16 Σεπ 2012

Αντίπαρος - το διαμάντι των Κυκλάδων

Εισαγωγή
Η Αντίπαρος, εκεί όπου περάσαμε μέρος των διακοπών μας πριν μερικά χρόνια, είναι ένα μικρό βραχώδες κατοικημένο νησί του Νοτίου Αιγαίου, λουσμένο στο αιγαιοπελαγίτικο φως και βρίσκεται στην καρδιά των Κυκλάδων, απέναντι από τα ΝΔ παράλια της Πάρου, σε μικρή απόσταση από αυτά. Ένα στενό, με πλάτος μόλις 1 ναυτικό μίλι, χωρίζει τα δυο νησιά. Χρειάζονται μόνο 10 λεπτά με ferry-boat από την Πούντα της Πάρου ή 25 λεπτά με βαποράκι από την Παροικιά, για να βρεθείτε σ’ αυτήν την πανέμορφη γωνιά του Αιγαίου.
Το λιμανάκι της Πούντας στην Πάρο (στο βάθος η Αντίπαρος)
Ό,τι είδατε στην Πάρο (ένα από τα πιο τουριστικά νησιά του Αιγαίου) ξεχάστε το! Σε ρυθμούς διαφορετικούς από τη διάσημη γειτόνισσά της, η μικρούλα Αντίπαρος έχει να αντιπροτείνει το δικό της ήρεμο μοντέλο διακοπών, που δεν επιδέχεται αλλαγή. Έτσι, είτε θα το αποδεχτείτε εξολοκλήρου και θα ανακαλύψετε τις μοναδικές χάρες του νησιού, είτε θα πρέπει να γυρίσετε πίσω στην κοντινή, κοσμοπολίτικη Πάρο. 
Έχει αποκτήσει παγκόσμια φήμη, χάρη στις φυσικές ομορφιές της, τη γραφικότητα του οικισμού της και στο σπήλαιο με τους εντυπωσιακούς σταλαγμιτικούς σχηματισμούς. Είναι γνωστή για τη χαρακτηριστική κυκλαδίτικη ομορφιά με τα άσπρα σπίτια, τα λιθόστρωτα σοκάκια και τις όμορφες μπουκαμβίλιες που ανθούν στις αυλές των σπιτιών. Διαθέτει εξαιρετικές παραλίες με χρυσαφένιες αμμουδιές και διάφανα νερά, που αιχμαλωτίζουν τη ματιά του επισκέπτη, που τις διαδέχονται μικροί απόμεροι όρμοι, θαμνώδεις λόφοι και τοπία με κέδρους.

Γραφικά ξωκλήσια, πέτρινα αγροτόσπιτα, εξοχικές κατοικίες, εντυπωσιακές βίλες και γαλήνια ηρεμία συμπληρώνουν το σκηνικό. Αποτελεί δημοφιλές τουριστικό θέρετρο τα καλοκαίρια για Έλληνες και Ευρωπαίους επισκέπτες, αλλά και τόπο επένδυσης Αμερικανών παραθεριστών (ηθοποιοί του Hollywood και τραγουδιστές έχουν σπίτια εδώ).
Η βίλα του ηθοποιού Τομ Χανκς
Τουρισμός
Η Αντίπαρος είναι ένα καλοκαιρινό θέρετρο ιδανικό για ήσυχες διακοπές. Ένα νησί «απομονωμένο» κι «απάτητο» ακόμα από τα στίφη των τουριστών. Όμως, θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι έχει παραμείνει το γραφικό ψαροχώρι των περασμένων δεκαετιών, τότε που μαζί με τις απάτητες παραλίες του αποτελούσε ιδανικό σκηνικό για να γυριστούν αρκετές από τις πιο δημοφιλείς ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Τότε κατέφθαναν εδώ ελάχιστοι τουρίστες και δεν ξεκολλούσαν από το νησί για όλες τις υπόλοιπες διακοπές τους. Τα τελευταία χρόνια, το κύμα του μαζικού τουρισμού της γειτονικής Πάρου δεν αφήνει και την Αντίπαρο παραπονεμένη, ιδιαίτερα τον Αύγουστο, όταν η κίνηση κορυφώνεται, και έτσι όλο και πιο πολλοί την ανακαλύπτουν. Το νησί υποδέχεται το τουριστικό κύμα με τη δημιουργία μικρών συγκροτημάτων και τη λειτουργία ενοικιαζόμενων δωματίων στον κεντρικό οικισμό, αλλά και σύγχρονων καταλυμάτων με παραδοσιακά στοιχεία, στις ακτές της αντιπαριανής υπαίθρου.
Καταλύματα και παραδοσιακά ταβερνάκια στο κέντρο της Αντιπάρου
Τα τελευταία χρόνια η Αντίπαρος φαίνεται ότι έχει περάσει, από τον εναλλακτικό τουρισμό της ροκ κουλτούρας και της νυχτερινής διασκέδασης των προηγουμένων δεκαετιών, στον ποιοτικό τουρισμό, με τη λειτουργία καλαίσθητων εστιατορίων και αναψυκτηρίων με παραδοσιακά χαρακτηριστικά, μπουτίκ και καταστημάτων με είδη τέχνης, εσωτερικής διακόσμησης και κοσμήματα, ενώ στην είσοδο του Κάστρου είναι επισκέψιμη αίθουσα του Λαογραφικού Μουσείου, της Δημοτικής Επιχείρησης Ανάπτυξης Αντιπάρου, με εκθέματα λαογραφικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος από την ιστορία του νησιού.
Εκθέματα στο Λαογραφικό Μουσείο
Παραδοσιακά προϊόντα της Αντιπάρου θεωρούνται η τσικουδιά και η σούμα, διάφορες ποικιλίες παραδοσιακών γλυκισμάτων αλλά και τυριών, όπως το κεφαλοτύρι, η ξινομυζήθρα και το τουλουμοτύρι. Παραδοσιακά φαγητά είναι το αγριοκούνελο, κόκορας πατίδος, τα αποκριάτικα ραβιόλια και μπουρεκάκια με γέμιση από μέλι, καρύδι και σουσάμι, που αφού ψηθούν, ραντίζονται με τσικουδιά και πασπαλίζονται με ζάχαρη άχνη.
