3 Φεβ 2012

Θεσσαλονίκη – η νύμφη του Θερμαϊκού (1)


Νύμφη του Θερμαϊκού ονομάζεται η όμορφη πόλη της Θεσσαλονίκης που βρίσκεται στο εσωτερικό του Θερμαϊκού κόλπου και αγκαλιάζει τον Λευκό Πύργο, που αποτελεί το σύμβολό της. Είναι η μεγαλύτερη πόλη της Μακεδονίας και ταυτόχρονα η δεύτερη μεγαλύτερη της Ελλάδας. Η θέση της στην ευρύτερη περιοχή Μακεδονίας-Θράκης, η ύπαρξη του λιμανιού της, ως φυσικής πύλης της περιοχής αυτής προς τη θάλασσα, αλλά και η φυσική της οχύρωση, την καθιστούν αφενός σημαντικό στρατηγικό σημείο, αφετέρου εμπορικό, συγκοινωνιακό και πολιτισμικό σταυροδρόμι από την αρχαιότητα μέχρι και τα σημερινά χρόνια. Οι ομορφιές της θα σας αφήσουν με το στόμα ανοιχτό και θα διαπιστώσετε ότι η Θεσσαλονίκη μπορεί να καλύψει ακόμα και τον πιο απαιτητικό επισκέπτη. Μία επίσκεψη στη Θεσσαλονίκη είναι σίγουρο ότι θα σας εντυπωσιάσει και θα σας κάνει να την αγαπήσετε.

Εισαγωγή
Η ίδρυσή της πόλης στην ελληνιστική εποχή συμπίπτει με μια κρίσιμη φάση στην ιστορία του Μακεδονικού Βασιλείου, που ξεκινά από τον πρόωρο θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου και με τη διεκδίκηση του θρόνου του Μακεδόνα βασιλιά από τους επιγόνους του. Ο στρατηγός Κάσσανδρος για να μπορέσει να διεκδικήσει το θρόνο της Μακεδονίας, παντρεύτηκε την ετεροθαλή αδελφή του Μ. Αλεξάνδρου, τη Θεσσαλονίκη, προς τιμήν της οποίας ίδρυσε την πόλη συνενώνοντας 26 πολίχνες, που βρίσκονταν γύρω από το Θερμαϊκό κόλπο.
Τον 2ο αιώνα π.Χ. η πόλη κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους, όπως και ο υπόλοιπος ελλαδικός χώρος και αποτέλεσε έδρα του ρωμαϊκού θέματος της Μακεδονίας. Η στρατηγική θέση της πόλης διαφαίνεται από την πρόθεση της μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο προς τα ανατολικά, καθώς υπήρξε μια από τις υποψήφιες πόλεις οι οποίες είχαν προταθεί ως αντικαταστάτριες της Ρώμης, για να επιλεγεί τελικά το Βυζάντιο. Παρά την μη επιλογή της ως πρωτεύουσα, αποκτά τον τίτλο της Συμβασιλεύουσας πόλης και κατά την Βυζαντινή Περίοδο.
Μετά την οθωμανική κατάκτησή της από τους Οθωμανούς το 1432, παραμένει στην Οθωμανική αυτοκρατορία για περίπου πέντε αιώνες. Με την εκδίωξη των Εβραίων από την Ιβηρική χερσόνησο, και τη Βόρεια Ευρώπη, η Θεσσαλονίκη αποκτά τη δική της εβραϊκή κοινότητα. Η εγκατάσταση αυτή των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη, ανέδειξε την πόλη ως τη σημαντικότερη παγκόσμια εβραϊκή μητρόπολη μέχρι τουλάχιστον τις αρχές του 20ου αιώνα. Ιδιαίτερα από τα μέσα του 19ου αιώνα, η πόλη υπήρξε το πιο κοσμοπολίτικο αστικοποιούμενο κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο σημαντικότερος πόλος πολιτικών κινήσεων και κινημάτων που συνάντησε στην μακρόχρονη ιστορία της.
Με την ένταξή της στον κορμό του Ελληνικού Κράτους το 1912, ο πληθυσμός της πόλης παρουσιάζει σημαντικές μεταβολές με την μετακίνηση του μουσουλμανικού πληθυσμού και την αντικατάστασή του από προσφυγικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης. Οι πληθυσμιακές μεταβολές συνέτειναν στην αλλαγή της πληθυσμιακής κατάστασης της πόλης με την ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου. Η πολεοδομική και αρχιτεκτονικής της αναδιοργάνωση επιταχύνθηκε από τη Μεγάλη Πυρκαγιά του 1917 και τις προσπάθειες της νέας ελληνικής διοίκησης για προσθέσει αρχαιοελληνικά και ευρωπαϊκά στοιχεία στο αρχιτεκτονικό ύφος της πόλης, που οδήγησε στην καταστροφή αρκετών οθωμανικών λατρευτικών και λειτουργικών κτηρίων. Οι σημαντικότερες πληθυσμιακές μεταβολές παρατηρούνται με το ολοκαύτωμα της ακμαίας εβραϊκής κοινότητας από τα ναζιστικά στρατεύματα την περίοδο της τριπλής κατοχής κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, με την εγκατάσταση του μικρασιατικού και θρακιώτικου προσφυγικού πληθυσμού έπειτα από τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 και με την εσωτερική μετανάστευση που παρατηρείται κατά τη δεκαετία του ’50 και μεταγενέστερα προς τα μεγάλα αστικά κέντρα.

Ετυμολογία και μορφές του ονόματος
Η Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε από τον Κάσσανδρο και έλαβε το όνομά της προς τιμήν της συζύγου του, Θεσσαλονίκης, η οποία ήταν ετεροθαλή αδελφή του Μ. Αλεξάνδρου και κόρη του Φιλίππου Β' και της πέμπτης συζύγου του, της Θεσσαλής πριγκίπισσας Νικησιπόλης. Το όνομά της προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων Θεσσαλῶν και Νίκη, σε ανάμνηση της νίκης των Μακεδόνων και του Κοινού των Θεσσαλών έναντι του τυραννικού καθεστώτις των Φερών και των συμμάχων της, Φωκέων, στο πλαίσιο του Γ' Ιερού Πολέμου. Στην ελληνιστική εποχή υπήρξε και ο τύπος Θετταλονίκη, ενώ κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, όπως φανερώνουν επιγραφές και νομίσματα, εμφανίστηκαν οι μορφές Θεσσαλονείκη και Θεσσαλονικέων [πόλις]. Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους οι λαοί που σχετίστηκαν με το ανατολικό ρωμαϊκό κράτος και τη Θεσσαλονίκη απέδωσαν, κυρίως μέσω παρηχήσεων, την ονομασία της πόλης στις γλώσσες και στις διαλέκτους τους. Οι Οθωμανοί αποκαλούσαν την πόλη Σελανίκ (Selânik), όπως και οι Ιουδαίοι, που εγκαταστάθηκαν στην πόλη μετά την οθωμανική κατάκτηση και μιλούσαν την ισπανο-εβραϊκή λεντίνο, οι τοπικοί σλαβικοί πληθυσμοί Σολούν (Солун) και οι βλαχόφωνοι Σαρούνα (Sãrunã).

Ίδρυση και εξέλιξη στον ελληνιστικό κόσμο
Σχετικά με την ίδρυση της Θεσσαλονίκης υφίστανται δύο κύριες μαρτυρίες. Η πρώτη ανήκει στον αρχαίο ιστορικό Στράβωνα και είναι η επικρατέστερη μεταξύ των σύγχρονων ιστορικών. Η δεύτερη μαρτυρία είναι του Στέφανου του Βυζαντίου, ο οποίος θεωρεί ως ιδρυτή της πόλης τον Φίλιππο Β'.
Η επικρατούσα άποψη της ίδρυσης της Θεσσαλονίκης το 316/15 π.Χ. από τον σφετεριστή του θρόνου του Βασιλείου της Μακεδονίας Κάσσανδρο, σχετίζει την επιλογή του με την αντίληψη για τη στρατηγική θέση αυτής της ενδότατης κοιλότητας της μακεδονικής ακτογραμμής, η οποία εύκολα θα μπορούσε να συνδέσει την ενδοχώρα με τη θάλασσα, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για ακμάζουσα εμπορική κίνηση, ενώ συνάμα παρείχε και ασφάλεια από επιδρομές. Επιπλέον ο Κάσσανδρος υπολόγιζε τον οπλισμό της Θεσσαλονίκης ως μια δεύτερη πράξη, που θα νομιμοποιούσε τις διεκδικήσεις του επί του μακεδονικού θρόνου έπειτα και από το γάμο του με γόνο της βασιλικής δυναστείας. Στην ελληνιστική Θεσσαλονίκη από όσο γνωρίζουμε υπήρχαν οι φυλές: Αντιγονίς, Διονυσιάς και Ασκληπιάς και οι δήμοι Βουκεφάλεια και Κεκροπίς.
Με βασικό άξονα την αρχαία πόλη της Θέρμης, ο Κάσσανδρος ανάγκασε σε μετοίκηση τους πληθυσμούς 26 τοπικών, παράκτιων πολισμάτων δημιουργώντας τη νέα πολιτεία, που ονοματοθέτησε προς τιμή της συζύγου του, Θεσσαλονίκης. Η εμπορική σημασία της πόλης προσέλκυσε από νωρίς (3ος αιώνας π.Χ.) διάφορους εποίκους (Αιγύπτιους, Σύρους, Ιουδαίους) αυξάνοντας τον πληθυσμό και το τοπογραφικό της μέγεθος, ενώ διατηρούσε εμπορικές επαφές με όλα τα λιμάνια της Ανατολής. Από τα ιστορικά δεδομένα φαίνεται πως η πόλη διέθετε μόνιμη φρουρά Γαλατών μισθοφόρων.
██ Βασίλειο Κάσσανδρου ██ Βασίλειο Σέλευκου ██ Βασίλειο Λυσίμαχου ██ Βασίλειο
Πτολεμαίου ██ Ήπειρος ██ Καρχηδών ██ Αρχαία Ρώμη ██ Ελληνικές αποικίες
Δυστυχώς ελάχιστα μας είναι γνωστά για την ελληνιστική ιστορία της πόλεως. Στα πρώτα χρόνια ζωής της Θεσσαλονίκης άρχισε και ο ανταγωνισμός με την επίσης μακεδονική αποικία της Δημητριάδας στον Παγασητικό κόλπο. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ξεπέρασε σε δόξα και αίγλη την πρωτεύουσα Πέλλα, μιας και ήταν η βάση του μακεδονικού στόλου. Οι αρχαίοι Μακεδόνες πίστευαν ότι την πόλη προστάτευαν οι θεοί του Ολύμπου. Στη σύγχρονη πλατεία Διοικητηρίου, έχει αποκαλυφθεί τμήμα λαμπρού οικοδομήματος, που ίσως να ήταν βασιλική κατοικία των Μακεδόνων βασιλέων.
Το 287 π.Χ., όταν οι βασιλείς Πύρρος και Λυσίμαχος νίκησαν τον βασιλιά της Μακεδονίας Δημήτριο Πολιορκητή, φαίνεται ότι η Θεσσαλονίκη έπεσε προσωρινά στην κατοχή του πρώτου και αργότερα στην κατοχή του δευτέρου. Το 279 π.Χ., όταν οι Κέλτες επιχείρησαν να κατακτήσουν την πόλη, λίγο πριν φτάσουν στα τείχη της αναχαιτίστηκαν και αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν στους Δελφούς και την Αιτωλία. Μετά από μια σειρά αναταραχών, η Θεσσαλονίκη περιήλθε στους Αντιγονίδες (277 π.Χ.). Το 273 π.Χ., στην πόλη κατέφυγε ο ηττημένος από τον Πύρρο, Αντίγονος Β' Γονατάς σε μια προσπάθεια ανασύνταξης του στρατού για να κτυπήσει τον εισβολέα Πύρρο. Εκεί μάλιστα ναυπήγησε στο λιμάνι της ισχυρό στόλο και κατενίκησε τον πτολεμαϊκό. Από τα χρόνια της βασιλείας του, άρχισε η περίοδος πυκνής κατοίκησης της Θεσσαλονίκης. Σ’ ένα διάταγμα της Ιστιαίας (270-200 π.Χ.) αναφέρονται στη λίστα των προξένων της δύο Θεσσαλονικείς, ενώ σ’ ένα άλλο του 224/3 π.Χ. αναφέρεται ένας επώνυμος ιερέας της Θεσσαλονίκης. Παράλληλα ανάμεσα στα έτη 239 με 221 π.Χ. αναφέρονται οι επισκέψεις των δύο Αντιγονιδών βασιλέων στην πόλη, του Δημητρίου Β' και του Αντιγόνου Γ'.
Το 197 π.Χ. κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη ο Φίλιππος Ε', μετά την ήττα του από τους Ρωμαίους. Το 187 π.Χ. η πόλη έκοψε τα πρώτα νομίσματά της με την επιγραφή ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ και εικονίζονταν ο Διόνυσος, ο Ερμής, ο Πήγασος, η αίγα και ο τράγος. Επίσης στις 15 Δαισίου του ίδιου έτους ο Φίλιππος Ε' εξέδωσε βασιλικό διάταγμα σε μαρμάρινη στήλη που απευθυνόταν στον έμπιστο αντιπρόσωπό του Ανδρόνικο, για τη διαχείρηση του Σεραπείου. Το 185 π.Χ. ο Αντιγονίδης βασιλεύς συνόδευσε στη Θεσσαλονίκη τη ρωμαϊκή πρεσβεία μέσω των Τεμπών. Εκεί έγινε σύσκεψη μεταξύ Μακεδόνων και Ρωμαίων για την τύχη των υπό μακεδονική κυριαρχία Θρακών. Μετά το τέλος της θρακικής εκστρατείας (184-3 π.Χ.), αποκαλύφθηκε συνωμοσία σε βάρος του Φιλίππου από τον φιλορωμαίο γιο του Δημήτριο, για την ανατροπή του. Για να ανατρέψει τις φιλορωμαϊκές εστίες της Μακεδονίας που εστιάζονταν στις παραλιακές πόλεις, ο Φίλιππος μετέφερε αποίκους από το εσωτερικό της χώρας προς τα παράλια και αντίστροφα. Αυτά τα σκληρά μέτρα δυσαρέστησαν τη Θεσσαλονίκη, αν και με το μέτρο αυτό προήχθη η βιομηχανία, η οικονομία και η στρατιωτική της φύλαξη. Τελικά κατέστρωσε στη Θεσσαλονίκη το σχέδιο εξόντωσής του. Αυτό έγινε, αφού διαχείμασε στην πόλη τον χειμώνα του 181/0 π.Χ. Την άνοιξη του 179 π.Χ., ο Φίλιππος πραγματοποίησε περιοδεία από τη Δημητριάδα στη Θεσσαλονίκη, επιδεικνύοντας στους άρχοντες τον διάδοχο που προόριζε: τον Αντίγονο, ανεψιό του Αντιγόνου Δώσωνος.
Κατά τη διάρκεια των Ρωμαιο-Μακεδονικών πολέμων, τον Ιούνιο του 169 π.Χ., η πόλη μαζί με την Αίνεια, την Κασσάνδρεια και την Αντιγόνη, απέκρουσαν ηρωϊκά τις επιθέσεις του ρωμαϊκού στόλου του Γάιου Μάρκου Φίγλου, στον οποίο πήραν μέρος ο Ευμένης και ο Προυσίας. Στη συνέχεια 500 Γαλάτες της Θεσσαλονίκης ενίσχυσαν την άμυνα της Κασσάνδρειας που απέκρουσε και πάλι μια επίθεση των Ρωμαίων από τη θάλασσα.
Στο διοικητικό επίπεδο, η πόλη απολάμβανε ελεγχόμενη αυτονομία που διαχειριζόταν η Εκκλησία του Δήμου και η Βουλή, ενώ συνάμα τελούσε υπό την επικυριαρχία του βασιλιά, που ασκούσε την πολιτική εξουσία του μέσω κρατικών υπαλλήλων – εντολοδόχων, των Βασιλικών, ενώ διόριζε και το στρατιωτικό διοικητή, τον Επιστάτη, που είχε ως υπόβαθμους τον Υπεπιστάτη και τους Αρμοστές.

Ρωμαϊκή κυριαρχία
Η κατάλυση του Βασιλείου των Αντιγονιδών από τα ρωμαϊκά στρατεύματα του ύπατου Λεύκιου Αιμιλίου Παύλου το 168 π.Χ., έφερε τη Θεσσαλονίκη στα όρια της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας (Res Publica Romana). Δύο ημέρες μετά τη φονική μάχη, η μακεδονική μεγαλούπολη έπεσε στα χέρια των νικητών (24 Ιουνίου 168 π.Χ.). Ο τελευταίος Αντιγονίδης βασιλιάς κατέφυγε προσωρινά στην πόλη, όπου διέταξε τον φρούραρχό της Ευμένη να συγκεντρώσει στο λιμάνι της τον μακεδονικό στόλο και να τον πυρπολήσει.
Αρχικά ορίστηκε πρωτεύουσα της μίας από τις 4 μερίδες (regiones), στις οποίες είχαν χωρίσει οι Ρωμαίοι το ελληνιστικό βασίλειο, με έκταση από τον Στρυμόνα ως τον Αξιό (Macedonia Secunda). Όμως, μετά την καταστολή της επανάστασης του Αδραμμυτηνού Ανδρίσκου, που φαίνεται να μην την υποστήριξαν οι Θεσσαλονικείς, πραγματοποιήθηκε διοικητική αναδιάρθρωση και η Μακεδονία, με όρια εκτενέστερα του Βασιλείου των Αντιγονιδών, ανακηρύχθηκε ρωμαϊκή επαρχία (Provincia Macedonia), διοικούμενη από Ανθύπατο με πρωτεύουσα και έδρα του πραίτορα τη Θεσσαλονίκη.[1]
Η κατασκευή της Via Egnatia από τους Ρωμαίους μεταξύ 146 – 120 π.Χ., του βασικού στρατιωτικού και εμπορικού διαύλου της ανατολικής διοίκησης, που ένωνε την Αδριατική με τον Ελλήσποντο και τη Μικρά Ασία, προώθησε την αξιολογική σημασία της πόλης και εμπέδωσε την πρωταγωνιστική της παρέμβαση μέσα στο αυξανόμενο κράτος. Έτσι, μέχρι το δεύτερο μισό του 2ου π.Χ. αιώνα, η πόλη είχε αναδειχτεί στο κυρίαρχο σταυροδρόμι και βάση της εμπορικής και στρατιωτικής δραστηριότητας.
Στην εμφύλια διαμάχη δημοκρατικών και αυτοκρατορικών, που ακολούθησε τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα (44 μ.Χ.), οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης τάχθηκαν στο πλευρό των δεύτερων. Η ολοκληρωτική νίκη των αυτοκρατορικών Αντωνίου και Οκταβιανού έναντι των Βρούτου και Κάσσιου το 42 μ.Χ. στους Φιλίππους, οδήγησε στην απόδοση περισσότερων προνομίων στην πόλη και ουσιαστικής αυτοδιοίκησης με την ανακήρυξή της σε «ελεύθερη πόλη» - Civitas Libera.
Κατά τον τελευταίο προχριστιανικό αιώνα, όλο και περισσότεροι Ιουδαίοι μετοικούσαν στη Θεσσαλονίκη δημιουργώντας μια μεγάλη ιουδαϊκή παροικία, τοποθετημένη κοντά στο λιμάνι. Στη συναγωγή αυτής της κοινότητας κήρυξε τη χριστιανική πίστη ο απόστολος Παύλος, το 50 μ.Χ. Οι δύο επιστολές του προς τη μερίδα των εκχριστιανισθέντων μελών της, αλλά και πρώην εθνικών κατοίκων της πόλης, αποτελούν τα αρχαιότερα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Η χριστιανική κοινότητα της Θεσσαλονίκης ευδοκίμησε και έγινε υπόδειγμα για όλες τις άλλες ελλαδικές κοινότητες, όπως φαίνεται και από την Α' Επιστολή του Αποστόλου Παύλου, όπου εγκωμιάζει την τοπική εκκλησία. Ωστόσο, ο χριστιανικός χαρακτήρας της πόλης έγινε πιο έντονος στη διάρκεια της βασιλείας του Γαλέριου, όταν δίδαξε και μαρτύρησε ο πολιούχος της πόλης άγιος Δημήτριος (305 μ.Χ.).
Η Θεσσαλονίκη, όπως και όλη η Μακεδονία, ακολούθησε τη μακρά περίοδο ευημερίας που διασφάλιζε η Pax Romana, η περιώνυμη ρωμαϊκή ειρήνη που διήπε την Αυτοκρατορία μέχρι και το τέλος περίπου της δυναστείας των Αντωνίνων. Το μέγεθος της αξίας της διαφαίνεται από τους τιμητικούς τίτλους, που της αποδόθηκαν από σειρά αυτοκρατόρων.[2]
Στο στάδιο της παρακμής του παραδοσιακού ρωμαϊκού εθνικού - παγανιστικού κράτους και της μετατόπισης του κέντρου βάρους του στην ανατολή προκειμένου σε λιγότερο από έναν αιώνα να μετασχηματιστεί στη νέα κρατική οντότητα, που αργότερα αποκλήθηκε βυζαντινή, και πάλι η Θεσσαλονίκη διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο. Αρχικά ως πρωτεύουσα του Γαλερίου, ενός από τους Καίσαρες της τετραρχίας που εξουσίασε το imperium λίγο πριν τη μονοκρατορική επιβολή του Μ. Κωνσταντίνου και μετά ως υποψήφια νέα πρωτεύουσα του κράτους προτύπωσε τη δυναμική, που θα ενείχε στη διάρκεια της χριστιανικής Αυτοκρατορίας της Ανατολής.

Η βυζαντινή συμβασιλεύουσα πόλη
Η πόλη συνδέθηκε εξ αρχής με την ιστορική προσωπικότητα, που θα μετάλλασσε την παγανιστική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία στο μακροβιότερο χριστιανικό βασίλειο, τον θεμελιωτή του Βυζαντινού κράτους, τον Μ. Κωνσταντίνο. Το 324, ο Κωνσταντίνος, στο πλαίσιο της διαμάχης του με το Λικίνιο, χρησιμοποίησε τη Θεσσαλονίκη ως στρατιωτικό ορμητήριο κατασκευάζοντας νέο λιμάνι, τον περιώνυμο «σκαπτό λιμένα», προκειμένου να συγκεντρώσει σ’ αυτόν στόλο από 200 «τριακόντορες» γαλέρες και 2.000 εμπορικά πλοία, που θα μετέφεραν τον στρατό του, δύναμης 120.000 ανδρών.
Μετά την οριστική επικράτηση του Κωνσταντίνου έναντι του Λικίνιου στη Μάχη της Χρυσούπολης, ο δεύτερος, με παρέμβαση της αδερφής του και συζύγου του Μ. Κωνσταντίνου, εξορίστηκε στο φρούριο της Ακρόπολης της Θεσσαλονίκης. Εκεί, κατά τον ιστορικό Ζώσιμο, δολοφονήθηκε με εντολή του Κωνσταντίνου.
Η μεταφορά της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας ανατολικά, στην παλαιά αποικία των Μεγαρέων, το Βυζάντιο, την Κωνσταντινούπολη ή Νέα Ρώμη (Nova Roma), θα συντελέσει στην περαιτέρω ανάδειξη της Θεσσαλονίκης. Η αυξανόμενη αντίληψη της γεωστρατηγικής της σημασίας και τα έργα που κατασκευάζονται στην πόλη, με πρόνοια των αυτοκρατόρων Ιουλιανού και Μ. Θεοδοσίου, την καθιστούν «οφθαλμό της Ευρώπης και κατ’ εξοχήν της Ελλάδος». Γίνεται «Συμβασιλεύουσα», ονομάζεται «Μεγαλούπολις» και κατέχει τη θέση της επόμενης μετά την Κωνσταντινούπολη πόλης της Αυτοκρατορίας (Θεσσαλονίκην μετά την μεγάλη παρά Ρωμαίων πρώτην πόλιν).
Ο Μ. Θεοδόσιος, ως Αύγουστος της Ανατολής αρχικά, χρησιμοποίησε ως έδρα του τη Θεσσαλονίκη. Αφού απέκρουσε τους Γότθους, το 378 ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό, με προτροπή του Επισκόπου Θεσσαλονίκης Ασχολίου και προχώρησε στη συστηματική οχύρωση της πόλης, εργασία που ανέθεσε στον Πέρση Ορμίσδα. Από τη Θεσσαλονίκη εξέδωσε και το αυτοκρατορικό διάταγμα με το οποίο όριζε τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους.
Ιστορική για τη σκληρότητά της έχει μείνει η πράξη της σφαγής 7.000 Θεσσαλονικέων στον Ιππόδρομο το 390, με διαταγή του Θεοδοσίου, ως τιμωρία για την εξέγερση εναντίον της φρουράς του, που αποτελείτο από ηττημένους Γότθους υπό τον Βουτέριχο.
Οι δοκιμασίες της Θεσσαλονίκης από τις επιδρομές των γοτθικών φύλων συνεχίστηκαν μέχρι και το τέλος του 5ου αιώνα, οπότε η πόλη κατάφερε να εξασφαλίσει μικρό διάστημα ειρήνης και ευημερίας. Στην ευπραγία της βοήθησε και ο μακεδονικής καταγωγής αυτοκράτορας Ιουστινιανός, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στα προβλήματά της και ανάγοντάς την σε πρωτεύουσα του Ιλλυρικού πραιτορίου.
Στα τέλη του 6ου αιώνα παρουσιάστηκε η σλαβική απειλή, που έμελλε να ταλανίσει την πόλη για τους δύο επόμενους αιώνες. Τα σλαβικά φύλα, αρχικά με την καθοδήγηση των Αβάρων και αργότερα αυτόνομα, πραγματοποίησαν πολλές επιδρομές κατά της Θεσσαλονίκης, με σημαντικότερες αυτές του 586 και του 597. Τέλος στις σλαβικές βλέψεις έδωσε το 688 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β', ο επικαλούμενος Ρινότμητος, ο οποίος νικώντας τους Σλάβους εισήλθε θριαμβευτής στην πόλη.
Την περίοδο της Εικονομαχίας, σε αντίδραση στην εικονόφιλη στάση της Εκκλησίας της Ρώμης, ο αυτοκράτορας Λέων Γ' ο Ίσαυρος απέσπασε το ανατολικό Ιλλυρικό από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ρώμης και το απέδωσε στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Έπειτα από αυτό το γεγονός, ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης έπαψε να είναι Βικάριος του Πάπα και η τοπική εκκλησία συνέδεσε την πορεία της με την ανατολική εκκλησιαστική διοίκηση. Το δεύτερο μισό του 9ου αιώνα έλαβε χώρα και η αποστολή προς τους σλαβικούς λαούς των Θεσσαλονικέων αδελφών Κύριλλου και Μεθόδιου, η δράση των οποίων συνδέθηκε με την απαρχή του εκχριστιανισμού, αλλά και της φιλολογίας των Σλάβων.
Το 904 η πόλη δέχθηκε επίθεση από τους Σαρακηνούς, με αρχηγό τον εξισλαμισθέντα Λέοντα Τριπολίτη. Η σφοδρότητα της επίθεσης και η απροετοιμασία πολιορκίας οδήγησαν στην άλωση και τη λεηλασία της. Παρ’ όλ’ αυτά, ο 10ος και οι αρχές του 11ου αιώνα χαρακτηρίσθηκαν ως περίοδος αναδόμησης και η Αυτοκρατορία χωρίσθηκε σε «θέματα». Η Θεσσαλονίκη αναδείχθηκε πρωτεύουσα ενός θέματος που επιβίωσε έως και τον 15ο αιώνα.

Από τη νορμανδική κατάκτηση στην κορυφή της διοίκησης
Γεγονός – ορόσημο για την ιστορία της Θεσσαλονίκης θεωρείται η άλωσή της από τους Νορμανδούς, το 1185. Στις 15 Αυγούστου του 1185, νορμανδικός στόλος μεταφέροντας 80.000 στρατό κατέπλευσε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και άρχισε την πολιορκία από ξηρά και θάλασσα. Ο ανεφοδιασμός, όμως, της πόλης δεν ήταν επαρκής, ο διοικητής της Δαβίδ Κομνηνός δεν ήταν ικανός να οργανώσει κατάλληλα την άμυνα, εγκατέλειψε τους αμυνόμενους και οι ενισχύσεις από την Κωνσταντινούπολη έφτασαν πολύ αργά. Έτσι οι Νορμανδοί, μέσα σε λίγες μέρες, (24 Αυγούστου 1185), αφού έχασαν 3.000 στρατιώτες, κατέλαβαν την πόλη, παρά την ηρωϊκή άμυνα των κατοίκων και τη λεηλάτησαν, θανατώνοντας 7.000 από τους κατοίκους της. Βασικός ιστορικός της άλωσης ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, από το έργο του οποίου «Ιστορία της αλώσεως της Θεσσαλονίκης υπό των Νορμανδών» αντλούνται οι περισσότερες πληροφορίες.
Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 και η κατάλυση της Αυτοκρατορίας οδήγησε τους Θεσσαλονικείς σε διαπραγματεύσεις με τον Φράγκο ηγεμόνα Βονιφάτιο τον Μομφερατικό, αποτέλεσμα των οποίων υπήρξε η παράδοση της πόλης με τον όρο της διατήρησης των παλαιών τοπικών προνομίων. Ο Βονιφάτιος ίδρυσε το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης (Royaume de Thessalonique), που υπήρξε βραχύβιο, εκτείνοντας το βίο του σε 20 χρόνια.
Το 1224 ο Δεσπότης της Ηπείρου, Θεόδωρος Δούκας κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη και χρίστηκε Βασιλεύς των Ρωμαίων από τον Αρχιεπίσκοπο Αχρίδων Δημήτριο Χωματιανό. Ο Θεόδωρος όρισε τη Θεσσαλονίκη πρωτεύουσα της ηγεμονίας του, η οποία αποτελούσε το αντίπαλο δέος του άλλου βυζαντινού κράτους, της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας.
Η παρακμή του κράτους του Θεοδώρου ξεκίνησε από την ήττα του το 1230 στην Κλοκοτνίτσα από τον Ιωάννη Ασσάν Β'. Το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών του καταλήφθηκε από τους Βούλγαρους, ενώ στη Θεσσαλονίκη συνέχισαν να βασιλεύουν οι διάδοχοι του Θεοδώρου έως το 1246, οπότε την κατέλαβε ο Αυτοκράτορας της Νικαίας Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης.

Το Κίνημα των Ζηλωτών και η Παλαιολόγεια Αναγέννηση
Το επαναστατικό κίνημα των Ζηλωτών εμφανίστηκε ως μια πρωτότυπη δημοκρατική νησίδα στο μεσαιωνικό κόσμο, όπου ο ηγεμονισμός, ο διαχωρισμός των ευγενών από το λαό και η «ελέω θεού» διοίκηση αποτελούσαν τα απόλυτα θέσφατα. Η διαμάχη μεταξύ του μέγα δούκα Αλεξίου Απόκαυκου και του Ιωάννη Καντακουζηνού για την κυριαρχία της επιρροής στο βυζαντινό θρόνο οδήγησε την Αυτοκρατορία σε εμφύλιο πόλεμο, αποτελέσματα του οποίου ήταν η δημιουργία χιλιάδων οικονομικών προσφύγων, που συνωστίζονταν σε μεγάλα αστικά κέντρα, όπως η Θεσσαλονίκη.
Η διογκούμενη δυσαρέσκεια των λαϊκών τάξεων έναντι των ευγενών, που υποστήριζαν τον Καντακουζηνό, έφερε τη στάση των Ζηλωτών, το 1342.[3] Στις αρχές του έτους, ο λαός της Θεσσαλονίκης, συντάχθηκε με την πλευρά της Άννας της Σαβοΐας και του Απόκαυκου και με την καθοδήγηση των Ζηλωτών, στασίασε και λεηλάτησε τα σπίτια του διοικητή της πόλης και των εύπορων ευγενών. Αφού επιβλήθηκαν απόλυτα μέσα στην πόλη, οι Ζηλωτές ανέλαβαν την εξουσία.
Αυτή η πρόωρη κίνηση προλεταριακής διεκδίκησης κυριάρχησε μέχρι και το 1349, όταν η αντεπανάσταση, οργανωμένη από μέλη της αυτοκρατορικής αυλής, ανέτρεψε τους Ζηλωτές και επανέφερε την πόλη στην αυτοκρατορική «νομιμοφροσύνη».
Παρά τις πολιτικές αναταραχές, τον 13ο και 14ο αιώνα η πόλη γνώρισε ιδιαίτερη πνευματική άνθηση και ανέδειξε πληθώρα λογίων, θεολόγων και καλλιτεχνών. Ιδιαίτερα στον τομέα της τέχνης οι σχολές της Θεσσαλονίκης επηρέασαν ολόκληρο το βαλκανικό χριστιανικό κόσμο και τη Ρωσία. Η όλη αυτή πνευματική κίνηση ονομάστηκε Παλαιολόγεια Αναγέννηση και είναι η περίοδος κατά την οποία η Θεσσαλονίκη διεκδικεί τα πνευματικά πρωτεία της Αυτοκρατορίας.[4]
Στο κλίμα αυτό συνέβαλλε η επικράτηση των ιδεών των Ησυχαστών, που ως βασικό εκφραστή είχαν τον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Γρηγορίου Παλαμά. Η ησυχαστική κίνηση, αν και απετέλεσε τροχοπέδη στη διδασκαλία των φιλοσοφικών σπουδών και της κλασσικής παιδείας, εντούτοις ανανέωσε τη μοναστική κίνηση και τέχνη, που εξακολούθησε να επιζεί στον Άθωνα και μετά την κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Η οθωμανική Σελανίκ
Η οθωμανική προέλαση στα ευρωπαϊκά εδάφη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και η σταδιακή κατάληψη της βαλκανικής χερσονήσου εμφάνισαν τα αποτελέσματά τους στη Θεσσαλονίκη, η οποία αποκλεισμένη από την ξηρά και χωρίς τη δυνατότητα λήψης εξωτερικής βοήθειας παραδόθηκε «φόρου υποτελής» στο Σουλτάνο Βαγιαζήτ Α', το 1387, έπειτα από τετραετή πολιορκία.
Ο ιστορικός Δούκας αναφέρει καταστροφή της Θεσσαλονίκης το 1391 από το Βαγιαζήτ με αιτία τη δραπέτευση του Μανουήλ Β' από τη σουλτανική αυλή και την ανάδειξή του σε Αυτοκράτορα. Η πρώτη οθωμανική κατοχή της πόλης διήρκεσε έως το 1403, οπότε ο Αυτοκράτορας Μανουήλ, επωφελούμενος της ήττας του Βαγιαζήτ από τον Ταμερλάνο και της ακόλουθης εμφύλιας διαμάχης μεταξύ των γιών του για τη διαδοχή, κατάφερε να του αποδοθεί η Θεσσαλονίκη ως αντάλλαγμα της συνδρομής του στο γιο του Βαγιαζήτ, Σουλεϊμάν Τσελεμπή.
Η ακεσφορία των εσωτερικών τραυμάτων της ηγεμονίας των Οσμανλιδών, η νέα της επιθετική ορμή έναντι των βυζαντινών εδαφών, αλλά και η αδυναμία της παρηκμασμένης Αυτοκρατορίας στην υπεράσπισή τους, οδήγησε το 1420 στην υπό όρους παράδοση της πολιορκούμενης Θεσσαλονίκης στους Βενετούς.
Η επταετής κατοχή από τα στρατεύματα της Γαληνότατης Δημοκρατίας υπήρξε ουσιαστικά περίοδος παρακμής για την πόλη. Ο ναυτικός και επίγειος αποκλεισμός της από τους Οθωμανούς σήμανε την οικονομική της εξασθένηση, που, σε συνδυασμό με τη δυναστική συμπεριφορά των Βενετών, ενέτειναν τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Τελικά η «συμβασιλεύουσα πόλις» της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας καταλήφθηκε οριστικά από τους Οθωμανούς στις 29 Μαρτίου του 1430, έπειτα από ισχυρή πολιορκία τριών ημερών.
Μετά την Οθωμανική κατάκτηση, ο πυρήνας των κατοίκων της πόλης αποτελέστηκε από 1.000 οικογένειες Γιουρούκων, που μεταφέρθηκαν από τα Γιαννιτσά και από 1.000 οικογένειες Θεσσαλονικέων, που μπόρεσαν να επαναπατριστούν μετά το διασκορπισμό τους. Ο πολυεθνικός χαρακτήρας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και η σχετική ανεκτικότητα έναντι των «λαών της Βίβλου» (ahl al-kitab), όπως υποδεικνυόταν από τον κυρίαρχο ισλαμικό νόμο, βοήθησαν το 15ο αιώνα στην εγκατάσταση των διωκόμενων από τη βόρεια Ευρώπη και την Ιβηρική χερσόνησο Ιουδαϊκών φύλων. Μετά από άδεια εγκτάστασης που τους παραχώρησε ο Σουλτάνος Βαγιαζίτ Β', οι Εβραίοι Ασκεναζίμ και Σεφαραδίτες εγκαταστάθηκαν, εκτός από την Κωνσταντινούπολη, σε διάφορες πόλεις της Αυτοκρατορίας κι ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη, όπου έγιναν ευπρόσδεκτοι συμβάλλοντας επιπλέον στον εποικισμό της, έπειτα από την ερήμωσή της εξαιτίας των πολεμικών επιχειρήσεων.[5]
Οι Εβραίοι έκτοτε αποτέλεσαν το κυρίαρχο και οικονομικά εναργέστερο πληθυσμιακό στοιχείο της πόλης. Έως και το 1912 η Θεσσαλονίκη παρέμεινε ένα μοναδικό, παγκόσμιο φαινόμενο εβραϊκής πόλης και αποκλήθηκε από τους ίδιους τους Ιουδαίους «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων» και «Μητέρα του Ισραήλ».
Η Θεσσαλονίκη ή Σελανίκ, σύμφωνα με την τουρκική παραλλαγή του ονόματός της, συνέχισε, σε όλη τη διάρκεια της παραμονής της μέσα στα όρια του σουλτανικού κράτους, να αποτελεί σημαντικό διοικητικό, οικονομικό και θρησκευτικό κέντρο του με ρόλο παρόμοιο με αυτόν που κατείχε τη βυζαντινή περίοδο. Αναγέρθηκαν συγκροτήματα λουτρών, ισλαμικά μοναστήρια, τεμένη, ενώ και αρκετοί χριστιανικοί ναοί μετατράπηκαν σε τόπους μουσουλμανικής λατρείας. Το 1669, ο Γάλλος μοναχός Ρομπέρ ντε Ντρω (Robert De Dreux) επισημαίνει τη Θεσσαλονίκη, ως μια από τις πιο ωραίες και διάσημες πόλεις της Ελλάδας. Το 1737, ο Γάλλος ιερωμένος και συγγραφέας Ζωζέφ ντε λα Πορτ (Joseph de la Porte) ανέφερε ότι η Θεσσαλονίκη αριθμούσε 48 τεμένη, 30 Ελληνικές εκκλησίες και 36 συναγωγές.

Η Ελληνική επανάσταση του 1821
Σποραδικές εξεγέρσεις με κοινωνικά κυρίως αιτήματα, προερχόμενες από τους ελληνικούς πληθυσμούς, καταπνίγηκαν σχετικά εύκολα από τη διοίκηση. Ιδιαίτερη, όμως, σκληρότητα επέδειξαν οι Οθωμανοί με το ξέσπασμα της Επανάστασης της Χαλκιδικής, το Μάρτιο του 1821, όταν σφαγίασαν 3.000 περίπου Έλληνες στο σημερινό διοικητήριο, σημαίνοντας την απαρχή μίας περιόδου τρομοκρατίας, που διήρκεσε έως και το 1823, χρονιά που κατεστάλησαν τα επαναστατικά κινήματα της Μακεδονίας. Κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 οι Οθωμανοί κρέμασαν επίσης, τους πρόκριτους (μέλη της Φιλικής Εταιρείας) Γεώργιο Βλάλη, Χρήστο Μενεξέ, Χριστόδουλο Μπαλάνο, Γεώργιο Πάικο, Στέργιο Πολύδωρο, Αθανάσιο Σκανδαλίδη, Αναστάσιο Γούναρη, Δημήτριο Παππά, Αναστάσιο Κυδωνιάτη, τον Αργυρό Ταπουχτσή από την Επανομή κ.α. στην τότε πλατεία Αλευραγοράς (σημερινή αγορά Καπάνι-Βλάλη), στις 18 Μαΐου. Σφαγές επίσης έγιναν στην περιοχή της Ροτόντας και στην Πύλη Αξιού. Παρόμοιες σκηνές εκτυλίχθηκαν στο προαύλιο του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, όπου είχαν καταφύγει 2.000 Έλληνες και τελικά πολλοί από αυτούς φονεύτηκαν από τον τουρκικό όχλο. Συνολικά οι Έλληνες της Θεσσαλονίκης, που έπεσαν θύματα από τις εκτελέσεις των Οθωμανών, υπολογίζονται σε 25.000 μόνο κατά το 1821, γεγονός που επέφερε ανεπανόρθωτο πλήγμα στην ελληνική κοινότητα της πόλης (που επανέκαμψε τη δεκαετία του 1880, δηλαδή 60 χρόνια αργότερα). Σημαντικές προσωπικότητες της Θεσσαλονίκης που πρωτοστάτησαν την περίοδο εκείνη στους Ελληνικούς αγώνες ήταν ο Γρηγόριος Ζαλύκης, ο Μιλτιάδης Αγαθόνικος, ο Κωνσταντίνος Τάττης, ο Ιωάννης Γούτας Καυτατζόγλου, ο Ιωάννης Μιχαήλ (ο οποίος συμμετέιχε στη Γ' Εθνοσυνέλευση Τροιζήνας), ο Ιωάννης Παπάφης, ο Ανδρόνικος Πάικος κ.ά. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Α' γραμματέας του Βουλευτικού της Α' Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου ήταν ο Θεσσαλονικέας Ιωάννης Σκανδαλίδης, ένας από τους πληρεξούσιους της Μακεδονίας.

Αναπτυξιακή πορεία και Μακεδονικός Αγώνας
Η λήξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1828-1829 επέφερε την ηρεμία στα ευρωπαϊκά εδάφη της Τουρκίας και τη συνακόλουθη οικονομική ανάπτυξη. Το θετικό κλίμα ενέτειναν και οι μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ από το τέλος της δεκαετίας του 1830. Η Θεσσαλονίκη αυξάνει περαιτέρω την εμπορική της δύναμη, ενώ παράλληλα ξεκινά η ανοικοδόμηση σημαντικών διοικητικών, εκπαιδευτικών και ιδιωτικών κτιρίων. Τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα παρατηρείται σημαντική αύξηση του πληθυσμού, που από 50.000 το 1865, φτάνει τις 90.000 το 1880 και τις 120.000 το 1895.
Το 1877, ενώ γίνονταν διεθνώς ζυμώσεις που κατέληξαν στη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, ρουμανικές εφημερίδες δημοσίευαν στατιστικές με ρουμανικούς πληθυσμούς στη Θεσσαλία, Ήπειρο και Μακεδονία προσπαθώντας να οικειοποιηθούν τους Βλάχους. Στα πλαίσια αυτά εμφάνισαν στατιστική του ρουμανικού προξενείου στη Θεσσαλονίκη, παρουσιάζοντας τη Θεσσαλονίκη με 20.000 ρουμανικό πληθυσμό. Ακολούθησαν έντονες αντιδράσεις και επεισόδια που προκάλεσαν οι Έλληνες Θεσσαλονικείς φοιτητές έξω από το ρουμανικό προξενείο που κατέληξαν σε μεγαλειώδη βουβή παρέλαση (αρκετές χιλιάδες διαδηλωτών) με τερματισμό στο προξενείο της Ρουμανίας. Στη βουβή διαδήλωση συμμετείχαν και εκπρόσωποι της ισραηλιτικής κοινότητας της πόλης, προκειμένου να υποστηρίξουν την ελληνικότητα του χριστιανικού πληθυσμού της πόλης. Συνέπεια των αντιδράσεων ήταν να εκδόσει ο Οθωμανός βαλής της Θεσσαλονίκης, επίσημη στατιστική που παρουσίαζε τον Ελληνικό πληθυσμό σε 25.000 και να αποπεμφθεί ο Ρουμάνος πρόξενος.
Στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, οι Θεσσαλονικείς οργανώνονται, ιδρύοντας τη Φιλόπτωχο Αδελφότητα Ανδρών Θεσσαλονίκης το 1871 που ανέπτυξε έντονη εθνική δράση. Ο προύχοντας της πόλης Κωνσταντίνος Μάτσας προσπάθησε ήδη από το 1899 να εξοπλίσει τον Ελληνισμό της πόλης, αντιλαμβανόμενος τον επερχόμενο κίνδυνο. Στις 20 Ιανουαρίου του 1904 πραγματοποιήθηκε μεγάλο αντιβουλγαρικό συλλαλητήριο στην πόλη, με συμμετοχή 6.000 Ελλήνων διαδηλωτών. Έως το 1908, οι Θεσσαλονικείς πέτυχαν να ανατρέψουν τη βουλγαρική προσπάθεια δημιουργίας πυρήνων βουλγαρικού πληθυσμού στην πόλη, με τη μεταφορά και εγκατάσταση Βούλγαρων μεταναστών.

Το κίνημα των Νεοτούρκων και τα εθνικά αλυτρωτικά κινήματα
Το ρεύμα της εθνικιστικής ιδεολογίας, που ακολούθησε τη Γαλλική Επανάσταση και απλώθηκε σε όλη τη Γηραιά Ήπειρο, άρχισε, διογκούμενο σταδιακά μέσα στον 19ο αιώνα, να επιδρά και στα βαλκανικές εθνικές ομάδες, που βρίσκονταν στην οθωμανική επικράτεια. Ένα πρώτο κρούσμα αυτών ήταν η σφαγή των Προξένων στη Θεσσαλονίκη, που συνέβη στις 6 Μαΐου του 1876.
Το ελληνικό στοιχείο συγκρούστηκε έντονα με το βουλγαρικό, που με τη δράση των κομιτατζήδων προσπάθησε τη μεταστροφή των ορθοδόξων πληθυσμών από την κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Βουλγαρική Εξαρχική Εκκλησία με στόχο τον εκβουλγαρισμό τους.[6] Μετά τα Απριλιανά του 1903 η σύγκρουση αυτή κορυφώθηκε το διάστημα 1904-1908, την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, όπου επιτελικό κέντρο των Ελλήνων αγωνιστών υπήρξε το ελληνικό προξενείο της Θεσσαλονίκης (σημερινό Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα).
Παράλληλα με τα εθνικιστικά κινήματα αναπτυσσόταν και ένα άλλο κίνημα με στελέχη από τη στρατιωτική και πνευματική ελίτ της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και κέντρο του τη Θεσσαλονίκη. Στόχοι αυτής της κίνησης ήταν ο εκδημοκρατισμός, εκσυγχρονισμός και μετασχηματισμός σε ευρωπαϊκού τύπου συνταγματική μοναρχία της παραπαίουσας και μειούμενης εδαφικά Αυτοκρατορίας και πολιτικό εφαλτήριό της η «Επιτροπή για την Ένωση και την Πρόοδο» (İttihad ve Terakki Cemiyeti - Κομιτάτο Ένωση και Πρόοδος), της οποίας η δράση ξεκίνησε το 1896 και στις τάξεις της περιελάμβανε προοδευτικές προσωπικότητες από τις κυρίαρχες μακεδονικές εθνότητες με πρωτοστατούσα την τουρκική. Τα μέλη αυτής της επιτροπής έγιναν γνωστά με το όνομα Νεότουρκοι (Jön Türkler, από το γαλλικό Jeunes Turcs) και στα πρώτα της βήματα αναδείχθηκε σε φορέα της αστικής αλλαγής με αντιιμπεριαλιστικές αιχμές.[7]
Τον Ιούνιο του 1908 οι Νεότουρκοι διέθεταν την ισχύ ώστε να απαιτήσουν από το Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β' την πολιτειακή μεταβολή προς τη συνταγματική μοναρχία. Έτσι με μία εντυπωσιακή στρατιωτική κίνηση το οθωμανικού στρατού ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη με κατεύθυνση την έδρα του Οίκου των Οσμανλιδών, την Κωνσταντινούπολη, όπου κορυφώθηκε η Επανάσταση των Νεότουρκων, με αποτέλεσμα την παραχώρηση Συντάγματος στις 24 Ιουλίου 1908.
Η αντεπανάσταση των συντηρητικών Παλαιότουρκων το 1909 βοήθησε τον απολυταρχικό Αμπντούλ Χαμίτ να άρει τα συνταγματικά προνόμια. Σύντομα, όμως, οι Νεότουρκοι κατάφεραν να πάρουν την κατάσταση και πάλι στα χέρια τους εξαναγκάζοντας το Σουλτάνο σε παραίτηση και ανεβάζοντας στο θρόνο το μετριοπαθή αδελφό του, Μεχμέτ Ε' Ρεσάτ. Ο Αμπντούλ Χαμίτ οδηγήθηκε στο πολιτικό κέντρο των Νεότουρκων, τη Θεσσαλονίκη, όπου παρέμεινε φρουρούμενος στην έπαυλη Αλλατίνη (σημερινό Μέγαρο της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης) μέχρι και το 1912.
Τελευταίο σημαντικό γεγονός της οθωμανικής κυριαρχίας στη Θεσσαλονίκη υπήρξε η επίσκεψη στην πόλη του Μεχμέτ στις 31 Μαΐου 1911, στο πλαίσιο της περιοδείας του στα ευρωπαϊκά εδάφη της Αυτοκρατορίας. Αποκορύφωμα της επίσκεψης αποτέλεσαν η παρέλαση των εθνοτήτων μπροστά στο μονάρχη και το εντυπωσιακό προσκύνημά του στο ναό της Αγίας Σοφίας, σύμφωνα με το επίσημο τυπικό του προσκυνήματος της Παρασκευής στο τζαμί Χαμιντιέ της Κωνσταντινούπολης.

Η απελευθέρωση
Η απόδειξη των πραγματικών πολιτικών προθέσεων της ηγετικής ομάδας των Νεότουρκων, που ως βασικό στόχο είχαν τον εκτουρκισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, μέσω της εξάλειψης των μειονοτήτων, και η σκλήρυνση της κρατικής πολιτικής έναντι αυτών, έφεραν το ξέσπασμα του Α' Βαλκανικού Πολέμου. Τα τέσσερα βαλκανικά βασίλεια, Ελλάδας, Σερβίας, Βουλγαρίας και Μαυροβουνίου, κήρυξαν τον πόλεμο στην Οθωμανική αυτοκρατορία επιδιώκοντας την κατάκτηση και το διαμοιρασμό των ευρωπαϊκών της εδαφών, στα οποία κατοικούσε σημαντική μερίδα «αλύτρωτων» ομοεθνών τους.
Η πόλη της Θεσσαλονίκης υπήρξε το διαφιλονικούμενο «λάφυρο» μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων. Οι νίκες των Ελλήνων σε σημαντικές μάχες είχαν δημιουργήσει θετικό κλίμα στο στράτευμα, το οποίο προχωρούσε για την κατάκτηση του Μοναστηρίου, βαλκανικής πόλης με ακμαίο ελληνικό πληθυσμό. Ο επικεφαλής της στρατιάς της Θεσσαλίας και αρχιστράτηγος, Διάδοχος Κωνσταντίνος μετά τη νικηφόρα Μάχη του Σαρανταπόρου κινείτο προς το Μοναστήρι. Οι πληροφορίες, όμως, προς την ελληνική κυβέρνηση[8] αναφέρονταν σε προώθηση των βουλγαρικών στρατευμάτων νοτιότερα, με σκοπό την κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Έτσι το ελληνικό στράτευμα της Θεσσαλίας, αλλάζοντας πορεία, κινήθηκε προς τη Θεσσαλονίκη, στην οποία έφτασε μετά τη Μάχη των Γιαννιτσών (19 Οκτωβρίου) στις 25 Οκτωβρίου 1912, και την περικύκλωσε.
Οι Οθωμανοί στρατιωτικοί επιτελείς της Θεσσαλονίκης, με επικεφαλής το διοικητή του 8ου σώματος του οθωμανικού στρατού, Χασάν Ταχσίν Πασά, αντιλήφθηκαν ότι πιθανή αντίσταση δε θα επέφερε ουσιαστικό αποτέλεσμα και προέβησαν σε προτάσεις παράδοσης προς τον Κωνσταντίνο. Άλλωστε από οθωμανικής πλευράς υπήρχε η προτίμηση της παράδοσης της πόλης στους Έλληνες λόγω της αντίληψης ότι οι Βούλγαροι θα προέβαιναν σε βιαιότητες έναντι του μουσουλμανικού πληθυσμού. Ο Κωνσταντίνος, όμως, δεν έκανε δεκτή την οθωμανική πρόταση και απαίτησε «άνευ όρων» παράδοση της πόλης. Την ίδια στιγμή ο Πρωθυπουργός, Ελευθέριος Βενιζέλος, έχοντας γνώση των κινήσεων της 7ης Βουλγαρικής μεραρχίας, που πλησίαζε τη Θεσσαλονίκη, προειδοποίησε το Διάδοχο να επισπεύσει τη διαδικασία. Έτσι τη νύχτα της 26ης προς την 27η Οκτωβρίου 1912 (Ιουλιανό ημερολόγιο), οι πληρεξούσιοι επιτελείς αξιωματικοί, Βίκτωρ Δούσμανης και Ιωάννης Μεταξάς, υπέγραψαν στη Θεσσαλονίκη τα πρωτόκολλα παράδοσης της πόλης από την οθωμανική διοίκηση στον ελληνικό στρατό και το απόγευμα της 27ης Οκτωβρίου μπήκαν στη Θεσσαλονίκη τα δύο πρώτα ελληνικά ευζωνικά τμήματα της μεραρχίας Κλεομένους.
Στο μεταξύ, οι Βούλγαροι, που είχαν πλησιάσει την πόλη, πίεσαν το Χασάν Ταχσίν Πασά να υπογράψει παρόμοιο πρωτόκολλο και με αυτούς. Η πρότασή τους, όμως, δεν έγινε δεκτή με τη χαρακτηριστική απάντηση του Οθωμανού στρατηγού: «Έχω μόνο μία Θεσσαλονίκη, την οποία έχω ήδη παραδώσει». Παρ’ όλα αυτά οι βουλγαρικές διεκδικήσεις δεν έπαυσαν μέχρι και το Β' Βαλκανικό Πόλεμο, οπότε το νικηφόρο αποτέλεσμά του, για την ελληνική πλευρά, επέφερε οριστική λύση στο θέμα.
Ένας ακόμη παράγοντας, που προσπάθησε να επηρεάσει το εδαφικό καθεστώς της Θεσσαλονίκης, ήταν η Αυστροουγγρική αυτοκρατορία, που με τη συμπαράσταση της Γερμανίας επεδίωξε, ανεπιτυχώς, διεθνοποίηση της πόλης. Ακόμη μερίδα της ιουδαϊκής κοινότητας προώθησε στο εξωτερικό πρόταση για αυτόνομο καθεστώς υπό ισραηλιτική διοίκηση.
Στις 29 Οκτωβρίου ο βασιλιάς Γεώργιος Α' μπήκε στην πόλη επικεφαλής τμημάτων στρατού και στις 30 Οκτωβρίου τελέστηκε από το Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιο δοξολογία στον τότε Καθεδρικό Ναό του Αγίου Μηνά «επί τη απελευθερώσει της πόλεως» μετά από 482 χρόνια συνεχούς Οθωμανικής κατοχής.

Σύγχρονη ιστορία
Μετά την απελευθέρωση του 1912 για αρκετό καιρό διατηρήθηκε η οθωμανική διοικητική δομή της πόλης για να αποφευχθεί η οικονομική και κοινωνική διάλυση της πόλης. Είναι χαρακτηριστικό ότι τις ημέρες μετά την παράδοση της πόλης, η οθωμανική χωροφυλακή συνέχιζε ένοπλη να διατηρεί την τάξη, ενώ ο δήμαρχος Οσμάν Σαΐτ παρέμεινε δήμαρχος, με λίγες διακοπές μέχρι το 1922. Τον Μάρτιο του 1913 ο βασιλιάς Γεώργιος Α' δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη, και την τελευταία στιγμή αποφεύχθηκαν επεισόδια κατά των Μουσουλμάνων και Εβραίων της πόλης στους οποίους αδίκως κινήθηκαν οι πρώτες υποψίες.
Η Ελλάδα δεν συμμετείχε στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο από το ξέσπασμά του, παρά τις προσκλήσεις για συμμαχία και από τις δύο αντίπαλες παρατάξεις. Ωστόσο, με δικαιολογία τη βοήθεια προς τη Σερβία, αλλά και αδιαφορία για την εθνική ανεξαρτησία της Ελλάδας, δυνάμεις της Αντάντ αποβιβάστηκαν στην πόλη τον Οκτώβριο του 1915 με σκοπό να εκβιάσουν την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο. Δημιουργήθηκε το Βαλκανικό Μέτωπο, που απαρτιζόταν από δεκάδες χιλιάδες άνδρες με σκοπό να δώσει υποστήριξη προς τη Σερβία και τη Ρωσία. Ο Εθνικός Διχασμός, όπως ονομάστηκε η διαμάχη (1916) ανάμεσα στο βασιλιά Κωνσταντίνο ΙΒ' και τον Ελευθέριο Βενιζέλο, αναφορικά με την έξοδο της Ελλάδας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, οδήγησαν στο σχηματισμό δεύτερης κυβέρνησης από το Βενιζέλο, με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Η «Προσωρινή Κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας» απαρτιζόταν από το Βενιζέλο, το Δαγκλή και τον Κουντουριώτη, τη λεγόμενη «Τριανδρία». Έτσι, η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ, οδηγώντας παράλληλα στην εκδίωξη του βασιλιά Κωνσταντίνου υπέρ του γιου του Αλεξάνδρου.
Η μεγάλη πυρκαγιά το 1917 ήταν η χειρότερη καταστροφή που υπέστη η πόλη κατά τα νεότερα χρόνια. Κατέστρεψε ολοσχερώς κτίρια σπάνιας αρχιτεκτονικής αξίας στο κέντρο της πόλης, καταστήματα, εκκλησίες, τζαμιά και συναγωγές και κυρίως χιλιάδες σπίτια, αφήνοντας άστεγους 72.000 κατοίκους και προκάλεσε τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα στην πόλη που είχε ήδη επιβαρυνθεί από την συγκέντρωση προσφύγων που προέρχονταν από τις κοντινές εμπόλεμες ζώνες και την υπό βουλγαρική διοίκηση Θράκη. Στη θέση των κτιρίων αυτών οικοδομήθηκε η νέα πόλη, με βάση σχέδιο που εκπόνησε ο Γάλλος αρχιτέκτονας Ερνέστ Εμπράρ.
Την περίοδο 1922-1924 στα πλαίσια της ελληνοτουρκικής ανταλλαγής πληθυσμών που συμφωνήθηκε με τη Συνθήκη της Λωζάνης, εγκαταστάθηκαν στην πόλη πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο. Η εισροή προσφύγων ήταν τόσο έντονη ώστε επέβαλε την ίδρυση νέων, αποκλειστικά προσφυγικών συνοικιών και οικισμών, όπως η Καλαμαριά, ενώ ο μουσουλμανικός πληθυσμός της πόλης συμπεριλήφθηκε στους «ανταλλάξιμους» που υποχρεώθηκαν να μετοικήσουν στην Τουρκία. Στις 3 Οκτωβρίου του 1926 εγκαινιάστηκε η πρώτη Διεθνής Έκθεση της Θεσσαλονίκης.
Σε όλο το διάστημα του μεσοπόλεμου οι κοινωνικές ζυμώσεις που προκλήθηκαν από την ανάμιξη μεγάλου αριθμού προσφύγων και Εβραίων και Ελλήνων εργατών έδωσαν μεγάλη δυναμική στα εργατικά κινήματα, που ήδη ήταν ανεπτυγμένα στην πόλη. Ήδη από το 1908 είχε ιδρυθεί με αρχηγό τον Αβραάμ Μπεναρόγια η σοσιαλιστική οργάνωση Φεντερασιόν, που πρωτοστάτησε στην οργάνωση του συνδικαλιστικού κινήματος και μετέπειτα στη δημιουργία του ΣΕΚΕ/ΚΚΕ. Στην αρχή της δεκαετίας του 1930 και μέχρι την επιβολή της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά, στη Θεσσαλονίκη ήταν συνεχείς οι διαδηλώσεις και απεργίες ομάδων εργατών όπως των καπνεργατών, των τροχιοδρομικών κ.α. Την ίδια περίοδο εμφανίστηκαν και αρκετές εθνικιστικές/αντισιωνιστικές οργανώσεις ως αντίδραση στην πολυπληθή παρουσία των Εβραίων εργατών, με διάφορα προβλήματα με κυριότερο τον εμπρησμό του Κάμπελ, μιας εβραϊκής φτωχογειτονιάς της Θεσσαλονίκης.
Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου η Θεσσαλονίκη καταλήφθηκε από τους Γερμανούς. Οι Εβραίοι περιορίστηκαν στην κοινότητα Χιρς, οι περιουσίες τους δημεύτηκαν και μοιράστηκαν μεταξύ Γερμανών αξιωματικών και Ελλήνων συνεργατών τους. Τελικά ολόκληρος ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης οδηγήθηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Άουσβιτς και του Μπέργκεν-Μπέλσεν. Περίπου 46.000 Εβραίοι της Θεσσαλονίκης εξοντώθηκαν εκείνη την περίοδο. Η πόλη απελευθερώθηκε στις 27 Οκτωβρίου του 1944.
Στις 20 Ιουνίου του 1978, ένας μεγάλος σεισμός επέφερε συνολικά 49 θανάτους και υλικές ζημιές ύψους 1,2 δισ. ευρώ, οι οποίες όμως αποκαταστάθηκαν σύντομα. 220 άνθρωποι τραυματίστηκαν. Ο εν λόγω σεισμός υπήρξε ο πρώτος που έπληξε μεγάλο αστικό κέντρο στην Ελλάδα.

Υποσημειώσεις - Παραπομπές
[1] Ο γεωγράφος Κλαύδιος Πτολεμαίος το 2ο αιώνα δίνει τα όρια της επαρχίας της Μακεδονίας ανατολικά μέχρι τον ποταμό Νέστο, δυτικά μέχρι την Αδριατική, βόρεια μέχρι τις επαρχίες της Δαλματίας και Άνω Μοισίας, ΝΑ μέχρι το Μαλιακό κόλπο και ΝΔ μέχρι τις οροσειρές της Πίνδου.
[2] Οι αυτοκράτορες Δέκιος, Βαλεριανός, Γαλιηνός ονόμασαν τη Θεσσαλονίκη «Νεωκόρο» (φρουρό των ναών) και «Αποικία της Ρώμης» - Colonia, διότι η πόλη έχτισε ιδιαίτερους ναούς για τους αυτοκρατορικούς θεούς. Σε νομίσματα της εποχής του Γορδιανού και του Φιλίππου του Άραβα υπάρχει η ένδειξη «Θεσσαλονικέων νεωκόρων». Ο Δέκιος ονόμασε την πόλη «Μητρόπολη και κολωνία και Δ' νεωκόρο».
[3] Είναι, πράγματι, σαφές (παρά τη σύγχυση των πηγών) ότι oι Ζηλωτές της Θεσσαλονίκης συνιστούσαν «κοινωνική ομάδα», διακρινόμενη από το λαό. Συνδεόταν με τους ναυτικούς («παραθαλασσίους»), μια γνωστή συντεχνία με επικεφαλής Παλαιολόγους. Η συνεργασία Ζηλωτών-ναυτών οφειλόταν προφανώς σε σύμπτωση συμφερόντων. Σε άλλες πόλεις στη συνεργασία αυτή συμμετείχαν και έμποροι. Η εμφάνιση αριστοκρατών (Παλαιολόγων) στην ηγεσία δεν πρέπει να αποπροσανατολίζει. Ήταν κοινό φαινόμενο και στη Δυτική Ευρώπη σε ανάλογες καταστάσεις. Oι Ζηλωτές ταυτίσθηκαν με το λαό και εξέφραζαν τα αιτήματα των κατωτέρων κοινωνικών στρωμάτων, εν μέρει δε συνέπιπταν και με το στρατό.
[4] Η παλαιολόγεια Αναγέννηση είναι το κύκνειο άσμα του βυζαντινού πνεύματος. Οι θρησκευτικές έριδες (Ησυχασμός, το πρόβλημα της ένωσης με τους Δυτικούς), αλλά και ο εξ ανατολών κίνδυνος αναζωπυρώνουν την πνευματική κίνηση και ενθαρρύνουν την παραγωγή έργων που πλουτίζουν πλην ελάχιστων εξαιρέσεων (τα έργα κατά των αλλοδόξων) την υπεραρχαΐζουσα παράδοση. Είναι η εποχή όπου τα πνευματικά πρωτεία διεκδικεί από τη Βασιλεύουσα η Θεσσαλονίκη με τον Άθω. Ωστόσο, οι διανοούμενοι της εποχής, κοσμικοί, όπως ο Θεόδωρος Μετοχίτης, ιερωμένοι, αλλά και αυτοκράτορες, όπως ο Ιωάννης Καντακουζηνός και ο Μανουήλ Β' Παλαιολόγος (1391-1425), βρίσκονται εγκλωβισμένοι σ’ ένα παγερό γλωσσικό αρχαΐσμό που αδικεί την πρωτοτυπία της σκέψης τους.
[5] Καθώς οι Ισπανοί πρόσφυγες έφταναν στις προβλήτες κατά διαδοχικά κύματα, η πόλη μεγάλωνε αλματωδώς. Το 1520 περισσότεροι από τους μισούς από τους 30.000 κατοίκους της ήταν Εβραίοι και η ίδια είχε μεταβληθεί σ’ ένα από τα πιο σπουδαία λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου.
[6] Το Φεβρουάριο του 1871 με σουλτανικό φιρμάνι ιδρύθηκε η Βουλγαρική Εξαρχία ως αυτόνομη εκκλησιαστική διοίκηση με στοιχειώδη αναφορά προς το Ποκουμενικό Πατριαρχείο. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος Ε' συγκάλεσε το 1872 Σύνοδο, η οποία καταδίκασε τον εθνοφυλετισμό και κήρυξε σχισματική την Εξαρχία. Η Βουλγαρική Εκκλησία απέκτησε κανονικότητα το 1945, έπειτα από αίτηση συγχωρήσεως προς τον Οικουμενικό Θρόνο.
[7] Η οργανωτική δομή της Επιτροπής αποτελείτο από το αρχικό κομιτάτο «Ένωση και Πρόοδος» και την «Οθωμανική Επιτροπή Απελευθέρωσης» (Osmanli Htirriyeti Cemiyeti) του Μεχμέτ Ταλάτ, τα οποία συνενώθηκαν το Σεπτέμβριο του 1907.
[8] Τις πληροφορίες προς την ελληνική Κυβέρνηση διαβίβασαν ο Έλληνας γιατρός του βουλγαρικού αρχιστρατηγείου Απόστολος Δοξιάδης και ο Έλληνας Έφεδρος Υπίατρος της 7ης βουλγαρικής μεραρχίας Φίλιππος Νίκογλου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου