13 Ιουν 2012

Η Μικρασιατική εκστρατεία (Β' Μέρος)

ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΩΝ ΣΕΒΡΩΝ
Στις 28 Ιουλίου 1920 (παλαιό ημερολόγιο), στο παρισινό προάστιο των Σεβρών, υπογράφηκε η Συνθήκη Ειρήνης Ελλάδας - Τουρκίας, που έμεινε γνωστή ως «Συνθήκη των Σεβρών» και θεωρήθηκε η μεγαλύτερη επιτυχία του Ελληνικού Έθνους μετά την επανάσταση του 1821. Με τη συμφωνία, που υπέγραψε η ηττημένη του πολέμου, η Οθωμανική Τουρκία παραχωρούσε στην Ελλάδα τη Δυτική και την Ανατολική Θράκη μέχρι τη γραμμή Αίνου - Μήδειας (στην περιοχή Τσατάλτζα), στα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης, καθώς επίσης την Ίμβρο και την Τένεδο. Αναγνωρίστηκε η επικυριαρχία του Σουλτάνου στην καταληφθείσα περιοχή, αλλά παραχωρήθηκε στην ελληνική κυβέρνηση η άσκηση εξουσίας στη Σμύρνη και την περιοχή της. Το χρονοδιάγραμμα προέβλεπε ελληνική διοίκηση για την επόμενη πενταετία, μετά την οποία δινόταν η δυνατότητα με τη διενέργεια δημοψηφίσματος να περιέλθει οριστικά στην ελληνική επικράτεια. Αναγνώριζε την πλήρη κυριαρχία της Ελλάδας στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, κήρυττε πλήρως αποστρατικοποιημένη ζώνη τα Δαρδανέλια, επικύρωνε την προσάρτηση της Κύπρου στην Αγγλία. Επέβαλλε στην Τουρκία καθεστώς διομολογήσεων, διεθνή οικονομικό και στρατιωτικό έλεγχο. Με ξεχωριστή συμφωνία η Ιταλία συναινούσε να αποδώσει και τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα, εκτός από την αυτόνομη Ρόδο. Η Τουρκία περιορίζονταν στο κεντρικό οροπέδιο, και δινόταν ανεξαρτησία στην Αρμενία, στο Κουρδιστάν και στη Συρία. Τέλος, σύμφωνα με τη συνθήκη, θα δικάζονταν και θα τιμωρούνταν οι υπαίτιοι για τα εγκλήματα που διεπράχθησαν κατά των Χριστιανών Οθωμανών υπηκόων. Η αυτονομία του Πόντου θα ήταν θέμα χρόνου. Η Μεγάλη Ιδέα γινόταν πραγματικότητα. Με το πρώτο άγγελμα της Συνθήκης των Σεβρών ο Ελληνισμός, τόσο ο ελεύθερος όσο και ο αλύτρωτος πανηγύρισε. Η Οθωμανική αυτοκρατορία μεταλλασσόταν σ’ ένα ασήμαντο κρατίδιο μέσα στην έρημο της Καππαδοκίας, περιτριγυρισμένη από λαούς που είχε καταδυναστέψει στο παρελθόν.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις, που υπέγραψαν τη συνθήκη, θα την υπονόμευαν. Η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας ανακήρυξε εθνοπροδότες όλους τους Οθωμανούς αξιωματούχους που την υπέγραψαν και την κήρυξε άκυρη. Ο Πρόεδρος της Γαλλίας Πουανκαρέ θα δήλωνε: «Αποδείχθηκε πιο εύθραυστη κι από τις πορσελάνες του τόπου της υπογραφής της». Ο Άγγλος αντιβασιλέας των Ινδιών ζητούσε άμεση αναθεώρηση της συνθήκης που ταπείνωνε τον σουλτάνο, προκαλώντας εξεγέρσεις χιλιάδων Μουσουλμάνων στις Ινδίες, στην Αραβία την Αίγυπτο κι αλλού. Στις 30 Ιουλίου 1920, ο Ύπατος Αρμοστής της Σμύρνης ειδοποίησε το νομάρχη Μπεσήμ Μπέη για τη μεταβίβαση της διοίκησης της νομαρχίας, σε εκπρόσωπο της ελληνικής κυβέρνησης. Μετά την κατάλυση των τουρκικών αρχών αναδιοργανώθηκαν οι ελληνικές υπηρεσίες και συνεχίσθηκε με εντατικότερο ρυθμό η εργασία αποπεράτωσης του Ιωνικού Πανεπιστημίου. Την οργάνωσή του ανέλαβε ο Έλληνας μαθηματικός, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Βερολίνου, Κωνσταντίνος Καραθεοδωρής.
ΑΣΤΑΘΗΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ
Η συμφωνία των Σεβρών αποτέλεσε μια τεράστια διπλωματική επιτυχία του Βενιζέλου, την οποία όμως δεν επικύρωσε επίσημα σχεδόν καμιά από τις πλευρές που την υπέγραψαν και την οποία ουδέποτε αναγνώρισε ο Μουσταφά Κεμάλ. Ο Κεμάλ ήταν περίφημος αξιωματικός του τουρκικού στρατού που είχε διακριθεί στην αντίσταση κατά των δυτικών δυνάμεων στη χερσόνησο της Καλλίπολης, όπου η Αντάντ υπέστη πανωλεθρία. Ο Κεμάλ οργάνωσε ανταρτικό στρατό και όρισε την Άγκυρα ως έδρα της επαναστατικής του κυβέρνησης, κηρύσσοντας αγώνα μέχρις εσχάτων. Από την άλλη πλευρά, ο Βενιζέλος, συνειδητοποιώντας ότι η συνθήκη των Σεβρών κινδύνευε να παραμείνει «νεκρό γράμμα», αποφάσισε να την επιβάλει με τα όπλα και διέταξε το καλοκαίρι του 1920, την εντατικοποίηση των στρατιωτικών επιχειρήσεων και τη γενίκευση της σύγκρουσης (που γρήγορα μετατράπηκε σε ολοκληρωτικό πόλεμο) στη Μικρασιατική ενδοχώρα, υπό το στρατηγό Λεωνίδα Παρασκευόπουλο. Ο ελληνικός στρατός, παρά τις δολιοφθορές των άτακτων Τσετών κατόρθωσε να καταλάβει μια σειρά από πόλεις στις οποίες κατοικούσαν ελληνικής καταγωγής πληθυσμοί και να δώσει το δικαίωμα στην πολιτική ηγεσία να ελπίζει σε περιορισμό του τουρκικού στοιχείου στα οροπέδια της κεντρικής Ασίας. Παράλληλα, μια σειρά από πολιτιστικές και κοινωνικές πρωτοβουλίες της ελληνικής διοίκησης της Μ. Ασίας, όπως αρχαιολογικές ανασκαφές, ιδρύσεις εκπαιδευτικών και άλλων ιδρυμάτων αποσκοπούσαν στην εμπέδωση της ελληνικής συνείδησης των κατοίκων και τη δημιουργία υποδομών για την οριστική ενσωμάτωση των απελευθερωμένων περιοχών στην ελληνική επικράτεια.
ΙΟΥΛΙΑΝΑ - ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΔΡΑΓΟΥΜΗ
Τη μεγαλύτερη στιγμή της σταδιοδρομίας του, ο Βενιζέλος θα την πλήρωνε με μια απόπειρα δολοφονίας στον παρισινό σταθμό της Λυών. Δυο βασιλόφρονες απότακτοι αξιωματικοί, πυροβόλησαν κατά του Βενιζέλου και τον τραυμάτισαν στο χέρι. Μόλις έγινε γνωστή η απόπειρα στην Αθήνα, χιλιάδες βενιζελικοί βγήκαν στους δρόμους της πρωτεύουσας κι άρχισαν να καταστρέφουν σπίτια, γραφεία και καταστήματα αντιβενιζελικών εφημερίδων. Συνελήφθησαν στελέχη της αντιπολίτευσης, όπως ο Μερκούρης, Μπούσιος, Στρατηγός, Στράτος και Ρούφος. Οι βανδαλισμοί των βενιζελικών έμειναν γνωστοί ως «Ιουλιανά». Έτσι, παρά τη διαφαινόμενη καθιέρωση της χώρας ως μιας περιφερειακής βαλκανικής δύναμης που εκτεινόταν γεωγραφικά σε δυο ηπείρους και πέντε θάλασσες, μετά τις αυθαιρεσίες των βενιζελικών κατά των φιλομοναρχικών, η δυσαρέσκεια του κόσμου αυξήθηκε.
Ανάμεσα στις αυθαιρεσίες ήταν η δολοφονία του επιφανούς στελέχους της αντιβενιζελικής παράταξης αγωνιστή, λογίου και πολιτικού Ίωνα Δραγούμη. Το μεσημέρι της 31ης Ιουλίου, ο Ίων Δραγούμης, παρά τις ικεσίες της Μ. Κοτοπούλη, άφησε την έπαυλή της στην Κηφισιά και κατέβηκε με το αυτοκίνητό του στο κέντρο των Αθηνών. Στους Αμπελόκηπους, τα Τάγματα Ασφαλείας του μακεδονομάχου Παύλου Γύπαρη τον συλλαμβάνουν και μπροστά στα μάτια του Εμ. Μπενάκη τον εκτελούν. Ο Μπενάκης τον μισούσε, επειδή ο Δραγούμης είχε ζήσει έναν τρελό έρωτα με την παντρεμένη κόρη του, Πηνελόπη Δέλτα. Έτσι βρήκε άδοξο θάνατο ο αδελφός της γυναίκας του Π. Μελά και άδολος πατριώτης Ίων Δραγούμης. Παράλληλα, η οργισμένη και συνασπισμένη αντιπολίτευση δήλωνε ότι θα εξασφάλιζε την επιστροφή των ταλαιπωρημένων στρατιωτών, που βρίσκονταν στα όπλα από το 1912 χωρίς σχεδόν καμία διακοπή. Στις 12 Οκτωβρίου 1920 πέθανε ξαφνικά, μετά από δάγκωμα πιθήκου στο Τατόι, ο νεαρός βασιλιάς Αλέξανδρος Α', που είχε διαδεχθεί τον έκπτωτο πατέρα του. Ήταν ένα πλήγμα για τον Βενιζέλο, αφού ο βασιλιάς είχε αρμονική συνεργασία μαζί του, υπήρξε υποστηρικτής του, διαλλακτικός και ήπιος και αποτελούσε εγγύηση για την ενότητα του κράτους. Η ξαφνική απώλειά του επέτεινε την πολιτική αστάθεια.
Ο Κωνσταντίνος που θα τον διαδεχόταν ήταν ανεπιθύμητος από τις Μεγάλες Δυνάμεις, αδιάλλακτος, φανατικός πολέμιος του Βενιζέλου και υποδαύλιζε τα μίση μεταξύ των δυο πολιτικών ομάδων που υπήρχαν την εποχή εκείνη. Δεν παραβλέπουμε το γεγονός ότι η κυβέρνηση του Βενιζέλου φέρει ευθύνες για την εσωτερική διχόνοια, επειδή είχε καταδιώξει άγρια τους πολιτικούς της αντιπάλους, και ο Γούναρης στους λόγους του μιλούσε για «επαίσχυντο εσωτερικό ζυγό, που τόσο βαριά καθόταν στον τράχηλο ολόκληρης της χώρας».

ΕΚΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΗΤΤΑ
Κρίσιμη καμπή για την εξέλιξη της Μικρασιατικής εκστρατείας αποτέλεσαν οι εκλογές του 1920. Ο Βενιζέλος, σε καιρό πολέμου, αναγκάσθηκε να προσφύγει σε εκλογές. Ήταν το μεγαλύτερο πολιτικό του λάθος. Την 1η Νοεμβρίου 1920, το αποτέλεσμα των εκλογών, που έδειξε τη δυσαρέσκεια του Ελληνικού λαού για την παρατεταμένη παραμονή των Ελληνικών στρατευμάτων στη Μ. Ασία, ήταν καθοριστικό για τη μετέπειτα ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Χάρις στο εκλογικό σύστημα που εφαρμόσθηκε, ο Βενιζέλος ηττήθηκε (δεν εξελέγη ούτε βουλευτής) και η «Ενωμένη Αντιπολίτευση» με ηγέτη τον Δ. Γούναρη, που στις προεκλογικές του δεσμεύσεις είχε περιλάβει την άμεση διακοπή των εχθροπραξιών, θριάμβευσε, αν και έλαβε λιγότερους ψήφους. Να μη λησμονούμε βέβαια το γεγονός ότι στις εκλογές αυτές ψήφισαν οι Μουσουλμάνοι της ελληνικής επικράτειας, που τον καταψήφισαν, ενώ δεν πήραν μέρος στις εκλογές οι ομογενείς της επικράτειας της Σμύρνης, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία τον υποστήριζαν.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΟΕΛΑΣΗ
Τον Οκτώβριο του 1920, ο Ελληνικός στρατός προχώρησε στην Ανατολική Μ. Ασία με τη στήριξη πάντα των Δυτικών που ήθελαν την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών από την τούρκικη κυβέρνηση. Οι επιχειρήσεις, αν και ξεκίνησαν από τον Βενιζέλο, συνεχίστηκαν από τον Δ. Γούναρη, μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές. Η πρώτη φροντίδα των ανίκανων πολιτικών, που τον διαδέχθηκαν, ήταν να βγάλουν τους άξιους αξιωματικούς που κατέκτησαν με περίπατο τα παράλια της Μ. Ασίας και να τους αντικαταστήσουν με άσχετους και άπειρους φιλοβασιλικούς αξιωματικούς. Τον Λ. Παρασκευόπουλο αντικατέστησε ο Αν. Παπούλας, ο στρατηγός Μομφεράτος ανέλαβε τη διοίκηση της στρατιάς Θράκης, στη θέση του Αλ. Μαζαράκη - Αινιάν. Ο στρατηγός Φράγκου ανέλαβε την αρχηγία της 1ης μεραρχίας, αντί του Ζ. Παπαθανασίου, ο Βαλέτας της 2ης μεραρχίας, αντί του Ν. Βλαχοπούλου, ο Διγενής της 13ης, αντί του Κ. Μανέττα, ο Κ. Πάλλης τοποθετήθηκε αρχηγός του επιτελείου, στη θέση του Θ. Πάγκαλου, ενώ αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο Ι. Μεταξάς αρνήθηκε να τεθεί επικεφαλής της Στρατιάς της Μ. Ασίας, αφού είχε προεξοφλήσει το μάταιο της προσπάθειας. Οι Γ. Κονδύλης, Κ. Μαζαράκης, Εμ. Ζυμβρακάκης κι ο Δ. Ιωάννου σχημάτισαν την «Εθνική Άμυνα» και με τη βοήθεια πολλών ισχυρών ομογενών από την Κωνσταντινούπολη έβαλαν κατά της κυβέρνησης. Η δύναμη της στρατιάς στη Μ. Ασία, όταν ανέλαβε τη διοίκησή της ο Παπούλας, ανερχόταν σε 3.805 αξιωματικούς, 111.861 οπλίτες, 115 πεδινά πυροβόλα και 146 ορεινά πυροβόλα.
Μερικούς μήνες αργότερα το σκηνικό αλλάζει ριζικά. Μετά το δημοψήφισμα, που θα έφερνε τον γερμανόφιλο Κωνσταντίνο στο θρόνο, η Τουρκία με τον Κεμάλ Μουσταφά καταφέρνει να συνθηκολογήσει με τη Γαλλία, Ρωσία και την Ιταλία και να επιτύχει την προμήθεια του τουρκικού στρατού με πολεμικό υλικό από τις παραπάνω χώρες. Οι ελληνικές δυνάμεις είχαν αποστολή να νικήσουν το στρατό του Ατατούρκ και να τον αναγκάσουν σε διαπραγματεύσεις. Η πρώτη ήττα για τους Έλληνες ήρθε στην πρώτη μάχη του Ινονού στις 11 Ιανουαρίου 1921. Στη δεύτερη μάχη του Ινονού, όντως η ελληνική ολιγωρία και έλλειψη εφεδρειών οδήγησε την ελληνική πλευρά στην πρώτη ουσιαστικά μεγάλη της ήττα από τον Κεμαλικό στρατό. Η Δύση ήθελε να επισπεύσει τον διπλωματικό διάλογο, επειδή φοβόταν χειροτέρευση της κατάστασης, αλλά παρόλο που έφτασαν κοντά σε συμφωνία, η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε να υπογράψει συνθήκη πιστεύοντας ότι μπορούσαν να κατακτήσουν ακόμη περισσότερα με τα όπλα. Έτσι, η δεύτερη μάχη του Ινονού, ξεκίνησε στις 27 Μαρτίου και κατέληξε σε θριαμβευτική νίκη των τούρκικων δυνάμεων. Οι Βρετανοί, αν και με το μέρος της Ελλάδας, αρνήθηκαν να συνεχίσουν τη στρατιωτική στήριξη, για να μη προκαλέσουν τη γαλλική κυβέρνηση. Στο μεταξύ, η Τουρκία έλαβε σημαντική στρατιωτική και χρηματική βοήθεια από τους Σοβιετικούς
Τουρκικό ιππικό
ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑ
Ο Βενιζέλος μετά τις εκλογές, απογοητευμένος από την έκβαση των γεγονότων, εγκατέλειψε πικραμένος την Ελλάδα, με τη θαλαμηγό «Νάρκισσος», που είχε ναυλώσει η σύζυγός του Έλενα Βενιζέλου και αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι. Το Νοέμβριο του 1920, ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στο θρόνο. Η Γαλλία και η Ιταλία βρήκαν τότε το πρόσχημα που αναζητούσαν για να απαγκιστρωθούν από τη Μ. Ασία στην οποία κατείχαν σημαντικά εδάφη (αλλά ήδη είχαν έλθει σε μυστικές συνεννοήσεις για την αποχώρησή τους με ανταλλάγματα). Απείλησαν την Ελλάδα ότι ενδεχόμενη παλινόρθωση του γερμανόφιλου Κωνσταντίνου θα οδηγούσε σε ρήξη των σχέσεων, κάτι που όμως αγνόησε η νέα ελληνική κυβέρνηση.
Στην Τουρκία, ο Κεμάλ συνέχιζε τον αγώνα του κατά του Σουλτάνου (που ήταν πρόθυμος να δεχθεί τη συμφωνία των Σεβρών, διατηρώντας τα προνόμιά του) αλλά και της ξενικής τριπλής κατοχής, ενώ στην απέναντι όχθη του Αιγαίου η κυβέρνηση Γούναρη όχι μόνο δεν επανέφερε το στρατό, αλλά αποφάσισε (με την παρότρυνση των Άγγλων που εξυπηρετούσαν τα δικά τους συμφέροντα) να κλιμακώσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Την ελληνική ηγεσία απασχολούσε όμως έντονα (σύμφωνα και με δηλώσεις του ίδιου του Γούναρη) η τύχη των πληθυσμών ελληνικής καταγωγής, σε περίπτωση που αποφασιζόταν η διακοπή της εκστρατείας.
Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ
Χριστούγεννα του 1920 και ο Ελληνισμός της Σμύρνης χαιρόταν. Ένας χρόνος ελευθερίας, λύτρωσης και αγαλλίασης είχε περάσει. Η οικονομική ζωή βρισκόταν στο απόγειο της, καράβια φορτωμένα με εμπορεύματα έφθαναν κάθε μέρα στο λιμάνι της. Τα καφενεία, τα θέατρα, τα εμπορικά μαγαζιά έσφυζαν από ζωή και αισιοδοξία. Κανείς δεν φανταζόταν τί επρόκειτο να ακολουθήσει. Ο βασιλιάς, αφού κήρυξε την έναρξη εργασιών της Βουλής, στον καθιερωμένο εναρκτήριο λόγο του θρόνου διεκήρυσσε την αφοσίωση της Ελλάδας στους συμμάχους και την απόφασή της να υπερασπιστεί τον Ελληνισμό της Μ. Ασίας, συνεχίζοντας τον πόλεμο.
Στις 24 Δεκεμβρίου, ο νέος αρχιστράτηγος εξαπέλυσε επίθεση με 14.000 άνδρες και 1.000 ιππείς. Στόχος το Δορύλαιο (Εσκί Σεχίρ) που υπερασπιζόταν ο Ισμέτ πασάς. Οι Τούρκοι πρόβαλαν απρόσμενη αντίσταση, ιδιαίτερα στο χωριό Ινονού, όπου ο στρατός καθηλώθηκε. Από αυτή τη τοποθεσία, ο μετέπειτα πρωθυπουργός της Τουρκίας, θα έπαιρνε το επώνυμο Ινονού. Ο Κεμάλ για να κερδίσει τις εντυπώσεις έκανε επίδειξη των λαφύρων που είχε κερδίσει στη μάχη. Οι σύμμαχοι έτρεχαν να αναγνωρίσουν την κεμαλική κυβέρνηση, ενώ χιλιάδες Τούρκοι εγκατέλειπαν τον σουλτανικό στρατό για να καταταγούν στο στρατό του Κεμάλ. Ίσως εκείνη η μάχη ήταν η αρχή του τέλους. Ο Κεμάλ, πιο ισχυρός από πριν, λίγο μετά θα υπέγραφε συμφωνία με τους Γάλλους για την εκκένωση της Κιλικίας και την παράδοση όλου του γαλλικού συμμαχικού οπλισμού στους Τούρκους. Παράλληλα, θα μοιράζονταν την Αρμενία με τη Σοβιετική Ένωση και θα απελευθέρωνε και από εκεί δυνάμεις για να τις χρησιμοποιήσει στο δυτικό μέτωπο.
Ευζωνικό ιππικό
Η ΕΑΡΙΝΗ ΕΠΙΘΕΣΗ
Στις 26 Μαρτίου 1921, έγινε πρωθυπουργός ο Δ. Γούναρης με υπουργό Στρατιωτικών τον Ν. Θεοτόκη. Σε συνάντηση με τον Πρωτοπαπαδάκη και τον Μεταξά, παρά τις αντιρρήσεις του τελευταίου, αποφάσισαν ότι η μόνη διέξοδος για να τελειώσει ο πόλεμος που αιμορραγούσε την οικονομία και τα νιάτα της Ελλάδας, ήταν να συντρίψουν τον Κεμάλ. Η εγκατάλειψη τόσων Ελλήνων, αλλά κι ο τερματισμός της Μεγάλης Ιδέας ήταν αδιανόητος. Ο αρχιστράτηγος Παπούλας με 140.000 άνδρες στη διάθεσή του, έδωσε διαταγή για νέα επίθεση την άνοιξη του 1921. Στις 10 Μαρτίου τα ελληνικά στρατεύματα κινήθηκαν από τρεις αφετηρίες - τη Νικομήδεια, την Προύσα και τις Τημενοθύρες (Ουσάκ), με στόχο τη γραμμή Εσκί Σεχίρ - Αφιόν Καραχισάρ. Η 11η μεραρχία που στάθμευε στη Νικομήδεια κατέλαβε τη Σαπάντζα και το Αντά Παζάρ. Στις 15 Μαρτίου, το Α' Σώμα Στρατού στο νότιο μέτωπο, υπό τον στρατηγό Κοντούλη, ξεκινώντας από το Ουσάκ, μπήκε χωρίς αντίσταση στο Ακροηνό (Αφιόν Καραχισάρ). Το Γ' Σώμα Στρατού, υπό το στρατηγό Βλαχόπουλο, από την Προύσα ξεκίνησε για το Δορύλαιο (Εσκί Σεχίρ) αλλά συνάντησε ισχυρή τουρκική αντίσταση με αποτέλεσμα η 10η μεραρχία στο κέντρο της ελληνικής παράταξης να υποχωρήσει κάτω από τη συνεχή πίεση των δυνάμεων του Ισμέτ Ινονού πασά, που περνούσαν στην αντεπίθεση. Στις 20 Μαρτίου, το Γ' Σώμα Στρατού άρχισε να υποχωρεί, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 5.000 νεκρούς. Τώρα ολόκληρος ο τουρκικός στρατός κινήθηκε εναντίον του Α' Σώματος Στρατού που υποχωρούσε προς το Ουσάκ. Την τιμή των όπλων θα σώσει το 34ο σύνταγμα του συνταγματάρχη Δημοσθένη Διαλέτη, που πολέμησε ηρωικά στο Τουμλού Μπουνάρ, με αποτέλεσμα να δώσει χρόνο στο Α' Σώμα Στρατού να υποχωρήσει με τάξη.
Ο Κοντούλης, ο αντικαταστάτης του Νίδερ, σπεύδει να υποχωρήσει χωρίς να δώσει μάχη, εγκαταλείπει το Αφιόν Καραχισάρ και σταματά στα υψώματα Αρσαλάρ, βόρεια του Ουσάκ. Και στις 28 Μαρτίου ο Ρεφέτ πασάς εξαπολύει μια τρομερή επίθεση κατά του ελληνικού Μετώπου. Οι Τούρκοι ορμούν με αναπτερωμένο το ηθικό από τη νίκη του Ιν Ενού κι υποστηρίζονται από το πυροβολικό τους. Τα ελληνικά τμήματα κλονίζονται και υποχωρούν. Αλλά την κρίσιμη στιγμή, μέσα από το δάσος του Χασάν Ντεντέ Τεπέ, ορμούν οι άνδρες του 5/42 του Πλαστήρα. Ο αιφνιδιασμός είναι απόλυτος και σε λίγο ανατρέπεται όλη η κατάσταση. Οι Τούρκοι τρέπονται σε φυγή, εγκαταλείποντας 800 νεκρούς και 200 αιχμαλώτους, μαζί με άφθονο πολεμικό υλικό. Οι απώλειες της εαρινής επίθεσης ήταν μεγάλες με σοβαρό αντίκτυπο στη ψυχολογία των οπλιτών. Η ανικανότητα του Γούναρη συνεχιζόταν και στις διπλωματικές μάχες που έδινε στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Κυρίως ήταν οι Γάλλοι και οι Ιταλοί αυτοί που προσπαθούσαν να αναθεωρήσουν τη Συνθήκη των Σεβρών, προσφέροντας περισσότερα ανταλλάγματα στον Κεμάλ, του οποίου το κύρος μεγάλωνε μετά τις νίκες του στρατού του, στο δυτικό μέτωπο της Μ. Ασίας. Νέος οπλισμός προσφερόταν από Γάλλους, Ιταλούς αλλά και Σοβιετικούς σε μια κυβέρνηση που είχε ήδη εξολοθρεύσει εκατομμύρια Αρμένιους, Έλληνες και Ασσύριους Χριστιανούς.
Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ
Με το πέρασμα του χρόνου η εκστρατεία εξελίχθηκε οικονομικά δυσβάσταχτη για το Ελληνικό κράτος, αφού κόστιζε 8.000.000 δραχμές ημερησίως. Ο Κεμάλ ως αρχιστράτηγος του τουρκικού στρατού, με μυστική συμφωνία με τους Γάλλους, ακυρώνει τη συνθήκη των Σεβρών, ενώ παράλληλα οι Γάλλοι εγκαταλείπουν την Κιλικία αφήνοντας άφθονο πολεμικό υλικό στα χέρια του Κεμάλ. Στις 5 Απριλίου, η Ιταλία εκκένωσε την περιοχή της Εφέσου, που την κατέλαβε ο ελληνικός στρατός. Ένα μήνα αργότερα η κυβέρνηση Γούναρη παραιτήθηκε και την εξουσία ανέλαβε κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Παπαναστασίου. Τον Μάιο του 1922, ο αντιστράτηγος Α. Παπούλας παραιτήθηκε λόγω της άρνησης της κυβέρνησης να του στείλει ενισχύσεις. Στη θέση του ανήλθε ο Γ. Χατζηανέστης, που διέπραξε ένα μοιραίο λάθος, υπάγοντας απ’ ευθείας στη στρατιά τα τρία σώματα στρατού. Την ίδια εποχή έγιναν εκτεταμένες αλλαγές στο στράτευμα με αποτέλεσμα πολλοί έμπειροι αξιωματικοί να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Η νέα κυβέρνηση ζήτησε την άδεια των συμμάχων για στρατιωτική επιχείρηση στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά η γαλλική κυβέρνηση αρνήθηκε και επισήμανε ότι «δόθηκαν εντολές στα συμμαχικά στρατεύματα κατοχής στην Κωνσταντινούπολη και τη Μ. Ασία να εμποδίσουν κάθε ελληνική κίνηση για κατάληψη της Κωνσταντινούπολης».
Την επέτειο της άλωσης της Κωνσταντινούπολης, 29 Μαΐου 1921 (μία συμβολικά επιλεγμένη χρονική στιγμή, 468 χρόνια μετά) επέλεξε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος για να αποπλεύσει από τον Πειραιά μέσα σε παραλήρημα λαϊκού ενθουσιασμού και να αποβιβαστεί στο Και της Σμύρνης την επομένη, μαζί με τον πρωθυπουργό Δ. Γούναρη, τους υπουργούς Θεοτόκη, Μπαλτατζή, Στράτο και τους πρίγκιπες Παύλο, Νικόλαο και Ανδρέα. Η υποδοχή ήταν πολύ θερμή. Συμμετείχε σε ευρεία στρατιωτική σύσκεψη, όπου ορίστηκε ως στόχος η κατάληψη της Άγκυρας και η καταστροφή του σταθμού ανεφοδιασμού του εχθρού, ενέργεια που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ελληνικού επιτελείου θα οδηγούσε σε συνθηκολόγηση τον Κεμάλ. Μετά, ανέλαβε τον πλήρη έλεγχο των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη, αντικαθιστώντας εν μέρει τον Αναστάσιο Παπούλα. Την άνοιξη του 1922, η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε και επέστρεψε στην Αθήνα. Όμως τα σύννεφα πύκνωναν. Οι Μεγάλες Δυνάμεις πρότειναν στην ελληνική κυβέρνηση την εκκένωση της Μ. Ασίας, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μαζί με τους κομμουνιστές του Λένιν, υποστήριζαν ακόμα περισσότερο τους εθνικιστές του Κεμάλ, ενώ κόβονταν τα δάνεια που χρειαζόταν ο Γούναρης για να συντηρήσει τους 186.975 οπλίτες και 5.740 αξιωματικούς που βρίσκονταν στη Μ. Ασία. H οικονομία του κράτους δεν άντεχε άλλο. Έπρεπε να τελειώσει ο πόλεμος και για να γίνει αυτό, έπρεπε να συντριβεί ο Κεμάλ.
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΙΟΥΤΑΧΕΙΑΣ
Το καλοκαίρι του 1921, ξεκίνησε η ελληνική εκστρατεία για την επιβολή της Συνθήκης των Σεβρών στη νέα κυβέρνηση της Άγκυρας. Σκοπός της επίθεσης, σύμφωνα με το σχέδιο επιχειρήσεων, που κατάρτισε το επιτελείο της Στρατιάς Μ. Ασίας, ήταν η συντριβή των εθνικιστών του Κεμάλ στην περιοχή της Κιουτάχειας (Κοτυαίο) κι η κατάληψη της σιδηροδρομικής γραμμής Κωνσταντινούπολης - Βαγδάτης από τον κόμβο Εσκί Σεχίρ (Δορύλαιο), από όπου ξεκινούσε η μοναδική σιδηροδρομική γραμμή προς την Άγκυρα, μέχρι τον κόμβο Αφιόν Καραχισάρ (Ακροηνό), όπου κατέληγε η σιδηροδρομική γραμμή από τη Σμύρνη. Το ελληνικό σχέδιο προέβλεπε μια κατά μέτωπο επίθεση στην Κιουτάχεια με ταυτόχρονη υπερκέρασή της από νότο και βορρά, ώστε να εγκλωβιστεί ο εχθρός.
Το βόρειο τμήμα απαρτιζόταν από το Γ' Σώμα Στρατού, με διοικητή τον αντιστράτηγο Γ. Πολυμενάκο και συνταγματάρχες τον Α. Πλατή (7η μεραρχία), Π. Σουμίλα (10η μεραρχία), Ν. Τρικούπη (3η μεραρχία) και Ν. Κλαδά (11η μεραρχία). Αποστολή του Γ' Σώματος Στρατού ήταν η υπερκέραση της Κιουτάχειας από τα βόρεια, μέσω της κοιλάδας του Αδρανού ποταμού. Το νότιο τμήμα απαρτιζόταν από την 4η μεραρχία (συνταγματάρχης Δ. Δημαράς), 12η μεραρχία (πρίγκιπας Ανδρέας), από το Α' Σώμα Στρατού (αντιστράτηγος Κοντούλης) - 1η μεραρχία (συνταγματάρχης Αθ. Φράγκου), 2η μεραρχία (συνταγματάρχης Γ. Βαλέτας) και το Β' Σώμα Στρατού (υποστράτηγος Αρ. Βλαχόπουλος) - 5η μεραρχία (συνταγματάρχης Ι. Τριλίβας) και 13η μεραρχία (συνταγματάρχης Κίμων Διγενής).
Το νότιο τμήμα θα έκανε επίθεση προς την τοποθεσία Μπαλ Μαχμούτ - Κιουτσούκ Τζορτζά. Στις 26 Ιουνίου ο Παπούλας και το επιτελείο του μεταφέρθηκαν από τη Σμύρνη στο Ουσάκ και ξεκινούσαν την επίθεση. Οι μάχες που ακολούθησαν ήταν αιματηρές και οι απώλειες του ελληνικού στρατού μεγάλες. Την 1η Ιουλίου, η 4η Μεραρχία εισήλθε στο Αφιόν Καραχισάρ και υποχρέωσε τον Κεμάλ να επισκεφθεί αυτοπροσώπως τον Ισμέτ στην Κιουτάχεια και να τον πείσει να υποχωρήσει προς τα ανατολικά, επειδή ο Ισμέτ πασάς δεν δεχόταν εύκολα την υποχώρηση.
Την 2α Ιουλίου η 13η μεραρχία επιτέθηκε στο Ακτσάκ Νταγκ και η 5η μεραρχία στο Τσαούς Τσιφλίκ, ενώ το Α' Σώμα Στρατού έδωσε σκληρές μάχες στο Ερικλή και στα υψώματα Νασούχ Τσαλ. Η Κιουτάχεια καταλήφθηκε την επομένη και λίγο μετά καταλήφθηκε το Δορύλαιο (Εσκί Σεχίρ).
Ο Ισμέτ πασάς, για να κερδίσει χρόνο ο τουρκικός στρατός για την υποχώρηση, συγκέντρωσε δυνάμεις και επιχείρησε αντεπίθεση κατά του Εσκί Σεχίρ. Όλη την 8η Ιουλίου 1921 διήρκεσαν οι μάχες με σοβαρές απώλειες και για τις δυο πλευρές, αλλά δυστυχώς ο εχθρός υποχώρησε αλώβητος ακόμα πιο ανατολικά. Οι απώλειες του ελληνικού στρατού την περίοδο 25 Ιουνίου - 12 Ιουλίου ανήλθαν σε 1.491 νεκρούς, 6.472 τραυματίες και 110 αγνοούμενους. Οι Τούρκοι είχαν μεγαλύτερες απώλειες και μόνο στη μάχη του Εσκί Σεχίρ οι Έλληνες συνέλαβαν 4.000 αιχμαλώτους. Ο Ελληνικός στρατός κατάφερε να πετύχει τον αντικειμενικό του σκοπό, δηλαδή τη κατάληψη των στρατηγικών κόμβων του Εσκί Σεχίρ κι Αφιόν Καραχισάρ, αλλά απέτυχε να εξουδετερώσει τις κεμαλικές δυνάμεις, που οφείλεται κατά πολύ στο γεγονός ότι δεν καταδίωξε συστηματικά τον εχθρό που υποχωρούσε, μετά τη μάχη του Εσκί Σεχίρ.
Η ΜΟΙΡΑΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗ
Η ήττα του τουρκικού στρατού στη μάχη του Εσκί Σεχίρ επέδρασε αρνητικά στο ηθικό των Τούρκων στρατιωτών, ενώ η πολιτική της υποχώρησης, που επέλεξε ο Κεμάλ, έγινε δεκτή με σοβαρές αντιδράσεις από την Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας. Ο Κεμάλ όμως επέμενε ότι η επιμήκυνση των γραμμών επικοινωνίας και εφοδιασμού του ελληνικού στρατού θα έφερνε την ήττα στους Έλληνες. Από την άλλη, στο ελληνικό στρατόπεδο αφενός το ηθικό του στρατού ήταν υψηλό, μετά τη συνεχιζόμενη καταδίωξη του εχθρού, αφετέρου άρχιζαν οι δυσχέρειες για τους Έλληνες στρατιώτες που απομακρύνονταν πολύ από τη βάση τους, βρίσκονταν σε έδαφος δύσβατο, αφιλόξενο, με εχθρικούς πληθυσμούς να τους παρενοχλούν και εμφανίζονταν συμπτώματα κούρασης και εξάντλησης.
Στα ανώτερα κλιμάκια το δίλημμα ήταν: Να συνεχίσουμε την καταδίωξη μέχρι τελικής πτώσης του Κεμάλ ή να σταματήσουμε και να περιμένουμε; Ο Κωνσταντίνος έφθασε στο Εσκί Σεχίρ, και παρατάχθηκε μπροστά του η 1η μεραρχία για να παρασημοφορήσει ο βασιλιάς τις πολεμικές σημαίες. Στις 15 Ιουλίου 1921 συγκλήθηκε πολεμικό συμβούλιο στην Κιουτάχεια υπό την προεδρεία του Κωνσταντίνου, όπου πήραν μέρος ο Δ. Γούναρης, ο διοικητής της Στρατιάς Αν. Παπούλας, ο Υπουργός Στρατιωτικών Ν. Θεοτόκης, ο επιτελάρχης της Στρατιάς συνταγματάρχης Κ. Πάλλης, ο αντιστράτηγος Β. Δούσμανης κι ο απόστρατος υποστράτηγος Ξ. Στρατηγός. Ο Γούναρης, ο Θεοτόκης και ο Στρατηγός τάχθηκαν ανεπιφύλακτα υπέρ της άμεσης προέλασης. Ο Κεμάλ έπρεπε να προσβληθεί και να ταπεινωθεί στην πρωτεύουσά του, για να εξουδετερωθεί πλήρως και να επιβληθεί επιτέλους η Συνθήκη των Σεβρών. Οι υπόλοιποι ήταν επιφυλακτικοί και διάβασαν και το υπόμνημα του συνταγματάρχη Γ. Σπυρίδωνος που αντιτίθετο σφόδρα στην προοπτική περαιτέρω προέλασης του ελληνικού στρατού, που έπρεπε να καλύψει 265 χλμ. μέσα από τη φλεγόμενη Αλμυρά Έρημο. Ως ημερομηνία έναρξης της μοιραίας εκστρατείας ορίστηκε η 1η Αυγούστου 1921. Τον ίδιο μήνα (Αύγουστος του 1071), ένας άλλος στρατιώτης, ο Ρωμανός Δ’ ο Διογένης, ξεκινούσε την εκστρατεία του για να διώξει τους Τούρκους εισβολείς από τη Μ. Ασία. Κι εκείνη η εκστρατεία, χαρακτηριζόταν από διχόνοια, που, ενώ ξεκινούσε με τους καλύτερους οιωνούς, θα κατέληγε στη συντριβή των βυζαντινών στρατευμάτων και στην απώλεια της Μ. Ασίας από τους Μογγόλους εισβολείς. Τον ίδιο μήνα, ένα χρόνο αργότερα (Αύγουστος του 1922), θα έσπαγε το μέτωπο και θα πανηγύριζαν οι Τούρκοι για τη νίκη τους και για την εξόντωση των Χριστιανών κατοίκων της Ιωνίας, της Καππαδοκίας και του Πόντου.
ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΓΚΥΡΑ
Ο ελληνικός στρατός συνέχισε να προχωράει μέχρι και 100 χλμ. έξω από την Άγκυρα. Η ανενόχλητη προέλαση της τεράστιας για την εποχή ελληνικής στρατιάς (120.000 οπλίτες και 3.780 αξιωματικούς), που κινήθηκε ανατολικά μέσα από την Αλμυρή Έρημο, έφερε το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα (που έκανε πολλές ωμότητες κατά του τουρκικού πληθυσμού)[6] στις όχθες του Σαγγάριου ποταμού, προ των πυλών της Άγκυρας. Οι Τούρκοι, υπό την ηγεσία του Κεμάλ, του αρχηγού του επιτελείου Φεβζή πασά και του διοικητή του μετώπου Ισμέτ πασά, παρέταξαν 90.000 άνδρες και ένα πανίσχυρο ιππικό, που τους έδινε ταχύτητα κινήσεων, όπως γινόταν και με τους Οθωμανούς προγόνους τους. Ο Ισμέτ πασάς είχε καταστρέψει τόσο τη σιδηροδρομική γραμμή που οδηγούσε στην Άγκυρα, αποκομίζοντας μαζί του τις 20 ατμομηχανές και τα 200 βαγόνια, όσο και τις γέφυρες των ποταμών, πράγμα που επιβεβαιωνόταν κι από τις αναγνωριστικές πτήσεις της ελληνικής αεροπορίας πάνω από τον ποταμό Σαγγάριο. Στις 3 Αυγούστου ο στρατός είχε ολοκληρώσει την πρώτη φάση του σχεδίου προέλασης, φτάνοντας στη γραμμή Μιχαλίτς - Σαρήκιοϊ - Σιβρί - Χισάρ - γέφυρα Φετί Ογλού. Παρέμεινε εκεί για τριήμερη ανάπαυση και στις 5 Αυγούστου το επιτελείο εξέδωσε γενική διαταγή, σύμφωνα με την οποία ο κύριος όγκος της στρατιάς θα στρεφόταν προς νότο και θα βάδιζε παράλληλα με το νότιο κλάδο του Σαγγάριου ποταμού.
Στη συνέχεια θα ακολουθούσε την πορεία του προς τα ΒΑ, με σκοπό την προσβολή των τουρκικών θέσεων στα βόρεια του ποταμού Γκεούκ Ινλάρ Κατραντζή και την υπερκέραση του εχθρού από τα ανατολικά. Η 7η μεραρχία θα έκανε απευθείας επίθεση αντιπερισπασμού στις οχυρωμένες θέσεις των Τούρκων στην ανατολική όχθη του Σαγγάριου. Έτσι η ελληνική προέλαση συνεχίστηκε από το πρωί της 6ης Αυγούστου με 3 σώματα συμπαραταγμένα. Το Γ' Σώμα στα βόρεια, το Α' στο κέντρο και το Β' στα νότια. Η 9η μεραρχία του Β' Σώματος Στρατού προχώρησε μέσα από την Αλμυρά Έρημο κάτω από τον αδυσώπητο ήλιο του Αυγούστου, που ταλαιπωρούσε αφάνταστα ανθρώπους και κτήνη. Στις 10 Αυγούστου το Γ' και το Α' Σώμα Στρατού έφτασαν στη νότια όχθη του Γκεούκ Ινλάρ Κατραντζή και οι εμπροσθοφυλακές τους ήλθαν σ’ επαφή με την οχυρωμένη τουρκική τοποθεσία. Το Β' Σώμα Στρατού διατάχτηκε να παραμείνει σε δεύτερη γραμμή, γιατί υπήρχαν πληροφορίες για κινήσεις τουρκικών δυνάμεων στο αριστερό άκρο της τουρκικής παράταξης που οχύρωναν την απρόσιτη τοποθεσία του Καλέ Γκρότο.
Στη διάρκεια της πορείας των Ελλήνων κατά μήκος του ποταμού Σαγγάριου, επαληθεύτηκαν οι απαισιόδοξες προβλέψεις του συνταγματάρχη Σπυρίδωνος. Η έλλειψη νερού και τροφίμων, οι αρρώστιες και οι πυρετοί, η ζέστη και η κούραση είχαν προκαλέσει περισσότερες απώλειες στον Ελληνικό στρατό από ό,τι οι επιθέσεις του τουρκικού ιππικού και των άτακτων. Οι άντρες είχαν ξεπεράσει τα φυσιολογικά όρια αντοχής πολύ πριν αρχίσουν οι μάχες με τον εχθρό. Οι μάχες που ακολούθησαν ήταν επικές και οι Έλληνες παρόλη την κούραση, τις πορείες και την πείνα, κατάφεραν να νικήσουν. Ταπείνωσαν τον Κεμάλ, έξω από την πρωτεύουσά του. Κατέλαβαν το ένα μετά το άλλο τα οχυρά του. Νίκησαν όμως με βαρύτατες απώλειες.
Η ΜΑΧΗ ΣΤΟΝ ΣΑΓΓΑΡΙΟ
Τη 10η Αυγούστου 1921 σύσσωμος ο ελληνικός στρατός εφόρμησε. Το αριστερό επιτέθηκε εναντίον των οχυρώσεων πίσω από τον ποταμό Γκεούκ. Το κέντρο στα απόκρημνα οχυρά Ταμπούρ Ογλού και Σαπάντζα, ενώ το δεξιό στο απόρθητο Κάλε Γκρότο. Μετά από αιματηρές μάχες σώμα με σώμα και με τη ξιφολόγχη, οι Έλληνες διέσπασαν την πρώτη αμυντική γραμμή των Τούρκων.
Κατέλαβαν και τη δεύτερη αμυντική γραμμή στην οροσειρά Τσαλ Αντίζ. Ο Μουσταφά Κεμάλ με το στρατό του υπερασπίστηκε την πρωτεύουσα, όχι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά της Τουρκικής Δημοκρατίας. Διατάσσει άμυνα μέχρις εσχάτων και δίνει εντολή να πυροβολούνται όσοι υποχωρούν χωρίς γραπτή εντολή.
Οι Τούρκοι ηττώνται και στην τρίτη αμυντική γραμμή κι ετοιμάζουν να εκκενώσουν την Άγκυρα και να αποτραβηχτούν στην Καισάρεια της Καππαδοκίας.
Χωρίς τροφή και υπό συνεχή καύσωνα οι Έλληνες πολέμησαν επί 19 ημέρες στον Σαγγάριο. Απέκρουσαν και τη μεγάλη τουρκική αντεπίθεση που έγινε στις 28 Αυγούστου 1921. Μετά από σκληρή μάχη με πολλούς νεκρούς, οι Έλληνες οπισθοχώρησαν. Τα ελληνικά τμήματα καθηλώθηκαν στις όχθες του Σαγγάριου ποταμού, καθώς οι Τούρκοι (κατανοώντας ότι σε περίπτωση ήττας θα έχαναν τα πάντα) προέβαλαν λυσσαλέα αντίσταση. Παράλληλα, ο Κεμάλ (που σύμφωνα με τους βιογράφους του ήταν έτοιμος να οπισθοχωρήσει) αναθάρρησε και συνέχισε τον ανεφοδιασμό, τη στρατολόγηση νέων ανδρών (που συνέρρεαν στις τάξεις του) και τις μυστικές συμφωνίες, τόσο με τη νεοπαγή Σοβιετική Ένωση, [7] όσο και με Κούρδους αυτονομιστές. Μετά τις μάχες, ο Κεμάλ στη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση θα δήλωνε: «Ο Σαγγάριος παραλίγο να γίνει ο τάφος της Τουρκίας. Η μάχη κράτησε 22 αδιάκοπα μερόνυχτα, περισσότερο από κάθε άλλη μάχη της τουρκικής ιστορίας».

Κατασκευή γέφυρας στον Πουρσάκ, παραπόταμο του Σαγγάριου, 1921
Στις 24 Αυγούστου, το Γενικό Επιτελείο αποφάσισε να σταματήσει τις επιχειρήσεις. Κατά τη γνώμη πολλών ή δεν έπρεπε να ξεκινήσει την εκστρατεία στην Άγκυρα ή θα έπρεπε να την καταλάβει για να κλονισθεί το ηθικό των Τούρκων και να υπάρξει ισχυρός αντίκτυπος στις πρωτεύουσες της Ευρώπης. Έπρεπε να καταλάβει και να καταστρέψει τις βάσεις ανεφοδιασμού του τουρκικού στρατού. Το Επιτελείο και η Κυβέρνηση, όμως, εκ των υστέρων σκέφθηκαν ότι οι άνδρες είχαν υπερβεί κάθε όριο ανθρώπινης αντοχής, και ότι είχαν εξαντληθεί τα τρόφιμα και τα πυρομαχικά, αφού οι γραμμές επικοινωνίας είχαν επιμηκυνθεί τόσο πολύ. Σκέφθηκαν επίσης ότι οι βροχές του φθινοπώρου θα έκαναν αδιάβατους τους δρόμους μεταξύ Άγκυρας και της βάσης ανεφοδιασμού του Εσκί Σεχίρ και αντιλήφθηκαν όσα είχε προβλέψει κι εκθέσει ο συνταγματάρχης Σπυρίδωνος στο Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο, αφού είχαν βγει εκτός μάχης 23.000 άνδρες.
Ο Παπούλας διέταξε γενική σύμπτυξη της Στρατιάς, που έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής καταστρέφοντας όλες τις γέφυρες και τις γραμμές επικοινωνίας μεταξύ του ποταμού Σαγγάριου και του Εσκί Σεχίρ. Χιλιάδες στρατιώτες έμειναν θαμμένοι στο οροπέδιο της Άγκυρας μαζί με το όνειρο της απελευθέρωσης της Μ. Ασίας. Η μοιραία εκστρατεία των 45 ημερών είχε λήξει. Όλοι διαισθάνονταν ότι άνοιγε ένα δυσοίωνο κεφάλαιο για την πορεία του Ελληνισμού.
ΚΑΘΗΛΩΣΗ ΚΑΙ ΑΔΡΑΝΕΙΑ
Μετά την εκστρατεία της Άγκυρας και την εγκατάσταση του ελληνικού στρατού σε ενεργητική άμυνα γύρω από το Εσκί Σεχίρ - Κιουτάχεια - Αφιόν Καραχισάρ, ο στρατός θα εγκατέλειπε την επιθετική του δράση και θα παρέμενε σε αμυντική διάταξη. Τώρα ο επιτιθέμενος ήταν ο Κεμάλ, που προσπάθησε με 9 μεραρχίες πεζικού και 3 μεραρχίες ιππικού να καταλάβει το Αφιόν Καραχισάρ. Οι μάχες διήρκεσαν μεταξύ 17 και 25 Σεπτεμβρίου 1921, η τουρκική επίθεση αποκρούστηκε σε όλο το μέτωπο και οι Τούρκοι γύρισαν στις βάσεις τους ανατολικά του Σαγγάριου. H αποτυχία του τελειωτικού κτυπήματος στον Κεμάλ ισοδυναμούσε με ήττα για τον ελληνικό στρατό που άρχισε να χάνει το ηθικό του, αν και δεν είχε υποστεί κάποια συντριπτική ήττα. Για ένα ολόκληρο χρόνο συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση, με τους Τούρκους να απορρίπτουν πρόταση των Δυνάμεων της Αντάντ για ειρήνη και απαιτώντας τη συνθηκολόγηση κι αποχώρηση της ελληνικής στρατιάς υπό όρους και τους δυτικούς ηγέτες να αποκλείουν κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τον Ελληνικό στρατό, κάτι που ήταν μια απελπισμένη κίνηση της ελληνικής πλευράς για να εκβιάσει την κατάσταση και να εξουδετερώσει τον διαφαινόμενο κίνδυνο. Εκείνο που ήταν εξίσου οδυνηρό όμως ήταν η θλιβερή κατάσταση της εθνικής οικονομίας. Οι ασθενέστερες οικονομικά τάξεις είχαν εξασθενήσει σημαντικά από τους φόρους και από τη συνεχή υποτίμηση της δραχμής. Οι Μεγάλες Δυνάμεις συνέχιζαν το εμπάργκο στον εξωτερικό δανεισμό της χώρας, που δικαιούτο ως νικήτρια του Μεγάλου Πολέμου έστω τις πολεμικές της αποζημιώσεις.
Η μεγάλη ανάπτυξη των ελληνικών γραμμών που εκτείνονταν σε μία τεράστια απόσταση χωρίς να υπάρχει η απαραίτητη αλληλοεπικάλυψη των τμημάτων, η εξάντληση των στρατιωτών από την πολύμηνη παραμονή τους σε κατάσταση εκστρατείας μέσα σ’ ένα απόλυτα εχθρικό περιβάλλον πολύ μακριά από τα φιλικά παράλια, η ενδυνάμωση του αντιπάλου και η ασυνεννοησία με την πολιτική ηγεσία που αντικατέστησε τον αρχιστράτηγο (Α. Παπούλα) με έναν ιδιόρρυθμο στρατηγό (Γ. Χατζανέστη) οδήγησαν στη διάρρηξη του μετώπου και την οπισθοχώρηση.
Επιτελείο ΧΙΙ Μεραρχίας
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ
Στις 3 Οκτωβρίου 1921, ο πρωθυπουργός Γούναρης και ο υπουργός των Εξωτερικών Μπαλτατζής αναχώρησαν για το Παρίσι και το Λονδίνο σε μια απέλπιδα προσπάθεια εξεύρεσης βοήθειας, κυρίως οικονομικής, για την οριστική λύση του μικρασιατικού προβλήματος διέτρεχε τις ευρωπαϊκές πόλεις. Οι συναντήσεις των Ελλήνων επισήμων με τον Γάλλο πρωθυπουργό Μπριάν δεν έφεραν αποτέλεσμα, πόσο μάλλον μετά το Σύμφωνο γαλλοτουρκικής φιλίας που υπέγραψε ο Γάλλος πρεσβευτής Φρακλέν Μπουγιόν με τον Κεμάλ εξασφαλίζοντάς του πολύτιμους οικονομικούς και στρατιωτικούς πόρους. Στις 27 Οκτωβρίου έγινε συνάντηση με τον υπουργό Εξωτερικών της Αγγλίας Λόρδο Κόρζον που έδωσε αόριστες υποσχέσεις κι εγγυήσεις για την προστασία των χριστιανικών πληθυσμών της Τουρκίας. Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί και Αμερικανοί παραβίαζαν τη Συνθήκη των Σεβρών κι άφηναν τους χριστιανικούς πληθυσμούς στο έλεος των Τούρκων. Από το Λονδίνο πήγε στη Ρώμη και από εκεί στις Κάννες, όπου είχαν συγκεντρωθεί οι αντιπρόσωποι των τριών Δυνάμεων της Αντάντ. Όλες οι συναντήσεις απέβησαν άκαρπες. Το ημερήσιο κόστος του πολέμου έφτανε τα 8.000.000 δραχμές. Στις 10 Ιανουαρίου 1922, ο στρατηγός Παπούλας ειδοποίησε την κυβέρνηση, ότι αν δεν μπορούν να σταλούν στο μέτωπο ενισχύσεις, χρήματα και πολεμικό υλικό, ο στρατός θα έπρεπε να αποχωρήσει από τη Μ. Ασία. Ο Γούναρης, που είχε μεταβεί στο Λονδίνο μετά τη Συνδιάσκεψη των Καννών, ειδοποίησε στις 2 Φεβρουαρίου, το αγγλικό Υπουργείο Εξωτερικών με επίσημη διακοίνωση, ότι αν η Ελλάδα δεν κατόρθωνε να βρει κεφάλαια στην αγγλική χρηματαγορά, η μόνη επιλογή που απέμενε στην κυβέρνησή του ήταν να διατάξει την εκκένωση της Ιωνίας. Ο Άγγλος υπουργός Εξωτερικών Κόρζον (Curzon) που ενδιαφερόταν κυρίως για τον έλεγχο των Στενών, έκρινε ότι η Ελλάδα δεν είχε φτάσει ακόμα σε κατάσταση που θα οδηγούσε στην κατάρρευση του μετώπου. Γνώριζε ότι η κατάρρευση θα είχε οδυνηρά αποτελέσματα για τα συμφέροντα της Αγγλίας στη Μέση Ανατολή και γι’ αυτό ανέλαβε την πρωτοβουλία χειρισμών για τη λήξη του μικρασιατικού πολέμου με την τακτική όμως αποχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Μ. Ασία. Στο μεταξύ παραιτήθηκε στη Γαλλία η κυβέρνηση Μπριάν και την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Πουανκαρέ, που ήταν σαφώς κατά της Ελλάδας και υπέρ της Τουρκίας. Στη Διασυμμαχική Συνδιάσκεψη των Παρισίων, τον Μάρτιο του 1922, οι εκπρόσωποι των 3 Δυνάμεων συμφώνησαν ένα σχέδιο ειρήνης, σύμφωνα με το οποίο θα υποχωρούσαν οι δύο εμπόλεμοι στρατοί κατά 10 χλμ. από τις γραμμές που κατείχαν με την προοπτική της αποχώρησης του ελληνικού στρατού από τη Μ. Ασία, αδιαφορώντας πλήρως για τη μοίρα των χριστιανικών μειονοτήτων της τουρκικής επικράτειας. Το μόνο που εξασφάλισαν οι Ευρωπαίοι ήταν η ελεύθερη ναυσιπλοΐα στα Στενά με τη μόνιμη αποστρατικοποίησή τους. Στην Ελλάδα το σχέδιο ειρήνης έγινε δεκτό με έκπληξη κι αγανάκτηση την οποία εξέφρασε έντονα ο Αθηναϊκός τύπος. Οι εφημερίδες κατηγορούσαν την αγγλική κυβέρνηση, ότι έχοντας εξασφαλίσει τα ζωτικά της συμφέροντα στα Δαρδανέλια και τη βόρεια Μεσοποταμία, εγκατέλειπε τους χριστιανικούς πληθυσμούς (Αρμενίους, Έλληνες, Ασσυροχαλδαίους) στην τύχη τους.
Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι: Βενιζέλος, Πολίτης (υπουργός εξωτερικών),
Ρωμανός (πρεσβευτής στο Παρίσι)
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ
Τα συνεχή αδιέξοδα ώθησαν τον Γούναρη σε παραίτηση και ακολούθησαν οι κυβερνήσεις του Ν. Στράτου και του Π. Πρωτοπαπαδάκη, οι οποίες ενέτειναν τα προβλήματα σε μια χώρα που είχε φθάσει στη χρεωκοπία κι έπρεπε να συντηρήσει ένα μεγάλο στρατό που βρισκόταν στα αφιλόξενα οροπέδια της Καππαδοκίας. Μια πρωτότυπη λύση στο οικονομικό πρόβλημα έδωσε ο Π. Πρωτοπαπαδάκης, που διχοτόμησε το χαρτονόμισμα. Η αριστερή πλευρά χρησιμοποιείτο ως νόμισμα στη μισή αξία του ακεραίου χαρτονομίσματος (π.χ. το εκατοστάρικο άξιζε πια 50 δρχ.). Η δεξιά πλευρά του χαρτονομίσματος ανταλλασσόταν με έντοκα ομόλογα στη μισή αξία του ακεραίου χαρτονομίσματος. Το σύστημα αυτό, που επαινέθηκε ιδιαίτερα, κατάφερε αφενός να μην κυκλοφορήσει νέο χαρτονόμισμα, που θα οδηγούσε σε ασφυκτική πληθωριστική πίεση, και αφετέρου να συγκεντρωθεί αμέσως ένα τεράστιο χρηματικό ποσό για τη χρηματοδότηση του πολέμου. Ο Πρωτοπαπαδάκης για να μην κατηγορηθεί για το ιδιαίτερα σκληρό οικονομικό μέτρο που πήρε, την προηγούμενη της δημοσίευσης του νόμου υποθήκευσε τα ακίνητά του, παίρνοντας δάνειο 225.000 δραχμών. Την επομένη ακριβώς μέρα της δημοσίευσης του νόμου, ο υπουργός είχε χάσει 112.500 δραχμές με δική του θέληση.
Η ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΑΜΥΝΑ
Μετά από τα διπλωματικά αδιέξοδα και την επερχόμενη οικονομική καταστροφή οι Μικρασιάτες, μπροστά στο ενδεχόμενο της εγκατάλειψής τους από τον ελληνικό στρατό, δημιούργησαν μια κίνηση με σκοπό την κινητοποίηση του ελληνισμού της Μ. Ασίας και τη δημιουργία ανεξάρτητου στρατιωτικού σώματος, με κύριο στόχο την ανακήρυξη της αυτονομίας τους. Η κίνηση αυτή ονομάστηκε «Ελληνική Μικρασιατική Άμυνα» και ο στρατός θα απαρτιζόταν από Μικρασιάτες και εθελοντές Ελλαδίτες. Εκατοντάδες αξιωματικοί δήλωσαν ότι θα έμπαιναν επικεφαλής του στρατού που θα αναλάμβανε τη διαφύλαξη της ελευθερίας των Ελλήνων της Μ. Ασίας. Παράλληλα άρχισαν έρανοι σε ομογενείς της Αιγύπτου, της Αμερικής και αλλού, ενώ η ηγεσία της Μικρασιατικής Άμυνας προσφέρθηκε στον Αρχιστράτηγο Α. Παπούλα, που έβλεπε ευνοϊκά μια τέτοια προσπάθεια. Αντίθετα, η ελληνική κυβέρνηση δεν στήριξε την ιδέα ενός αυτόνομου μικρασιατικού κράτους, ενώ αυτός που την πολέμησε με λύσσα, ήταν ο Αριστείδης Στεργιάδης, ένα πρόσωπο που κατά πολλούς επιδίωξε τη καταστροφή του ελληνικού στοιχείου της Σμύρνης, και εργαζόταν μάλλον για τα βρετανικά συμφέροντα, παρά για τα συμφέροντα της πατρίδας του. Ο Παπούλας πρότεινε την κατάταξη στο στρατό Άμυνας όλων των ανδρών από 18 έως 50 ετών, την επίταξη του 20% των περιουσιών όλων των Μικρασιατών και την εκποίηση των περιουσιών των κοινοτήτων και εκκλησιών. Η ιδέα της Μικρασιατικής Άμυνας τελικά θάφτηκε και την ταφόπλακα την έβαλε ο Αριστείδης Στεργιάδης: «Απαγορεύω την οργάνωση χωριστικού κινήματος στη Μ. Ασία». Η Σμύρνη έπρεπε να μείνει ανοχύρωτη πόλη όταν θα έμπαιναν οι Τσέτες. Η συμπεριφορά του Στεργιάδη δυσανασχέτησε και τον Παπούλα, που επανειλημμένα ζητούσε την αντικατάστασή του.
Η Σμύρνη πριν την καταστροφή
Η ΧΕΙΡΟΤΕΡΗ ΕΠΙΛΟΓΗ
Στις 23 Μαΐου 1922 ανέλαβε την αρχιστρατηγία ο Γ. Χατζηανέστης, θεωρητικός και μονομανής στρατηγός, χωρίς καμιά σχέση με τη πραγματικότητα του μετώπου στη Μ. Ασία. Νέες αλλαγές αξιωματικών έγιναν στο στράτευμα, γεγονός που επηρέασε αρνητικά το ήδη μειωμένο ηθικό του στρατού. O Ν. Τρικούπης έγινε διοικητής του Α' Σώματος Στρατού, ο Κίμων Διγενής διοικητής του Β' Σώματος και ο Πέτρος Σουμίλας διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού. Η ελληνική Στρατιά ήταν επιφορτισμένη με τη φύλαξη χιλιάδων χιλιομέτρων μετώπου στο Δορύλαιο και το Ακροηνό, μακριά από τις γραμμές ανεφοδιασμού και από τα παράλια, την ίδια ώρα που ο εχθρός ενισχυόταν με δυνάμεις άτακτων και με άφθονο πολεμικό υλικό από τους Μπολσεβίκους του Λένιν, τους Γάλλους και τους Ιταλούς.
Η λογική υπαγόρευε τη σύμπτυξη του μετώπου σε περιοχές που προσφέρονταν για άμυνα, καθώς ο τουρκικός κλοιός έκλεινε. Αντί αυτού η ελληνική κυβέρνηση και ο Χατζηανέστης απέσυραν γύρω στους 25.000 άνδρες από το μέτωπο της Μ. Ασίας και τους έφεραν στη Θράκη για να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη, σε μια προσπάθεια αφενός να δείξουν την ισχύ του ελληνικού στρατού στους Συμμάχους κι αφετέρου να αναγκάσουν τον Κεμάλ να ζητήσει ειρήνη. Η Κωνσταντινούπολη ήταν πόλη ανοχύρωτη και η απελευθέρωσή της θα ήταν θέμα ωρών. Όμως οι Σύμμαχοί μας πρόβαλαν ισχυρές αντιρρήσεις με την απειλή ακόμα και του πολέμου κατά της Ελλάδας. Προστάτευαν τον Κεμάλ σε όλα τα επίπεδα, ενώ γνώριζαν ότι από τα Στενά και τον Βόσπορο περνούσαν τα πλοία που προμήθευαν με πυροβόλα τον τουρκικό στρατό. Το εγχείρημα της κατάληψης απέτυχε εξαρχής. Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό. Το μέτωπο έχασε δυνάμεις, ο στρατός που βρισκόταν σε αδράνεια ενός έτους, έβλεπε να μειώνονται τα εφόδια και η σίτισή του, ενώ ο αρχιστράτηγός του βρίσκονταν στα σαλόνια της Σμύρνης, 500 χλμ. μακριά από το μέτωπο και δήλωνε ότι «ο τουρκικός στρατός ήταν ελεεινός και αξιοδάκρυτος, μη δυνάμενος ουδέ σκεπτόμενος να κινηθεί».
Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ
Από τον Σεπτέμβριο του 1921 ο κύριος όγκος των δυνάμεων του Ελληνικού στρατού είχε συγκεντρωθεί στο Αφιόν Καραχισάρ. Η ηγεσία του στρατού πίστευε ότι ελέγχοντας τον κόμβο αυτόν μπορούσαν να ανακόψουν την τροφοδοσία του τουρκικού στρατού, αλλά είχε υποτιμήσει τα στρατιωτικά σώματα του Κεμάλ, με αποτέλεσμα να παραμελήσει την άμυνα των συνόρων και να αρχίσει να κάνει σχέδια κατάληψης της Κωνσταντινούπολης. Αντίθετα με τη στρατιωτική ηγεσία, που βρίσκονταν σε πλάνη, ο Κεμάλ γνώριζε καλά τις δυνάμεις του στρατού, αλλά και τις μαχητικές ικανότητες του αντίπαλου στρατοπέδου. Βλέποντας την αποδυνάμωση του μετώπου, σε συνεργασία με τον Ισμέτ πασά και τον Φεβζή πασά, αποφάσισε γενική επίθεση στις αρχές Αυγούστου. Η ελληνική πολιτική ηγεσία, ενώ γνώριζε ότι το ηθικό του στρατού ήταν χαμηλό, ότι οι στρατιώτες ήταν καταπονημένοι και τους έλλειπαν τα βασικά είδη διατροφής και ένδυσης, ότι οι λιποταξίες ήταν χιλιάδες, ότι το μέτωπο ήταν πολύ απλωμένο και ότι έπρεπε να συμπτυχθεί τουλάχιστον στη ζώνη της συνθήκης των Σεβρών, ότι είχε αντικαταστήσει τους εμπειροπόλεμους αξιωματικούς με άλλους άπειρους, ότι οι Σύμμαχοι και ο Λένιν ενίσχυαν αφειδώς τον κεμαλικό στρατό, ότι το Αφιόν Καραχισάρ ήταν ο πιθανός στόχος, λόγω της σιδηροδρομικής γραμμής που έφθανε εκεί από το Ικόνιο που ήταν τόπος συγκέντρωσης του τουρκικού στρατού, ότι οι μάχιμες μονάδες είχαν χάσει το 50% των δυνάμεών τους, ότι οι εφεδρείες ήταν ανύπαρκτες, δεν έκανε τίποτα. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τους 177.000 Έλληνες στρατιώτες, μόνον οι 70.000 ήταν μάχιμοι, ενώ οι υπόλοιποι απασχολούνταν σε διοικητικές υπηρεσίες.
Ο τουρκικός στρατός είχε φροντίσει να εφοδιαστεί με καινούρια αναπτυγμένα πυροβόλα, τα οποία τελικά έκριναν την έκβαση της μάχης στο Αφιόν Καραχισάρ. Σε αντίθεση με τους Έλληνες αξιωματικούς, που είχαν κερδίσει αξιώματα χωρίς να έχουν πολεμική εμπειρία, οι Τούρκοι αξιωματικοί είχαν λάβει μέρος σε πολλές δύσκολες μάχες και είχαν κερδίσει επάξια το βαθμό τους. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και το ιππικό του Κεμάλ, που ο σκοπός του ήταν να ανακόψει τον εφοδιασμό των Ελλήνων αλλά και να ξεσηκώσει σε εξέγερση τους πληθυσμούς των κατεχόμενων περιοχών. Από την άλλη πλευρά, ο Ελληνικός στρατός, ταλαιπωρημένος από τις μάχες, ήταν δυσκίνητος και ανοργάνωτος. Ο πολεμικός εξοπλισμός ήταν αρχαϊκός, ενώ η τροφοδοσία των ενόπλων δυνάμεων δυσλειτουργούσε. Το σοβαρότερο λάθος όμως ήταν η, πραγματικά εγκληματική, άγνοια της ποιότητας των αντιπάλων.
Στις 4:30 το πρωί της 13ης Αυγούστου του 1922, ο Κεμάλ εξαπέλυσε τη μεγάλη αναμενόμενη τουρκική αντεπίθεση. Το τουρκικό πυροβολικό άρχισε να βάλλει ΝΔ του Αφιόν Καραχισάρ, και ο τουρκικός στρατός επιτέθηκε στις ελληνικές δυνάμεις, αιφνιδιάζοντας το Α' Σώμα Στρατού. Η επίθεση των Τούρκων, που τη διεύθυνε ο ίδιος ο Κεμάλ, ήταν αναμενόμενη, παρ’ όλα αυτά αιφνιδίασε με την ποιότητα της την ηγεσία του Ελληνικού στρατού που περίμενε να αντιμετωπίσει άτακτα σώματα στρατού. Ο διοικητής του Ν. Τρικούπης, δε φάνηκε άξιος των περιστάσεων. Έχασε την επικοινωνία με τα υπόλοιπα Σώματα Στρατού, άργησε να προχωρήσει σε τακτική υποχώρηση με αποτέλεσμα να βρεθεί ο αντίπαλος στα μετόπισθεν. Την ίδια ώρα ο Κεμάλ στην κορυφή Κοτζά Τεπέ, παρακολουθούσε με κιάλια και έδινε διαταγές, που εκτελούνταν με αστραπιαία ταχύτητα.
Το πυροβολικό σε συνεργασία με το ιππικό συνέτριψαν σε ελάχιστο χρόνο την 1η (διοικητής Αθ. Φράγκου) και 4η μεραρχία στρατού (διοικητής Δ. Δημαράς), που δέχθηκαν το βάρος της επίθεσης. Οι εύζωνοι που βρίσκονταν στα χαρακώματα αποδεκατίστηκαν. Οι ενισχύσεις δεν κατάφεραν να φτάσουν σύντομα, λόγω της ανασφάλειας που υπήρχε στο στράτευμα, αφού η κατάλυση του νότιου μετώπου είχε ήδη διαδοθεί. Σημαντική αιτία αποδιοργάνωσης ήταν και η στρατολόγηση γεωργών και αμάχων που, λόγω απειρίας και φόβου, αποσυντόνισαν πλήρως τα τακτικά σώματα στρατού. Παράλληλα, η διακοπή κάθε μορφής επικοινωνίας, με τηλέφωνο και τηλέγραφο, παγίδευσε τον ελληνικό στρατό σε μια εξ ολοκλήρου εχθρική περιοχή.

ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ ΣΠΑΕΙ
Οι επιθέσεις των Τούρκων συνεχίζονται με σφοδρότητα όλη τη μέρα. Ο στρατηγός Τρικούπης απεγνωσμένα προσπαθεί να επικοινωνήσει με τη Στρατιά, χωρίς να το κατορθώσει. Και απελπισμένος, όταν φθάνει το μεσημέρι, χωρίς απάντηση από τη Σμύρνη, και μετά την αναφορά του ταγματάρχη Γ. Τσολάκογλου ότι κατέρρευσε η 4η μεραρχία, διατάζει εγκατάλειψη του Αφιόν Καραχισάρ και τη σύμπτυξη των δυνάμεων δυτικά στο Τουμλού Μπουνάρ. Ήταν μια ολέθρια διαταγή. Σύμπτυξη στο φως της ημέρας, τη στιγμή, που ο εχθρός διατηρεί επαφή με τις γραμμές μας, δεν είναι δυνατό να επιχειρηθεί με τάξη. Ολόκληρο το Α' Σώμα Στρατού φεύγει διαλυμένο. Πλέον οι Έλληνες στρατιώτες υποχωρούσαν ατάκτως μη υπακούοντας στις διαταγές των ανωτέρων τους και υποχρεώνονται είτε σε ομαδική παράδοση κι αιχμαλωσία, είτε σε άτακτη υποχώρηση προς τη θάλασσα και τη σωτηρία. Πολλές φορές οι αξιωματικοί ήταν εκείνοι που άφηναν πρώτοι τις θέσεις τους κι έτρεχαν να σωθούν. Άλλες φορές στρατιώτες πυροβολούσαν τους αξιωματικούς τους και λιποτακτούσαν. Γίνονταν φυγάδες και διέπρατταν φοβερά εγκλήματα σε βάρος Τούρκων αμάχων. Ο Τρικούπης διατάζει την υποχώρηση των μονάδων του Α' Σώματος να καλύψουν δύο Συντάγματα, το απόσπασμα Λούφα και το 5/42 σύνταγμα του Πλαστήρα.[1] Οι δύο αυτές μονάδες, φωτεινές εξαιρέσεις, πειθαρχημένες, με ακλόνητο το ηθικό, ακολουθούν το Στρατό μας που υποχωρεί και μάχονται με γενναιότητα για να καλύψουν την υποχώρηση της 1ης μεραρχίας. Η υποχώρηση του Α' Σώματος αφήνει εκτεθειμένο το δεξιό του Γ' Σώματος στους Τούρκους. Και ο σωματάρχης Διγενής προτιμά την ευκολότερη λύση: διατάζει και αυτός σύμπτυξη των δυνάμεων του, χωρίς οι άνδρες του να έχουν παρενοχληθεί από τις τουρκικές περιπόλους. Όμως το Γ' Σώμα Στρατού δεν έσπευσε να τους ενισχύσει. Η δικαιολογία ήταν και στη περίπτωση αυτή, η ίδια: το Γ' Σώμα δεν είχε διαταγή της Στρατιάς. Όταν ο Ρεσάτ Μπέης δεν κατάφερε να καταλάβει το ύψωμα 1310, που υπεράσπιζε το σύνταγμα του Πλαστήρα, θεώρησε ζήτημα τιμής να αυτοκτονήσει, δεδομένου ότι είχε δώσει το λόγο του στον Κεμάλ, να το καταλάβει εντός μιας ώρας.
Η ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ
Ο αγώνας στις 15 Αυγούστου ήταν δραματικός. Οι πιο πολλές μονάδες βρίσκονταν σε διάλυση, φεύγουν κι απειλούν να μεταδώσουν τον πανικό και στους άλλους. Ο στρατηγός Τρικούπης ελπίζει, ότι θα κατορθώσει να καταλάβει και να οργανώσει τη δεύτερη γραμμή άμυνας. Και περιμένει την ενίσχυση τη Ομάδας Φράγκου. Αλλά ο τελευταίος αγνοεί τις προθέσεις του Σώματος και βλέποντας τους Τούρκους να κινούνται προς Τουμλού Μπουνάρ με προφανή σκοπό να αποκόψουν την υποχώρηση αποφασίζει να συμπτυχθεί όσο γίνεται πιο γρήγορα. Στην απόφαση του αυτή συνέβαλαν και τα πολυάριθμα κρούσματα πανικού και λιποταξίας. Έπρεπε να κερδίσει χρόνο για να ανασυντάξει τις δυνάμεις του. Δεν είχε λάβει ακόμη οριστική απόφαση ο στρατηγός Φράγκου, όταν είδε ένα τραγικό θέαμα: ένα συρφετό στρατιωτών να κατεβαίνει τρέχοντας σχεδόν, τα υψώματα του Μπακσιμέ. Ήταν τα απομεινάρια της 4ης Μεραρχίας και δύο ταγμάτων της 12ης. Φθάνουν στις γραμμές του αλλά και πάλι δεν σταματούν, ενώ οι Τούρκοι βρίσκονται μακριά. Τους πανικόβλητους φυγάδες ακολουθούν δύο συντάγματα, που πειθαρχημένα και διατηρώντας τη συνοχή τους, είναι έτοιμα να δώσουν μάχη: Το απόσπασμα Λούφα και το 5/42 του Πλαστήρα. Οι διοικητές τους παρουσιάζονται στον Φράγκου, αλλά δεν μπορούν να τον πληροφορήσουν πού βρίσκονται οι υπόλοιπες μονάδες. Κι ο Φράγκου δεν διστάζει πλέον. Στον Πλαστήρα, που ζητά διαταγές, συνιστά (μια και δεν ανήκει στη δύναμη του) να καταλάβει τα υψώματα Χασάν Ντεντέ Τεπέ. Ήταν γνώστης της περιοχής κι ο πιο κατάλληλος για να την υπερασπίσει. Λίγες ώρες αργότερα ακολουθούν και τα υπόλοιπα τμήματα. Θα πρέπει, στο σημείο αυτό, να αναφερθεί ένα περιστατικό, που χαρακτηρίζει την αδράνεια και τη μοιρολατρικότητα που επέδειξε, στις κρίσιμες εκείνες στιγμές, ο Τρικούπης. Άφησε να χαθεί πολύτιμος χρόνος, περιμένοντας να συνδεθεί μαζί του η Ομάδα Φράγκου. Κι όταν αποφασίζει να κινηθεί πάλι, η προσπάθεια του είναι να ενωθεί με τον Φράγκου. Κι όμως το απόγευμα της 15ης Αυγούστου του δίνεται η ευκαιρία αυτή, αλλά δεν σπεύδει να την εκμεταλλευθεί.
Την ημέρα εκείνη, η 9η Μεραρχία (διοικητής Π. Γαρδίκας) κατέστρεψε πλήρως τη 2η Μεραρχία τουρκικού Ιππικού, που ήταν εξοπλισμένη με καινούργια πυροβόλα που έφεραν ρωσικές επιγραφές. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας, αναγνωριστική περίπολος της 1ης Μεραρχίας, υπό τον ανθυπασπιστή Νάκη συναντάται, στον αυχένα του Ουλουτζάκ με τον λοχαγό Πυροβολικού Καβρή της 9ης Μεραρχίας. Ο ανθυπασπιστής Νάκης του εκθέτει την κατάσταση της Μεραρχίας του. Από εκείνο τον αυχένα ο Καβρής μπορούσε να δει ό,τι αγνοούσε ο στρατηγός του, που είχε το στρατηγείο του στο Ουλουτζάκ, στην κατηφόρα του ορεινού όγκου, που τον χώριζε από την Ομάδα Φράγκου. Ο ανθυπασπιστής Νάκης του έδειξε στην κοιλάδα του Ντους Αγάτς τα στίφη των Τούρκων να σπεύδουν προς το Τουμλού Μπουνάρ. Ήταν ατέλειωτη η φάλαγγα του εχθρού, δεν μπορούσε να πιστέψει στην ανέλπιστη τύχη, ο εχθρός είχε καθηλωθεί μόνος του και περίμενε να τον κυκλώσουν. Αλλά ο λοχαγός Καβρής είδε όμως και τα μπουλούκια των φυγάδων της 4ης και της 12ης Μεραρχίας να υποχωρούν τρέχοντας και τα δυο μοναδικά πλέον, συντεταγμένα τμήματα, τους άνδρες του Πλαστήρα και του Λούφα, να συγκρατούν την τουρκική πλημμυρίδα. Η αναφορά, που υπέβαλε μισή ώρα αργότερα στον μέραρχό του συνταγματάρχη Γαρδίκα, διαφώτιζε απόλυτα τις προθέσεις του εχθρού. Ο Γαρδίκας με τον επιτελάρχη του ταγματάρχη Μπασακίδη πηδούν σε άλογα και τρέχουν να ενημερώσουν τον σωματάρχη. Είναι τόσο βέβαιος ότι ο Τρικούπης θα διέταζε την άμεση κίνηση προς το Τουμλού Μπουνάρ, ώστε πριν φύγει, δίνει προκαταρκτικές εντολές στα τμήματα του. Και, ενώ καλπάζει προς το επιτελείο του Τρικούπη, φωνάζει στους διοικητές των τμημάτων να ετοιμασθούν, στους μεταγωγικούς να ανοίξουν το δρόμο. Ο Γαρδίκας έφθασε στο επιτελείο του Σώματος στις 4.30 το απόγευμα. Αναφέρει την κατάσταση και εισηγείται την προώθηση με νυκτερινή πορεία προς τον ορεινό όγκο του Τουμλού. Αλλά ο Τρικούπης αρνείται: «Είμαι εν αναμονή διαταγών της Στρατιάς», λέγει και δίνει στο Γαρδίκα να καταλάβει, ότι δεν επιθυμεί να συνεχιστεί η συζήτηση. Κι όμως, αν έβγαινε από τη σκηνή του, αν έκανε μια σύντομη επιθεώρηση των μονάδων του, θα διαπίστωνε ότι δεν μπορούσε να περιμένει, τα τμήματα δεν μπορούσαν να διατηρήσουν τη συνοχή τους, το ηθικό των ανδρών ήταν εκμηδενισμένο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου