ΓΕΝΙΚΑ
Οι Ρομ (όπως λέγονται οι τσιγγάνοι στην Ελλάδα, ενώ διεθνώς αναφέρονται με το όνομα Roma) είναι λαός, βασικά νομαδικός, που ζει κυρίως στην Ευρώπη. Αν και η εγκατάστασή τους στην Ευρώπη ανάγεται σε χρόνους πριν τον 14ο αιώνα, μόλις στα τέλη του 18ου αιώνα (και με μεγάλη ασφάλεια στον 20ο) έγινε δυνατό να καθοριστεί η καταγωγή τους από τη ΒΔ Ινδία. Γλωσσολογικές έρευνες απέδειξαν ότι η γλώσσα τους παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά με ινδοϊρανικές διαλέκτους αυτής της περιοχής, αν και σήμερα, λόγω της διάσπασης και των περιπλανήσεών τους, μοιράζονται μεταξύ τους λίγα μόνον κοινά γλωσσικά στοιχεία και λίγες κοινές συνήθειες και παραδόσεις.
Υπάρχουν περισσότεροι από 12.000.000 Ρομ που βρίσκονται σε πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να βρεθεί ο ακριβής αριθμός, επειδή οι Ρομ δεν καταγράφονται στις περισσότερες επίσημες αναφορές. Ο αριθμός των Ρομ που ζουν στην Ευρώπη υπολογίζεται, περίπου, σε 6.000.000 άτομα, από τους οποίους οι περισσότεροι είναι εγκατεστημένοι στα Βαλκάνια (κυρίως στη Ρουμανία, όπου υπολογίζεται ότι ζουν περίπου 200.000), ενώ σχετικά πολυάριθμοι είναι και στη Ρωσία, την Ισπανία και τη Γαλλία. Σχετικά λιγότεροι βρίσκονται στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, στη Μ. Ανατολή, στη Β. Αφρική και σε περιοχές της Αυστραλίας. Αντίθετα, στις ΗΠΑ και τον Καναδά, όπου ακολούθησαν το γενικό μεταναστευτικό ρεύμα των αρχών του 20ου αιώνα, ο πληθυσμός τους υπολογίζεται περίπου σε 1.000.000, αν και δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες.
Πολλοί Ρομ δεν αναγνωρίζουν την αληθινή τους εθνική προέλευση για λόγους οικονομικούς και κοινωνικούς. Οι Ρομ είναι μια ευδιάκριτη εθνική μειονότητα, που διακρίνεται τουλάχιστον από το DNA, κι έχουν διασκορπιστεί παγκοσμίως, παρά τις διώξεις και τους κατατρεγμούς δια μέσου των αιώνων. Το ζήτημα της διεθνούς αναγνώρισης των Ρομ ως ξεχωριστής εθνοτικής ομάδας παραμένει εκκρεμές και μόνο στην Ουγγαρία, στη Ρουμανία και στη F.Y.R.O.M. αντιμετωπίζονται ως ξεχωριστή μειονότητα. Στις περισσότερες ώρες της δυτικής Ευρώπης επιχειρήθηκε προσπάθεια ενσωμάτωσής τους στο κοινωνικό σύστημα και περιορίστηκε ο νομαδικός τρόπος ζωής τους, καθώς χαρακτηρίστηκαν παράνομες οι βασικές νομαδικές τους συνήθειες (για παράδειγμα στη Μ. Βρετανία τους αφαιρέθηκε το δικαίωμα να κατασκηνώνουν στην ύπαιθρο ομαδικά), ενώ σε ορισμένες από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται με καχυποψία ή ακόμα και εχθρότητα από τους υπόλοιπους τοπικούς πληθυσμούς.
Οι πρώτες ειδήσεις που αναφέρονται στη διασπορά των Ρομ στις ευρωπαϊκές χώρες χρονολογούνται από το 1417 μ.Χ., όταν πολυάριθμες ομάδες των Ρομ εμφανίστηκαν στη Γερμανία. Οι τότε χρονογράφοι και ιστορικοί της εποχής εκείνης τους περιγράφουν με το όνομα «Τσιάνοι» και υπογραμμίζουν το σκοτεινό δέρμα και τη μαύρη τρίχα τους. Ζούσαν σε σκηνές και περνούσαν μια πολύ σκληρή ζωή. Οι γυναίκες και τα παιδιά μεταφέρονταν σε άμαξες. Κατά τους χρονογράφους, δεν είχαν πατρίδα ούτε θρησκεία, αλλά βεβαίωναν ότι ήταν Χριστιανοί. Είχαν αρχηγούς που ήταν έφιπποι και καλοντυμένοι σε αντίθεση με τους υπόλοιπους, που στην πλειοψηφία τους βάδιζαν σαν μπουλούκι και κυρίως ξυπόλυτοι. Από το 1417 μέχρι το 1430 εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη τη Γερμανία, αλλά και στις Ευρωπαϊκές χώρες. Οι ίδιοι έλεγαν ότι κατάγονταν από τη «Μικρή Αίγυπτο» και οι αρχηγοί τους, που αυτοτιτλοφορούνταν ως «δούκες και κόμητες της Μικράς Αιγύπτου», δήλωναν ότι περιφέρονταν στην Ευρώπη για να εκπληρώσουν ένα θρησκευτικό καθήκον: να προσκυνήσουν στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης και ότι, πριν επιστρέψουν στην πατρίδα τους, θα περνούσαν από την Ιερουσαλήμ για να προσκυνήσουν στους Αγίους Τόπους. Με τη μέθοδο αυτή κατόρθωναν να γίνονται παντού δεκτοί και μάλιστα τους πρόσφεραν άσυλο, περιποιήσεις και δωρεές.
Το 1418, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην Ελβετία, το επόμενο χρόνο στη γαλλική Προβηγκία, το 1422 στην Ιταλία, στην Μπολόνια και μετά στη Ρώμη, το 1427 στο Παρίσι και στη Βόρεια Γαλλία, το 1443 στη Δανία, και μετά από δύο χρόνια, το 1445, στην Ισπανία, όπου όμως υπήρχαν ήδη συγγενικά φύλλα, και τέλος το 1500 στη Μ. Βρετανία Μετά από μερικά χρόνια εμφανίστηκαν σε διάφορα κράτη και οι πρώτοι νόμοι εναντίον τους, καθώς η ιδιαίτερη κουλτούρα τους, τα ήθη και τα έθιμά τους δεν γίνονταν εύκολα αποδεκτά στις χώρες εγκατάστασής τους. Για παράδειγμα, εξαγγέλθηκαν περιοριστικές νομοθεσίες εναντίον τους στην Ισπανία μεταξύ του 1499 και του 1783, στη Γαλλία το 1539, ενώ στη Μ. Βρετανία το 1530 διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα, αλλιώς θα φυλακίζονταν. Λόγω των διωγμών που ακολούθησαν και διήρκεσαν δύο περίπου αιώνες, πολλές ομάδες Ρομ εξαφανίστηκαν, ενώ άλλοι, όπως στη Ρουμανία, υποχρεώθηκαν να γίνουν δουλοπάροικοι και παρέμειναν στην κοινωνική αυτή θέση σε όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, μέχρι το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της χώρας. Διασώθηκαν όμως και πολυάριθμες ομάδες Ρομ, που κατόρθωσαν να επιζήσουν, περιπλανώμενες σε διάφορα κράτη της Ευρώπης.
Από τον 18ο αιώνα, η θέση τους στην Ευρώπη άρχισε να βελτιώνεται. Στην αρχή πάρθηκαν μέτρα προστατευτικά και καταβλήθηκε προσπάθεια για την ηθική τους εξύψωση και διαπαιδαγώγηση στην Αυστρία, όπου εξαναγκάστηκαν να γίνουν αγρότες και μετά στη Γερμανία, όπου ιδρύθηκαν ειδικά σχολεία γι’ αυτούς. Οι προσπάθειες όμως αυτές δεν επέφεραν σημαντικά αποτελέσματα και απέτυχαν οι απόπειρες που έγιναν τον 19ο αιώνα στη Ρωσία, στη Δ. Ευρώπη, καθώς και στη Μ. Βρετανία. Όμως, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, μεγάλο μέρος των Ρομ σε όλες τις χώρες της Ευρώπης έπαψε να ζει νομαδική ζωή και πολλοί Ρομ είναι σήμερα επιστήμονες, σπουδαστές πανεπιστημιακών σχολών, ακόμα και κληρικοί.
Ήδη από τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο και στη συνέχεια μετά τον Β' Παγκόσμιο, η θέση τους, από νομική και κοινωνική άποψη, έγινε δύσκολη. Οι πλανόδιοι Ρομ υπόκειντο σε όλες τις χώρες σε μεγάλους περιορισμούς, συνάντησαν μεγάλα εμπόδια και θεωρήθηκαν παντού ως ανεπιθύμητοι. Γι’ αυτό, οι κάπως προοδευμένοι και μάλιστα οι νεώτεροι Ρομ, αναζήτησαν καλύτερες συνθήκες ζωής και οι περιπλανήσεις τους περιορίστηκαν. Στη Χιτλερική Γερμανία, οι Ρομ δέχτηκαν συστηματικές διώξεις από τους Ναζί στην περίοδο του Β' Παγκοσμίου πολέμου και υπολογίζεται ότι περίπου 250.000 Ρομ εξοντώθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου. Μετά τον πόλεμο, στα κράτη του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού της ανατολικής Ευρώπης αποθαρρύνθηκε ο νομαδικός τρόπος ζωής τους και επιχειρήθηκε η υποχρεωτική ενσωμάτωσή τους στα κοινωνικό σύστημα αυτών των κρατών και η προλεταριοποίησή τους. Στην Ουγγαρία απαγορεύτηκε, λόγω της εξασφάλισης μόνιμης κατοικίας και εργασίας, η συνεχής μετατόπισή τους σε συμβολική περιφορά των αποσκευών τους γύρω από τον συνοικισμό τους, που γινόταν εορταστικά κατά κάποιο τρόπο, μια φορά το χρόνο. Στη Σοβιετική Ένωση επίσης υποχρεώθηκαν σε μόνιμη κατοικία και τους δόθηκαν τα ίδια δικαιώματα με τους υπόλοιπους Σοβιετικούς πολίτες. Αλλά και στην Αγγλία απαγορεύτηκαν οι περιπλανήσεις των Ρομ, οι οποίοι χρησιμοποιούνται ήδη σαν εργάτες στις διάφορες βιομηχανίες της χώρας.
Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗ ΤΟΥΣ ΠΟΡΕΙΑ
Έχουν υπάρξει διάφορες μεγάλες μεταναστεύσεις (διασπορές) στην ιστορία τους:
Η πρώτη ήταν η αρχική διασπορά από την Ινδία, περίπου πριν από 1.000 χρόνια. Μερικοί μελετητές προτείνουν ότι μάλλον έχουν υπάρξει αρκετές μεταναστεύσεις από την Ινδία.
Η δεύτερη μεγάλη μετανάστευση, που ήταν γνωστή ως Aresajipe, ξεκίνησε από τη ΝΔ Ασία προς την Ευρώπη, το 14ο αιώνα μ.Χ.
Η τρίτη μετανάστευση έγινε από την Ευρώπη προς την Αμερική, τον 19ο και τον 20ο αιώνα, μετά από την κατάργηση της σκλαβιάς των Romani στην Ευρώπη, το 1856-1864.
Η γυναίκα, τυπικά, θεωρείται απλό κτήμα του άνδρα, στην πραγματικότητα όμως ασκεί μεγάλη επίδραση στον άντρα της. Ιδίως οι νέες και ωραίες σύζυγοι ασκούν παντοδυναμία, επειδή οι Ρομ είναι πολύ θερμοί στις ερωτικές τους επιθυμίες και παρόλο που είναι πολύ ζηλότυποι, αφήνουν αρκετή ελευθερία στις γυναίκες τους, οι οποίες δεν διακρίνονται για την αυστηρή τους ηθική και συζυγική πίστη, όπως τουλάχιστον είναι καθιερωμένη σε άλλους λαούς.
Σε ό,τι αφορά τις επαγγελματικές τους συνήθειες, στην πλειονότητά τους, οι Ρομ προσπάθησαν να διατηρήσουν και σ’ αυτόν τον τομέα μια ορισμένη αυτονομία. Συνήθως επιδιώκουν να μην έχουν εργοδότες και αποφεύγουν την εργασία με ωράριο και συγκεκριμένο μισθολόγιο. Κατά παράδοση ασχολούνται με το εμπόριο, τις κατασκευές από ξύλο, την κατασκευή οικιακών σκευών, διακοσμητικών κλπ., και ακόμα με τη σιδηρουργία και τη μηχανουργία. Αρκετοί ασχολούνται επίσης με τη μουσική και το χορό, δραστηριότητες που εξασκούν με ιδιαίτερη επιτυχία και θεωρούνται ότι έχουν τη ικανότητα να υιοθετούν τις μουσικές και χορευτικές παραδόσεις των χωρών όπου εγκαθίστανται και να τις αναπαράγουν με δημιουργικό τρόπο, προσαρμοσμένες στο δικό τους ιδιαίτερο ύφος.
Οι νομάδες και οι ημινομάδες Ρομ μετακομίζουν ακολουθώντας είτε ορισμένες εποχές (θερισμός, εργασίες κλπ.), είτε πηγαίνουν σε μεγάλες εμποροπανηγύρεις που γίνονται σε ορισμένο χρόνο, οπότε ασχολούνται με το επάγγελμα του ζωέμπορου, ανταλλάσσουν τα ζώα τους, ή πουλούν τα προϊόντα της εργασίας τους, χαλκώματα, μύλους του καφέ, αντικείμενα από λευκοσίδηρο, πέταλα και διάφορα είδη από σίδερο.
ΟΙ ΡΟΜ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Ο ελληνικός λαός έχει συνηθίσει την παρουσία των Rom από τα παλιά χρόνια. Στις επίσημες στατιστικές αναφέρονται ότι στην Ελλάδα υπάρχουν μερικές χιλιάδες Ρομ, κυρίως Χριστιανοί Ορθόδοξοι, στους οποίους δεν περιλαμβάνονται αυτοί που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, ούτε εκείνοι που έφτασαν από τη Ρουμανία και άλλες Βαλκανικές χώρες, ούτε τέλος όλοι εκείνοι που κατοικούσαν για αιώνες στην Ελλάδα και που ζουν ως νομάδες ή ημινομάδες σε διάφορες περιοχές της χώρας μας. Οι τελευταίοι, σύμφωνα με μέτριους υπολογισμούς, ανέρχονται σε 50-70.000, που κατοικούν στην κεντρική, ανατολική και δυτική Μακεδονία, δηλαδή γύρω από τη Θεσσαλονίκη, Βέροια, Κοζάνη, Σέρβια, Κατερίνη, Φλώρινα, Δράμα, Ξάνθη, Κομοτηνή κλπ. Στη Θράκη επίσης κατοικούν πολυάριθμοι Ρομ, όπως και στην Ήπειρο, στα λεγόμενα Γυφτοζάγορα, στα Ιωάννινα, Κόνιτσα, Μέτσοβο και γύρω από την Πρέβεζα. Επίσης, σε ολόκληρη τη Θεσσαλία υπάρχουν Ρομ, δηλαδή στα περίχωρα του Βόλου και της Λάρισας, στην Καρδίτσα, Τρίκαλα και Καλαμπάκα. Ομάδες Ρομ συναντάμε και στην Εύβοια, πιο πολλοί Ρομ βρίσκονται στη Στερεά Ελλάδα, στον Ορχομενό της Βοιωτίας, στη Λαμία, στα χωριά του Σπερχειού, καθώς και στο Καρπενήσι και στην Αιτωλοακαρνανία (Ποδολοβίτσα κλπ.). Τέλος Ρομ υπάρχουν και σε μερικά νησιά του Αιγαίου, καθώς και στην Πελοπόννησο, μερικοί στην πεδινή Κορινθία, στην Ηλία, Πύλο και στις περιοχές Πατρών και Αιγίου.
Οι Ρομ ανήκουν σε πολυάριθμες φυλές ή φάρες, από τις οποίες οι κυριότερες είναι εκείνες των Μπράγκηδων, Ρουντάρων, Καραγιανναίων, Γκαβιέρων, Χαλδούπηδων, Καλπαζάνηδων, Γιαβούζηδων, Τσικληρήδων κλπ. Φέρουν οικογενειακά επώνυμα, όπως, για παράδειγμα, Σάτρας, Τσιλλιγιρής, Νταλίπης, Καραχάλιος, Μαλαντρίνος, Νάτσιος, Σαρπουνιάς κλπ. Άλλοι μιλάνε τις δικές τους διαλέκτους σαν μητρική τους γλώσσα και άλλοι την ελληνική, διατηρώντας, όμως, και ίχνη της διαλέκτου των προγόνων τους τα οποία χρησιμοποιούν σαν συνθηματικό γλωσσικό ιδίωμα μεταξύ τους. Τέλος, υπολείμματα της μακράς παραμονής τους στην Ελλάδα μπορούν να θεωρηθούν και τα τοπωνύμια που διασώθηκαν στην Ελλάδα μέχρι σήμερα, όπως, για παράδειγμα, Ατσιγγανόκαστρο (Σύρος), Γυφτόκαστρο (Αττική, Μεσολόγγι κλπ.), Γύφτισσα (Αίγιο, Μακεδονία), Κατσιβελιανά (Κρήτη), καθώς και σχετικές λέξεις, όπως τσιγκούνης (φιλάργυρος), αζιγανεύω και αζιγανιά (δόλος, απάτη) (Κρήτη).
Στην Ελλάδα κατά το παρελθόν ασχολήθηκαν με τη σιδηρουργία κυρίως. Άλλες τέχνες που ανέπτυξαν οι νομάδες και για τις οποίες έγιναν συμπαθείς στους Έλληνες είναι το εμπόριο κυρίως ζώων και η μουσική. Σήμερα, αλλά και στο παρελθόν, έχουν αναδειχθεί κι έχουν γίνει διάσημοι στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού κυρίως, πάρα πολλοί Έλληνες Ρομ (όπως οι Αγγελόπουλος, Χατζής και ο γιος του). Οι Ρομ χρησιμοποιήθηκαν, σε πάρα πολλές περιπτώσεις, σαν ιδανικοί εκτελεστές Δημοτικών τραγουδιών. Τα όργανα που αγαπούν είναι κυρίως το κλαρίνο και τα κρουστά. Σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας και ιδιαίτερα στη Στερεά και βόρεια Ελλάδα, οι Ρομ λαμβάνουν ενεργά μέρος σαν οργανοπαίκτες, σε πολλές λαϊκές εορταστικές εκδηλώσεις και τοπικά πανηγύρια. Για παράδειγμα, στις γιορτές του «Μπουρανί» στον Τύρναβο της Θεσσαλίας, στην τελετή της «Περπερίτσας» (Κατερίνη), στη γιορτή «Μπούλες» (Βαρθολομιό). Ιδίως κατά τον εορτασμό της Πρωτομαγιάς (Πάτρα και Κέρκυρα άλλοτε) και της Καθαρής Δευτέρας, θα δούμε πολλές Ρομ «κομπανίες» να προσφέρουν τη χαρά στους πανηγυριώτες έναντι συνήθως μικρής αμοιβής. Παράλληλα, ο ελληνικός λαός αισθάνεται ένα αόριστο δέος προς τους Ρομ, και φοβάται τη βασκανία και τις κατάρες τους. Βεβαίως πάρα πολλοί Ρομ έχουν σταματήσει τη νομαδική ζωή σήμερα και στην Ελλάδα. Κυριότερες σήμερα ασχολίες τους είναι το εμπόριο, κυρίως στις λαϊκές αγορές, η προσφορά εποχιακής εργασίας (στη συλλογή βαμβακιού, καρπουζιών κλπ.) και η μουσική.
ΜΟΥΣΙΚΗ-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Οι Ρομ φημίζονται για την έμφυτη επίδοσή τους στη μουσική. Οι λαϊκοί τους μουσικοί είναι αυτοδίδακτοι και διακρίνονται κυρίως σαν εκτελεστές. Οι Ρομ της Ουγγαρίας κυρίως θεωρούνται απαράμιλλοι βιολιστές και υποστηρίχθηκε ότι αυτοί κυρίως διαμόρφωσαν τη λαϊκή μουσική των Ούγγρων. Εκτός από τους αυτοδίδακτους λαϊκούς μουσικούς, πολλοί Ρομ διακρίθηκαν ως διάσημοι μουσικοί και τραγουδιστές τόσο στην Ουγγαρία, όσο και στη Ρουμανία, όπου σήμερα οι λαϊκές ορχήστρες των Ρομ δεν αποτελούνται πλέον όπως άλλοτε από αυτοδίδακτους και χωρίς θεωρητικές γνώσεις μουσικούς, αλλά συγκροτούνται με μεγάλη φροντίδα. Η μουσική των Ρομ της Ουγγαρίας παρουσιάζει ως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά την ιδιόρρυθμη τομή των μουσικών περιόδων σε τρία, πέντε, έξι και επτά μέτρα, καθώς και τη συχνή αλλαγή μέτρων και αγωγής, ενώ η μουσική τους κλίμακα παρουσιάζει αναλογίες προς τους ιρανικούς και τούρκικους τρόπους και τη βυζαντινή μουσική.
ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Από πολλαπλές έρευνες των διαφόρων ειδικών, οι οποίοι ασχολήθηκαν κατά καιρούς με τους Ρομ, έχει διαπιστωθεί ότι και σήμερα ακόμα διασώζουν ύμνους, εξορκισμούς και μαγικά ρητά με τους οποίους εξαίρεται η παντοδυναμία του Ήλιου και της φωτιάς. Γι’ αυτό, πολλοί από τους μελετητές διατύπωσαν την άποψη ότι οι Ρομ σε παλαιότερες εποχές υπήρξαν ηλιολάτρες και πυρολάτρες. Αυτό δεν είναι απίθανο, επειδή το μεγαλύτερο μέρος των Ρομ στη Δυτική Ευρώπη και στις Βαλκανικές χώρες προέρχονται από το Ιράν, όπου οι πρόγονοί τους έζησαν για πολλούς αιώνες πριν μεταναστεύσουν προς τα δυτικά. Και είναι γνωστό ότι το Ιράν από την αρχαιότητα υπήρξε η κυρίως χώρα της λατρείας του Ηλίου και της φωτιάς.
Σήμερα, οι Ρομ δεν παρουσιάζουν θρησκευτική ομοιογένεια και χαρακτηρίζονται από μεγάλη προσαρμοστικότητα στο θέμα της θρησκείας. Μετά την άφιξή τους στην Ευρώπη οι περισσότεροι έχουν υιοθετήσει την επίσημη θρησκεία της χώρας όπου κατοικούν. Υπάρχουν Χριστιανοί (Καθολικοί, Ορθόδοξοι, Προτεστάντες) και Μουσουλμάνοι, ενώ στα νεότερα κυρίως χρόνια αρκετοί ασπάστηκαν το δόγμα των Πεντηκοστιανών. Έτσι, στην Κρήτη αναφέρονται ως Χριστιανοί Ορθόδοξοι, από το 1832, και στη Δυτική Ευρώπη αναφέρονται ως Καθολικοί. Αναφέρονται ονόματα ιερέων και μοναχών Καθολικών, καθώς και ενός Καρδινάλιου της Ρωμαϊκής Εκκλησίας με τσιγγάνικη καταγωγή. Και στη Ρουμανία υπάρχουν ιερείς Ορθόδοξοι Ρομ. Στη Γαλλία οι Ρομ τιμούν την Αγία Σάρα, την οποία θεωρούν τσιγγάνα και προστάτρια της φυλής τους, υπάρχει μάλιστα στην κωμόπολη Αγία Μαρία της Θάλασσας της Προβηγκίας ένας πολύ αρχαίος ναός με τους τάφους τους. Εκεί γιορτάζουν οι Ρομ της Γαλλίας (24-25 Μαΐου) την προστάτιδά τους, και συγκεντρώνονται πολλές χιλιάδες, όχι μόνο από τη Γαλλία, αλλά και από άλλες χώρες. Στην Πολωνία οι Rom εκδηλώνουν ιδιαίτερη τιμή στην εικόνα της Παναγίας Τσεστοχόβας, που το πρόσωπό της είναι μελαμψό. Οι Ρομ της Τουρκίας είναι στην πλειοψηφία τους Μουσουλμάνοι. Κατά βάθος, όμως, οι Ρομ είναι γενικά αδιάφοροι θρησκευτικά και μόνο τυπικά ή από παράδοση τελούν θρησκευτικές λατρείες, παίρνοντας έτσι αφορμή για να πανηγυρίσουν και να διασκεδάσουν μάλλον, παρά για να προσευχηθούν.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Π. Μπαταγιάρ: «Για την εμφάνιση και εξάπλωση των Βοημών ανά την Ευρώπη» (1844)
Π.Μπαγιάρ: «Νέες έρευνες για την εμφάνιση και εξάπλωση των Βοημών ανά την Ευρώπη» (1849)
Π.Μπαγιάρ: «Πώς έχει το ζήτημα περί της αρχαίας καταγωγής των Τσιγγάνων στην Ευρώπη» (1877)
Γκρέλλμαν: «Οι Τσιγγάνοι» (1737-1787)
Μικλόσιχ: «Περί των εν Ευρώπη Τσιγγάνων» (1872-1880)
Χοπφ: «Οι εν Ευρώπη Τσιγγάνοι» (1870)
Μ. Μπλοκ: «Ήθη και έθιμα των Τσιγγάνων» (1938)
Ευγ. Πιτάρ: «Οι Τσιγγάνοι, ή Βοημοί, Ανθρωπολογικές περί αυτών μελέτες ανά τη Βαλκανική Χερσόνησο» (1932)
Αλ. Πασπάτης: «Μελέτη περί των Τσιγγάνων και της γλώσσας τους» («Πανδώρα», Η’ 1857)
Ιούλ. Μπλος: «Οι Τσιγγάνοι» (1953)
Δ. Γιάτς: «Λαογραφικά περί των εν Αγγλία Τσιγγάνων» (1948)
Γ.Φ. Μπλοκ: «Βιλιογραφία περί των Τσιγγάνων» (1914)
Ανδρεάδης: «Οικονομικαί μελέται περί της Επτανήσου»
Λουκόπουλος: «Γεωργικά και Ποιμενικά της Ρούμελης»
Φαλτάιτς: «Το πρόβλημα περί της καταγωγής των Ατσιγγάνων»
Μπίρης: «Οι γύφτοι» (1942)
Κοραής: «Άτακτα», τόμος Δ’, 1, σελ. 37-38
Οι Ρομ (όπως λέγονται οι τσιγγάνοι στην Ελλάδα, ενώ διεθνώς αναφέρονται με το όνομα Roma) είναι λαός, βασικά νομαδικός, που ζει κυρίως στην Ευρώπη. Αν και η εγκατάστασή τους στην Ευρώπη ανάγεται σε χρόνους πριν τον 14ο αιώνα, μόλις στα τέλη του 18ου αιώνα (και με μεγάλη ασφάλεια στον 20ο) έγινε δυνατό να καθοριστεί η καταγωγή τους από τη ΒΔ Ινδία. Γλωσσολογικές έρευνες απέδειξαν ότι η γλώσσα τους παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά με ινδοϊρανικές διαλέκτους αυτής της περιοχής, αν και σήμερα, λόγω της διάσπασης και των περιπλανήσεών τους, μοιράζονται μεταξύ τους λίγα μόνον κοινά γλωσσικά στοιχεία και λίγες κοινές συνήθειες και παραδόσεις.
Υπάρχουν περισσότεροι από 12.000.000 Ρομ που βρίσκονται σε πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να βρεθεί ο ακριβής αριθμός, επειδή οι Ρομ δεν καταγράφονται στις περισσότερες επίσημες αναφορές. Ο αριθμός των Ρομ που ζουν στην Ευρώπη υπολογίζεται, περίπου, σε 6.000.000 άτομα, από τους οποίους οι περισσότεροι είναι εγκατεστημένοι στα Βαλκάνια (κυρίως στη Ρουμανία, όπου υπολογίζεται ότι ζουν περίπου 200.000), ενώ σχετικά πολυάριθμοι είναι και στη Ρωσία, την Ισπανία και τη Γαλλία. Σχετικά λιγότεροι βρίσκονται στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, στη Μ. Ανατολή, στη Β. Αφρική και σε περιοχές της Αυστραλίας. Αντίθετα, στις ΗΠΑ και τον Καναδά, όπου ακολούθησαν το γενικό μεταναστευτικό ρεύμα των αρχών του 20ου αιώνα, ο πληθυσμός τους υπολογίζεται περίπου σε 1.000.000, αν και δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες.
Οικογένεια Roma από τη Σλοβενία στο νησί Ellis, στη Ν. Υόρκη |
ΙΣΤΟΡΙΑ
Δεν υπάρχουν ασφαλείς πληροφορίες για τη θέση των Ρομ στην ινδική κοινωνία κατά τον Μεσαίωνα. Πιθανολογείται, όμως, ότι ήταν παρίες, που, από τον 9ο αιώνα και μετά, πυκνές ομάδες της νομαδικής αυτής φυλής επιδόθηκαν σε διαδοχικές μεταναστεύσεις, που έλαβαν χώρα σε διάφορες εποχές, και τα διάφορα φύλα ακολούθησαν διάφορες πορείες. Άλλα από αυτά κατευθύνθηκαν στο Αφγανιστάν, Βελουχιστάν και στο Ιράν, όπου παρέμειναν για αρκετούς αιώνες, ενώ άλλα μέσω του Τουρκεστάν κατευθύνθηκαν στη Ν. Ρωσία, στον Καύκασο, στη Μ. Ασία και τις Παραδουνάβιες χώρες. Τέλος, άλλες ομάδες, μετά από μακρά παραμονή στο Ιράν, κατευθύνθηκαν προς τη Μ. Ασία, Συρία, Αίγυπτο και Β. Αφρική και από εκεί στην Ισπανία, ενώ άλλες πυκνές ομάδες άρχισαν να περιτρέχουν για μακρύ χρονικό διάστημα στα εδάφη της Μεσαιωνικής Βυζαντινής αυτοκρατορίας, τόσο στη Μ. Ασία, όσο και στην κυρίως Ελλάδα (όπως τη Θράκη και τη Μακεδονία) και γενικά στα Βαλκάνια. Το βέβαιο είναι ότι κατά τα τέλη του 14ου και στις αρχές του 15ου μ.Χ. αιώνα, δηλαδή μετά την εποχή της επικράτησης των Οθωμανών Τούρκων στα εδάφη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας στη Μ. Ασία και στην Ευρώπη, στη Μακεδονία και τη Θράκη και πριν την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους (1453), πυκνές μάζες Ρομ εγκαταστάθηκαν κυρίως στα Βαλκάνια και στην Κεντρική Ευρώπη, ενώ μέχρι τις αρχές του 16ου αιώνα εξαπλώθηκαν ανά ομάδες στις περισσότερες περιοχές της ηπείρου (Ρωσία, Σκανδιναβία, Γαλλία, Ισπανία, Βρετανία κ.α.). Κανένας δεν ξέρει γιατί οι πρώτοι Ρομ άρχισαν τη μεγάλη περιπλάνησή τους από την Ινδία προς την Ευρώπη και στις άλλες ηπείρους.Οι πρώτες ειδήσεις που αναφέρονται στη διασπορά των Ρομ στις ευρωπαϊκές χώρες χρονολογούνται από το 1417 μ.Χ., όταν πολυάριθμες ομάδες των Ρομ εμφανίστηκαν στη Γερμανία. Οι τότε χρονογράφοι και ιστορικοί της εποχής εκείνης τους περιγράφουν με το όνομα «Τσιάνοι» και υπογραμμίζουν το σκοτεινό δέρμα και τη μαύρη τρίχα τους. Ζούσαν σε σκηνές και περνούσαν μια πολύ σκληρή ζωή. Οι γυναίκες και τα παιδιά μεταφέρονταν σε άμαξες. Κατά τους χρονογράφους, δεν είχαν πατρίδα ούτε θρησκεία, αλλά βεβαίωναν ότι ήταν Χριστιανοί. Είχαν αρχηγούς που ήταν έφιπποι και καλοντυμένοι σε αντίθεση με τους υπόλοιπους, που στην πλειοψηφία τους βάδιζαν σαν μπουλούκι και κυρίως ξυπόλυτοι. Από το 1417 μέχρι το 1430 εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη τη Γερμανία, αλλά και στις Ευρωπαϊκές χώρες. Οι ίδιοι έλεγαν ότι κατάγονταν από τη «Μικρή Αίγυπτο» και οι αρχηγοί τους, που αυτοτιτλοφορούνταν ως «δούκες και κόμητες της Μικράς Αιγύπτου», δήλωναν ότι περιφέρονταν στην Ευρώπη για να εκπληρώσουν ένα θρησκευτικό καθήκον: να προσκυνήσουν στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης και ότι, πριν επιστρέψουν στην πατρίδα τους, θα περνούσαν από την Ιερουσαλήμ για να προσκυνήσουν στους Αγίους Τόπους. Με τη μέθοδο αυτή κατόρθωναν να γίνονται παντού δεκτοί και μάλιστα τους πρόσφεραν άσυλο, περιποιήσεις και δωρεές.
Το 1418, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην Ελβετία, το επόμενο χρόνο στη γαλλική Προβηγκία, το 1422 στην Ιταλία, στην Μπολόνια και μετά στη Ρώμη, το 1427 στο Παρίσι και στη Βόρεια Γαλλία, το 1443 στη Δανία, και μετά από δύο χρόνια, το 1445, στην Ισπανία, όπου όμως υπήρχαν ήδη συγγενικά φύλλα, και τέλος το 1500 στη Μ. Βρετανία Μετά από μερικά χρόνια εμφανίστηκαν σε διάφορα κράτη και οι πρώτοι νόμοι εναντίον τους, καθώς η ιδιαίτερη κουλτούρα τους, τα ήθη και τα έθιμά τους δεν γίνονταν εύκολα αποδεκτά στις χώρες εγκατάστασής τους. Για παράδειγμα, εξαγγέλθηκαν περιοριστικές νομοθεσίες εναντίον τους στην Ισπανία μεταξύ του 1499 και του 1783, στη Γαλλία το 1539, ενώ στη Μ. Βρετανία το 1530 διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα, αλλιώς θα φυλακίζονταν. Λόγω των διωγμών που ακολούθησαν και διήρκεσαν δύο περίπου αιώνες, πολλές ομάδες Ρομ εξαφανίστηκαν, ενώ άλλοι, όπως στη Ρουμανία, υποχρεώθηκαν να γίνουν δουλοπάροικοι και παρέμειναν στην κοινωνική αυτή θέση σε όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, μέχρι το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της χώρας. Διασώθηκαν όμως και πολυάριθμες ομάδες Ρομ, που κατόρθωσαν να επιζήσουν, περιπλανώμενες σε διάφορα κράτη της Ευρώπης.
Από τον 18ο αιώνα, η θέση τους στην Ευρώπη άρχισε να βελτιώνεται. Στην αρχή πάρθηκαν μέτρα προστατευτικά και καταβλήθηκε προσπάθεια για την ηθική τους εξύψωση και διαπαιδαγώγηση στην Αυστρία, όπου εξαναγκάστηκαν να γίνουν αγρότες και μετά στη Γερμανία, όπου ιδρύθηκαν ειδικά σχολεία γι’ αυτούς. Οι προσπάθειες όμως αυτές δεν επέφεραν σημαντικά αποτελέσματα και απέτυχαν οι απόπειρες που έγιναν τον 19ο αιώνα στη Ρωσία, στη Δ. Ευρώπη, καθώς και στη Μ. Βρετανία. Όμως, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, μεγάλο μέρος των Ρομ σε όλες τις χώρες της Ευρώπης έπαψε να ζει νομαδική ζωή και πολλοί Ρομ είναι σήμερα επιστήμονες, σπουδαστές πανεπιστημιακών σχολών, ακόμα και κληρικοί.
Πάντως, ακόμα και πριν τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο υπήρχαν πολλοί Ρομ σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, που συνέχιζαν να ζουν νομαδικά, σύμφωνα με τις παλιές και πατροπαράδοτες συνήθειες της φυλής τους και μάλιστα στη Μ. Βρετανία, όπου η τύχη τους υπήρξε κάπως καλύτερη και όπου από το πρώτο μισό του 19ου αιώνα είχαν ιδρυθεί εταιρείες για τη μελέτη των ηθών, της γλώσσας και γενικά της ζωής τους. Ανεκτή γενικά υπήρξε η θέση τους στην Ουγγαρία και στη Σερβία, όπου πολλοί από αυτούς έχουν αφομοιωθεί με τους ντόπιους, αφού και η ίδια η βασιλική δυναστεία των Καραγεώργηδων θεωρείται ότι κατάγεται από τους Ρομ, όπως και στην Τουρκία, όπου οι λεγόμενοι «Τουρκόγυφτοι», δηλαδή Ρομ, Μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα, ανάμεσα στα άλλα γνωστά επαγγέλματα εξασκούσαν και αυτό του καραγκιοζοπαίχτη. Για την περίπτωση αυτή, πιστεύεται ότι οι πρώτοι που έφεραν από την Ασία τον καραγκιόζη ήταν οι Ρομ και ότι αυτό το θέατρο των σκιών είχε αρχικά θρησκευτική χροιά, ενώ ο ίδιος ο καραγκιόζης θεωρείται ότι ήταν Ρομ.
Γυναίκα Roma στη νήσο Ellis, στη Ν. Υόρκη |
Ζευγάρι Roma στο στρατόπεδο Belzec |
Έχουν υπάρξει διάφορες μεγάλες μεταναστεύσεις (διασπορές) στην ιστορία τους:
Η πρώτη ήταν η αρχική διασπορά από την Ινδία, περίπου πριν από 1.000 χρόνια. Μερικοί μελετητές προτείνουν ότι μάλλον έχουν υπάρξει αρκετές μεταναστεύσεις από την Ινδία.
Η δεύτερη μεγάλη μετανάστευση, που ήταν γνωστή ως Aresajipe, ξεκίνησε από τη ΝΔ Ασία προς την Ευρώπη, το 14ο αιώνα μ.Χ.
Η τρίτη μετανάστευση έγινε από την Ευρώπη προς την Αμερική, τον 19ο και τον 20ο αιώνα, μετά από την κατάργηση της σκλαβιάς των Romani στην Ευρώπη, το 1856-1864.
Μερικοί μελετητές υποστηρίζουν ότι υπάρχει μια μεγάλη μετανάστευση και σήμερα σε εξέλιξη, μετά από την πτώση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Ο πολιτισμός Romani είναι διαφορετικός, με πολλές παραδόσεις και συνήθειες, και η κάθε φυλή έχει τις ιδιαίτερες πεποιθήσεις και τις αρχές της. Θα ήταν λάθος να γενικεύσει κανείς συγκεκριμένους κανόνες που ισχύουν σε μια ορισμένη φυλή. Παρά την πολιτισμική αυτή πολυμορφία, υπάρχουν αρκετές κοινές αξίες σε όλους τους Ρομ: Πίστη στην οικογένεια (γενί), πίστη στην ύπαρξη Θεού (Del) και διαβόλου (beng), αφοσίωση σε πρότυπα και κανόνες, που ποικίλλουν από φυλή σε φυλή και προσαρμοστικότητα στους μεταβαλλόμενους όρους διαβίωσης και επιβίωσης. Υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση των αντιλήψεων των φυλών Ρομ πάνω στο «ποιος είναι» και «ποιος δεν είναι γνήσιος Ρομ» (gajikane = μη Ρομ, ξένος). Αυτός που μπορεί να γίνει αποδεκτός ως «γνήσιος Rom» από μια ομάδα, μπορεί να είναι gadje (μη αποδεκτός, ξένος) σε άλλη. Δεν υπάρχει κάποια φυλή που μπορεί να θεωρηθεί «καθαρόαιμη» Ρομ. Η πολύχρονη επικοινωνία τους και η συνάφειά τους με πάρα πολλά έθνη, τους έχει αναγκαστικά οδηγήσει σε επιμιξίες.
Με το πέρασμα των αιώνων διαμορφώθηκαν ιδιαίτερες ομάδες Ρομ στις χώρες όπου εγκαταστάθηκαν, όπως για παράδειγμα οι Gitanos στην Ισπανία και στην Πορτογαλία, οι Manouches στη Γαλλία, οι Sinti στη Γερμανία και στην υπόλοιπη κεντρική Ευρώπη, οι Romnichals στη Μ. Βρετανία και οι Boyash, Arlie και Gurbeti στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Οι ξένοι λαοί, με τους οποίους ήρθαν σε επαφή, τους ονομάζουν συνήθως «Τσινγιάν» και «Τσιγγάν» (Τούρκοι, Βούλγαροι, Σέρβοι, Ρουμάνοι και Ούγγροι), «Τσίγγαρι» (Ιταλοί), «Τσιγγόινερ» (Γερμανοί), «Εγκυπτενάρεν» (Ολλανδοί), «Τζύπσι» (Άγγλοι), «Αυγίτ» (Αλβανοί). Και οι Γάλλοι παλαιότερα τους ονόμαζαν «Αιγυπτίους», ενώ σήμερα γενικά «Βοημούς» (Boémiens). Οι ίδιοι οι Τσιγγάνοι ονομάζονται μεταξύ τους «Καλέ» και «μελελέ», δηλαδή «λαός μέλας», «μανούχ» (άνθρωπος), «Ρομ». Πολυάριθμοι είναι και οι Vlach Rom που αρχικά ζούσαν κυρίως στη Ρουμανία και σταδιακά επεκτάθηκαν και στις άλλες βαλκανικές χώρες και στην Ουγγαρία.
Οι συνήθειες και η κοινωνική οργάνωση καθεμιάς απ' αυτές τις ομάδες διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Πολλά έθιμα των Ρομ δεν διατηρούνται αναλλοίωτα, αλλά έχουν υποστεί τις επιδράσεις των διαφόρων λαών, με τους οποίους ήρθαν σε συνάφεια και πολλά ακόμα είναι δάνεια και ξένης προέλευσης, ελληνικής, σλαβικής ή ρουμανικής. Παράλληλα, ο νομαδικός τρόπος ζωής των Ρομ περιορίστηκε σημαντικά με το πέρασμα του χρόνου. Οι νομάδες Ρομ, που θεωρούνται και οι φυλετικά πιο καθαροί, ζουν συνήθως οργανωμένοι ανά οικογένειες, θεσμός που παίζει βασικό ρόλο στους Ρομ και μέσα από αυτόν έχει εξελιχθεί ένας ιδιαίτερος σεβασμός απέναντι στους ηλικιωμένους της ομάδας, που θεωρείται απαράβατος. Οι ομάδες αυτές τελούν υπό την αρχηγία ενός εκλεγμένου (δια βοής) ηγέτη, που έχει κατά κάποιο τρόπο δικαστική εξουσία, καθώς και διοικητική όσον αφορά ζητήματα της ζωής της κοινότητας. Ο αιρετός άρχοντάς ρυθμίζει τη ζωή και τις μετακινήσεις της κοινότητας και όταν υπάρχει ανάγκη αντιπροσωπεύει την κοινότητά του απέναντι στις αρχές του κράτους, όπου η ομάδα ζει και κινείται. Ο αρχηγός αυτός έχει και ποινική εξουσία και η αυστηρότερη ποινή είναι η αποπομπή ενός Ρομ από την κοινότητά του, κάτι που εφαρμόζεται κυρίως όταν πρόκειται για κλοπή που γίνεται στους κόλπους της κοινότητας ή σε περίπτωση μοιχείας. Οι κοινότητες των Ρομ είναι συνήθως κλειστές κι επικρατεί η τάση διατήρησης των εθίμων και των παραδόσεών τους, ενώ οι στενές επαφές με άτομα που δεν ανήκουν στους Ρομ αποθαρρύνονται γενικά, γεγονός που πιθανολογείται ότι ανάγεται στις θρησκευτικές αντιλήψεις των Ινδών προγόνων τους.
Αυστηροί κανόνες υπάρχουν, επίσης, σχετικά με τη σεξουαλική ηθική. Οι άντρες παντρεύονται σε νεαρή σχετικά ηλικία και μπαίνουν στην ομάδα της συζύγου, στην οποία ανήκουν και τα παιδιά που γεννιούνται. Σε αρκετές περιπτώσεις, μάλιστα, οι γάμοι (ιδίως στους Vlach Rom) εξακολουθούν να κανονίζονται εκ των προτέρων από τον επικεφαλής της οικογένειας κι αποσκοπούν στη σύσφιγξη των σχέσεων ή στη σύναψη συμμαχίας με κάποια άλλη οικογένεια. Ο σύζυγος παίρνει με τη μορφή προίκας από τους γονείς της νύφης τα απαραίτητα για τη συμβίωση, δηλαδή σκηνή ή ενδεχομένως αμαξόσπιτο, στοιχειώδη έπιπλα, υποζύγια, εργαλεία κλπ. Οι γονείς και οι συγγενείς της νύφης επαγρυπνούν ώστε τα αγαθά που δόθηκαν ως προίκα να χρησιμοποιούνται για την ωφέλεια της νέας οικογένειας και να μη σπαταλούνται άσκοπα από τον άντρα. Σε ορισμένες περιοχές έχει διατηρηθεί επίσης και το έθιμο που ορίζει ότι ο γαμπρός πληρώνει ένα ποσό ως αντίτιμο στην οικογένεια ή στον πατέρα της νύφης.
Στις γυναίκες Ρομ αρέσουν ιδιαίτερα τα κοσμήματα, έστω και τα ευτελή, έχουν ιδιαίτερη κλίση προς τα ζωηρά χρώματα, και το κόκκινα φορέματα, ξοδεύουν πολλά για χάρη της εμφάνισής τους και ευχαρίστως στολίζονται χονδροειδώς πάντοτε, αλλά πολλές φορές και με χάρη και ιδιορρυθμίες, ασκώντας έτσι μεγάλη γοητεία, όχι μόνο στους Ρομ, αλλά και στους ξένους.
Ιδιαίτερη θέση σε κάθε φυλή ή κοινότητα κατέχει η γηραιότερη μεταξύ των γυναικών Ρομ, που λέγεται «Γριά Μητέρα» ή «προμάμμη», η οποία και θεωρείται ο θεματοφύλακας των ηθών και των εθίμων της κοινότητας, τα οποία και ερμηνεύει ή λύει διαφορές, και πολλές φορές δικάζει ανεκκλήτως, γνωρίζει όλα τα μαγικά ρητά, εξορκισμούς, δεσίματα, ερμηνεύει όνειρα και χρησμοδοτεί, διατηρεί δε όλα αυτά σε ιερή παρακαταθήκη και τα παραδίνει στη συνέχεια στη διάδοχό της. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι και ο θεσμός των kris, δηλαδή των συνελεύσεων των αρχηγών της οικογένειας, οι οποίοι συνέρχονται για να επιλύσουν τις τυχόν διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στα άτομα της κοινότητας ή ανάμεσα στις διάφορες οικογένειες. Γενικά, πάντως, εκτιμάται ότι οι Ρομ εμπιστεύονται ακόμα και σήμερα περισσότερο τους δικούς τους εσωτερικούς κανόνες, παρά τις νομοθεσίες των κρατών όπου ζουν.
Η πιο απλή μορφή παροικίας των Ρομ είναι ο κινητός καταυλισμός, όπου για κατοικία χρησιμοποιείται η γνωστή κωνική σκηνή (τσαντίρι) και στην κεντρική και δυτική Ευρώπη το αμαξόσπιτο. Οι νομάδες Ρομ χρησιμοποιούν για κατοικία, όταν αυτό είναι δυνατόν, και φυσικά σπήλαια, τεχνητές τρώγλες ή ακόμα και καλύβες από χορτάρι και λάσπη. Παρόμοιες καλύβες ή ξύλινα παραπήγματα χρησιμοποιούν και οι ημινομάδες, καθώς και οι μόνιμα εγκατεστημένοι Ρομ κοντά στις πόλεις των διαφόρων κρατών των Βαλκανίων και της Κεντρικής Ευρώπης.Σε ό,τι αφορά τις επαγγελματικές τους συνήθειες, στην πλειονότητά τους, οι Ρομ προσπάθησαν να διατηρήσουν και σ’ αυτόν τον τομέα μια ορισμένη αυτονομία. Συνήθως επιδιώκουν να μην έχουν εργοδότες και αποφεύγουν την εργασία με ωράριο και συγκεκριμένο μισθολόγιο. Κατά παράδοση ασχολούνται με το εμπόριο, τις κατασκευές από ξύλο, την κατασκευή οικιακών σκευών, διακοσμητικών κλπ., και ακόμα με τη σιδηρουργία και τη μηχανουργία. Αρκετοί ασχολούνται επίσης με τη μουσική και το χορό, δραστηριότητες που εξασκούν με ιδιαίτερη επιτυχία και θεωρούνται ότι έχουν τη ικανότητα να υιοθετούν τις μουσικές και χορευτικές παραδόσεις των χωρών όπου εγκαθίστανται και να τις αναπαράγουν με δημιουργικό τρόπο, προσαρμοσμένες στο δικό τους ιδιαίτερο ύφος.
Gitanos της Ισπανίας |
ΟΙ ΡΟΜ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Ο ελληνικός λαός έχει συνηθίσει την παρουσία των Rom από τα παλιά χρόνια. Στις επίσημες στατιστικές αναφέρονται ότι στην Ελλάδα υπάρχουν μερικές χιλιάδες Ρομ, κυρίως Χριστιανοί Ορθόδοξοι, στους οποίους δεν περιλαμβάνονται αυτοί που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, ούτε εκείνοι που έφτασαν από τη Ρουμανία και άλλες Βαλκανικές χώρες, ούτε τέλος όλοι εκείνοι που κατοικούσαν για αιώνες στην Ελλάδα και που ζουν ως νομάδες ή ημινομάδες σε διάφορες περιοχές της χώρας μας. Οι τελευταίοι, σύμφωνα με μέτριους υπολογισμούς, ανέρχονται σε 50-70.000, που κατοικούν στην κεντρική, ανατολική και δυτική Μακεδονία, δηλαδή γύρω από τη Θεσσαλονίκη, Βέροια, Κοζάνη, Σέρβια, Κατερίνη, Φλώρινα, Δράμα, Ξάνθη, Κομοτηνή κλπ. Στη Θράκη επίσης κατοικούν πολυάριθμοι Ρομ, όπως και στην Ήπειρο, στα λεγόμενα Γυφτοζάγορα, στα Ιωάννινα, Κόνιτσα, Μέτσοβο και γύρω από την Πρέβεζα. Επίσης, σε ολόκληρη τη Θεσσαλία υπάρχουν Ρομ, δηλαδή στα περίχωρα του Βόλου και της Λάρισας, στην Καρδίτσα, Τρίκαλα και Καλαμπάκα. Ομάδες Ρομ συναντάμε και στην Εύβοια, πιο πολλοί Ρομ βρίσκονται στη Στερεά Ελλάδα, στον Ορχομενό της Βοιωτίας, στη Λαμία, στα χωριά του Σπερχειού, καθώς και στο Καρπενήσι και στην Αιτωλοακαρνανία (Ποδολοβίτσα κλπ.). Τέλος Ρομ υπάρχουν και σε μερικά νησιά του Αιγαίου, καθώς και στην Πελοπόννησο, μερικοί στην πεδινή Κορινθία, στην Ηλία, Πύλο και στις περιοχές Πατρών και Αιγίου.
Οι Ρομ ανήκουν σε πολυάριθμες φυλές ή φάρες, από τις οποίες οι κυριότερες είναι εκείνες των Μπράγκηδων, Ρουντάρων, Καραγιανναίων, Γκαβιέρων, Χαλδούπηδων, Καλπαζάνηδων, Γιαβούζηδων, Τσικληρήδων κλπ. Φέρουν οικογενειακά επώνυμα, όπως, για παράδειγμα, Σάτρας, Τσιλλιγιρής, Νταλίπης, Καραχάλιος, Μαλαντρίνος, Νάτσιος, Σαρπουνιάς κλπ. Άλλοι μιλάνε τις δικές τους διαλέκτους σαν μητρική τους γλώσσα και άλλοι την ελληνική, διατηρώντας, όμως, και ίχνη της διαλέκτου των προγόνων τους τα οποία χρησιμοποιούν σαν συνθηματικό γλωσσικό ιδίωμα μεταξύ τους. Τέλος, υπολείμματα της μακράς παραμονής τους στην Ελλάδα μπορούν να θεωρηθούν και τα τοπωνύμια που διασώθηκαν στην Ελλάδα μέχρι σήμερα, όπως, για παράδειγμα, Ατσιγγανόκαστρο (Σύρος), Γυφτόκαστρο (Αττική, Μεσολόγγι κλπ.), Γύφτισσα (Αίγιο, Μακεδονία), Κατσιβελιανά (Κρήτη), καθώς και σχετικές λέξεις, όπως τσιγκούνης (φιλάργυρος), αζιγανεύω και αζιγανιά (δόλος, απάτη) (Κρήτη).
Στην Ελλάδα κατά το παρελθόν ασχολήθηκαν με τη σιδηρουργία κυρίως. Άλλες τέχνες που ανέπτυξαν οι νομάδες και για τις οποίες έγιναν συμπαθείς στους Έλληνες είναι το εμπόριο κυρίως ζώων και η μουσική. Σήμερα, αλλά και στο παρελθόν, έχουν αναδειχθεί κι έχουν γίνει διάσημοι στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού κυρίως, πάρα πολλοί Έλληνες Ρομ (όπως οι Αγγελόπουλος, Χατζής και ο γιος του). Οι Ρομ χρησιμοποιήθηκαν, σε πάρα πολλές περιπτώσεις, σαν ιδανικοί εκτελεστές Δημοτικών τραγουδιών. Τα όργανα που αγαπούν είναι κυρίως το κλαρίνο και τα κρουστά. Σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας και ιδιαίτερα στη Στερεά και βόρεια Ελλάδα, οι Ρομ λαμβάνουν ενεργά μέρος σαν οργανοπαίκτες, σε πολλές λαϊκές εορταστικές εκδηλώσεις και τοπικά πανηγύρια. Για παράδειγμα, στις γιορτές του «Μπουρανί» στον Τύρναβο της Θεσσαλίας, στην τελετή της «Περπερίτσας» (Κατερίνη), στη γιορτή «Μπούλες» (Βαρθολομιό). Ιδίως κατά τον εορτασμό της Πρωτομαγιάς (Πάτρα και Κέρκυρα άλλοτε) και της Καθαρής Δευτέρας, θα δούμε πολλές Ρομ «κομπανίες» να προσφέρουν τη χαρά στους πανηγυριώτες έναντι συνήθως μικρής αμοιβής. Παράλληλα, ο ελληνικός λαός αισθάνεται ένα αόριστο δέος προς τους Ρομ, και φοβάται τη βασκανία και τις κατάρες τους. Βεβαίως πάρα πολλοί Ρομ έχουν σταματήσει τη νομαδική ζωή σήμερα και στην Ελλάδα. Κυριότερες σήμερα ασχολίες τους είναι το εμπόριο, κυρίως στις λαϊκές αγορές, η προσφορά εποχιακής εργασίας (στη συλλογή βαμβακιού, καρπουζιών κλπ.) και η μουσική.
ΜΟΥΣΙΚΗ-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Οι Ρομ φημίζονται για την έμφυτη επίδοσή τους στη μουσική. Οι λαϊκοί τους μουσικοί είναι αυτοδίδακτοι και διακρίνονται κυρίως σαν εκτελεστές. Οι Ρομ της Ουγγαρίας κυρίως θεωρούνται απαράμιλλοι βιολιστές και υποστηρίχθηκε ότι αυτοί κυρίως διαμόρφωσαν τη λαϊκή μουσική των Ούγγρων. Εκτός από τους αυτοδίδακτους λαϊκούς μουσικούς, πολλοί Ρομ διακρίθηκαν ως διάσημοι μουσικοί και τραγουδιστές τόσο στην Ουγγαρία, όσο και στη Ρουμανία, όπου σήμερα οι λαϊκές ορχήστρες των Ρομ δεν αποτελούνται πλέον όπως άλλοτε από αυτοδίδακτους και χωρίς θεωρητικές γνώσεις μουσικούς, αλλά συγκροτούνται με μεγάλη φροντίδα. Η μουσική των Ρομ της Ουγγαρίας παρουσιάζει ως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά την ιδιόρρυθμη τομή των μουσικών περιόδων σε τρία, πέντε, έξι και επτά μέτρα, καθώς και τη συχνή αλλαγή μέτρων και αγωγής, ενώ η μουσική τους κλίμακα παρουσιάζει αναλογίες προς τους ιρανικούς και τούρκικους τρόπους και τη βυζαντινή μουσική.
Πολλοί μεγάλοι μουσικοί, μεταξύ των οποίων οι Μπετόβεν, Σούμπερτ, Λιστ, εμπνεύστηκαν θέματα από τη μουσική των Ρομ, όπως ο Λιστ την «Ουγγρική Ραψωδία» του. Ο Λιστ έγραψε και σπουδαίο ειδικό έργο για τη Μουσική των Ούγγρων Τσιγγάνων, που δημοσιεύθηκε στα γαλλικά (Παρίσι, 1859). Πολύ ωραία είναι επίσης και τα λαϊκά ποιήματα των Ρομ της Ρουμανίας, καθώς και της Ισπανίας, όπου οι γυναίκες των Ρομ διακρίνονται ως χορεύτριες. Για τους Ρομ και την ιδιόρρυθμη ζωή τους ασχολήθηκαν και πολλοί λογοτέχνες, μεταξύ των οποίων ο Θερβάντες (Γυφτοπούλα), ο Ουώλτερ Σκοτ, ο Προσπέρ Μεριμέ (Κάρμεν), ο Ζαν Ρισπέν κ.ά. Επίσης και Έλληνες λογοτέχνες περιέγραψαν τη ζωή των Ρομ, όπως ο Βιζυηνός, ο Παπαδιαμάντης, ο Δροσίνης και ο Παλαμάς, ο οποίος από τη ζωή τους εμπνεύστηκε τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου».
ΓΛΩΣΣΑ
Οι Ρομ, μόλις πρωτοπάτησαν το πόδι τους στην Ευρώπη, συνάντησαν την ελληνική γλώσσα που κυριαρχούσε τότε. Συνέπεια του γεγονότος αυτού είναι ότι πάρα πολλά στοιχεία της ελληνικής ενσωματώθηκαν στις διαλέκτους τους. Η γλώσσα των Ρομ δέχτηκε μεγάλες επιδράσεις από τις γλώσσες που ομιλούνται στις χώρες όπου κατά καιρούς εγκαταστάθηκαν. Το φαινόμενο αυτό είναι πιο έντονο στους Ρομ της Βλαχίας, οι οποίοι ανέπτυξαν ένα γλωσσικό ιδίωμα που περιλαμβάνει πολλά στοιχεία από τις ρομανικές γλώσσες και ιδιαίτερα από τις διαλέκτους της Βλαχίας και των Καρπαθίων. Μιας και οι Ρομ δεν έχουν γραπτή γλώσσα, υπάρχει μεγάλη δυσκολία στην καταγραφή, διατήρηση και μελέτη του γλωσσικού τους ιδιώματος. Οι διάφορες ομάδες μιλούν ιδιώματα που έχουν αρκετά μεγάλη σχέση μεταξύ τους και συναπαρτίζουν αυτό που αποκαλείται «τσιγγάνικη διάλεκτος». Συνήθως, χρησιμοποιείται μεταξύ τους σαν συνθηματική γλώσσα. Στις επαφές τους με τους ντόπιους χρησιμοποιούν τη γλώσσα του τόπου που διαμένουν.ΓΛΩΣΣΑ
ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Από πολλαπλές έρευνες των διαφόρων ειδικών, οι οποίοι ασχολήθηκαν κατά καιρούς με τους Ρομ, έχει διαπιστωθεί ότι και σήμερα ακόμα διασώζουν ύμνους, εξορκισμούς και μαγικά ρητά με τους οποίους εξαίρεται η παντοδυναμία του Ήλιου και της φωτιάς. Γι’ αυτό, πολλοί από τους μελετητές διατύπωσαν την άποψη ότι οι Ρομ σε παλαιότερες εποχές υπήρξαν ηλιολάτρες και πυρολάτρες. Αυτό δεν είναι απίθανο, επειδή το μεγαλύτερο μέρος των Ρομ στη Δυτική Ευρώπη και στις Βαλκανικές χώρες προέρχονται από το Ιράν, όπου οι πρόγονοί τους έζησαν για πολλούς αιώνες πριν μεταναστεύσουν προς τα δυτικά. Και είναι γνωστό ότι το Ιράν από την αρχαιότητα υπήρξε η κυρίως χώρα της λατρείας του Ηλίου και της φωτιάς.
Σήμερα, οι Ρομ δεν παρουσιάζουν θρησκευτική ομοιογένεια και χαρακτηρίζονται από μεγάλη προσαρμοστικότητα στο θέμα της θρησκείας. Μετά την άφιξή τους στην Ευρώπη οι περισσότεροι έχουν υιοθετήσει την επίσημη θρησκεία της χώρας όπου κατοικούν. Υπάρχουν Χριστιανοί (Καθολικοί, Ορθόδοξοι, Προτεστάντες) και Μουσουλμάνοι, ενώ στα νεότερα κυρίως χρόνια αρκετοί ασπάστηκαν το δόγμα των Πεντηκοστιανών. Έτσι, στην Κρήτη αναφέρονται ως Χριστιανοί Ορθόδοξοι, από το 1832, και στη Δυτική Ευρώπη αναφέρονται ως Καθολικοί. Αναφέρονται ονόματα ιερέων και μοναχών Καθολικών, καθώς και ενός Καρδινάλιου της Ρωμαϊκής Εκκλησίας με τσιγγάνικη καταγωγή. Και στη Ρουμανία υπάρχουν ιερείς Ορθόδοξοι Ρομ. Στη Γαλλία οι Ρομ τιμούν την Αγία Σάρα, την οποία θεωρούν τσιγγάνα και προστάτρια της φυλής τους, υπάρχει μάλιστα στην κωμόπολη Αγία Μαρία της Θάλασσας της Προβηγκίας ένας πολύ αρχαίος ναός με τους τάφους τους. Εκεί γιορτάζουν οι Ρομ της Γαλλίας (24-25 Μαΐου) την προστάτιδά τους, και συγκεντρώνονται πολλές χιλιάδες, όχι μόνο από τη Γαλλία, αλλά και από άλλες χώρες. Στην Πολωνία οι Rom εκδηλώνουν ιδιαίτερη τιμή στην εικόνα της Παναγίας Τσεστοχόβας, που το πρόσωπό της είναι μελαμψό. Οι Ρομ της Τουρκίας είναι στην πλειοψηφία τους Μουσουλμάνοι. Κατά βάθος, όμως, οι Ρομ είναι γενικά αδιάφοροι θρησκευτικά και μόνο τυπικά ή από παράδοση τελούν θρησκευτικές λατρείες, παίρνοντας έτσι αφορμή για να πανηγυρίσουν και να διασκεδάσουν μάλλον, παρά για να προσευχηθούν.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Π. Μπαταγιάρ: «Για την εμφάνιση και εξάπλωση των Βοημών ανά την Ευρώπη» (1844)
Π.Μπαγιάρ: «Νέες έρευνες για την εμφάνιση και εξάπλωση των Βοημών ανά την Ευρώπη» (1849)
Π.Μπαγιάρ: «Πώς έχει το ζήτημα περί της αρχαίας καταγωγής των Τσιγγάνων στην Ευρώπη» (1877)
Γκρέλλμαν: «Οι Τσιγγάνοι» (1737-1787)
Μικλόσιχ: «Περί των εν Ευρώπη Τσιγγάνων» (1872-1880)
Χοπφ: «Οι εν Ευρώπη Τσιγγάνοι» (1870)
Μ. Μπλοκ: «Ήθη και έθιμα των Τσιγγάνων» (1938)
Ευγ. Πιτάρ: «Οι Τσιγγάνοι, ή Βοημοί, Ανθρωπολογικές περί αυτών μελέτες ανά τη Βαλκανική Χερσόνησο» (1932)
Αλ. Πασπάτης: «Μελέτη περί των Τσιγγάνων και της γλώσσας τους» («Πανδώρα», Η’ 1857)
Ιούλ. Μπλος: «Οι Τσιγγάνοι» (1953)
Δ. Γιάτς: «Λαογραφικά περί των εν Αγγλία Τσιγγάνων» (1948)
Γ.Φ. Μπλοκ: «Βιλιογραφία περί των Τσιγγάνων» (1914)
Ανδρεάδης: «Οικονομικαί μελέται περί της Επτανήσου»
Λουκόπουλος: «Γεωργικά και Ποιμενικά της Ρούμελης»
Φαλτάιτς: «Το πρόβλημα περί της καταγωγής των Ατσιγγάνων»
Μπίρης: «Οι γύφτοι» (1942)
Κοραής: «Άτακτα», τόμος Δ’, 1, σελ. 37-38
Σε παλαιά έκδοση της εγκυκλοπαίδειας του Ελευθερουδάκη, και στο λήμμα "αθίγγανοι" διάβασα σχετικά, ότι ήταν μία φυλή από τα βάθη της Ασίας που πέρασαν τις πύλες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας περί το 1300 μ.Χ. εποικίζοντας τμήματα της Δωδεκανήσου, κυρίως στην Ρόδο. Οι βυζαντινοί θεώρησαν ότι επρόκειτο γιά μειονότητα Ασιατών, οπαδών μίας αίρεσης, διότι δεν άφηναν μη μέλη της φυλής τους να τους αγγίζουν. Μάλιστα, όταν ήθελαν να δώσουν αντικείμενα σε άτομα που δεν ανήκαν στην φυλή τους, τα εξέθεταν στην ανοικτή παλάμη τους ούτως ώστε ο παραλήπτης να μπορεί να τα πάρει χωρίς να τους αγγίξει. Οι Βυζαντινοί τους ονόμασαν "αθίγγανους" από το στερητικό -α και το ρήμα "θιγγάνω" δηλ. θίγω, αγγίζω -τους ονόμασαν δηλαδή άθικτους, πιστεύοντας ότι οι ίδιοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως εκπροσώπους κάποιας αγνής θεότητας και δεν ήθελαν να τους αγγίζουν οι ξένοι γιά να μην τους μολύνουν. Όμως, αν διαβάσετε το βιβλίο της Αρουντάτι Ρόι "Ο Θεός των μικρών πραγμάτων" θα κατανοήσετε ότι τα άτομα που συμπεριφέρονταν με αυτόν τον τρόπο στην Ινδία, και που επίσης ονομάζονταν από τα βάθη των αιώνων "άθικτοι" από τους ίδιους τους συμπατριώτες τους, δεν ήταν άλλοι από τα μέλη της κατώτερης κάστας Ινδών, τους λεγόμενους "Παρουάν", τους οποίους οι ανώτερες κάστες θεωρούσαν μιασμένους, τους ανάγκαζαν να σκουπίζουν τις πατημασιές τους πισωπατώντας, για να μην μολύνουν τους δημόσιους δρόμους και να εκθέτουν πράγματα στην ανοικτή τους παλάμη, ούτως ώστε οι υπόλοιποι να μπορούν να τα παίρνουν χωρίς να τους αγγίζουν με κίνδυνο να μολυνθούν. Οι Βυζαντινοί ποτέ δεν κατάλαβαν ότι η ιδιόρρυθμη αυτή συνήθεια οφειλόταν στο ότι οι Αθίγγανοι δεν ήθελαν να μολύνουν τους άλλους και όχι στο ότι δεν ήθελαν να μολυνθούν οι ίδιοι.... Είναι προφανές ότι τα προσωνύμια "τσιγγάνοι", "τσιάνοι" κλπ. είναι παραφθορές του χαρακτηρισμού "αθίγγανοι".
ΑπάντησηΔιαγραφή