1 Φεβ 2012

Όμορφα μουσεία της Θεσσαλονίκης

Αρχαιολογικό Μουσείο
Το Μουσείο εγκαινιάστηκε στις 27 Οκτωβρίου 1962. Δημιουργήθηκε από τον αρχιτέκτονα Πάτροκλο Καραντινό. Τα εκθέματα, που φιλοξενεί, προέρχονται από τις ανασκαφές, που έχουν πραγματοποιηθεί στην πόλη της Θεσσαλονίκης και στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας. Το 1980 εγκαινιάστηκε μια νέα πτέρυγα για να φιλοξενήσει τα ευρήματα από τις ανασκαφές της δεκαετίας του 1970 στους Βασιλικούς Τάφους της Βεργίνας με την έκθεση οι «Θησαυροί της Βεργίνας». Στις εσωτερικές αίθουσες στεγάζονται τα ευρήματα από το νεκροταφείο της Σίνδου. Στις εξωτερικές αίθουσες εκτίθενται αντικείμενα της Νεολιθικής, Κλασικής, Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής εποχής, ενώ στον κάτω όροφο παρουσιάζεται η προϊστορική συλλογή. Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο από το Υπουργείο Πολιτισμού το 2001.

Μουσείο Ατατούρκ
Το μουσείο στεγάζεται στο σπίτι όπου γεννήθηκε ο Κεμάλ ο επονομαζόμενος Ατατούρκ, δηλαδή «πατέρας των Τούρκων». Βρίσκεται στην οδό Αποστόλου Παύλου, πίσω από το τουρκικό Προξενείο. Το μεγαλύτερο μέρος της επίπλωσης είναι αυθεντικό. Χρειάστηκε να αντικατασταθούν κάποια έπιπλα που έλειπαν με άλλα, που πήραν από το Μαυσωλείο του Κεμάλ και από το Τοπ Καπί στην Κωνσταντινούπολη. Στους τοίχους οι επισκέπτες βλέπουν πολλές φωτογραφίες από διάφορες φάσεις της ζωής του αναμορφωτή των Τούρκων. To 1981 το κτίριο ξαναβάφτηκε στο αρχικό ροζ χρώμα που είχε. Αποτελείται από δύο ορόφους. Στον πρώτο όροφο βρίσκεται το σαλόνι για τους ξένους, το δωμάτιο της μητέρας του Κεμάλ, το καθημερινό και η κουζίνα. Ο δεύτερος όροφος περιλαμβάνει το δωμάτιο στο οποίο γεννήθηκε ο Κεμάλ, το 1881. Σε άλλο δωμάτιο εκτίθενται τα προσωπικά αντικείμενα του «πατέρα των Τούρκων» και στον τοίχο είναι κρεμασμένα έγγραφα από το σχολείο του. Το 1935, το δημοτικό συμβούλιο Θεσσαλονίκης παραχώρησε στο Τουρκικό κράτος το σπίτι όπου έμενε ο Κεμάλ και το οποίο μετατράπηκε σε μουσείο αφιερωμένο σε αυτόν. Μάλιστα, οι Τούρκοι που επισκέπτονται σήμερα το μουσείο αυτό του δίνουν χαρακτήρα που θυμίζει εκείνον προσκυνήματος.

Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού
Έχει τιμηθεί με το Βραβείο Μουσείου 2005 του Συμβουλίου της Ευρώπης και Βρίσκεται στη Λεωφόρο Στρατού, απέναντι από το Πεδίον του Άρεως. Από την έναρξη λειτουργίας του, το 1994, εκδίδεται περιοδικό, το πρώτο στο είδος του που δημιουργήθηκε από ελληνικό κρατικό μουσείο. Οι 11 αίθουσες του μουσείου άνοιξαν σταδιακά έως το 2004. Η πρώτη έκθεση έχει θέμα τον παλαιοχριστιανικό ναό, δηλαδή την αρχιτεκτονική και τη διακόσμηση των εκκλησιών τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού. Η δεύτερη έκθεση τιτλοφορείται «Παλαιοχριστιανική πόλη και κατοικία». Παρουσιάζονται όψεις της οικονομικής ζωής, της κατοικίας και του εξοπλισμού της, όπως επίσης η οικοτεχνία και στοιχεία για την ένδυση και τη διατροφή. Στην τρίτη έκθεση γίνεται αναπαράσταση των παλαιοχριστιανικών νεκροταφείων και αναδεικνύεται η ταφική αρχιτεκτονική και ζωγραφική. Ο επισκέπτης επίσης βλέπει κοσμήματα και αγγεία από ανασκαφές που έγιναν σε τάφους. Στην επόμενη αίθουσα παρουσιάζονται πληροφορίες για θέματα όπως ο μοναχισμός, η Εικονομαχία, η δράση του Κύριλλου και του Μεθόδιου και τα όμοια. Οι δύο επόμενες αίθουσες είναι αφιερωμένες στους Βυζαντινούς Αυτοκράτορες και την καθημερινή ζωή σ’ ένα κάστρο κατά τα βυζαντινά χρόνια. Στις δύο τελευταίες αίθουσες φιλοξενούνται οι συλλογές Δημητρίου Οικονομόπουλου (με εικόνες του 14ου-18ου αιώνα) και Ντόρας Παπαστράτου με πολλά θρησκευτικά χαρακτικά και σταυρούς. Η ίδρυση του Μουσείου αποφασίστηκε το 1913, ένα μόλις χρόνο μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Αρχικά προτάθηκε να στεγαστεί στη Μονή Αχειροποιήτου, η απόφαση αυτή, όμως, δεν υλοποιήθηκε και το 1917 ως Μακεδονικό μουσείο ορίστηκε η Ροτόντα. Εξάλλου, για λόγους ασφαλείας τα αρχαία της Θεσσαλονίκης μεταφέρθηκαν στην Αθήνα στο Χριστιανικό και Βυζαντινό Μουσείο. Τελικά εντάχθηκαν στη συλλογή του Βυζαντινού Μουσείου της Αθήνας. Αρκετές δεκαετίες αργότερα, επανήλθε το θέμα με την ίδρυση Βυζαντινού Μουσείου στη Θεσσαλονίκη. Τον σχετικό αρχιτεκτονικό διαγωνισμό κέρδισε ο Κυριάκος Κρόκος. Το κτίριο θεμελιώθηκε το 1989 και τα εγκαίνια έγιναν στις 11 Σεπτεμβρίου του 1994. Λίγους μήνες προτού εγκαινιαστεί το μουσείο, μεταφέρθηκαν από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη οι αρχαιότητες που ήταν εκεί από το 1916, μέρος των οποίων παρουσιάστηκε στην έκθεση «Βυζαντινοί θησαυροί της Θεσσαλονίκης. Το ταξίδι της επιστροφής».

Κέντρο Διάδοσης Επιστημών και Μουσείο Τεχνολογίας
Είναι το πιο σημαντικό τεχνολογικό μουσείο στην Ελλάδα. Ιδρύθηκε το 1978 ως Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Προσφέρει στο κοινό μια μόνιμη έκθεση με ιστορικά εκθέματα για την κατανόηση θεμάτων επιστήμης και τεχνολογίας. Το μεγαλύτερο μέρος τον εκθεμάτων προήλθε από δωρεές οργανισμών, όπως η ΔΕΗ, ο ΟΤΕ, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, και των φίλων του μουσείου, ενώ λιγότερα έχουν αγοραστεί. Η συνοπτική εικόνα των εκθετηρίων που παρουσιάζεται, εκφράζει τη μορφή τους, ύστερα από τα έργα ανάπλασης και εκσυγχρονισμού που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο 1995-1999, με τη συμπαράσταση της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας και τη χρηματοδότηση του προγράμματος ΕΠΕΤ ΙΙ. Τα θεάματα που παρουσιάζει είναι: Κοσμοθέατρο: Η αίθουσα αυτή περιέχει μια κινηματογραφική οθόνη, που είναι η μεγαλύτερη όλων των Βαλκανίων. Παρουσιάζει ταινίες εκπαιδευτικού περιεχομένου και ντοκιμαντέρ. Πλανητάριο: Στην αίθουσα αυτή βρίσκεται ένας μεγάλος θόλος, από τον οποίο μπορούμε να δούμε διάφορες ταινίες που σχετίζονται με το διάστημα. Προσομοιωτής: Εδώ μπορούμε να δούμε δύο ή τριών διαστάσεων (με ειδικά γυαλιά) ταινίες διαφόρων περιεχομένων.

Εβραϊκό Μουσείο
Το Κέντρο Ιστορικής Διαδρομής Εβραϊσμού Θεσσαλονίκης είναι μουσείο που βρίσκεται στην οδό Αγίου Μηνά 17. Συχνά αναφέρεται και με την ονομασία Μουσείο Ιστορικής Διαδρομής του Εβραϊσμού Θεσσαλονίκης Simon Marks (ήταν ιδρυτής σχολείου πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης για Εβραιόπουλα). H θέση του είναι στην περιοχή που υπήρξε το κέντρο της εβραϊκής κοινότητας από την εποχή που εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι Ισπανοεβραίοι στην πόλη, μέχρι και τα μετέπειτα μεταπολεμικά χρόνια. Στο μουσείο παρουσιάζεται η μόνιμη έκθεση «Θεσσαλονίκη: Μητρόπολη του Σεφαραδισμού», με στοιχεία για την ιστορία των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη, όπως επίσης και για τις δραστηριότητές τους. Επίσης, ο επισκέπτης παρακολουθεί τη συμβολή των Εβραίων στην οικονομική ανάπτυξη, μέσα από τα εκθέματα, την κοινωφελή δραστηριότητά τους και τα βιβλία τους. Υπάρχει επίσης φωτογραφική έκθεση με θέμα το Ολοκαύτωμα.

Μουσείο Κινηματογράφου
Το μουσείο ιδρύθηκε το 1995, με πρωτοβουλία του «Οργανισμού- Πολιτιστική πρωτεύουσα 1997». Βρίσκεται στο διατηρητέο κτήριο της Αποθήκης Α του λιμανιού, στην προβλήτα Α', στο τέρμα της παραλίας, κοντά στην Πλατεία Αριστοτέλους. Στο μουσείο μπορεί κανείς να παρακολουθήσει την εξέλιξη του κινηματογράφου και να αναβιώσει την εποχή του παλιού σινεμά. Στο μουσείο φιλοξενούνται διάφορα αντικείμενα από τη συλλογή του Νίκου Μπιλιλή και συγκεκριμένα κινηματογραφικές μηχανές λήψης και προβολής, εμφανιστήρια, φακοί, τιτλέζες, φωτογραφίες από ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου και συναφές υλικό. Είναι επίσης διαθέσιμο κινηματογραφικό αρχείο. Εντύπωση προκαλούν στον επισκέπτη οι γιγαντοαφίσες.

Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης
Το μουσείο ιδρύθηκε το 1997 μετά την απόκτηση της Συλλογής του Γεωργίου Κωστάκη με έργα καλλιτεχνών της ρωσικής πρωτοπορίας. Από τότε εξελίσσεται συνεχώς και σήμερα είναι ένα από τα κύρια μουσεία στον τομέα του. Τα έργα της συλλογής έχουν παρουσιαστεί σε πολλές χώρες όπως τη Γερμανία, την Αυστρία, τη Γαλλία, την Αγγλία, την Ισπανία. Ο πρώτος καλλιτεχνικός διευθυντής του ΚΜΣΤ ήταν ο καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης του ΑΠΘ Μιλτιάδης Παπανικολάου. Από το 2006 καλλιτεχνική διευθύντρια του ΚΜΣΤ είναι η Μαρία Τσαντσάνογλου, εξειδικευμένη επιστημονικά στη μελέτη της ρωσικής πρωτοπορίας. Το μουσείο διοργανώνει εκθέσεις τόσο από την μόνιμη συλλογή όσο και άλλες περιοδικές εκθέσεις μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης. Ταυτόχρονα διοργανώνει ξεναγήσεις, εκπαιδευτικά και ερευνητικά προγράμματα, παράλληλες εκδηλώσεις λόγου, θεάτρου και μουσικής και έχει πλούσια εκδοτική δραστηριότητα. Το μουσείο έχει αναπτύξει διεθνείς συνεργασίες και συμπαραγωγές με μεγάλα μουσεία όπως η Tate Modern, το Martin Gropius Bau, το Μουσείο Maillol, η Πινακοθήκη Τρετιάκοφ, το Κρατικό Μουσείο Αρχιτεκτονικής της Μόσχας, η Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου κ.ά. Το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης είναι ο διοργανωτής της Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης.

Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας-Θράκης
Το μουσείο ιδρύθηκε το 1970 και ουσιαστικά διαδέχτηκε το Λαογραφικό Μουσείο Βορείου Ελλάδος, που είχε ιδρυθεί από τη Μακεδονική Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα. Στεγάζεται σε κτίριο, που ήταν γνωστό ως Παλαιό Κυβερνείο. Το κτίριο αυτό κτίστηκε το 1906 από τον αρχιτέκτονα Μοδιάνο, στην οδό Βασιλίσσης Όλγας 68. Στο Μουσείο λειτουργούν δύο μόνιμες εκθέσεις: α) Στους Μύλους της Μακεδονίας και της Θράκης Νερόμυλοι Νεροπρίονα Νεροτριβές Μαντάνια στην Παραδοσιακή Κοινωνία, β) Παραδοσιακές ενδυμασίες της Μακεδονίας και της Θράκης 1860 - 1960. Η αρχιτεκτονική του κτιρίου χαρακτηρίζεται από τάσεις εκλεκτικιστικές, ενώ έντονες είναι οι επιδράσεις της αρ νουβό. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο εξώστης (λότζια), που βλέπει προς τη θάλασσα και αποτελείται από δύο ορόφους. Στη συλλογή του Μουσείου ο επισκέπτης θα βρει κεντήματα, υφαντά, φορεσιές, εργαλεία και σκεύη του σπιτιού, όπλα και παραδοσιακά μουσικά όργανα. Επίσης, εκτίθενται είδη ξυλογλυπτικής, ξυλοτεχνίας και μεταλλοτεχνίας. Ανάμεσα στα άλλα το Μουσείο διαθέτει βιβλιοθήκη και δισκοθήκη. Οι συλλογές του περιλαμβάνουν σήμερα πάνω από 20.000 αντικείμενα.

Μουσείο Λευκού Πύργου
Από το 1983 έως το 1985 η Αρχαιολογική Υπηρεσία συντήρησε και αναστήλωσε το μνημείο και το διαμόρφωσε σε εκθεσιακό χώρο. Από το 1985 έως το 1994 λειτούργησε η μόνιμη έκθεση «Θεσσαλονίκη: Ιστορία και Τέχνη». Το 1994 άνοιξε το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και τα εκθέματα άρχισαν να μεταφέρονται σταδιακά σε αυτό. Το 2001 παρουσιάστηκε στο Λευκό Πύργο η έκθεση «Καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο» στο πλαίσιο του δικτύου τριών εκθέσεων με το γενικό τίτλο «Ώρες Βυζαντίου, Έργα και Ημέρες στο Βυζάντιο». Το 2002 παρουσιάστηκε έκθεση έργων του ζωγράφου και συντηρητή αρχαιοτήτων Φώτη Ζαχαρίου με τον τίτλο «Άθως: Αποτυπώσεις και Μνήμες». Ανήκει διοικητικά στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού κι από το 2006 λειτουργεί μόνιμα ως Μουσείο Πόλης της Θεσσαλονίκης. Φιλοδοξία του μουσείου είναι να αποτελέσει την αφετηρία μιας περιήγησης στη Θεσσαλονίκη, χωρίς να υποκαθιστά τους υπόλοιπους μουσειακούς χώρους. Η μόνιμη έκθεση, που οργανώθηκε από το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, παρουσιάζει με συνοπτικό τρόπο όψεις της ιστορίας της Θεσσαλονίκης διαχρονικά, με στόχο να κεντρίσει το ενδιαφέρον των επισκεπτών να γνωρίσουν καλύτερα την πόλη, τα μνημεία και τα θεματικά μουσεία της. Οι θεματικές ενότητες που αναπτύσσονται στο ισόγειο, στους πέντε ορόφους και στο δώμα του Λευκού Πύργου αναφέρονται στη θέση της Θεσσαλονίκης στον γεωγραφικό χώρο, στις μεταμορφώσεις του δομημένου χώρου, σε σημαντικές στιγμές της ιστορίας της, όπως αυτές αναδεικνύονται μέσα από τα μνημεία της, στην κομβική εμπορική της θέση στο σταυροδρόμι χερσαίων και θαλάσσιων δρόμων, στους κατοίκους της, στην πνευματική και πολιτιστική ζωή της, αλλά και στις γεύσεις της. Οι επισκέπτες έχουν την ευκαιρία να πραγματοποιήσουν ένα γοητευτικό ταξίδι στο χρόνο από την ίδρυση της Θεσσαλονίκης έως και το πρόσφατο παρελθόν της, με συνοδεία τους ήχους, την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, το πνεύμα και τις γεύσεις της πόλης. Σε κάθε ενότητα έχουν προβλεφθεί δύο επίπεδα πληροφόρησης: στον κεντρικό χώρο του ορόφου αναπτύσσεται κάθε θέμα συνοπτικά, ενώ στα περιμετρικά δωμάτια υπάρχουν εφαρμογές για εμβάθυνση σε επί μέρους πτυχές του, επιτρέποντας στους επισκέπτες να επιλέξουν τον ρυθμό με τον οποίο θα κινηθούν. Ο εξώστης του Λευκού Πύργου λειτουργεί όχι μόνο ως χώρος θέασης της πόλης και της γύρω περιοχής, αλλά και ως προέκταση του εκθεσιακού χώρου. Σε επιλεγμένες επάλξεις έχουν τοποθετηθεί ενημερωτικές πινακίδες, που πληροφορούν τον επισκέπτη για το τι βλέπει σήμερα και τι έβλεπε κανείς άλλοτε. Οι πληροφορίες παρουσιάζονται κατά κύριο λόγο μέσα από ένα εντυπωσιακό σύνολο εφαρμογών εικόνας και ήχου, με τη μορφή προβολών, παρουσιάσεων βίντεο και διαφανειών, ηχητικών ντοκουμέντων και πολυμεσικών εφαρμογών σε οθόνες αφής, που συνδυάζονται αρμονικά με τον περιορισμένο αριθμό αρχαίων αντικειμένων που εκτίθενται. Ιδιώτες συλλέκτες από την Ελλάδα και το εξωτερικό και φορείς πολιτισμού συνεισέφεραν γενναιόδωρα υλικό για την οργάνωση της έκθεσης.

Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα
Bρίσκεται στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στην οδό Προξένου Κορομηλά, δίπλα στη Μητρόπολη. Στεγάζεται σ’ ένα νεοκλασικό κτήριο, σχεδιασμένο από τον Έρνστ Τσίλλερ. Στους χώρους του στεγάζεται επίσης το Κέντρο Έρευνας Μακεδονικής Ιστορίας και Τεκμηρίωσης (ΚΕΜΙΤ). Στις 6 αίθουσες του ισογείου προβάλλονται παραστατικά οι κυριότερες φάσεις της ιστορίας της Μακεδονίας του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, καθώς και οι κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις που επηρέασαν αποφασιστικά το μέλλον του Ελληνισμού της περιοχής. Οι όψεις του αγώνα αναδεικνύονται σε θεματικές νεότητες αφιερωμένες στους επώνυμους και ανώνυμους Μακεδονομάχους, στον κλήρο, στο ελληνικό προξενείο Θεσσαλονίκης, στην εμβληματική φυσιογνωμία του Παύλου Μελά κ.ά. Ακολουθεί η συνοπτική παρουσίαση του κινήματος των Νεότουρκων και των Βαλκανικών Πολέμων. Στο υπόγειο εκτίθενται διοράματα που προβάλλουν με ζωντάνια αντιπροσωπευτικά «στιγμιότυπα» του Μακεδονικού Αγώνα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν ο πρώτος που αποφάσισε, το 1917 να ιδρυθεί μουσείο για τους ήρωες της Μακεδονίας αλλά και τον πολιτισμό της Μακεδονίας. Σκοπός του μουσείου ήταν να συγκεντρωθούν «...όλα τα άξια λόγου αρχαιολογικά ευρήματα, τα σημειούντα τους διαφόρους ιστορικούς και καλλιτεχνικούς σταθμούς δι’ ων διήλθεν η Μακεδονία, από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των χρόνων της Τουρκοκρατίας, συμπεριλαμβανομένων». Η προσπάθεια όμως αυτή δεν απέδωσε καρπούς και το 1965 το θέμα επανέφερε η κυβέρνηση του Στέφανου Στεφανόπουλου. Με βάση το σχετικό διάταγμα το μουσείο θα στεγαζόταν στο κτήριο όπου λειτουργούσε το Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στη Θεσσαλονίκη από το 1894 μέχρι και το 1912, που σχεδίασε ο Έρνστ Τσίλλερ. Εκεί βρισκόταν το επιτελικό κέντρο του Μακεδονικού Αγώνα. Τελικά, μόλις το 1979 ιδρύθηκε στη συμπρωτεύουσα το Σωματείο «Οι φίλοι του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα» (ΝΠΙΔ), που υπήρξε ο αρχικός φορέας του μουσείου, και εγκαινιάστηκε το 1982 από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Ελλάδας, Κωνσταντίνο Καραμανλή. Το 1999 συστάθηκε από το σωματείο «Οι Φίλοι του Μουσείου του Μακεδονικού Αγώνα» το κοινωφελές Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα, στο οποίο έκτοτε περιήλθε η ευθύνη του μουσείου και του ερευνητικού του κέντρου (ΚΕΜΙΤ). Το Κέντρο Έρευνας Μακεδονικής Ιστορίας και Τεκμηρίωσης, το οποίο εποπτεύεται από Επιστημονική Επιτροπή, αποτελεί οργανικό μέρος του Ιδρύματος. Σκοπό έχει την επιστημονική μελέτη και τεκμηρίωση της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας της Μακεδονίας. Το ΚΕΜΙΤ διαθέτει πλούσιες αρχειακές συλλογές εγγράφων, φωτοθήκη, εξειδικευμένη βιβλιοθήκη και ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων. Συγκεντρώνει και επεξεργάζεται αρχειακό υλικό, εκδίδει επιστημονικές μελέτες και οργανώνει επιστημονικές ημερίδες και συνέδρια.

Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης
Είναι ένα από τα τρία μουσεία σύγχρονης τέχνης στην πόλη. Καλύπτει όλους τους τομείς της σύγχρονης τέχνης. Ιδρύθηκε το 1979 μετά από δωρεά 47 έργων τέχνης του συλλέκτη Αλέξανδρου Ιόλα. Μετά από άλλες δωρεές το μουσείο στεγάζει σήμερα 2.000 έργα τέχνης. Από το 2000 έχει αρχίσει να λειτουργεί στο μουσείο και μια επιστημονική βιβλιοθήκη, που διαθέτει 2.000 βιβλία. Το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης βρίσκεται μέσα στο χώρο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, στα όρια του εμπορικού κέντρου της πόλης.

Ολυμπιακό Μουσείο Θεσσαλονίκης
Το μοναδικό Ολυμπιακό Μουσείο της χώρας βρίσκεται σε μια περιοχή με έντονη αθλητική, εκπαιδευτική και πολιτιστική δραστηριότητα. Γειτνιάζει άμεσα με το Καυτανζόγλειο Στάδιο και με την ευρύτερη περιοχή του Α.Π.Θ. Ιδρύθηκε το 1998, με την ονομασία Μουσείο Αθλητισμού, μετά από πρωτοβουλία και συνεργασία του Υπουργείου Πολιτισμού, της Ειδικής Γραμματείας Αθλητισμού Μακεδονίας-Θράκης και τη συμμετοχή εκπροσώπων Αθλητικών Ομοσπονδιών και Ενώσεων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Σκοπός του Μουσείου, που παραμένει ζωντανός μέχρι σήμερα, ήταν η συλλογή, διατήρηση, καταγραφή και τεκμηρίωση της ιστορίας του αθλητισμού καθώς και η ανάδειξή του σ’ ένα χώρο «ενεργό» και «ζωντανό», με εκπαιδευτικό κατά βάση χαρακτήρα. Από την ίδρυσή του μέχρι το 2004 (χρονιά τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα) το Μουσείο στεγαζόταν σε όροφο νεοκλασικού κτιρίου, όπου η μικρή επιφάνεια των 300 τ.μ., περιόριζε τις εκθεσιακές και εκπαιδευτικές του δράσεις. Το 2004, το μουσείο εγκαταστάθηκε σε νέο κτίριο, αφιερωμένο εξαρχής να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του Μουσείου Αθλητισμού, στο οικοδομικό τετράγωνο του Καυτανζόγλειου σταδίου, στάδιο που φιλοξένησε προκριματικούς αγώνες στα πλαίσια των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Το νέο κτίριο του Μουσείου Αθλητισμού, εγκαινιάστηκε από τον Πρόεδρο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, Δρ. Ζακ Ρογκ. Πρόκειται για ένα μοντέρνο κτίριο, συνολικής επιφάνειας 4.500 τ.μ., που σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε ακολουθώντας τις προδιαγραφές που απαιτεί η σύγχρονη μουσειακή αρχιτεκτονική. Στις 30 Ιανουαρίου 2008 η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή, μετά από σχετική εισήγηση της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής αναγνωρίζοντας την προσφορά του Μουσείου Αθλητισμού στον αθλητικό και πολιτιστικό χώρο, το μετονόμασε σε Ολυμπιακό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Η οργάνωση της πρώτης μόνιμης έκθεσης αφιερωμένης στους Ολυμπιακούς Αγώνες και τα Ολυμπιακά Αθλήματα, αποτέλεσε άμεση προτεραιότητα του νέου Μουσείου. Η έκθεση αποτελείται από ιστορικά αρχεία και αντικείμενα όλων των Ολυμπιακών Αγώνων, αντικείμενα Ελλήνων Ολυμπιονικών, μετάλλια, δάδες, ενθυμήματα από τις ολυμπιακές διοργανώσεις και εξοπλισμό των αθλημάτων. Νέα αποστολή του Μουσείου αποτελεί όχι μόνο η καταγραφή και ανάδειξη της αθλητικής κληρονομιάς, αλλά επίσης, η διαφύλαξη και προβολή της ολυμπιακής ιστορίας της χώρας και η ανάδειξη του ολυμπιακού ιδεώδους. Το Ολυμπιακό Μουσείο αποτελείται από τέσσερις αίθουσες εκθέσεων (μόνιμη έκθεση αφιερωμένη στους Ολυμπιακούς Αγώνες με τίτλο «Ανάδειξη της Αθλητικής Ιστορίας και του Ολυμπιακού Πνεύματος», μόνιμη διαδραστική έκθεση μηχανημάτων με τίτλο «Επιστήμη των Αθλημάτων», μόνιμος εκθεσιακός χώρος με παράλληλη εκθεσιακή δράση και προσομοίωση γηπέδου στίβου και τέλος εκθεσιακός χώρος περιοδικών εκθέσεων). Όλοι οι εκθεσιακοί χώροι, περιλαμβάνουν ειδικούς χώρους φιλοξενίας εκπαιδευτικών δράσεων και χώρους εκπαιδευτικών εργαστηρίων. Τέλος, το Ολυμπιακό Μουσείο διαθέτει στους κοινόχρηστους χώρους του, αμφιθέατρο 300 ατόμων, δύο αίθουσες πολλαπλών χρήσεων, πωλητήριο και ένα μεγάλο χώρο υποδοχής κοινού, που μπορεί να φιλοξενήσει περιοδικές εκθέσεις μικρής έκτασης αλλά και εκδηλώσεις γενικότερου ενδιαφέροντος. Το Ολυμπιακό Μουσείο Θεσσαλονίκης δίνει μεγάλη σημασία στις νέες τεχνολογίες για την εξυπηρέτηση των σκοπών της συλλεκτικής, εκθεσιακής και επικοινωνιακής του πολιτικής. Το 2007 σχεδιάστηκε εικονική περιήγηση της έκθεσης Στίβου ενώ σήμερα στο site του Ολυμπιακού Μουσείου φιλοξενούνται οι δύο ψηφιακές διαδραστικές εκθέσεις, «Παραολυμπιακοί Αγώνες» και «Μετάλλια και Δάδες». Η επικοινωνία του Ολυμπιακού Μουσείου με το ευρύ κοινό ενισχύεται με την έκδοση μιας έντυπης εφημερίδας και την αποστολή μηνιαίας ηλεκτρονικής ενημέρωσης. Επιπλέον, το Ολυμπιακό Μουσείο εκδίδει καταλόγους όλων των εκθέσεών του, καθώς και πρακτικά των συνεδρίων που οργανώνει.

Πολεμικό Μουσείο
Το Μουσείο εγκαινιάστηκε στις 27 Οκτωβρίου του 2000 και βρίσκεται στο Πεδίο του Άρεως, κοντά στο Αρχαιολογικό Μουσείο και στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού. Στεγάζεται σε κτήριο που κατασκευάστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα από τον Ιταλό Βιταλιάνο Ποσέλι. Στο πωλητήριο διατίθενται προς πώληση οι εκδόσεις του υπουργείου Εθνικής Άμυνας, του Πολεμικού Μουσείου, ιστορικά βιβλία και αναμνηστικά. Παράλληλα, λειτουργεί βιβλιοθήκη με πλούσια βιβλιογραφία για τα στρατιωτικά θέματα και την ιστορία της Ελλάδας. Εξάλλου, τους χώρους του μουσείου συμπληρώνει ένα αμφιθέατρο με εξήντα θέσεις, καθώς και μία αίθουσα πολλαπλών χρήσεων, εξοπλισμένα με όλα τα σύγχρονα οπτικοακουστικά μέσα, στα οποία οργανώνονται συνέδρια, διαλέξεις και διάφορες εκδηλώσεις. Παρουσιάζονται οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Μικρασιατική Καταστροφή, ο Πόλεμος του 1940. διάφορες μάχες στη Μακεδονία και στην Κρήτη, η Κατοχή και η Αντίσταση, καθώς επίσης και η συμμετοχή των ελληνικών δυνάμεων στις επιχειρήσεις των Συμμάχων στη Νορμανδία και στην Αφρική. Στα εκθέματα βλέπουμε μεταξύ άλλων στολές και όπλα εποχής, φωτογραφίες. χάρτες, λιθογραφίες, πίνακες ζωγραφικής και επιστολικά δελτάρια. Επίσης, ο επισκέπτης του Μουσείου μπορεί να δει παρόμοια αντικείμενα προερχόμενα από στρατούς άλλων βαλκανικών χωρών.

Σιδηροδρομικό Μουσείο
Το Μουσείο, που λέγεται και Σιδηροδρομικό Μουσείο Κορδελιού Θεσσαλονίκης, βρίσκεται στην οδό Μοναστηρίου 128, στην περιοχή Διαλογής του Δήμου Κορδελιού. Στεγάζεται στο αναπαλαιωμένο κτίριο του 1894, που χρησίμευε ως στρατιωτικός σταθμός, στην ιστορική «Στρατιωτική Στάση» ενός μικρού Σιδηροδρομικού Σταθμού με πολύ σημαντική ιστορία. Σήμερα αυτό το όμορφο κτίριο (ένα πανομοιότυπο είναι και η στρατιωτική στάση της Αλεξανδρούπολης) είναι η έδρα του Μουσείου, αλλά και της Λέσχης του Συλλόγου Φίλων του Σιδηροδρόμου Θεσσαλονίκης. Το Μουσείο εγκαινιάσθηκε και άρχισε να λειτουργεί το 2000. Στο Μουσείο Κορδελιού, το παρελθόν αναβιώνει μέσα από χάρτες, σάλπιγγες μετάδοσης ακουστικών σημάτων, σήμαντρα ακύρωσης εισιτηρίων, μαγνητικά τηλέφωνα, τηλέγραφο, φανάρια, ρολόγια, γραφεία, γραφομηχανές, σημάνσεις και ό,τι άλλο έχουν καταφέρει να συγκεντρώσουν τα μέλη του Μουσείου. Ο επισκέπτης μπορεί να δει το γραφείο του σταθμάρχη, στοιχεία για ατμομηχανές και ντιζελομηχανές του παρελθόντος, παλαιά βαγόνια καθώς και εργαλεία σιδηροδρομικών. Εκτίθεται, επίσης, μέρος από τα έπιπλα που είχαν τα μέλη της τέως βασιλικής οικογένειας στα ιδιαίτερα βαγόνια τους. Μέχρι και έπιπλο-νιπτήρα από το «βασιλικό συρμό» μπορεί να δει ο επισκέπτης του μουσείου. Είναι ένα από τα λίγα πράγματα του «βασιλικού τρένου» που διασώθηκαν. Στον προαύλιο χώρο του μουσείου εκτίθεται ένα από τα πιο διάσημα βαγόνια του «Orient Express», το οποίο μπορεί να επισκεφθεί το κοινό. Πρόκειται για ένα βαγόνι-ρεστοράν του «Orient Express», αγγλικής κατασκευής και χρονολογείται από το 1900. Αποτέλεσε κομμάτι του αυθεντικού Όριεντ Εξπρές, που από το 1883 ταξίδευε με αφετηρία το Παρίσι και έφτανε ως την Κωνσταντινούπολη, και ήταν το περιβόητο τρένο για το οποίο γυρίστηκαν περισσότερες από 1800 ταινίες και αυτό που απετέλεσε πηγή έμπνευσης για τη διάσημη συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων Αγκάθα Κρίστι. Το βαγόνι αυτό, μετά από παραχώρηση του ΟΣΕ, ανακαίνισαν οι «Φίλοι του Σιδηρόδρομου Θεσσαλονίκης». Ανάμεσα στα εκθέματα του μουσείου είναι και μια ξύλινη καρέκλα, στην οποία κάθισε το 1913 ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Υπεύθυνος του μουσείου είναι ο κ. Ευθύμιος Κοντόπουλος, πρόεδρος του Συλλόγου Φίλων του Σιδηροδρόμου Θεσσαλονίκης, που έχει υπηρετήσει το σιδηρόδρομο επί 35 χρόνια, ενώ για άλλα 20 χρόνια αγωνίζεται για την ιστορία του. Ο ίδιος και τα μέλη υποστήριξης του Μουσείου σχεδιάζουν να προσθέσουν στην υπάρχουσα συλλογή του Μουσείου νέες στολές σιδηροδρομικών, ώστε να «εκπροσωπούνται» όλες οι χώρες των Βαλκανίων. To Μουσείο το επισκέπτονται συχνά πολλά σχολεία. Και επειδή «ένα μηχανικό μουσείο πρέπει να έχει κίνηση», στην αυλή τα παιδιά έρχονται σε επαφή με το τρένο και μπορούν να ανέβουν στη μηχανοκίνητη και χειροκίνητη δραιζίνα. Στον ίδιο χώρο του Μουσείου, σε ειδικά διαμορφωμένο βαγόνι φιλοξενήθηκε πρόσφατα έκθεση για την ιστορία του σιδηρόδρομου στη Βόρεια Ελλάδα και τη συμβολή του σιδηροδρόμου στο Μακεδονικό Αγώνα.

Μουσείο Αρχαίων, Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μουσικών Οργάνων
Το μουσείο ιδρύθηκε το 1977 και λειτουργεί από το 1997. Στεγάζεται σε αναπαλαιωμένο κτίριο με τρεις ορόφους, στην περιοχή Λαδάδικα. Το γεγονός ότι ο περισσότερος κόσμος είχε λίγες γνώσεις για το μουσικό πολιτισμό που αναπτύχθηκε στα αρχαία και στα βυζαντινά χρόνια, υπαγόρευσε την ίδρυση του μουσείου. Στόχος του μουσείου είναι να αναδείξει την εκπληκτική ομορφιά της Κοσμικής Αρχαίας και Βυζαντινής Μουσικής μέσα από εικαστικές μαρτυρίες. Ο χώρος είναι ανοικτός μέσω διεθνών τηλεπικοινωνιακών δικτύων σε όλους τους ερευνητές του κόσμου. Στο μουσείο φιλοξενούνται πάνω από 200 όργανα που χρησιμοποιήθηκαν στον ελλαδικό χώρο από το 2.800 π.Χ. ως τις αρχές του 20ού αιώνα, τα οποία ανακατασκευάστηκαν, με τη βοήθεια του Α.Π.Θ. Η ανακατασκευή τους έγινε με βάση φιλολογικές και εικαστικές μαρτυρίες. Τα όργανα συνοδεύονται από τις εικαστικές μαρτυρίες που υπάρχουν για το καθένα από αυτά, όπως αγγεία, ειδώλια, γλυπτά κλπ. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο επισκέπτης μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να ακούσει και τον ήχο κάποιων από τα όργανα. Το Μουσείο περιλαμβάνει τα εξής τμήματα: Τμήμα Οργανολογικής Έρευνας: Πρόκειται για τη δημιουργία παγκόσμιου corpus εικαστικών μαρτυριών (αγγεία, γλυπτά, τοιχογραφίες κλπ.) που αναφέρονται ως ελληνικά μουσικά όργανα από την εποχή του χαλκού έως το 1830. Μουσικολογικό Τμήμα: Αφορά τη συστηματική ηλεκτρονική καταγραφή των έργων που περιέχονται σε χειρόγραφους κώδικες του Αγίου Όρους, κρατικών βιβλιοθηκών και ιδιωτικών συλλόγων. Τμήμα Μουσικών Σπουδών: Απευθύνεται σε παιδιά, εφήβους ή και επαγγελματίες μουσικούς, οι οποίοι θέλουν να μάθουν την αρχαία και τη βυζαντινή μουσική γραφή, αλλά και να παίζουν τα αρχαία και βυζαντινά μουσικά όργανα.

Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών
Ιδρύθηκε το 1972 με τη δωρεά ολόκληρης της περιουσίας και της συλλογής έργων τέχνης του Νέστορα και της Αλίκης Τέλλογλου. Στεγάζεται σ’ ένα μοντέρνο κτίριο στην βόρεια πλευρά του Α.Π.Θ., που εγκαινιάστηκε τον Δεκέμβριο του 1999. Στη συνέχεια, η αρχική συλλογή έργων τέχνης του ιδρύματος εμπλουτίστηκε με τις δωρεές πολλών φίλων της τέχνης, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται και οι Τώνης και Ιωάννα Σπητέρη, Γεώργιος Μουρέλος, Δημήτριος Τσάμης και άλλοι. Κύριος στόχος του ιδρύματος αποτελεί η συστηματική γνωριμία του κοινού με την Τέχνη και η προβολή των έργων τέχνης του Ιδρύματος. Ταυτόχρονα το Ίδρυμα ενισχύει την καταγραφή και μελέτη της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας. Τέλος, μέσω διαφόρων εκπαιδευτικών προγραμμάτων, το Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών προσπαθεί να εξοικειώσει τους νέους (μαθητές και φοιτητές) με την Τέχνη. Η αρχική δωρεά του Νέστορα και της Αλίκης Τέλογλου περιλαμβάνει διάφορα έργα τέχνης από ποικίλους πολιτισμούς και αποτελεί μέχρι και σήμερα τον πυρήνα της συλλογής του Ιδρύματος. Συγκεκριμένα υπάρχουν ελληνιστικά και ρωμαϊκά αγγεία, εδώλια της ελληνιστικής εποχής, κομμάτια κινεζικής και αραβικής τέχνης (βάζα, πιάτα κοκ) και περσικές μινιατούρες. Επίσης πολύ σημαντικό κομμάτι της συλλογής αποτελούν τα έργα σημαντικών Ελλήνων και Ευρωπαίων καλλιτεχνών από τον 19ο και 20ό αιώνα: γλυπτά, λάδια, σχέδια, χαρακτικά και ακουαρέλες. Η συλλογή έχει εμπλουτιστεί επίσης με διάφορες αγορές έργων τέχνης που έχουν γίνει, καθώς επίσης και από δωρεές πολλών καλλιτεχνών ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται και οι εξής: Δημήτριος Τσάμης, Νικ. Γύζης, Σ. Σαββίδης, Ευάγ. Ιωαννίδης, Νικ. Λύτρας, Κ. Παρθένης, Γερ. Στέρης, Φ. Κόντογλου, Κ. Μαλέας, Γ. Σπυρόπουλος, ο Γ. Μπουζιάνης, Θ. Τσίγκος, Ν. Εγγονόπουλος, Δ. Μυταράς και πολλοί άλλοι. Το κτίριο όπου στεγάζεται το Ίδρυμα έχει συνολικό εμβαδό 6500 τετραγωνικά μέτρα και βρίσκεται στην βόρεια πλευρά του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το κτίριο περιβάλλεται από ένα αλσύλλιο έκτασης 24 στρεμμάτων και αποτελεί κόσμημα για την πόλη, αφού η αρχιτεκτονική του αποτελεί εφαρμογή των πλέον σύγχρονων και καινοτόμων απόψεων μουσειακού σχεδιασμού. Ο εκθεσιακός χώρος του Ιδρύματος καταλαμβάνει συνολική επιφάνεια 2500 τετραγωνικών μέτρων και εκτείνεται σε τρεις διαφορετικούς ορόφους. Επίσης έχει εγκατασταθεί ειδικό σύστημα κλιματισμού ούτως ώστε να διατηρούνται οι επιθυμητές συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας στον χώρο της έκθεσης και να μην φθείρονται τα έργα τέχνης. Το κτίριο περιλαμβάνει επίσης ένα συνεδριακό κέντρο μεσαίου μεγέθους πλήρως εξοπλισμένο, το οποίο χρησιμοποιείται συχνά για την διεξαγωγή σεμιναρίων, παρουσιάσεων και συνεδρίων. Η χωρητικότητα του αμφιθεάτρου είναι 230 θέσεις και είναι εξοπλισμένο με ένα σύγχρονο σύστημα ηχητικής εγκατάστασης, ενώ διαθέτει πρόσβαση για άτομα με ειδικές ανάγκες. Δίπλα από το αμφιθέατρο υπάρχουν διάφοροι βοηθητικοί χώροι που χρησιμοποιούνται για την άρτια διεξαγωγή των διαφόρων εκδηλώσεων. Η βιβλιοθήκη του Ιδρύματος περιλαμβάνει γύρω στου 15000 τόμους, οι οποίοι προέρχονται κυρίως από την δωρεά του Τώνη και της Ιωάννας Σπητέρη. Η συλλογή βιβλίων περιλαμβάνει σπάνιες εκδόσεις και μία πληθώρα περιοδικών εκδόσεων τέχνης. Επίσης, ένας μεγάλος αριθμός βιβλίων της βιβλιοθήκης προέρχεται από την δωρεά της Ελένης Λαζαρίδου και των καθηγητών Κ. Καλοκύρη και Ιωάννη Μουρέλου. Το υπερσύγχρονο σύστημα κινητών μεταλλικών αρχειοθηκών που χρησιμοποιείται διασφαλίζει την προστασία της συλλογής βιβλίων από διάφορες φυσικές καταστροφές και φθορές, συμπεριλαμβανομένου της φωτιάς και της πλημμύρας. Τέλος, μέσα στο χώρο του Ιδρύματος λειτουργεί και Café.

Μουσείο Φωτογραφίας
Το 1987 οι Άρης Γεωργίου, Απόστολος Μαρούλης και Γιάννης Βανίδης ίδρυσαν το Ελληνικό Μουσείο Φωτογραφίας, δημιουργώντας μία πρώτη φωτογραφική συλλογή και συγχρόνως θέτοντας τον πρώτο θεμέλιο λίθο για την ίδρυση ενός μουσείου σύγχρονης φωτογραφίας. Το 1988 ο Άρης Γεωργίου ξεκίνησε την Photosynkyria, το ετήσιο διεθνές φεστιβάλ φωτογραφίας της πόλης, το οποίο κληροδότησε στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης το 2000. Έως το 2006 το Διεθνές Φεστιβάλ πραγματοποιείτο κατά τους μήνες Φεβρουάριο-Απρίλιο, παρουσιάζοντας 30 εκθέσεις ετησίως. Το 1995 ο Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης Θεσσαλονίκη προχώρησε στη σύσταση Συμβουλευτικής Επιτροπής, με πρόεδρο τον Γιώργο Κατσάγγελο, για την ίδρυση του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης. Το 1997, θεσμοθετείται το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης στα πλαίσια του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και το 1998, με διευθυντή τον αρχιτέκτονα και φωτογράφο κ. Άρη Γεωργίου, ξεκινά η συγκρότησή του. Το 2003 διορίζεται διευθυντής ο καθηγητής των Α.Τ.Ε.Ι. Φωτογραφίας και Οπτικοακουστικών Τεχνών, κ. Κώστας Αντωνιάδης, τον οποίο διαδέχεται ο επιμελητής και καλλιτεχνικός διευθυντής του Φωτογραφικού Κέντρου Σκοπέλου, κ. Ευάγγελος Ιωακειμίδης (2/09/2005). Από το Δεκέμβριο του 2001 το Mουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης στεγάζεται στον πρώτο όροφο της Aποθήκης A στο Λιμάνι Θεσσαλονίκης. Στο ίδιο κτίριο στον ισόγειο χώρο στεγάζεται το Μουσείο Κινηματογράφου . Η Αποθήκη Α, εμβαδού 1.100 τ.μ., κτίστηκε το 1910 μαζί με το παλιό Tελωνείο του λιμανιού, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ελί Μοδιάνο και είναι χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής μορφολογίας που επικράτησε στην Eυρώπη, στα βιομηχανικά κτίρια του τέλους του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Tο κτίριο όπως και τα άλλα στην πρώτη προβλήτα της ίδιας εποχής, κρίθηκε ως διατηρητέο και προστατευόμενο από την Πολιτεία με απόφαση του Yπουργείου Πολιτισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου