29 Αυγ 2011

Η μάχη του Μαραθώνα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η μάχη του Μαραθώνα, που κατά πάσα πιθανότητα διεξήχθη την 11η Σεπτεμβρίου του έτους 490 π.Χ., υπήρξε η πρώτη από συνολικά τρεις μάχες, όπου οι Αθηναίοι νίκησαν τον κατά πολύ μεγαλύτερο στρατό και το ναυτικό των Περσών, με μικρή μόνον υποστήριξη από άλλες ελληνικές πόλεις. Με τις νίκες αυτές αναχαιτίστηκε η πρώτη απόπειρα μιας φιλόδοξης ασιατικής εισβολής στην Ευρώπη και συγχρόνως τέθηκαν τα θεμέλια για την ανάπτυξη της Αθήνας ως κυρίαρχης δύναμης. Η μάχη του Μαραθώνα υπήρξε, σχετικά με το αποτέλεσμα της, η πιο ασήμαντη, επειδή δεν οδήγησε σε καμιά πολιτική απόφαση.
Χρονογράφος της είναι ο Ηρόδοτος, που περιγράφει τα γεγονότα με πατριωτικό ύφος. Όταν έγραψε την ιστορία του, είχαν περάσει ήδη πάνω από 40 χρόνια από τη μάχη και στον ελληνικό κόσμο είχαν επέλθει τεράστιες αλλαγές. Ο Μιλτιάδης, ένας από τους «πατέρες της νίκης», είχε πεθάνει και δε γνωρίζουμε αν ο Ηρόδοτος κατόρθωσε να μιλήσει με αυτόπτες μάρτυρες που είχαν λάβει μέρος στη μάχη.
Μετά από 560 χρόνια, ο Παυσανίας μπόρεσε να θαυμάσει και να περιγράψει το μνημείο της μάχης στην Ποικίλη Στοά και να αναφέρει ότι «στο πεδίο της μάχης ακούγονταν κάθε νύχτα χρεμετίσματα ίππων και άνδρες να μάχονται» στον Μαραθώνα.

ΚΥΡΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ
Το 549 π.Χ., 60 χρόνια πριν τη μάχη του Μαραθώνα, ο Κύρος ο Μέγας ενοποίησε όλες τις φυλές στο τμήμα αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως Κεντρικό Ιράν. Ξεχύθηκε από τα βουνά μ’ ένα στρατό που αποτελείτο από ελαφρύ και βαρύ πεζικό, καθώς και από ιππικό. Ήταν αυτός που συνειδητοποίησε τη σπουδαιότητα του ιππικού και προσλάμβανε φυλές που είχαν μεγαλώσει με τα άλογα, ξεκινώντας έτσι την παράδοση του ιππικού στον περσικό στρατό. Όταν ο περσικός στρατός άρχιζε τις εχθροπραξίες, συνήθως αποτελείτο κατά 80% από πεζικό και κατά 20% από ιππικό. Αυτός ο συνδυασμός καθιστούσε τους Πέρσες ασταμάτητους στις ανοιχτές πεδιάδες της Ασίας. Καθώς το πεζικό χτυπούσε το μέτωπο της εχθρικής γραμμής, το ιππικό επιτίθετο από τα πλευρά, προκαλώντας τη διάσπαση της εχθρικής γραμμής.
Μέσα σε είκοσι χρόνια, ο Κύρος κατέκτησε τέσσερα μεγάλα βασίλεια σε όλη την Ασία: τη Μυδία, τη Λυκία, τη Λυδία και τελικά το 539 π.Χ. ανέτρεψε την ισχυρή Βαβυλώνα. Κυβερνούσε τώρα μια αυτοκρατορία που εκτεινόταν από την Ινδία μέχρι την Αίγυπτο. Η Περσική αυτοκρατορία ήταν η μεγαλύτερη και πιο επιτυχημένη αυτοκρατορία στη μακρά ιστορία των αυτοκρατοριών της Εγγύς Ανατολής.
Διαίρεσε την αυτοκρατορία του σε επαρχίες, που ονομάστηκαν σατραπείες. Αντί να αναγκάσει τους κατακτημένους λαούς να υιοθετήσουν τις περσικές πεποιθήσεις, ο Κύρος τους επέτρεψε να αυτοκυβερνούνται και να ασκούν τη δική τους θρησκεία. Αν και έπρεπε να πληρώνουν φόρους στην κεντρική κυβέρνηση, μπορούσαν να διατηρούν βασικά τον τρόπο ζωή τους. Έτσι δεν υπήρχε προσπάθεια επιβολής μιας ενιαίας θρησκείας ή ενός ενιαίου πολιτικού κώδικα. Πολλοί θεωρούσαν τον Κύρο ως απελευθερωτή. Αυτή η μορφή διακυβέρνησης ήταν σχεδόν ανήκουστη στον αρχαίο κόσμο. Μήπως όμως αυτό οδήγησε ακούσια στην αντίσταση των Αθηναίων στον Μαραθώνα;

Η ΙΩΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Το 546 π.Χ., ο Κύρος κατέκτησε τις ελληνικές αποικίες στην επαρχία της Ιωνίας, στη σημερινή Τουρκία και επέτρεψε στους ντόπιους κυβερνήτες να παραμείνουν στην εξουσία. Περίπου πενήντα χρόνια αργότερα, το 499 π.Χ., οι Έλληνες άποικοι εξεγέρθηκαν. Οι Πέρσες προσπάθησαν να στηρίξουν την υπάρχουσα κυβέρνηση και να απομακρύνουν τον πληθυσμό, αλλά το αποτέλεσμα ήταν η εξέγερση στην Ιωνία. Βασιλιάς της Περσίας, την εποχή εκείνη, ήταν ο Δαρείος, ο εγγονός του Κύρου. Στην αρχή, ο Δαρείος άφησε τους ντόπιους κυβερνήτες να αντιμετωπίσουν την εξέγερση. Αλλά οι επαναστάτες έπαιρναν βοήθεια από το εξωτερικό.
Όταν η Ιωνία εξεγέρθηκε κατά των Περσών, κάλεσε τη μητρική χώρα, την Αθήνα, για βοήθεια. Και τότε, οι Αθηναίοι έκαναν ίσως το μεγαλύτερο στρατηγικό λάθος του αιώνα. Έστειλαν στρατό για να βοηθήσουν τους Ίωνες επαναστάτες. Με τη βοήθεια των Αθηναίων, οι επαναστάτες κατέλαβαν και έκαψαν τις Σάρδεις, την πρωτεύουσα της Ιωνίας. Ο Ηρόδοτος έγραψε για την εξέγερση: «Σχεδόν αμέσως, η φωτιά άρχισε να τρέχει από σπίτι σε σπίτι, μέχρις ότου όλη η πόλη έπιασε φωτιά. Έτσι οι Σάρδεις έγιναν στάχτη. Ανάμεσα στα χαλάσματα ήταν και ο ναός μιας ντόπιας θεάς, της Κυβέλης. Όταν οι Πέρσες τον είδαν κατεστραμμένο, αυτό αργότερα θα το χρησιμοποιούσαν σαν πρόσχημα για να κάψουν ναούς στην Ελλάδα».
Η εξέγερση στην Ιωνία είναι ένα πολύ σημαντικό γεγονός στις σχέσεις Ελλάδας και Περσίας, επειδή αποτέλεσε τη ρίζα αυτού που θα συνέβαινε τα επόμενα 80 χρόνια. Τελικά έφερε την Αθήνα και την Περσία σε ανοιχτή σύρραξη, κάτι που δεν είχε γίνει στο παρελθόν. Η Αθήνα είχε ξυπνήσει έναν γίγαντα που κοιμόταν. Ο Δαρείος ήθελε εκδίκηση και έβαλε έναν υπηρέτη του σε κάθε γεύμα, πριν φάει την πρώτη του μπουκιά, να του λέει: «Άρχοντά μου, να θυμάσαι τους Αθηναίους». Ο Δαρείος λοιπόν ορκίστηκε ότι θα τους το ανταπέδιδε. Το ελληνικό χώμα θα μούσκευε από αίμα.

Η ΕΠΕΛΑΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΣΩΝ
Το 490 π.Χ., λίγα χρόνια μετά την αποτυχία της ιωνικής εξέγερσης, 600 περσικές τριήρεις και μεταγωγικά πλοία για το ιππικό συγκεντρώθηκαν στην Κιλικία, ενώ η μάχιμη δύναμή του υπολογίζεται σε 90.000 άντρες. Στόχος της εισβολής και της επιχείρησης του περσικού στόλου, που πιθανόν απέπλευσε μετά τις ανοιξιάτικες καταιγίδες, υπό τη διοίκηση των στρατηγών, Δάτη και Αρταφέρνη, ήταν η Ερέτρια και η Αθήνα. Ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος ήταν εκνευρισμένος, επειδή οι δυο πόλεις είχαν υποστηρίξει σθεναρά τους Ίωνες στην εξέγερσή τους, στέλνοντας πλοία. Τώρα ήταν η ώρα της ανταπόδοσης και θα είχε σαν αποτέλεσμα μια από τις πιο διάσημες μάχες στην ελληνική ιστορία: τη μάχη του Μαραθώνα.
Οι μάχιμες περσικές δυνάμεις πρέπει να ήταν εντυπωσιακές. Οι περισσότερες Κυκλάδες δήλωσαν υποταγή και τα στρατεύματα κατόρθωσαν να αποβιβαστούν ανενόχλητα στην Εύβοια, όπου η Ερέτρια καταλήφθηκε πολύ γρήγορα λόγω προδοσίας. Οι κάτοικοι αιχμαλωτίστηκαν, απομακρύνθηκαν από την πόλη και μεταφέρθηκαν για εγκατάσταση στα Σούσα.

ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ
Υπάρχουν πολλές απόψεις πάνω στο ερώτημα: «Γιατί οι Πέρσες επιτέθηκαν κατά της Ελλάδας, ποιος ήταν ο σκοπός τους, πού απέβλεπαν;»
Διατυπώθηκε η άποψη ότι οι Πέρσες ήθελαν να εκδικηθούν τους Αθηναίους και τους κατοίκους της Ερέτριας που βοήθησαν τους Ίωνες, γι’ αυτό είχαν χωρίσει τις στρατιωτικές τους δυνάμεις στα δύο, με σκοπό ένα τμήμα του στρατού να υποτάξει την Ερέτρια και το άλλο να χρησιμοποιήσει τον Μαραθώνα ως τόπο στάθμευσης, για να συγκρατεί τους Αθηναίους. Η έξοδος των Αθηναίων προς τον Μαραθώνα έγινε μόλις έπεσε η Ερέτρια, όταν δηλαδή οι Αθηναίοι δεν είχαν να πολεμήσουν με τις ενωμένες δυνάμεις των Περσών. Η εξήγηση αυτή μπορεί να είναι αληθοφανής, αλλά δεν στηρίζεται σε όσα αναφέρει ο Ηρόδοτος, ούτε βέβαια και σε καμιά άλλη αρχαία μαρτυρία.
Ας υπενθυμίσουμε εδώ ότι η συμμετοχή των Ελλήνων της κυρίως Ελλάδας στην εξέγερση των Ιώνων της Μ. Ασίας ήταν ασήμαντη και δεν αποτελούσε αιτία για την περσική επίθεση. Θα μπορούσε να σταθεί μόνο ως αφορμή. Η Σπάρτη, επίσης, αρνήθηκε να υποστηρίξει τους Ίωνες λόγω του κινδύνου σύγκρουσης με το Άργος, αλλά και γιατί δεν ενδιαφερόταν για υπερπόντιες επιχειρήσεις. Η Αθήνα, ωστόσο, ύστερα από λίγο αδιαφόρησε, γιατί η πολιτική της κατάσταση ήταν ασταθής. Εκεί αντιμάχονταν δύο αντίπαλες παρατάξεις, των Αλκμαιωνιδών και των τυραννόφιλων.
Κατά τον Ηρόδοτο, ο Δαρείος με τους Πέρσες αναλαμβάνει τον πόλεμο για τρεις λόγους:
Α) Για να τιμωρήσουν τους Αθηναίους και τους κατοίκους της Ερέτριας, που πήραν μέρος στην Ιωνική εξέγερση.
Β) Για να εγκαταστήσουν ξανά τους Πεισιστρατίδες τυράννους στην Αθήνα, και
Γ) Επειδή οι Έλληνες δεν είχαν δώσει «γη και ύδωρ» (Ηρόδοτος 6,94), γι’ αυτό έπρεπε να τιμωρηθούν.
Ο τελευταίος λόγος δικαιολογεί την άποψη του Ηρόδοτου ότι η εκστρατεία έγινε και εναντίον της Σπάρτης, γνώμη που την βεβαιώνει μετά τη νίκη στον Μαραθώνα. Οι Αθηναίοι, κατά τον Ηρόδοτο, έσωσαν την Ελλάδα από την περσική σκλαβιά, γεγονός που τους ανέδειξε σε ηγετική θέση μεταξύ των Ελλήνων (Ηρόδοτος 9,27). Ο Ηρόδοτος δίνει εδώ την πρωτοπορία πάλι στην αττική αρχή. Αλλά, όταν αυτός έγραφε, οι Έλληνες αντίπαλοι της Αθήνας δεν είχαν αναγνωρίσει ούτε την ηγεμονία της ούτε την πανελλαδική αξία των Αθηναίων στη μάχη του Μαραθώνα.
Άλλοι ερευνητές καλύπτουν τους μέτριους στόχους της εκστρατείας του Δάτη κάτω από την έκφραση του Delbrück «ιστορικο-πολεμικές διεργασίες», ο οποίος τόνισε ότι δεν θα μπορούσαν ποτέ οι Πέρσες να καταστρέψουν τη Βαλκανική με ένα εκστρατευτικό σώμα μερικών χιλιάδων αντρών. Για τον Wilcken ο Δαρείος δεν σκεφτόταν μια υποταγή όλης της Ελλάδας. Σύμφωνα με την άποψη του Beloch, οι Πέρσες ενδιαφέρονταν να σύρουν την Αθήνα και την Ερέτρια σε λογοδοσία για την υποστήριξη που είχαν δώσει στην Ιωνική εξέγερση.
Άλλοι νεότεροι μελετητές, τοποθετούν πριν την περσική επέμβαση τις διαμάχες της αριστοκρατίας, δηλαδή των ευγενών και των οικογενειών τους. Ο Ehrenberg λέει ότι σχηματίστηκε μια φιλοπερσική αριστοκρατική κοινοβουλευτική παράταξη, που υποσχόταν την επιστροφή των Πεισιστρατιδών, και εναντίον της οποίας ήταν ο Μιλτιάδης, που το 493 π.Χ. εκδιώχθηκε από τους Πέρσες από τις κτήσεις του στη Θράκη και επέστρεψε στην Αθήνα. Η παράταξη των τυραννόφιλων πρέπει να ήταν ισχυρή, στο διάστημα των 90 ετών που κυβέρνησε την Αθήνα και αυτό ακριβώς δείχνει η εκλογή του Ίππαρχου σε άρχοντα το 496 π.Χ. από την οικογένεια των Πεισιστρατιδών και την καταδίκη του τραγικού ποιητή Φρύνιχου (492), που περιέγραψε την πτώση της Μιλήτου ως αθηναϊκό δυστύχημα. Στη φιλοπερσική αυτή παράταξη φαίνεται να ανήκουν και οι Αλκμαιωνίδες, στους αντιπάλους των οποίων ανήκε πιθανώς ο Θεμιστοκλής. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η αριστοκρατία στην Αθήνα θα μπορούσε να στηρίξει με άλλα μέσα την επέμβαση του Δάτη. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι οι φίλοι των Περσών στην Αθήνα ήθελαν να την καταλάβουν, καθώς πλησίαζε ο στόλος των Αχαιμενιδών στην πόλη. Όπως εξήγησε ο Schachermeyr, η πορεία του στόλου από την Ασία στην Ελλάδα συνέβη ξαφνικά, αργά και με διάφορους σταθμούς, για να δώσουν χρόνο στις προσκείμενες στους Πέρσες παρατάξεις να ανατρέψουν το υπάρχον καθεστώς. Αυτή η πολιτική φαίνεται να εμφανίζεται στην Ερέτρια, όπου οι φίλοι των Περσών είχαν επικρατήσει με την προσόρμιση του περσικού στόλου. Στην Αθήνα, όμως, ο Μιλτιάδης ματαίωσε τα σχέδια εκκαθάρισης των φίλων των Περσών με την ονομαστική απόφαση στην εκκλησία του δήμου, με την οποία ο αγώνας έβγαινε από τα τείχη της Αθήνας.
Όταν ο περσικός στόλος προσορμίστηκε στον Μαραθώνα, κοντά στην κτηματική περιουσία των Πεισιστρατιδών και στην Αθήνα δεν έγινε καμιά πολιτική ανατροπή υπέρ της περσικής παράταξης, ο περσικός στόλος έπλευσε, μετά από κάποια αναμονή, εναντίον της Αθήνας. Προηγουμένως όμως οι Έλληνες είχαν εκδιώξει προς τη θάλασσα τις έκπληκτες και πανικόβλητες περσικές στρατιωτικές δυνάμεις. Με τη νίκη τους αυτή οι Αθηναίοι εμπόδισαν την επιστροφή των Πεισιστρατιδών στην Αθήνα, την οποία σκόπευαν οι Πέρσες.

ΟΙ ΠΕΡΣΕΣ ΣΤΟΝ ΜΑΡΑΘΩΝΑ
Με τη συμβουλή του Ιππία, οδηγού της περσικής στρατιάς, ο οποίος προοριζόταν να διοικήσει, μετά την επικράτηση των Περσών επί των Αθηναίων, την Αθήνα ως τύραννος με περσική εποπτεία, τα στρατεύματα αποβιβάστηκαν στην πεδιάδα του Μαραθώνα. Ο στόλος πρέπει να αγκυροβόλησε στην ανατολική άκρη του κόλπου, κοντά στην Κυνόσουρα, όπου στρατοπέδευσε και το πεζικό. Μια μικρή λίμνη τροφοδοτούσε με πόσιμο νερό τον στρατό και τα άλογα. Η πλατιά πεδιάδα ήταν επίσης κατάλληλη και για τις ασκήσεις του ιππικού. Επιπλέον, η πεδιάδα του Μαραθώνα είχε και καλή οδική σύνδεση με την Αθήνα, πράγμα σημαντικό για τις κινήσεις μιας μεγάλης στρατιάς. Ο Ιππίας σίγουρα επέλεξε τη συγκεκριμένη τοποθεσία μετά από ώριμη σκέψη. Οι γεωργοί της περιοχής αυτής θεωρούνταν ιδιαίτερα φιλικοί προς τους τυράννους. Η ανάμνηση του Πεισίστρατου, που και αυτός αποβιβάστηκε εδώ με στρατό μισθοφόρων το 530 π.Χ., ήταν ασφαλώς ζωντανή στη μνήμη τους. Οι Πέρσες δεν αντιμετώπισαν αντίσταση, κατόρθωσαν να αποβιβαστούν με την ησυχία τους και να ετοιμαστούν για την επίθεση εναντίον της Αθήνας.

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Για τους Αθηναίους, η κατάσταση είχε πάρει επικίνδυνες διαστάσεις. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι έστειλαν τον δρομέα-κήρυκα Φειδιππίδη στη Σπάρτη για να ζητήσουν στρατιωτική βοήθεια. Αυτός κάλυψε την απόσταση των 220 χιλιομέτρων μέσα σε δύο μέρες. Οι αγγελιαφόροι αυτοί, ένας από τους οποίους ήταν και ο Φειδιππίδης, είχαν ειδική εκπαίδευση και μπορούσαν να τρέξουν απόσταση 100 χιλιομέτρων σε μια μέρα. Η Σπάρτη, μάλλον, υποσχέθηκε την υποστήριξή της, αλλά θρησκευτικοί ή λόγοι εσωτερικής πολιτικής εμπόδισαν τους Σπαρτιάτες να στείλουν αμέσως στρατεύματα. Συνεπώς, η Αθήνα ήταν αναγκασμένη να βασιστεί στις δικές της δυνάμεις. Βοήθεια ήρθε μόνο από την πόλη της Βοιωτίας, τις Πλαταιές. Μαζί με τα στρατεύματα αυτά, οι μάχιμες δυνάμεις των Αθηναίων πρέπει να έφταναν περίπου τους 8.000 άντρες. Η πόλη όμως δεν δεχόταν μόνο εξωτερική απειλή. Και μέσα στα τείχη υπήρχε ισχυρή τυραννόφιλη φατρία, που περίμενε μια αποδυνάμωση των δημοκρατικών δυνάμεων, για να ανακαταλάβει την εξουσία.
Παρά τη συγκεκριμένη ανασφάλεια και τη σχετική ασφάλεια που πρόσφεραν τα τείχη της πόλης, τα οποία θα μπορούσαν να συγκρατήσουν τους Πέρσες και να περιμένουν την άφιξη των Σπαρτιατών, οι Αθηναίοι, με πρόταση του Μιλτιάδη στην εκκλησία του δήμου, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη σχετική ασφάλεια των τειχών και να βαδίσουν κατά του εχθρού, για να αναχαιτίσουν την περσική προέλαση προς την Αθήνα. Οι Αθηναίοι, σε γενικές γραμμές, αξιολόγησαν σωστά τη σοβαρότητα της κατάστασης. Χαρακτηριστικό είναι ότι αποφασίστηκε η απελευθέρωση των σκλάβων που μπορούσαν να πολεμήσουν και σε όσους θα έπεφταν στη μάχη θα αποδίδονταν οι ίδιες τιμές με εκείνες των Αθηναίων πολιτών. Αυτό το κομμάτι του πληθυσμού πρέπει να είχε γίνει η κύρια δύναμη του στρατού, από την εποχή του Κλεισθένη.

ΟΙ ΑΘΗΝΑΙΟΙ ΕΚΣΤΡΑΤΕΥΟΥΝ ΣΤΟΝ ΜΑΡΑΘΩΝΑ
Οι Αθηναίοι οπλίτες και οι υποστηρικτές τους, οι Πλαταιείς, βάδισαν προς τον Μαραθώνα. Για την πορεία αυτή υπήρχαν δύο δρόμοι διαθέσιμοι. Ο πρώτος ήταν η κύρια οδός μέσω της Παλλήνης, που περνά από τη ΝΑ πλευρά της Πεντέλης και καταλήγει στην πεδιάδα του Μαραθώνα, και ο δεύτερος ήταν η συντομότερη οδός μέσω Κηφισιάς, στις ΒΔ πλαγιές της Πεντέλης, που ήταν και η πιο δύσκολη. Για ένα μεγαλύτερο στράτευμα μοναδική επιλογή ήταν η κύρια οδός. Φτάνοντας στον Μαραθώνα, οι Αθηναίοι πήραν θέσεις στη ΒΔ πλαγιά του λόφου Αγριλίκι, τμήμα της Πεντέλης.
Η θέση αυτή είχε επιλεγεί μετά από ώριμη σκέψη, καθώς τους επέτρεπε να ελέγχουν τον δρόμο προς την Αθήνα και, αν ήταν ανάγκη, να τον αποκλείσουν. Η δίοδος εδώ, μεταξύ βουνού και ελώδους πεδιάδας, ήταν σχετικά στενή. Παράξενο φαίνεται ότι το στρατόπεδο των Περσών έμεινε προφανώς ανοχύρωτο, δηλαδή χωρίς τάφρους και αναχώματα. Προκαλεί μεγάλη έκπληξη η απουσία ακόμα και της πιο βασικής οχύρωσης, αφού ο Δάτις και ο Αρταφέρνης ήταν πεπειραμένοι στρατηγοί, αλλά είχαν στη διάθεσή τους και αρκετό χρόνο για οχυρωματικά έργα.

ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Η πεδιάδα του Μαραθώνα, που βρίσκεται 40 περίπου χιλιόμετρα ΒΑ της Αθήνας, έχει σήμερα μήκος περίπου 10 χιλιόμετρα και πλάτος 2-3 χιλιόμετρα και εκτείνεται από το ακρωτήριο της Κυνόσουρας στο Βορρά μέχρι το ακρωτήριο Κάβο στο Νότο, σε σχήμα μισοφέγγαρου γύρω από τον κόλπο του Μαραθώνα. Προς την μεριά της στεριάς απομονώνεται από λόφους. Ο πιο βόρειος λόφος, το Σταυροκοράκι, χωρίζεται από το Κοτρώνι από την κοίτη της ρεματιάς Χαράδρα. Το ρέμα έρχεται από τη λίμνη του Μαραθώνα και διαρρέει το σημερινό χωριό του Μαραθώνα με κατεύθυνση προς τη θάλασσα. Οι γεωλόγοι υποθέτουν ότι στους κλασικούς χρόνους στην πεδιάδα υπήρχε ένα μικρό εμπόδιο στη ρεματιά. Ανάμεσα στο Κοτρώνι και τον Αφορισμό εκτείνεται η κοιλάδα της Αυλώνας και κοντά στο χωριό Βρανά (πιθανόν το χωριό Μαραθώνας της κλασικής εποχής), η κοιλάδα καταλήγει στο φαράγγι της Ραπεντόζας, που εκτείνεται προς το Βορρά, ΒΑ από τον οικισμό Ραπεντόζα, ανάμεσα στο λόφο Αφορισμό και το Αγριλίκι, το νοτιότερο φυσικό φράγμα της πεδιάδας.
Στα βόρεια της πεδιάδας βρίσκεται το «Μέγα Έλος» (σήμερα υπάρχουν εκεί αρδευτικά κανάλια), που εκτείνεται από το Σταυροκοράκι μέχρι τους πρόποδες της Κυνόσουρας, όπου τελειώνει στη μικρή αλμυρή λίμνη Δρακονέρα. Το «Μικρό Έλος» βρισκόταν στο νότιο άκρο και μάλλον σχηματίστηκε μετά τους κλασικούς χρόνους. Σήμερα ένα τμήμα του έχει αποξηρανθεί.

Η ΜΑΧΗ
Οι Έλληνες, βλέποντας τον περσικό στόλο έξω από την ακτή, έτοιμο να μεταφέρει στρατεύματα για να επιτεθούν στην Αθήνα, αναπτύσσονται και σχηματίζουν μια αμυντική γραμμή στη στενή κοιλάδα, ανάμεσα στους λόφους Αγριλίκι (προς Νότο) και Κοτρώνι (προς Βορρά). Τα στρατεύματα απείχαν το ένα από το άλλο μερικά χιλιόμετρα, ενώ οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς, από τις θέσεις τους, επόπτευαν όχι μόνο ολόκληρη την πεδιάδα, αλλά είχαν και τον έλεγχο της μοναδικής ορεινής οδού. Το στρατόπεδό τους πρέπει να ήταν κοντά στο σημερινό χωριό Βρανά (εκεί που βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγ. Δημητρίου), ενώ το περσικό στρατόπεδο ίσως βρισκόταν κοντά στη σημερινή εκκλησία της Παναγίας Μεσοσπορίτισσας.
Οι Πέρσες κινήθηκαν αρκετές φορές για να απομακρύνουν τους Έλληνες από τις θέσεις τους, αλλά ο Μιλτιάδης και ο αρχιστράτηγός τους, ο Καλλίμαχος, δεν ξανοίγονταν (ακόμα) σε μάχη, μια κατάσταση που πρέπει να κράτησε αρκετές ημέρες.
Η εξέλιξη της κυρίως μάχης είναι άγνωστη και οι πηγές αντιφάσκουν. Αν και ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Έλληνες επιτίθονταν τρέχοντας, σύμφωνα με σημερινά στοιχεία οι Πέρσες ήταν αυτοί που αποζητούσαν τη μάχη. Αφορμή φαίνεται ότι ήταν η αυξανόμενη έγνοια του Δάτη για την άφιξη των σπαρτιάτικων δυνάμεων και τη σημαντική ενίσχυση του ελληνικού στρατεύματος. Η ανησυχία αυτή δεν απείχε από την πραγματικότητα. Μπορεί οι 2.000 Σπαρτιάτες να μην μπόρεσαν να φτάσουν εγκαίρως στον Μαραθώνα (κάλυψαν την απόσταση μέσα σε τρεις μέρες), όμως πρόλαβαν τα ίχνη της μάχης και τους ακόμα άταφους νεκρούς Πέρσες.
Η παραπέρα εξέλιξη της μάχης πρέπει να ήταν η εξής: Όταν ο Δάτις κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να παρασύρει τους Αθηναίους σε ανοιχτή μάχη στην πεδιάδα, και αποφάσισε να υποχωρήσει, επιδιώκοντας προφανώς να επιτεθεί απευθείας στην Αθήνα. Επειδή η οδός από την ξηρά ήταν αποκλεισμένη, απέμενε μόνο η θαλάσσια οδός με τον περίπλου του ακρωτηρίου Σουνίου.
Η επιβίβαση του περσικού ιππικού και των οπλιτών με βαρύ οπλισμό χρειάστηκε να διασφαλιστεί με την υποστήριξη του πεζικού, ενώ οι τοξότες ανέλαβαν να κρατήσουν σε απόσταση τους Αθηναίους. Το σχέδιο φαινόταν να εφαρμόζεται, καθώς οι Αθηναίοι απέφευγαν τη μάχη, όπως και τις προηγούμενες ημέρες. Όταν, λοιπόν, το πρωί της 11ης Σεπτεμβρίου, το περσικό πεζικό κατεβαίνει από τα πλοία και κινείται για αντιπερισπασμό προς τους Έλληνες με τρόπο επιθετικό, όπως και τις προηγούμενες μέρες, ο Μιλτιάδης κι ο Καλλίμαχος μπαίνουν στη μάχη, με ένα πολύ καλά προετοιμασμένο σχέδιο.
Με ιδιαίτερα ενισχυμένες παρατάξεις, στο ένα άκρο οι Πλαταιείς, στο άλλο ο Καλλίμαχος και ένα κέντρο κάπως «αδύναμο», η φάλαγγα των Ελλήνων κινείται εναντίον των Περσών. Μόλις φτάνουν σε απόσταση προσιτή στους τοξότες, οι επιτιθέμενοι Έλληνες επιταχύνουν το ρυθμό τους, για να μειώσουν τις απώλειές τους από τα βέλη που εκτοξεύονταν. Εκεί που αργότερα υψώθηκαν οι τύμβοι, τα δυο στρατεύματα συγκρούονται με πρωτοφανή ορμή. Η τεράστια περσική δύναμη πέφτει πάνω στους Αθηναίους. Αν και οι Έλληνες αντιστέκονται γενναία, το κέντρο της αμυντικής τους γραμμής αρχίζει να υποχωρεί. Οι Πέρσες πιέζουν προς τα εμπρός. Πρόκειται όμως για παγίδα.
Ενώ το κέντρο των Ελλήνων υποχωρεί, τα ενισχυμένα πλάγια παραμένουν ισχυρά. Καθώς οι Πέρσες πιέζουν κι άλλο προς την κοιλάδα, ο ελληνικός στρατός εφαρμόζει μια κυκλωτική κίνηση («τανάλιας»), που ενισχύθηκε και με την κατάρρευση του κέντρου της φάλαγγας. Οι Έλληνες σπρώχνουν τους Πέρσες προς τα μέσα και τους περικυκλώνουν από τρεις μεριές.
Στον οπλισμό οι Πέρσες ήταν σαφώς κατώτεροι από τους Έλληνες. Τόξα και βέλη αχρηστεύθηκαν και τους απέμειναν μόνον τα κοντά ακόντια και οι κυρτές σπάθες. Έτσι ο δερμάτινος αμυντικός εξοπλισμός και τα σαρίκια ήρθαν αντιμέτωπα με ασπίδες, μακρά ακόντια, βαριά σπαθιά, κράνη και θώρακες.
Οι Πέρσες δεν μπορούν να κάνουν ελιγμούς και είναι μια μάχη εκ του συστάδην, που μετατρέπεται σε απόλυτη σφαγή. Μεταξύ των Περσών επικρατεί πανικός, γιατί φοβούνταν ότι τα πλοία θα απέπλεαν χωρίς αυτούς. Στον πανικό της φυγής πολλοί κατευθύνθηκαν στο «Μέγα Έλος», καθώς δεν υπήρχε οχυρωμένο στρατόπεδο, όπου θα μπορούσαν να ανασυνταχθούν. Όταν οι Πέρσες υποχωρούν προς την παραλία, οι Έλληνες στρατηγοί αποφασίζουν να ρισκάρουν. Το ελληνικό πεζικό επιτίθεται και πέφτει πάνω στο περσικό πεζικό που απέμεινε. Τους σπρώχνει πίσω προς την παραλία κι αυτοί προσπαθούν να ανέβουν στα πλοία τους. Καθώς αυτοί σκαρφαλώνουν, το ελληνικό πεζικό τους σκοτώνει.
Οι 6.400 νεκροί Πέρσες είναι σίγουρα αριθμός υπερβολικός, αν συγκριθεί με τους 192 Έλληνες νεκρούς. Αντίθετα, ο μικρός αριθμός των 7 αιχμαλωτισμένων πλοίων είναι ρεαλιστικός και επιβεβαιώνει το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του στόλου πρέπει ήδη να βρισκόταν σε απόσταση ασφαλείας, όταν οι Έλληνες έφτασαν τις περσικές δυνάμεις.
Είναι επίσης γνωστό ότι ο Δάτις, ως «ηγέτης της επιχείρησης, είχε φροντίσει για τακτική επιβίβαση του μεγαλύτερου μέρους του περσικού πεζικού, όπως και για τον απόπλου του μεγαλύτερου μέρους του στόλου», όπως γράφει ο Bengtson. Όμως, η υποχώρηση δεν οργανώθηκε στη διάρκεια της μάχης, όταν διαφαινόταν ήδη η ήττα των Περσών, αλλά πολύ πριν.
Σχετικά με αυτό, μια έκφραση του Λεξικού Σούδα (10ος αιώνας μ.Χ.), στο οποίο συνήθως δίνεται ελάχιστη σημασία από τους επιστήμονες, μου φαίνεται αξιόλογη. Κάτω από το λήμμα «Χωρίς ιππείς» αναφέρεται: «Οι ιππείς αναχώρησαν. Όταν ο Δάτις κατέρρευσε και ήταν έτοιμος για αναχώρηση, οι Ίωνες ανέβηκαν στα δέντρα κι έδωσαν στους Αθηναίους σήμα ότι το ιππικό είχε φύγει. Κι όταν ο Μιλτιάδης το αντιλήφθηκε, εξαπέλυσε επίθεση και έτσι νίκησε».



Ο ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Μετά το τέλος της πολύωρης μάχης, οι Έλληνες έστειλαν στην Αθήνα ένα δρομέα-κήρυκα για να φέρει την είδηση της νίκης. Έτσι, ένας οπλίτης, κουβαλώντας τον οπλισμό του, έτρεξε μέχρι την Αθήνα για να φέρει τα νέα της νίκης. Δεν ήταν μόνο η κούραση της μάχης, αλλά και το βάρος της πανοπλίας, καθώς και η εξάντληση από τη διαδρομή των 40 περίπου χιλιομέτρων, που τον οδήγησαν στο θάνατο.
Είναι αλήθεια ότι πολλά ερωτηματικά και αμφιβολίες έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς για το όνομα του αρχαίου αγγελιαφόρου. Στο πέρασμα των αιώνων, το όνομα Φειδιππίδης έχει επικρατήσει στη μνήμη των περισσοτέρων ότι συνδέεται άρρηκτα με την αναγγελία της νίκης. Πολλοί αμφισβητούν την ιστορική ύπαρξη του μαραθωνοδρόμου και θεωρούν ότι ανήκει στη σφαίρα των θρύλων, επειδή ο Ηρόδοτος, ο πατέρας της ιστορίας, δεν αναφέρει τίποτα για αγγελιαφόρο.
Το περιστατικό του αγγελιαφόρου αναφέρουν μεταγενέστεροι συγγραφείς του 1ου και 2ου αιώνα μ.Χ. Ο Πλούταρχος από τη Χαιρώνεια, σχεδόν 560 χρόνια μετά τη μάχη, μας ενημερώνει για το θέμα παρουσιάζοντας δύο διαφορετικά ονόματα για τον αγγελιαφόρο του Μαραθώνα. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Θέρσιππος ή Ευκλής έτρεξε με την πανοπλία του, αμέσως μετά τη μάχη και καθώς έφτανε στις πόρτες των αρχόντων της πόλης, φώναξε «χαίρετε και χαίρομεν» κι αμέσως έπεσε νεκρός από την εξάντληση.
Διαφορετικό είναι το όνομα που μας διασώζει ο Λουκιανός (2ος αιώνας μ.Χ.), που αναφέρει ότι ο Φιλιππίδης ήταν αυτός που έτρεξε από τον Μαραθώνα φέρνοντας το άγγελμα της νίκης στους άρχοντες που συνεδρίαζαν ανήσυχοι για την έκβαση της μάχης, φώναξε «χαίρετε, νικώμεν» και αμέσως ξεψύχησε.
Γιατί όμως απουσιάζει η οποιαδήποτε αναφορά από την ιστορία του Ηρόδοτου, που γεννήθηκε το 486 π.Χ., δηλαδή 4 χρόνια μετά τη μάχη του Μαραθώνα; Πώς είναι δυνατόν να μη ασχολείται με το περιστατικό του μαραθωνοδρόμου; Το πρώτο που θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς είναι ότι το περιστατικό αυτό είναι θρύλος ή κάτι που δημιουργήθηκε μεταγενέστερα. Όμως, πώς ήταν δυνατόν να μην έστειλαν αγγελιαφόρο και να ενημερώσουν τους Αθηναίους για το αποτέλεσμα της μάχης, όταν μάλιστα τα περσικά πλοία κατευθύνονταν προς την Αθήνα; Η αναγγελία της νίκης ήταν πολύ συνηθισμένο γεγονός στην αρχαιότητα, όπου επαγγελματίες δρομείς-κήρυκες (πολίτες ή οπλίτες) ήταν αγγελιαφόροι πολεμικών ειδήσεων και κάλυπταν μεγάλες αποστάσεις, χωρίς όμως να τρέχουν με όλο τον οπλισμό τους.
Μήπως ο Ηρόδοτος προσπερνά το συγκεκριμένο περιστατικό, γιατί η απόσταση από τον Μαραθώνα μέχρι την Αθήνα ήταν ασήμαντη, σε σχέση με τις αποστάσεις που κάλυπταν συνήθως οι επαγγελματίες αγγελιαφόροι; Οι αγγελιαφόροι ήταν μια καθημερινή παρουσία και προκαλούσαν εντύπωση μόνον όταν σημείωναν κάποια εξαιρετική επίδοση, όπως ο Φειδιππίδης, που σε δυο μέρες λέγεται ότι έφτασε στη Σπάρτη, πριν τη μάχη του Μαραθώνα και κάλυψε την απόσταση σε δύο μέρες. Σε σύγκριση με την απόσταση Αθήνα-Σπάρτη (220 χιλιόμετρα), η απόσταση Μαραθώνας-Αθήνα πραγματικά φαίνεται ιδιαίτερα μικρή.

Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΥ
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι προβληματισμοί που έχουν εκφραστεί για τη διαδρομή που ακολούθησε ο αγγελιαφόρος του Μαραθώνα για να φτάσει στην Αθήνα. Η κλασική διαδρομή των 42.195 μέτρων που έχει υιοθετηθεί μέχρι σήμερα, έχει τεθεί πολλές φορές από αμφισβήτηση. Πρέπει να αναφέρουμε ότι δύο δρόμοι ένωναν την πεδιάδα του Μαραθώνα με την περιοχή της Αθήνας: ο ένας, στο μεγαλύτερο μέρος του παραλιακός, περνά σήμερα από τη Ραφήνα, το Πικέρμι, την Παλλήνη, ανάμεσα στον Υμηττό και την Πεντέλη και μέσα από την Αγ. Παρασκευή φτάνει στην Αθήνα. Ο άλλος δρόμος είναι ορεινός, περνάει από το σημερινό χωριό Βρανά και μέσω της Εκάλης και του Ψυχικού φτάνει στην Αθήνα. Ο πρώτος είναι η κλασική διαδρομή που υιοθέτησε η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή, ο δεύτερος είναι πιο σύντομος, αλλά ορεινός και κουραστικός.
Η πιο πιθανή διαδρομή φαίνεται ότι ήταν η ορεινή. Δηλαδή, το μονοπάτι το οποίο ξεκινά από τον τύμβο, περνά κοντά από το ναό του Ηρακλή και το μουσείο, διασχίζει το ρυάκι του Βρανά, ανηφορίζει στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου και μέσα από τη χαράδρα των υψωμάτων Αγριλίκι και Αφορεσμός φτάνει στο ρέμα του Διονύσου. Από εκεί ανηφορίζει και ενώνεται με τον δρόμο που οδηγεί στο ιερό του Διονύσου. Μετά περνά μέσα από Εκάλη, Κηφισιά, Μαρούσι και Ψυχικό καταλήγει στο Παναθηναϊκό στάδιο. Η συνολική διαδρομή είναι 34 χιλιόμετρα, δηλαδή 8 χιλιόμετρα μικρότερη από την επίσημη διαδρομή.
Οι λόγοι που συνηγορούν για τη διαδρομή αυτή είναι τα λιγότερα χιλιόμετρα, αλλά και η ασφάλεια του αγγελιαφόρου, που ήταν αμφίβολη στην παραλιακή διαδρομή. Ο αγγελιαφόρος έπρεπε να επιλέξει τον συντομότερο δρόμο για την Αθήνα και να φροντίσει για την προσωπική του ασφάλεια, αποφεύγοντας διαδρομές όπου θα ήταν ευάλωτος. Είναι γνωστό ότι το περσικό ναυτικό είχε αγκυροβολήσει όχι μόνο στον Μαραθώνα, αλλά και στους γύρω κόλπους της Αττικής. Ο δρομέας-κήρυκας λοιπόν, για να αποφύγει μια εχθρική συνάντηση, επέλεξε πολύ πιθανόν τη δεύτερη διαδρομή, τον πιο ανηφορικό, αλλά και πιο σύντομο δρόμο που του εξασφάλιζε απόλυτη σιγουριά.
Το αγώνισμα του μαραθωνίου σήμερα διεξάγεται σε αναφορά αυτού του γεγονότος και διατρέχει την ίδια καθορισμένη απόσταση των 42.195 μέτρων, που έτρεξαν οι αθλητές για πρώτη φορά στους Ολυμπιακούς αγώνες του Λονδίνου, το 1908. Για διάφορους λόγους στο Λονδίνο χρειάστηκε η απόσταση να καθοριστεί στα 26 μίλια και 385 γιάρδες, μετά από ιδιαίτερη επιθυμία της βασιλικής οικογένειας, που ήθελε να παρακολουθήσει την εκκίνηση από τον ανατολικό εξώστη του ανακτόρου του Γουίντσορ. Μέχρι τότε, μετά τον πρώτο μαραθώνιο στους πρώτους Ολυμπιακούς της νεώτερης εποχής, στην Αθήνα (1896), η απόσταση ήταν 40 χιλιόμετρα, που σήμερα αντιστοιχεί στο δρόμο από τον Μαραθώνα μέχρι το Παναθηναϊκό στάδιο.

Η ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΣΩΝ
Την επόμενη μέρα μετά τη μάχη, ο περσικός στόλος έβαλε πλώρη για το νοτιότερο άκρο της Αττικής, το ακρωτήριο Σούνιο, για να πλησιάσει την Αθήνα. Αλλά και ο Μιλτιάδης, αμέσως μετά τη μάχη, βάδισε με τον ελληνικό στρατό προς την Αθήνα και πήρε θέση στη νότια πλαγιά του Λυκαβηττού. Ο περσικός στόλος, στο μεταξύ, είχε φτάσει στο ύψος της ακτής του Φαλήρου, όπου και αγκυροβόλησε.
Εκεί οι Πέρσες δεν αντίκρισαν μόνον τις δυνάμεις των Αθηναίων στον Λυκαβηττό, αλλά και την άφιξη των Σπαρτιατών στην Αθήνα. Οι καλοί οιωνοί για μια νικηφόρα μάχη εξασθένησαν ακόμα πιο πολύ από ό,τι στον Μαραθώνα και ο Δάτις στάθμισε τις συνέπειες και άνοιξε πανιά για τις ακτές της Μικράς Ασίας.
Το γιατί η φιλοπερσική αντιπολίτευση της Αθήνας δεν εκμεταλλεύτηκε το σύντομο χρονικό διάστημα, όταν η πόλη ήταν αφύλακτη, για να οργανώσει πραξικόπημα, είναι μέχρι σήμερα άγνωστο. Πιθανόν το μήνυμα της νίκης στον Μαραθώνα να έφτασε στην πόλη πολύ πιο γρήγορα, ίσως όχι με κάποιον βαριά οπλισμένο οπλίτη, αλλά έναν φτεροπόδαρο αγγελιαφόρο και να κατέπνιξε στο ξεκίνημά της κάθε σχετική πρόθεση.
Αντίθετα με ό,τι συνηθιζόταν, οι νεκροί του Μαραθώνα θάφτηκαν επί τόπου στο πεδίο της μάχης. Αυτός ο τύμβος, που λέγεται «Σωρός», με ύψος μεγαλύτερο από 9 μέτρα, σηματοδοτεί τον τάφο των 192 νεκρών Αθηναίων. Στην κορυφή του είχαν τοποθετήσει νεκρικές στήλες με τα ονόματα των νεκρών, κατανεμημένα κατά φυλές. Ο Καλλίμαχος τιμήθηκε με ξεχωριστό ταφικό μνημείο, από το οποίο διασώζεται τμήμα της έμμετρης επιγραφής.
Ενώ στον τύμβο των Αθηναίων ανασκαφές έκανε πρώτος ο Ερρίκος Σλήμαν, μόνο το 1970 εντοπίστηκε από τον Σπύρο Μαρινάτο, κοντά στην τοποθεσία Βρανά, ακόμα ένας μικρότερος τύμβος, που αποδείχθηκε ότι περιείχε πολυάριθμες ταφές από την εποχή της μάχης του Μαραθώνα. Ο τύμβος αυτός έχει μέχρι σήμερα ύψος πάνω από 4 μέτρα και πιθανόν πρόκειται για τον τύμβο των Πλαταιών, στους οποίους παραχωρήθηκε δικό τους ταφικό μνημείο, σύμφωνα με τον Παυσανία.

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η μάχη του Μαραθώνα δεν έδωσε καμιά αποφασιστική τροπή στον αγώνα των Ελλήνων και Περσών, έχει όμως μεγάλη σπουδαιότητα. Ήταν μια νίκη σχετικά λίγων οπλιτών ενάντια σε πολλαπλάσιους εχθρούς, που δείχνει όχι μόνο την ανώτερη πολεμική τακτική των Ελλήνων απέναντι στους Πέρσες, αλλά και το θάρρος, τη δύναμη και την επινοητικότητα των Ελλήνων, σ’ ένα δίκαιο αμυντικό αγώνα κατά των Περσών, οι οποίοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν τα ανώτερα αισθήματα των Ελλήνων για την πατρίδα και την οικογένειά τους. Οι Έλληνες μετά τη μάχη αυτή συνειδητοποίησαν την εθνική τους ενότητα. Η μάχη αυτή έγινε από τους Αθηναίους και τους λίγους Πλαταιείς, όμως όλοι οι Έλληνες χάρηκαν για τη νίκη και βάθυναν μέσα τους την ενότητα της ελευθερίας, για την οποία πολέμησαν οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς.
Οι Έλληνες, που έρχονταν για πρώτη φορά σε σύγκρουση με τους Πέρσες, κατέρριψαν το μύθο ότι η Περσική αυτοκρατορία ήταν αήττητη, που είχε βέβαια δημιουργηθεί από τις μέχρι τότε επιτυχίες των Περσών. Αν είχαν χάσει τον πόλεμο, δυο ενδεχόμενα τους περίμεναν:
Α) Η υποδούλωση της Ελλάδας στον ανατολίτη κατακτητή, πράγμα που θα σηματοδοτούσε μια πολιτική και πολιτιστική οπισθοδρόμηση, γιατί ασφαλώς θα είχαν ματαιωθεί όλα τα μεταγενέστερα πολιτιστικά επιτεύγματα της Αθήνας.
Β) Η παλινόρθωση της τυραννίας των Πεισιστρατιδών, με την εγκατάσταση στην εξουσία του Ιππία, θα είχε ως συνέπεια την πολιτειακή οπισθοδρόμηση. Και πολύ πιθανόν, δεν θα είχαμε τη γνωστή μας δημοκρατική εξέλιξη.
Η Αθήνα στον πόλεμο αυτόν εκπροσώπησε όλους τους Έλληνες και έδειξε στους εχθρούς της ότι υπάρχουν μερικά πράγματα που είναι αδιαπραγμάτευτα αγαθά, όπως η ελευθερία, η δικαιοσύνη και η φιλοπατρία.

Η ΝΙΚΗ ΣΤΟ ΜΥΘΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ
Την εποχή της νίκης των Αθηναίων κατά των Περσών δεν υπήρχε ιστορικός για να καταγράψει τα πραγματικά γεγονότα. Γι’ αυτό, μετά από μια γενιά, άλλα γεγονότα είχαν ξεχαστεί και άλλα είχαν τροποποιηθεί από τους Αθηναίους που, όπως είναι φυσικό, είχαν δώσει μυθικές διαστάσεις στους συντελεστές της νίκης, κυρίως στον Μιλτιάδη. Αλλά και για τον στρατηγό Καλλίμαχο και τον Κυναίγειρο, αδελφό του ποιητή Αισχύλου, σχηματίστηκαν διάφορες παραδόσεις για τα κατορθώματά τους και στήθηκαν μνημεία για να τα θυμίζουν στους μεταγενέστερους. Η παράδοση, για παράδειγμα, θέλει τον Κυναίγειρο να κρατά ένα περσικό πλοίο και να το εμποδίζει να αποπλεύσει. Όμως, ένας Πέρσης σηκώνει ένα τσεκούρι και του κόβει το δεξί χέρι. Ο Κυναίγειρος αρπάζει το πλοίο με το αριστερό και τότε ο Πέρσης του κόβει και το αριστερό χέρι.
Παραδίδεται ότι οι Πέρσες πανικοβλήθηκαν, όταν είδαν τους Έλληνες να τρέχουν συντεταγμένοι εναντίον τους. Το γεγονός αυτό αποδόθηκε στον Πάνα, του οποίου η λατρεία επέζησε σε μια σπηλιά στη ΒΔ πλαγιά της Ακρόπολης, που αφιερώθηκε σ’ αυτόν. Από το γεγονός αυτό φαίνεται ότι δημιουργήθηκε μια ιστορία σχετική με τον Πάνα και τον Μαραθώνα. Ο δρομέας Φειδιππίδης, ενώ διέσχιζε την Αρκαδία τρέχοντας για να ζητήσει βοήθεια από τη Σπάρτη, συνάντησε τον Πάνα, που του παραπονέθηκε ότι οι Αθηναίοι είχαν παραμελήσει τη λατρεία του. Υποσχέθηκε στους Αθηναίους ότι θα έχουν την εύνοιά του, αρκεί αυτοί να του προσφέρουν τη λατρεία τους.
Ο μύθος λέει ότι ο Μιλτιάδης έγινε αρχιστράτηγος και αντικατέστησε τη μέρα της μάχης τον Καλλίμαχο, γιατί η αρχιστρατηγία άλλαζε εκ περιτροπής κάθε μέρα. Ο αρχιστράτηγος Καλλίμαχος παρέδωσε την ηγεσία στον Μιλτιάδη, επειδή είχε πείρα της πολεμικής τακτικής των Περσών, αφού είχε ζήσει στη Θράκη και είχε γνωρίσει τους Πέρσες στρατιώτες απ’ την εκστρατεία τους στη Σκυθία.
Η νίκη των Αθηναίων τυλίχθηκε στην ομίχλη του μύθου και της δόξας και κάλυψε την αλήθεια των γεγονότων. Ο Καλλίμαχος είναι λιγότερο γνωστός και επαινέθηκε λιγότερο από όσο έπρεπε (παρόλο που σκοτώθηκε ηρωικά στη μάχη), λόγω της μεγάλης φήμης του Μιλτιάδη. Ωστόσο, το όνομά του διασώθηκε σε ιωνικό κίονα, που αποτελούσε τη βάση μιας Νίκης. Ίσως αφιερώθηκε από τον ίδιο τον στρατηγό πριν από τη μάχη και στήθηκε μετά το θάνατό του.
Οι Αθηναίοι συνήθιζαν μετά τις επιτυχίες τους να αποδίδουν ευχαριστίες στο μεγάλο θρησκευτικό κέντρο της αρχαιότητας, τους Δελφούς. Το ίδιο έπραξαν και με τη νίκη τους κατά των Περσών στον Μαραθώνα. Δεν ξέχασαν τη βοήθεια του Απόλλωνα, γι’ αυτό και έχτισαν ένα μικρό «θησαυρό» δωρικού ρυθμού, από μάρμαρο της Πάρου. Ένα αρχιτεκτονικό στολίδι, αντάξιο με τη χάρη των ανάγλυφων που κάλυπταν την εσωτερική επιφάνεια του κτίσματος και τα οποία διασώθηκαν κάτω από τα ερείπιά του. Το οικοδόμημα αποτελείτο από σηκό και πρόναο και το στόλιζαν 30 ανάγλυφες μετώπες. Είχε επίσης δύο αγάλματα έφιππων αμαζόνων στα ακρωτήρια. Τα γλυπτά αναπαριστούν τα κατορθώματα του Θησέα και του Ηρακλή και τη γιγαντομαχία. Μετά τη μάχη του Μαραθώνα χτίστηκε μια επιμήκης βάση μπροστά στο «θησαυρό» για να τοποθετηθούν τα τρόπαια της μάχης.
Η νίκη στον Μαραθώνα τιμήθηκε και στην Αθήνα σε διαγωνισμό ελεγείας, με θέμα τη νίκη. Στο διαγωνισμό νίκησε ο νεαρός Σιμωνίδης. Ο Αισχύλος, που έλαβε μέρος στο διαγωνισμό, πικράθηκε τόσο πολύ (κατά την παράδοση) που αυτοεξορίστηκε στη Σικελία.
Το θεϊκό στοιχείο κι η απόδοση ευχαριστιών στους θεούς εκφράστηκε και στην Ακρόπολη. Κάτω από το ναό της Αθηνάς (τον Παρθενώνα), που χτίστηκε την εποχή του Περικλή, έχουν βρει υπολείμματα προγενέστερου ναού, που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Λείψανα από κίονες αυτού του ναού μπορεί να δει κανείς στο βόρειο τείχος της Ακρόπολης. Οι ανασκαφές έδειξαν ότι ο ναός είχε αρχίσει να χτίζεται κατά το 490 π.Χ., αλλά κάηκε από τους Πέρσες στη διάρκεια της εισβολής του Ξέρξη, δέκα χρόνια μετά τον Μαραθώνα, όταν ισοπεδώθηκε η πόλη της Αθήνας. Πολύ αργότερα, στα μέσα του 5ου αιώνα, άρχισαν τις εργασίες για την ανοικοδόμηση του ναού, δηλαδή μετά τη σύναψη ειρήνης με τους Πέρσες, αλλά ο νέος αρχιτέκτονας δεν ακολούθησε το παλαιό σχέδιο.
Στην ίδια εποχή θα πρέπει να αποδοθεί η μνημειακή είσοδος προς την Ακρόπολη, το αρχαίο πρόπυλο, το οποίο όμως επρόκειτο να αντικατασταθεί, αργότερα, από τα Προπύλαια που σχεδίασε ο Μνησικλής, στην εποχή του Περικλή.
Αφήσαμε τελευταία τη ζωγραφική αναπαράσταση της μάχης του Μαραθώνα, που φιλοτεχνήθηκε στην Ποικίλη Στοά. Οι Αθηναίοι απόγονοι των μαραθωνομάχων έπαιρναν ασφαλώς μια ιδέα της μάχης από τη σύνθεση αυτή που έγινε, περίπου 25 χρόνια αργότερα, στο βόρειο άκρο της Αγοράς. Η ζωγραφική αυτή αναπαράσταση βασίστηκε σε ανάλογες σκηνές αγγειογράφων. Σίγουρα η σύνθεση δεν μπορεί να αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα, δίνει όμως μια ιδέα της επικής αυτής νίκης των Ελλήνων κατά των Περσών.
Είναι χαρακτηριστικό το λιτό επίγραμμα του Σιμωνίδη, που απηχεί το γεγονός, ότι δηλαδή οι μαραθωνομάχοι εκπροσωπούσαν στον Μαραθώνα όλους τους Έλληνες: «Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν».

Μιλτιάδης (554-489 π.Χ.)
Αθηναίος στρατηγός των Αθηναίων στη μάχη του Μαραθώνα, μια από τις μεγαλύτερες μορφές της ελληνικής στρατιωτικής ιστορίας. Μετά την αποτυχία της εξέγερσης των Ιώνων κατά των Περσών, όπου ο Μιλτιάδης είχε πάρει μέρος, και την κατάληψη των Δαρδανελίων, επέστρεψε στην Αθήνα. Παρά τις κατηγορίες των πολιτικών του αντιπάλων, ο Μιλτιάδης κυριάρχησε στη ζωή της Αθήνας. Το 489 π.Χ. επιτέθηκε στην Πάρο, η οποία δεν είχε ταχθεί με το μέρος των Αθηναίων, χωρίς όμως επιτυχία. Ο Αλκμαιωνίδης Ξάνθιππος, πατέρας του Περικλή, κατηγόρησε τον Μιλτιάδη για προδοσία. Η κατηγορία αφορούσε την υποτιθέμενη φιλοδοξία του Μιλτιάδη, που ήταν συγγενής των Πεισιστρατιδών, να γίνει τύραννος της Αθήνας. Ο Μιλτιάδης καταδικάστηκε τότε σε πρόστιμο 50 ταλάντων, ποσό σημαντικό για την εποχή. Αδυνατώντας να το πληρώσει φυλακίστηκε και πέθανε στη φυλακή, από γάγγραινα. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, η αρρώστια προήλθε μάλλον από παλαιότερο τραύμα του Μιλτιάδη από την εκστρατεία στην Πάρο. Τελικά, το πρόστιμο εξοφλήθηκε από το γιο του Κίμωνα. Σύμφωνα με τον Παυσανία, ο Μιλτιάδης θάφτηκε στον Μαραθώνα.

Αριστείδης ο Δίκαιος (540-468 π.Χ.)
Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός, γιος του Λυσίμαχου, από αριστοκρατική οικογένεια, ένας από τους δέκα στρατηγούς στη μάχη του Μαραθώνα, ο οποίος έδωσε την ηγεσία του στρατού στον Μιλτιάδη. Ήταν αρχηγός της συντηρητικής παράταξης και αντίπαλος του Θεμιστοκλή, αρχηγού των δημοκρατικών. Το 483 π.Χ. εξοστρακίστηκε από την Αθήνα, επειδή αντέδρασε στην πολιτική του Θεμιστοκλή. Ο Αριστείδης, μάλιστα, βοήθησε έναν αγράμματο χωρικό να γράψει το όνομά του στο όστρακο, αποδεικνύοντας έτσι την ακεραιότητα του χαρακτήρα του. Ο Αριστείδης πρωταγωνίστησε και στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, όταν, αν και εξόριστος στην Αίγινα, έφυγε κρυφά για την Αθήνα ενημερώνοντας τον Θεμιστοκλή για τις κινήσεις του περσικού στόλου. Πολέμησε εξίσου γενναία στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα και στις Πλαταιές, ενώ ήταν αρχηγός του αθηναϊκού στόλου στις εκστρατείες στο Βυζάντιο και την Κύπρο. Ο Αριστείδης απέκτησε μεγάλο κύρος στην Αθήνα, καθώς ήταν αδέκαστος και ικανός πολιτικός. Οι Αθηναίοι εκτιμώντας τα προσόντα του αυτά, του ανέθεσαν το ταμείο της Δηλιακής συμμαχίας, με σκοπό να καθορίζει το ποσό της εισφοράς των μελών. Πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία 72 ετών.

Θεμιστοκλής (525-459 π.Χ.)
Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός, ο νικητής της ναυμαχίας της Σαλαμίνας. Αντίπαλος του Αριστείδη, αποτέλεσε μαζί του το μεγάλο πολιτικό δίδυμο της Αθήνας, την εποχή της μάχης του Μαραθώνα. Η μεγάλη δόξα του Μιλτιάδη μετά τη νίκη, του προξένησε τόσο μεγάλη αγωνία, ώστε λένε ότι δεν μπορούσε να κοιμηθεί, σκεφτόμενος τον τρόπο με τον οποίον θα ξεπερνούσε τη δόξα του μεγάλου στρατηγού. Η ευκαιρία αυτή του δόθηκε στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Ο Θεμιστοκλής υπήρξε ο εμπνευστής της ναυτικής δύναμης της Αθήνας, καθώς το 482 π.Χ. πρότεινε στην εκκλησία του δήμου την ψήφιση νόμου, σύμφωνα με τον οποίο τα κέρδη από τα ορυχεία αργύρου του Λαυρίου δεν θα μοιράζονταν στους πολίτες, αλλά θα τα χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή στόλου. Η τύχη του μεγάλου αυτού πολιτικού ήταν τραγική. Οι Αθηναίοι τον εξοστράκισαν το 471 π.Χ., ύστερα από κατηγορίες των Σπαρτιατών, τον κυνήγησαν και τον ανάγκασαν να ζητήσει προστασία στον Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη Α', ο οποίος τον έκανε ηγεμόνα στην επαρχία της Μαγνησίας, στον ποταμό Μαίανδρο. Στην περιοχή αυτή πέθανε το 459 π.Χ. από αρρώστια, ενώ άλλοι μιλούν για αυτοκτονία, καθώς ο Θεμιστοκλής αρνήθηκε να βοηθήσει τον Αρταξέρξη στην εκστρατεία που σχεδίαζε εναντίον της Ελλάδας.

Δαρείος (550-486 π.Χ.)
Πέρσης βασιλιάς της δυναστείας των Αχαιμενιδών, που ονομάζεται Μέγας, επειδή ήταν ο σημαντικότερος από τους τρεις βασιλιάδες που είχαν το ίδιο όνομα. Ήταν γιος του Υστάσπη και ανέβηκε στο θρόνο το 522 π.Χ. Αφού κατάφερε να καταστείλει εσωτερικές εξεγέρσεις, εφάρμοσε μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα επιβάλλοντας και την ανεξιθρησκία. Διαίρεσε το βασίλειό του με βάση τις σατραπείες και συνεχίζοντας την επεκτατική πολιτική του Κύρου, αποφάσισε να εκστρατεύσει εναντίον της Ελλάδας. Το 500 π.Χ. επαναστάτησαν οι Ίωνες, που κατάλαβαν τις Σάρδεις, σε μια εξέγερση στην οποία πήρε μέρος και ο Μιλτιάδης. Ο Δαρείος κατάφερε τελικά να νικήσει τους Ίωνες το 494 π.Χ. και τον επόμενο χρόνο κατέλαβε τη Θράκη και τη Μακεδονία, βάζοντας σε εφαρμογή το τελικό του σχέδιο. Αμέσως κινήθηκε κατά των Αθηναίων, αλλά ο στόλος του βυθίστηκε στην περιοχή του Άθω το 492 π.Χ., ενώ ο μεγάλος στρατός του υπέστη μεγάλη ήττα στον Μαραθώνα το 490 π.Χ., σε μια μάχη που αποτελεί ασφαλώς κορυφαία στιγμή στην παγκόσμια ιστορία.

Ιππίας
Τύραννος της Αθήνας από το 527 π.Χ., γιος του Πεισίστρατου και αδελφός του Ίππαρχου. Μετά το θάνατο του πατέρα τους, τα δυο αδέλφια έγιναν τύραννοι και μετά τη δολοφονία του αδελφού του, το 514 π.Χ., ο Ιππίας πήρε σκληρά μέτρα εναντίον των αντιπάλων του. Το 510 π.Χ. εισέβαλε στην Αθήνα ο βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης και πολιόρκησε την Ακρόπολη. Ο Ιππίας τότε, αφού κατάφερε να σώσει τη ζωή του, εγκατέλειψε την Αθήνα και εγκαταστάθηκε στον Ελλήσποντο, ζητώντας προστασία από τους Πέρσες και προετοιμάζοντας την επιστροφή του στην Αθήνα, με σκοπό να εκδικηθεί. Στον Ελλήσποντο ανέλαβε ηγεμονία ως υποτελής του βασιλιά των Περσών. Η Αθήνα, εφαρμόζοντας μια πολιτική δυναμικής επέκτασης οικονομικού και πολιτιστικού τύπου, κυρίως μέσω του θαλάσσιου εμπορίου, αποφάσισε να βοηθήσει τους Ίωνες, προσβλέποντας σε μια μελλοντική συμμαχία, ευνοϊκή για τα αθηναϊκά συμφέροντα και φοβούμενη συγχρόνως την επικράτηση των Περσών και την επιστροφή στην εξουσία του Ιππία, που στο διάστημα αυτό προετοίμαζε κοντά στον Δαρείο την επιστροφή του. Μετά την ήττα των Ιώνων, ο Ιππίας συμμετείχε ενεργά με τους Πέρσες στην εκστρατεία του Δαρείου κατά της Αθήνας, αναλαμβάνοντας μαζί με τον Δάτη και τον Αρταφέρνη την ηγεσία του περσικού στρατού που ηττήθηκε στον Μαραθώνα. Πέθανε στη Λήμνο, άρρωστος και τυφλός.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Balcer J.M., «The Persian Wars against Greece: A Reassessment», Historia, 1989.
Burn A.R., «Persia and the Greeks. The Defence of the West», Λονδίνο, 1962.
Bury J.B.-Russel M., «Ιστορία της αρχαίας Ελλάδας», Αθήνα, 1978.
Ehrenberg V., «Die Genaration von Marathon», Brunn, 1935.
Geertz C., «Η ερμηνεία των πολιτισμών», Αθήνα, 2003.
Giannakis Th., «The feat of the Messanger of Marathon in 490 BC. Myth or fact», Canadian Journal of History of Sport, 1988.
Hammond N.G.L., «The Campaign and Battle of Marathon», Journal of Historical Studies, 1968.
Ioannides I., «Historic-Cultural Background of the Marathon Race», Track & Field Quarterly Review, 1975.
Schuller W., «Ιστορία της αρχαίας Ελλάδας», Αθήνα, 1999.
Skuda N., «Marathon 490 BC. The first Persian Invasion of Greece», Οξφόρδη, 2002.
Van der Veer J.A.G., «The Battle of Marathon. A Topographical Survey», 1982.
Ηρόδοτος, «Ιστορίαι».
Ιωαννίδης Ι., «Η αληθινή διαδρομή του αγγελιοφόρου του Μαραθώνα», 1976.
Κατσωνόπουλος Θ., «Το ιστορικό υπόβαθρο και η εξέλιξη του Μαραθωνίου δρόμου», Θεσσαλονίκη 2002.
Παυσανίας, «Ελλάδος Περιηγήσεις, Αττικά».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου