και ως τζαμί Βελή Πασά, με τους 9 τρούλους, τα 13 συνεχόμενα κελιά (τεκέδες) στη δυτική πλευρά, το ηγουμενείο και τον μιναρέ (ο πιο παλιός στην πόλη), το τζαμί υπέστη σοβαρές φθορές, κυρίως από τους βομβαρδισμούς του 1941.
Σήμερα, στεγάζεται εκεί το Παλαιοντολογικό και Γεωλογικό Μουσείο Ρεθύμνου, Παράρτημα του Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας, που πρόσφατα άνοιξε τις πύλες του στο κοινό. Τα πλούσια απολιθώματα ασπόνδυλων που προέρχονται από τις παλαιοζωικές, μεσοζωικές και καινοζωικές θαλάσσιες αποθέσεις, τα παλαιοντολογικά ευρήματα της περιοχής, όπως επίσης κείμενα, σχέδια και χάρτες φανερώνουν τη διαχρονική εξέλιξη της γεωλογικής ιστορίας της Κρήτης.

Ο Μεσογειακός κήπος «Σπάροζα»
Επίσης, το Μουσείο προχώρησε στο σχεδιασμό και τη λειτουργία Μεσογειακού Κήπου, στην Παιανία Αττικής, σε κτήμα 17,5 στρεμμάτων (κληροδότημα Tyrwitt), με κύρια βλάστηση την αττική χλωρίδα. Σήμερα η «Σπάροζα» αποτελεί την έδρα της «mediterranean Garden Society» με μέλη από όλο τον κόσμο.

Ψηφιακή τράπεζα δεδομένων
Από την ίδρυσή του, το Ίδρυμα χάραξε μια πρωτοπόρα πορεία, μια νέα προσέγγιση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον. Ανέπτυξε ενεργό επιστημονική δραστηριότητα για την αντιμετώπιση και ανάσχεση των περιβαλλοντικών απειλών που πλήττουν τον πλανήτη και για την αποκατάσταση των φυσικών πόρων που συντηρούν τη ζωή. Ταυτόχρονα διαμόρφωσε μια νέα παιδεία καθολικής αξίας για επανένταξη του ανθρώπου στις λειτουργίες και την οικονομία της Φύσης.

Με την ευθύνη του ελληνικού γεωγραφικού χώρου, χώρου-παιδαγωγού του Έλληνα, το Ίδρυμα αναπτύσσει διεθνή δραστηριότητα, συνεχίζοντας την ιστορική και πολιτισμική μας παράδοση και οικουμενική θεώρηση του κόσμου. Οι συλλογές του Μουσείου αριθμούν σήμερα εκατοντάδες χιλιάδες δείγματα και αποτελούν πολύτιμο εθνικό κεφάλαιο, τις τράπεζες δεδομένων της χώρας, τη βάση για κάθε επιστημονική έρευνα και εφαρμογή στους τομείς της περιβαλλοντικής πολιτικής, της γεωργίας και της δασοπονίας. Τα δείγματα των συλλογών αποτελούν υλικό από το οποίο μπορούν να εξαχθούν πολλά συμπεράσματα για το σύγχρονο και το παλαιότερο φυσικό περιβάλλον. Επιπλέον, αποτελούν εξαιρετικό εργαλείο για την ανάπτυξη εκδοτικών και εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων. Στα πλαίσια του προγράμματος της Κοινωνίας της Πληροφορίας: «Τεκμηρίωση, Ψηφιοποίηση και Ανάδειξη των Συλλογών του Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας», πραγματοποιήθηκε η ψηφιακή τεκμηρίωση δειγμάτων (εισαγωγή δεδομένων 81.000 δειγμάτων από τις συλλογές Βοτανικής, Υδροβιολογίας, Χερσαίας Ζωολογίας και Γεωλογίας-Παλαιοντολογίας και ψηφιοποίηση 6.000 δειγμάτων από τις συλλογές αυτές). Αντιπροσωπευτικό δείγμα του ψηφιοποιημένου υλικού μπορεί να αναζητηθεί ηλεκτρονικά στη Βάση Δεδομένων Συλλογών του Μουσείου.
Οι εκθεσιακοί χώροι παρουσιάζουν
Α. Βοτανικά εκθέματα: την εξέλιξη, ανατομία και μορφολογία των φυτών καθώς και φυτικά απολιθώματα,
Β. Ζωολογικά εκθέματα: έντομα (αντιπροσωπευτικά είδη από τις σημαντικότερες ομάδες), θηλαστικά (με σπάνια είδη κατανεμημένα σε ποικίλους βιότοπους ανά τον κόσμο), πουλιά (με κύρια έμφαση στην ελληνική ορνιθοπανίδα), ερπετά κι αμφίβια ελληνικά και ξένα, μαλάκια (με συλλογές ελληνικών και παγκόσμιων κογχυλιών), κοράλλια και
Γ. Γεωλογικά και Παλαιοντολογικά εκθέματα: πλούσια δείγματα ορυκτών, πετρωμάτων και απολιθωμάτων, που συνοδεύονται από μακέτες, διαγράμματα, τομές κ.ά.
Α. Τμήμα Βοτανικής
Η χώρα μας διαθέτει μια από τις πιο πλούσιες και ενδιαφέρουσες χλωρίδες στην Ευρώπη. Η γεωγραφική της θέση, στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, η γεωλογική της ιστορία, η γεωμορφολογία της, οι ιδιαίτερες κλιματικές συνθήκες, την καθιστούν έναν πραγματικό βοτανικό παράδεισο. Από την ίδρυσή του, το 1964, το Μουσείο έδωσε προτεραιότητα στη μελέτη της ελληνικής χλωρίδας. Στόχος ήταν η καταγραφή της βιοποικιλότητας της ελληνικής χλωρίδας και η δημιουργία μιας συλλογής που θα αποτελούσε τη βάση για κάθε μελέτη που αφορά τα ελληνικά φυτά. Η φυτοθήκη του τμήματος αρχικά περιέλαβε τη συλλογή του Κωνσταντίνου Γουλιμή με 2.4000 δείγματα που δώρισε στο μουσείο. Με την καθοδήγηση εξεχόντων βοτανικών επιστημόνων συγκροτήθηκε συλλεκτική ομάδα που ανέλαβε το έργο της συλλογής σε όλο το γεωγραφικό χώρο της Ελλάδας. Οι συλλογές του Μουσείου εμπλουτίζονται μέσα από δωρεές και ανταλλαγές. Οι δραστηριότητες του τμήματος πέρα από την εργασία στη φύση, περιλαμβάνουν και το έργο της ταξινόμησης, καταγραφής, συντήρησης και μελέτης ενός μεγάλου αριθμού φυτικών δειγμάτων. Οι συλλογές σήμερα αριθμούν πάνω από 80.000 δείγματα και είναι εξαιρετικά σημαντικές για τη ταξινομική μελέτη της χλωρίδας της Ελλάδας και της Βαλκανικής χερσονήσου. Στη βάση δεδομένων της βοτανικής συλλογής είναι καταγραμμένα τα στοιχεία για πάνω από 70.000 δειγμάτων φυτών. Τα δείγματα αφορούν ανώτερα φυτά (πτεριδόφυτα, γυμνόσπερμα και αγγειόσπερμα) και είναι όλα από τον ελλαδικό χώρο. Για 3.792 από τα καταγραμμένα δείγματα υπάρχουν ψηφιακές φωτογραφίες με τη μορφή υπερσυνδέσμου.

Βοτανικά εκθέματα
Η βοτανική έκθεση του Μουσείου εισάγει τον επισκέπτη στο βασίλειο των φυτών. Τα φυτικά εκθέματα αρχίζουν με εισαγωγή στη βιολογία. Μια μεγάλη τρισδιάστατη αναπαράσταση του φυτικού κυττάρου δίνει στον επισκέπτη την πρώτη επαφή με την βασική μονάδα κάθε ζωντανής ύλης. Η φωτοσύνθεση παρουσιάζεται σαν κοσμογονική λειτουργία, σαν μοναδική πηγή ζωής. Οι διαδικασίες της αύξησης, της αναπαραγωγής, της κληρονομικότητας προβάλλονται με ακριβείς αναπαραστάσεις, παρουσιάζοντας τις κυριότερες λειτουργίες που συντελούνται στο φυτικό κύτταρο. Η μεγάλη ποικιλία μορφών που χαρακτηρίζει τα φυτά αντικατοπτρίζεται στις ομάδες ταξινόμησής τους. Προπλάσματα μυκήτων, λειχήνων, φυκιών, βρύων και ηπατικών, πτερίδων, γυμνοσπέρμων και αγγειοσπέρμων σε μεγέθυνση ή σε φυσικό μέγεθος, πληροφορούν τον επισκέπτη για τη σημασία των ομάδων αυτών στο χώρο των φυτοκοινωνιών.

Σε άλλη αίθουσα, παρουσιάζονται παραστατικά με προπλάσματα, αναπαραστάσεις, φωτογραφίες κτλ., η ανατομία και μορφολογία των αγγειοσπέρμων, η δομή του άνθους, της ρίζας, των φύλλων, των βλαστών, η προσαρμογή των φυτών ανάλογα με τις συνθήκες του περιβάλλοντος, ιδιαίτερα των ξηρών βιοτόπων και των υγροτόπων, η λειτουργία της επικονίασης κλπ.

Στην ίδια αίθουσα παρουσιάζονται επίσης φυτικά απολιθώματα Μειοκαινικής έως Πλειστοκαινικής ηλικίας της Δυτικής Μακεδονίας (11-12 εκατομμύρια έτη). Σε μια πλούσια σε βλάστηση λίμνη, φύλλα και κλαδιά κλείστηκαν στα ιζήματά της και απολιθώθηκαν. Στις προθήκες παρουσιάζονται διάφορα είδη δρυός, μεταξύ των οποίων η Quercus pontica miocenica, η οποία δεν υπάρχει σήμερα και είχε φύλλα μήκους 20 εκατοστών, είδη σφενδάμου, οξιές, καστανιές κ.α. Τα πιο ενδιαφέροντα είναι τα κλαδιά, τα φύλλα και οι καρποί του Glyptostrobus europeus, ενός δένδρου, συγγενούς της Σεκόϊας, που δεν υπάρχει σήμερα, καθώς και φύλλα κανέλλας (Cinnamomophyllum polymorphum) που μαρτυρούν ότι το κλίμα εκείνη την εποχή ήταν πιο θερμό και υγρό από το σημερινό. Ο επισκέπτης συνειδητοποιεί ότι ο κόσμος μας δεν είναι σταθερός αλλά αλλάζει και εξελίσσεται, όπως κάθε ζωντανός οργανισμός. Ο πλανήτης μας έχει την ιστορία του και αυτή καταγράφεται στα απολιθώματα.

Β. Τμήμα Χερσαίας Ζωολογίας
Το τμήμα αυτό έχει σαν αντικείμενο τα Έντομα και Αραχνόμορφα, τα Αμφίβια και Ερπετά, τα Πουλιά και τα Θηλαστικά. Στο τμήμα υπάρχει εξοπλισμός εργασίας υπαίθρου κι εργαστηρίου, καθώς κι εξειδικευμένη βιβλιογραφική κάλυψη. Υπάρχει υποστήριξη από το Εργαστήριο Ηλεκτρονικής Μικροσκοπίας, καθώς και το Εργαστήριο Αναλυτικών Οργάνων. Οι ερευνητικές δραστηριότητες του Τμήματος Χερσαίας Ζωολογίας περιλαμβάνουν κυρίως έρευνα υπαίθρου και εργαστηρίου, που αφορά στην Οικολογία, Ζωογεωγραφία, Φυσιολογία και Προστασία Ερπετών και Πουλιών. Γίνονται επιτόπιες εργασίες πεδίου, ενημέρωση του κοινού και των αρμόδιων φορέων, προτάσεις για τη διατήρηση ειδών που κινδυνεύουν με εξαφάνιση, καθώς και των βιοτόπων τους. Στην εργαστηριακή έρευνα περιλαμβάνονται τροφικές αναλύσεις, μορφομετρικές εργασίες, μελέτη της θερμικής οικολογίας, της οικολογίας της αναπαραγωγής και συντήρηση των συλλογών. Οι δραστηριότητες του Εντομολογικού Τμήματος ξεκίνησαν το 1971, του Ορνιθολογικού το 1980, του Ερπετολογικού το 1984 και του Τμήματος Θηλαστικών το 1985.

α) Έκθεση εντόμων
Δέκα χιλιάδες δείγματα βρίσκονται στη βάση δεδομένων από τις Εντομολογικές Συλλογές του Μουσείου. Έχουν ψηφιοποιηθεί τα 600 από αυτά. Τα δείγματα αυτά περιλαμβάνουν, κατά το μεγαλύτερο μέρος, Λεπιδόπτερα, Ορθόπτερα, Δίπτερα και Υμενόπτερα, κυρίως από τον ελληνικό χώρο. Τα δείγματα αυτά συλλέχθηκαν κυρίως κατά τις δεκαετίες του ’70 και ’80. Τα ονόματα των ειδών είναι αυτά που βρίσκονται πάνω στα δείγματα και μπορεί να μη συμφωνούν με τη σημερινή ονοματολογία. Το Τμήμα βρίσκεται στη διαδικασία αναθεώρησης των ονομάτων αυτών.

Στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί περίπου 30.000 είδη εντόμων, πολλά από τα οποία είναι ενδημικά, δηλαδή δεν υπάρχουν πουθενά αλλού. Οι επισκέπτες της αίθουσας Εντομολογίας του Μουσείου μπορούν να θαυμάσουν πεταλούδες και νυχτοπεταλούδες από την Ελλάδα κι από άλλες χώρες, ενώ υπάρχουν αντιπρόσωποι από τις πιο σημαντικές ομάδες, όπως των δίπτερων (μύγες) και υμενοπτέρων (μέλισσες, σφήκες, μυρμήγκια), των ορθόπτερων (ακρίδες, γρύλοι), των κολεοπτέρων (σκαθάρια, πασχαλίτσες) κ.α. Μια σειρά από φωτεινούς πίνακες παρουσιάζουν τα στάδια του βιολογικού κύκλου των εντόμων, καθώς κι ανατομικά στοιχεία της δομής τους. Ειδικοί πίνακες παρουσιάζουν την γεωγραφική εξάπλωση των λεπιδοπτέρων στην Ευρώπη.

β) Έκθεση ερπετών και αμφιβίων
Οι συλλογές ερπετών του Μουσείου περιλαμβάνουν τις ελληνικές χελώνες. Παρουσιάζονται τρεις θαλάσσιες χελώνες, από τις οποίες η Δερματοχελώνα, αν και κοσμοπολίτικο είδος, έχει και αυτή επισημανθεί στην Μεσόγειο. Στην προθήκη με τα απειλούμενα είδη των ελληνικών θαλασσών παρουσιάζεται και η Καρέτα (Caretta caretta), η πιο συνηθισμένη θαλάσσια χελώνα στις ελληνικές θάλασσες και η μοναδική που ωοτοκεί στις παραλίες της χώρας μας.

Από τα 3000 είδη αμφιβίων, στη χώρα μας έχουν καταγραφεί μέχρι σήμερα 22 είδη. Στις προθήκες του Μουσείου παρουσιάζονται βάτραχοι, φρύνοι, σαλαμάνδρες και τρίτωνες.

Η τάξη Κροκοδείλια εκπροσωπείται από τον κροκόδειλο του Νείλου, που φθάνει τα 7 μ. σε μήκος και σε βάρος τα 1.000 κιλά. Εκτίθεται ακόμα κι ένας θαλάσσιος κροκόδειλος, το είδος που συναντάται πιο συχνά σε υφάλμυρα και θαλάσσια νερά. Φθάνει συχνά σε μεγάλα μεγέθη. Συναντάται από τις νότιες Ινδίες μέχρι το βόρειο τμήμα της Αυστραλίας.

Οι πρόγονοι των σύγχρονων ερπετών, οι Δεινόσαυροι, αντιπροσωπεύονται στην ίδια αίθουσα από τον Τρικεράτοπα, μήκους 7,16 μ., σε ακριβές αντίγραφο.

γ) Έκθεση πουλιών
Σήμερα, σε όλο τον κόσμο έχουν καταγραφεί περίπου 9.000 είδη πουλιών, από τα οποία 436 έχουν παρατηρηθεί στη Ελλάδα. Η χώρα μας είναι πολύ σημαντική, τόσο ως πέρασμα όσο και ως σταθμός ανάπαυσης των μεταναστευτικών πτηνών. Το Μουσείο διαθέτει μια πλούσια συλλογή πουλιών.

Σε μια μεγάλη προθήκη μήκους 22μ. μέσα σε βουνά, δάση, πεδιάδες, υγροτόπους και θαλάσσιες ακτές, είναι τοποθετημένα ταριχευμένα δείγματα από 180 είδη πουλιών, που φωλιάζουν στην Ελλάδα, στους αντίστοιχους βιοτόπους τους. Οι αναπαραστάσεις, οι χρωματικές εναλλαγές και τα άριστα, σε φυσικές στάσεις, δείγματα, συνθέτουν μια ζωντανή εικόνα του Ορνιθολογικού κόσμου της χώρας.

Η προθήκη αρχίζει με το σκληρό τοπίο του βουνού, όπου υπάρχουν οι χρυσαετοί, ο γυπαετός, οι γύπες και τα άλλα αρπακτικά. Συνεχίζει με το δάσος όπου ζουν οι καλιακούδες, οι κουκουβάγιες, ο μπούφος, οι κίσσες, οι σταυραετοί κλπ. Εδώ συναντάμε τα κοτσύφια, τις φάσσες, τους συκοφάγους, τις πέρδικες, τον γκιώνη, τα κοράκια. Πάνω στα δένδρα βρίσκονται τα ωδικά πουλιά, το αηδόνι, ο φλώρος, οι καρδερίνες κτλ. Επίσης στην περιοχή αυτή βρίσκονται ο τσαλαπετεινός, ο κούκος, η γαλάζια χαλκοκουρούνα, η γαλιάντρα, οι σουσουράδες, το ψαρόνι.

Οι λίμνες και οι εκβολές των ποταμών είναι το θεαματικότερο κομμάτι της προθήκης. Πελαργοί, κύκνοι, ο σταχτογερανός και μέσα στους οι ερωδιοί, ο νυχτοκόρακας, η χαλκόκοτα, πολύχρωμες πάπιες και χήνες, ο λευκοτσικνιάς, η χουλιαρομύτα, ο καλαμοκανάς, η αβοκέττα, οι μελισσοφάγοι και οι πελεκάνοι. Τέλος, οι αμμώδεις παραλίες και τα βράχια φιλοξενούν μια ποικιλία από γλάρους, κορμοράνους, αλκυόνες και το μαυροπετρίτη.

Μια αντιπροσωπευτική συλλογή αφρικανικών πουλιών παρουσιάζει χαρακτηριστικά είδη όπως την ιερή ίβιδα, την αφρικανική χουλιαρομύτα, τις αιθιοπικές αλκυόνες, τα πολύχρωμα ψαρόνια, αετομάχους, τουράκο, κουκάλ και το σπανιότατο Quetzal της Κεντρικής Αμερικής ενώ η αρχαιοπτέρυξ, το αρχαιότερο πουλί σε απολίθωμα φέρει καθαρά τα ίχνη του σκελετού και των φτερών του.

δ) Έκθεση θηλαστικών
Η έκθεση των θηλαστικών του Μουσείου περιλαμβάνει μονοτρήματα και μαρσιποφόρα της Αυστραλίας όπως ο ορνιθόρρυγχος, η έχιδνα, τα καγκουρό και το κοάλα.

Τα πλακουντοφόρα είναι κατανεμημένα σε διάφορους βιοτόπους: στην αφρικανική σαβάνα με μια οικογένεια λιονταριών, γατόπαρδων και του μπαμπουίνου, στο τροπικό δάσος της ΝΑ Ασίας, με την τίγρη και τη μαλαισιανή αρκούδα, στο ψυχρό κωνοφόρο δάσος της Κ. Ασίας, με τον σπάνιο πάνθηρα των χιονιών και τη μαύρη αρκούδα των Ιμαλαΐων, στο τροπικό δάσος του Αμαζονίου, με τον ιαγουάρο, στο ψυχρό κωνοφόρο δάσος της Β. Αμερικής, με τον μοσχόβου.
Ένα μεγάλο μέρος της έκθεσης των θηλαστικών αποτελείται από χαρακτηριστικά είδη της Αφρικής. Η καμηλοπάρδαλη, ο φακόχοιρος, η ζέβρα, ο αφρικανικός βούβαλος, ο σπάνιος λευκός ρινόκερος, μαζί με δύο είδη αντιλόπης, το κούντου και το ιμπάλα είναι μερικά δείγματα φυτοφάγων θηλαστικών της Αφρικανικής σαβάνας. Από τα σαρκοφάγα οι επισκέπτες έχουν τη δυνατότητα να δουν από κοντά λιοντάρια, γατόπαρδους και λεοπαρδάλεις.
Σε ειδική προθήκη, παρουσιάζεται η Μεσογειακή Φώκια, εξαιρετικά σπάνιο θηλαστικό, που απειλείται με εξαφάνιση περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο στην Ευρώπη. Περίπου 500 άτομα απομένουν, διασκορπισμένα σε μικρές ομάδες.
Γ. Τμήμα Υδροβιολογίας
Το Μουσείο ίδρυσε το Υδροβιολογικό Τμήμα το 1972, υπό τη διεύθυνση της κας Μαριάννας Delamotte, με σκοπό να καταγράψει και να παρουσιάσει στο κοινό τη θαλάσσια βιοποικιλότητα, μέσα από τις συλλογές που αναπτύχθηκαν. Το τμήμα έχει πολλές δραστηριότητες που συνοψίζονται σε ερευνητικές, εκπαιδευτικές, ενημερωτικές και εκδοτικές.

Η μελέτη των μαλακίων των ελληνικών θαλασσών, τόσο των σύγχρονων ειδών όσο και των απολιθωμένων, αποτελεί το κύριο αντικείμενο εργασιών του τμήματος. Με βάση τις συλλογές πραγματοποιούνται μελέτες που αφορούν στη συστηματική ταξινόμηση, στην οικολογία, στη ζωογεωγραφική εξάπλωση των ειδών, αλλά και στις αλλαγές που συμβαίνουν στη βιοποικιλότητα. Τα ερευνητικά αποτελέσματα των προγραμμάτων ανακοινώνονται σε συνέδρια και δημοσιεύονται σε επιστημονικά περιοδικά, ενώ παρέχονται πληροφορίες σε ερευνητές, φοιτητές και επισκέπτες. Παράλληλα με τα δημοσιεύματα πραγματοποιούνται εκθέσεις και εκπαιδευτικά προγράμματα που συμβάλουν στην ευαισθητοποίηση των μαθητών και των επισκεπτών σε θέματα που αφορούν το θαλάσσιο περιβάλλον. Στη βάση δεδομένων έχουν συμπεριληφθεί 20.000 δείγματα Μαλακίων που ανήκουν στη συλλογή του Μουσείου. Περιλαμβάνουν κυρίως όστρακα απ’ όλο τον κόσμο και πολλά είδη από την ελληνική θάλασσα. Τα δείγματα συλλέχθηκαν κυρίως στις δεκαετίες του ’70 και ’80 και ορισμένα παλιότερα, όπως τα είδη της συλλογής Μοάτσου. Τα δείγματα έχουν καταχωρηθεί με τα ονόματα που αναγράφονται στις ετικέτες που φέρουν.

Έκθεση κοχυλιών
Τα κοχύλια περιλαμβάνουν πάνω από 130.000 είδη και αποτελούν τη δεύτερη ομάδα ζώων σε αριθμό ειδών, μετά τα έντομα. Παρουσιάζουν ευρεία εξάπλωση και ζουν παντού. Στην αίθουσα του Μουσείου εκτίθεται μια εκτεταμένη συλλογή κοχυλιών από την ελληνική θάλασσα, αποτέλεσμα της ερευνητικής δραστηριότητας του υδροβιολογικού τμήματος, καθώς και μια επιλογή κοχυλιών από όλο τον κόσμο, σε εντυπωσιακή ποικιλία χρωμάτων και μορφών.

Σε άλλη αίθουσα παρουσιάζονται κοχύλια του γλυκού νερού, λιμνών και ποταμών, καθώς και χερσαία μαλάκια, τα γνωστά μας σαλιγκάρια. Εκτίθενται ακόμη αστερίες, αχινοί, αστακοί, καβούρια, βάλανοι και άλλοι θαλάσσιοι οργανισμοί. Σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα μια πλούσια συλλογή κοραλλιών και σπόγγων παρουσιάζει τη φαντασμαγορία του βυθού. Τα εκθέματα είναι τοποθετημένα με βάση τη συστηματική τους κατάταξη κατά οικογένειες. Συνοδεύονται από κείμενα, σχέδια και φωτογραφίες που σε συνδυασμό με ειδικές προβολές, πληροφορούν τον επισκέπτη για τη ζωή στη θάλασσα.

Δ. Τμήμα Γεωλογίας και Παλαιοντολογίας
Η συλλογή υλικού για τις πρώτες παλαιοντολογικές, ορυκτολογικές και πετρολογικές συλλογές του Μουσείου άρχισε το 1971 από τον γεωλόγο Ευάγγελο Βελιτζέλο, καθηγητή σήμερα της Παλαιοβοτανικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στη λεκάνη Βεγόρων της Δ. Μακεδονίας, σε λιμναίες αποθέσεις του Ανώτερου Τριτογενούς, με τη συλλογή απολιθωμένων φυτών, δύο οδόντων ελεφάντων που βρέθηκαν κοντά στο χωριό Πέτρες και άλλων τριών κοντά στο χωριό Σωτήρ. Οι έρευνες του Μουσείου συνεχίστηκαν για τη συλλογή παλαιοντολογικού υλικού στις Νεογενείς αποθέσεις της Αττικής, της Κέρκυρας, της Ρόδου και της Καρπάθου. Στη Βοιωτία στην περιοχή Κερατοβούνι, κοντά στο μνημείο της μάχης της Χαιρώνειας, για τη συλλογή Ρουδιστών του ανωτέρου Κρητιδικού. Στην Αργολίδα, κοντά στο Ιερό του Ασκληπιείου της Επιδαύρου, για τη συλλογή Αμμωνιτών του μέσου και ανωτέρου Τριαδικού. Πρόκειται για ένα ερυθρό αμμωνιτοφόρο ασβεστόλιθο πλούσιο σε είδη Αμμωνιτών, των γενών Ceratites, Asklepioceras, Johanites, Lobites, Megaphyllites, Pinacoceras, Gymnites κλπ. Στην Ήπειρο, για τη συλλογή Αμμωνιτών της Ιονίου ζώνης Ιουρασικής ηλικίας.
Οι ορυκτολογικές συλλογές του μουσείου καταρτίστηκαν κυρίως από έρευνες στο Λαύριο, το πιο αξιόλογο μεταλλείο της αρχαίας Ελλάδος, με πάρα πολύ μεγάλο αριθμό ορυκτών, στη Χαλκιδική, στην Κρήτη, στη Σέριφο, στη Μήλο, στη Ξάνθη, στη Νάξο, στην Πάρο στη Θάσο κ.ά.
Οι πετρολογικές συλλογές καταρτίστηκαν από έρευνες στις διάφορες γεωλογικές ζώνες της Ελλάδος, όπως ζώνη Παξών, Ιόνια ζώνη, ζώνη Πίνδου, Πελαγονική και Υποπελαγονική ζώνη, ζώνη Ροδόπης και ζώνη Ανατολικής Ελλάδος. Εκτός από τις έρευνες του μουσείου, ένα τμήμα των συλλογών προέρχεται από δωρεές και αγορές.

α) Έκθεση γεωλογίας
Ιδιαίτερη θέση στην αίθουσα Γεωλογίας έχει μια μακέτα και ένα χάρτης όπου παρουσιάζεται και εξηγείται η θεωρία των λιθοσφαιρικών πλακών, η δομή του εσωτερικού της Γης, η ηφαιστειότητα, η σεισμικότητα κι ο μηχανισμός μετατροπής του γήινου ανάγλυφου. Υπάρχουν ακόμη, μια σειρά παλαιογεωγραφικών χαρτών που παρουσιάζουν την εξέλιξη της περιοχής της Μεσογείου από 76 εκατομμύρια χρόνια πριν, έως σήμερα και ένας χάρτης με τη σημερινή μορφή και το ανάγλυφο του βυθού της. Στο τέλος της αίθουσας υπάρχει ένας ανάγλυφος χάρτης του ελληνικού χώρου, χερσαίου και θαλασσίου, σε κλίμακα 1:500.000 που έχει συνταχθεί με βάση δορυφορικές λήψεις. Τα απολιθώματα είναι λείψανα φυτικών ή ζωικών οργανισμών, που παρέμειναν στο εσωτερικό της γης επί εκατομμύρια χρόνια και με την πάροδο του χρόνου μετατράπηκαν σε πέτρα.
β) Έκθεση παλαιοντολογίας
Η παλαιοντολογική έκθεση αρχίζει με ένα διάγραμμα της ιστορίας ζωής, την ηφαιστειότητα, τις ορογενέσεις και το κλίμα της γης στις διάφορες γεωλογικές περιόδους. Στη συνέχεια πλούσια συλλογή χαρακτηριστικών απολιθωμάτων, ταξινομημένα χρονολογικά, προβάλλει την εξέλιξη της ζωής πάνω στην Γη από το Προκάμβριο έως σήμερα. Κάθε περίοδος συνοδεύεται από ζωγραφική αναπαράσταση του παλαιοντολογικού περιβάλλοντος και των οργανισμών που ζούσαν σε αυτό.

Σε ειδική προθήκη παρουσιάζονται χαρακτηριστικά δείγματα απολιθωμάτων που μαρτυρούν τη διαδικασία και τις μορφές της απολίθωσης. Υπάρχουν επίσης απολιθώματα και αναπαραστάσεις ζώων από τη Σάμο και το Πικέρμι. Ιδιαίτερη θέση κατέχει ο χάρτης με τα ζώα που ζούσαν στον ελληνικό χώρο, κατά το Τεταρτογενές (μαστόδοντο, δεινοθήριο, ρινόκερος, μαχαιρόδους κ.α.). Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ποικιλία των ειδών αυτών σε σχέση με το σήμερα.

Άλλη προθήκη παρουσιάζει δύο ιδιαίτερες ομάδες απολιθωμάτων, τους αμμωνίτες που είχαν τεράστια ανάπτυξη και εξάπλωση και τελικά εξαφανίστηκαν, αντίθετα με τους ναυτίλους που ποτέ δεν παρουσίασαν ιδιαίτερη ανάπτυξη και εξάπλωση, αλλά υπάρχουν έως τις μέρες μας.

Τέλος στην αίθουσα της ζωολογίας υπάρχει ακριβές αντίγραφο ενός δεινοσαύρου, του Τρικεράτοπα, μήκους 7,16 μ., του οποίου το πρωτότυπο βρίσκεται στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Νέας Υόρκης. Ειδική προθήκη είναι αφιερωμένη στον άνθρωπο και περιλαμβάνει ομοιώματα των σημαντικότερων ανθρώπινων απολιθωμάτων, αναπαραστάσεις, γραφικές απεικονίσεις, λίθινα και οστέινα εργαλεία κ.α.

γ) Έκθεση πετρωμάτων
Η έκθεση των πετρωμάτων του Μουσείου περιλαμβάνει κυρίως πετρώματα από την Ελλάδα. Αρχίζει με τον κύκλο των πετρωμάτων, μια σχηματική παρουσίαση της δημιουργίας τους και της μετατροπής τους. Στη συνέχεια, τα πετρώματα είναι ταξινομημένα σε εκρηξιγενή, όταν το υλικό τους προέρχεται εν μέρει ή ολόκληρο από τα βάθη του γήινου φλοιού, όπως ο Γρανίτης, σε ιζηματογενή, όταν το υλικό τους προέρχεται ολόκληρο από το εξωτερικό του γήινου φλοιού, από καταστροφή πετρωμάτων που προϋπήρχαν, όπως οι Ασβεστόλιθοι και σε μεταμορφωσιγενή, όταν προέρχονται από τροποποίηση των προηγούμενων, λόγω καθόδου τους σε μεγαλύτερα βάθη, όπως είναι το Μάρμαρο. Κάθε κατηγορία συνοδεύεται από επεξηγηματικά σχέδια και πίνακες. Για την εξήγηση του τρόπου δημιουργίας των διαφόρων πετρωμάτων υπάρχει μια σειρά ζωγραφικών πινάκων που απεικονίζουν το περιβάλλον όπου δημιουργήθηκαν. Οι πετρολογικές συλλογές καταρτίστηκαν από έρευνες στις διάφορες γεωλογικές ζώνες της Ελλάδας όπως: Παξών, Ιόνιος, Πίνδου, Πελαγονική, Υποπελαγονική, Ροδόπης και Ανατολικής Ελλάδος.

δ) Έκθεση ορυκτών
Η έκθεση των ορυκτών αρχίζει με τα ορυκτά του Λαυρίου λόγω της ιστορικής τους σπουδαιότητας και στη συνέχεια ακολουθούν ορυκτά σε ταξινόμηση σύμφωνα με τη χημική τους σύσταση: Αυτοφυή (χρυσός και υδράργυρος), Θειούχα (σιδηροπυρίτης), Οξείδια (χαλαζίας και λειμωνίτης), Αλογονούχα (φθορίτης), Ανθρακικά, Νιτρικά και Βορικά (ασβεστίτης), Θειικά, Μολυβδαινικά, Χρωμικά και Βολφραμικά (γύψος), Φωσφορικά, Βαναδικά και Αρσενικικά (βαναδινίτης) και Πυριτικά (τουρμαλίνης). Κάθε ορυκτό συνοδεύεται από τις ορυκτολογικές του ιδιότητες.

Συνοπτικά οι γεωλογικές συλλογές του μουσείου κατατάσσονται σε:
* Ορυκτολογικές, που περιλαμβάνουν ορυκτά από τον ευρύτερο ελληνικό χώρο, διεθνή συλλογή ορυκτών και ειδική συλλογή με ορυκτά του Λαυρίου.
* Πετρολογικές, με πετρώματα της Ελλάδος
* Παλαιοντολογικές, με απολιθώματα Ρουδιστών, Αμμωνιτών και Νεογενών μαλακίων της Ελλάδος, Κεφαλοπόδων, Γαστεροπόδων και Διθύρων της Γαλλίας (τμήματος της σημαντικής συλλογής Moazzo ), Σπονδυλωτών του Πικερμίου και της Σάμου, Πλειστοκαινικών Ελεφάντων και φυτικών απολιθωμάτων της Ελλάδος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου