30 Οκτ 2012

Ρόδος - το νησί που περιστρέφεται

Η Ρόδος είναι ένα καράβι στο πέλαγος που ταξιδεύει στο χρόνο γράφοντας ιστορία. Μόνο που αυτό το ταξίδι γίνεται μονόπαντα, όχι από το βάρος των τουριστών αλλά από τις τεράστιες γεωλογικές δυνάμεις που το ανυψώνουν από τη μια πλευρά, γράφοντας στα βράχια ανεξίτηλες γραμμές, αποτυπώνοντας μια άλλη ιστορία. Αυτή που μόλις τώρα ξετυλίγεται μπροστά μας. Ο καλύτερος ίσως προορισμός για δεκάδες χιλιάδες Έλληνες κι ακόμα πιο πολλούς ξένους κάθε καλοκαίρι. Οι σμαραγδένιες απέραντες ακρογιαλιές, οι καθαρές θάλασσες, η πλούσια βλάστηση, οι κλιματικές συνθήκες, τα μοναδικά ιστορικά μνημεία που δείχνουν τη μέχρι τώρα πολύ σημαντική πορεία της στο χρόνο. Μια πορεία στο χρόνο όμως που δεν αρχίζει κάμποσες χιλιάδες χρόνια πριν, όπως μαρτυρούν τα ευρήματα στο σπήλαιο Κούμελο κοντά στον Αρχάγγελο, όπου βρέθηκαν τα πιο παλιά αρχαιολογικά αντικείμενα, ούτε βέβαια τα πιο γνωστά σε όλους κλασικά μνημεία της ελληνικής εξάπλωσης και κυριαρχίας.
Στη νότια πλευρά της παραλίας της Τσαμπίκας, οι χαρακιές στους βράχους
σηματοδοτούν κινήσεις 3-4 μ. του γεωλογικού υπόβαθρου πριν 2.500 χρόνια
 Η Ρόδος έχει μια πιο παλιά, ίσως για ορισμένους πιο ενδιαφέρουσα, ιστορία, που εξελίσσεται αρκετές δεκάδες εκατομμύρια χρόνια πριν και θα συνεχιστεί στο διηνεκές. Η ιστορία της γεωλογικής εξέλιξής της είναι από τις πιο πολύπλοκες σε όλο τον ελληνικό χώρο. Ουσιαστικά αποτελεί μια μικρογραφία του ελλαδικού χώρου στην οποία μπορεί κάποιος να παρατηρήσει πετρώματα και γεωλογικές ενότητες που αναπτύσσονται σε όλο τον υπόλοιπο ηπειρωτικό και νησιωτικό ελληνικό χώρο. Η Πίνδος, η Τρίπολη, η Μάνη, η Ιόνιος κ.ά. είναι μερικές από τις μεγάλες Αλπικές γεωλογικές Ενότητες, στριμωγμένες η μία δίπλα, πάνω ή κάτω από την άλλη, στον Προφήτη Ηλία, στη Λίνδο, στον Ατάβυρο, στην Κατταβία στο νότιο τμήμα. Φανερώνουν τις έντονες γεωδυναμικές διεργασίες που επικράτησαν στο άκρο αυτού του ελληνικού τόξου. Ένα τόξο κατά μήκος του οποίου γίνεται η σύγκρουση μεταξύ των πλακών της Ευρώπης και της Αφρικής και που το όριό του περνάει σήμερα λίγο πιο νότια-νοτιοανατολικά από τη Ρόδο, στην τάφρο του Στράβωνα και του Πλίνιου. Τεράστιες ανακατατάξεις, οι οποίες εξελίχθηκαν τα τελευταία 100 εκατομμύρια χρόνια στο νησί και στον ευρύτερο χώρο των Δωδεκανήσων. Τα τελευταία μάλιστα 2 εκατομμύρια χρόνια η μορφή του νησιού τόσο ως προς τον οριζόντιο όσο και ως προς τον κατακόρυφο διαμελισμό άλλαξε γρήγορα και το νησί στο χάρτη είναι εντελώς διαφορετικό.
Ανοδικές και καθοδικές κινήσεις, αποσύρσεις και επικλίσεις θάλασσας που συνοδεύονταν πάντα από δράση ρηγμάτων και μεγάλους σεισμούς, μετέβαλλαν συνέχεια το τοπίο, συνεπώς και γεω-περιβάλλον, γεγονός που φανερώνεται από την πλούσια πανίδα και χλωρίδα που έχει απολιθωθεί. Θαλάσσιοι οργανισμοί, κεφαλόποδα, μαλάκια, τρηματοφόρα, χερσαία όντα, νάνοι ελέφαντες, θηλαστικά, αλλά και πλούσια βλάστηση από κωνοφόρα, φοίνικες και σεκόγιες απαντούν σε όλα τα πετρώματα σχεδόν παντού σε όλη την έκταση της Ρόδου. Οι ανακατατάξεις αυτές δεν σταματούν στο γεωλογικό χρόνο αλλά συνεχίζονται ακόμα και σήμερα, μόνο που η ανθρώπινη ζωή και το ανθρώπινο μάτι καταγράφει παρατηρήσεις που γίνονται σε ένα ελάχιστο τμήμα του. Ελάχιστες μεταβολές, ανεπαίσθητες μέσα στα όρια της ανθρώπινης ζωής, εξελίσσονται σε πολύ μεγάλες μέσα στο γεωλογικό χρόνο. Εμείς δεν βλέπουμε παρά μόνο ένα μικρό στιγμιότυπο, ένα τμήμα του επεισοδίου από τα αμέτρητα ενός σήριαλ που θα συνεχίζεται και για τα επόμενα εκατομμύρια χρόνια. Το τελευταίο επεισόδιο στη Ρόδο γράφεται «μόλις» τα τελευταία 5.000 χρόνια στις ανατολικές ακτές του νησιού, από την πόλη της Ρόδου στα βόρεια ως το ονομαστό Πρασονήσι στα νότια.
Κόλπος Λίνδου: στα βράχια της θάλασσας, οι παλιές χαρακιές σηματοδοτούν
ανοδικές κινήσεις του γεωλογικού υποβάθρου της τάξης των 3 μ.
Οι ακτές μεταβάλλονται συνεχώς, άλλοτε ανυψώνονται και άλλοτε βυθίζονται μέσα στη θάλασσα αργά και σταθερά, ή άλλες φορές βίαια έπειτα από σεισμικά επεισόδια που έχουν μεγάλη συχνότητα και ένταση στο νησί. Πρόκειται για τις γνωστές ανυψώσεις ή βυθίσεις «γραμμών ακτών» της Ρόδου που μπορεί να τις παρατηρήσει κάποιος σχεδόν παντού στα βράχια της ανατολικής πλευράς της. Άλλες φορές δυσδιάκριτες και ασαφείς λόγω της διάβρωσης, άλλες φορές εντυπωσιακές παράλληλες να φτάνουν στα 3 - 4 μ. πάνω από τη θάλασσα, σαν να χάραξε κάποιο χέρι αλλεπάλληλες χορδές πάνω στο βράχο. Στην πραγματικότητα, όμως, οι «γραμμές ακτών» είναι τα αποτυπώματα της θάλασσας και πιο συγκεκριμένα της επιφάνειάς της πάνω στο βράχο, εκεί όπου υπάρχει και η μεγαλύτερη μηχανική διάβρωση από το νερό πάνω στο στερεό υλικό. Εκεί λοιπόν αποτυπώνεται σαν εσοχή, ακόμα και στα πιο ανθεκτικά πετρώματα, σαν μια ευθεία γραμμή. Όταν αργότερα η ξηρά υποστεί ανοδική κίνηση εξαιτίας, παραδείγματος χάριν, ενός σεισμού, μια νέα γραμμή χαράσσεται από το νερό, παράλληλα και πιο κάτω από την προηγούμενη, που βρίσκεται πλέον έξω από τη θάλασσα. Αντίθετα, όταν η ξηρά υποστεί καθοδική κίνηση και βυθιστεί, μια νέα γραμμή χαράσσεται παράλληλα πιο πάνω. Η διαδικασία αυτή συνεχίζεται μέσα στο χρόνο και μπορεί να παρατηρήσει κάποιος μέχρι και δέκα αλλεπάλληλες γραμμές μέσα και έξω από το νερό, που μπορεί να σημαίνουν και δέκα μεγάλες σεισμικές δονήσεις.
Στο Χαράκι (βόρεια της Λίνδου) τα βράχια ανυψώθηκαν περίπου 2,5 μ.
τα τελευταία 2.500 χρόνια, σχηματίζοντας ένα μικρό ακρωτήριο
Τα τελευταία χρόνια οι επιστήμονες με σύγχρονες τεχνικές έχουν κατορθώσει να χρονολογήσουν το πότε χαράχτηκαν αυτές οι γραμμές στους βράχους, με αποτέλεσμα να μπορεί να γίνει και χρονολόγηση των αντίστοιχων κινήσεων της στεριάς (είτε των ανοδικών είτε των καθοδικών) μέσα στο χρόνο. Η χρονολόγηση με C14, καθώς επίσης και η χρονολόγηση με ειδικά απολιθώματα προσκολλημένα στους βράχους ακριβώς στο επίπεδο της επιφάνειας της θάλασσας δίνουν καταπληκτικά αποτελέσματα με πολύ μεγάλη ακρίβεια. Έρευνες έδειξαν ότι στα βόρεια προς την πόλη της Ρόδου έλαβαν χώρα οι πιο μεγάλες ανοδικές κινήσεις (που έφτασαν τα 5 μ. πριν από 5.000 χρόνια), αλλά σήμερα η ακτή βρίσκεται κάτω από τη θάλασσα περίπου 1 μ., όπως φαίνεται από τους παλιούς τάφους και τα λαξευμένα μνημεία πάνω στο βράχο τα οποία έχει κατακλύσει η θάλασσα. Δηλαδή η ξηρά ανέβηκε και στη συνέχεια βυθίστηκε μέσα στη θάλασσα.
Λίγο πιο νότια, στην Καλλιθέα, στο Φαληράκι και στο Λαδικό οι ανοδικές κινήσεις έφτασαν τα 2,5 μ. και παρέμειναν έξω από το νερό και σήμερα, ενώ στη Λαχανιά και στο Πρασονήσι, στο νότιο άκρο, έφτασαν μόνο το 0,5 μ. Συνολικά δηλαδή εμφανίζεται το ΒΑ τμήμα της Ρόδου να είναι πολύ πιο ενεργό από ό,τι το ΝΑ. Η δράση αυτή εκφράζεται μέσα από την πληθώρα των «γραμμών ακτών» που βρίσκονται είτε πάνω είτε κάτω από τη θάλασσα. Το μεγαλύτερο όμως παράδοξο είναι ότι στο δυτικό τμήμα του νησιού δεν υπάρχει καμιά γραμμή θάλασσας, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι απλά δεν υπήρχαν κινήσεις ή ότι αυτή η πλευρά του νησιού είναι τεκτονικά πιο αδρανής σε σχέση με την ανατολική. Και εδώ ακριβώς είναι το πιο ενδιαφέρον σημείο. Περιοχές τεκτονικά ενεργές, όπως η ανατολική πλευρά της Ρόδου, χαρακτηρίζονται από πλούσιο οριζόντιο και κατακόρυφο διαμελισμό, με όμορφους κόλπους, επιβλητικά ακρωτήρια, βαθιές θάλασσες, αμμώδεις παραλίες, πράγμα το οποίο δεν χαρακτηρίζει τις λιγότερο τεκτονικά ενεργές περιοχές, όπως αυτές της δυτικής Ρόδου.
Είναι γεγονός ότι η Ρόδος είναι ένα προνομιούχο νησί. Ήλιος, θάλασσα, πολιτισμός. Το τρίπτυχο της τουριστικής προβολής. Πέρα όμως από αυτά η Ρόδος χαρακτηρίζεται και από μοναδικά φυσικά μνημεία που δεν έχουμε συνειδητοποιήσει πλήρως την αξία τους, δεν τα έχουμε ακόμα αναδείξει, έτσι ώστε να αποτελέσουν πόλο έλξης ακόμα περισσότερου κόσμου, πιο εκλεκτικού, πιο περιβαλλοντικά ευαίσθητου. Πλήθος παλαιοντολογικών ευρημάτων, μοναδικά πετρώματα, εντυπωσιακά φαράγγια, σπάνιες γεωμορφές, δαιδαλώδη σπήλαια που κρύβουν καλά τα μυστικά τους, μοναδικές ακτές και βουνά. Και όλα αυτά συνυφασμένα με το έντονο γεωλογικό-δυναμικό περιβάλλον που παρά το γεγονός ότι χαρακτηρίζεται από έντονη σεισμικότητα και κινητικότητα, εν τούτοις είναι το μόνο υπεύθυνο γι' αυτή την ομορφιά. Την ομορφιά που μόλις τώρα ανοίγεται μπροστά μας. Την ομορφιά που μόλις τώρα συνειδητοποιούμε.
του Ευθύμιου Λέκκα
καθηγητή Δυναμικής Τεκτονικής Εφαρμοσμένης
Γεωλογίας Πανεπιστήμιου Αθηνών

27 Οκτ 2012

Οδοιπορικό στα κάστρα της Κρήτης (Γ' Μέρος)

ΚΟΥΛΕΔΕΣ
Κατά τη Μεγάλη Κρητική Επανάσταση του 1866-1869, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγκάστηκε να στέλνει συνεχώς πασάδες στην Κρήτη, αλλά οι πολεμικές επιχειρήσεις απέβαιναν άκαρπες. Ο τελευταίος πασάς που στάλθηκε στο νησί ήταν ο Αυνή Πασάς, που αντιλαμβανόμενος την αντίσταση των Κρητικών, αποφάσισε να αλλάξει την έως τότε επιχειρησιακή τακτική και να την αναπροσαρμόσει. Τα μέτρα που πήρε ήταν τα εξής:
• Παρείχε πολιτική προστασία σ’ όσους δήλωναν υποταγή στους «μουφτήδες».
• Ο τουρκικός στόλος απέκλεισε τα βόρεια παράλια της Κρήτης, ώστε να γίνει αδύνατος ο ανεφοδιασμός των επαναστατών από την ελεύθερη Ελλάδα.
• Επικήρυξε τους πρωταγωνιστές με 500 οθωμανικές λίρες τον καθένα.
• Μετέφερε στο νησί Κούρδους και Κιρκάσιους εποίκους, για να ενισχύσει τον μουσουλμανικό πληθυσμό.
• Ανέπτυξε ολόκληρο σύστημα μεγάλων και μικρών πύργων, που οι Τούρκοι τους ονόμασαν Κουλέδες, σε επίκαιρα σημεία της Κρήτης, ώστε να ελέγχεται στρατιωτικά πλήρως το νησί.
Η Κρήτη χωρίστηκε σε 5 νομούς, οι διοικητές των οποίων ανέλαβαν την ανέγερση των Κουλέδων. Οι Κουλέδες κτίστηκαν σε ψηλούς λόφους, σταυροδρόμια, λιμάνια, περάσματα και οι φρουρές τους είχαν σκοπό την κατασκοπεία των επαναστατών, τον έλεγχο των μετακινούμενων Χριστιανών και την επικοινωνία μεταξύ τους (με σαλπίσματα ή φωτιές) σε περιπτώσεις κινδύνου, ώστε να μεταφερθεί το μήνυμα σειριακά στα κεντρικά στρατόπεδα (κισλάδες). Η λειτουργία των Κουλέδων είχε άμεσα και καταστρεπτικά αποτελέσματα για τους Κρητικούς, καθώς απέκοψε την ενδοεπικοινωνία μεταξύ τους. Οι Κρητικοί αντέδρασαν έντονα στην ανέγερση των πύργων, παρενοχλώντας τους κτίστες, χαλώντας τα κτίσματα ή καταστρέφοντας τα ασβεστοκάμινα, απ’ όπου προμηθεύονταν οι Τούρκοι τον ασβέστη για το κτίσιμο. Παρ’ όλα αυτά, ο Αυνή πασάς κατάφερε να υλοποιήσει το σχέδιο του με Βούλγαρους και Αρμένιους τεχνίτες, που ως τον Αύγουστο του 1868 είχαν χτίσει πάνω από 60 Κουλέδες, ενώ σε 2 μήνες αυξήθηκαν σε 150. Οι πύργοι αυτοί, σε συνδυασμό με τους προϋπάρχοντες, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην καταστολή της επανάστασης. Η μόνη διαφορά των Κουλέδων με τους υπόλοιπους πύργους του νησιού, ήταν ότι είχαν χτιστεί από το κράτος και όχι από ιδιώτες άρχοντες και φεουδάρχες (κυρίως Ενετούς). Οι Κρητικοί, προσπαθώντας να απελευθερωθούν, κατέστρεψαν πολλές φορές Κουλέδες, πολλοί από τους οποίους δεν υπάρχουν σήμερα. Ωστόσο, σε δεκάδες περιοχές της Κρήτης υπάρχουν σχετικά τοπωνύμια (πύργος ή κούλες), που μαρτυρούν την ύπαρξη πύργων παλαιότερα. Λόγω του μεγάλου όγκου των πύργων, εδώ δεν θα ασχοληθούμε με όλους, αλλά με μερικούς που υπάρχουν ακόμη.
ΚΟΥΛΕΣ ΑΠΤΕΡΑΣ
Το φρούριο Κουλές βρίσκεται 12 χλμ. ανατολικά των Χανίων, κοντά στη θέση Παλαιόκαστρο, πολύ κοντά στο χωριό Καλάμι και στα ερείπια της Αρχαίας Άπτερας. Το φρούριο χτίστηκε από τους Τούρκους μετά την Κρητική Επανάσταση του 1866, στη διάρκεια ενός προγράμματος για τον επανέλεγχο της Κρήτης μ’ ένα δίκτυο από οχυρωματικά έργα. Χτίστηκε από τον Τούρκο Χουσεΐν Αυνί Πασά και αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα φρουριακής αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα. Το φρούριο χτίστηκε για να ελέγχει την κοιλάδα του Αποκόρωνα, από την οποία διερχόταν το πέρασμα προς τα Χανιά. Μαζί με τους άλλους Κουλέδες, που έχτισαν οι Τούρκοι στον Αποκόρωνα, έλεγχε το λιμάνι της Σούδας και υποστήριζε το κοντινό φρούριο Ιντζεδίν. Ο Κούλες της Άπτερας ή το φρούριο Σούμπασι, όπως αλλιώς ονομάζεται, σώζεται ακόμη και σήμερα, σε πολύ καλή κατάσταση. Είχε εξοπλιστεί με 2 πύργους που ήταν στραμμένοι προς τα δυτικά (ήλεγχε το πέρασμα προς τα Κεραμειά) και τα ανατολικά (προς Καλύβες). Ο πρώτος επικοινωνούσε με το φρούριο της Σούδας, ενώ ο δεύτερος με το φρούριο Ιντζεδίν και τους Κουλέδες των Καλύβων και του Νέου Χωριού. Το φρούριο ήταν το μεγαλύτερο φρουριακό συγκρότημα της εποχής του και περιλαμβάνει χώρους, οι οποίοι αναπτύσσονται συμμετρικά σε σχήμα Π, περιμετρικά σε μια ορθογώνια αυλή. Οι κυκλικοί του πύργοι καταλαμβάνουν τη ΝΔ και ΝΑ γωνία του φρουρίου, ενώ η κεντρική πύλη βρίσκεται στην ανατολική όψη του, προφυλαγμένη κατάλληλα από μια εσοχή (αυτιά). Στις επάλξεις, που ήταν στο δώμα του Κούλε, ανέβαιναν οι στρατιώτες με εσωτερικές ξύλινες σκάλες. Το φρούριο διέθετε όλους τους αναγκαίους χώρους στρατωνισμού, διαμονής αξιωματικών, αποθήκευσης, φυλάκισης, παρασκευής φαγητού, εστίασης, κ.α. Η καλή κατάσταση του φρουρίου οφείλεται στην άριστη ποιότητα κατασκευής των τοίχων του. Ο Κούλες, μετά την αποχώρηση των Τούρκων από την Κρήτη, χρησιμοποιήθηκε ως σχολείο για το χωριό Μεγάλα Χωράφια.
ΚΟΥΛΕΔΕΣ ΣΦΑΚΙΩΝ
Εκτός από τους Κουλέδες του Ασκύφου, αρκετοί Κουλέδες είχαν κατασκευαστεί στη σημερινή επαρχία Σφακίων με στόχο την κατάπνιξη της Επανάστασης και την ακινητοποίηση των Σφακιανών. Το 1868 κτίστηκε ο μικρός Κούλες στο Λουτρό, που βρίσκεται σήμερα δίπλα στο Ναό της Αγίας Αικατερίνης, στα υψώματα προς τη μεριά της Ανώπολης. Αυτός χρησιμοποιήθηκε και ως σχολείο. Άλλοι δύο Κουλέδες βρίσκονταν στον Αϊ Γιάννη και στην Ανώπολη. Στο Λουτρό υπάρχουν ακόμη τα ερείπια του τουρκικού κάστρου, του Κούλε, που κάποτε δέσποζε πάνω από τον σημερινό οικισμό. Το κτίριο έχει ορθογώνιο σχήμα και σώζονται μερικοί από τους τοίχους του. Στη δυτική πλευρά της εξόδου της Σαμαριάς, πάνω από τη σημερινή Αγία Ρούμελη, οι Τούρκοι έκτισαν τον Κούλε της Αγίας Ρούμελης, με σκοπό να αποκλείσουν τους επαναστάτες που κρύβονταν στο φαράγγι. Ο Κούλες βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση. Για να ελέγχεται η διάβαση προς τη Παλαιόχωρα, κατασκευάστηκαν ακόμη 3 Κουλέδες στην ευρύτερη περιοχή της Αγίας Ρούμελης, στις θέσεις Σκοτεινή, Αγγελόκαμπο και Σιδέρη, ενώ ένας τέταρτος βρισκόταν στα απόκρημνα βράχια του φαραγγιού της Τρυπητής. Οι Κουλέδες αυτοί είχαν οπτική επαφή και συνεργάζονταν με τους Κουλέδες του Αϊ Γιάννη και της Ανώπολης.
ΚΟΥΛΕΔΕΣ ΡΕΘΥΜΝΟΥ
Το σημαντικότερο πέρασμα του νομού Ρεθύμνης βρισκόταν στην περιοχή του Αγ. Βασιλείου, απ’ όπου Τούρκοι και Έλληνες μετέβαιναν από τη Μεσαρά στα Σφακιά. Εκεί λοιπόν, κτίστηκαν αρκετοί πύργοι και Κουλέδες. Ένας τέτοιος βρισκόταν κοντά στην είσοδο του Κουρταλιώτικου φαραγγιού, στο χωριό Κοξαρέ. Ο πύργος αυτός κατεδαφίστηκε από τους Επαναστάτες το 1896. Ένας άλλος Κούλες στην περιοχή, που τα χαλάσματά του είναι εμφανέστατα, σώζεται σήμερα στο λόφο που βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Αμάρι και Ασώματοι, δεξιά από τη διασταύρωση που οδηγεί στη μονή Πρέβελη. Είναι κτισμένος πάνω σε ένα βράχο απόκρημνο από την ανατολική και νότια πλευρά, μέσα σε φρουριακό περίβολο. Η θέση δεσπόζει στην περιοχή και ελέγχει νότια τον όρμο του Πλακιά. Ο φρουριακός περίβολος, που πιθανόν ανήκε σε προηγούμενο ενετικό φρούριο, έχει μήκος 60-70 μ. και πλάτος 25-35 μ. Ήταν οχυρωμένος με δυο προμαχώνες, ένα στη νότια πλευρά και ένα στο βόρειο καμπυλωτό τοίχο του. Η κοιλάδα του Αμαρίου αποτελεί ένα εσωτερικό πέρασμα στο Νομό Ρεθύμνης, που είναι συνέχεια της κοιλάδας των Ποταμών, όπου κατοικούσαν οι πιο αιμοβόροι Τούρκοι, οι Αμπαδιώτες. Τη μεγάλη αυτή δίοδο, που με μικρά παρακλάδια της οδηγούσε στη Μεσαρά, οι Τούρκοι είχαν οχυρώσει καλά. Στην κοιλάδα των Ποταμών υπήρχαν οι Κουλέδες των Πρασών, των Ποταμών και της Πατσού. Ο Κούλες των Ποταμών είχε σχήμα ορθογώνιο και περιλάμβανε χώρους διαμονής της φρουράς και του επικεφαλής της, βοηθητικούς χώρους και ένα ύψωμα για τα πυροβόλα του. Στην είσοδο της κοιλάδας του Αμαρίου, στο σημείο που χωρίζεται με την κοιλάδα των Ποταμών, ήταν κτισμένος ο Κούλες Αποστόλων – Μέρωνα.
Στο ανατολικό άκρο της κοιλάδας του Αμαρίου ήταν κτισμένοι δύο Κουλέδες, του Βαθειακού και της Λοχριάς. Ο Κούλες του Βαθειακού, κτισμένος πάνω στον λόφο που βρίσκεται νότια από το χωριό, εξυπηρετούσε διπλό σκοπό. Αφενός έλεγχε την διάβαση Αμαρίου – Μεσαράς από Αποδούλου - Αγία Παρασκευή προς Κόκκινο Πύργο και αφετέρου προστάτευε σθεναρά το τουρκοχώρι Βαθειακό, που ήταν το τουρκικό κέντρο της περιοχής. Ο Κούλες του Βαθειακού σώζεται σήμερα σε καλή σχετικά κατάσταση. Έχει καταρρεύσει ο ανατολικός τοίχος του και το μεγαλύτερο μέρος της στέγης του. Ο δεύτερος Κούλες στην περιοχή, ο Κούλες της Λοχριάς, ήταν κτισμένος σε βραχώδη λόφο ανατολικά από το χωριό, σε μικρή απόσταση απ’ αυτό. Εξυπηρετούσε τη μεταβίβαση μηνυμάτων προς τους Κουλέδες της μικρής κοιλάδας Καμαρών - Γρηγοριάς, που οδηγούσε στη Μεσαρά. Είναι σχεδόν τελείως κατεστραμμένος, σε βαθμό που με δυσκολία διακρίνει κάποιος το περίγραμμα του.
ΚΟΥΛΕΔΕΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
Οι Τούρκοι έκτισαν αρκετούς κουλέδες και στο Νομό Ηρακλείου, κυρίως στην πεδιάδα της Μεσαράς, αλλά και στα υπόλοιπα περάσματα του νομού. Η περιοχή της Μεσαράς ήταν επίσης ισχυρά φυλασσόμενη περιοχή. Οι δίοδοι που οδηγούσαν σ’ αυτή ήταν οχυρωμένες με Κουλέδες, για να μη μπορεί να επικοινωνεί με τις γύρω περιοχές. Στη μικρή κοιλάδα των Καμαρών – Γρηγοριάς – Μαγαρικαρίου υπήρχαν οι Κουλέδες της Γραμμένης κι ο Κρεμαστός. Ο πρώτος είχε κτιστεί μεταξύ Γρηγοριάς και Μαγαρικαρίου, κοντά στο δρόμο. Βρίσκεται σε καλή κατάσταση, με σχεδόν ατόφια την οροφή του. Ο Κούλες που ήταν μάλλον κεντρικός (κισλά), είχε διαστάσεις 25x11 μ. και ήταν εφοδιασμένος με 24 πολεμίστρες. Η θέση του είναι οχυρή, αφού προστατεύεται σχεδόν ολόγυρα, εκτός της βόρειας μεριάς του, όπου και γίνεται η πρόσβαση. Ο Κούλες της Γραμμένης φιλοξένησε τους κατοίκους του Μαγαρικαρίου τον Μάιο του 1944, όταν οι Γερμανοί κατέστρεψαν το χωριό. Ο δεύτερος Κούλες, ο Κρεμαστός, βρισκόταν μεταξύ Γρηγοριάς και Καμαρών, πάνω σε ύψωμα ανατολικά του σημερινού δρόμου, για να μεταφέρει μηνύματα στον Κούλε του Ζαρού. Ένας άλλος κούλες εμπόδιζε την επικοινωνία της επαρχίας Μαλεβυζίου και Τεμένους με τη Μεσαρά. Είναι ο μεγάλος Κούλες των Άνω Μουλίων που βρισκόταν ανατολικά του ομώνυμου χωριού και δεσπόζει σε όλη την περιοχή. Σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση, ενώ τμήμα του χρησιμοποιείται ως στάβλος. Άλλος Κούλες υπήρχε στον λόφο βόρεια από την πόλη των Μοιρών, αλλά σήμερα στη θέση του έχουν χτιστεί δημόσιες υπηρεσίες. Από το Ηράκλειο προς το νομό Λασιθίου υπάρχουν από τα νότια τα περάσματα της Βιάννου, ενώ στα βόρεια τα περάσματα της Σελένας. Τα περάσματα προς το οροπέδιο Λασιθίου ήταν δυσπρόσιτα. Ένας Κούλες στο άνοιγμα του Περάσματος Βιάννου – Πεύκου – Καλαμιού ήταν ο Κούλες της Ρίζας. Ερείπια σώζονται και σήμερα ανατολικά της Βιάννου, στη θέση που οι Γερμανοί εκτέλεσαν τους κατοίκους της περιοχής τον Σεπτέμβριο του 1943. Το κύριο σώμα του Κούλε έχει διαστάσεις 14x7 μ. περίπου. Άλλοι κουλέδες υπήρχαν στο Πανόραμα Πεδιάδος και στους Θόλους, ερείπια του οποίου σώζονται.
ΚΟΥΛΕΔΕΣ ΛΑΣΙΘΙΟΥ
Ο ισθμός της Ιεράπετρας, από την Παχειά Άμμο ως την Ιεράπετρα, ήταν μια δίοδος πολύ σπουδαίας σημασίας στο Νομό Λασιθίου. Η οχύρωση επομένως της διόδου αυτής εξασφάλισε την πλήρη αποκοπή των σχέσεων των επαρχιών Μιραμπέλου και Ιεράπετρας, ενώ συγχρόνως απομόνωνε την επαρχία Σητείας. Έτσι οι Τούρκοι έκτισαν Κουλέδες ή Καλέδες στην Παχειά Άμμο, στη Βασιλική, στην Επισκοπή και στο Κεντρί. Ο μικρός Κούλες της Παχειάς Άμμου βρισκόταν στη θέση Χαλέπα, ανατολικά και κοντά από το χωριό, ενώ βρίσκεται σε καλή κατάσταση. Ο σκοπός του ήταν κυρίως ο έλεγχος του όρμου της Παχειάς Άμμου, αλλά και όλου του Μιραμπέλου, ενώ επικοινωνούσε με τον πύργο της Βασιλικής. Ο Κούλες της Βασιλικής βρισκόταν νότια του χωριού πάνω στο λόφο, δίπλα στον οποίο βρέθηκαν σημαντικές αρχαιότητες, και η πρόσβαση γίνεται με δρόμο που φτάνει ως εκεί. Είναι μικρός (7x7 μ.) και σκοπός του ήταν η μεταφορά των μηνυμάτων του Κούλε της Παχειάς Άμμου στον Κούλε της Επισκοπής. Ο Κούλες της Επισκοπής βρισκόταν σε χαμηλό λόφο κοντά στο ομώνυμο χωριό κι ήταν ο κεντρικός πύργος της επαρχίας (κισλά) και ο μεγαλύτερος (15x4 μ.), ενώ τμήμα του σώζεται σε άσχημη κατάσταση. Στον Κούλε υπήρχε υπόγεια σήραγγα που οδηγούσε έξω από αυτόν σε μεγάλη απόσταση. Κύριος προορισμός του ήταν η άμεση στρατιωτική επέμβαση σε περίπτωση συναγερμού. Τέλος, ο Κούλες του Κεντριού ήταν χτισμένος στη θέση που βρίσκεται το σχολείο του ομώνυμου χωριού, χωρίς να σώζεται κανένα ίχνος του. Στην επαρχία Σητείας δεν κτίστηκαν κουλέδες, αφού είχε ήδη πολλά ενετικά φρούρια και πύργους, που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ανάλογα. Κούλες είχε κτιστεί και στις Μάλλες, που ήλεγχε το βόρειο μέρος του ποταμού Σαραντάπηχου, και έμοιαζε με τον Κούλε της Ρίζας στη Βιάννο.
ΠΥΡΓΟΙ
Η ανέγερση πύργων αποτέλεσε ένα από τα οχυρωματικά μέτρα που έλαβαν οι εκάστοτε κατακτητές της Κρήτης (κυρίως Ενετοί και Τούρκοι) για να κάνουν πιο ισχυρή την κυριαρχία τους στο νησί και να προστατευτούν από τα επαναστατικά κινήματα των Κρητικών. Πύργους έκτισαν κι οι Βυζαντινοί την περίοδο 961-1204 μ.Χ., για να προστατεύσουν το θέμα (επαρχία) τους από τις ληστρικές επιδρομές των πειρατών. Ο Πύργος ήταν ένα ψηλό οικοδόμημα θεμελιωμένο πάνω σε ισχυρή βάση, που χρησιμοποιείτο κυρίως για αμυντικούς σκοπούς. Το σχήμα του ήταν κυκλικό, ημικυκλικό, τετραγωνικό ή πολυγωνικό. Πύργοι κτίζονταν πολλές φορές στην εξωτερική πλευρά των τειχών ενός κάστρου, κοντά στις πύλες του και στις γωνίες των φρουρίων. Εδώ θα ασχοληθούμε με τους μεμονωμένους πύργους που είχαν κατασκευαστεί κυρίως στο εσωτερικό του νησιού και στόχευαν στην επιβολή των κατακτητών πάνω στον Κρητικό λαό, αλλά και με λίγους πύργους που ήταν κτισμένοι στις ακτές για να εποπτεύον τη θάλασσα και να προειδοποιούν τους κατοίκους για εξωτερικούς εχθρούς και λέγονταν προειδοποιητικοί (torrete di aviso). Οι Ενετοί, το 1573, σχεδίαζαν να χτίσουν πολλούς πύργους σε όλες τις ακρογιαλιές, σε αποστάσεις που θα είχαν οπτική επαφή. Οι πύργοι αυτοί ήταν πολυώροφοι κι οδηγούσαν από όροφο σε όροφο με κινητές ξύλινες σκάλες. Ενώ τα κάστρα, φρούρια και καστέλια αποτελούσαν δημόσια κτίρια και αναγείρονταν με δημόσια δαπάνη και με αγγαρείες του ντόπιου πληθυσμού, οι πύργοι ήταν μικρά κτίρια που κτίζονταν κυρίως από μεμονωμένα άτομα ή οικογένειες φεουδαρχών με αγγαρείες ή με δικά τους έξοδα. Ήταν δηλαδή ιδιόκτητοι και μεταβιβάζονταν στους απογόνους τους. Γι’ αυτό σε εμφανές μέρος, συνήθως πάνω από το ανώθυρο της κεντρικής εισόδου, έφεραν το οικόσημο της οικογένειας που αποτελούσε και την ταυτότητα του πύργου. Έτσι, αρχικά η συστηματική ανέγερση πύργων έγινε από τους ενετούς φεουδάρχες και ύστερα από τους Τούρκους Μαλικιαναγάδες. Επίσης, εδώ θα αναφερθούμε σε κτίρια που δεν έχουν τα χαρακτηριστικά των αμυντικών πύργων, αλλά ήταν οι πολυτελείς επαύλεις που διέμεναν οι άρχοντες των χωριών. Οι πύργοι, όπως έχει επικρατήσει να λέγονται, είχαν διαμορφωθεί κατάλληλα για να καλύπτουν τις οικιστικές ανάγκες των φεουδαρχών, ενώ συνάμα πρόσφεραν και διάφορες διοικητικές και στρατιωτικές υπηρεσίες. Ήταν γνωστές ως επαύλεις, κονάκια, σεράγια, που έπαιζαν κι αυτά το ρόλο του πύργου. Σύμφωνα με ιστορικά έγγραφα ο αριθμός τους ανά επαρχία ήταν: Επαρχία Σητείας 22, Μεραμπέλου 16, Ιεράπετρας 15, Πεδιάδας 24, Ρίζου 4, Καινουρίου 9, Πυργιωτίσσης 7. Ο αριθμός αυτός εκτοξεύθηκε μετά το 1869, όταν οι Τούρκοι έχτισαν πολλούς δημόσιους πύργους σε όλη την Κρήτη (κουλέδες), που αναφέρονται παραπάνω. Οι πιο πολλοί από τους πύργους δεν υπάρχουν πλέον, καθώς καταστράφηκαν από την μανία των επαναστατημένων Κρητικών. Εδώ, θα αναφέρουμε μερικούς.

ΠΥΡΓΟΣ ΑΛΗΔΑΚΗ (ΕΜΠΡΟΣΝΕΡΟ)
Ο Εμπρόσνερος είναι ένα όμορφο χωριό του Αποκόρωνα, στην είσοδο των στενών της Κράπης και του Κατρέ, που οδηγούν στα Σφακιά. Βρίσκεται σε επίκαιρη θέση ΝΔ των Βρυσών και δεσπόζει της περιοχής. Στο χωριό αυτό ήταν εγκατεστημένος κι είχε τον πύργο του ένας από τους πιο φοβερούς γενίτσαρους της Κρήτης, ο Τούρκος Ιμπραήμ Αληδάκης, που είχε αρπάξει τις περιουσίες των Χριστιανών της περιοχής και έγινε ένας από τους μεγαλύτερους μελικιαναγάδες της περιοχής. Στο διπλανό οροπέδιο του Βόθωνα έβοσκαν τα άλογα του Αληδάκη. Για να μπορεί να καλλιεργεί όλη αυτή την περιουσία, ο Ιμπραήμ είχε τους κατοίκους ως δούλους. Για να εξασφαλίσει την επικυριαρχία του στον Αποκόρωνα και να προστατευτεί από ενδεχόμενα κινήματα εναντίον του, χρησιμοποίησε τον μεγαλοπρεπή αυτό πύργο στον Εμπρόσνερο (ενετικής κατασκευής), ο οποίος επιβλέπει όλο τον Αποκόρωνα. Οι ντόπιοι λένε μάλιστα ότι κατείχε όλη την έκταση που φτάνει το μάτι από την οροφή του πύργου του, από την «Παραθύρα», που πράγματι είναι τεράστια. Η περιουσία του απλωνόταν από τον Βλιτέ ως τον ποταμό Μουσέλλα, την Ασή Γωνιά, τον Καλλικράτη και τα Ασκύφου και από τις κορυφές των Σφακιανών Βουνών ως τον Αποκόρωνα, ενώ είχε και πολλά ακίνητα στην πόλη των Χανίων.
Ο πύργος του Αληδάκη ήταν ένα αληθινό απόρθητο φρούριο, καλά εξοπλισμένο και επανδρωμένο με στρατιωτικό σώμα. Περιελάμβανε, εκτός από την πολυτελή κατοικία του, πλήρεις στρατιωτικές εγκαταστάσεις, αποθήκες, φυλακές, κ.ά.. Αποτελούνταν από 4 θόλους στη σειρά, από τους οποίους σώζεται μόνο ο τέταρτος. Οι δύο είχαν καταστραφεί πριν την Κατοχή και η σκεπή του τρίτου έπεσε στη διάρκεια της Κατοχής. Οι Σφακιανοί, μετά την αποτυχημένη επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770, διαισθάνθηκαν την πρόθεση του Αληδάκη για οριστική εξόντωση τους. Έτσι, την άνοιξη του 1774, κατέβηκαν οργανωμένοι την νύκτα από τα Σφακιά και περικύκλωσαν τον πύργο του, με στόχο να τον πυροβολήσουν το πρωί όταν θα εμφανιζόταν στην βεράντα του. Το σχέδιο όμως απέτυχε καθώς τα όπλα αυτών που είχαν αναλάβει να πυροβολήσουν πρώτοι, του Καραβάνου και του Μπουζή, στέρεψαν και ο Αληδάκης γλίτωσε. Παράλληλα, επικράτησε πανικός στους 300 φρουρούς του πύργου και πολλοί από αυτούς επιχείρησαν να διαφύγουν, βρίσκοντας θάνατο. Περίπου 120 από αυτούς έμειναν στον πύργο και κατάφεραν να αποκρούσουν προσωρινά τις επιθέσεις. Την επόμενη μέρα, οι Σφακιανοί κατάφεραν να μπουν στον πύργο κι ακολούθησε μάχη σώμα προς σώμα με τα μαχαίρια. Σκοτώθηκαν όλοι οι Τούρκοι και ο Αληδάκης, ενώ οι Σφακιανοί έχασαν 18 άντρες και 2 γυναίκες. Ο πύργος λεηλατήθηκε και όλος ο θησαυρός του Αληδάκη μεταφέρθηκε στα Σφακιά και μοιράστηκε στους επαναστάτες. Ο πύργος πυρπολήθηκε και σήμερα σώζεται ότι έχει απομείνει από τη μανία των Σφακιανών και τον χρόνο.
ΠΥΡΓΟΣ ΚΕΡΙΜΙΔΩΝ (ΕΠΙΣΚΟΠΗ)
Η Επισκοπή Μυλοποτάμου, κοντά στο Πέραμα Ρεθύμνου, την Τουρκοκρατία ανήκε στην οικογένεια των Τουρκοκρητικών Κερίμηδων (Κερίμογλου) ή Κυρίμηδων. Εδώ είχαν κτίσει πύργο για να προστατεύσουν τις περιουσίες τους. Οι Κερίμηδες ήταν κρυπτοχριστιανοί, αλλά δεν προσχώρησαν στις τάξεις των επαναστατών, όπως οι άλλες οικογένειες της Κρήτης, όταν ξέσπασε η επανάσταση του 1821. Αργότερα, την περίοδο 1881-1884, όταν πείστηκαν ότι η πλάστιγγα έγειρε με το μέρος των Κρητικών, δήλωσαν επιστροφή στην θρησκεία των προγόνων τους. Το 1822, μετά το άδοξο τέλος της επιχείρησης κατάληψης του φρουρίου του Ρεθύμνου, κατά την οποία σκοτώθηκε ο Γάλλος φιλέλληνας Λέων Βαλέστρας και 100 άλλα παλικάρια, οι υπόλοιποι επαναστάτες, με τον Χουρδοθοδωρή, τον Μελιδόνη, τον Σκουλά, τον Σμπώκο, το Νιώτη, κ.ά., προσπάθησαν να καθαρίσουν την επαρχία Μυλοποτάμου, αναγκάζοντας τους Τούρκους να καταφύγουν στο Μεγάλο Κάστρο του Ηρακλείου.
Ο Τούρκος μελικιαναγάς του Ηρακλείου Μουλά Κερίμογλου, μαζί με τα 3 αδέρφια του και 347 ορτάκηδές τους, ξεκίνησαν από το Ηράκλειο με προορισμό την Επισκοπή Μυλοποτάμου, για να προστατεύσουν τις περιουσίες τους. Όμως, οι επαναστάτες Μαυροθαλασσίτης, Ανδρακός και Χούρδος τους πολιόρκησαν στενά στον πύργο τους. Κάτω από τον κίνδυνο που διέτρεχαν οι Κερίμηδες, έστειλαν απεσταλμένους σε Ρέθυμνο και Ηράκλειο ζητώντας βοήθεια από τους Τούρκους. Ο απεσταλμένος όμως προς Ρέθυμνο δεν έφτασε ποτέ, καθώς συνελήφθη στο δρόμο. Από το Ηράκλειο, ξεκίνησαν για να βοηθήσουν τους Κερίμηδες ο Λαδάογλου με 300 Τούρκους, αλλά αποδεκατίστηκαν στο Σκλαβόκαμπο Μαλεβυζίου, στο άνοιγμα του Γωνιανού φαραγγιού, από τον Σμπώκο, τον Νιώτη, τον Ξετρύπη, κ.ά. Ύστερα από αυτά, οι Κερίμηδες παραδόθηκαν με όρους που οι ίδιοι καταπάτησαν, γι’ αυτό και σκοτώθηκαν όλοι, ακόμη και ο Μουλά Αχμέτ, εκτός από τα 3 αδέρφια του και 7 άλλους συντρόφους τους, που οδηγήθηκαν στα σπίτια τους. Οι επαναστάτες, μετά από αυτό, γκρέμισαν τον πύργο των Κερίμηδων και γι’ αυτό σήμερα δεν σώζεται τίποτε. Ωστόσο, οι ντόπιοι εξακολουθούν να ονομάζουν ως Πύργο των Κερίμηδων μια νεώτερη οικία των Κερίμηδων, δίπλα στο Επισκοπικό Μέγαρο της Επισκοπής.
ΦΡΑΓΚΙΚΟ ΚΟΝΑΚΙ ΑΠΟΔΟΥΛΟΥ
Στο Αποδούλου Αμαρίου σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση ένα οίκημα που οι ντόπιοι αποκαλούν Φράγκικο Κονάκι ή Κονάκι της λαίδης Χέιν. Την έπαυλη αυτή έκτισε ο Άγγλος λόρδος Τζων Χέιν, μετά το 1829. Ο Τζων Χέιν μεγάλωσε στην Αίγυπτο κι εκεί ο πατέρας του αγόρασε μια σκλάβα, την Καλλίτσα Αλεξανδράκη από το Αποδούλου. Η Καλλίτσα έγινε γυναίκα του Τζων Χέιν και επισκέφθηκε με τον άνδρα της το 1829 το Αποδούλου, όπου ζούσε ο πατέρας της. Το ζεύγος έκτισε το μέγαρο αυτό για να έρχεται και να παραθερίζει. Το σπίτι μετατράπηκε σε πύργο από τους Τούρκους κατά την επανάσταση του 1866. Μέσα του οχυρώθηκαν 300 Τουρκαλβανοί και πολιορκήθηκαν από τους επαναστάτες. Κι ενώ ετοιμάζονταν να τους κάψουν, κατέφθασαν ενισχύσεις και γλίτωσαν. Έτσι σώθηκε κι ο πύργος, που στέκεται επιβλητικός ως και σήμερα.

ΠΥΡΓΟΙ ΚΟΥΡΜΟΥΛΗΔΩΝ (ΜΕΣΑΡΑ)
Το χωριό Κουσές βρίσκεται 62 χλμ. νοτιοδυτικά του Ηρακλείου. Εδώ έζησαν οι κρυπτοχριστιανοί Κουρμούληδες, που αριθμούσαν στις παραμονές του Μεγάλου Ξεσηκωμού του 1821, 100 οικογένειες. Η αρχική οικογένεια αλλαξοπίστησε γύρω στο 1680. Όλοι τους διατήρησαν την πίστη τους κι όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821 την αποκάλυψαν κι έλαβαν μέρος, θυσιάζοντας την περίοδο 1821-1830 γύρω στα 100 μέλη της. Στη κυριότητα των Κουρμούληδων ανήκαν δύο πύργοι στον Κουσέ, οι οποίοι ήταν ενετικοί και θεωρούνταν απόρθητοι. Οι πύργοι αυτοί διέθεταν πολεμίστρες, αποθηκευτικούς χώρους και στα υπόγεια τους εκκλησία – κατακόμβη, όπου τελούσαν τα χριστιανικά τους καθήκοντα. Στους πύργους αυτούς, ο Μιχαήλ Κουρμούλης φιλοξένησε τον ηρωικό ιατρό Λόγιο και μαζί εκπόνησαν το σχέδιο δράσης κατά του γενίτσαρου Αγριολίδη, που τελικά κατέληξε στον άδικο χαμό του Λόγιου. Στους πύργους αυτούς φιλοξενούσαν τους Τούρκους επισήμους, τους οποίους παραπλανούσαν ότι ήταν Μουσουλμάνοι. Αναφέρεται μάλιστα, ότι όταν στον πύργο φιλοξενήθηκε ο Σερίφ Πασάς, τον είδε να βγαίνει από τον ναό της Αγίας Πελαγίας μαζί με το λοιπό εκκλησίασμα. Τότε ο Κουρμούλης είπε στον Πασά ότι «Είναι ανάγκη, για την ασφάλεια του πολυχρονεμένου μας Σουλτάνου, να παρακολουθούμε τους ταβλόπιστους ακόμη και στη λειτουργία τους». Μια άλλη φορά, με επίκεντρο τον πύργο του, ο Κουρμούλης διέλυσε κάθε υποψία ότι αυτός ήταν ο δράστης των φόνων Τούρκων επισήμων στη Μεσαρά. Κοιμήθηκε μαζί με τους απεσταλμένους αξιωματικούς του Πασά, που ήλθαν για να τον κατασκοπεύσουν, στο δώμα του πύργου. Κι ενώ κοιμόντουσαν, ο Μιχαήλ Κουρμούλης μαζί με τον αδελφό του πήγε στο χωριό Αληθινή και σκότωσαν τον γενίτσαρο Μεραμεταλή. Μετά γύρισε και ξάπλωσε στο κρεβάτι του, εξασφαλίζοντας το άλλοθι και την εκτίμηση του Πασά. Σήμερα, οι δύο πύργοι των Κουρμούληδων στο Κουσέ σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση, όπως κι η εκκλησία – κατακόμβη της Αγίας Πελαγίας.
ΠΥΡΓΟΣ ΞΩΠΑΤΕΡΑ
Ο Ξωπατέρας ή Ξώπαπας (Ιωάννης Μαρκάκης από τα Μανουσιανά) ήταν μια από τις πιο μεγάλες επαναστατικές φυσιογνωμίες της Κρήτης. Η ύπαρξη του συνδέθηκε στενά με τη μονή Οδηγήτριας, κοντά στον Σίβα Μεσαράς. Όταν ήταν μικρός έγινε μοναχός κι ονομάστηκε Ιωάσαφ. Ήταν όμως ανήσυχη και δραστήρια φύση και δεν το άφηναν ανεπηρέαστο τα μεγάλα προβλήματα της εποχής. Η καταπίεση, η σκλαβιά των Κρητικών και τα ανθρώπινα πάθη χάραξαν την ζωή του. Ήρθε σε αντίθεση με τους Τούρκους, γιατί σκότωσε έναν Οθωμανό που τόλμησε να προσβάλει την τιμή και της αξιοπρέπεια της οικογένειάς του. Αυτό ήταν αιτία να τεθεί σε αργία από τον μητροπολίτη. Σ’ αυτό βέβαια συνετέλεσε και η ανάμειξή του με τα εγκόσμια και ο γάμος του με μια όμορφη συγχωριανή του με την οποία απέκτησε παιδί. Επίσης έγινε χαΐνης (αντάρτης) και μαζί με άλλους σκορπούσαν το θάνατο στους Τούρκους. Μετά την καθαίρεση του, αν και δεν είχε δικαιώματα στη μονή, έκτισε έναν πύργο στη ΒΔ της γωνία, τον οποίο κατέστησε ορμητήριο κατά των Τούρκων. Στον πύργο αυτόν εγκλωβίστηκε θεληματικά τον Φεβρουάριο του 1828 ή 1829, όταν πολιορκήθηκε από πολυάριθμο τούρκικο στρατό. Έδιωξε τότε όλους τους επαναστάτες που τον συνόδευαν (Κόρακας, Κορνάρος, Σκουντής, παπά Μιχάλης από τον Σίβα) κι έμεινε με τον ανιψιό του Τρουλλινό και τον Βλατάκη από τις Μέλαμπες, καθώς και δύο γυναίκες, την αδελφή του και τη γυναίκα του με το παιδί τους. Εκτός από αυτού τους πέντε, έμειναν στη μονή και πολέμησαν από τα κελιά τους οι πέντε μοναχοί της μονής, μέχρι που σκοτώθηκαν. Κατά τον Κριτοβουλίδη 800 Τούρκοι, (3.000 κατ’ άλλους) κύκλωσαν τη μονή και την πολιόρκησαν στενά. Η μάχη κράτησε 3 μερόνυχτα. Οι Τούρκοι επιτέθηκαν απανωτά κατά του πύργου, αλλά ο Ξωπατέρας αντιστεκόταν γενναία. Τη δεύτερη μέρα οι Τούρκοι προσπάθησαν να κάψουν τον πύργο, αλλά ο Ξωπατέρας έριξε 10 κυψέλες με μέλισσες, που τους κράτησαν μακριά για μια ολόκληρη μέρα. Ύστερα σκοτώθηκαν όλοι, εκτός από τον ίδιο και την αδερφή του, που του γέμιζε το όπλο. Την τρίτη μέρα οι εχθροί έβαλαν φωτιά. Η αδερφή του πέθανε από ασφυξία, ενώ ο ίδιος κατέβηκε στην πόρτα με την πιστόλα στο χέρι και πυροβολούσε συνεχώς. Όταν τα πολεμοφόδια του εξαντλήθηκαν, πέταξε το πιστόλι και το χαϊμαλί του στη φωτιά. Πήρε το μαχαίρι του, άνοιξε την πόρτα και όρμησε με σπασμένο πόδι κατά των Τούρκων. Οι 3 πρώτοι που προσπάθησαν να τον συλλάβουν, έπεσαν νεκροί, ενώ οι επόμενοι κατάφεραν να του πάρουν το κεφάλι. Σύμφωνα με τις αναφορές, ο Ξωπατέρας σκότωσε 30 Τούρκος και τραυμάτισε 15. Σήμερα ο Πύργος στέκεται αγέρωχος κοντά στην είσοδο της Μονής και ο επισκέπτης μπορεί να τον θαυμάσει από κοντά κι από μέσα.
ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΔΙΝΩΝ (ΡΟΓΔΙΑ)
Το μέγαρο των Μοδινών βρίσκεται στη Ρογδιά Μαλεβιζίου κι αποτελούσε το μέγαρο των φεουδαρχών της περιοχής της Ρογδιάς, της Αχλάδας και του Φόδελε. Αν και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αμυντικός πύργος, όμως έχει επικρατήσει με αυτό το όνομα. Ο πύργος, που ανήκε στους Γεώργιο και Φραγκίσκο Μοδινό, σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση. Το μέγαρο ανήκει στο Δημόσιο κι έχει κηρυχτεί διατηρητέο. Η έπαυλη κτίστηκε το πρώτο μισό του 15ου αιώνα και χρησιμοποιήθηκε και για στρατιωτικούς σκοπούς. Τον Ιούλιο του 1830, το Κρητικό Συμβούλιο με τον Νίκο Ρενιέρη συνεδρίασε εδώ και αποδέχτηκε την ανακωχή που πρότειναν οι μεγάλες Δυνάμεις. Κατά τον Ιωσήφ Χατζηδάκη, στη Ρογδιά είχε ανεγερθεί και έπαυλη για τον Μοχάμεντ Αλή της Αιγύπτου, που σωζόταν μέχρι το 1881. Εδώ διέμεινε δύο φορές που επισκέφτηκε την Κρήτη. Η βίλα, που στη δεκαετία του 1850, περιήλθε στην κυριότητα της Μονής Σαββαθιανών, βρισκόταν λίγο έξω και νότια από το χωριό. Σήμερα σώζεται ένα μικρό τμήμα της μ’ ένα χαρακτηριστικό ανώθυρο, ενσωματωμένο σ’ ένα νεώτερο κτίσμα και χρησιμοποιείται ως στάβλος.
ΠΥΡΓΟΣ ΣΤΟΥΣ ΣΤΑΜΝΙΟΥΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ
Διώροφος ενετικός Πύργος, με πολεμίστρες στο δεύτερο όροφο, υπήρχε και στους Σταμνιούς Πεδιάδας. Βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση και χρησιμοποιείται ως κατοικία. Πολύ πιθανόν ήταν ιδιωτικός και ανήκε σε φεουδάρχη της περιοχής και τούτο τεκμαίρεται από το γεγονός ότι στην αυλή υπάρχει πατητήρι (ληνός). Από κάποια έγγραφα γνωρίζουμε ενετικές οικογένειες που είχαν σχέση τους Σταμνιούς (Burgugroni, Galbo, κλπ) , σε κάποια από τις οποίες θα ανήκε το κτίριο. Οι Τούρκοι πρέπει να χρησιμοποίησαν τον πύργο, όπως φαίνεται από επισκευαστικές επεμβάσεις σε αυτόν.

ΕΠΑΥΛΗ DE MEZZO
Η Ετιά είναι ένα εγκαταλελειμμένο Μεσαιωνικό χωριό κοντά στις Λιθίνες Σητείας, που στην ακμή του ήταν το μεγαλύτερο χωριό της Επαρχίας Σητείας με πάνω από 500 κατοίκους. Αξίζει μια βόλτα ανάμεσα στα Ενετικά κτίσματα του χωριού. Εδώ στα τέλη του 15ου αιώνα, ο Ενετός άρχοντας Πιέτρο De Mezzo, που η περιοχή αποτελούσε φέουδό του, έκτισε το αρχοντικό De Mezzo, γνωστό ως Έπαυλη De Mezzo ή Σεράι. Ήταν ένα από τα μεγαλοπρεπέστερα ενετικά οικοδομήματα στην Κρήτη. Το σχήμα του ήταν ορθογώνιο με τρεις ορόφους. Αρκετοί χώροι του ήταν καμαροσκέπαστοι κι είχε διακοσμηθεί πλούσια, ενώ το στέμμα της οικογένειας De Mezzo κατείχε εξέχουσα θέση ανάμεσα στις διακοσμήσεις. Οικόσημο υπήρχε και στο υπέρθυρο του κτιρίου. Ο άρχοντας De Mezzo πρέπει να ήταν φιλόξενος, όπως μαρτυρεί η γραφή στο υπέρθυρο της εισόδου «Intra vostra signiora senza rispetto» (Ας μπει η αφεντιά σου, χωρίς αναστολή). Όλο το οικοδόμημα ήταν περιτειχισμένο σας φρούριο και είχε μπροστά στην ανατολική του πλευρά μια μεγάλη αυλή. Στην ανατολική πλευρά της αυλής, υπήρχε κρήνη το νερό της οποίας διοχετευόταν σ’ αυτήν από το υδραγωγείο στο Καμαράκι, 1.5 χλμ. πιο μακριά. Στην εξωτερική μεριά του τείχους βρίσκονταν γούρνες, στις οποίες έτρεχε το νερό της κρήνης.
ΠΥΡΓΟΣ ΜΑΣΛΟΥΜ ΚΑΡΑΚΑΣΗ
Στη Νεάπολη, στην περιοχή του Αγίου Δημητρίου, πάνω από το παλιό υδραγωγείο, βρισκόταν το κονάκι του γενίτσαρου Μασλούμ Καρακάση, που αποτελούσε και τον πύργο του. Είχε κατά την παράδοση 100 πόρτες, μια κεντρική (την πορτέλα) και 30 καμάρες. Η πορτέλα έκλεινε με τον τρόπο που κλείνει στην Κωνσταντινούπολη το κάστρο της Ρούμελης (Ρούμελη Χισάρ). Είναι κτίσμα ενετικής κατασκευής του φεουδάρχη Ενετού Rasqualigo. Ο θυρεός που βρίσκεται και σήμερα, πάνω δεξιά της πορτέλας μάς επιβεβαιώνει το αδιάψευστο της ενετικής κατασκευής, όπως και το οικόσημο, που βρέθηκε. σχεδόν ανέπαφο λαξεμένο. κατά την εκσκαφή ενός χώρου του Πύργου. Στον πύργο αυτό κλείστηκαν τον Νοέμβριο του 1827 οι 300 ορτάκηδες του Καρακάση, όταν έφτασε στον Άγιο Νικόλαο (18 Νοεμβρίου) εκστρατευτικό σώμα από τη νήσο Γραμβούσα με αρχηγό τον Ι. Χάλη, με στόχο να εκπορθήσουν το φρούριο της Σπιναλόγκας και της Ιεράπετρας. Τότε 2000 Τούρκοι απ’ το Ηράκλειο ξεκίνησαν για να βοηθήσουν τον Καρακάση. Οι επαναστάτες όμως τους έκλεισαν τον δρόμο στο φαράγγι του Σεληνάρη και τους κατατρόπωσαν. Έτσι, οι έγκλειστοι στον πύργο αναγκάστηκαν να παραδοθούν και οι επαναστάτες τους συγκέντρωσαν στο τζαμί που υπήρχε στη θέση του σημερινού ναού. Τότε οι Τούρκοι παρασπόνδησαν και σκότωσαν μερικούς επαναστάτες που μπήκαν στο τζαμί. Ο Καπετάν Εμμανουήλ Καζάνης ανέβηκε στην οροφή του τζαμιού, άνοιξε μια τρύπα και έριξε μέσα καιόμενα πανιά διαποτισμένα με ρακή και αλειμμένα με λάδι και λίπος. Έτσι, ανεπτύχθησαν έντονοι καπνοί και οι Τούρκοι πέθαναν από ασφυξία. Ο Μασλούμ Καρακάσης διασώθηκε και μεταφέρθηκε αιχμάλωτος με τον αδελφό του Σεκίρ στη Γραμβούσα κι αργότερα επέστρεψε στο Νέο χωριό. Στον Πύργο φιλοξενήθηκε κατά την παραμονή του στη Νεάπολη ο σπουδαίος Χασάν Πασάς, γνωστός σαν Κωνσταντίνος Αδοσίδης Πασάς. Ο Αδοσίδης Πασάς ήταν ο πρώτος Έλληνας που είχε διοριστεί ως Βαλής της Κρήτης, επιτυγχάνοντας αφενός την ειρήνευση στο νησί και θέτοντας αφετέρου τα θεμέλια της αυτονομίας με τη Σύμβαση της Χαλέπας. Μάλιστα, ο πύργος είναι γνωστός στους ντόπιους ως σεράι του Αδοσίδη Πασά, κι όχι του Μασλούμ Καρακάση.
ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΖΟΥ
Η Ζου είναι ένας μικρός καταπράσινος οικισμός, 7 χλμ. νότια από τη Σητεία. Το όνομά της προέρχεται πιθανόν από την τούρκικη λέξη «σου», που σημαίνει νερό, καθώς στην περιοχή ρέουν άφθονα νερά από την περίφημη πηγή Ζου. Το χωριό είναι γνωστό από τα ερείπια μινωικής κατοικίας, λίγο πιο έξω από αυτό. Στο χωριό όμως υπήρχε και ένας μικρός ενετικός πύργος, που βρίσκεται σε καλή κατάσταση. Ο πύργος σήμερα χρησιμοποιείται ως σπίτι.

Οδοιπορικό στα κάστρα της Κρήτης (Β' Μέρος)

ΕΝΕΤΙΚΑ ΦΡΟΥΡΙΑ ΚΑΙ ΚΑΣΤΕΛΙΑ
Η Κρήτη είναι ένα μεγάλο νησί με πολλά σημεία, από τα οποία μπορεί κάποιος να επιβιβαστεί στο νησί. Έτσι οι διάφοροι κατακτητές της, κυρίως οι Ενετοί, φρόντιζαν να κατασκευάσουν δεκάδες φρούρια σε νευραλγικές θέσεις του νησιού και σε νησίδες που βρίσκονται γύρω από αυτό, που τα χρησιμοποιούσαν για να ελέγχουν την τριγύρω περιοχή και τα περάσματα. Τα Καστέλια, όπως λέγονται τα Ενετικά φρούρια, βρίσκονταν σε όλο το νησί. Μάλιστα πολλά χωριά σήμερα λέγονται Καστέλι, προφανώς λόγω παλαιότερων φρουρίων, που σήμερα δεν υπάρχουν. Ακόμη και σήμερα οι Κρητικοί όταν τσακώνονται λένε τη χαρακτηριστική φράση «Θα μας ακούσουν τα δώδεκα Καστέλια» (δηλαδή, θα μας ακούσει όλη η Κρήτη), αναφερόμενοι προφανώς σε δώδεκα ομώνυμα χωριά σε όλη την Κρήτη που είχαν κάποιο φρούριο.
ΦΡΟΥΡΙΟ ΣΟΥΔΑΣ
Η Σούδα είναι ένα μικρό νησί που στέκει σαν φύλακας στην είσοδο του κόλπου της Σούδας, ένα φυσικό λιμάνι που προστατεύεται από τα υψηλά βουνά ανατολικά των Χανίων, στη ΒΑ πλευρά του λιμανιού τους. Στη ΒΔ πλευρά του, σε πολύ μικρή απόσταση, είναι το νησάκι Λέων, σχεδόν στρογγυλό που αναφέρεται στους χάρτες των Ενετών ως «Νησί των κουνελιών». Στην αρχαιότητα τα δύο νησιά λέγονταν Λευκαί, όπως αναφέρει ο Στέφανος Βυζάντιος. Το όνομά τους προέρχεται από την αρχαία ελληνική μυθολογία στην οποία λέγεται ότι οι Σειρήνες ηττήθηκαν από τις μούσες, που τις συναγωνίσθηκαν σε κάποιο μουσικό αγώνα και στεναχωρήθηκαν τόσο που τα φτερά τους, έπεσαν από τους ώμους, έγιναν λευκές και μπήκαν στη θάλασσα, δημιουργώντας έτσι τα νησάκια Λευκαί. Πριν να οχυρωθεί, στο νησάκι ήταν ένα μοναστήρι του Αγ. Νικολάου και γι’ αυτό λεγόταν Φραρονήσι (Φράροι ή Φλώροι είναι οι καθολικοί μοναχοί). Ύστερα από την οχύρωση του, πήρε το όνομα Σούδα από το όνομα του κόλπου. Από τον 14ο αιώνα υπήρχε φρούριο στο νησί. Το ενετικό φρούριο (η Φορτέτσα) άρχισε να κτίζεται από τους Ενετούς το 1573, σε μια προσπάθεια να ενισχύσουν την άμυνα του λιμανιού της Σούδας και να ελέγχουν την είσοδο του κόλπου. Το έργο από μόνο του δεν έλυνε το πρόβλημα της ασφάλειας, γι’ αυτό οι στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες είχαν ζητήσει να εκτελεσθούν και άλλα συμπληρωματικά έργα άμυνας σε επίκαιρες θέσεις, που όμως λόγω υψηλού κόστους δεν ξεκίνησαν ή δεν ολοκληρώθηκαν. Αρχιτέκτονας και επιβλέπων των εργασιών ήταν ο μηχανικός οχυρώσεων Latino Orsini. Το έργο εκτελέστηκε πολύ γρήγορα και μέσα σ’ ένα χρόνο τοποθετήθηκαν και τα πρώτα κανόνια.
Η Φορτέτσα από τεχνικής άποψης αποτέλεσε ένα άριστο οχυρωματικό έργο που, εκμεταλλευόμενο τη μορφολογία του εδάφους του νησιού, έδινε λύσεις στους πιθανούς κινδύνους από την έναντι ξηρά ή την προσέγγιση πλοίων. Αναφέρεται ότι ο οπλισμός του φρουρίου το 1630 ήταν 44 κανόνια διαφόρων διαμετρημάτων και 9185 μπάλες. Τα τείχη περιέβαλαν όλη την έκταση του νησιού της Σούδας. Στο βόρειο μέρος ήταν οι προμαχώνες Martinengo και Μichiel. Ανάμεσά τους μια μικρή πόρτα οδηγούσε στο χαμηλότερο κομμάτι του νησιού της Σούδας, όπου ήταν το νεκροταφείο, ο επιπρομαχώνας Mocenigo και μια δεξαμενή. Στην ανατολική πλευρά ήταν οι στρατώνες και μπροστά τους βρίσκονταν 3 δεξαμενές, αποθήκες, ο κήπος και το εκκλησάκι της Παναγίας (La Madonnina), ενώ στη ΝΔ πλευρά ήταν ο προμαχώνας Orsino και η πύλη του φρουρίου. Στη δυτική πλευρά βρίσκονταν 3 δεξαμενές και αποθήκες πυρομαχικών και πολεμοφοδίων, το πεδίο ασκήσεων και ο ανεμόμυλος. Εκτός από τους χώρους αυτούς, υπήρχε νοσοκομείο, φυλακή και πολλά καταλύματα για λαϊκούς. Στα επόμενα χρόνια μέχρι την απόβαση των Τούρκων στην Κρήτη το 1645, εκτελούνταν μόνο συμπληρωματικές εργασίες συντήρησης και βελτίωσής του. Σε αυτά εντάσσεται και η κατασκευή (1585) του κεντρικού ναού (που διατηρείται και σήμερα αναλλοίωτος), όπου λειτουργούσαν ιερείς του τάγματος του Αγ. Αυγουστίνου, καθώς προϋπήρχε μονή Αυγουστινιανών μοναχών.
Η Φορτέτσα, μετά την κατάληψη των Χανίων από τους Τούρκους το 1646 δέχθηκε σφοδρή επίθεση από ξηρά και θάλασσα. Οι υπερασπιστές της όμως, παρόλο που ήταν ολιγάριθμοι, κατάφεραν να αποκρούσουν. Μετά την κατάληψη του Χάνδακα (1669) και τη συνθηκολόγηση που ακολούθησε, το νησί παρέμεινε ελεύθερο υπό Ενετική διοίκηση, μέχρι τις 27 Σεπτεμβρίου του 1715, οπότε παραδόθηκε στους Τούρκους μετά από πολιορκία και ηρωική αντίσταση 72 ημερών. Οι Τούρκοι κατείχαν τη νησίδα μέχρι το 1898 οπότε και αποχώρησαν οι στρατιωτικές δυνάμεις από την Κρήτη. Την περίοδο αυτή, εκτός από τη μετατροπή του ναού σε τζαμί αφιερωμένο στον Σουλτάνο Γαζή Αχμέτ Χαν, δεν πρόσθεσαν τίποτα ουσιαστικό στην οχύρωσή του. Το νησί είναι συνδεδεμένο με την Κρητική ιστορία και τους αγώνες των Κρητικών για την απελευθέρωσή τους, επειδή σ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, που το νησί βρισκόταν υπό Βενετική διοίκηση, αποτελούσε καταφύγιο των διωκόμενων επαναστατών. Πάνω σ’ αυτό υψώθηκε για πρώτη φορά η ελληνική σημαία, την 1η Φεβρουαρίου του 1913 (πριν την επίσημη ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα). Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο βρίσκεται υπό τον έλεγχο του ελληνικού πολεμικού ναυτικού στα πλαίσια του ευρύτερου αμυντικού σχεδιασμού του λιμένα. Το νησί, που στερείτο παντελούς βλάστησης, δενδροφυτεύτηκε το 1966 από το Πολεμικό Ναυτικό. Η Σούδα ακόμα και σήμερα χρησιμοποιείται ως ναυτική βάση. Γι’ αυτό στη βάση της Σούδας δεν επιτρέπονται οι επισκέπτες και η λήψη εικόνων. Μετά από αρκετά χρόνια επίμονων και μεθοδευμένων προσπαθειών, υλοποιήθηκε ένα πάγιο αίτημα της τοπικής κοινωνίας και η νησίδα της Σούδας αποδεσμεύτηκε απ’ τη στρατιωτική επιτήρηση. Την άνοιξη του 2007, επετράπη η ενεργοποίηση της επισκεψιμότητας σε συνεργασία με το Ναύσταθμο Κρήτης, την 28η εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και του Δήμου Σούδας, δύο φορές την εβδομάδα. Η μεταφορά γίνεται από την προβλήτα της Σούδας και η επιστροφή σ' αυτή.
ΦΡΟΥΡΙΟ ΙΝΤΖΕΔΙΝ
Το φρούριο Ιντζεδίν, το μοναδικό τουρκικό φρούριο της Κρήτης, βρίσκεται στο ύψωμα Καλάμι, 15 χλμ. ανατολικά της πόλης των Χανίων και δεσπόζει στην είσοδο του κόλπου της Σούδας. Κτίστηκε το 1872 από το Ρεούφ Πασά, στην ίδια θέση που το 1646 οι πρώτοι Τούρκοι, διώχνοντας τους Ενετούς, έχτισαν Πύργο. Αποτελούσε το κυριότερο αμυντικό έργο του λιμανιού και ονομάσθηκε έτσι προς τιμή του πρωτότοκου γιου του Σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ Ιντζεδίν. Στα μεταγενέστερα χρόνια χρησιμοποιήθηκε κυρίως σαν φυλακή πολιτικών κρατουμένων, κρατουμένων του κοινού ποινικού δικαίου, αλλά και θανατοποινιτών.
Την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας (1903) ο Ελευθέριος Βενιζέλος γνώρισε για 15 ημέρες το αφιλόξενο περιβάλλον των φυλακών του φρουρίου, μετά από καταδίκη του για εξύβριση, έπειτα από μήνυση που του υπέβαλλε ο Μητροπολίτης Κρήτης Ευμένιος, που ήταν οπαδός του πρίγκιπα Γεωργίου. Στην περίοδο της δικτατορίας του Θ. Πάγκαλου, το 1924, κρατήθηκε στις φυλακές μεγάλος αριθμός πολιτικών αντιφρονούντων, ενώ μετά τη πτώση της δικτατορίας, με αντιπραξικόπημα (1926), φυλακίστηκε για 2 χρόνια και ο ίδιος ο Πάγκαλος. Στην περίοδο της γερμανικής κατοχής και στα πρώτα χρόνια του εμφυλίου οι φυλακές δε λειτούργησαν. Τα τελευταία όμως χρόνια του εμφυλίου και μετά, το κάτεργο του Ιντζεδίν άνοιξε και πάλι.
Το 1948, οι πρώτοι κομμουνιστές πολιτικοί κρατούμενοι μεταφέρθηκαν από τη Γυάρο στις φυλακές του Ιντζεδίν, όπου γίνονταν και εκτελέσεις. Από τα σκοτεινά κι ανήλια μεσαιωνικά μπουντρούμια του τις επόμενες δεκαετίες πέρασαν δεκάδες πολιτικοί κρατούμενοι, κυρίως κομμουνιστές, αλλά στην περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών και πολιτικοί ασχέτως ιδεολογίας. Ο ρόλος του φρουρίου, ως χώρος φυλάκισης πολιτικών κρατουμένων, που με την αντίστασή τους πάλεψαν για τις δημοκρατικές τους ιδέες, στάθηκε αφορμή για να περάσει στην ιστορία της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου. Οι ταινίες «Μέρες του 36» και «Τα πέτρινα χρόνια» έχουν βασικές αναφορές και πλάνα από το χώρο του Ιντζεδίν.
ΦΡΟΥΡΙΑ ΠΟΛΗΣ ΧΑΝΙΩΝ
Στην πόλη των Χανίων υπάρχουν δύο μεσαιωνικά φρούρια, που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην Ιστορία της πόλης και συνδέθηκαν με κορυφαίες στιγμές ολόκληρου του νησιού, καθώς κι ένα άλλο μικρότερο και λιγότερο σημαντικό νότια της. Τα φρούρια αυτά είναι το φρούριο της Κυδωνίας, το φρούριο Φιρκάς και το φρούριο στον Κάστελο Αγίας Κυριακής:
1) ΚΑΣΤΕΛΛΙ ΚΥΔΩΝΙΑΣ
Είναι το φρούριο που χτίστηκε αρχικά από τους Βυζαντινούς πάνω στην ακρόπολη της αρχαίας Κυδωνίας, σ’ ένα ύψωμα στην περιοχή της σημερινής παλιάς πόλης. Το σημείο αυτό ήταν το ψηλότερο που δέσποζε στην περιοχή, δεξιά κατεβαίνοντας προς το λιμάνι. Σχέδιο αυτού του φρουρίου δε σώθηκε. Όταν οι Ενετοί κατέλαβαν την Κρήτη, εγκαταστάθηκαν στο Καστέλι, το διαμόρφωσαν, το συμπλήρωσαν, το προσάρμοσαν στις ανάγκες τους και το οχύρωσαν. Γύρω από το φρούριο γρήγορα αναπτύχθηκαν μικροί οικισμοί, οι βούργοι. Το φρούριο επικοινωνούσε με την πόλη με τρεις πύλες. Η ανατολική πύλη, απομεινάρια της οποίας υπάρχουν και σήμερα, οδηγούσε στις συνοικίες Χιόνες και Σπλάντζια. Η δυτική γκρεμίστηκε το 1928 και η τρίτη οδηγούσε στην κάτω πόλη. Οι Ενετοί έκτισαν στο φρούριο πολλά κτίρια, που τα πιο πολλά είναι αξιοθαύμαστα έργα αρχιτεκτονικής τέχνης. Στο εσωτερικό του έκτισαν και τη νέα μητρόπολη Santa Maria, το παλάτι του ρετούρη (νομάρχη), τις κατοικίες των αρχόντων, κ.α. Ο Gerola αναφέρει πολλά κτίρια με γοτθική και αναγεννησιακή αρχιτεκτονική, επιβλητικές εισόδους παλατιών Ενετών αρχόντων, όπως των Τζαγκαρόλων, των Πρεμαρίνων και των Δαμολίνων, με επιγραφές, οικόσημα και λέοντες. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο εντυπωσιακό Palazzo του Άγγελου Πρεμαρίνου, που χτίστηκε το 1598. Ένας κεντρικός δρόμος, η σημερινή οδός Κανεβάρο, διέσχιζε το Καστέλι από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν το φρούριο με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή για την εγκατάσταση των αρχόντων της πόλης. Έτσι εδώ υπήρχε το παλάτι του Πασά και οι κατοικίες των Μπέηδων, ενώ τα υπόλοιπα κτήρια στέγασαν τις δημόσιες υπηρεσίες. Σε όλες τις επαναστάσεις των Κρητικών, το Καστέλι ήταν το έρεισμα τους. Σήμερα τα λείψανα του φρουρίου είναι ελάχιστα.
2) ΦΡΟΥΡΙΟ ΦΙΡΚΑ
Απέναντι από το Καστέλι, στην άλλη μεριά του λιμανιού, δεσπόζει ακόμη το φρούριο Φιρκάς, κτισμένο σε χαμηλό ύψωμα, στο οποίο στεγάζεται σήμερα το Ναυτικό Μουσείο Κρήτης. Η ονομασία Φιρκάς είναι τούρκικη και σημαίνει μεραρχία, καθώς το φρούριο ήταν η έδρα της Τούρκικης Μεραρχίας. Ο Φιρκάς είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά ενετικά φρούρια. Αποτελούσε τον κύριο ενετικό στρατώνα της πόλης και ήταν κτισμένο σε καίρια θέση, προστατεύοντας την είσοδο του λιμανιού. Έξω από την κεντρική πύλη υπήρχε στερεωμένος ισχυρός σιδερένιος κρίκος (ο κέρκελος), όπου δενόταν μια αλυσίδα που έφραζε την είσοδο του λιμανιού, καθώς στερεωνόταν σ’ έναν άλλο κέρκελο στην άλλη μεριά της εισόδου, τον φάρο. Στο φρούριο υπήρχαν υπόγειες στοές, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ως φυλακές. Στο φρούριο Φιρκάς γράφτηκε η πιο ένδοξη σελίδα της σύγχρονης Κρήτης, καθώς την 1η Δεκεμβρίου 1913, ο πρωθυπουργός της Ελλάδος Ελευθέριος Βενιζέλος και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ύψωσαν την ελληνική σημαία σ’ ένα πυργίσκο του φρουρίου, μετά από δεκάδες αιώνες σκλαβιάς, σφραγίζοντας την Ένωση της Κρητικής Πολιτείας με το κράτος της Ελλάδας. Ένα άλλο ιστορικό γεγονός που συνδέεται με τον Φιρκά είναι η αποκοπή του ιστού της Ελληνικής Σημαίας, που είχαν υψώσει οι Κρήτες στις 18 Αυγούστου 1908, μετά το ψήφισμα της Κρητικής Συνέλευσης για την Ένωση. Τη σημαία έκοψαν τα αγήματα των Μεγάλων Δυνάμεων, που δεν ήθελαν τότε την ένωση. Έτσι, ο Φιρκάς αποτελεί για τους Κρητικούς το σύμβολο των σκληρών αγώνων τους για την απελευθέρωση του νησιού.
ΚΑΣΤΕΛΛΙ ΚΙΣΣΑΜΟΥ
Το Καστέλι της Κισσάμου, που από το 1966 μετονομάστηκε σε Κίσσαμο, είναι μια μικρή γραφική κωμόπολη η οποία απλώνεται στον μυχό του Κόλπου Μυρτίλος ή Κισσάμου, ανάμεσα στις χερσονήσους της Γραμβούσας και της Σπάθας. Το όνομά της το οφείλει στο ενετικό φρούριο που ήταν κτισμένο εκεί. Το φρούριο καταρχήν κτίστηκε από τον Γενουάτη Ερρίκο Πεσκατόρε στη θέση της αρχαίας Κισάμου, στις αρχές του 13ου αιώνα κι ήταν ένα από τα 15 φρούρια που οχύρωσε αμέσως με την κατάληψη της Κρήτης το 1204. Όταν οι Ενετοί εξεδίωξαν τους Γενουάτες, το φρούριο περιήλθε στην κατοχή τους. Έτσι, το επισκεύασαν και το έκαναν αμυντικό στρατιωτικό κέντρο της περιοχής. Το σχήμα του ήταν ασύμμετρο πεντάγωνο και, όπως όλα τα ενετικά φρούρια, είχε χώρους στρατωνισμού, φυλακές, εκκλησάκι και πηγάδι. Από τις πρώτες κιόλας εναντιώσεις των Κρητικών στην ενετική κατοχή, το φρούριο του Καστελιού Κισάμου έγινε στόχος των εξεγερμένων. Όταν το 1262 οι Κρητικοί, με τη βοήθεια του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου, επαναστάτησαν κατά των Ενετών, το φρούριο δέχτηκε σφοδρή επίθεση, αλλά δεν έπεσε. Την περίοδο των επαναστάσεων του 1333 και 1341, οι Ενετοί κατέστρεψαν τον οικισμό που είχε αναπτυχθεί γύρω από το φρούριο, ενώ αργότερα αποφάσισαν την ανοικοδόμησή του. Από τότε και μετά, ο συνοικισμός ονομάστηκε Καστέλι, όπως όλοι οι βούργοι του νησιού. Το 1538, το φρούριο καταστράφηκε από τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα και το 1554 επιδιορθώθηκε ριζικά. Το 1583, το Castel Chissamo είχε 845 κατοίκους και το 1630 είχε 35 κανόνια. Το 1595 καταστράφηκε ολοσχερώς από σεισμό, αλλά κατασκευάστηκε ξανά το 1635 από τον Lorenzo Contarini.
Το 1646 οι Τούρκοι πολιόρκησαν το φρούριο, το οποίο έπεσε μετά την προδοσία του φρούραρχου Giovani Medici, ο οποίος είχε απελπιστεί καθώς το φρούριο είχε υποστεί πολλές ζημιές και οι στρατιώτες είχαν αποδεκατιστεί από την πανώλη. Οι Τούρκοι το επισκεύασαν αμέσως. Το 1692, που σημειώθηκε η πρώτη Κρητική επανάσταση με υποκινητή τον Ενετό ναύαρχο Αλοΐσιο Μοτσενίγο, οι επαναστάτες κατέλαβαν το φρούριο, αλλά οι Τούρκοι το κατέλαβαν και πάλι. Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας το φρούριο υπήρξε θέατρο πολλών επαναστατικών δράσεων. Το 1821, στο φρούριο φυλακίστηκε ο επίσκοπος Κισσάμου Μελχισεδέκ Δεσποτάκης. Από εκεί ο τουρκικός όχλος τον έσυρε, την ημέρα της Αναλήψεως, στον τόπο απαγχονισμού του. Όταν η επανάσταση γενικεύτηκε, οι 1800 Τούρκοι της Κισάμου βρήκαν καταφύγιο στο φρούριο, το οποίο πολιορκούσαν οι επαναστάτες και δύο υδραίικα πλοία. Τον Φεβρουάριο του 1823, στα πλαίσια της προετοιμασίας για την αποβίβαση του νέου Γενικού Αρχηγού του αγώνα στην Κρήτη Εμμανουήλ Τομπάζη, οργανώθηκε η εκκαθάριση των επαρχιών Κισσάμου και Σελίνου, αναγκάζοντας τους Τούρκους να ταμπουρωθούν στο φρούριο. Έτσι, έφτασε στο λιμάνι του Δραπανιά η γαλέτα Τερψιχόρη, που μετέφερε τον Τομπάζη, ο οποίος αντικατέστησε τον Μιχαήλ Αφεντούλιεφ και 600 Έλληνες εθελοντές από την Ήπειρο. Οι Έλληνες πολιόρκησαν το φρούριο ως τις 25 Μαΐου, όταν οι Τούρκοι παρέδωσαν το φρούριο και τον οπλισμό τους. Η ελληνική σημαία υψώθηκε μετά από αιώνες στην Κρήτη, αλλά για λίγο καιρό.
Οι Τούρκοι μεταφέρθηκαν στα Χανιά, όπου ανασυγκροτήθηκαν και επέστρεψαν στην Κίσσαμο. Μετά από σφοδρές μάχες, κατάφεραν να το ανακαταλάβουν. Το 1825 το φρούριο ξανάπεσε στα χέρια 900 Ελλήνων επαναστατών, που ήρθαν από τη Μονεμβάσια. Αρχικά κατευθύνονταν προς τη Γραμβούσα, αλλά ο κακός καιρός και η πληροφορία ότι στην Κίσσαμο υπήρχαν μόλις 20 φρουροί, τους οδήγησε στην πολιορκία του φρουρίου στο Καστέλι. Ωστόσο, μετά από 3-4 μέρες, 2.000 Τούρκοι κατέφτασαν στο Καστέλι και ανακατέλαβαν το φρούριο, αναγκάζοντας τους Έλληνες να υποχωρήσουν στη Γραμβούσα. Στη μεγάλη επανάσταση του 1866, το φρούριο υπήρξε και πάλι στόχος των επαναστατών, αρχηγός των οποίων ήταν ο Σκαλίδης. Το φρούριο πολιορκήθηκε υπό τον συνταγματάρχη Βυζάντιο και τον ταγματάρχη Φρουδαράκη, αλλά η πολιορκία λύθηκε όταν ο τελευταίος σκοτώθηκε. Το 1897-8, η ιστορία επαναλήφθηκε, αλλά οι Τούρκοι, διασώθηκαν από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Σήμερα, τα λείψανα του φρουρίου, τα περισσότερα από τα οποία είναι υπολείμματα τουρκικών κυρίως κτιρίων, στέκουν ακόμη σε μερικά σημεία, θυμίζοντας το έντονο παρελθόν τους.
ΦΡΟΥΡΙΟ ΓΡΑΜΒΟΥΣΑΣ
Το όνομα Γραμβούσα προέρχεται από τη βενετσιάνικη λέξη Garabuse, ενώ στην αρχαιότητα λεγόταν Κώρυκο. Στη Γραμβούσα νησί βρίσκονται τα ερείπια ενετικού κάστρου, που χτίστηκε το 1579-84, σε ύψος 137 μέτρων πάνω απ' το φυσικό λιμάνι του νησιού. Η θέση του κάστρου ήταν στρατηγική, καθώς προστάτευε όλη τη ΒΑ Κρήτη. Το μέγεθός του εξακολουθεί να εντυπωσιάζει, καθώς έχει τριγωνικό σχήμα, με κάθε πλευρά του να ξεπερνά το ένα χιλιόμετρο. Παρά το μέγεθός του και τη μεγάλη του χωρητικότητα, φαίνεται ότι οι Ενετοί δεν το χρησιμοποίησαν σε κάποια σημαντική μάχη.
Το φρούριο παραδόθηκε στους Τούρκους το 1892, ύστερα από δωροδοκία των Τούρκων στον Ενετό φρούραρχο. Όταν το πήραν ξανά οι Κρητικοί Επαναστάτες, το 1825, το φρούριο έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην έκβαση του αγώνα για την απελευθέρωση, καθώς έγινε έδρα της Επαναστατικής Επιτροπής Κρήτης. Το νησί χρησιμοποιήθηκε σαν ορμητήριο για 3 χρόνια από 3.000 επαναστάτες, οι οποίοι λόγω έλλειψης τροφής στον τόπο αναγκάστηκαν να επιδοθούν σε πειρατεία. Το νησί τότε απέκτησε αρνητική φήμη σε όλη την Ευρώπη και το 1830, με επέμβαση του Ιωάννη Καποδίστρια, το νησί απελευθερώθηκε. Ύστερα από το πρωτόκολλο του Λονδίνου (1830) η Κρήτη, μαζί και το φρούριο, παραδόθηκε στους Τούρκους.
ΦΡΑΓΚΟΚΑΣΤΕΛΟ
Μικρό, καλοδιατηρημένο, ακουμπισμένο στην άκρη μιας έρημης πεδιάδας στην παραλία του Λιβυκού Πελάγους, ΝΔ των Σφακίων, το Φραγκοκάστελο ξετυλίγει ακόμη το κουβάρι της ιστορίας του, μιας ιστορίας γεμάτης θύμησες και μυστήρια. Το κάστρο των Δροσουλιτών χτίστηκε από τους Ενετούς την περίοδο 1371-1374, για προστασία από τους πειρατές και για τον έλεγχο των ανυπότακτων Σφακιανών, που έχοντας τότε επικεφαλής τους 6 αδελφούς Πατσούς, παρενοχλούσαν συνεχώς τους κατακτητές και δεν τους άφηναν να ολοκληρώσουν το έργο. Άλλοι Ενετοί παρέσυραν και εξόντωσαν με προδοσία τα 6 αδέλφια, ενώ για να κερδίσουν χρόνο χρησιμοποίησαν για την ανέγερση του φρουρίου τις έτοιμες λαξευμένες πέτρες από τη διπλανή ερειπωμένη αρχαία πόλη Νικήτα. Στο χώρο της παλιάς πόλης σώζεται από τότε (1371) το εκκλησάκι του Αγίου Νικήτα, όπου τελούνται ακόμη κάθε 15 Σεπτέμβρη αθλητικοί αγώνες, ονομαστοί σ’ όλη την Κρήτη και υμνημένοι από τη δημοτική μας μούσα. Το φρούριο αποκλήθηκε αρχικά «καστέλο του Αγίου Νικήτα», αλλά οι Σφακιανοί, ταυτίζοντας τους Ενετούς με τους Φράγκους, το ονόμασαν «Φραγκοκάστελο», που τελικά επικράτησε ως ονομασία ακόμη και από τους Ενετούς (Castel franco). Παρά τη στρατηγική του σημασία και τις επισκευές που έγιναν (π.χ. το 1593-7 από το Γενικό Προβλεπτή Nicolo Dona), το φρούριο δεν φαίνεται να διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα ιστορία και ίσως να εγκαταλείφθηκε στο τέλος της Ενετοκρατίας(1669). Πάντως, εδώ εγκατέστησαν οι Τούρκοι το στρατηγείο τους στην τελευταία φάση της επανάστασης του Σφακιανού οπλαρχηγού Δασκαλογιάννη και εδώ τον οδήγησαν, όταν αποφάσισε να παραδοθεί για να εξασφαλίσει, όπως νόμιζε, την ανεξαρτησία της ιδιαίτερης πατρίδας του, το 1770.

Η σημερινή μορφή του Κάστρου δε διαφέρει πολύ από την αρχική. Αποτελείται από 4 τετράγωνους πύργους, που συνδέονται μεταξύ τους με τείχος, σχηματίζοντας ένα ορθογώνιο φρούριο. Πάνω στους πύργους υπήρχαν ντουφεκίστριες, από όπου πολεμούσαν οι στρατιώτες. Υπάρχει μια μικρή, τοξωτή είσοδος στην ανατολική πλευρά, ενώ η κύρια πύλη, στα νότια, είναι διακοσμημένη με σκαλιστά οικόσημα των ευγενών οικογενειών. Πάνω από την είσοδο βρίσκεται το φτερωτό λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, το έμβλημα της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας. Ο ΝΔ πύργος είναι μεγαλύτερος από τους υπόλοιπους. Ήταν ο πιο σημαντικός γιατί ήταν η τελευταία θέση της άμυνας, εάν πολιορκούσαν το κάστρο και επειδή προστάτευε την κύρια πύλη. Κατά μήκος του εσωτερικού των τοίχων υπάρχουν ορθογώνια κτίρια, τα οποία χρησίμευαν ως στάβλοι, αποθήκες, στρατώνες κ.α. Το Μάιο του 1828, ο Ηπειρώτης οπλαρχηγός Χατζημιχάλης Νταλιάνης οχυρώθηκε στο κάστρο και έδωσε μάχη με υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις, βρίσκοντας ηρωικό θάνατο μαζί με 338 συμπολεμιστές του. Στη συνείδηση των ντόπιων οι θρυλικοί Δροσουλίτες, που εμφανίζονται να κινούνται στον αέρα ορισμένες φορές στα τέλη του Μαΐου, ταυτίζονται με τις ψυχές των χαμένων αγωνιστών.
ΦΟΡΤΕΤΣΑ ΡΕΘΥΜΝΟΥ
Το φρούριο της Φορτέτσας δεσπόζει στο λόφο του Παλαίκαστρου, δίπλα στην παλιά πόλη του Ρεθύμνου και αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα φρούρια των Ενετών. Στο λόφο αυτόν ήταν χτισμένη η ακρόπολη της αρχαίας Ρίθυμνας και ο ναός της Ροκκαίας Αρτέμιδας, που δεν σώζονται. Το μεγαλοπρεπές πενταγωνικό φρούριο άρχισε να χτίζεται το 1573 και έχει περίμετρο 1300 μέτρα. Κατά μήκος του τείχους υπάρχουν 4 προμαχώνες (Αγίου Λουκά, Αγ. Ηλία, Αγ. Παύλου, Αγ. Νικολάου), που εξυπηρετούσαν την άμυνα στον εχθρό. Το φρούριο είναι τόσο μεγάλο που μπορούσε να αποτελέσει καταφύγιο για όλη την πόλη. Στο εσωτερικό υπάρχουν στρατώνες, μια εκκλησία, ένα νοσοκομείο και αποθήκες. Η κύρια Πύλη βρίσκεται ανάμεσα στους προμαχώνες του Αγίου Νικολάου και Αγίου Νικολάου, στο σημείο που η πρόσβαση στην πόλη ήταν ευκολότερη. Η πύλη είναι μια μεγάλη στοά, που επέτρεπε την άνετη διέλευση αμαξών και οπλισμού. Δίπλα στην είσοδο, υπάρχει η οπλαποθήκη, η οποία είναι ένα μεγάλο διώροφο κτίριο με καμάρες στο εσωτερικό, που σήμερα φιλοξενεί πολιτιστικές εκδηλώσεις κι εκθέσεις.
1. η ανατολική πύλη της Φορτέτζας, 2. η αποθήκη του πυροβολικού, 3. ο προμαχώνας της Παναγίας,
4. το θέατρο Ερωφίλη, ο προμαχώνας του Αγίου Ηλία, 5. ο προμαχώνας του Αγίου Λουκά,
6. η δυτική πύλη, 7. η Αγία Αικατερίνη, 8. Το τζαμί της Φορτέτζας, 9. η οικία του Ρέκτορα,
10. η κατοικία των συμβούλων, 11. οι αποθήκες, 12. η πυραμιδόσχημη πυριτιδαποθήκη,
13. ο Αγιος Θεόδωρος, 14. έξοδος από τη Φορτέτζα.
Βαδίζοντας προς τον προμαχώνα του Αγίου Ηλία, θα δείτε μια από τις πολλές δεξαμενές του φρουρίου, καθώς και το θέατρο της Ερωφίλης που φιλοξενεί εκδηλώσεις κάθε καλοκαίρι. Υπάρχουν και δύο πυριτιδαποθήκες σε καλά προστατευμένα σημεία. Περίπου στο κέντρο του φρουρίου, ορθώνεται το τζαμί του Ιμπραήμ Χαν, ο οποίος αρχικά ήταν Χριστιανός. Κοντά βρίσκεται κι ο σύγχρονος ναός της Αγ. Αικατερίνης. Επίσης, υπάρχουν λίγα απομεινάρια από την κατοικία του κυβερνήτη, αλλά και από πολλές κατοικίες πολιτών. Μπορείτε ακόμη να δείτε την κατοικία του ενός απ’ τους δύο συμβούλους, αλλά και τις αποθήκες στο βόρειο τοίχο, που βρίσκεται σε πολύ ψηλό σημείο. Παρά το γεγονός ότι αποτελεί ένα τεράστιο οχυρωματικό έργο, δεν φαίνεται να έχει διαδραματίσει κάποιον ιδιαίτερο ρόλο, ειδικά συγκρινόμενο με άλλα εξίσου μεγάλα οχυρωματικά έργα, όπως π.χ. τον Χάνδακα του Ηρακλείου. Η εύκολη μάλιστα παράδοση στους Τούρκους το 1645, αποδίδεται στην απουσία τάφρου, αλλά και σε επιδημία χολέρας στο κάστρο. Στην περίοδο της Κρητικής Πολιτείας (1898-1913), η ρωσική δύναμη προστασίας του Ρεθύμνου κατάστρεψε ολόκληρη τη νότια πλευρά του τείχους της Φορτέτσας. Στη διάρκεια της Κατοχής, οι Γερμανοί κατέστρεψαν όσα από τα βενετσιάνικα κτίρια παρέμεναν όρθια στο εσωτερικό του τείχους και στη ΒΑ πλευρά έβαλαν πυροβόλα. Το φρούριο χρησιμοποιήθηκε ως φυλακές για τους αγωνιστές της Αντίστασης, πολλοί από τους οποίους ξεψύχησαν εκεί.
ΦΡΟΥΡΙΟ ΚΟΥΛΕΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
Στην αρχή του δυτικού λιμενοβραχίονα του λιμανιού του Ηρακλείου στέκει ακόμη επιβλητικό το μεσαιωνικό φρούριο Κούλες. Το πραγματικό του όνομα είναι Rocca al Mare, όπως τον έλεγαν οι ιδρυτές του Ενετοί. Ο Κούλες, ή μεγάλος Κούλες δεν ήταν ο μοναδικός άρχοντας του λιμανιού. Απέναντί του, στη σημερινή Μαρίνα, υπήρχε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα ένα δεύτερο μικρότερο φρούριο, ο μικρός Κούλες, που γκρεμίστηκε για να φτιαχτεί η αποβάθρα. Ο Κούλες είναι κτισμένος στη θέση ενός άλλου στρογγυλού πύργου με επάλξεις.
Είναι γνωστό ότι στη Μινωική εποχή η Κρήτη δεν διέτρεχε καμιά απειλή από εξωτερικούς εχθρούς, άρα δεν υπήρχε η ανάγκη οχύρωσης των λιμανιών της. Η ίδια κατάσταση επικρατούσε ως τη ρωμαϊκή εποχή και τη Α’ Βυζαντινή περίοδο. Η κατάσταση αυτή άρχισε να ανατρέπεται όταν εμφανίστηκαν στη Μεσόγειο οι πειρατές. Από τότε γεννήθηκε η ανάγκη οχύρωσης των πόλεων και των λιμανιών τους. Αυτό όμως δεν έγινε στο βαθμό που έπρεπε από τους Βυζαντινούς, οι οποίοι ήταν απασχολημένοι με τα εσωτερικά προβλήματα και τον κίνδυνο των Τούρκων. Έτσι η Κρήτη σύντομα (824μΧ) έπεσε στα χέρια των Αράβων, που λεηλάτησαν και κατέστρεψαν τα φρούρια. Οι Άραβες οχύρωσαν το Ηράκλειο με τείχος και τράφο, το έκαναν κέντρο των πειρατικών τους επιδρομών και τότε η πόλη ονομάστηκε Χάνδακας. Μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες, οι Βυζαντινοί πήραν και πάλι τον Χάνδακα με τον Νικηφόρο Φωκά το 961, ενώ μετά από 250 χρόνια το Ηράκλειο κατακτήθηκε από τους Γενουάτες και μετά από λίγα χρόνια από τους Ενετούς. Οι Ενετοί έφτιαξαν νέα επιβλητικά τείχη και ο Χάνδακας ονομάστηκε Μεγάλο Κάστρο. Για τη μεγαλύτερη ασφάλεια του λιμανιού, κατασκεύασαν το περίφημο φρούριο Rocca al Mare, δηλαδή το Φρούριο της Θάλασσας, που αρχικά ήταν ένας μικρός πύργος. Γρήγορα όμως οι Ενετοί αντιλήφθηκαν ότι η οχύρωση του λιμανιού με τον πύργο ήταν άχρηστη, όταν ανακαλύφθηκε η πυρίτιδα και κατασκευάστηκαν τα τηλεβόλα όπλα. Έτσι αποφάσισαν την κατασκευή ενός νέου μεγαλύτερου φρουρίου, που θα ανταποκρινόταν στις ανάγκες τους. Εκτός από αυτά, το μικρό Καστέλι που υπήρχε ήδη είχε υποστεί μεγάλες ζημιές από σεισμό του 1303, οι οποίες δεν επισκευάστηκαν επαρκώς. Έτσι, το παλιό φρούριο κρίθηκε κατεδαφιστέο το 1500, για να ανεγερθεί μεγαλύτερο στη θέση του. Η απόφαση πάρθηκε το 1523 από το αρμόδιο συμβούλιο, που το αποτελούσαν ο Δούκας Μάρκος Μίνιος, ο Καπιτάνος Θωμάς Μοτσενίγκος, ο μηχανικός Σαρακίνης κι ο Καπιτάνος του πεζικού Ντακόμο. Η απόφαση εγκρίθηκε από τη Βενετία και αμέσως άρχισε η κατεδάφιση του παλιού και η ανέγερση του νέου.
Η κατασκευή ολοκληρώθηκε το 1540, ενώ το υπέρογκο κόστος της κατασκευής του βάρυνε τα ταμεία της Βενετίας και του Χάνδακα. Οι συνθήκες ανέγερσης δεν ήταν ευνοϊκές, καθώς τον χειμώνα οι εργασίες διακόπτονταν λόγω των τρικυμιών και των χαμηλών θερμοκρασιών. Επίσης, για τα θεμέλια και τα κρηπιδώματα χρησιμοποιήθηκαν οι ογκόλιθοι του Μινωικού λιμανιού, ενώ οι υπόλοιπες ποσότητες οικοδομικών υλικών μεταφέρθηκαν από τη νήσο Ντία και τον όρμο των Φρασκιών. Για να κατασκευαστούν οι προστατευτικοί κυματοθραύστες, φόρτωναν με λίθους παλιά καράβια και τα βύθιζαν στη θάλασσα. Όταν το φρούριο τέλειωσε, ήταν ένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα, αλλά κι ένα σύγχρονο οχυρωματικό έργο, που σε συνεργασία με το φρούριο του Παλιόκαστρου, εξασφάλιζε την ασφάλεια ολόκληρου του κόλπου του Ηρακλείου. Το φρούριο ήταν διώροφο και το ισόγειο ήταν χωρισμένο σε 26 διαμερίσματα για διάφορες χρήσεις (αποθήκες τροφίμων, αποθήκες πολεμοφοδίων, δεξαμενές όμβριων υδάτων και φυλακές). Όλα τα διαμερίσματα φωτίζονταν με μεγάλους φωταγωγούς, τα sospirali lucernai ή ανηφοράδες, από τη θολωτή στέγη. Στο φρούριο υπήρχε επίσης φούρνος, μύλος και μια μικρή εκκλησία. Στον όροφο υπήρχαν χώροι στρατωνισμού της φρουράς, ενώ στη βόρεια γωνία του ήταν ο φάρος. Στους τρεις τοίχους του κτιρίου (νότιο, βόρειο και ανατολικό), πάνω σε λευκό μάρμαρο υπήρχε το έμβλημα της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας, με τα φτερωτά λιοντάρια. Τα λιοντάρια υπάρχουν ακόμη και σήμερα, αλλά έχουν φθαρεί από το χρόνο και την αλμύρα. Ο Basilicata αναφέρει ότι στο ισόγειο ήταν τοποθετημένα 18 κανόνια, ενώ στις επάλξεις 25 και υπήρχαν 300 κιβώτια πυρίτιδα και 6144 μπάλες διαφόρων μεγεθών. Το φρούριο είχε σκοπό την προστασία του ενετικού λιμανιού, που ήταν ο πολεμικός ναύσταθμός των Ενετών και ο κύριος εμπορευματικός σταθμός της Κρήτης. Στην αποβάθρα του λιμανιού, εκεί που σήμερα βρίσκεται η παραλιακή οδός και η Περιφέρεια Κρήτης, υπήρχαν τα νεώρια, τμήμα των οποίων σώζεται και σήμερα. Παρόλη τη μεγάλη τέχνη και φροντίδα με την οποία κτίσθηκε, το φρούριο εμφάνιζε αρκετά προβλήματα και χρειαζόταν συνεχώς επισκευές. Τα προβλήματα οφείλονταν κυρίως στη διάβρωση των βόρειων τοίχων. Οι επισκευές γίνονταν ως το 1669, όταν και άλωσαν τον Χάνδακα οι Τούρκοι. Οι Τούρκοι εξακολούθησαν να επισκευάζουν τον Κούλε, όπως ονόμασαν το φρούριο στα τούρκικα. Στο εσωτερικό του Κούλε έκτισαν επάλξεις και σκοπιές. Το 1719, τμήμα της ΒΔ πλευράς του Κούλε κατέρρευσε από θαλασσοταραχή, αλλά επισκευάστηκε άμεσα με διάθεση χρημάτων από τον φόρο λαδιού 5000 «ασλανίων γροσιών». Στις φυλακές του Κούλε φυλακίζονταν οι επαναστάτες Κρητικοί. Εδώ φυλάκισαν οι Τούρκοι τους 70 Σφακιανούς που έλαβαν μέρος στην επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770, οι οποίοι όμως απέδρασαν με τη βοήθεια του κρυπτοχριστιανού Μιχαήλ Κουρμούλη. Σήμερα ο Κούλες είναι επισκέψιμος, ενώ χρησιμοποιείται και για πολιτιστικές εκδηλώσεις. Μετά το 2000, έγινε η υποστήριξη στη νότια πλευρά του, καθώς η θάλασσα είχε δημιουργήσει υποθαλάσσια σπηλιά. Ανά περιόδους εκτελούνται εργασίες αναστήλωσης και το φρούριο μένει κλειστό για το κοινό.
ΦΡΟΥΡΙΟ ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑ
Η Σπιναλόγκα είναι ένα μικρό νησί που βρίσκεται στην είσοδο της λιμνοθάλασσας της Ελούντας και βόρεια του κόλπου του Μιραμπέλου. Έχει έκτασή 85 στρέμματα και το μέγιστο ύψος της είναι 53 μέτρα. Η ιστορία του νησιού εξακολουθεί να προκαλεί δέος. Υπήρξε ενετικό οχυρό, καστροπολιτεία, καταφύγιο επαναστατών, τόπος εξορίας λεπρών και κρίκος επικοινωνίας με το Κάιρο επί κατοχής. Το νησί οχυρώθηκε άριστα από τους Ενετούς κατά την παρουσία τους στην Κρήτη. Τόσο από κατασκευαστική και αρχιτεκτονική άποψη, όσο και από αισθητική του όλου τοπίου, το νησί ακόμη διατηρεί την αξεπέραστη ομορφιά του. Το αρχικό της όνομα ήταν Καλυδωνία, αλλά οι Ενετοί την ονόμασαν Σπιναλόγκα από την ενετική λέξη Spina-Longa, που σημαίνει μακρύ αγκάθι.
Κατά την ελληνιστική περίοδο ή τα μινωικά χρόνια, στο νησί υπήρχε το φρούριο των Ολουνιτών, που χτίστηκε για να προστατεύει το λιμάνι της αρχαίας πολιτείας Ολούντας. Η Ολούς, αποτελούσε την αρχαία πόλη της Ελούντας, που σήμερα βρίσκεται βυθισμένη στο σχίσμα που ενώνει την Ελούντα με τη χερσόνησο της Κολοκύθας. Στην Ολούντα υπήρξε ένα σημαντικό ιερό και λιμάνι. Η Σπιναλόγκα ανήκε στην Ολούντα, η οποία ήκμασε μέχρι τον 8ο αιώνα, όταν ο φόβος για τους Άραβες πειρατές, ανάγκασε τους κατοίκους της να την μεταφέρουν μακριά από την παραλία. Από τον 8ο αιώνα ως και την Ενετοκρατία, η πόλη δεν φαίνεται να είχε κάποια σημαντική πορεία.
Η Σπιναλόγκα άρχισε να οχυρώνεται το 1574, όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την Κύπρο. Οι Ενετοί, προβλέποντας Τουρκική επέκταση προς τη Δύση, αποφάσισαν να χτίσουν ένα οχυρό στο νησί, που να προστατεύει όλη την λιμνοθάλασσα της Ελούντας. Έτσι θα μπορούσαν να διαφυλάξουν στον κόλπο της Ελούντας τα πλοία τους από τους Τούρκους και τους πειρατές, αλλά και να εξασφαλίσουν τις αλυκές της. Από τις αλυκές θα μπορούσαν να παίρνουν το αλάτι για να το εξάγουν στην κεντρική Ευρώπη, ειδικά έχοντας χάσει και τις αλυκές που εκμεταλλεύονταν ως τότε στην Κύπρο. Έτσι, οι Ενετοί έκτισαν πάνω στα ερείπια του αρχαίου φρουρίου ένα νέο ισχυρό φρούριο, που σχεδιάστηκε σύμφωνα με την οχυρωματική πρακτική του προμαχωνικού συστήματος, από τον Genese Bressani και τον Latino Orsini. H πρώτη φάση οικοδόμησης του φρουρίου διήρκεσε από το 1579 και έως το 1586. Επισκευές και μετατροπές στο φρούριο έγιναν πριν και κατά τη διάρκεια του Κρητικού πολέμου (1645-1669), ενώ παράλληλα χτίστηκαν και οι ναοί του Αγίου Παντελεήμονα και του Αγίου Γεωργίου. Το οχυρό είχε διπλές σειρές από τείχη και πύργους, ενώ είχε συνολικά 35 κανόνια. Την περίοδο του Κρητικού πολέμου (1645-1669) κατέφυγαν στη Σπιναλόγκα πρόσφυγες και επαναστάτες (χαΐνηδες), που έχοντας σαν βάση τη νησίδα παρενοχλούσαν τους Τούρκους. Η δράση τους διήρκεσε όσο οι Ενετοί κατείχαν το φρούριο, αφού με τη συνθήκη παράδοσης του Χάνδακα το 1669, η Σπιναλόγκα παρέμεινε στην κυριότητα της Βενετίας. Η Ενετοί, προσπάθησαν να κρατήσουν το στρατηγικής σημασίας αυτό φρούριο, όπως και τα φρούρια της Γραμβούσας και της Σούδας, ελπίζοντας να ανακαταλάβουν την Κρήτη.
Ωστόσο, το νησί παραδόθηκε με νέα συνθήκη στους Τούρκους το 1715, δίνοντας οριστικό τέλος στην κυριαρχία των Ενετών στην Μεσόγειο. Κατά τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας το φρούριο περιθωριοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε ως τόπος εξορίας κι απομόνωσης. Αργότερα, στη Σπιναλόγκα διαμορφώθηκε σταδιακά ένας οικισμός αμιγώς οθωμανικός, καθώς το νησί παρείχε απόλυτη ασφάλεια στις οικογένειες. Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο ρόλος του λιμανιού της Σπιναλόγκας αναβαθμίστηκε καθώς απέκτησε άδεια εξαγωγικού εμπορίου. Στα μέσα του 19ου αιώνα, στη νησίδα συγκεντρώθηκε μεγάλος αριθμός κατοίκων, στην πλειονότητά τους έμποροι και ναυτικοί, που επωφελούμενοι από την ασφάλεια του οχυρωμένου οικισμού εκμεταλλεύτηκαν τους εμπορικούς δρόμους της Ανατολικής Μεσογείου. Υπολογίζεται ότι το 1834 κατοικούσαν στη Σπιναλόγκα περίπου 80 οικογένειες, ενώ το 1881, ο αριθμός αυτός ανέβηκε στις 227. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν κτίρια από την περίοδο της καστροπολιτείας, όπως διώροφες κατοικίες με ψηλούς μαντρότοιχους και εμπορικά καταστήματα με μεγάλες πόρτες και τζαμαρίες. Η ζωή του οικισμού διακόπηκε απότομα λόγω των πολιτικών εξελίξεων που έλαβαν χώρα στην Κρήτη στα τελευταία έτη του 19ου αιώνα. Από το 1897 στο νησί και για ένα έτος περίπου στη Σπιναλόγκα εγκαταστάθηκαν Γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις. Η ανασφάλεια που επικράτησε ανάμεσα στους Οθωμανούς της Κρήτης, λόγω της επαναστατικής δράσης των Χριστιανών, ανάγκασε την πλειονότητα των κατοίκων της Σπιναλόγκας να μεταναστεύσουν. Ως το 1903, όλοι οι Τούρκοι εγκατέλειψαν το νησί.
ΛΕΠΡΟΚΟΜΕΙΟ
Το 1903 η Κρητική Πολιτεία μάζεψε όλους τους λεπρούς του νησιού που ζούσαν εξαθλιωμένοι σε οικισμούς (Μεσκίνια) έξω από τις μεγάλες πόλεις της Κρήτης, και τους συγκέντρωσε στη Σπιναλόγκα. Έτσι, το νησί μετατράπηκε σε λεπροκομείο για τους Κρητικούς ασθενείς της νόσου του Χάνσεν, της γνωστής λέπρας και αργότερα για λεπρούς από όλη την Ελλάδα. Μια ιστορία γεμάτη πόνο, κραυγές και θάνατο θα κυρίευε το νησί για μισό αιώνα. Αρχικά η ζωή των λεπρών ήταν άθλια. Το νησί ήταν μια απέραντη τρώγλη, ένα νεκροταφείο υπό προθεσμία, χωρίς την παραμικρή οργάνωση, χωρίς φαρμακευτική αγωγή για τους ασθενείς, χωρίς ελπίδα. Αργότερα το λεπροκομείο αναβαθμίστηκε. Διέθετε διευθυντή ιατρό, νοσηλευτικό προσωπικό, επιστάτη, καθαριστές, οικονομική υπηρεσία κι ιερέα. Οι άρρωστοι κατοικούσαν στα κτίρια του τουρκικού οικισμού, αλλά και σε σύγχρονα κτίρια που κατασκευάστηκαν στη δεκαετία του ’30. Μεγάλα τμήματα του ενετικού τείχους καταστράφηκαν το 1939, με δυναμίτιδα για να ανοιχθεί ο περιμετρικός δρόμος, που υπάρχει σήμερα στη νησίδα. Με αφορμή την ίδρυση του λεπροκομείου, οι κάτοικοι της απέναντι παραλίας στην Πλάκα, έχτισαν το σημερινό ομώνυμο οικισμό, για να εξυπηρετούν τους λεπρούς που έμεναν στο νησί. Στην περίοδο της Ιταλογερμανικής κατοχής οι κατακτητές δεν τολμούσαν να αφήσουν ελεύθερους τους λεπρούς, ενώ έπρεπε να τους τροφοδοτούν οι ίδιοι, επειδή το απέναντι χωριό Πλάκα το είχαν εκκενώσει και είχαν διώξει τους κατοίκους σ’ άλλα χωριά. Επίσης, όλη την παραθαλάσσια περιοχή της Ελούντας την είχαν οχυρώσει με πολυβολεία, υπόγειες στοές, ναρκοπέδια, από φόβο πιθανής απόβασης των Άγγλων στο μέρος αυτό. Ποτέ δεν μπήκε στο νησάκι Ιταλός ή Γερμανός κι αυτό βοήθησε να λειτουργήσουν παράνομα ραδιόφωνα, ενώ ο γιατρός Διευθυντής Γραμματικάκης αντέγραφε τις ειδήσεις του Λονδίνου και του Καΐρου και τις μοίραζε ως δελτία ειδήσεων στους κατοίκους. Τελικά το 1957, με την ανακάλυψη των αντιβιοτικών και την ίαση των λεπρών, το λεπροκομείο έκλεισε και το νησί ερημώθηκε. Μόνο ένας ιερέας έμεινε στο νησί ως το 1962, για να μνημονεύει τους λεπρούς μέχρι 5 χρόνια μετά τον θάνατο τους.
ΣΗΜΕΡΑ
Μετά το 1957, γι’ αρκετά δεκαετίες το νησί έμεινε αναξιοποίητο. Με το ενδιαφέρον των πολυάριθμων τουριστών να αυξάνεται, άρχισε τη δεκαετία του ’70 να γίνεται συστηματική αναστήλωση κι επισκευή των παλιών κτισμάτων, των οχυρωματικών ενετικών τειχών, των παλιών οικιών, των δρόμων, ενώ γκρεμίστηκαν και τα κτίρια του λεπροκομείου. Οι εργασίες συνεχίζονται ακατάπαυστα από τότε, βελτιώνοντας συνέχεια την κατάσταση των κτιρίων. Σήμερα το φρούριο κι η καστροπολιτεία της Σπιναλόγκας διατηρούνται, στο μεγαλύτερο μέρος τους, σε καλή κατάσταση και το νησί θεωρείται από τα πιο σημαντικά θαλάσσια οχυρά της Μεσογείου. Πάνω από 300.000 επισκέπτες επισκέπτονται κάθε χρόνο τη Σπιναλόγκα με καραβάκια που ξεκινούν από τον Άγιο Νικόλαο, την Ελούντα και την Πλάκα, που απέχει μόλις 800 μ. Έτσι το νησί κατατάσσεται μέσα στους 5 πρώτους βυζαντινούς-μεταβυζαντινούς αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας. Τα τελευταία χρόνια γίνεται προσπάθεια από τους τοπικούς φορείς να ενταχθεί η Σπιναλόγκα στα μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. Το 2005, η συγγραφέας Βικτόρια Χίσλοπ έγραψε ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα για τη Σπιναλόγκα με τίτλο «Το Νησί», που το 2007 απέσπασε το βρετανικό βραβείο του Καλύτερου Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα. Το βιβλίο κυριάρχησε για 24 εβδομάδες στο βρετανικό top 10 και έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 15 γλώσσες, κάνοντας τη Σπιναλόγκα και την ιστορία της πασίγνωστη σε όλο το κόσμο.
Η συγγραφέας Βικτόρια Χίσλοπ με πρώην λεπρό της Σπιναλόγκα
ΦΡΟΥΡΙΟ ΚΑΖΑΡΜΑ
Το κάστρο της Καζάρμα (Casa di Arma) βρίσκεται σε ένα λόφο δίπλα στο λιμάνι της Σητείας, θυμίζοντας ακόμη τις παλιές εποχές που προστάτευε την πόλη. Το φρούριο αποτελεί το μόνο διασωζόμενο τμήμα των παλιών τειχών της πόλης, που καταστράφηκαν από τους Ενετούς. Το φρούριο, που λειτούργησε ως στρατώνας ή διοικητήριο, δεν είναι ενετικό καθώς κτίστηκε κατά τη Βυζαντινή Περίοδο, όπως και τα τείχη της Σητείας. Οι Ενετοί αργότερα κατεδάφισαν τα τείχη για να τα ξανακτίσουν πιο ισχυρά, κάτι που δεν έγινε ποτέ. Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας τα τείχη δεν ξανακτίστηκαν, αλλά η Καζάρμα αναστηλώθηκε και προστέθηκαν κάποια νέα στοιχεία. Σήμερα η Καζάρμα χρησιμοποιείται για τις πολιτιστικές εκδηλώσεις Κορνάρεια. Το φρούριο είναι διώροφο, με εσωτερικές σκάλες που οδηγούν στους ορόφους και στις πολεμίστρες.
ΦΡΟΥΡΙΟ ΚΑΛΕΣ
Το Φρούριο Καλές κτίστηκε από τους Ενετούς τον 13ο αιώνα, για να προστατεύει τη πόλη της Ιεράπετρας από τους εχθρούς της. Το 1508 καταστράφηκε από σεισμό και από επιδρομές των Τούρκων. Οι ζημιές του κάστρου δεν επιδιορθώθηκαν εντελώς, ίσως γιατί ήταν πολύ σοβαρές και δεν υπήρχε οικονομική δυνατότητα. Όταν η Ιεράπετρα έπεσε στα χέρια των Τούρκων το 1647, το κάστρο επιδιορθώθηκε και χρησιμοποιήθηκε για την άμυνα της πόλης. Από την περίοδο αυτή κρατάει και το όνομά της Καλές, που αποτελεί παραφθορά του τούρκικου «Κουλές», που σημαίνει πύργος. Όλα αυτά τα χρόνια ο Καλές στέκεται επιβλητικός στην είσοδο του παλιού λιμανιού της Ιεράπετρας, μαρτυρώντας την ιστορία της πόλης. Σήμερα μπορείτε να επισκεφτείτε το φρούριο και να παρακολουθήσετε τις πολιτιστικές εκδηλώσεις που διοργανώνει ο Δήμος.