29 Αυγ 2011

Η μάχη του Μαραθώνα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η μάχη του Μαραθώνα, που κατά πάσα πιθανότητα διεξήχθη την 11η Σεπτεμβρίου του έτους 490 π.Χ., υπήρξε η πρώτη από συνολικά τρεις μάχες, όπου οι Αθηναίοι νίκησαν τον κατά πολύ μεγαλύτερο στρατό και το ναυτικό των Περσών, με μικρή μόνον υποστήριξη από άλλες ελληνικές πόλεις. Με τις νίκες αυτές αναχαιτίστηκε η πρώτη απόπειρα μιας φιλόδοξης ασιατικής εισβολής στην Ευρώπη και συγχρόνως τέθηκαν τα θεμέλια για την ανάπτυξη της Αθήνας ως κυρίαρχης δύναμης. Η μάχη του Μαραθώνα υπήρξε, σχετικά με το αποτέλεσμα της, η πιο ασήμαντη, επειδή δεν οδήγησε σε καμιά πολιτική απόφαση.
Χρονογράφος της είναι ο Ηρόδοτος, που περιγράφει τα γεγονότα με πατριωτικό ύφος. Όταν έγραψε την ιστορία του, είχαν περάσει ήδη πάνω από 40 χρόνια από τη μάχη και στον ελληνικό κόσμο είχαν επέλθει τεράστιες αλλαγές. Ο Μιλτιάδης, ένας από τους «πατέρες της νίκης», είχε πεθάνει και δε γνωρίζουμε αν ο Ηρόδοτος κατόρθωσε να μιλήσει με αυτόπτες μάρτυρες που είχαν λάβει μέρος στη μάχη.
Μετά από 560 χρόνια, ο Παυσανίας μπόρεσε να θαυμάσει και να περιγράψει το μνημείο της μάχης στην Ποικίλη Στοά και να αναφέρει ότι «στο πεδίο της μάχης ακούγονταν κάθε νύχτα χρεμετίσματα ίππων και άνδρες να μάχονται» στον Μαραθώνα.

ΚΥΡΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ
Το 549 π.Χ., 60 χρόνια πριν τη μάχη του Μαραθώνα, ο Κύρος ο Μέγας ενοποίησε όλες τις φυλές στο τμήμα αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως Κεντρικό Ιράν. Ξεχύθηκε από τα βουνά μ’ ένα στρατό που αποτελείτο από ελαφρύ και βαρύ πεζικό, καθώς και από ιππικό. Ήταν αυτός που συνειδητοποίησε τη σπουδαιότητα του ιππικού και προσλάμβανε φυλές που είχαν μεγαλώσει με τα άλογα, ξεκινώντας έτσι την παράδοση του ιππικού στον περσικό στρατό. Όταν ο περσικός στρατός άρχιζε τις εχθροπραξίες, συνήθως αποτελείτο κατά 80% από πεζικό και κατά 20% από ιππικό. Αυτός ο συνδυασμός καθιστούσε τους Πέρσες ασταμάτητους στις ανοιχτές πεδιάδες της Ασίας. Καθώς το πεζικό χτυπούσε το μέτωπο της εχθρικής γραμμής, το ιππικό επιτίθετο από τα πλευρά, προκαλώντας τη διάσπαση της εχθρικής γραμμής.
Μέσα σε είκοσι χρόνια, ο Κύρος κατέκτησε τέσσερα μεγάλα βασίλεια σε όλη την Ασία: τη Μυδία, τη Λυκία, τη Λυδία και τελικά το 539 π.Χ. ανέτρεψε την ισχυρή Βαβυλώνα. Κυβερνούσε τώρα μια αυτοκρατορία που εκτεινόταν από την Ινδία μέχρι την Αίγυπτο. Η Περσική αυτοκρατορία ήταν η μεγαλύτερη και πιο επιτυχημένη αυτοκρατορία στη μακρά ιστορία των αυτοκρατοριών της Εγγύς Ανατολής.
Διαίρεσε την αυτοκρατορία του σε επαρχίες, που ονομάστηκαν σατραπείες. Αντί να αναγκάσει τους κατακτημένους λαούς να υιοθετήσουν τις περσικές πεποιθήσεις, ο Κύρος τους επέτρεψε να αυτοκυβερνούνται και να ασκούν τη δική τους θρησκεία. Αν και έπρεπε να πληρώνουν φόρους στην κεντρική κυβέρνηση, μπορούσαν να διατηρούν βασικά τον τρόπο ζωή τους. Έτσι δεν υπήρχε προσπάθεια επιβολής μιας ενιαίας θρησκείας ή ενός ενιαίου πολιτικού κώδικα. Πολλοί θεωρούσαν τον Κύρο ως απελευθερωτή. Αυτή η μορφή διακυβέρνησης ήταν σχεδόν ανήκουστη στον αρχαίο κόσμο. Μήπως όμως αυτό οδήγησε ακούσια στην αντίσταση των Αθηναίων στον Μαραθώνα;

Η ΙΩΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Το 546 π.Χ., ο Κύρος κατέκτησε τις ελληνικές αποικίες στην επαρχία της Ιωνίας, στη σημερινή Τουρκία και επέτρεψε στους ντόπιους κυβερνήτες να παραμείνουν στην εξουσία. Περίπου πενήντα χρόνια αργότερα, το 499 π.Χ., οι Έλληνες άποικοι εξεγέρθηκαν. Οι Πέρσες προσπάθησαν να στηρίξουν την υπάρχουσα κυβέρνηση και να απομακρύνουν τον πληθυσμό, αλλά το αποτέλεσμα ήταν η εξέγερση στην Ιωνία. Βασιλιάς της Περσίας, την εποχή εκείνη, ήταν ο Δαρείος, ο εγγονός του Κύρου. Στην αρχή, ο Δαρείος άφησε τους ντόπιους κυβερνήτες να αντιμετωπίσουν την εξέγερση. Αλλά οι επαναστάτες έπαιρναν βοήθεια από το εξωτερικό.
Όταν η Ιωνία εξεγέρθηκε κατά των Περσών, κάλεσε τη μητρική χώρα, την Αθήνα, για βοήθεια. Και τότε, οι Αθηναίοι έκαναν ίσως το μεγαλύτερο στρατηγικό λάθος του αιώνα. Έστειλαν στρατό για να βοηθήσουν τους Ίωνες επαναστάτες. Με τη βοήθεια των Αθηναίων, οι επαναστάτες κατέλαβαν και έκαψαν τις Σάρδεις, την πρωτεύουσα της Ιωνίας. Ο Ηρόδοτος έγραψε για την εξέγερση: «Σχεδόν αμέσως, η φωτιά άρχισε να τρέχει από σπίτι σε σπίτι, μέχρις ότου όλη η πόλη έπιασε φωτιά. Έτσι οι Σάρδεις έγιναν στάχτη. Ανάμεσα στα χαλάσματα ήταν και ο ναός μιας ντόπιας θεάς, της Κυβέλης. Όταν οι Πέρσες τον είδαν κατεστραμμένο, αυτό αργότερα θα το χρησιμοποιούσαν σαν πρόσχημα για να κάψουν ναούς στην Ελλάδα».
Η εξέγερση στην Ιωνία είναι ένα πολύ σημαντικό γεγονός στις σχέσεις Ελλάδας και Περσίας, επειδή αποτέλεσε τη ρίζα αυτού που θα συνέβαινε τα επόμενα 80 χρόνια. Τελικά έφερε την Αθήνα και την Περσία σε ανοιχτή σύρραξη, κάτι που δεν είχε γίνει στο παρελθόν. Η Αθήνα είχε ξυπνήσει έναν γίγαντα που κοιμόταν. Ο Δαρείος ήθελε εκδίκηση και έβαλε έναν υπηρέτη του σε κάθε γεύμα, πριν φάει την πρώτη του μπουκιά, να του λέει: «Άρχοντά μου, να θυμάσαι τους Αθηναίους». Ο Δαρείος λοιπόν ορκίστηκε ότι θα τους το ανταπέδιδε. Το ελληνικό χώμα θα μούσκευε από αίμα.

Η ΕΠΕΛΑΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΣΩΝ
Το 490 π.Χ., λίγα χρόνια μετά την αποτυχία της ιωνικής εξέγερσης, 600 περσικές τριήρεις και μεταγωγικά πλοία για το ιππικό συγκεντρώθηκαν στην Κιλικία, ενώ η μάχιμη δύναμή του υπολογίζεται σε 90.000 άντρες. Στόχος της εισβολής και της επιχείρησης του περσικού στόλου, που πιθανόν απέπλευσε μετά τις ανοιξιάτικες καταιγίδες, υπό τη διοίκηση των στρατηγών, Δάτη και Αρταφέρνη, ήταν η Ερέτρια και η Αθήνα. Ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος ήταν εκνευρισμένος, επειδή οι δυο πόλεις είχαν υποστηρίξει σθεναρά τους Ίωνες στην εξέγερσή τους, στέλνοντας πλοία. Τώρα ήταν η ώρα της ανταπόδοσης και θα είχε σαν αποτέλεσμα μια από τις πιο διάσημες μάχες στην ελληνική ιστορία: τη μάχη του Μαραθώνα.
Οι μάχιμες περσικές δυνάμεις πρέπει να ήταν εντυπωσιακές. Οι περισσότερες Κυκλάδες δήλωσαν υποταγή και τα στρατεύματα κατόρθωσαν να αποβιβαστούν ανενόχλητα στην Εύβοια, όπου η Ερέτρια καταλήφθηκε πολύ γρήγορα λόγω προδοσίας. Οι κάτοικοι αιχμαλωτίστηκαν, απομακρύνθηκαν από την πόλη και μεταφέρθηκαν για εγκατάσταση στα Σούσα.

ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ
Υπάρχουν πολλές απόψεις πάνω στο ερώτημα: «Γιατί οι Πέρσες επιτέθηκαν κατά της Ελλάδας, ποιος ήταν ο σκοπός τους, πού απέβλεπαν;»
Διατυπώθηκε η άποψη ότι οι Πέρσες ήθελαν να εκδικηθούν τους Αθηναίους και τους κατοίκους της Ερέτριας που βοήθησαν τους Ίωνες, γι’ αυτό είχαν χωρίσει τις στρατιωτικές τους δυνάμεις στα δύο, με σκοπό ένα τμήμα του στρατού να υποτάξει την Ερέτρια και το άλλο να χρησιμοποιήσει τον Μαραθώνα ως τόπο στάθμευσης, για να συγκρατεί τους Αθηναίους. Η έξοδος των Αθηναίων προς τον Μαραθώνα έγινε μόλις έπεσε η Ερέτρια, όταν δηλαδή οι Αθηναίοι δεν είχαν να πολεμήσουν με τις ενωμένες δυνάμεις των Περσών. Η εξήγηση αυτή μπορεί να είναι αληθοφανής, αλλά δεν στηρίζεται σε όσα αναφέρει ο Ηρόδοτος, ούτε βέβαια και σε καμιά άλλη αρχαία μαρτυρία.
Ας υπενθυμίσουμε εδώ ότι η συμμετοχή των Ελλήνων της κυρίως Ελλάδας στην εξέγερση των Ιώνων της Μ. Ασίας ήταν ασήμαντη και δεν αποτελούσε αιτία για την περσική επίθεση. Θα μπορούσε να σταθεί μόνο ως αφορμή. Η Σπάρτη, επίσης, αρνήθηκε να υποστηρίξει τους Ίωνες λόγω του κινδύνου σύγκρουσης με το Άργος, αλλά και γιατί δεν ενδιαφερόταν για υπερπόντιες επιχειρήσεις. Η Αθήνα, ωστόσο, ύστερα από λίγο αδιαφόρησε, γιατί η πολιτική της κατάσταση ήταν ασταθής. Εκεί αντιμάχονταν δύο αντίπαλες παρατάξεις, των Αλκμαιωνιδών και των τυραννόφιλων.
Κατά τον Ηρόδοτο, ο Δαρείος με τους Πέρσες αναλαμβάνει τον πόλεμο για τρεις λόγους:
Α) Για να τιμωρήσουν τους Αθηναίους και τους κατοίκους της Ερέτριας, που πήραν μέρος στην Ιωνική εξέγερση.
Β) Για να εγκαταστήσουν ξανά τους Πεισιστρατίδες τυράννους στην Αθήνα, και
Γ) Επειδή οι Έλληνες δεν είχαν δώσει «γη και ύδωρ» (Ηρόδοτος 6,94), γι’ αυτό έπρεπε να τιμωρηθούν.
Ο τελευταίος λόγος δικαιολογεί την άποψη του Ηρόδοτου ότι η εκστρατεία έγινε και εναντίον της Σπάρτης, γνώμη που την βεβαιώνει μετά τη νίκη στον Μαραθώνα. Οι Αθηναίοι, κατά τον Ηρόδοτο, έσωσαν την Ελλάδα από την περσική σκλαβιά, γεγονός που τους ανέδειξε σε ηγετική θέση μεταξύ των Ελλήνων (Ηρόδοτος 9,27). Ο Ηρόδοτος δίνει εδώ την πρωτοπορία πάλι στην αττική αρχή. Αλλά, όταν αυτός έγραφε, οι Έλληνες αντίπαλοι της Αθήνας δεν είχαν αναγνωρίσει ούτε την ηγεμονία της ούτε την πανελλαδική αξία των Αθηναίων στη μάχη του Μαραθώνα.
Άλλοι ερευνητές καλύπτουν τους μέτριους στόχους της εκστρατείας του Δάτη κάτω από την έκφραση του Delbrück «ιστορικο-πολεμικές διεργασίες», ο οποίος τόνισε ότι δεν θα μπορούσαν ποτέ οι Πέρσες να καταστρέψουν τη Βαλκανική με ένα εκστρατευτικό σώμα μερικών χιλιάδων αντρών. Για τον Wilcken ο Δαρείος δεν σκεφτόταν μια υποταγή όλης της Ελλάδας. Σύμφωνα με την άποψη του Beloch, οι Πέρσες ενδιαφέρονταν να σύρουν την Αθήνα και την Ερέτρια σε λογοδοσία για την υποστήριξη που είχαν δώσει στην Ιωνική εξέγερση.
Άλλοι νεότεροι μελετητές, τοποθετούν πριν την περσική επέμβαση τις διαμάχες της αριστοκρατίας, δηλαδή των ευγενών και των οικογενειών τους. Ο Ehrenberg λέει ότι σχηματίστηκε μια φιλοπερσική αριστοκρατική κοινοβουλευτική παράταξη, που υποσχόταν την επιστροφή των Πεισιστρατιδών, και εναντίον της οποίας ήταν ο Μιλτιάδης, που το 493 π.Χ. εκδιώχθηκε από τους Πέρσες από τις κτήσεις του στη Θράκη και επέστρεψε στην Αθήνα. Η παράταξη των τυραννόφιλων πρέπει να ήταν ισχυρή, στο διάστημα των 90 ετών που κυβέρνησε την Αθήνα και αυτό ακριβώς δείχνει η εκλογή του Ίππαρχου σε άρχοντα το 496 π.Χ. από την οικογένεια των Πεισιστρατιδών και την καταδίκη του τραγικού ποιητή Φρύνιχου (492), που περιέγραψε την πτώση της Μιλήτου ως αθηναϊκό δυστύχημα. Στη φιλοπερσική αυτή παράταξη φαίνεται να ανήκουν και οι Αλκμαιωνίδες, στους αντιπάλους των οποίων ανήκε πιθανώς ο Θεμιστοκλής. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η αριστοκρατία στην Αθήνα θα μπορούσε να στηρίξει με άλλα μέσα την επέμβαση του Δάτη. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι οι φίλοι των Περσών στην Αθήνα ήθελαν να την καταλάβουν, καθώς πλησίαζε ο στόλος των Αχαιμενιδών στην πόλη. Όπως εξήγησε ο Schachermeyr, η πορεία του στόλου από την Ασία στην Ελλάδα συνέβη ξαφνικά, αργά και με διάφορους σταθμούς, για να δώσουν χρόνο στις προσκείμενες στους Πέρσες παρατάξεις να ανατρέψουν το υπάρχον καθεστώς. Αυτή η πολιτική φαίνεται να εμφανίζεται στην Ερέτρια, όπου οι φίλοι των Περσών είχαν επικρατήσει με την προσόρμιση του περσικού στόλου. Στην Αθήνα, όμως, ο Μιλτιάδης ματαίωσε τα σχέδια εκκαθάρισης των φίλων των Περσών με την ονομαστική απόφαση στην εκκλησία του δήμου, με την οποία ο αγώνας έβγαινε από τα τείχη της Αθήνας.
Όταν ο περσικός στόλος προσορμίστηκε στον Μαραθώνα, κοντά στην κτηματική περιουσία των Πεισιστρατιδών και στην Αθήνα δεν έγινε καμιά πολιτική ανατροπή υπέρ της περσικής παράταξης, ο περσικός στόλος έπλευσε, μετά από κάποια αναμονή, εναντίον της Αθήνας. Προηγουμένως όμως οι Έλληνες είχαν εκδιώξει προς τη θάλασσα τις έκπληκτες και πανικόβλητες περσικές στρατιωτικές δυνάμεις. Με τη νίκη τους αυτή οι Αθηναίοι εμπόδισαν την επιστροφή των Πεισιστρατιδών στην Αθήνα, την οποία σκόπευαν οι Πέρσες.

ΟΙ ΠΕΡΣΕΣ ΣΤΟΝ ΜΑΡΑΘΩΝΑ
Με τη συμβουλή του Ιππία, οδηγού της περσικής στρατιάς, ο οποίος προοριζόταν να διοικήσει, μετά την επικράτηση των Περσών επί των Αθηναίων, την Αθήνα ως τύραννος με περσική εποπτεία, τα στρατεύματα αποβιβάστηκαν στην πεδιάδα του Μαραθώνα. Ο στόλος πρέπει να αγκυροβόλησε στην ανατολική άκρη του κόλπου, κοντά στην Κυνόσουρα, όπου στρατοπέδευσε και το πεζικό. Μια μικρή λίμνη τροφοδοτούσε με πόσιμο νερό τον στρατό και τα άλογα. Η πλατιά πεδιάδα ήταν επίσης κατάλληλη και για τις ασκήσεις του ιππικού. Επιπλέον, η πεδιάδα του Μαραθώνα είχε και καλή οδική σύνδεση με την Αθήνα, πράγμα σημαντικό για τις κινήσεις μιας μεγάλης στρατιάς. Ο Ιππίας σίγουρα επέλεξε τη συγκεκριμένη τοποθεσία μετά από ώριμη σκέψη. Οι γεωργοί της περιοχής αυτής θεωρούνταν ιδιαίτερα φιλικοί προς τους τυράννους. Η ανάμνηση του Πεισίστρατου, που και αυτός αποβιβάστηκε εδώ με στρατό μισθοφόρων το 530 π.Χ., ήταν ασφαλώς ζωντανή στη μνήμη τους. Οι Πέρσες δεν αντιμετώπισαν αντίσταση, κατόρθωσαν να αποβιβαστούν με την ησυχία τους και να ετοιμαστούν για την επίθεση εναντίον της Αθήνας.

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Για τους Αθηναίους, η κατάσταση είχε πάρει επικίνδυνες διαστάσεις. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι έστειλαν τον δρομέα-κήρυκα Φειδιππίδη στη Σπάρτη για να ζητήσουν στρατιωτική βοήθεια. Αυτός κάλυψε την απόσταση των 220 χιλιομέτρων μέσα σε δύο μέρες. Οι αγγελιαφόροι αυτοί, ένας από τους οποίους ήταν και ο Φειδιππίδης, είχαν ειδική εκπαίδευση και μπορούσαν να τρέξουν απόσταση 100 χιλιομέτρων σε μια μέρα. Η Σπάρτη, μάλλον, υποσχέθηκε την υποστήριξή της, αλλά θρησκευτικοί ή λόγοι εσωτερικής πολιτικής εμπόδισαν τους Σπαρτιάτες να στείλουν αμέσως στρατεύματα. Συνεπώς, η Αθήνα ήταν αναγκασμένη να βασιστεί στις δικές της δυνάμεις. Βοήθεια ήρθε μόνο από την πόλη της Βοιωτίας, τις Πλαταιές. Μαζί με τα στρατεύματα αυτά, οι μάχιμες δυνάμεις των Αθηναίων πρέπει να έφταναν περίπου τους 8.000 άντρες. Η πόλη όμως δεν δεχόταν μόνο εξωτερική απειλή. Και μέσα στα τείχη υπήρχε ισχυρή τυραννόφιλη φατρία, που περίμενε μια αποδυνάμωση των δημοκρατικών δυνάμεων, για να ανακαταλάβει την εξουσία.
Παρά τη συγκεκριμένη ανασφάλεια και τη σχετική ασφάλεια που πρόσφεραν τα τείχη της πόλης, τα οποία θα μπορούσαν να συγκρατήσουν τους Πέρσες και να περιμένουν την άφιξη των Σπαρτιατών, οι Αθηναίοι, με πρόταση του Μιλτιάδη στην εκκλησία του δήμου, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη σχετική ασφάλεια των τειχών και να βαδίσουν κατά του εχθρού, για να αναχαιτίσουν την περσική προέλαση προς την Αθήνα. Οι Αθηναίοι, σε γενικές γραμμές, αξιολόγησαν σωστά τη σοβαρότητα της κατάστασης. Χαρακτηριστικό είναι ότι αποφασίστηκε η απελευθέρωση των σκλάβων που μπορούσαν να πολεμήσουν και σε όσους θα έπεφταν στη μάχη θα αποδίδονταν οι ίδιες τιμές με εκείνες των Αθηναίων πολιτών. Αυτό το κομμάτι του πληθυσμού πρέπει να είχε γίνει η κύρια δύναμη του στρατού, από την εποχή του Κλεισθένη.

ΟΙ ΑΘΗΝΑΙΟΙ ΕΚΣΤΡΑΤΕΥΟΥΝ ΣΤΟΝ ΜΑΡΑΘΩΝΑ
Οι Αθηναίοι οπλίτες και οι υποστηρικτές τους, οι Πλαταιείς, βάδισαν προς τον Μαραθώνα. Για την πορεία αυτή υπήρχαν δύο δρόμοι διαθέσιμοι. Ο πρώτος ήταν η κύρια οδός μέσω της Παλλήνης, που περνά από τη ΝΑ πλευρά της Πεντέλης και καταλήγει στην πεδιάδα του Μαραθώνα, και ο δεύτερος ήταν η συντομότερη οδός μέσω Κηφισιάς, στις ΒΔ πλαγιές της Πεντέλης, που ήταν και η πιο δύσκολη. Για ένα μεγαλύτερο στράτευμα μοναδική επιλογή ήταν η κύρια οδός. Φτάνοντας στον Μαραθώνα, οι Αθηναίοι πήραν θέσεις στη ΒΔ πλαγιά του λόφου Αγριλίκι, τμήμα της Πεντέλης.
Η θέση αυτή είχε επιλεγεί μετά από ώριμη σκέψη, καθώς τους επέτρεπε να ελέγχουν τον δρόμο προς την Αθήνα και, αν ήταν ανάγκη, να τον αποκλείσουν. Η δίοδος εδώ, μεταξύ βουνού και ελώδους πεδιάδας, ήταν σχετικά στενή. Παράξενο φαίνεται ότι το στρατόπεδο των Περσών έμεινε προφανώς ανοχύρωτο, δηλαδή χωρίς τάφρους και αναχώματα. Προκαλεί μεγάλη έκπληξη η απουσία ακόμα και της πιο βασικής οχύρωσης, αφού ο Δάτις και ο Αρταφέρνης ήταν πεπειραμένοι στρατηγοί, αλλά είχαν στη διάθεσή τους και αρκετό χρόνο για οχυρωματικά έργα.

ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Η πεδιάδα του Μαραθώνα, που βρίσκεται 40 περίπου χιλιόμετρα ΒΑ της Αθήνας, έχει σήμερα μήκος περίπου 10 χιλιόμετρα και πλάτος 2-3 χιλιόμετρα και εκτείνεται από το ακρωτήριο της Κυνόσουρας στο Βορρά μέχρι το ακρωτήριο Κάβο στο Νότο, σε σχήμα μισοφέγγαρου γύρω από τον κόλπο του Μαραθώνα. Προς την μεριά της στεριάς απομονώνεται από λόφους. Ο πιο βόρειος λόφος, το Σταυροκοράκι, χωρίζεται από το Κοτρώνι από την κοίτη της ρεματιάς Χαράδρα. Το ρέμα έρχεται από τη λίμνη του Μαραθώνα και διαρρέει το σημερινό χωριό του Μαραθώνα με κατεύθυνση προς τη θάλασσα. Οι γεωλόγοι υποθέτουν ότι στους κλασικούς χρόνους στην πεδιάδα υπήρχε ένα μικρό εμπόδιο στη ρεματιά. Ανάμεσα στο Κοτρώνι και τον Αφορισμό εκτείνεται η κοιλάδα της Αυλώνας και κοντά στο χωριό Βρανά (πιθανόν το χωριό Μαραθώνας της κλασικής εποχής), η κοιλάδα καταλήγει στο φαράγγι της Ραπεντόζας, που εκτείνεται προς το Βορρά, ΒΑ από τον οικισμό Ραπεντόζα, ανάμεσα στο λόφο Αφορισμό και το Αγριλίκι, το νοτιότερο φυσικό φράγμα της πεδιάδας.
Στα βόρεια της πεδιάδας βρίσκεται το «Μέγα Έλος» (σήμερα υπάρχουν εκεί αρδευτικά κανάλια), που εκτείνεται από το Σταυροκοράκι μέχρι τους πρόποδες της Κυνόσουρας, όπου τελειώνει στη μικρή αλμυρή λίμνη Δρακονέρα. Το «Μικρό Έλος» βρισκόταν στο νότιο άκρο και μάλλον σχηματίστηκε μετά τους κλασικούς χρόνους. Σήμερα ένα τμήμα του έχει αποξηρανθεί.

Η ΜΑΧΗ
Οι Έλληνες, βλέποντας τον περσικό στόλο έξω από την ακτή, έτοιμο να μεταφέρει στρατεύματα για να επιτεθούν στην Αθήνα, αναπτύσσονται και σχηματίζουν μια αμυντική γραμμή στη στενή κοιλάδα, ανάμεσα στους λόφους Αγριλίκι (προς Νότο) και Κοτρώνι (προς Βορρά). Τα στρατεύματα απείχαν το ένα από το άλλο μερικά χιλιόμετρα, ενώ οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς, από τις θέσεις τους, επόπτευαν όχι μόνο ολόκληρη την πεδιάδα, αλλά είχαν και τον έλεγχο της μοναδικής ορεινής οδού. Το στρατόπεδό τους πρέπει να ήταν κοντά στο σημερινό χωριό Βρανά (εκεί που βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγ. Δημητρίου), ενώ το περσικό στρατόπεδο ίσως βρισκόταν κοντά στη σημερινή εκκλησία της Παναγίας Μεσοσπορίτισσας.
Οι Πέρσες κινήθηκαν αρκετές φορές για να απομακρύνουν τους Έλληνες από τις θέσεις τους, αλλά ο Μιλτιάδης και ο αρχιστράτηγός τους, ο Καλλίμαχος, δεν ξανοίγονταν (ακόμα) σε μάχη, μια κατάσταση που πρέπει να κράτησε αρκετές ημέρες.
Η εξέλιξη της κυρίως μάχης είναι άγνωστη και οι πηγές αντιφάσκουν. Αν και ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Έλληνες επιτίθονταν τρέχοντας, σύμφωνα με σημερινά στοιχεία οι Πέρσες ήταν αυτοί που αποζητούσαν τη μάχη. Αφορμή φαίνεται ότι ήταν η αυξανόμενη έγνοια του Δάτη για την άφιξη των σπαρτιάτικων δυνάμεων και τη σημαντική ενίσχυση του ελληνικού στρατεύματος. Η ανησυχία αυτή δεν απείχε από την πραγματικότητα. Μπορεί οι 2.000 Σπαρτιάτες να μην μπόρεσαν να φτάσουν εγκαίρως στον Μαραθώνα (κάλυψαν την απόσταση μέσα σε τρεις μέρες), όμως πρόλαβαν τα ίχνη της μάχης και τους ακόμα άταφους νεκρούς Πέρσες.
Η παραπέρα εξέλιξη της μάχης πρέπει να ήταν η εξής: Όταν ο Δάτις κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να παρασύρει τους Αθηναίους σε ανοιχτή μάχη στην πεδιάδα, και αποφάσισε να υποχωρήσει, επιδιώκοντας προφανώς να επιτεθεί απευθείας στην Αθήνα. Επειδή η οδός από την ξηρά ήταν αποκλεισμένη, απέμενε μόνο η θαλάσσια οδός με τον περίπλου του ακρωτηρίου Σουνίου.
Η επιβίβαση του περσικού ιππικού και των οπλιτών με βαρύ οπλισμό χρειάστηκε να διασφαλιστεί με την υποστήριξη του πεζικού, ενώ οι τοξότες ανέλαβαν να κρατήσουν σε απόσταση τους Αθηναίους. Το σχέδιο φαινόταν να εφαρμόζεται, καθώς οι Αθηναίοι απέφευγαν τη μάχη, όπως και τις προηγούμενες ημέρες. Όταν, λοιπόν, το πρωί της 11ης Σεπτεμβρίου, το περσικό πεζικό κατεβαίνει από τα πλοία και κινείται για αντιπερισπασμό προς τους Έλληνες με τρόπο επιθετικό, όπως και τις προηγούμενες μέρες, ο Μιλτιάδης κι ο Καλλίμαχος μπαίνουν στη μάχη, με ένα πολύ καλά προετοιμασμένο σχέδιο.
Με ιδιαίτερα ενισχυμένες παρατάξεις, στο ένα άκρο οι Πλαταιείς, στο άλλο ο Καλλίμαχος και ένα κέντρο κάπως «αδύναμο», η φάλαγγα των Ελλήνων κινείται εναντίον των Περσών. Μόλις φτάνουν σε απόσταση προσιτή στους τοξότες, οι επιτιθέμενοι Έλληνες επιταχύνουν το ρυθμό τους, για να μειώσουν τις απώλειές τους από τα βέλη που εκτοξεύονταν. Εκεί που αργότερα υψώθηκαν οι τύμβοι, τα δυο στρατεύματα συγκρούονται με πρωτοφανή ορμή. Η τεράστια περσική δύναμη πέφτει πάνω στους Αθηναίους. Αν και οι Έλληνες αντιστέκονται γενναία, το κέντρο της αμυντικής τους γραμμής αρχίζει να υποχωρεί. Οι Πέρσες πιέζουν προς τα εμπρός. Πρόκειται όμως για παγίδα.
Ενώ το κέντρο των Ελλήνων υποχωρεί, τα ενισχυμένα πλάγια παραμένουν ισχυρά. Καθώς οι Πέρσες πιέζουν κι άλλο προς την κοιλάδα, ο ελληνικός στρατός εφαρμόζει μια κυκλωτική κίνηση («τανάλιας»), που ενισχύθηκε και με την κατάρρευση του κέντρου της φάλαγγας. Οι Έλληνες σπρώχνουν τους Πέρσες προς τα μέσα και τους περικυκλώνουν από τρεις μεριές.
Στον οπλισμό οι Πέρσες ήταν σαφώς κατώτεροι από τους Έλληνες. Τόξα και βέλη αχρηστεύθηκαν και τους απέμειναν μόνον τα κοντά ακόντια και οι κυρτές σπάθες. Έτσι ο δερμάτινος αμυντικός εξοπλισμός και τα σαρίκια ήρθαν αντιμέτωπα με ασπίδες, μακρά ακόντια, βαριά σπαθιά, κράνη και θώρακες.
Οι Πέρσες δεν μπορούν να κάνουν ελιγμούς και είναι μια μάχη εκ του συστάδην, που μετατρέπεται σε απόλυτη σφαγή. Μεταξύ των Περσών επικρατεί πανικός, γιατί φοβούνταν ότι τα πλοία θα απέπλεαν χωρίς αυτούς. Στον πανικό της φυγής πολλοί κατευθύνθηκαν στο «Μέγα Έλος», καθώς δεν υπήρχε οχυρωμένο στρατόπεδο, όπου θα μπορούσαν να ανασυνταχθούν. Όταν οι Πέρσες υποχωρούν προς την παραλία, οι Έλληνες στρατηγοί αποφασίζουν να ρισκάρουν. Το ελληνικό πεζικό επιτίθεται και πέφτει πάνω στο περσικό πεζικό που απέμεινε. Τους σπρώχνει πίσω προς την παραλία κι αυτοί προσπαθούν να ανέβουν στα πλοία τους. Καθώς αυτοί σκαρφαλώνουν, το ελληνικό πεζικό τους σκοτώνει.
Οι 6.400 νεκροί Πέρσες είναι σίγουρα αριθμός υπερβολικός, αν συγκριθεί με τους 192 Έλληνες νεκρούς. Αντίθετα, ο μικρός αριθμός των 7 αιχμαλωτισμένων πλοίων είναι ρεαλιστικός και επιβεβαιώνει το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του στόλου πρέπει ήδη να βρισκόταν σε απόσταση ασφαλείας, όταν οι Έλληνες έφτασαν τις περσικές δυνάμεις.
Είναι επίσης γνωστό ότι ο Δάτις, ως «ηγέτης της επιχείρησης, είχε φροντίσει για τακτική επιβίβαση του μεγαλύτερου μέρους του περσικού πεζικού, όπως και για τον απόπλου του μεγαλύτερου μέρους του στόλου», όπως γράφει ο Bengtson. Όμως, η υποχώρηση δεν οργανώθηκε στη διάρκεια της μάχης, όταν διαφαινόταν ήδη η ήττα των Περσών, αλλά πολύ πριν.
Σχετικά με αυτό, μια έκφραση του Λεξικού Σούδα (10ος αιώνας μ.Χ.), στο οποίο συνήθως δίνεται ελάχιστη σημασία από τους επιστήμονες, μου φαίνεται αξιόλογη. Κάτω από το λήμμα «Χωρίς ιππείς» αναφέρεται: «Οι ιππείς αναχώρησαν. Όταν ο Δάτις κατέρρευσε και ήταν έτοιμος για αναχώρηση, οι Ίωνες ανέβηκαν στα δέντρα κι έδωσαν στους Αθηναίους σήμα ότι το ιππικό είχε φύγει. Κι όταν ο Μιλτιάδης το αντιλήφθηκε, εξαπέλυσε επίθεση και έτσι νίκησε».



Ο ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Μετά το τέλος της πολύωρης μάχης, οι Έλληνες έστειλαν στην Αθήνα ένα δρομέα-κήρυκα για να φέρει την είδηση της νίκης. Έτσι, ένας οπλίτης, κουβαλώντας τον οπλισμό του, έτρεξε μέχρι την Αθήνα για να φέρει τα νέα της νίκης. Δεν ήταν μόνο η κούραση της μάχης, αλλά και το βάρος της πανοπλίας, καθώς και η εξάντληση από τη διαδρομή των 40 περίπου χιλιομέτρων, που τον οδήγησαν στο θάνατο.
Είναι αλήθεια ότι πολλά ερωτηματικά και αμφιβολίες έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς για το όνομα του αρχαίου αγγελιαφόρου. Στο πέρασμα των αιώνων, το όνομα Φειδιππίδης έχει επικρατήσει στη μνήμη των περισσοτέρων ότι συνδέεται άρρηκτα με την αναγγελία της νίκης. Πολλοί αμφισβητούν την ιστορική ύπαρξη του μαραθωνοδρόμου και θεωρούν ότι ανήκει στη σφαίρα των θρύλων, επειδή ο Ηρόδοτος, ο πατέρας της ιστορίας, δεν αναφέρει τίποτα για αγγελιαφόρο.
Το περιστατικό του αγγελιαφόρου αναφέρουν μεταγενέστεροι συγγραφείς του 1ου και 2ου αιώνα μ.Χ. Ο Πλούταρχος από τη Χαιρώνεια, σχεδόν 560 χρόνια μετά τη μάχη, μας ενημερώνει για το θέμα παρουσιάζοντας δύο διαφορετικά ονόματα για τον αγγελιαφόρο του Μαραθώνα. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Θέρσιππος ή Ευκλής έτρεξε με την πανοπλία του, αμέσως μετά τη μάχη και καθώς έφτανε στις πόρτες των αρχόντων της πόλης, φώναξε «χαίρετε και χαίρομεν» κι αμέσως έπεσε νεκρός από την εξάντληση.
Διαφορετικό είναι το όνομα που μας διασώζει ο Λουκιανός (2ος αιώνας μ.Χ.), που αναφέρει ότι ο Φιλιππίδης ήταν αυτός που έτρεξε από τον Μαραθώνα φέρνοντας το άγγελμα της νίκης στους άρχοντες που συνεδρίαζαν ανήσυχοι για την έκβαση της μάχης, φώναξε «χαίρετε, νικώμεν» και αμέσως ξεψύχησε.
Γιατί όμως απουσιάζει η οποιαδήποτε αναφορά από την ιστορία του Ηρόδοτου, που γεννήθηκε το 486 π.Χ., δηλαδή 4 χρόνια μετά τη μάχη του Μαραθώνα; Πώς είναι δυνατόν να μη ασχολείται με το περιστατικό του μαραθωνοδρόμου; Το πρώτο που θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς είναι ότι το περιστατικό αυτό είναι θρύλος ή κάτι που δημιουργήθηκε μεταγενέστερα. Όμως, πώς ήταν δυνατόν να μην έστειλαν αγγελιαφόρο και να ενημερώσουν τους Αθηναίους για το αποτέλεσμα της μάχης, όταν μάλιστα τα περσικά πλοία κατευθύνονταν προς την Αθήνα; Η αναγγελία της νίκης ήταν πολύ συνηθισμένο γεγονός στην αρχαιότητα, όπου επαγγελματίες δρομείς-κήρυκες (πολίτες ή οπλίτες) ήταν αγγελιαφόροι πολεμικών ειδήσεων και κάλυπταν μεγάλες αποστάσεις, χωρίς όμως να τρέχουν με όλο τον οπλισμό τους.
Μήπως ο Ηρόδοτος προσπερνά το συγκεκριμένο περιστατικό, γιατί η απόσταση από τον Μαραθώνα μέχρι την Αθήνα ήταν ασήμαντη, σε σχέση με τις αποστάσεις που κάλυπταν συνήθως οι επαγγελματίες αγγελιαφόροι; Οι αγγελιαφόροι ήταν μια καθημερινή παρουσία και προκαλούσαν εντύπωση μόνον όταν σημείωναν κάποια εξαιρετική επίδοση, όπως ο Φειδιππίδης, που σε δυο μέρες λέγεται ότι έφτασε στη Σπάρτη, πριν τη μάχη του Μαραθώνα και κάλυψε την απόσταση σε δύο μέρες. Σε σύγκριση με την απόσταση Αθήνα-Σπάρτη (220 χιλιόμετρα), η απόσταση Μαραθώνας-Αθήνα πραγματικά φαίνεται ιδιαίτερα μικρή.

Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΥ
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι προβληματισμοί που έχουν εκφραστεί για τη διαδρομή που ακολούθησε ο αγγελιαφόρος του Μαραθώνα για να φτάσει στην Αθήνα. Η κλασική διαδρομή των 42.195 μέτρων που έχει υιοθετηθεί μέχρι σήμερα, έχει τεθεί πολλές φορές από αμφισβήτηση. Πρέπει να αναφέρουμε ότι δύο δρόμοι ένωναν την πεδιάδα του Μαραθώνα με την περιοχή της Αθήνας: ο ένας, στο μεγαλύτερο μέρος του παραλιακός, περνά σήμερα από τη Ραφήνα, το Πικέρμι, την Παλλήνη, ανάμεσα στον Υμηττό και την Πεντέλη και μέσα από την Αγ. Παρασκευή φτάνει στην Αθήνα. Ο άλλος δρόμος είναι ορεινός, περνάει από το σημερινό χωριό Βρανά και μέσω της Εκάλης και του Ψυχικού φτάνει στην Αθήνα. Ο πρώτος είναι η κλασική διαδρομή που υιοθέτησε η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή, ο δεύτερος είναι πιο σύντομος, αλλά ορεινός και κουραστικός.
Η πιο πιθανή διαδρομή φαίνεται ότι ήταν η ορεινή. Δηλαδή, το μονοπάτι το οποίο ξεκινά από τον τύμβο, περνά κοντά από το ναό του Ηρακλή και το μουσείο, διασχίζει το ρυάκι του Βρανά, ανηφορίζει στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου και μέσα από τη χαράδρα των υψωμάτων Αγριλίκι και Αφορεσμός φτάνει στο ρέμα του Διονύσου. Από εκεί ανηφορίζει και ενώνεται με τον δρόμο που οδηγεί στο ιερό του Διονύσου. Μετά περνά μέσα από Εκάλη, Κηφισιά, Μαρούσι και Ψυχικό καταλήγει στο Παναθηναϊκό στάδιο. Η συνολική διαδρομή είναι 34 χιλιόμετρα, δηλαδή 8 χιλιόμετρα μικρότερη από την επίσημη διαδρομή.
Οι λόγοι που συνηγορούν για τη διαδρομή αυτή είναι τα λιγότερα χιλιόμετρα, αλλά και η ασφάλεια του αγγελιαφόρου, που ήταν αμφίβολη στην παραλιακή διαδρομή. Ο αγγελιαφόρος έπρεπε να επιλέξει τον συντομότερο δρόμο για την Αθήνα και να φροντίσει για την προσωπική του ασφάλεια, αποφεύγοντας διαδρομές όπου θα ήταν ευάλωτος. Είναι γνωστό ότι το περσικό ναυτικό είχε αγκυροβολήσει όχι μόνο στον Μαραθώνα, αλλά και στους γύρω κόλπους της Αττικής. Ο δρομέας-κήρυκας λοιπόν, για να αποφύγει μια εχθρική συνάντηση, επέλεξε πολύ πιθανόν τη δεύτερη διαδρομή, τον πιο ανηφορικό, αλλά και πιο σύντομο δρόμο που του εξασφάλιζε απόλυτη σιγουριά.
Το αγώνισμα του μαραθωνίου σήμερα διεξάγεται σε αναφορά αυτού του γεγονότος και διατρέχει την ίδια καθορισμένη απόσταση των 42.195 μέτρων, που έτρεξαν οι αθλητές για πρώτη φορά στους Ολυμπιακούς αγώνες του Λονδίνου, το 1908. Για διάφορους λόγους στο Λονδίνο χρειάστηκε η απόσταση να καθοριστεί στα 26 μίλια και 385 γιάρδες, μετά από ιδιαίτερη επιθυμία της βασιλικής οικογένειας, που ήθελε να παρακολουθήσει την εκκίνηση από τον ανατολικό εξώστη του ανακτόρου του Γουίντσορ. Μέχρι τότε, μετά τον πρώτο μαραθώνιο στους πρώτους Ολυμπιακούς της νεώτερης εποχής, στην Αθήνα (1896), η απόσταση ήταν 40 χιλιόμετρα, που σήμερα αντιστοιχεί στο δρόμο από τον Μαραθώνα μέχρι το Παναθηναϊκό στάδιο.

Η ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΣΩΝ
Την επόμενη μέρα μετά τη μάχη, ο περσικός στόλος έβαλε πλώρη για το νοτιότερο άκρο της Αττικής, το ακρωτήριο Σούνιο, για να πλησιάσει την Αθήνα. Αλλά και ο Μιλτιάδης, αμέσως μετά τη μάχη, βάδισε με τον ελληνικό στρατό προς την Αθήνα και πήρε θέση στη νότια πλαγιά του Λυκαβηττού. Ο περσικός στόλος, στο μεταξύ, είχε φτάσει στο ύψος της ακτής του Φαλήρου, όπου και αγκυροβόλησε.
Εκεί οι Πέρσες δεν αντίκρισαν μόνον τις δυνάμεις των Αθηναίων στον Λυκαβηττό, αλλά και την άφιξη των Σπαρτιατών στην Αθήνα. Οι καλοί οιωνοί για μια νικηφόρα μάχη εξασθένησαν ακόμα πιο πολύ από ό,τι στον Μαραθώνα και ο Δάτις στάθμισε τις συνέπειες και άνοιξε πανιά για τις ακτές της Μικράς Ασίας.
Το γιατί η φιλοπερσική αντιπολίτευση της Αθήνας δεν εκμεταλλεύτηκε το σύντομο χρονικό διάστημα, όταν η πόλη ήταν αφύλακτη, για να οργανώσει πραξικόπημα, είναι μέχρι σήμερα άγνωστο. Πιθανόν το μήνυμα της νίκης στον Μαραθώνα να έφτασε στην πόλη πολύ πιο γρήγορα, ίσως όχι με κάποιον βαριά οπλισμένο οπλίτη, αλλά έναν φτεροπόδαρο αγγελιαφόρο και να κατέπνιξε στο ξεκίνημά της κάθε σχετική πρόθεση.
Αντίθετα με ό,τι συνηθιζόταν, οι νεκροί του Μαραθώνα θάφτηκαν επί τόπου στο πεδίο της μάχης. Αυτός ο τύμβος, που λέγεται «Σωρός», με ύψος μεγαλύτερο από 9 μέτρα, σηματοδοτεί τον τάφο των 192 νεκρών Αθηναίων. Στην κορυφή του είχαν τοποθετήσει νεκρικές στήλες με τα ονόματα των νεκρών, κατανεμημένα κατά φυλές. Ο Καλλίμαχος τιμήθηκε με ξεχωριστό ταφικό μνημείο, από το οποίο διασώζεται τμήμα της έμμετρης επιγραφής.
Ενώ στον τύμβο των Αθηναίων ανασκαφές έκανε πρώτος ο Ερρίκος Σλήμαν, μόνο το 1970 εντοπίστηκε από τον Σπύρο Μαρινάτο, κοντά στην τοποθεσία Βρανά, ακόμα ένας μικρότερος τύμβος, που αποδείχθηκε ότι περιείχε πολυάριθμες ταφές από την εποχή της μάχης του Μαραθώνα. Ο τύμβος αυτός έχει μέχρι σήμερα ύψος πάνω από 4 μέτρα και πιθανόν πρόκειται για τον τύμβο των Πλαταιών, στους οποίους παραχωρήθηκε δικό τους ταφικό μνημείο, σύμφωνα με τον Παυσανία.

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η μάχη του Μαραθώνα δεν έδωσε καμιά αποφασιστική τροπή στον αγώνα των Ελλήνων και Περσών, έχει όμως μεγάλη σπουδαιότητα. Ήταν μια νίκη σχετικά λίγων οπλιτών ενάντια σε πολλαπλάσιους εχθρούς, που δείχνει όχι μόνο την ανώτερη πολεμική τακτική των Ελλήνων απέναντι στους Πέρσες, αλλά και το θάρρος, τη δύναμη και την επινοητικότητα των Ελλήνων, σ’ ένα δίκαιο αμυντικό αγώνα κατά των Περσών, οι οποίοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν τα ανώτερα αισθήματα των Ελλήνων για την πατρίδα και την οικογένειά τους. Οι Έλληνες μετά τη μάχη αυτή συνειδητοποίησαν την εθνική τους ενότητα. Η μάχη αυτή έγινε από τους Αθηναίους και τους λίγους Πλαταιείς, όμως όλοι οι Έλληνες χάρηκαν για τη νίκη και βάθυναν μέσα τους την ενότητα της ελευθερίας, για την οποία πολέμησαν οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς.
Οι Έλληνες, που έρχονταν για πρώτη φορά σε σύγκρουση με τους Πέρσες, κατέρριψαν το μύθο ότι η Περσική αυτοκρατορία ήταν αήττητη, που είχε βέβαια δημιουργηθεί από τις μέχρι τότε επιτυχίες των Περσών. Αν είχαν χάσει τον πόλεμο, δυο ενδεχόμενα τους περίμεναν:
Α) Η υποδούλωση της Ελλάδας στον ανατολίτη κατακτητή, πράγμα που θα σηματοδοτούσε μια πολιτική και πολιτιστική οπισθοδρόμηση, γιατί ασφαλώς θα είχαν ματαιωθεί όλα τα μεταγενέστερα πολιτιστικά επιτεύγματα της Αθήνας.
Β) Η παλινόρθωση της τυραννίας των Πεισιστρατιδών, με την εγκατάσταση στην εξουσία του Ιππία, θα είχε ως συνέπεια την πολιτειακή οπισθοδρόμηση. Και πολύ πιθανόν, δεν θα είχαμε τη γνωστή μας δημοκρατική εξέλιξη.
Η Αθήνα στον πόλεμο αυτόν εκπροσώπησε όλους τους Έλληνες και έδειξε στους εχθρούς της ότι υπάρχουν μερικά πράγματα που είναι αδιαπραγμάτευτα αγαθά, όπως η ελευθερία, η δικαιοσύνη και η φιλοπατρία.

Η ΝΙΚΗ ΣΤΟ ΜΥΘΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ
Την εποχή της νίκης των Αθηναίων κατά των Περσών δεν υπήρχε ιστορικός για να καταγράψει τα πραγματικά γεγονότα. Γι’ αυτό, μετά από μια γενιά, άλλα γεγονότα είχαν ξεχαστεί και άλλα είχαν τροποποιηθεί από τους Αθηναίους που, όπως είναι φυσικό, είχαν δώσει μυθικές διαστάσεις στους συντελεστές της νίκης, κυρίως στον Μιλτιάδη. Αλλά και για τον στρατηγό Καλλίμαχο και τον Κυναίγειρο, αδελφό του ποιητή Αισχύλου, σχηματίστηκαν διάφορες παραδόσεις για τα κατορθώματά τους και στήθηκαν μνημεία για να τα θυμίζουν στους μεταγενέστερους. Η παράδοση, για παράδειγμα, θέλει τον Κυναίγειρο να κρατά ένα περσικό πλοίο και να το εμποδίζει να αποπλεύσει. Όμως, ένας Πέρσης σηκώνει ένα τσεκούρι και του κόβει το δεξί χέρι. Ο Κυναίγειρος αρπάζει το πλοίο με το αριστερό και τότε ο Πέρσης του κόβει και το αριστερό χέρι.
Παραδίδεται ότι οι Πέρσες πανικοβλήθηκαν, όταν είδαν τους Έλληνες να τρέχουν συντεταγμένοι εναντίον τους. Το γεγονός αυτό αποδόθηκε στον Πάνα, του οποίου η λατρεία επέζησε σε μια σπηλιά στη ΒΔ πλαγιά της Ακρόπολης, που αφιερώθηκε σ’ αυτόν. Από το γεγονός αυτό φαίνεται ότι δημιουργήθηκε μια ιστορία σχετική με τον Πάνα και τον Μαραθώνα. Ο δρομέας Φειδιππίδης, ενώ διέσχιζε την Αρκαδία τρέχοντας για να ζητήσει βοήθεια από τη Σπάρτη, συνάντησε τον Πάνα, που του παραπονέθηκε ότι οι Αθηναίοι είχαν παραμελήσει τη λατρεία του. Υποσχέθηκε στους Αθηναίους ότι θα έχουν την εύνοιά του, αρκεί αυτοί να του προσφέρουν τη λατρεία τους.
Ο μύθος λέει ότι ο Μιλτιάδης έγινε αρχιστράτηγος και αντικατέστησε τη μέρα της μάχης τον Καλλίμαχο, γιατί η αρχιστρατηγία άλλαζε εκ περιτροπής κάθε μέρα. Ο αρχιστράτηγος Καλλίμαχος παρέδωσε την ηγεσία στον Μιλτιάδη, επειδή είχε πείρα της πολεμικής τακτικής των Περσών, αφού είχε ζήσει στη Θράκη και είχε γνωρίσει τους Πέρσες στρατιώτες απ’ την εκστρατεία τους στη Σκυθία.
Η νίκη των Αθηναίων τυλίχθηκε στην ομίχλη του μύθου και της δόξας και κάλυψε την αλήθεια των γεγονότων. Ο Καλλίμαχος είναι λιγότερο γνωστός και επαινέθηκε λιγότερο από όσο έπρεπε (παρόλο που σκοτώθηκε ηρωικά στη μάχη), λόγω της μεγάλης φήμης του Μιλτιάδη. Ωστόσο, το όνομά του διασώθηκε σε ιωνικό κίονα, που αποτελούσε τη βάση μιας Νίκης. Ίσως αφιερώθηκε από τον ίδιο τον στρατηγό πριν από τη μάχη και στήθηκε μετά το θάνατό του.
Οι Αθηναίοι συνήθιζαν μετά τις επιτυχίες τους να αποδίδουν ευχαριστίες στο μεγάλο θρησκευτικό κέντρο της αρχαιότητας, τους Δελφούς. Το ίδιο έπραξαν και με τη νίκη τους κατά των Περσών στον Μαραθώνα. Δεν ξέχασαν τη βοήθεια του Απόλλωνα, γι’ αυτό και έχτισαν ένα μικρό «θησαυρό» δωρικού ρυθμού, από μάρμαρο της Πάρου. Ένα αρχιτεκτονικό στολίδι, αντάξιο με τη χάρη των ανάγλυφων που κάλυπταν την εσωτερική επιφάνεια του κτίσματος και τα οποία διασώθηκαν κάτω από τα ερείπιά του. Το οικοδόμημα αποτελείτο από σηκό και πρόναο και το στόλιζαν 30 ανάγλυφες μετώπες. Είχε επίσης δύο αγάλματα έφιππων αμαζόνων στα ακρωτήρια. Τα γλυπτά αναπαριστούν τα κατορθώματα του Θησέα και του Ηρακλή και τη γιγαντομαχία. Μετά τη μάχη του Μαραθώνα χτίστηκε μια επιμήκης βάση μπροστά στο «θησαυρό» για να τοποθετηθούν τα τρόπαια της μάχης.
Η νίκη στον Μαραθώνα τιμήθηκε και στην Αθήνα σε διαγωνισμό ελεγείας, με θέμα τη νίκη. Στο διαγωνισμό νίκησε ο νεαρός Σιμωνίδης. Ο Αισχύλος, που έλαβε μέρος στο διαγωνισμό, πικράθηκε τόσο πολύ (κατά την παράδοση) που αυτοεξορίστηκε στη Σικελία.
Το θεϊκό στοιχείο κι η απόδοση ευχαριστιών στους θεούς εκφράστηκε και στην Ακρόπολη. Κάτω από το ναό της Αθηνάς (τον Παρθενώνα), που χτίστηκε την εποχή του Περικλή, έχουν βρει υπολείμματα προγενέστερου ναού, που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Λείψανα από κίονες αυτού του ναού μπορεί να δει κανείς στο βόρειο τείχος της Ακρόπολης. Οι ανασκαφές έδειξαν ότι ο ναός είχε αρχίσει να χτίζεται κατά το 490 π.Χ., αλλά κάηκε από τους Πέρσες στη διάρκεια της εισβολής του Ξέρξη, δέκα χρόνια μετά τον Μαραθώνα, όταν ισοπεδώθηκε η πόλη της Αθήνας. Πολύ αργότερα, στα μέσα του 5ου αιώνα, άρχισαν τις εργασίες για την ανοικοδόμηση του ναού, δηλαδή μετά τη σύναψη ειρήνης με τους Πέρσες, αλλά ο νέος αρχιτέκτονας δεν ακολούθησε το παλαιό σχέδιο.
Στην ίδια εποχή θα πρέπει να αποδοθεί η μνημειακή είσοδος προς την Ακρόπολη, το αρχαίο πρόπυλο, το οποίο όμως επρόκειτο να αντικατασταθεί, αργότερα, από τα Προπύλαια που σχεδίασε ο Μνησικλής, στην εποχή του Περικλή.
Αφήσαμε τελευταία τη ζωγραφική αναπαράσταση της μάχης του Μαραθώνα, που φιλοτεχνήθηκε στην Ποικίλη Στοά. Οι Αθηναίοι απόγονοι των μαραθωνομάχων έπαιρναν ασφαλώς μια ιδέα της μάχης από τη σύνθεση αυτή που έγινε, περίπου 25 χρόνια αργότερα, στο βόρειο άκρο της Αγοράς. Η ζωγραφική αυτή αναπαράσταση βασίστηκε σε ανάλογες σκηνές αγγειογράφων. Σίγουρα η σύνθεση δεν μπορεί να αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα, δίνει όμως μια ιδέα της επικής αυτής νίκης των Ελλήνων κατά των Περσών.
Είναι χαρακτηριστικό το λιτό επίγραμμα του Σιμωνίδη, που απηχεί το γεγονός, ότι δηλαδή οι μαραθωνομάχοι εκπροσωπούσαν στον Μαραθώνα όλους τους Έλληνες: «Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν».

Μιλτιάδης (554-489 π.Χ.)
Αθηναίος στρατηγός των Αθηναίων στη μάχη του Μαραθώνα, μια από τις μεγαλύτερες μορφές της ελληνικής στρατιωτικής ιστορίας. Μετά την αποτυχία της εξέγερσης των Ιώνων κατά των Περσών, όπου ο Μιλτιάδης είχε πάρει μέρος, και την κατάληψη των Δαρδανελίων, επέστρεψε στην Αθήνα. Παρά τις κατηγορίες των πολιτικών του αντιπάλων, ο Μιλτιάδης κυριάρχησε στη ζωή της Αθήνας. Το 489 π.Χ. επιτέθηκε στην Πάρο, η οποία δεν είχε ταχθεί με το μέρος των Αθηναίων, χωρίς όμως επιτυχία. Ο Αλκμαιωνίδης Ξάνθιππος, πατέρας του Περικλή, κατηγόρησε τον Μιλτιάδη για προδοσία. Η κατηγορία αφορούσε την υποτιθέμενη φιλοδοξία του Μιλτιάδη, που ήταν συγγενής των Πεισιστρατιδών, να γίνει τύραννος της Αθήνας. Ο Μιλτιάδης καταδικάστηκε τότε σε πρόστιμο 50 ταλάντων, ποσό σημαντικό για την εποχή. Αδυνατώντας να το πληρώσει φυλακίστηκε και πέθανε στη φυλακή, από γάγγραινα. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, η αρρώστια προήλθε μάλλον από παλαιότερο τραύμα του Μιλτιάδη από την εκστρατεία στην Πάρο. Τελικά, το πρόστιμο εξοφλήθηκε από το γιο του Κίμωνα. Σύμφωνα με τον Παυσανία, ο Μιλτιάδης θάφτηκε στον Μαραθώνα.

Αριστείδης ο Δίκαιος (540-468 π.Χ.)
Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός, γιος του Λυσίμαχου, από αριστοκρατική οικογένεια, ένας από τους δέκα στρατηγούς στη μάχη του Μαραθώνα, ο οποίος έδωσε την ηγεσία του στρατού στον Μιλτιάδη. Ήταν αρχηγός της συντηρητικής παράταξης και αντίπαλος του Θεμιστοκλή, αρχηγού των δημοκρατικών. Το 483 π.Χ. εξοστρακίστηκε από την Αθήνα, επειδή αντέδρασε στην πολιτική του Θεμιστοκλή. Ο Αριστείδης, μάλιστα, βοήθησε έναν αγράμματο χωρικό να γράψει το όνομά του στο όστρακο, αποδεικνύοντας έτσι την ακεραιότητα του χαρακτήρα του. Ο Αριστείδης πρωταγωνίστησε και στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, όταν, αν και εξόριστος στην Αίγινα, έφυγε κρυφά για την Αθήνα ενημερώνοντας τον Θεμιστοκλή για τις κινήσεις του περσικού στόλου. Πολέμησε εξίσου γενναία στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα και στις Πλαταιές, ενώ ήταν αρχηγός του αθηναϊκού στόλου στις εκστρατείες στο Βυζάντιο και την Κύπρο. Ο Αριστείδης απέκτησε μεγάλο κύρος στην Αθήνα, καθώς ήταν αδέκαστος και ικανός πολιτικός. Οι Αθηναίοι εκτιμώντας τα προσόντα του αυτά, του ανέθεσαν το ταμείο της Δηλιακής συμμαχίας, με σκοπό να καθορίζει το ποσό της εισφοράς των μελών. Πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία 72 ετών.

Θεμιστοκλής (525-459 π.Χ.)
Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός, ο νικητής της ναυμαχίας της Σαλαμίνας. Αντίπαλος του Αριστείδη, αποτέλεσε μαζί του το μεγάλο πολιτικό δίδυμο της Αθήνας, την εποχή της μάχης του Μαραθώνα. Η μεγάλη δόξα του Μιλτιάδη μετά τη νίκη, του προξένησε τόσο μεγάλη αγωνία, ώστε λένε ότι δεν μπορούσε να κοιμηθεί, σκεφτόμενος τον τρόπο με τον οποίον θα ξεπερνούσε τη δόξα του μεγάλου στρατηγού. Η ευκαιρία αυτή του δόθηκε στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Ο Θεμιστοκλής υπήρξε ο εμπνευστής της ναυτικής δύναμης της Αθήνας, καθώς το 482 π.Χ. πρότεινε στην εκκλησία του δήμου την ψήφιση νόμου, σύμφωνα με τον οποίο τα κέρδη από τα ορυχεία αργύρου του Λαυρίου δεν θα μοιράζονταν στους πολίτες, αλλά θα τα χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή στόλου. Η τύχη του μεγάλου αυτού πολιτικού ήταν τραγική. Οι Αθηναίοι τον εξοστράκισαν το 471 π.Χ., ύστερα από κατηγορίες των Σπαρτιατών, τον κυνήγησαν και τον ανάγκασαν να ζητήσει προστασία στον Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη Α', ο οποίος τον έκανε ηγεμόνα στην επαρχία της Μαγνησίας, στον ποταμό Μαίανδρο. Στην περιοχή αυτή πέθανε το 459 π.Χ. από αρρώστια, ενώ άλλοι μιλούν για αυτοκτονία, καθώς ο Θεμιστοκλής αρνήθηκε να βοηθήσει τον Αρταξέρξη στην εκστρατεία που σχεδίαζε εναντίον της Ελλάδας.

Δαρείος (550-486 π.Χ.)
Πέρσης βασιλιάς της δυναστείας των Αχαιμενιδών, που ονομάζεται Μέγας, επειδή ήταν ο σημαντικότερος από τους τρεις βασιλιάδες που είχαν το ίδιο όνομα. Ήταν γιος του Υστάσπη και ανέβηκε στο θρόνο το 522 π.Χ. Αφού κατάφερε να καταστείλει εσωτερικές εξεγέρσεις, εφάρμοσε μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα επιβάλλοντας και την ανεξιθρησκία. Διαίρεσε το βασίλειό του με βάση τις σατραπείες και συνεχίζοντας την επεκτατική πολιτική του Κύρου, αποφάσισε να εκστρατεύσει εναντίον της Ελλάδας. Το 500 π.Χ. επαναστάτησαν οι Ίωνες, που κατάλαβαν τις Σάρδεις, σε μια εξέγερση στην οποία πήρε μέρος και ο Μιλτιάδης. Ο Δαρείος κατάφερε τελικά να νικήσει τους Ίωνες το 494 π.Χ. και τον επόμενο χρόνο κατέλαβε τη Θράκη και τη Μακεδονία, βάζοντας σε εφαρμογή το τελικό του σχέδιο. Αμέσως κινήθηκε κατά των Αθηναίων, αλλά ο στόλος του βυθίστηκε στην περιοχή του Άθω το 492 π.Χ., ενώ ο μεγάλος στρατός του υπέστη μεγάλη ήττα στον Μαραθώνα το 490 π.Χ., σε μια μάχη που αποτελεί ασφαλώς κορυφαία στιγμή στην παγκόσμια ιστορία.

Ιππίας
Τύραννος της Αθήνας από το 527 π.Χ., γιος του Πεισίστρατου και αδελφός του Ίππαρχου. Μετά το θάνατο του πατέρα τους, τα δυο αδέλφια έγιναν τύραννοι και μετά τη δολοφονία του αδελφού του, το 514 π.Χ., ο Ιππίας πήρε σκληρά μέτρα εναντίον των αντιπάλων του. Το 510 π.Χ. εισέβαλε στην Αθήνα ο βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης και πολιόρκησε την Ακρόπολη. Ο Ιππίας τότε, αφού κατάφερε να σώσει τη ζωή του, εγκατέλειψε την Αθήνα και εγκαταστάθηκε στον Ελλήσποντο, ζητώντας προστασία από τους Πέρσες και προετοιμάζοντας την επιστροφή του στην Αθήνα, με σκοπό να εκδικηθεί. Στον Ελλήσποντο ανέλαβε ηγεμονία ως υποτελής του βασιλιά των Περσών. Η Αθήνα, εφαρμόζοντας μια πολιτική δυναμικής επέκτασης οικονομικού και πολιτιστικού τύπου, κυρίως μέσω του θαλάσσιου εμπορίου, αποφάσισε να βοηθήσει τους Ίωνες, προσβλέποντας σε μια μελλοντική συμμαχία, ευνοϊκή για τα αθηναϊκά συμφέροντα και φοβούμενη συγχρόνως την επικράτηση των Περσών και την επιστροφή στην εξουσία του Ιππία, που στο διάστημα αυτό προετοίμαζε κοντά στον Δαρείο την επιστροφή του. Μετά την ήττα των Ιώνων, ο Ιππίας συμμετείχε ενεργά με τους Πέρσες στην εκστρατεία του Δαρείου κατά της Αθήνας, αναλαμβάνοντας μαζί με τον Δάτη και τον Αρταφέρνη την ηγεσία του περσικού στρατού που ηττήθηκε στον Μαραθώνα. Πέθανε στη Λήμνο, άρρωστος και τυφλός.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Balcer J.M., «The Persian Wars against Greece: A Reassessment», Historia, 1989.
Burn A.R., «Persia and the Greeks. The Defence of the West», Λονδίνο, 1962.
Bury J.B.-Russel M., «Ιστορία της αρχαίας Ελλάδας», Αθήνα, 1978.
Ehrenberg V., «Die Genaration von Marathon», Brunn, 1935.
Geertz C., «Η ερμηνεία των πολιτισμών», Αθήνα, 2003.
Giannakis Th., «The feat of the Messanger of Marathon in 490 BC. Myth or fact», Canadian Journal of History of Sport, 1988.
Hammond N.G.L., «The Campaign and Battle of Marathon», Journal of Historical Studies, 1968.
Ioannides I., «Historic-Cultural Background of the Marathon Race», Track & Field Quarterly Review, 1975.
Schuller W., «Ιστορία της αρχαίας Ελλάδας», Αθήνα, 1999.
Skuda N., «Marathon 490 BC. The first Persian Invasion of Greece», Οξφόρδη, 2002.
Van der Veer J.A.G., «The Battle of Marathon. A Topographical Survey», 1982.
Ηρόδοτος, «Ιστορίαι».
Ιωαννίδης Ι., «Η αληθινή διαδρομή του αγγελιοφόρου του Μαραθώνα», 1976.
Κατσωνόπουλος Θ., «Το ιστορικό υπόβαθρο και η εξέλιξη του Μαραθωνίου δρόμου», Θεσσαλονίκη 2002.
Παυσανίας, «Ελλάδος Περιηγήσεις, Αττικά».

24 Αυγ 2011

Η μάχη των Θερμοπυλών και η ναυμαχία στο Αρτεμίσιο

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στο στενό πέρασμα των Θερμοπυλών, που συνέδεε τη Θεσσαλία με τη Στερεά Ελλάδα, 4.000 περίπου αρχαίοι Έλληνες στρατιώτες περιμένουν μια επίθεση επικών διαστάσεων. Σύντομα θα αντιμετωπίσουν τη μεγαλύτερη πολεμική δύναμη, που είχε ποτέ συγκεντρωθεί μέχρι την εποχή εκείνη: σχεδόν 300.000 στρατιώτες της ισχυρής Περσικής Αυτοκρατορίας.
Ηγέτες των Ελλήνων είναι 300 από τους πιο άγριους πολεμιστές της αρχαιότητας, οι Σπαρτιάτες, που θα λέγαμε ότι ήταν η δύναμη Δέλτα του αρχαίου κόσμου. Η αποστολή τους ήταν να κρατήσουν εκείνο το στενό πέρασμα ή να πεθάνουν στην προσπάθεια να το κρατήσουν. Για αιώνες οι Σπαρτιάτες έχουν εξυμνηθεί για το θάρρος, την τιμή και τη θυσία τους στις Θερμοπύλες, επειδή κανείς τους δεν θα έφευγε από το πέρασμα ζωντανός.
Η μάχη των Θερμοπυλών είναι μια από τις πιο διάσημες αντιστάσεις στην ιστορία. Είναι το Άλαμος του αρχαίου κόσμου. Αλλά τις Θερμοπύλες τις θυμόμαστε και σαν τη μάχη που προσδιόρισε την πορεία του δυτικού πολιτισμού και τη μοίρα της δημοκρατίας. Ήταν η καθοριστική σύγκρουση μεταξύ της Ανατολής και της Δύσης, όταν 300 θαρραλέοι πολεμιστές έμειναν και αντιστάθηκαν μέχρι τέλους.

Η ΠΕΡΣΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ
Το 480 π.Χ., ο βασιλιάς Ξέρξης, ηγέτης της Περσικής Αυτοκρατορίας, έφτασε στο στενό των Θερμοπυλών, οδηγώντας την περσική πολεμική μηχανή, τη μεγαλύτερη μαχητική δύναμη που συγκεντρώθηκε ποτέ στον αρχαίο κόσμο. Ο περσικός στρατός ήταν ο μεγαλύτερος και πιο εξελιγμένος στρατός του κόσμου, στην εποχή του. Μπορούσε να συγκεντρώσει 100.000 άντρες για μάχη σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή. Αλλά για την εισβολή αυτή, θεωρείται ότι ο Ξέρξης συγκέντρωσε μια ακόμα μεγαλύτερη δύναμη. Οι σύγχρονοι υπολογισμοί προτείνουν ότι ήταν 300.000 περίπου άντρες. Άλλοι, όμως, πιστεύουν ότι μπορεί να έφτανε και τα 2.000.000. Ήταν ο μεγαλύτερος στρατός που οποιοσδήποτε Έλληνας εν ζωή θα είχε δει ποτέ να διασχίζει τη χώρα του. Τον τεράστιο αυτόν στρατό ξηράς συνόδευε ένας στόλος από 1.000 περίπου πολεμικά πλοία.
Η Περσική Αυτοκρατορία ήταν τεράστια. Τα σύνορά της εκτείνονταν από τον Ινδό ποταμό στην Ινδία, μέχρι τον ποταμό Νείλο στην Αίγυπτο. Ήταν η μεγαλύτερη αυτοκρατορία που είχε δει ποτέ ο αρχαίος κόσμος και διέθετε τεράστιο πλούτο. Για πέντε χρόνια ο Ξέρξης χρησιμοποιούσε τα πλούτη του για να συγκεντρώσει τον στρατό του, να κατασκευάσει πλοία και να αγοράσει πολεμοφόδια και τροφές για την εισβολή του στην Ελλάδα. Η πρόθεσή του ήταν να κάψει ολοσχερώς την πόλη-κράτος της Αθήνας.
Πρέπει να σκεφτεί κανείς τις εκπληκτικές διαφορές στα μεγέθη των δύο αντιπάλων. Πρώτα, έχουμε την Ελλάδα με έναν πληθυσμό περίπου 500 έως 600.000 κατοίκους. Στην ουσία δεν είναι τίποτα στην παγκόσμια σκηνή, σχεδόν δεν υπάρχει, αν τη συγκρίνει κανείς με την Περσική Αυτοκρατορία, που αποτελείτο από πολλά εκατομμύρια διαφορετικούς λαούς και ήταν κυριολεκτικά η μεγαλύτερη αυτοκρατορία του κόσμου την εποχή εκείνη. Ήταν, για παράδειγμα, σαν η κάθε πολιτεία των Ηνωμένων Πολιτειών να συσπειρώθηκε για να επιτεθεί στην Κούβα.

ΤΑ ΑΙΤΙΑ
Οι ιστορικοί είναι διχασμένοι σχετικά με τους λόγους για τους οποίους ο Ξέρξης εισέβαλε στην Ελλάδα. Κάποιοι πιστεύουν ότι ήταν μέρος της επεκτατικής του πολιτικής, άλλοι ότι ήταν μια εκστρατεία για να τιμωρήσει την Αθήνα που υποστήριξε τις πόλεις της Ιωνίας στην εξέγερσή τους ενάντια στην Περσία, πριν από 25 χρόνια. Είναι γνωστό άλλωστε, ότι η πρώτη προσπάθεια εισβολής της Περσίας για να τιμωρήσει την Αθήνα, επί βασιλείας του Δαρείου, είχε αποτύχει παταγωδώς στη μάχη του Μαραθώνα. Ο Δαρείος σχεδίαζε καινούργια εισβολή, αλλά πέθανε πριν προφτάσει να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του. Η περσική εκδίκηση πέρασε στην ευθύνη του γιου του Δαρείου, του Ξέρξη. Όταν λοιπόν ο Ξέρξης έγινε βασιλιάς, είχε κατά νου μόνον ένα πράγμα: να εκδικηθεί την Αθήνα, και για αρκετά χρόνια σχεδίαζε την τεράστια εισβολή του.
Όποιοι όμως και αν είναι πάντως οι λόγοι για την επίθεση του Ξέρξη, η εισβολή αυτή έρχεται σ’ ένα κρίσιμο σημείο της ιστορίας της Αθήνας. Η δημοκρατία, ένα από τα βασικά θεμέλια του δυτικού πολιτισμού, είναι πολύ νέα και η εισβολή αυτή απειλεί να τη σκοτώσει στα πρώτα της βήματα.

ΤΟ ΣΤΕΝΟ ΤΩΝ ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ
Ο Ξέρξης συγκέντρωσε το στρατό του στην περσική επαρχία της Λυδίας, στη σημερινή Τουρκία και προέλασε 1.370 χιλιόμετρα γύρω από το Αιγαίο Πέλαγος προς την Ελλάδα. Τον Αύγουστο του 480 π.Χ. έφτασε σ’ ένα στενό πέρασμα, στις Θερμοπύλες, στην περιοχή όπου οι Έλληνες είχαν οργανώσει την άμυνά τους και εκεί όπου θα εκτυλισσόταν η μάχη των τριών ημερών. Θεωρείται ότι την εποχή εκείνη, το πέρασμα είχε μόνο 180 μέτρα πλάτος στο πιο φαρδύ του σημείο. Στη νότια πλευρά του περάσματος ήταν το όρος Καλλίδρομο, σχεδόν 1.524 μέτρα σε ύψος και η βάση του ήταν ένας κατακόρυφος γκρεμός, περίπου 90 μέτρων. Στη βόρεια πλευρά του περάσματος υπήρχε ένας άλλος γκρεμός, που πρόβαλε πάνω από το Αιγαίο Πέλαγος. Γεωγραφικά, οι Θερμοπύλες ήταν ένα φυσικό εμπόδιο ανάμεσα στη Βόρεια Ελλάδα και την ενδοχώρα στο Νότο, όπου υπήρχαν οι κύριες πόλεις. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος για να πας από το Βορρά προς το Νότο. Έτσι, ο Λεωνίδας και οι Σπαρτιάτες και όλοι οι Έλληνες ήξεραν ότι αυτό ήταν το μόνο μέρος, όπου μπορούσαν να παραταχθούν και να αντισταθούν.
Ο Ξέρξης έστειλε έναν ανιχνευτή στο πέρασμα για να δει τι ήταν αυτό που εμπόδιζε την περσική προέλαση προς την Αθήνα. Αυτός ανέφερε ότι 4.000 Έλληνες στρατιώτες έφραζαν το ανατολικό άκρο του περάσματος. Οι Πέρσες ήταν πιο πολλοί από τους Έλληνες, σχεδόν σε αναλογία 50 προς 1. Παρά τον μικρότερο αριθμό τους, οι Έλληνες ήταν στην τέλεια θέση για να αντισταθούν στην περσική εισβολή. Με μια πανέξυπνη στρατηγική κίνηση αφαίρεσαν το αριθμητικό πλεονέκτημα των Περσών, επιλέγοντας τις Θερμοπύλες ως πεδίο μάχης.
Αν δει κανείς τη μάχη των Θερμοπυλών από μια υπερυψωμένη θέση, αυτό που βλέπει είναι ένα στενό πέρασμα, από όπου έπρεπε να περάσει ο στρατός ξηράς. Και αυτό είναι ένα πλεονέκτημα για τους Έλληνες, γιατί μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν λίγους άντρες για να στενέψουν το μέτωπο και να έχουν μια καλή και σημαντική άμυνα. Το πέρασμα μειώνει τη δύναμη ενός στρατού και την μετατρέπει σε αδυναμία. Το μέγεθός του γίνεται εμπόδιο, γιατί πρέπει να μετακινήσει τους πάντες μέσα από αυτό το πέρασμα. Έτσι, λιγότεροι άντρες με μεγαλύτερη ευελιξία μπορούν να αμυνθούν ενάντια σε περισσότερους άνδρες.
Οι Πέρσες δεν είχαν δει ποτέ την ελληνική μαχητική δύναμη. Στη μακραίωνη ιστορία τους, οι Έλληνες πολεμούσαν πάντοτε μεταξύ τους, τώρα όμως για πρώτη φορά πολεμούσαν μαζί. Η Ελλάδα δεν ήταν ακόμα μια ενοποιημένη χώρα, αλλά ένα σύνολο μικρών πόλεων-κρατών, που συχνά μάχονταν μεταξύ τους για την κυριαρχία στην περιοχή. Οι μεγαλύτερες από αυτές τις πόλεις-κράτη, η Αθήνα και η Σπάρτη, ήταν περιβόητοι αντίπαλοι. Αλλά στις Θερμοπύλες άφησαν κατά μέρος τις διαφορές τους και πολέμησαν μαζί τον κοινό περσικό εχθρό.

Ο ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΑΙ ΟΙ 300 ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ
Αρχηγός του ελληνικού στρατιωτικού συνασπισμού ήταν ο Σπαρτιάτης βασιλιάς και μελλοντικός ήρωας των Θερμοπυλών, Λεωνίδας, ένας από τους δύο βασιλιάδες της Σπάρτης. Ήταν ο άνθρωπος που επέλεξαν οι ελληνικές συμμαχικές πόλεις-κράτη για να πάει και να κρατήσει το στενό πέρασμα των Θερμοπυλών. Αυτός επέλεξε τους στρατιώτες του και ήταν ο υπεύθυνος στρατηγός. Η αποστολή του ήταν να σταθεί και να πολεμήσει μέχρι θανάτου. Η αντίσταση στις Θερμοπύλες θα μετέτρεπε τον Λεωνίδα σε θρύλο. Από τη στιγμή εκείνη, κάθε Έλληνας θα ήξερε το όνομά του και αυτό που εκείνος και οι 300 Σπαρτιάτες πέτυχαν στις Θερμοπύλες.
Ο Λεωνίδας γεννήθηκε γύρω στο 530 π.Χ., δηλαδή 50 χρόνια πριν τη μάχη των Θερμοπυλών και, όπως όλα τα νεαρά αγόρια στη Σπάρτη, για δώδεκα χρόνια, από την ηλικία των 7 ετών μέχρι που έγινε 18 ετών, πήρε μια σκληρή στρατιωτική εκπαίδευση. Στην πραγματικότητα οι Σπαρτιάτες ήταν οι πρώτοι επαγγελματίες στον πόλεμο, ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις-κράτη. Οι τοπικές μάχες, στις οποίες πήρε μέρος ο Λεωνίδας, ήταν όλες τους μια προετοιμασία για την υπέρτατη μάχη, τη μάχη ενάντια στους Πέρσες στις Θερμοπύλες.
Ένας Έλληνας σύμβουλος ενημέρωσε τον Ξέρξη για τον συνασπισμό στον οποίον ηγούνταν οι Σπαρτιάτες. Η αναφορά του περιγράφεται από τον αρχαίο Έλληνα ιστορικό Ηρόδοτο στο έργο του «Ιστορίες», μια από τις πρώιμες αναφορές για τη μάχη: «Άκουσέ με, προσεκτικά. Αυτοί οι άντρες ήρθαν να πολεμήσουν εναντίον μας για το πέρασμα και προετοιμάζονται όπως πρέπει. Αν καταφέρεις να τους ποδοπατήσεις και να υποτάξεις τον στρατό που παραμένει πίσω στη Σπάρτη, δεν θα υπάρχει φυλή ανδρών, βασιλιά μου, που θα σήκωνε τα χέρια της εναντίον σου».

Ο ΠΕΡΣΙΚΟΣ ΣΤΟΛΟΣ
Αλλά ο Ξέρξης δεν βασιζόταν μόνο στον στρατό του για να νικήσει τον Λεωνίδα και την αμυντική γραμμή των Ελλήνων. Έξω από την ακτή των Θερμοπυλών σε μια στενή υδάτινη δίοδο, που λεγόταν «στενό του Αρτεμισίου», το περσικό ναυτικό περίμενε έτοιμο, για να πλεύσει πίσω από τον στρατό του Λεωνίδα και να τον περικυκλώσει. Αν το Περσικό ναυτικό περάσει το Αρτεμίσιο, τότε, καθώς η κύρια δύναμη του Ξέρξη σε χτυπά από μπροστά, οι στρατιώτες του ναυτικού έρχονται από πίσω και σε πιάνουν με μια κίνηση. Έτσι, για να αντισταθείς στις Θερμοπύλες, πρέπει να σταματήσεις το ναυτικό των Περσών στο Αρτεμίσιο. Για να γίνει αυτό, 2.000 ελληνικά πλοία θα έπρεπε να υπερασπίσουν το στενό του Αρτεμισίου.
Στην αθηναϊκή ναυαρχίδα ήταν ο Έλληνας διοικητής Θεμιστοκλής, ένας Αθηναίος πολιτικός και αυτός που ήταν υπεύθυνος για τη δημιουργία της συνδυασμένης άμυνας από ξηρά και θάλασσα ενάντια στους Πέρσες. Αν ο Θεμιστοκλής και ο Λεωνίδας αποτύγχαναν, δεκάδες χιλιάδες Αθηναίοι θα χάνονταν και οι υπόλοιπες ελληνικές πόλεις-κράτη θα ήταν καταδικασμένες σε υποδούλωση.
Ήταν άραγε ο Λεωνίδας ένας ατρόμητος ηγέτης ή ένας αυτοκαταστροφικός τρελός; Ο Ξέρξης χτύπησε πρώτος. Περίπου 140 μέτρα μακριά από τους Έλληνες, χιλιάδες Πέρσες τοξότες έριξαν ένα φράγμα από βέλη. Αυτή ήταν η στιγμή που περίμεναν ο Λεωνίδας και οι Σπαρτιάτες όλη τους της ζωή, γιατί οι Σπαρτιάτες ήταν γεννημένοι για μάχη.

Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ
Το 481 π.Χ., ένα χρόνο πριν τη μάχη των Θερμοπυλών, ένας Έλληνας κατάσκοπος ανέφερε ότι ο Ξέρξης Α' κινητοποιούσε το στρατό του. Ήταν μια δύναμη που την υπολόγιζαν στους 300.000 άντρες, ένας τεράστιος αριθμός. Στα μάτια των Ελλήνων θα φαινόταν σαν ο κόσμος ολόκληρος να ερχόταν να τους κατασπαράξει. Θα έμοιαζε πραγματικά με το τέλος του κόσμου.
Όταν οι Αθηναίοι ανακάλυψαν το σχέδιο του Ξέρξη και την τεράστια δύναμη που είχε συγκεντρώσει, συνειδητοποίησαν γρήγορα ότι χρειάζονταν βοήθεια. Έτσι έστειλαν έκκληση στους συμμάχους τους να έρθουν να υπερασπίσουν την Ελλάδα. Αλλά η έκκλησή τους δεν εισακούστηκε και ο λόγος είναι ότι κανείς ακόμα δεν είχε ιδέα για το τι είναι η Ελλάδα ως έθνος. Ας θυμηθούμε ότι η Ελλάδα την εποχή εκείνη ήταν κάμποσες πόλεις-κράτη που πολεμούσαν η μια την άλλη, πιο συχνά από ότι πολεμούσαν μαζί.
Παρά τις άσχημες σχέσεις τους, οι Αθηναίοι στράφηκαν σ’ έναν από τους μεγάλους τους αντιπάλους στην περιοχή για βοήθεια: στους Σπαρτιάτες και στον βασιλιά τους, τον Λεωνίδα, που ήταν ένας έμπειρος στρατιωτικός. Είχε περάσει τα παιδικά του χρόνια αντέχοντας τη σκληρή εκπαίδευση που περνούσαν όλα τα αγόρια στη Σπάρτη, για να μάθουν πώς να γίνουν ανηλεείς πολεμιστές. Την εποχή εκείνη είναι ένας από τους δύο βασιλιάδες της Σπάρτης. Έτσι, όταν οι Αθηναίοι έρχονται και ζητούν βοήθεια, δεν είναι ανόητοι. Ο Λεωνίδας είναι ένας έμπειρος πολεμιστής, αλλά για τον ίδιο προσωπικά, αυτή η έκκληση των Αθηναίων θα σφραγίσει τη μοίρα του.

Ο ΧΡΗΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΑΝΤΕΙΟΥ
Πριν αποφασίσουν, όμως, για το αν θα βοηθήσουν τους Αθηναίους, οι Σπαρτιάτες, που ήταν πολύ θεοσεβούμενοι, πήγαν να συμβουλευτούν το Μαντείο των Δελφών. Ένας από τους πιο συνήθεις τρόπους για να ερμηνεύουν το θέλημα των θεών ήταν μέσω των χρησμών. Οι Σπαρτιάτες ήταν αφοσιωμένοι στο Μαντείο των Δελφών, που χρονολογείται από το 1400 π.Χ. και ήταν ένας από τους πιο ιερούς τόπους στην Ελλάδα. Μέσα στο ναό του Μαντείου, πάνω από ένα μικρό χάσμα, η Πυθία απαντούσε σε όλους όσους ζητούσαν πληροφορίες, μπαίνοντας σε μια κατάσταση έκστασης. Θεωρείτο ότι οι αναθυμιάσεις αιθυλενίου, που έβγαιναν από ένα χάσμα μέσα από το έδαφος, ίσως να προκαλούσαν αυτήν τη συμπεριφορά της Πυθίας. Οι σύγχρονοι επιστήμονες εξέτασαν το έδαφος κάτω από το ναό, αλλά οι μελέτες τους ήταν χωρίς αποτέλεσμα. Όταν ένας ιερέας της έθετε μια ερώτηση, αυτή σιγομουρμούριζε κάτι, αρκετά ακατανόητο κι οι ιερείς μετά έπαιρναν την απάντησή της και την έδιναν σ’ αυτόν που την ζητούσε.
Η απάντηση που έδωσε η Πυθία στους απεσταλμένους της Σπάρτης ήταν η εξής: «Κάτοικοι της Σπάρτης, είτε η ένδοξη πόλη σας θα λεηλατηθεί από τους γιους του Περσέα, είτε ολόκληρη η Σπάρτη θα θρηνήσει τον θάνατο ενός βασιλιά, απογόνου του Ηρακλή». Ο Λεωνίδας πίστευε ότι ήταν απόγονος του Ηρακλή και ότι οι θεοί τον είχαν επιλέξει για να σώσει τη Σπάρτη. Είπε λοιπόν στους πρεσβύτερους της Σπάρτης ότι θα βοηθούσε τους Αθηναίους να πολεμήσουν τους Πέρσες. Πίστευε ότι ο χρησμός αναφερόταν στον ίδιο. Ο θάνατός του, η θυσία του σώζουν τη Σπάρτη.
Αλλά υπάρχει κι άλλος λόγος που ο Λεωνίδας αποφάσισε να πάει σε μάχη ενάντια στους Πέρσες. Είτε ο Ξέρξης στόχευε να καταλάβει την Ελλάδα είτε όχι, στο μυαλό των Σπαρτιατών αυτό ήταν μια απειλή. Έτσι ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου και γι’ αυτό στέλνουν τους ανθρώπους τους με τους Αθηναίους. Επιπλέον, αν πρόκειται να έχεις μια συνδυασμένη στρατιωτική άμυνα ενάντια στους Πέρσες, είναι καλύτερα να ηγούνται οι καλύτεροι στρατιώτες της Ελλάδας.
Το συμβούλιο όμως της Σπάρτης δεν πείστηκε και παραχώρησε στον Λεωνίδα μόνο μια ελάχιστη δύναμη που αποτελείτο από 300 μόνον άντρες. Πιστεύω ότι, όταν επιλέχτηκαν αυτοί οι 300, οι υπόλοιποι 9.000 περίπου στρατιώτες της Σπάρτης, θα αισθάνθηκαν ότι τους απέκοπταν από μια σπουδαία μάχη, επειδή είχαν γεννηθεί γι’ αυτήν. Ήξεραν ότι η μάχη αυτή θα έφερνε την αθανασία σ’ αυτούς, στην οικογένειά τους, τα παιδιά τους, για να μην αναφέρουμε το ότι θα έσωζαν και την Ελλάδα.
Ο Λεωνίδας επέλεξε τους καλύτερους πολεμιστές του, αλλά μόνον όσους είχαν κάνει παιδιά, για να διασφαλίσει ότι η γενιά τους θα επιζούσε. Πίστευε ο Λεωνίδας ότι αυτή ήταν μια αποστολή αυτοκτονίας; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Αυτό που καταλάβαινε ήταν ότι ήταν μια σπουδαία ευκαιρία για μια φοβερή στρατιωτική μάχη και μια ευκαιρία για δόξα προσωπική και για τη Σπάρτη, κάτι που αποτελούσε το αρχικό κίνητρο για τους Σπαρτιάτες. Η πρόκληση λοιπόν για τον Λεωνίδα ήταν ακαταμάχητη. Θα αναμετριόταν με την Περσική Αυτοκρατορία, την πιο ισχυρή μαχητική δύναμη του τότε κόσμου, μια πολεμική μηχανή που είχε κατακτήσει τον κόσμο εδώ και έναν σχεδόν αιώνα.

ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΣΠΟΝΤΟΥ
Το 481 π.Χ., όταν ο Έλληνας κατάσκοπος ανακάλυψε το σχέδιο του Ξέρξη, δεν είδε μόνον έναν τεράστιο στρατό, αλλά και ένα λαό ανώτερο τεχνολογικά από τους Έλληνες. Ο Ξέρξης θα έκανε το αδύνατο. Θα περπατούσε πάνω από το νερό. Όταν ο Ξέρξης έφτασε στον Ελλήσποντο, μια υδάτινη δίοδο 1,5 χιλιομέτρου σε πλάτος, που συνέδεε την Ασία με την Ευρώπη, νότια της Μαύρης Θάλασσας, ήθελε ο στρατός του να τον διασχίσει. Αν ήταν να περάσουν απέναντι μέσω ξηράς, θα έπρεπε να περπατήσουν γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα, κάτι που θα πρόσθετε δυο χρόνια περίπου στην προέλασή τους και θα απαιτούσε να κατακτήσουν και άλλους λαούς.
Για να μετακινήσει τις τεράστιες δυνάμεις του από την απέναντι μεριά του Ελλήσποντου, ο Ξέρξης διέταξε τους μηχανικούς του να φτιάξουν μια πλωτή γέφυρα μήκους 1,5 χιλιομέτρου, κατασκευασμένη από παλιά μεταφορικά πλοία. Την εποχή που γινόταν αυτό, υπήρχε μια μεταβολή στον σχεδιασμό των πλοίων. Φτιάχνονταν καινούργια πλοία και έτσι πολλά από τα παλιά μεταφορικά πλοία ήταν διαθέσιμα για λίγα χρήματα. Αγόρασαν, λοιπόν, τα διαθέσιμα πλοία και τα έδεσαν μαζί. Οι μηχανικοί του Ξέρξη τοποθέτησαν σχεδόν 700 πλοία, το ένα δίπλα στο άλλο, για να καλύψουν την απόσταση του 1,5 χιλιομέτρου. Ίσως με τη χρήση ογκόλιθων, από την πλώρη και από την πρύμνη, αγκυροβόλησαν κάθε πλοίο στον πυθμένα της θάλασσας. Μετά συνέδεσαν τα πλοία με δυο διαφορετικά είδη ειδικών καλωδίων, το ένα από λινάρι και το άλλο από πάπυρο. Όταν σκεφτόμαστε τον πάπυρο, το μυαλό μας συνήθως πάει στο χαρτί, αλλά οι Αιγύπτιοι είχαν βρει έναν τρόπο με τον οποίο μετέτρεπαν το κολλώδες μέρος, που λεγόταν ψίχα, σε δυνατό, ανθεκτικό σχοινί. Με σχοινιά λοιπόν από λινάρι και πάπυρο, οι μηχανικοί του Ξέρξη έδεσαν τα πλοία. Το τεχνικό τμήμα της επιχείρησης ήταν αυτά τα μακριά καλώδια που έφταναν πάνω από 1,5 χιλιόμετρο. Δεκάδες από αυτά τα τμήματα καλωδίου, που ζύγιζαν περίπου δύο τόνοι το καθένα, συνέδεαν τα σκάφη και ήταν δεμένα και στις δυο ακτές. Στη συνέχεια, οι Πέρσες κάρφωσαν ξύλινες σανίδες κατά μήκος των ρελιών κάθε πλοίου για να δημιουργήσουν μια επίπεδη επιφάνεια, πάνω στην οποία άντρες και ζώα μπορούσαν να βαδίσουν. Ήταν ένα εκπληκτικό επίτευγμα μηχανικής. Οι Έλληνες, στην άλλη μεριά του Ελλήσποντου, θα είχαν κοντοσταθεί, επειδή οι Πέρσες δεν είχαν απλά ένα μεγαλύτερο στρατό, αλλά καταλάβαιναν και τις αρχές της μηχανικής.
Ο περσικός στρατός διέσχισε με επιτυχία τον Ελλήσποντο και συνέχισε την προέλασή του γύρω από το Αιγαίο πέλαγος. Σχεδόν τρεις μήνες αργότερα, ο Ξέρξης και η περσική δύναμη των 300.000 αντρών, έφτασαν στις Θερμοπύλες.

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ
Χάρη στον Έλληνα κατάσκοπο, ο ελληνικός συνασπισμός είχε δημιουργήσει ήδη δύο αμυντικές γραμμές: Η πρώτη, ήταν το νότιο μέρος της χερσονήσου, στον Ισθμό της Κορίνθου, για να υπερασπιστούν τις πόλεις-κράτη της Πελοποννήσου, και τη Σπάρτη. Η άλλη, ήταν η ομάδα που είχε προελάσει στο Βορρά, στο στενό των Θερμοπυλών. Εδώ ο Σπαρτιάτης βασιλιάς, ο Λεωνίδας, οδηγούσε ένα στρατό συνασπισμού που αποτελείτο από 300 Σπαρτιάτες πολεμιστές και 4.000 στρατιώτες από άλλες ελληνικές πόλεις. Πέρα στο πέλαγος, ο Αθηναίος στρατηγός Θεμιστοκλής, οδηγούσε το ελληνικό ναυτικό και ετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει τον περσικό στόλο στο στενό του Αρτεμισίου. Η μάχη των Θερμοπυλών σε λίγο θα ξεκινούσε.
Σ’ ένα λόφο, με θέα το στενό των Θερμοπυλών, καθόταν ο Ξέρξης και με αυτοπεποίθηση ετοιμαζόταν να στείλει το στρατό του στη μάχη. Είχε μεταφέρει σχεδόν 300.000 άντρες, που τους συνόδευαν περίπου 1.000 πολεμικά πλοία, γύρω από το Αιγαίο Πέλαγος, με την πρόθεση να καταστρέψει τη μεγάλη ελληνική πόλη-κράτος της Αθήνας. Στο στενό των Θερμοπυλών περίμενε ο Λεωνίδας με περίπου 4.000 Έλληνες στρατιώτες. Είχαν φράξει την ανατολική μεριά του στενού περάσματος, υπερασπίζοντας το δρόμο προς την Αθήνα. Με μια πανέξυπνη στρατηγική κίνηση επέλεξαν να πολεμήσουν στις Θερμοπύλες, όπου το έδαφος τους έδινε ένα πλεονέκτημα που εξουδετέρωνε την αριθμητική υπεροχή των Περσών.
Τα περάσματα είναι υπέροχα πράγματα. Ένας άντρας με ένα τουφέκι μπορεί να καθηλώσει μια μεραρχία, αν το πέρασμα είναι αρκετά στενό. Στην αρχαιότητα, δεν μπορούσες να πολεμήσεις με πιο πολλούς άντρες από αυτούς που αντιμετώπιζες κατά μέτωπο. Έτσι, αν μπορούσες να περιορίσεις το μέτωπο σε μερικές δεκάδες άντρες, τότε 100 άντρες μπορούν να καθηλώσουν 100.000 άντρες.
Όπως συνέβαινε συχνά στην αρχαιότητα, πριν τη μάχη, ο Ξέρξης προσπάθησε να διαπραγματευτεί με τον Λεωνίδα. Στέλνει ένα μήνυμα που έλεγε: «Είστε λιγότεροι αριθμητικά, αντιμετωπίζετε τον καλύτερο στρατό του κόσμου. Μην είστε ανόητοι. Αφήστε κάτω τα όπλα σας και θα ζήσετε. Αλλιώς θα πεθάνετε όλοι σας». Φυσικά, ο Λεωνίδας δεν το αποδέχεται αυτό. Τότε έρχεται η πιο διάσημη ατάκα από τον Ηρόδοτο. Ο αγγελιαφόρος λέει: «Προετοιμαστείτε να πεθάνετε. Τα βέλη μας θα σκεπάσουν τον ήλιο». Σ’ αυτόν, ο Διηνέκης, ο υπολοχαγός του Λεωνίδα, απαντά: «Καλύτερα, γιατί τότε θα πολεμήσουμε υπό σκιά». Και αυτό συνόψιζε το πώς θα εξελισσόταν η μάχη.

ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ KAI ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Οι Σπαρτιάτες ήταν οι καλύτεροι και οι πιο σκληροί στρατιώτες στην Ελλάδα. Η αποστολή των Σπαρτιατών, που στάλθηκαν στις Θερμοπύλες, ήταν να κρατήσουν το πέρασμα ή να πεθάνουν. Ο Λεωνίδας και οι πολεμιστές του πήραν τον συνήθη πολεμικό σχηματισμό τους, τη φάλαγγα. Οι Σπαρτιάτες πολεμούσαν σε διμοιρίες των 8 αντρών σε μήκος και 4 αντρών σε πλάτος, ώμο προς ώμο. Ό ένας κοιτούσε κάτω από τον άλλο, στη δεξιά του ασπίδα. Έτσι, υπήρχε ένα τείχος από ασπίδες μπροστά, ένα τείχος από ορείχαλκο, ξύλο και μύες που στεκόταν εκεί και έλαμπε στο φως του ήλιου. Όλοι οι Έλληνες στρατιώτες ήταν από βαρύ πεζικό και ονομάζονταν Οπλίτες, από τη μεγάλη στρογγυλή ασπίδα που μετέφεραν και λεγόταν Όπλον. Κατασκευασμένη από ένα κοίλο κομμάτι ξύλου και καλυμμένη από ένα λεπτό έλασμα ορείχαλκου, η ασπίδα είχε περίπου διάμετρο ενός μέτρου και ζύγιζε έως 9 κιλά. Η λαβή της ασπίδας προερχόταν από τον 6ο αιώνα π.Χ., λεγόταν αργολική λαβή και έφερε επανάσταση στον πόλεμο. Οι πιο παλιές ασπίδες πιάνονταν από ένα μόνο χερούλι στη μέση. Στην αργολική ασπίδα, ο στρατιώτης περνούσε το χέρι του μέσα από μια δερμάτινη θηλιά στη μέση και κρατούσε ένα χερούλι κοντά στην άκρη, δίνοντάς του έτσι περισσότερη ισχύ. Άρπαζε λοιπόν την άκρη της ασπίδας και το κέντρο του χεριού του την κρατούσε. Έτσι, με αυτήν την ασπίδα μπορεί να εφαρμοστεί πολύ μεγαλύτερη δύναμη. Οι Σπαρτιάτες ζωγράφιζαν προσωπικές εικόνες στην όψη των ασπίδων τους. Υπάρχει μια ιστορία για έναν Σπαρτιάτη που είχε ζωγραφίσει μια μύγα αληθινού μεγέθους στην ασπίδα του. Όταν οι φίλοι του τον ρώτησαν το λόγο, είπε ότι θα πλησίαζε τόσο κοντά στον εχθρό, που η μύγα θα έμοιαζε με λιοντάρι.
Ο Ξέρξης πραγματοποίησε την υπόσχεσή του να κρύψει τον ήλιο, διατάσσοντας 5.000 τοξότες να ρίξουν τα βέλη τους. Οι τοξότες του ήταν από διάφορες φυλές από όλες τις γωνιές της Περσικής Αυτοκρατορίας. Πιθανώς προμήθευαν τα δικά τους τόξα, που ήταν συνήθως κατασκευασμένα από ξύλο χουρμαδιάς, ένα φτηνό υλικό που μείωνε την ισχύ του πυρός. Τα βέλη που έπεφταν πάνω στους Έλληνες δεν ήταν ισάξια με τη βαριά θωράκιση των Οπλιτών. Αναπηδούσαν στις ασπίδες και στα κράνη, χωρίς να κάνουν σχεδόν καμιά ζημιά, επειδή δεν μπορούσαν να εισχωρήσουν παρά μόνο μέσα από το άνοιγμα του ματιού. Το κορινθιακό κράνος, όπως και η ασπίδα, προστάτευαν τον Οπλίτη από τα περσικά βέλη.
Το κράνος επινοήθηκε στην Ελλάδα γύρω στον 7ο αιώνα π.Χ. Φτιαγμένο από ένα μονοκόμματο κομμάτι ορείχαλκου, το κράνος πρόσφερε μέγιστη προστασία στο κεφάλι του Οπλίτη. Αλλά τα κράνη ήταν βαριά, ζύγιζαν περίπου 4,5 κιλά και περιόριζαν την ακοή και την όραση του στρατιώτη. Ενώ τα περισσότερα κράνη ήταν στολισμένα στη μέση με ένα λοφίο κατά μήκος του κράνους, οι Σπαρτιάτες αξιωματικοί, όπως ο Λεωνίδας, φορούσαν ένα κράνος με το λοφίο κατά πλάτος.
Κάποιοι ιστορικοί πιστεύουν ότι οι Σπαρτιάτες φορούσαν ορειχάλκινο θώρακα για να προστατεύουν τον κορμό τους. Οι πιο πολλοί Οπλίτες όμως, την εποχή εκείνη, φορούσαν εξελιγμένες ελασματώδεις πανοπλίες. Η δύναμή τους προερχόταν από το σχέδιο των στρώσεων. Αποτελούμενη από κολλημένες λωρίδες λινού, δέρματος και λεπτού ορείχαλκου, η ελασματώδης θωράκιση σχημάτιζε ένα είδος αρχαίου αλεξίσφαιρου γιλέκου. Είτε το πιστεύετε είτε όχι, πολλές λωρίδες δέρματος και λινού μπορούσαν να αντέξουν το χτύπημα της λόγχης και του βέλους, που δεν μπορούσαν να τα διαπεράσουν.
Εγκαταλείποντας την επίθεση με τα βέλη, 10.000 Πέρσες του πεζικού επιτέθηκαν στους Έλληνες. Πάνω από 450 τόνοι μυών, ορείχαλκου και ξύλου θα συγκρούονταν στο στενό των Θερμοπυλών. Η μάζα αυτή πέφτει πάνω στην ελληνική φάλαγγα και αυτή απλά δεν κουνιέται. Είναι πολύ βαριά και πολύ πυκνή. Η πίεση που δέχεται από πίσω, την συγκρατεί να μένει μπροστά. Οι Έλληνες είχαν αντέξει τη συντριπτική επίθεση. Τώρα άρχιζαν την αντεπίθεσή τους. Πολεμώντας με την πειθαρχημένη φάλαγγά τους, οι δυο μπροστινές γραμμές έκαναν μια συντονισμένη επίθεση με τις λόγχες από πάνω και το τείχος των ασπίδων από κάτω.
Το βασικό όπλο του Οπλίτη ήταν το δόρυ, μια μακριά λόγχη με μήκος 1,5 έως 2,5 μέτρα. Με διάμετρο 5 εκατοστών και βάρος 1 έως 2 κιλά, το δόρυ είχε μια θανατηφόρα αιχμή. Στο πίσω μέρος της λόγχης υπήρχε ένα σιδερένιο στέλεχος που πρόσφερε ισορροπία και έδινε στον Οπλίτη ένα δεύτερο όπλο, με το οποίο μπορούσε να σκοτώνει.
Στην πρώτη σύγκρουση οι λόγχες ανεβοκατέβαιναν και οι φωνές και το αίμα ήταν παντού. Πιθανόν να σκοτώθηκαν 1.000 άντρες και τα περισσότερα τραύματα θα ήταν θανατηφόρα, επειδή θα είχαν γίνει στη στήθος ή το πρόσωπο.
Το δεύτερο όπλο του Οπλίτη ήταν το ξίφος, ένα δίκοπο σιδερένιο σπαθί, με μήκος μισό έως ένα μέτρο, κατασκευασμένο για να τρυπάει και να κόβει τον εχθρό. Αλλά οι Έλληνες το χρησιμοποιούσαν μόνον εάν έχαναν τη λόγχη τους ή εάν η φάλαγγά τους διαλυόταν, κάτι που δεν γινόταν πολύ συχνά.
Η μάχη μαινόταν για το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, αλλά δεν ήταν συνεχής. Οι δυο πλευρές χτυπούσαν και πετσόκοβαν η μια την άλλη για μερικά δευτερόλεπτα και μετά απομακρύνονταν και πάλι. Ίσως η μια πλευρά να έκανε λίγο πίσω και οι άλλοι να κινούνταν προς τα μπροστά και πάλι.
Έχοντας λίγη ή καθόλου θωράκιση και κρατώντας λεπτές ξύλινες ασπίδες, οι Πέρσες ήταν εύκολοι στόχοι. Το ελαφρύ πεζικό τους δεν ήταν σχεδιασμένο για μια τέτοια μάχη. Ήταν φτιαγμένοι για ταχύτητα και για να επιτίθενται σε οργανωμένα στρατεύματα στις ανοιχτές πεδιάδες της Ασίας. Κολλημένοι στο στενό πέρασμα, οι Πέρσες δεν μπορούσαν ούτε να κάνουν ελιγμούς ούτε να χρησιμοποιήσουν το ιππικό τους. Η απότομη κλίση του όρους Καλλίδρομου, από τη μια και το Αιγαίο Πέλαγος, από την άλλη, εμπόδιζαν το περσικό ιππικό να κάνει τον ελιγμό της πλευροκόπησης. Αν δει κανείς τις δυο ελληνικές μάχες, που μελετάμε πιο συχνά, δηλαδή του Μαραθώνα και των Θερμοπυλών, βλέπει την ικανότητα των Ελλήνων διοικητών στο να επιλέγουν έδαφος, όπου οι Πέρσες δεν μπορούσαν να φέρουν το ιππικό. Στον Μαραθώνα δεν το κατέβασαν από τα πλοία. Ακόμα κι αν το έκαναν, θα τους ήταν εντελώς άχρηστο, επειδή οι Έλληνες είχαν σφηνωθεί σ’ ένα στενό μέτωπο και το ίδιο έγινε και στις Θερμοπύλες.
Σε κάθε επίθεση, όλο και περισσότεροι Πέρσες σφαγιάζονταν. Την πρώτη μέρα ήταν σφαγή. Οι Σπαρτιάτες με τις πλάτες τους σχημάτιζαν ένα τείχος και άφηναν τα κύματα των Περσών να σπάνε πάνω τους. Οι Πέρσες άρχισαν να παίρνουν το μήνυμα ότι ίσως να μην ήταν καλή ιδέα το να εφορμούν κύμα προς κύμα ενάντια σ’ αυτούς, καθένας από τους οποίους είχε την αντίστοιχη με την καλύτερη εκπαίδευση των ειδικών δυνάμεων.
Στο τέλος της πρώτης ημέρας, οι 300 Σπαρτιάτες και οι Έλληνες σύμμαχοί τους σκότωσαν τους εναπομείναντες Πέρσες. Ο Λεωνίδας κατανοεί μια κατάσταση και μετά την πρώτη μέρα της μάχης είπε ότι είχε αυτό ακριβώς που ξεκίνησε να κάνει: «Κρατώ έναν από τους μεγαλύτερους στρατούς ξηράς που επιτέθηκαν ποτέ στην Ελλάδα, τους έχω δεσμεύσει εδώ και μέχρι τώρα δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να το σταματήσουν».

Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΟΥ ΑΡΤΕΜΙΣΙΟΥ
Αλλά την ίδια στιγμή που γινόταν η μάχη στην ξηρά, οι Πέρσες προσπαθούσαν να κερδίσουν πρόσβαση στα νώτα της ελληνικής άμυνας, μέσω της θάλασσας. Μια μεγάλη ναυμαχία ανάμεσα στους Έλληνες και τους Πέρσες έβαφε με αίμα το στενό του Αρτεμισίου.
Στο στενό των Θερμοπυλών, ο βασιλιάς Λεωνίδας και οι Σπαρτιάτες πολεμιστές του απέκρουαν με επιτυχία την επίθεση που δέχονταν από το ελαφρύ πεζικό των Περσών. Ταυτόχρονα, μακριά από την ακτή των Θερμοπυλών, στο στενό του Αρτεμισίου, ήταν έτοιμη να ξεσπάσει μια ναυμαχία ανάμεσα στον περσικό και τον ελληνικό στόλο. Αν έχουμε στρατιωτικό μυαλό και σκεφτούμε τη μάχη των Θερμοπυλών με στρατηγικούς όρους, το πρώτο ερώτημα που ίσως κάνουμε είναι: «Ναι, οι Σπαρτιάτες μπορούσαν να κρατήσουν τη γραμμή, αλλά τι γίνεται στη θάλασσα; Γιατί ο Ξέρξης, με μια αρμάδα 1.000 πολεμικών πλοίων, δεν αποβίβαζε στρατεύματα από πίσω τους;».
Το αθηναϊκό ναυτικό είχε βάση το Αρτεμίσιο, ενώ οι Πέρσες είχαν βάση στην απέναντι ακτή του στενού, στους Αφέτες. Ο περσικός στόχος ήταν να διασπάσουν την ελληνική γραμμή, να διαπλεύσουν το στενό του Αρτεμισίου, που είχε πλάτος 9,5 χιλιόμετρα και να αποβιβάσουν στρατεύματα πίσω από τον Λεωνίδα και τους Έλληνες πολεμιστές και να τους περικυκλώσουν. Ο άντρας που ήταν υπεύθυνος για να εμποδίσει τον περσικό στόλο βρισκόταν πάνω στην αθηναϊκή ναυαρχίδα. Θεωρείται από πολλούς ότι ήταν ο ιθύνων νους πίσω από την άμυνα ξηράς και θάλασσας εναντίον των Περσών και θεωρείται ευρέως ως ένας από τους πιο έξυπνους ειδικούς στη στρατιωτική τακτική στον αρχαίο κόσμο: ο Θεμιστοκλής.
Όταν οι περισσότεροι σκέφτονται τη μάχη των Θερμοπυλών, σκέφτονται αμέσως τους 300 Σπαρτιάτες ή τον Λεωνίδα. Αλλά στη πραγματικότητα, ο ατίμητος ήρωας της μάχης, ο άνθρωπος που τα έκανε όλα, ήταν ο Θεμιστοκλής. Με κάποιον τρόπο ήταν ο Ουίνστον Τσόρτσιλ της εποχής του. Ένας σπουδαίος Αθηναίος πολιτικός, με σπουδαία πρόβλεψη για την επερχόμενη μάχη και σπουδαίος στρατιωτικός στοχαστής. Αν δεν ήταν αυτός δεν θα υπήρχε η μάχη των Θερμοπυλών.
Το περσικό ναυτικό προσπάθησε να περικυκλώσει τον ελληνικό στόλο στέλνοντας τα 200 από τα 1.000 πλοία του ΝΑ, γύρω από το νησί της Εύβοιας. Σαλπάροντας γύρω από την Εύβοια, ο Πέρσης ναυτικός διοικητής θα απέφευγε να σπαταλήσει τις δυνάμεις του με μια άμεση επίθεση. Ξέρει ότι οι Έλληνες δεν είναι τόσο ανόητοι για να τους επιτεθούν κι έτσι θα παραμένει στη βάση του μέχρις ότου η μικρότερη δύναμη πλεύσει γύρω από την Εύβοια και περικυκλώσει τον ελληνικό στόλο.
Αλλά ο Θεμιστοκλής κάνει μια τολμηρή κίνηση, που αιφνιδιάζει ιδιαίτερα τον Πέρση διοικητή. Αργά το απόγευμα, ο ελληνικός στόλος σαλπάρει από τη βάση του για να προκαλέσει τον περσικό στόλο, που ήταν σχεδόν έξι φορές μεγαλύτερός του ως προς το μέγεθος. Το γεγονός ότι ο Θεμιστοκλής είχε το θράσος να επιτεθεί στο ισχυρό περσικό ναυτικό ήταν το ένα θέμα, αλλά επίσης αιφνιδιάζεται και από τον χρόνο της επίθεσης. Ξεκινώντας το απόγευμα ξέρει ότι η ναυμαχία σύντομα θα τελειώσει, γιατί θα φύγει το φως και δεν μπορεί να κάνει ναυμαχία στο σκοτάδι. Έτσι ο Θεμιστοκλής προσπαθεί να ελαχιστοποιήσει τις πιθανές απώλειές του, αν η ναυμαχία του ξεφύγει, βασιζόμενος στη νύχτα για να την τελειώσει. Ο Πέρσης διοικητής διατάζει τα 800 εναπομείναντα πλοία του να μπουν στο στενό. Παρά τη σοβαρή αριθμητική υπεροχή του εχθρού, ο Θεμιστοκλής και ο στόλος του προσπαθούν να βυθίσουν τα περσικά πλοία, σε μια άγρια επίθεση. Το σχέδιο ήταν να βυθίσει τα πλοία, να τα εμβολίσει από το πλάι ή να αχρηστεύσει όλα τα κουπιά και να τα βγάλει εκτός αποστολής. Οι Έλληνες σίγουρα έχουν μια δύσκολη μάχη, αλλά κι ένα μεγάλο πλεονέκτημα: τη στρατιωτική ευφυΐα του Θεμιστοκλή.

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
Ο Θεμιστοκλής ήταν γιος εμπόρου. Αν είχε γεννηθεί νωρίτερα στην ελληνική ιστορία, θα ανήκε σε χαμηλότερη τάξη. Αλλά, στο μεταξύ, στην Αθήνα γεννήθηκε η δημοκρατία, επιτρέποντας στον Θεμιστοκλή να ξεφορτωθεί τα δεσμά της εμπορικής του τάξης. Λόγω του φυσικού της λιμανιού, η Αθήνα ανέπτυξε μια ισχυρή ναυτική παράδοση και έγινε οικονομική και ναυτική δύναμη στο Αιγαίο. Πολλοί Αθηναίοι, όπως και ο Θεμιστοκλής, έγιναν έμπειροι ναυτικοί, ικανοί να ταξιδεύουν στις ύπουλες ελληνικές ακτές. Ενώ η ναυτική εκπαίδευσή του σίγουρα διαμόρφωσε το μέλλον του, στην αθηναϊκή κυβέρνηση, πήρε κάποια από τα πιο πολύτιμα μαθήματά του. Μεγαλώνοντας ο Θεμιστοκλής σε μια αναπτυσσόμενη δημοκρατία, έμαθε την τέχνη του χειρισμού και των πολιτικών στρατηγικών. Δεν ήταν μια δολοφονική πολιτική, όπως αυτή της Ρώμης, όπου οι άνθρωποι κυριολεκτικά θανατώνονταν. Ο Θεμιστοκλής χρησιμοποιούσε την ευφυΐα και την πονηριά του για να μπει στην κυβέρνηση, όπου κάποια μέρα θα ασκούσε εξαιρετική επιρροή. Αυτές οι ικανότητές του τον βοήθησαν να δημιουργήσει το αθηναϊκό ναυτικό, που θα χρειαζόταν για να πολεμήσει τους ισχυρούς Πέρσες.
Το 490 π.Χ., δέκα χρόνια πριν τη μάχη των Θερμοπυλών, η Αθήνα είχε μόνο 100 πολεμικά πλοία, ένα κλάσμα μόνο σε σύγκριση με το τι θα μπορούσαν οι Πέρσες να συγκεντρώσουν. Ο Θεμιστοκλής το γνώριζε αυτό, επειδή είχε δει την περσική δύναμη στον Μαραθώνα. Ήταν ένας από τους στρατηγούς που είχαν πάει στη μάχη και εκεί είχε δει από πρώτο χέρι τις περσικές τακτικές. Έτσι ήταν ένας έμπειρος στρατιωτικός. Από τον Μαραθώνα πήρε ένα διαφορετικό μάθημα, από αυτό που πήραν οι άλλοι Έλληνες στρατηγοί, που το είδαν σαν έναν θρίαμβο των δυνάμεων ξηράς επί του ναυτικού. Αυτό που έμαθε ο Θεμιστοκλής στον Μαραθώνα ήταν ότι δεν μπορείς να χρησιμοποιείς δυνάμεις ξηράς, αν δεν έχεις ναυτική υποστήριξη. Ήξερε ότι μετά την εξευτελιστική τους ήττα στον Μαραθώνα, οι Πέρσες θα ζητούσαν εκδίκηση και θα επέστρεφαν για να τελειώσουν αυτό που είχαν ξεκινήσει. Ήξερε επίσης ότι δεν θα έκαναν το ίδιο λάθος δεύτερη φορά. Περίμενε ότι οι Πέρσες θα έρχονταν από τη ξηρά και τη θάλασσα, φέρνοντας μαζί τους πολύ περισσότερους στρατιώτες και πλοία. Αυτό που ο Θεμιστοκλής είδε ήταν μια συνεργασία ανάμεσα στις ναυτικές δυνάμεις και στις δυνάμεις ξηράς. Το ναυτικό μπορούσε να υποστηρίξει τις δυνάμεις ξηράς, αρκεί η ακτή να ήταν κατάλληλη. Οι δυνάμεις ξηράς έπρεπε να διαμορφώσουν την ακτή. Ο Θεμιστοκλής ήξερε ότι οι Πέρσες δεν θα μπορούσαν να συντηρούν ένα στρατό στην ενδοχώρα της Ελλάδας, αν δεν ήταν ικανοί να τον εφοδιάζουν από τη θάλασσα. Συνεπώς, αν είχε μια σημαντική ναυτική δύναμη, γινόταν η κυρίαρχη ναυτική δύναμη στο Αιγαίο και μπορούσε να κάνει τους Πέρσες ανίσχυρους. Γι’ αυτό συμπέρανε ότι το μέλλον της Αθήνας δεν βρισκόταν στην αύξηση του μεγέθους των δυνάμεων ξηράς, που ήταν αρκετά μεγάλες, αλλά στην αύξηση του ναυτικού της. Το πρόβλημα που αντιμετώπιζε ήταν ότι κανείς δεν τον πίστευε. Οι Αθηναίοι στρατηγοί και ο λαός είχαν μεγάλη εμπιστοσύνη στον αθηναϊκό στρατό και δεν πίστευαν ότι οι Πέρσες θα επέστρεφαν. Ο Θεμιστοκλής ζούσε κάθε μέρα της πολιτικής του ζωής με τη σκέψη: «Πρέπει να το αντιμετωπίσουμε αυτό τώρα» και ακολούθησε κάποιες στρατηγικές, που πιθανόν να έσωσαν τον ελληνικό κόσμο. Πρώτα έπρεπε να πείσει την Αθήνα ότι έπρεπε να επενδύσει στο ναυτικό. Το πιο σημαντικό ήταν ότι αυτός έπρεπε να το βρει.

ΤΟ ΨΕΜΑ ΤΟΥ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗ
Το 483 π.Χ., τρία χρόνια πριν την αντίσταση στις Θερμοπύλες, οι ανθρακωρύχοι ανακάλυψαν νέα φλέβα άργυρου στην περιοχή του Λαυρίου. Μετά από ένα χρόνο εξόρυξης, εξόρυξαν σχεδόν 2,5 τόνους από το πολύτιμο αυτό μέταλλο. Ο Θεμιστοκλής ήθελε, τα χρήματα που βγήκαν από τον άργυρο, να ξοδευτούν για το ναυτικό του. Η πρόκληση γι’ αυτόν ήταν να πείσει τους Αθηναίους ότι δεν χρειάζονταν επιπλέον χρήματα στις τσέπες τους, αλλά επιπλέον πολεμικά πλοία στο λιμάνι τους. Κάθε Αθηναίος θα έπαιρνε 10 δραχμές, περίπου 1500 με 1600 δολάρια, σε σημερινά χρήματα, που ήταν πολλά χρήματα. Επειδή οι Αθηναίοι δεν πίστευαν σε μια δεύτερη περσική εισβολή, ο Θεμιστοκλής βασίστηκε στην πολιτική του αντίληψη για να τους κερδίσει. Τους είπε ψέματα, ότι δήθεν η Αίγινα, ένα μικρό αντίπαλο νησί λίγο έξω από την ακτή της Αθήνας, αποτελούσε απειλή για την ασφάλεια των αθηναϊκών εμπορικών πλοίων. Τελικά, οι Αθηναίοι πείσθηκαν και επέτρεψαν στον Θεμιστοκλή να επενδύσει στο ναυτικό. Ο ελληνικός πολιτισμός ίσως να σώθηκε από ένα ψέμα. Αυτό που οι ιστορικοί ίσως ονόμαζαν ψέμα ή αναλήθεια, ένας πολιτικός θα το ονόμαζε έξυπνη λαθεμένη καθοδήγηση του λαού, για να επιτευχθεί ένας σπουδαιότερος σκοπός. Αυτό έκανε και ο Θεμιστοκλής. Ήξερε ότι, αν έλεγε την αλήθεια, ο λαός δεν θα συμφωνούσε ποτέ. Έτσι έφτιαξε μια ωραία ιστορία και έπιασε. Έτσι, ο Θεμιστοκλής πήρε τα πλοία του.

ΤΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Τα αθηναϊκά πολεμικά πλοία ονομάζονταν τριήρεις. Η τριήρης είχε 27 μέτρα μήκος και 5,5 μέτρα πλάτος και ήταν κατασκευασμένη κυρίως από ξύλο πεύκου. Το πλεονέκτημά της ήταν ότι ήταν ένα ελαφρύ σκάφος, που έμοιαζε περισσότερο με σκάφος αγώνων. Δεν ήταν βαρύ πλοίο. Επειδή ο σκοπός ήταν ο εμβολισμός και έτσι όσο πιο ελαφρύ ήταν, τόσο πιο γρήγορα πήγαινε. Φτιαγμένο για ταχύτητα, το σκαρί της τριήρους ήταν ανοιχτό. Το κατάστρωμα αποτελείτο από μια ή δυο σανίδες, που τοποθετούνταν κατά μήκος του πλοίου, πάνω στις οποίες στέκονταν ο διοικητής του πλοίου και περίπου τέσσερις ναυτικοί. Παρά το μικρό πανί τους, οι τριήρεις κινούνταν κυρίως από 170 έως 220 κωπηλάτες, που ήταν τοποθετημένοι σε τρεις σειρές κουπιών, η μια πάνω από την άλλη. Το μπροστινό μέρος της τριήρους είχε σχήμα στρογγυλεμένης πλώρης, πιθανόν κατασκευασμένο από πιο βαρύ κέδρο και μετά καλυπτόταν με ορείχαλκο ή χαλκό, καθιστώντας το πλοίο ικανό να εμβολίζει εχθρικά σκάφη. Η πιο γρήγορη τριήρης, την οποία σήμερα ξαναφτιάξαμε, σε μια διαδρομή 2.000 μέτρων, φτάνει τους 15 κόμβους, αλλά αυτός είναι ένας γρήγορος ρυθμός προκειμένου για εμβολισμό.
Όταν οι Πέρσες έφτασαν στις Θερμοπύλες και το Αρτεμίσιο, ένα χρόνο αργότερα, οι Έλληνες είχαν προσθέσει πάνω από 100 επιπλέον πλοία στο στόλο. Αλλά και πάλι ο περσικός στόλος υπερτερούσε αριθμητικά του ελληνικού στόλου, σχεδόν 6 προς 1. Ο Θεμιστοκλής θα ανακάλυπτε κατά πόσο οι προσπάθειές του να φτιάξει το αθηναϊκό ναυτικό ήταν μάταιες.

ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΝΑΥΜΑΧΙΑΣ
Στο στενό του Αρτεμισίου, ο Θεμιστοκλής ήταν έτοιμος να οδηγήσει σχεδόν 200 ελληνικά πολεμικά πλοία σε μάχη ενάντια σε 800 περσικά πολεμικά πλοία και κάνει το αναπάντεχο. Αργά το απόγευμα, την πρώτη ημέρα της μάχης, κάνει επίθεση στον κατά πολύ μεγαλύτερο περσικό στόλο. Είναι μια επικίνδυνη κίνηση. Αν άφηνε τους Πέρσες να σαλπάρουν μέσα στο στενό του Αρτεμισίου, ο Λεωνίδας και οι 300 Σπαρτιάτες θα περικυκλώνονταν και θα γίνονταν κομμάτια. Χρησιμοποιώντας μια σημαία, για να κάνει σήμα στον στόλο, ο Θεμιστοκλής διέταξε όλα τα ελληνικά πολεμικά πλοία να υποχωρήσουν αργά σε ένα πιο στενό σημείο του στενού, σχηματίζοντας έτσι έναν κύκλο. Με ένα δεύτερο σήμα, ο ελληνικός στόλος βγήκε από τον σχηματισμό και επιτέθηκε στους Πέρσες. Στις ελληνικές ναυμαχίες δεν γινόταν συμπλοκή μεταξύ ανθρώπων, αλλά προσπαθούσαν να κάνουν ελιγμούς με τα πλοία έτσι ώστε να εμβολίσουν και να βυθίσουν τα εχθρικά πλοία. Ο πιο κοινός τρόπος ήταν να έρθουν στο πλάι υπό γωνία και να διαλύσουν τα κουπιά του άλλου πλοίου, γιατί δεν κινούνταν με πανιά, αλλά με κουπιά. Έτσι, αν έσπαζαν τα κουπιά του άλλου πλοίου, καθώς το ένα πλοίο ερχόταν στο πλάι του άλλου, το πλοίο που έκανε την επίθεση τραβούσε μέσα τα κουπιά του και επέτρεπε στην πλευρά του πλοίου να διαλύσει το άλλο. Τότε το άλλο πλοίο αχρηστευόταν. Στις μάχες αυτές, αυτό που πραγματικά έπαιζε ρόλο, δεν ήταν τόσο το βάρος ή το μέγεθος του πλοίου, αλλά η ταχύτητά του. Στον περιορισμένο χώρο του Αρτεμισίου, ο πιο μικρός ελληνικός στόλος προκάλεσε ζημιά σε αρκετά περσικά πλοία, αιχμαλώτισε 30 εχθρικά σκάφη και πήρε πολλούς αιχμαλώτους. Δεν είμαστε ακριβώς σίγουροι, γιατί οι Έλληνες έπλευσαν τόσο καλά την πρώτη ημέρα στο Αρτεμίσιο. Οι Έλληνες και οι Πέρσες είχαν τους ίδιους τύπους σκαφών. Όλοι είχαν τριήρεις κι έτσι κανείς δεν είχε απαραίτητα το πλεονέκτημα της ταχύτητας. Όποιος και αν ήταν ο λόγος, ήταν μια σπουδαία ψυχολογική νίκη για το ελληνικό ναυτικό και επειδή ο Θεμιστοκλής ξεκίνησε την επίθεσή του αργά μέσα στην ημέρα, ήξερε ότι η μάχη δεν θα διαρκούσε πολύ, διασφαλίζοντας έτσι ότι οι πιθανές απώλειές του θα ήταν ελάχιστες. Αυτό πρέπει να ήταν πλήρης αιφνιδιασμός για όλους. Οι Πέρσες σίγουρα δεν περίμεναν να χάσουν από τον μικρότερο ελληνικό στόλο, ούτε και οι Έλληνες περίμεναν να είναι τόσο δυνατοί. Και αυτός νομίζω ότι ήταν ο λόγος που ο Θεμιστοκλής το ξεκίνησε τις απογευνατινές ώρες. Έτσι, ο Θεμιστοκλής κέρδισε τη μάχη στη θάλασσα και ασφαλώς ο Λεωνίδας και οι Σπαρτιάτες κέρδιζαν τη μάχη στην ξηρά.

Η ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ
Την πρώτη μέρα της συμπλοκής στις Θερμοπύλες και το Αρτεμίσιο, οι Έλληνες είχαν χειριστεί τους Πέρσες πολύ σκληρά. Ο Ξέρξης είχε σοκαριστεί και είχε ντροπιαστεί από τον Θεμιστοκλή και το αθηναϊκό ναυτικό και είχε χάσει σχεδόν 10.000 άντρες του πεζικού από τον Λεωνίδα και τους Σπαρτιάτες. Οι Πέρσες γύρισαν στον καταυλισμό τους εκείνο το βράδυ γλείφοντας τις πληγές τους και ο Ξέρξης αναρωτιόταν τι θα έκανε γι’ αυτό. Καθώς έπεσε η νύχτα, μια τρομερή καταιγίδα ξέσπασε, φέρνοντας κεραυνούς, άνεμο και βροχή. Οι αστραπές φώτιζαν τα κουφάρια των πλοίων στη θάλασσα και τα πτώματα στην ξηρά. Ήταν μια πολύ αποκαρδιωτική νύχτα για τους Πέρσες. Πιθανόν να μη κοιμήθηκαν τόσο καλά όσο θα ήθελαν, αν και χρειάζονταν τον ύπνο για τη μάχη της επόμενης ημέρας. Ο περσικός στόλος, που είχε σταλεί να πλεύσει γύρω από την Εύβοια, έπεσε μέσα σε καταιγίδα και τα 200 πλοία βυθίστηκαν στο Αιγαίο. Ήταν ένας οιωνός, που οι Πέρσες δεν μπορούσαν να αγνοήσουν, ενώ οι Έλληνες τον δέχτηκαν με χαρά, γιατί η επόμενη ημέρα θα έφερνε και άλλη αιματοχυσία.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Τη δεύτερη μέρα της μάχης, οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες πήραν τις αντίστοιχες αμυντικές τους θέσεις. Ο Θεμιστοκλής στο στενό του Αρτεμισίου και ο Λεωνίδας με τους 300 Σπαρτιάτες του στο στενό των Θερμοπυλών. Και οι δυο ήταν έτοιμοι για τη δεύτερη περσική επίθεση. Ο ήλιος ανέτειλε τη δεύτερη μέρα και ο Ξέρξης λέει: «Αρκετά με το κατώτερο πεζικό. Θα στείλουμε τους ισχυρούς» και έστειλε τους ισχυρούς του περσικού στρατού, τους σιωπηλούς και μασκοφόρους από το βαρύ πεζικό, που ονομάζονταν Αθάνατοι. Πίστευε ότι μόλις οι Αθάνατοι έμπαιναν στη δράση, η επίθεσή τους θα τέλειωνε την αντίσταση αμέσως. Συγκεντρώθηκαν λοιπόν 10.000 άντρες σε σχηματισμό τετραγώνου και προχωρούσαν κατά των Ελλήνων σιωπηλά. Ό,τι και να συνέβαινε έρχονταν κατά πάνω σου. Δεν φορούσαν κράνη, αλλά μια τιάρα στο κεφάλι τους. Η τιάρα ήταν ένα τυλιγμένο ύφασμα, ένα πολύ λεπτό ύφασμα μέσα από το οποίο μπορούσαν να βλέπουν. Ονομάζονταν Αθάνατοι, επειδή όταν ένας από αυτούς αποστρατευόταν ή πέθαινε, ένας άλλος τον αντικαθιστούσε αμέσως. Τα στρατεύματα στέκονταν σε απόσταση 45 μέτρων μεταξύ τους, στο στενό των Θερμοπυλών. Οι Πέρσες απρόσωποι και βουβοί. Αλλά η σιωπή δεν ήταν μέρος της σπαρτιάτικης ψυχολογικής στρατηγικής. Τελικά, οι Αθάνατοι άρχισαν να προελαύνουν και έπεσαν πάνω στην ελληνική γραμμή. Όπως και την προηγούμενη μέρα, οι 300 Σπαρτιάτες κι οι υπόλοιποι Έλληνες στρατιώτες κρατούσαν καλά. Οι λόγχες των Αθανάτων δεν μπορούσαν να διαπεράσουν την ελληνική θωράκιση, ενώ οι αντίστοιχες ελληνικές δεν είχαν πρόβλημα να βρουν το στόχο τους. Οι Αθάνατοι φορούσαν λεπτή θωράκιση κάτω από τον χιτώνα τους. Οι επικαλυπτόμενες μεταλλικές φολίδες ήταν παχιές όσο τα χαρτιά της τράπουλας και αδύναμες σε σχέση με τη δύναμη και την ακρίβεια του σπαρτιάτικου δόρατος. Όσο για την περσική ασπίδα, ήταν φτιαγμένη από λυγαριά και ήταν καλή για να αποκρούει ακόντια, στιλέτα ή βέλη, αλλά αδύναμη σε σύγκριση με την ελληνική, που ήταν ασπίδα από μπρούντζο ή ορείχαλκο. Η λόγχη των Ελλήνων μπορούσε εύκολα να τρυπήσει την ασπίδα από λυγαριά. Έτσι, βλέπουμε ότι κανένα από τα στρατιωτικά τμήματα των Περσών δεν ήταν ισάξια των Σπαρτιατών στη μάχη εκ του συστάδην. Είναι ξεκάθαρο ότι δεν είχαν πολεμήσει ποτέ ενάντια σε στρατό Οπλιτών, που ήταν τόσο καλά εκπαιδευμένοι, εξοπλισμένοι και ευέλικτοι ως προς την τακτική, όπως ήταν οι Σπαρτιάτες. Μετά από δυο μέρες, χιλιάδες Πέρσες είχαν σκοτωθεί. Έπειτα από κάθε επίθεση υπήρχαν ένα σωρό νεκροί άντρες εκεί, άντρες που ούρλιαζαν από τον πόνο, που αιμορραγούσαν, αλλά κυρίως άντρες που αποτελούσαν εμπόδιο. Έπρεπε να τους απομακρύνουν και σε μια από τις επιθέσεις τους, έβγαιναν μπροστά ομάδες και τράβαγαν τους νεκρούς από τη μέση. Στο τέλος της δεύτερης ημέρας, οι αριθμοί των νεκρών Περσών ήταν τεράστιοι και οι δυνάμεις ξηράς για άλλη μια φορά είχαν παρεμποδιστεί. Όσον αφορά την τακτική, έπειτα από τις δυο πρώτες ημέρες της μάχης των Θερμοπυλών, ο Λεωνίδας θα θεωρούσε ότι βρισκόταν σε πολύ καλή θέση. Είχε αντέξει ό,τι του είχαν στείλει οι Πέρσες και ο ίδιος είχε χάσει λίγους μόνον άντρες.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΗΜΕΡΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Στο μεταξύ, μακριά από την ακτή, ο Θεμιστοκλής και πάλι οδηγούσε το αθηναϊκό ναυτικό ενάντια στον περσικό στόλο στο στενό του Αρτεμισίου. Η τεράστια καταιγίδα το προηγούμενο βράδυ είχε καταστρέψει τα περσικά πλοία, που είχαν σαλπάρει γύρω από την Εύβοια, σε μια προσπάθεια να περικυκλώσουν τον Θεμιστοκλή. Χωρίς περσικά πλοία που να κατευθύνονται προς τα νώτα του, ο Θεμιστοκλής μπορούσε να συγκεντρώσει τη δύναμή του προς το μέτωπο. Αλλά και πάλι αριθμητικά ήταν κατώτερος, 5 προς 1. Ενώ οι ακριβείς λεπτομέρειες της ναυμαχίας είναι άγνωστες, οι ελληνικές τριήρεις ήταν και πάλι ικανές να καταστρέψουν πολλά από τα περσικά πολεμικά πλοία. Έτσι, στο τέλος της δεύτερης ημέρας στη θάλασσα, εξελισσόταν ένα παρόμοιο σενάριο. Οι Πέρσες είχαν προσπαθήσει και πάλι να πέσουν πάνω στον Θεμιστοκλή, αλλά δεν τα πήγαν καλύτερα τη δεύτερη ημέρα. Το ελληνικό μέτωπο άντεχε και στην ξηρά και στη θάλασσα. Ήταν άλλη μια ψυχολογική νίκη για τους Έλληνες και άλλο ένα χτύπημα για τον Ξέρξη. Αλλά μια λύση θα γινόταν σύντομα ξεκάθαρη στον Πέρση βασιλιά και θα οδηγούσε σε μια από τις πιο διάσημες και ηρωικές αντιστάσεις στην Ιστορία.



ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΠΕΡΑΣΜΑ
Στο στενό πέρασμα των Θερμοπυλών, 4.000 Έλληνες στρατιώτες, υπό την ηγεσία του Λεωνίδα και της ομάδας των 300 πολεμιστών του, προετοιμάζονταν για άλλη μια ημέρα μάχης. Μέχρι τώρα είχαν αντέξει και είχαν αποκρούσει τον περσικό στρατό, τη μεγαλύτερη δύναμη ξηράς που είχε συγκεντρωθεί ποτέ, έως τότε. Μέχρις στιγμής, οι Πέρσες είχαν προσπαθήσει μια επίθεση με ελαφρύ πεζικό και είχαν δεινοπαθήσει. Προέλασαν με τους καλύτερους στρατιώτες τους, το βαρύ πεζικό κι υπέφεραν εξίσου άσχημα. Τα πράγματα γίνονται λίγο παρακινδυνευμένα: ο στρατός παρεμποδίζεται, καταναλώνει προμήθειες, καθώς πρέπει να τρώει κάθε μέρα και αυτό δεν οδηγεί πουθενά. Η λύση ήταν να βρουν έναν τρόπο και να πάνε πίσω από τη θέση των Σπαρτιατών. Ο Ξέρξης ανακάλυψε την απάντηση: ένα μικρό μονοπάτι από το περσικό στρατόπεδο, γύρω από το όρος Καλλίδρομο, πίσω από την ελληνική γραμμή. Οι ιστορικοί δεν γνωρίζουν το πότε ο Ξέρξης έμαθε για το πέρασμα. Πιστεύεται ότι ένας Έλληνας κατάσκοπος του το είχε πει μετά τη δεύτερη μέρα της μάχης. Βλέποντας ότι δεν μπορούσε να διασπάσει την ελληνική άμυνα και γνωρίζοντας ότι τα αποθέματα τροφής τέλειωναν, ο Ξέρξης αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το πέρασμα. Τη νύχτα της δεύτερης ημέρας, αφού η επίθεση με το βαρύ πεζικό είχε αποτύχει, άρχισε να κινεί, με την κάλυψη του σκοταδιού, 10.000 άντρες πάνω στο μονοπάτι αυτό, για να υπερφαλαγγίσει τη θέση των Σπαρτιατών. Αλλά ο Λεωνίδας γνώριζε αυτό το πέρασμα. Πριν την πρώτη μέρα της επίθεσης, είχε τοποθετήσει 1.000 άντρες στην κορυφή του περάσματος. Η δύναμη αυτή αποτελείτο από Φωκείς, κάτοικους της Φωκίδας. Καθώς οι Πέρσες πλησίαζαν τη γραμμή των Φωκέων, η αμυντική αυτή δύναμη δεν υπήρχε. Στην κορυφογραμμή υπάρχει μια διασταύρωση που οδηγεί στη Φωκίδα και για κάποιο λόγο, ο στρατός των Φωκέων πιστεύει ότι η επίθεση θα γίνει στην πατρίδα τους, τη Φωκίδα και γι’ αυτό αποσύρεται. Με τον φόβο ότι τα σπίτια τους θα δέχονταν επίθεση, οι Φωκείς αποχωρούν για να υπερασπιστούν τις οικογένειές τους, αφήνοντας στους Πέρσες ένα ανοιχτό πέρασμα. Στο σημείο αυτό ο Λεωνίδας είναι καταδικασμένος. Πάνω και πίσω του υπάρχουν 10.000 άντρες που μπορούν να κατέβουν το βουνό ανά πάσα στιγμή. Στη μέση της νύχτας, οι Έλληνες ανιχνευτές ενημέρωσαν τον Λεωνίδα ότι οι Φωκείς είχαν λιποτακτήσει. Γνωρίζοντας ότι θα υπερφαλαγγιζόταν, ο Λεωνίδας διέταξε την υποχώρηση του ελληνικού πεζικού. Δεν μπορείς να διατάξεις 4.000 άντρες να φύγουν έτσι απλά. Υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτό. Πρώτον, ο εχθρός ξέρει αμέσως τι κάνεις. Θα σου επιτεθεί κατά μέτωπο. Δεύτερον, δεν μπορείς να περιμένεις μέχρι να περιοριστείς στο πίσω μέρος. Πρέπει να βγάλεις σχετικά μικρές ομάδες έξω, σε μια σταδιακή υποχώρηση, ελπίζοντας αυτά να γίνει σιωπηλά, ώστε ο εχθρός βασικά να μη ξέρει ότι το μέτωπο έχει εξασθενήσει, διαφορετικά θα σου επιτεθεί. Μέχρι την αυγή, όλα τα ελληνικά στρατεύματα είχαν υποχωρήσει, εκτός από τον Λεωνίδα, τους 300 Σπαρτιάτες και περίπου 700 στρατιώτες από την ελληνική πόλη-κράτος, τις Θεσπιές. Πολλοί λίγοι άνθρωποι ξέρουν αυτήν την πληροφορία για τη μάχη, αλλά περίπου 700 Θεσπιείς στρατιώτες παρέμειναν με τον Λεωνίδα. Μπορούσαν να είχαν φύγει, αλλά αποφάσισαν να μείνουν και να παλέψουν με τους Σπαρτιάτες μέχρι τέλους. Ο λόγος που αυτό ξεχνιέται, είναι γιατί η μάχη των Θερμοπυλών έχει μεταβληθεί σε μύθο σε όλη την ιστορία και στις ταινίες στις ημέρες μας, με τέτοιο τρόπο που μόνο 300 Σπαρτιάτες αντιμετώπισαν εκατομμύρια Πέρσες. Αλλά δεν έγινε έτσι. Αλλά και πάλι, αυτή η δύναμη των χιλίων περικυκλώθηκε από δεκάδες χιλιάδες Πέρσες. Ο Λεωνίδας και οι άντρες του ήταν έτοιμοι για την τελευταία τους αντίσταση. Ήταν μια σπουδαία στιγμή, όπου οι Σπαρτιάτες πήγαν μπροστά για να πεθάνουν και οι σύμμαχοι πήγαν πίσω για να ζήσουν. Για μένα αυτή είναι η πιο συναισθηματική στιγμή της μάχης. Το ερώτημα είναι γιατί ο Λεωνίδας το έκανε αυτό και δεν απέσυρε τους στρατιώτες του; Νομίζω ότι υπάρχουν μερικές απαντήσεις γι’ αυτό. Κάποιοι θα πουν ότι πραγματοποιούσε την προφητεία της Πυθίας. Η θυσία στο μυαλό του έχει σχέση με τη διάσωση της Σπάρτης. Και γι’ αυτό μένει και μπαίνει σε μια δονκιχωτική μάχη, που γνωρίζει ότι θα την χάσει. Δεν το κάνει γιατί θέλει να γίνει μάρτυρας, ούτε γιατί ως Σπαρτιάτης στρατιώτης έχει εκπαιδευτεί να αντιστέκεται και να πεθαίνει. Ακριβώς το αντίθετο. Ως Σπαρτιάτης στρατιώτης έχει εκπαιδευτεί να το σκάει, να κλέβει, να ξεφεύγει. Αλλά, ως Σπαρτιάτης πιστεύει στους χρησμούς και στη θρησκεία και είναι καθήκον του να μείνει και να πεθάνει για το κράτος. Ίσως η πίστη του Λεωνίδα να τον κράτησε στο στενό των Θερμοπυλών, αλλά από στρατιωτική άποψη, η παρουσία του παρείχε μια δύναμη κάλυψης κατά τη διάρκεια μιας τακτικής υποχώρησης. Κάθε μέρα, κάθε λεπτό που μπορεί να τους καθυστερήσει, δίνει στους Έλληνες που έχουν μείνει στα μετόπισθεν την ευκαιρία να συγκεντρώσουν το στρατό και να πάρουν νέες αμυντικές θέσεις. Οι άντρες που αποτραβήχτηκαν από το πέρασμα πρέπει να διανύσουν ακόμα μια απόσταση πριν ενωθούν με τα άλλα στρατεύματα. Βασικά αποφασίζει να κερδίσει μια ή δύο επιπλέον μέρες και να μετατρέψει τον εαυτό του και τη σωματοφυλακή του σε μια δύναμη κάλυψης για μια στρατηγική ή τακτική υποχώρηση. Ακόμα δεν ξέρουμε γιατί ο Λεωνίδας αποφάσισε να μείνει πίσω. Αλλά αυτή η τελική του αντίσταση έχει καταγραφεί ως μια από τις πιο διάσημες στην ιστορία.

ΤΡΙΤΗ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Έπειτα από δύο μέρες αποτυχημένων προσπαθειών να διασπάσουν την ελληνική άμυνα στις Θερμοπύλες, οι Πέρσες ανακάλυψαν έναν τρόπο για να περικυκλώσουν το πέρασμα. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς, Λεωνίδας, διέταξε μια τακτική υποχώρηση για τη μεγαλύτερη πολεμική του δύναμη. Περίπου 700 Έλληνες στρατιώτες παρέμειναν, μαζί με 300 Σπαρτιάτες και τον Λεωνίδα, παγιδευμένοι από δεκάδες χιλιάδες Πέρσες στρατιώτες. Ο Λεωνίδας κάνει την τελευταία του αντίσταση στο στενό των Θερμοπυλών. Για δυο μέρες, απέκρουε με επιτυχία τις περσικές επιθέσεις. Αλλά τώρα οι Πέρσες τον έχουν παγιδεύσει. Τελικά βρήκαν τον τρόπο να τον υπερφαλαγγίσουν και τον έφεραν ακριβώς εκεί που ήθελαν. Αν και το γνώριζαν, οι Σπαρτιάτες με ηρεμία προετοιμάζονται για τη μάχη, καθώς ένας Πέρσης ανιχνευτής τους παρακολουθούσε κρυφά. Είδε τους Σπαρτιάτες να ασκούνται γυμνοί και μετά να ρίχνουν λάδι πάνω τους και να καθαρίζονται, να φτιάχνουν τα μακριά μαλλιά τους και να τα χτενίζουν. Οι Πέρσες το βλέπουν αυτό και δεν καταλαβαίνουν. Το κοιτούν και το θεωρούν ματαιοδοξία, το κοιτούν και το θεωρούν συμπεριφορά λουτρού. Δεν ξέρουν ότι οι Σπαρτιάτες προετοιμάζουν τα σώματά τους για θάνατο. Καθαροί και έτοιμοι για μάχη, οι Σπαρτιάτες πηγαίνουν στο πεδίο της μάχης για μια τελευταία φορά. Είναι επαγγελματίες πολεμιστές. Έτσι χαρακτήριζαν τον εαυτό τους, έτσι προσδιοριζόταν η θέση τους στην κοινωνία. Φαντάζομαι ότι θα καλοδέχονταν τη μάχη από ψυχολογική και κοινωνική άποψη: «είμαστε αριθμητικά λιγότεροι, αλλά είμαστε καλύτεροι». Στις «Ιστορίες» του, ο Ηρόδοτος περιέγραψε την τελική μάχη: «Από τη μια μεριά, οι βάρβαροι, γύρω από τον Ξέρξη, προήλαυναν μπροστά, από την άλλη, οι Έλληνες, γύρω από τον Λεωνίδα, διακρίνοντας ότι θα πέθαιναν, προήλασαν πολύ περισσότερο από ό,τι είχαν κάνει νωρίτερα, στο πιο πλατύ μέρος του περάσματος. Γνωρίζοντας ότι ο θάνατος ερχόταν γι’ αυτούς, από αυτούς που κινούνταν γύρω από το βουνό, έδειξαν ενάντια στους βάρβαρους όλη τη δύναμη αντίστασης που είχαν και πάλεψαν σαν τρελοί, χωρίς να νοιάζονται για τίποτα, παρά μόνο για τη στιγμή».

Η ΤΕΛΙΚΗ ΜΑΧΗ
Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το τι συνέβη κατά τη διάρκεια της μάχης. Αλλά είμαι σίγουρος ότι, αφού οι Πέρσες τους επιτέθηκαν από μπροστά και από πίσω, οι Έλληνες έσπασαν τους ζυγούς και η φάλαγγα διαλύθηκε. Επειδή η φάλαγγα ήταν η βάση της ελληνικής άμυνας, μόλις αυτή διαλύθηκε, οι Σπαρτιάτες δεν ήταν και τόσο δυνατοί, όσο τις δύο τελευταίες μέρες. Το πεδίο της μάχης θα γινόταν χαοτικό στο σημείο αυτό και ο καθένας θα πάλευε για τον εαυτό του. Πολλοί θα στράφηκαν στα σπαθιά τους σ’ αυτή τη μάχη εκ του συστάδην. Ο Ηρόδοτος μας λέει ότι όλες οι ελληνικές λόγχες έσπασαν και ότι πάλευαν με ό,τι μπορούσαν. Αναφέρει μάλιστα τη γενναιότητα και την ανδρεία λίγων Σπαρτιατών ονομαστικά. Εκτός από τον Λεωνίδα, ήταν ο υπολοχαγός του, ο Διηνέκης, που φαίνεται ότι ξεχώρισε στη μάχη. Αλλά, παρά την ανδρεία του και τα χρόνια έντονης και βάναυσης στρατιωτικής εκπαίδευσης, τελικά ήταν θέμα χρόνου, πριν σφαγιαστούν οι Σπαρτιάτες πολεμιστές. Και πράγματι φαίνεται ότι ο χρησμός της Πυθίας για τον Λεωνίδα σύντομα θα εκπληρωνόταν. Ο Ηρόδοτος γράφει ότι κάποια στιγμή, νωρίς στη μάχη, ο Λεωνίδας χτυπήθηκε από περσικά βέλη. Μπορούμε να φανταστούμε τον σπουδαίο βασιλιά να είναι ξαπλωμένος και να πεθαίνει και να παρατηρεί τους συντρόφους του να πέφτουν ο ένας μετά τον άλλον. «Ο Λεωνίδας έπεσε στη μάχη αυτή έχοντας δείξει ότι ήταν άνθρωπος αξίας, όπως οι ήρωες του παρελθόντος. Γινόταν μεγάλη μάχη γύρω από το σώμα του Λεωνίδα. Τέσσερις φορές οι Έλληνες απέκρουσαν τον εχθρό και τελικά πήραν το πτώμα με την ανδρεία τους». Ο Ηρόδοτος λέει ότι ο Διηνέκης διέσωσε το πτώμα του Λεωνίδα και με μερικούς εναπομείναντες Σπαρτιάτες υποχώρησε σ’ ένα πιο στενό μέρος του περάσματος. Οι Πέρσες κάλεσαν τους τοξότες τους για μια τελευταία φορά. Αυτοί βρήκαν με ευκολία τους στόχους τους. Κάθε Σπαρτιάτης είχε σφαγιαστεί. Μετά τη σφαγή, ο Ξέρξης περπάτησε στο πεδίο της μάχης. Είχε χάσει σχεδόν 20.000 άντρες μέσα σε τρεις μέρες. Διέταξε να θάψουν τους στρατιώτες του, για να μην αποκαρδιωθεί ο υπόλοιπος στρατός του από τη θέα των πτωμάτων που ήταν σε σήψη. Ο Ξέρξης διέταξε επίσης να κοπεί το κεφάλι του Λεωνίδα και να τοποθετηθεί πάνω σ’ ένα παλούκι. Το καλό από την καταστροφή αυτή ήταν ο ηρωικός θάνατος των ανθρώπων που κράτησαν το πέρασμα, ώστε οι σύντροφοί τους να ζήσουν και να κερδίσουν χρόνο για τη χώρα τους. Είναι σπουδαία ηρωική ιστορία. Είναι αυτό ακριβώς που θα θυμόντουσαν, έτσι όπως κι εμείς θυμόμαστε στον πολιτισμό μας τους άντρες και τις γυναίκες που πεθαίνουν ενώ θυσιάζονται ηρωικά και κερδίζουν το μετάλλιο της τιμής. Το κρατάμε ως παράδειγμα για την επόμενη γενιά: «Αν σου συμβεί αυτό, αυτό περιμένουμε από σένα». Οι Έλληνες έκαναν το ίδιο πράγμα.



Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Ο Ξέρξης είχε τώρα ένα ανοικτό πέρασμα μπροστά του. Η ελληνική πόλη-κράτος της Αθήνας ήταν καταδικασμένη. Τίποτα δεν στεκόταν πλέον ανάμεσα σ’ αυτόν και την Αθήνα. Η περσική εκδίκηση είχε ολοκληρωθεί. Προέλασε τη δύναμή του μέσα από το στενό των Θερμοπυλών, διασκορπίζοντας βασικά τις ελληνικές δυνάμεις που ήταν μπροστά του. Κάποιες από τις ελληνικές πόλεις-κράτη, που είχαν συμμαχήσει με την Αθήνα, τώρα πηγαίνουν με τους Πέρσες από προσωπικό συμφέρον.
Έξω από την ακτή του Αρτεμισίου, ο Θεμιστοκλής και πάλι κρατάει μακριά τον περσικό στόλο, αλλά τη φορά αυτή υπέστη σημαντικές απώλειες και έχασε μέρος του στόλου του. Λόγω της κατάρρευσης της ελληνικής άμυνας στην ξηρά, ο Θεμιστοκλής δεν είχε πλέον λόγο να υπερασπίζεται το στενό. Οδηγεί τα εναπομείναντα πλοία του νότια για να ανασυνταχθούν και να πολεμήσουν ξανά. Γνωρίζοντας ότι η καταστροφή της Αθήνας, του λίκνου της Δημοκρατίας, ήταν αναπόφευκτη, οι Αθηναίοι επισκέφτηκαν την Πυθία στους Δελφούς, ζητώντας την οδηγία της. «Γιατί κάθεστε όσοι περιμένετε την καταστροφή; Πηγαίνετε στα πιο μακρινά μέρη της γης. Ο Δίας που τα βλέπει όλα, σας δίνει ένα ξύλινο τείχος, το μόνο πράγμα που θα είναι άφθαρτο, ένα πλεονέκτημα για σας και τα παιδιά σας». Όπως συμβαίνει συχνά με την Πυθία, το μήνυμα είναι μυστικό. Πολλοί Αθηναίοι πιστεύουν ότι η Πυθία τους λέει να μείνουν πίσω από τα τείχη της Ακρόπολης. Αλλά ο Θεμιστοκλής πιστεύει ότι τα ξύλινα τείχη είναι τα πλοία του ναυτικού και ότι θα έπρεπε να εκκενώσουν την πόλη. Δυο μήνες μετά την αντίσταση στις Θερμοπύλες, ο Ξέρξης εκπλήρωσε την υπόσχεσή του να εκδικηθεί το κάψιμο της πρωτεύουσας της Ιωνίας, των Σάρδεων και την ήττα στον Μαραθώνα. Χρειάστηκαν 20 χρόνια, δυο μεγάλες εισβολές και η απώλεια δεκάδων χιλιάδων αντρών. Ο Ξέρξης τελικά ισοπέδωσε την Αθήνα. Αλλά η μεγάλη απώλεια σε ζωές αποτράπηκε. Οι μόνες απώλειες ήταν αυτών που αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν το ναό τους και τη θεά τους στην Ακρόπολη. Έμειναν λίγοι άνθρωποι. Ισοπεδώνει τα πάντα πάνω στην Ακρόπολη, όπου είναι ο πιο ιερός ναός των Αθηναίων. Βασικά αυτό είναι η εκδίκηση για τις Σάρδεις.

Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ
Ένα μήνα αφού ο Ξέρξης είχε καταστρέψει την Αθήνα, οι Έλληνες απαίτησαν τη δική τους εκδίκηση. Ο Θεμιστοκλής παρέσυρε τον Ξέρξη στο στενό της Σαλαμίνας, όπου είχαν διαφύγει πολλοί Αθηναίοι και όπου περίμενε το ανανεωμένο αθηναϊκό ναυτικό. Ενώ οι μελετητές συζητούν τις ακριβείς λεπτομέρειες, φαίνεται ότι ένας Έλληνας διπλός πράκτορας έδωσε ψεύτικες πληροφορίες στους Πέρσες σχετικά με τη θέση των Ελλήνων. Οι Πέρσες σάλπαραν αμέσως στο στενό της Σαλαμίνας, όπου τους αιφνιδίασε και τους επιτέθηκε ο ελληνικός στόλος. Ο Θεμιστοκλής κατέστρεψε μεγάλο μέρος του περσικού ναυτικού. Η ναυμαχία της Σαλαμίνας είναι ίσως η πιο σημαντική στρατηγική στιγμή στον Ελληνοπερσικό πόλεμο. Οι Πέρσες κέρδισαν τους Έλληνες στις Θερμοπύλες και έκαψαν ολοσχερώς την Αθήνα, αλλά το ελληνικό ναυτικό προκάλεσε τόσες ζημιές στον περσικό στόλο στη Σαλαμίνα, που ο Ξέρξης αναγκάστηκε να υποχωρήσει και τελικά να σαλπάρει για την πατρίδα του, γιατί αν δεν είχε αρκετά πολεμικά πλοία, για να υπερασπιστεί τα μεταγωγικά του, τότε θα ήταν καταδικασμένος. Ο Ξέρξης έφυγε από την Ελλάδα και δεν επέστρεψε ποτέ. Πολλοί ιστορικοί πιστεύουν ότι αυτή ήταν η αρχή του τέλους της Περσικής Αυτοκρατορίας, γιατί τώρα οι Έλληνες άρχισαν να επιτίθενται στους Πέρσες στο δικό τους έδαφος, επιτυγχάνοντας μεγάλες στρατιωτικές νίκες στις Πλαταιές, τη Μυκάλη, τη Σηστό. Οι Έλληνες κυνήγησαν τους Πέρσες μέχρι στην Ασία και έκαψαν τη σπουδαία πλωτή γέφυρα που είχε κατασκευαστεί στον Ελλήσποντο. Την άφησαν να καεί στο Αιγαίο, αλλά πριν την κάψουν αφαίρεσαν τα καλώδια από λινάρι και πάπυρο που έδεναν τα πλοία. Τα κράτησαν ως τρόπαια. Οι Αθηναίοι τα τιμούσαν τόσο ως τρόπαια, που τα έβαλαν στον νεόκτιστο Παρθενώνα τους.

ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΑ
Οι διάφορες ελληνικές πόλεις-κράτη, όπως η Αθήνα και η Σπάρτη, εγκατέλειψαν τις εσωτερικές τους διαφορές και τελικά ενώθηκαν για να πολεμήσουν την Περσία ως μια ενοποιημένη χώρα. Μια στρατηγική που χρησιμοποιήθηκε πρώτα στο στενό των Θερμοπυλών. Μερικές φορές δεν εκτιμούμε τη σπουδαιότητα της μάχης των Θερμοπυλών. Ίσως όχι από στρατιωτική άποψη, αλλά από συμβολική και πολιτιστική άποψη. Η Ελλάδα γινόταν αυτό που δεν είχε γίνει ποτέ. Απομακρυνόταν από το να είναι ένα συνονθύλευμα πόλεων-κρατών και γινόταν ένα έθνος που είχε την αίσθηση ότι ήταν ένα έθνος, ότι ήταν περισσότερο ελληνικό παρά αθηναϊκό, περισσότερο ελληνικό παρά σπαρτιατικό. Άρχισαν να αναγνωρίζουν τις αξίες και τους πολιτισμούς τους, όχι ως ανεξάρτητες πόλεις-κράτη, αλλά ως έθνος, ως σύνολο. Ο Φίλιππος της Μακεδονίας έκανε ένα παραπάνω βήμα και ενοποίησε τις ελληνικές πόλεις-κράτη σε μια χώρα. Με αυτήν την ενοποιημένη χώρα, ο γιος του Φίλιππου, ο Αλέξανδρος, τελικά κατέστρεψε την Περσική Αυτοκρατορία, εξάγοντας τον ελληνικό πολιτισμό σε όλον τον κόσμο και εισάγοντας στους υποταγμένους λαούς την ελληνική πολιτική, το νόμο, την τέχνη, τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία. Ο πολιτισμός τον οποίον διέδωσε, έγινε η βάση του δυτικού πολιτισμού. Όλα αυτά θα ήταν εντελώς αδύνατα, αν η Ελλάδα είχε παραμείνει ένα σύνολο ξεχωριστών πόλεων-κρατών. Όμως έγινε έθνος, υπήρχε η αίσθηση του εθνικισμού και αυτή η αίσθηση ξεκίνησε σ’ έναν σημαντικό τόπο και ο τόπος αυτός ήταν το στενό των Θερμοπυλών. Ήταν η τελευταία αντίσταση για τον Λεωνίδα και τους 300 Σπαρτιάτες στρατιώτες, που παρέμειναν και πολέμησαν μέχρι θανάτου, ενώ οι Έλληνες αδελφοί τους υποχώρησαν για να πολεμήσουν κάποια άλλη φορά. Οι πόλεμοι κερδίζονται όταν διαλύεις τη θέληση του εχθρού σου για να συνεχίσει να πολεμάει. Στις Θερμοπύλες, ο Λεωνίδας και οι Σπαρτιάτες άρχισαν να διαλύουν τη θέληση των Περσών. Θα χρειάζονταν άλλα 150 χρόνια, αλλά η ανάμνηση των 300 Σπαρτιατών θα παρακινούσε τελικά τους Έλληνες για νίκη επί των Περσών. Αν οι Πέρσες είχαν νικήσει, η δημοκρατία θα είχε σταματήσει στα πρώτα της βήματα. Και πιστεύω ότι είναι αδιανόητο η δημοκρατία να είχε δημιουργηθεί οπουδήποτε αλλού, στη Μέση Ανατολή ή στον ελληνικό κόσμο. Αυτό θα ήταν το τέλος της δημοκρατίας. Για αιώνες, οι στρατιωτικοί μελετητές έχουν εξετάσει τις γενναίες προσπάθειες των Σπαρτιατών, όπου οι λίγοι αντιστάθηκαν στους πολλούς και ο θάνατος ήταν η υπέρτατη θυσία. Η ιστορία των 300 είναι μια από τις μάχες που επευφημήθηκαν πιο πολύ, από τις σπουδαιότερες αντιστάσεις του πολιτισμού.