Γεωγραφία και μορφολογία
Η αρχαία ονομασία του νησιού ήταν «Ωλίαρος», λέξη φοινικικής προέλευσης που πιθανόν σημαίνει «δασώδες βουνό». Αργότερα ονομάστηκε «Αντίπαρος», καθώς βρίσκεται απέναντι από την Πάρο. Παλαιότερα, η Αντίπαρος ήταν ενωμένη με τη γειτονική Πάρο, κάτι που αποδεικνύεται και από τις ανασκαφές που έγιναν στο νησάκι Σάλιαγκος, μεταξύ Πάρου και Αντίπαρου, όπου το 1964 ανακαλύφθηκε νεολιθικός οικισμός του τέλους της 5ης χιλιετίας π.X. Η Αντίπαρος αποσχίστηκε από την Πάρο όταν γίνονταν οι μεγάλες γεωλογικές ανακατατάξεις στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου, που τελικά διαμόρφωσαν την εικόνα του σημερινού Αιγαίου. Σήμερα, χωρίζεται από την Πάρο με το «Στενό της Αντιπάρου», γνωστό ως «Αμφίγειο», με πλάτος 500-1000 μ. και βάθος 4,5 μ.
Η έκτασή της μόλις που αγγίζει τα 35 τ. χλμ. (μαζί με τα νησάκια της το Δεσποτικό και το Στρογγυλό) ενώ οι ακτές της ξεπερνούν σε μήκος τα 57 χλμ. Στα ανατολικά (προς την πλευρά της Πάρου) η ακτογραμμή είναι ομαλή, ενώ δυτικά (προς το ανοικτό πέλαγος) είναι βραχώδης με μικρούς κολπίσκους. Η Αντίπαρος έχει ηφαιστειογενές πέτρωμα και ξηρό κλίμα με πολύ υγρασία, ενώ η μορφολογία της χαρακτηρίζεται κατά βάση πεδινή, γεγονός που ευνοεί την ανάπτυξη ισχυρών ανέμων, με πολλές μικρές λοφώδεις εξάρσεις. Ψηλότερη κορυφή είναι ο Προφήτης Ηλίας (301 μ.) και καλύπτεται από κέδρους και θάμνους. Δυτικά οι ακτές είναι ομαλές και αμμώδεις και ανατολικά βραχώδεις, με μικρούς όρμους. Τα άνθη που ευδοκιμούν στην περιοχή είναι κυρίως οι μπουκαμβίλιες που στολίζουν τους κήπους των σπιτιών και των καταστημάτων. Η Αντίπαρος αριθμεί περίπου 1.000 μόνιμους κατοίκους και η οικονομία της βασίζεται στον τουρισμό, την αλιεία, την κτηνοτροφία και λιγότερο στη γεωργία στον κάμπο και στις ΒΑ πεδινές εκτάσεις της, όπου, αν και το έδαφος είναι γόνιμο, οι καλλιέργειες είναι περιορισμένες. Μην εκπλαγείτε αν συναντήσετε αγριοκούνελα. Μικρές ποσότητες μεταλλευμάτων εξορύσσονταν παλαιότερα σε εγκαταλελειμμένα σήμερα μεταλλεία. Στα αρχαία χρόνια το νησί ήταν κατάφυτο, μια άγνωστη όμως καταστροφή άλλαξε τη μορφολογία του.

Τα νησάκια
Πολύ κοντά στην Αντίπαρο υπάρχουν διάσπαρτα πολλά μικρά ακατοίκητα νησάκια, με μεγάλο ιστορικό και αρχαιολογικό ενδιαφέρον, όπως το Διπλό, το Ρευματονήσι, ο Σάλιαγκος, το «Τσιμιντήρι» (Κοιμητήρι), το Στρογγυλό, ο Κάβουρας, ο Κόκκινος και Μαύρος Τούρλος και το Δεσποτικό. Ενδιαφέρον έχουν και κάποιες παραλίες που βρίσκονται σ' αυτά, όπως είναι οι παραλίες στο Διπλό ή το Δεσποτικό.
Το Δεσποτικό, ακατοίκητο νησί, ΝΔ της Αντιπάρου, απέναντι από τον Αϊ Γιώργη, με τις όμορφες αμμουδερές παραλίες, προσφέρεται για εξερευνήσεις με σκάφος.
Είναι ιδιαίτερα γνωστό στη διεθνή κοινότητα, επειδή παρουσιάζει μεγάλο αρχαιολογικό ενδιαφέρον και όπου τα τελευταία χρόνια πραγματοποιούνται ανασκαφές με ευρήματα μεγάλης αρχαιολογικής αξίας, που εκτίθενται στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης Αθηνών και στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Το νησί γνώρισε ημέρες δόξας και έντονης ανθρώπινης παρουσίας. Συνδέεται στενά με τον Κυκλαδίτικο πολιτισμό και την ιστορική εξέλιξη του Αιγαίου. Οι ανασκαφές, που διεξάγονται εκεί, συνεχίζουν να φέρνουν στο φως σημαντικά ευρήματα της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου.
Αρχαιολογικά ευρήματα από το Δεσποτικό
Στο νησάκι Σάλιαγκο, που δεσπόζει απέναντι από την ακτή Θεολόγος, βρέθηκαν ίχνη από τον αρχαιότερο γνωστό οικισμό των Κυκλάδων, ο οποίος αποτελούσε κέντρο κατεργασίας του οψιδιανού της Μήλου. Τα ευρήματα που η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως, περιλαμβάνουν κοκάλινα εργαλεία, κουτάλια φτιαγμένα από μύδια, αξίνες και διάφορα δοχεία και αγαλματίδια. Ανάμεσα στα αγαλματίδια που ήρθαν στο φως είναι και η Χοντρή Κυρία του Σάλιαγκου, το παλαιότερο μαρμάρινο αγαλματίδιο που βρέθηκε στις Κυκλάδες.
Ιστορία
Προϊστορικά χρόνια
Η ιστορία της Αντιπάρου ξεκινάει από τη νεολιθική εποχή, όταν κατοικείτο και το σπήλαιό της χρησιμοποιείτο ως καταφύγιο. Οι αρχαιολογικές έρευνες στο Σάλιαγκο, μια χαμηλή τότε χερσόνησο στον ισθμό Πάρου-Αντιπάρου, έφεραν στο φως ευρήματα που αποδεικνύουν την ύπαρξη του παλαιότερου οικισμού των Κυκλάδων, ενώ η άνθιση των πρωτοκυκλαδικών πολιτισμών της Πάρου, της Αντιπάρου και του Δεσποτικού συνεχίστηκε την 3η χιλιετία π.Χ., με την ανάδειξη νεκροταφείων, ειδών κεραμικής και με ειδώλια της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού από τις ανασκαφές στο Απάντημα, στο Σωρό, στις Πεταλίδες και στους Κρασάδες. Οι πρώτες ανασκαφές στο Δεσποτικό πραγματοποιήθηκαν το 1889 από το Χρήστο Τσούντα, αποκαλύπτοντας πρωτοκυκλαδικά νεκροταφεία, ενώ στην περιοχή Χειρόμυλοι βρέθηκαν ίχνη προϊστορικού οικισμού. Στο Στρογγυλό διασώζονται ερείπια νεολιθικού οικισμού, ενώ στον Κάβουρα ανακαλύφθηκαν ειδώλια της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου. Είδη κεραμικής που χρονολογούνται στους γεωμετρικούς χρόνους μαρτυρούν την ανθρώπινη παρουσία.
Αρχαιολογικός χώρος στο Δεσποτικό
Αρχαίοι χρόνοι
Κατά την αρχαιότητα, η Αντίπαρος ταυτίζεται με τον «Ωλίαρο», ονομασία που τη συναντάμε σε κείμενα αρχαίων γεωγράφων, όπως του Ηρακλείδου, του Στράβωνα και του Πλινίου του Πρεσβύτερου, ενώ το Δεσποτικό ταυτίζεται με την αρχαία Πρεπέσινθο. Σήμερα υπάρχει η παραδοχή ότι οι πρώτοι κάτοικοι των ιστορικών χρόνων ήταν Φοίνικες από τη Σιδώνα, ενώ επιτύμβιες στήλες και κιονόκρανα που ανακαλύφθηκαν στον Άγιο Γεώργιο προδίδουν την ύπαρξη εποικισμού κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους.
Το 1959 ο Νίκος Ζαφειρόπουλος ξεκίνησε ανασκαφές στη θέση Ζουμπάρια και στη Μάντρα Δεσποτικού, στη ΒΑ ακτή του νησιού, όπου βρέθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη σημαντικού δωρικού λατρευτικού κέντρου-ιερού από τους αρχαϊκούς χρόνους, που χρονολογείται στο 500 π.Χ. Το 1997 ανασκαφές που έγιναν στη θέση Μάντρα, από τον αρχαιολόγο Γ. Κουράγιο και την ομάδα του, έφεραν στο φως μεγάλο τμήμα των βοηθητικών χώρων ενός ιερού των κλασικών χρόνων, από λευκό μάρμαρο. Στα ευρήματα της ανασκαφής συγκαταλέγεται επίμηκες κτιριακό συγκρότημα, αποτελούμενο από 5 συνεχόμενα παράλληλα δωμάτια. Στο νότιο δωμάτιο εντοπίστηκαν σημαντικά ευρήματα από αντικείμενα των αρχαϊκών χρόνων ιωνικής, ροδιακής, κυπριακής και αιγυπτιακής προέλευσης.
Στον τόπο των ανασκαφών έχουν βρεθεί πολλά μαρμάρινα μέλη γλυπτών, δύο αρχαϊκές κεφαλές κούρων, ο κορμός γυμνού ανδρικού αγάλματος, ένα δωρικό κιονόκρανο και τμήμα ενεπίγραφου περιρραντηρίου αρχαϊκής εποχής με την επιγραφή «Μάρδης ανέθηκεν». Ανάμεσα στα σπουδαία ευρήματα συγκαταλέγεται ο κτιστός τετράγωνος μαρμάρινος βωμός αφιερωμένος στην «Εστία Ίσθμια» των κλασικών χρόνων και ο οποίος αποτελεί μαρτυρία για μια από τις λατρευτικές θεότητες των Κυκλάδων. Η επιγραφή μαρτυρά επίσης το τοπωνύμιο του ακρωτηρίου, όπου βρίσκεται το ιερό «Ισθμός» και επιβεβαιώνει την ύπαρξή του. Οι έρευνες έφεραν στο φως ακόμη 5 κτίρια και η ανασκαφή τους συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Τα ευρήματα μαρτυρούν τη διαδεδομένη λατρεία του Θεού Απόλλωνα στις Κυκλάδες, καθώς υπήρχαν σύμφωνα με την παράδοση 22 λιτά ιερά στην ευρύτερη περιοχή, ένα από τα οποία ήταν εκείνο του Δεσποτικού, που διασώζεται ανέπαφο από τον 7ο αιώνα π.Χ., οπότε και λειτουργούσε έως και τους ρωμαϊκούς χρόνους.
Μεσαίωνας
Ακολουθώντας τη μοίρα των υπόλοιπων νησιών του Αρχιπελάγους, η Αντίπαρος υπήρξε πειρατικό ορμητήριο και στο πέρασμα των αιώνων πλήρωσε βαρύ κεφαλικό φόρο. Το κάστρο της Αντιπάρου εξάλλου, μαρτυρεί τις ταραγμένες σελίδες του παρελθόντος: Το νησί της Αντιπάρου συμπεριελήφθη το 1207, στην περίοδο της λατινοκρατίας στο Δουκάτο της Νάξου από τον ιδρυτή του, το Βενετό στρατιωτικό Μάρκο Σανούδο. Από τότε η Αντίπαρος παρείχε μόνιμα 30 κωπηλάτες στις γαλέρες του Δουκάτου. Το 15ο αιώνα άρχισε η σκληρή δοκιμασία του νησιού από Έλληνες και ξένους πειρατές, οι οποίοι το χρησιμοποίησαν ως ορμητήριο στους όρμους του «Στενού των 14 ποδών», όπως αποκαλείτο τότε χαρακτηριστικά το στενό της Αντιπάρου, έως ότου, το 1440, το νησί περνάει στη σημαίνουσα ενετική οικογένεια των Λορεντάνο, ως προίκα, για το γάμο του Τζιοβάνι Λορεντάνο με την κόρη του αυθέντη της Άνδρου Κρουσίνο Σομαρίπα, τη Μαρία της Αντιπάρου. Ο Τζιοβάνι ήταν αυτός που έχτισε το σπίτι του κι εγκατέστησε νέους κατοίκους, οικοδομώντας σταδιακά, μαζί με τις υπόλοιπες κατοικίες, γύρω από «το Σπίτι του Άρχοντα», το Κάστρο, που την πύλη του στόλιζε ο θυρεός τους. Στη συνέχεια, το 1480, η κυριαρχία πέρασε στον Οίκο των Πιζάνι μέχρι το 1537, οπότε και καταλείφθηκε από τον Οθωμανό κουρσάρο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα και παραχωρήθηκε στην οικογένεια των Κρίσπι. Το 1566 εντάχθηκε ολοκληρωτικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το 1770, στην περίοδο του ρωσοτουρκικού πολέμου καταλήφθηκε από το ρωσικό στόλο των αδελφών Ορλόφ και για ένα σύντομο διάστημα περνάει στη ρωσική κυριαρχία έως το 1774. Οι Ρώσοι αφαίρεσαν πολλούς σταλακτίτες από το σπήλαιο της Αντιπάρου (που υπέστη μεγάλες καταστροφές), που τους μετέφεραν στο μουσείο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης. Κατά τον Τόρνεφορτ, το 1770 στο νησί υπήρχαν 78 οικίες με περίπου 200 κατοίκους.
Αργότερα βρέθηκε ξανά υπό την κατοχή των Οθωμανών και έγινε συχνά στόχος επιδρομών από πειρατές. Μια από τις μελανότερες σελίδες της ιστορίας του νησιού γράφτηκε το 1794, όταν Μανιάτες και Κεφαλλονίτες πειρατές σκόρπισαν το θάνατο, λεηλατώντας το νησί κι απαγάγοντας την κόρη του Βενετού υποπρόξενου Γκρατσιόζα Φραντζέσκο, με συνέπεια να δημιουργηθεί ένα άνευ προηγουμένου ανθελληνικό κύμα στην τότε Ευρώπη.
Ελληνική Επανάσταση
Το 1821, οι κάτοικοι του νησιού έλαβαν μέρος στην Ελληνική Επανάσταση, ενώ ο Νεόφυτος Μαυρομάτης, μετέπειτα δεσπότης Ναυπάκτου και ο Ανανίας, δάσκαλος του Γένους, φαίνεται ότι είχαν αποφοιτήσει από το Γυμνάσιο της Αντιπάρου. Με τα πρωτόκολλα του Λονδίνου (3 Φεβρουαρίου του 1830 και 18 Αυγούστου του 1832) η Αντίπαρος ενσωματώθηκε στο Ελληνικό Κράτος.
Οι ανατολικές παραλίες της Αντιπάρου
Νεότερα χρόνια
Στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι κάτοικοι του νησιού πήραν ενεργό μέρος στην αντίσταση κατά των Γερμανών, χρησιμοποιώντας την περιοχή του Αϊ-Γιώργη, πίσω από το βουνό της Αντιπάρου, ως μυστική βάση υποβρυχίων. Περίοδος χαρακτηριστική της ιστορίας του νησιού ήταν η λεγόμενη «Επιχείρηση Αντίπαρος», που στοίχισε τη ζωή πολλών Ελλήνων και συμμάχων. Μετά το τέλος του πολέμου, η Αντίπαρος επέστρεψε στους γαλήνιους ρυθμούς της, αναπτυσσόμενη ως ψαροχώρι και σταδιακά ερήμωσε από τη μετανάστευση, με το νησί να είναι απομονωμένο.
Μνημείο Πεσόντων στο Κέντρο Νεότητος
Η Αντίπαρος έγινε γνωστή στο ευρύτερο ελληνικό κοινό το 1960 και μέσα από τον ελληνικό κινηματογράφο, όταν φιλοξενήθηκαν τα συνεργεία της Φίνος Φιλμ στο ιστορικό κέντρο για τα γυρίσματα της βραβευμένης ταινίας «Μανταλένα» (με την Αλίκη Βουγιουκλάκη), συμβάλλοντας στην ανάδειξη της φυσικής της ομορφιάς και του ιστορικού τοπίου. Από τότε το νησί έγινε δημοφιλής τουριστικός προορισμός για Έλληνες και ξένους τουρίστες τα καλοκαίρια και η οικονομία του οικισμού άρχισε να προσανατολίζεται στην τουριστική ανάπτυξη.
Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 η Αντίπαρος έγινε δημοφιλής εναλλακτικός τουριστικός προορισμός Ευρωπαίων γυμνιστών για τις απόμακρες και αμμουδερές της παραλίες, ιδίως στο πολύ γνωστό camping της, ενώ από τη δεκαετία του 1990 άρχισε να γνωρίζει σταδιακή ανάπτυξη, βελτιώνοντας τις υποδομές της, για να υποδεχτεί το αυξανόμενο κύμα των τουριστών.
Οι οικισμοί
Η Αντίπαρος, ο μεγαλύτερος οικισμός και ταυτόχρονα λιμάνι του νησιού, ακουμπά στο ΒΑ άκρο του νησιού, στο βάθος ενός φυσικά προστατευμένου όρμου. Είναι η ομώνυμη πρωτεύουσα του νησιού, και οι κάτοικοι την ονομάζουν και Κάστρο, από το ενετικό Κάστρο, γύρω από το οποίο και απλώνεται. Εδώ είναι συγκεντρωμένες σχεδόν στην πλειονότητά τους οι τουριστικές υπηρεσίες, ενώ λειτουργούν αρκετά καταλύματα.
Η πρώτη εικόνα που αντικρίζει κανείς, φτάνοντας στο λιμάνι, είναι τα γραφικά ψαροκάικα και το πλήθος από τα καφενεία και τις ψαροταβέρνες που περιστοιχίζουν το δρόμο του λιμανιού.
Οι πλακόστρωτοι δρόμοι, τα ασβεστωμένα στενά,
οι λουλουδιασμένες αυλές και
η μεγάλη πλατεία με τον ευκάλυπτο και τα μπαράκια, συνθέτουν ένα θαυμαστό πίνακα.
Ακολουθούμε το πλακόστρωτο σοκάκι που αρχίζει από το λιμάνι και οδηγεί στο Κάστρο, τον παλιό παραδοσιακό οικισμό της Αντιπάρου, γύρω από τον οποίο έχει σήμερα κτιστεί η πρωτεύουσα του νησιού, η Χώρα.
Στο υπόλοιπο νησί υπάρχουν μόνο αγροτόσπιτα, εξοχικές κατοικίες και τουριστικά καταλύματα. Στο ΝΔ άκρο της Αντιπάρου αναπτύσσεται ο παραθεριστικός οικισμός του Αγίου Γεωργίου. Ανατολικά του Αγίου Γεωργίου αναπτύσσεται ο οικισμός του Σωρού, που είναι γνωστός για τις αμμουδερές παραλίες του, ενώ λίγο πιο βόρεια βρίσκεται ο Κάμπος της Αντιπάρου, που συνδέθηκε με τα έργα οδοποιίας που έγιναν με τον παραλιακό δρόμο που διέρχεται από το Απάντημα και τα Γλυφά στα ανατολικά, καθώς και με την παραλία Λιβάδια στις δυτικές ακτές του νησιού.
Αρχιτεκτονική
Η αρχιτεκτονική, όπως και σε όλα τα κυκλαδίτικα νησιά, επιτάσσει αυστηρούς κανονισμούς για τη διατήρηση της κυκλαδίτικης ομοιομορφίας που συντίθεται από τα χαρακτηριστικά άσπρα σπίτια με τις μπλε πόρτες και παράθυρα, την αυλή και τους κήπους στολισμένους με μπουκαμβίλιες και άλλα λουλούδια. Συχνά, αυτά τα χαρακτηριστικά συμβαδίζουν με τη λαξευτή πέτρα στους τοίχους, τα πλακόστρωτα σοκάκια και τους φράχτες των αυλών.
Από την άλλη πλευρά, το κάστρο φαίνεται να έχει ένα πολύ συγκεκριμένο και ιδιαίτερο στυλ αρχιτεκτονικής. Οι κατοικίες συνθέτουν ένα συμπαγές συγκρότημα με 24 διώροφες κατοικίες μέσα στο κάστρο, 24 μονώροφες στον Ξώπυργο και 16 διώροφες στην εξωτερική ζώνη, ενώ ανάμεσα στις κατοικίες υπάρχουν και τρία εκκλησάκια, αλλά και το παλαιό υδραγωγείο. Και εδώ διατηρείται η αρχιτεκτονική των άσπρων σπιτιών, με τα μπλε παράθυρα και τις μικρές αυλές από την πίσω μεριά του κάστρου.
Αρχιτεκτονική κατοικιών του Κάστρου
Το κάστρο
Το ενετικό κάστρο, γύρω από το οποίο κτίστηκε η σημερινή Χώρα, δύσκολα πια μπορείς να το ξεχωρίσεις. Κτίστηκε το 1440, από τον Βενετό Τζιοβάνι Λορεντάνο για να προστατεύει τους κατοίκους από τις επιθέσεις των πειρατών και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα των οχυρωμένων οικισμών που δημιουργήθηκαν στις Κυκλάδες την περίοδο της Λατινοκρατίας τον 13ο με 16ο αιώνα μ.Χ. Δεν υπάρχουν πύργοι ή πολεμίστρες, αφού στην αρχική του μορφή το Κάστρο περιελάμβανε έναν κεντρικό πύργο και την οικιστική περίμετρο, με τις κατοικίες να κατανέμονται σε ένα τετράγωνο συνεχούς δόμησης, αποτελώντας ταυτόχρονα το αμυντικό τείχος του οχυρωμένου οικισμού. Δηλαδή, τα ίδια τα σπίτια με τους εξωτερικούς τείχους τους σχημάτιζαν την αμυντική θωράκιση του μεσαιωνικού χωριού. Η μοναδική είσοδος βρισκόταν στο ισόγειο οικίας στη νότια πτέρυγα.

Στο εσωτερικό του οικισμού αναπτύσσονταν οι κύριες πλατυμέτωπες όψεις των κατοικιών σε τριώροφη διάταξη, ενώ κάθε όροφος διέθετε ανεξάρτητη είσοδο στην οποία οδηγούσε εξωτερική σκάλα. Στην πορεία ο οικισμός επεκτάθηκε και εξωτερικά της νότιας πτέρυγας με το μορφή ορθογώνιου δακτυλίου που φέρει την ονομασία «Ξώπυργα», καθώς και εντός του αρχικού περιβόλου, γύρω από τη βάση του κυκλικού πύργου. Η ζώνη αυτή των κτισμάτων περιμετρικά του πύργου αφήνει μια στενωπό από τις κατοικίες του γύρω τοίχους, η οποία ονομάζεται «ρίμνη», πιθανότατα παραφθορά της λέξης «ρύμη», η οποία και αποτελεί τη μοναδική οδό διέλευσης κατοίκων και επισκεπτών στον πυρήνα του οικισμού.
Στα μετέπειτα χρόνια το αρχικό αρχιτεκτονικό ύφος του κάστρου τροποποιήθηκε από το θρησκευτικό στοιχείο με επεκτάσεις χριστιανικών χώρων λατρείας, την ανέγερση του ναού του Χριστού και τη χρήση του Πύργου ως δεξαμενή νερού. Αντιθέτως οι κατοικίες διατήρησαν σε ικανοποιητικό βαθμό τα αρχικά τους χαρακτηριστικά, παρά την κατάρρευση των επάνω ορόφων, καθώς για οποιαδήποτε επέμβαση απαιτείται άδεια από την αρχαιολογική υπηρεσία. Σήμερα τα περισσότερα σπίτια αναπτύσσονται σε έναν με δύο ορόφους το πολύ και διαθέτουν υπόγεια που μοιάζουν με καταπακτές.
Το δεύτερο πέρασμα ανάμεσα στον πύργο και στο ανατολικό τμήμα της μεταγενέστερης οικιστικής ζώνης δημιουργήθηκε σε υψηλότερη στάθμη από τη «ρίμνη» και εξυπηρετούσε την πρόσβαση στους ορόφους αυτής της ζώνης, με ανάβαση σε κεκλιμένο επίπεδο από το χώμα που βρισκόταν στη θέση της σημερινής σκάλας, απέναντι από την είσοδο του κάστρου. Το πέρασμα αυτό κατέληγε στη βόρεια πλευρά, σε σκάλα που κατέβαζε στο επίπεδο της «ρίμνης», ακριβώς πίσω από το ιερό της εκκλησίας του Χριστού, που καταλαμβάνει τη ΒΔ γωνία του ελεύθερου χώρου του Κάστρου.
Το έμβλημα της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, όπως διασώζεται
στην πρόσοψη κατοικίας, πίσω από την εκκλησία του Χριστού
Σήμερα σώζονται μόνον η βάση από τον κεντρικό πύργο, οι εξωτερικοί τοίχοι του ισογείου και μικρά τμήματα από τους ορόφους, καθώς και μερικά από τα παλιά σπίτια που μαζί με τα νεοτέρα απαρτίζουν την καρδιά της Χώρας της Αντιπάρου.
Η βάση του κεντρικού πύργου του κάστρου, γνωστού ως Το Σπίτι του Άρχοντα
Η είσοδος του κάστρου βρίσκεται στην κεντρική πλατεία του χωριού, πλάι στη Μητρόπολη του Αγ. Νικολάου (κτίσμα του 18ου αιώνα). Χανόμαστε στα λιγοστά ασβεστωμένα σοκάκια του κάστρου με τις λουλουδιασμένες αυλές, τις κρεμαστές μπουκαμβίλιες, τα γιασεμιά, τα ανθισμένα γεράνια, τις λεβάντες που μοσχομυρίζουν, και τα καλαίσθητα μαγαζάκια του κεντρικού πεζόδρομου και γευθείτε τις τοπικές λιχουδιές του νησιού. Μη φανταστείτε όμως ότι όλα αυτά βρίσκονται στην κορυφή κάποιου δύσβατου λόφου. Ο οικισμός είναι κτισμένος σε ίσιωμα και όχι σε ύψωμα, επειδή όλο το νησί είναι σχεδόν επίπεδο. Ο πλακόστρωτος πεζόδρομος οδηγεί στο Σιφνέικο γιαλό. Η καλύτερη ώρα του γιαλού είναι η ώρα του ηλιοβασιλέματος ή όταν έχει πανσέληνο.
Αν ανηφορίσουμε από τη Χώρα προς το παρεκκλήσι του Σταυρού (περίπου 45 λεπτά πεζοπορία), θα δούμε την καλύτερη θέα της περιοχής, σχεδόν όλη την Αντίπαρο, την Πάρο και τα γειτονικά νησάκια.
Το σπήλαιο
Το πιο ενδιαφέρον φυσικό αξιοθέατο του νησιού, που αποτελεί τον κυριότερο πόλο έλξης τουριστών, είναι το φημισμένο σπήλαιο της Αντιπάρου, που έκανε το νησί γνωστό πριν την επέλαση του τουρισμού. Το σπήλαιο, ένα από τα ωραιότερα και πιο μυστηριώδη σπήλαια του κόσμου, βρίσκεται στη ΝΑ πλευρά του νησιού, μόλις 9 χλμ. από τη Χώρα, στο λόφο του Αϊ-Γιάννη, σε υψόμετρο 175 μ. Είναι μουσείο «εν ενεργεία», αναπόσπαστο τμήμα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, σαν έργο της φύσης, με παγκόσμια αξία.
Ο χώρος του σπηλαίου χρησιμοποιήθηκε ως φυσικό καταφύγιο στη νεολιθική εποχή, αλλά και για κεραμική, καθώς και για τη λατρεία της θεάς Αρτέμιδος. Στην είσοδο του χώρου, πάνω στους βράχους, είναι κτισμένο από τον 18ο αιώνα το όμορφο εκκλησάκι του Αϊ-Γιάννη του Σπηλιώτη, με αξιόλογες αγιογραφίες.
Γνωστό από τα αρχαία χρόνια, υπήρξε καταφύγιο επώνυμων και ανώνυμων σε εποχές δύσκολες. Εδώ κρύφτηκαν οι Μακεδόνες που συνωμότησαν κατά του Μ. Αλεξάνδρου. Το 1673, ο Γάλλος αρχαιολόγος μαρκήσιος de Nointel, πρέσβης της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη έμεινε στο σπήλαιο για τρεις ημέρες με 500 συντρόφους του, ενώ λειτούργησε στην Αγία Τράπεζα την ημέρα των Χριστουγέννων. Το 1775 προσήλθε στο σπήλαιο ο μαρκήσιος ντε Σαβέρ και αργότερα ο βασιλιάς Όθωνας, με την Αμαλία και ξένοι περιηγητές. Αρκετοί από τους επισκέπτες, μάλιστα, άφησαν τις υπογραφές τους στους εντυπωσιακούς σταλαγμιτικούς σχηματισμούς, που διακρίνονται ακόμη και σήμερα. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής κατεστράφη τμήμα του σπηλαίου. Μια από τις αρχαιότερες αναφορές στο ιστορικό σπήλαιο είναι αυτή του λυρικού ποιητή Αρχιλόχου της Πάρου, τον 7ο αιώνα π.Χ.
Το σπήλαιο αξιοποιήθηκε πλήρως στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2000, και ο χώρος έχει διαμορφωθεί κατάλληλα για να δεχτεί επισκέπτες, με την τοποθέτηση κιγκλιδωμάτων, την κατασκευή κατάλληλων σκαλοπατιών, τοποθέτηση φωτισμού, καμερών ασφαλείας και ηχείων για την ενημέρωση των επισκεπτών.
Εντυπωσιακοί σταλακτίτες και σταλαγμίτες κοσμούν τις αίθουσες του σπηλαίου, που καλύπτει μια έκταση περίπου 5.600 τ. μ. Το βάθος του είναι πάνω από 100 μ., ενώ η αψιδωτή είσοδός του έχει πλάτος 20 μ. και ύψος περίπου 8 μ.
Ένας πελώριος σταλαγμίτης που βρίσκεται στην είσοδο είναι ίσως ο αρχαιότερος της Ευρώπης και χρονολογείται στα 45.000.000 χρόνια.
Τα σκαλιά είναι κάπως απότομα και χρειάζεται προσοχή, ιδίως αν έχετε μαζί σας παιδιά, όμως πραγματικά αξίζει τον κόπο. Η επίσκεψη στο σπήλαιο αποτελεί μια συγκλονιστική εμπειρία καθώς οι σταλαγμιτικοί σχηματισμοί δημιουργούν μια πραγματικά απόκοσμη ατμόσφαιρα που δύσκολα μπορεί να περιγραφεί. Ο επισκέπτης, καθώς κατεβαίνει τα 400 και πλέον σκαλοπάτια του σπηλαίου, νιώθει δέος και θαυμασμό για το εντυπωσιακό δημιούργημα που φιλοτέχνησε, εδώ και εκατομμύρια χρόνια, η φύση στα σπλάχνα της Αντιπάρου.
Στο πέρασμα των αιώνων, οι επισκέψεις των ανθρώπων δεν ήταν ανώδυνες για το γεωλογικό αυτό μνημείο και οι ζημιές που προκλήθηκαν θεωρούνται ανεπανόρθωτες. Η προσέλευση επισκεπτών είναι μεγάλη, ειδικά το καλοκαίρι που ξεπερνούν τις 10.000. Καθώς αρκετοί απ’ αυτούς μπαίνουν στο σπήλαιο, χωρίς τη συνοδεία ξεναγού, συχνά προκαλούνται καταστροφές στα δημιουργήματα της φύσης, τους εντυπωσιακούς σταλαγμίτες και σταλακτίτες.
Παραλίες και θαλάσσιες σπηλιές
Οι ακτές της Αντίπαρου διακρίνονται για τις χρυσές αμμουδιές και τα πεντακάθαρα νερά τους και γι' αυτό το νησί προσελκύει τουρισμό κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Οι πιο γνωστές παραλίες στην ευρύτερη περιοχή του κεντρικού οικισμού είναι οι Ψαραλυκές. Είναι δύο παραλίες που βρίσκονται νότια της παραλιακής και φημίζονται για τα αλμυρίκια που παρέχουν σκιά πίσω από την αμμουδιά.
Στην πίσω μεριά του Κάστρου, δυτικά από το λιμάνι (500 μέτρα) βρίσκεται η ακρογιαλιά του Σιφνέικου Γιαλού, μια καλή ακτή για μπάνιο, όταν δεν φυσά μελτέμι. Πήρε το όνομά του από το νησί της Σίφνου και είναι γνωστός για τα ψηλά κύματα, λόγω των ανέμων που αναπτύσσονται στην περιοχή. Αν σας αρέσει να βλέπετε τον ήλιο να βυθίζεται στη θάλασσα, τότε εδώ θα απολαύσετε το καλύτερο ηλιοβασίλεμα του νησιού.
Στο βόρειο τμήμα της παραλιακής βρίσκεται η παραλία του camping, η οποία είναι προσβάσιμη με λεωφορείο κι είναι γνωστή για την προσέλκυση γυμνιστών.
Βόρεια της Χώρας της Αντίπαρου και φυσικά σε πολύ μικρή απόσταση (μπορείτε να έρθετε και με τα πόδια), θα προσεγγίσετε την αμμουδιά Θεολόγος, με τη λευκή ψιλή άμμο και τους κέδρους.
Σε απόσταση αναπνοής από το ακρωτήρι Βορινό βρίσκεται το ερημονήσι Διπλό. Στο σημείο αυτό τα νερά έχουν βάθος μόλις 50 πόντους, γεγονός διασκεδαστικό για τους εκατοντάδες τουρίστες που περνούν με τα πόδια απέναντι.
Παραλία Αγ. Γεωργίου
Από το λιμάνι ένας καλός δρόμος με άσφαλτο, που διατρέχει σχεδόν όλο το μήκος των ανατολικών ακτών, οδηγεί στον παραθεριστικό οικισμό του Αγίου Γεωργίου, στο νοτιότερο άκρο της Αντιπάρου, με τις γραφικές ψαροταβέρνες στο φρύδι της θάλασσας. Η τοποθεσία του Αγίου Γεωργίου, όπου έχει αναπτυχθεί ο νεότευκτος οικοδομικός συνεταιρισμός, απέχει μόλις 10 χλμ. από το λιμάνι και βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο του νησιού. Για να φτάσετε εκεί θα σας πάρει περίπου 20 λεπτά οδήγησης με το αυτοκίνητο ή λίγο παραπάνω με την τοπική συγκοινωνία.
Εκεί θα βρεθείτε σε μια από τις πιο όμορφες παραλίες του νησιού, με υπέροχη θέα προς το ακατοίκητο νησάκι Δεσποτικό, που βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από τη στεριά, στη μέση του ομώνυμου κόλπου, και με τη δελεαστική φιγούρα του φράζει τον ορίζοντα.
Η ΝΑ απόληξη του νησιού, νότια της παραλίας του Αγ. Γεωργίου, απέναντι από το Δεσποτικό, που σαν σφήνα στεριάς εισβάλλει στο πέλαγος, η Αντίπαρος εμφανίζει μια άγρια και απρόσιτη γεωμορφολογία, μια ακτή γεμάτη λευκά απότομα βράχια που βουτούν κατακόρυφα στη θάλασσα, σχηματίζοντας θαλάσσιες σπηλιές.
Η ανατολική ακτή είναι κατάστικτη από εξοχικές κατοικίες, ορατές κατά μήκος του δρόμου. Όμως εδώ θα βρείτε και καλές παραλίες για το μπάνιο σας, ξεκινώντας από τις δύο Ψαραλυκές και κατεβαίνοντας προς νότο στον όρμο όπου ξεχωρίζει αυτή κοντά στο εκκλησάκι της Παναγίας (3η Ψαραλυκή), η παραλία στα Γλυφά με τα καταπράσινα αρμυρίκια και το γραφικό ξωκλήσι του Αγίου Αντωνίου (3,5 χλμ. από το λιμάνι).
Η παραλία κοντά στο εκκλησάκι της Παναγιάς
 Αμέσως μετά ακολουθούν οι ακτές Πλάκα και Ακρωτήρι (αυτή προσεγγίζεται πολύ δύσκολα λόγω τον περιφράξεων) και στο τέλος η παραλία Απάντημα, όπου λειτουργούν δυο συμπαθητικά ταβερνάκια.
Ένας κακοτράχαλος χωματόδρομος που διατρέχει τούτη τη φαινομενικά άγονη γη περνά κοντά από την καλογραμμένη αμμουδιά του Σωρού (όπου θα βρείτε παραλιακές ταβέρνες).
Η πορεία σας συνεχίζεται φυσικά σε χωματόδρομο και πάντα με νότια κατεύθυνση για τις δίδυμες ακρογιαλιές του Αγίου Σώστη, που μοιάζουν ιδιαίτερα ελκυστικές με τα κρυστάλλινα νερά τους.
Το τέλος της μικρής αυτής περιπέτειας θα γραφτεί στον απόμερο κλειστό όρμο της Φανερωμένης, όπου ξεχωρίζει πάνω στον βράχο το ομώνυμο ολόλευκο ξωκλήσι. Η τοποθεσία έχει μια πρωτόγονη γοητεία και ο προστατευμένος όρμος, καθώς είναι περίκλειστος από βράχια, δημιουργεί στην πέτρινη αγκαλιά του μια ευρύχωρη πισίνα για μακροβούτια διαρκείας.
Μόνη παραφωνία, το ολόλευκο ξωκλήσι της Φανερωμένης που μοιάζει να ασφυκτιά από τον κακότεχνο μαντρότοιχο που βέβηλα το περισφίγγει. Μόλις 300 μέτρα δυτικά της Φανερωμένης κρύβονται από τα μάτια των πολλών δυο ακόμη λιλιπούτειες παραλίες.
Πολύ εύκολα μπορείτε να ανακαλύψετε και άλλες όμορφες παραλίες του νησιού, όπως στα Καλούδια, στα Λιβάδια
και η παραλία του Αγίου Σπυρίδωνα, με τα ρηχά νερά, ιδανικός παράδεισος για τα παιδιά.
Σε αρκετές από τις παραλίες αυτές, στα ταβερνάκια που βρίσκονται δίπλα στο κύμα, μπορείτε να απολαύσετε φρέσκα ψάρια, θαλασσινά, μαγειρευτά και άλλες τοπικές σπεσιαλιτέ.
Επίλογος
Η Αντίπαρος είναι μικρή, οικεία και όμορφη. Αποτελεί αγαπημένο προορισμό για οικογένειες, για φανατικά ρομαντικούς και για τους λάτρεις ξεχωριστών διακοπών. Οι επισκέπτες μπορούν να περιηγηθούν με ψαροκάικο, να ανακαλύψουν τις μοναχικές παρθένες ακρογιαλιές του Δεσποτικού, τα αρχαία ευρήματα, καθώς και να απολαύσουν μια βουτιά με το ψαροντούφεκο στα καθαρά νερά του Δεσποτικού. Ο εναλλακτικός τουρισμός είναι διαθέσιμος στον επισκέπτη που αναζητά την περιπέτεια και την απόδραση από την καθημερινότητα. Υπάρχουν προτάσεις για πεζοπορίες και ποδηλασία στις απόμακρες παραλίες και στους λόφους, και για φωτογράφηση εκπληκτικών τοπίων. Εάν είστε οπαδός των ήσυχων τόπων και των χαλαρών ρυθμών, δεν έχετε παρά να περάστε τις διακοπές σας στην ήρεμη αγκαλιά της. Με μικρές αποστάσεις, χρώματα αυθεντικά, κυκλαδίτικα και συνήθειες που θυμίζουν ξεχασμένες εποχές, η Αντίπαρος θα σας κερδίσει από την πρώτη στιγμή και χωρίς να κοπιάσει. Όπως κέρδισε και τους παραγωγούς των ελληνικών ταινιών που γυρίστηκαν εδώ και άφησαν εποχή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου