16 Ιουν 2012

Κωνσταντίνος Καραμανλής (1907-1998)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Κων. Καραμανλής ήταν ένας κορυφαίος Έλληνας πολιτικός, με καθοριστική συμβολή στον οικονομικό και πολιτικό εκσυγχρονισμό της χώρας. Διετέλεσε πρωθυπουργός και Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Το σπουδαιότερο επίτευγμά του είναι η είσοδος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Γεννήθηκε στις 8 Μαρτίου 1907, στο Κιούπκιοϊ (σημερινή Πρώτη), μια κωμόπολη κοντά στις Σέρρες, που τότε ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, 6 χρόνια πριν την απελευθέρωση από τον ελληνικό στρατό. Πατέρας του ήταν ο Γ. Καραμανλής (1880-1932), δημοδιδάσκαλος κι αργότερα καπνοκαλλιεργητής, που πολέμησε στον Μακεδονικό Αγώνα και για τη δράση του αυτή διώχθηκε από τις τουρκικές αρχές, ενώ το 1918, τον συνέλαβαν οι βουλγαρικές αρχές κατοχής και τον κράτησαν αιχμάλωτο. Μητέρα του ήταν η Φωτεινή Δολόγλου (1888-1940). Είχε 3 αδελφούς και 3 αδελφές: η Όλγα (1911), ο Αλέκος (1914), η Αθηνά (1917), η Αντιγόνη (1921), ο Γραμμένος (1925) και ο Αχιλλέας (1929). Ο νεαρός Κωνσταντίνος, αφού τέλειωσε τη στοιχειώδη εκπαίδευσή του στη γενέτειρά του, το 1919 συνέχισε την εκπαίδευσή του στο διτάξιο Γυμνάσιο Νέας Ζίχνης και το 1920 παρακολουθεί το κανονικό Γυμνάσιο Σερρών.
Την εποχή εκείνη μεγάλη ευεργεσία στην οικογένεια του Γ. Καραμανλή πρόσφερε ο τότε καθηγητής και βουλευτής Σερρών Αθανάσιος Αργυρός, που μετά τις σαρωτικές σε βάρος του Βενιζέλου εκλογές του 1920 περιλήφθηκε στην κυβέρνηση του Δ. Γούναρη. Το 1923 ο Α. Αργυρός ανέλαβε την επιμόρφωση του νεαρού Κωνσταντίνου στην Αθήνα, όπου και τον εισήγαγε στο ιδιωτικό οικοτροφείο «Λύκειο Μεγαρέως» (στο Παγκράτι) για την αποπεράτωση των γυμνασιακών του σπουδών και μετά στο 8ο Γυμνάσιο της Κυψέλης, απ’ όπου πήρε το απολυτήριό του. Το 1925 ο Καραμανλής εισάγεται στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου τελικά θα αποφοιτήσει στις 13 Δεκεμβρίου 1929 με άριστα. Στη διάρκεια των ετών 1928-29 δούλεψε ως ασφαλιστικός πράκτορας.
Το 1930, κατατάσσεται στο 19ο Σύνταγμα πεζικού στις Σέρρες, απ’ όπου, μετά από θητεία 4 μηνών, απολύεται σαν προστάτης πολύτεκνης οικογένειας. Στη συνέχεια, ανοίγει δικηγορικό γραφείο στις Σέρρες κι εργάζεται ως δικηγόρος. Το 1932, ζητά από τον πατέρα του να πολιτευθεί: «Θα ήθελα να αφιερωθώ στους ανθρώπους του λαού μου, γι’ αυτούς και δια μέσου αυτών θα ήθελα να δικαιώσω το πέρασμά μου από τον κόσμο αυτό», φέρεται να δηλώνει στις αντιρρήσεις του πατέρα του, που με τίποτα δε θέλει να μπει το «χτικιό» της πολιτικής στην οικογένειά του. Την ίδια χρονιά, ο πατέρας του πεθαίνει από τύφο. Μπήκε στη πολιτική με το αντιβενιζελικό Λαϊκό Κόμμα, δίπλα στον Α. Αργυρό. Μετά το «Κίνημα του ’35» (στη διάρκεια του οποίου ο Καραμανλής συλλαμβάνεται για δύο εβδομάδες μαζί με άλλα στελέχη του Λαϊκού κόμματος από τους κινηματίες), θα πάρει μέρος στις εκλογές του Ιουνίου και θα εκλεγεί για πρώτη φορά βουλευτής Σερρών, σε ηλικία 28 ετών. Εκλέγεται και πάλι βουλευτής τον επόμενο χρόνο, τον Ιανουάριο του 1936, στις τελευταίες εκλογές πριν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. H Δικτατορία της 4ης Αυγούστου του 1936 (που κήρυξε ο Ι. Μεταξάς) διακόπτει την εξέλιξη της πολιτικής καριέρας του νεαρού βουλευτή, ενώ την ίδια χρονιά πεθαίνει και η μητέρα του Φωτεινή. Την εποχή αυτή ο Κ. Καραμανλής δικηγορεί και στη συνέχεια μεταβαίνει στην Αυστρία και Γερμανία για να φροντίσει την βαρηκοΐα, που άρχισε να τον βασανίζει, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Β' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ-ΚΑΤΟΧΗ
Όταν ξέσπασε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940, ο Καραμανλής παρουσιάστηκε για να στρατευθεί στο Σιδηρόκαστρο, αλλά κρίθηκε ανίκανος να υπηρετήσει λόγω βαρηκοΐας και δεν στέλνεται στο μέτωπο. Στις 23 Μαρτίου του 1941 ο Καραμανλής γράφεται στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών και ασχολείται αποκλειστικά με τη δικηγορία. Στη διάρκεια της κατοχής γίνεται μέλος μιας ομάδας νέων επιστημόνων, ανάμεσα στους οποίους και οι Ξ. Ζολώτας, Κ. Τσάτσος, Αγγ. Αγγελόπουλος, Γρ. Κασιμάτης, που συζητούν για το μέλλον της χώρας, χωρίς να εμπλακούν σε κάποια αντιστασιακή δραστηριότητα. Τον Ιούλιο του 1944 και μετά από περιπετειώδες ταξίδι, ο Καραμανλής φθάνει στην Αλεξάνδρεια, απ’ όπου σε λίγες μέρες επιστρέφει στην ελεύθερη πλέον Αθήνα.
ΥΠΟΥΡΓΙΚΕΣ ΘΗΤΕΙΕΣ 1946-1952
Επέστρεψε στην ενεργό πολιτική το 1946, όταν πήρε μέρος στις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές της 31ης Μαρτίου του 1946, ως υποψήφιος του Λαϊκού Κόμματος στις Σέρρες και εκλέχθηκε πρώτος σε ψήφους βουλευτής Σερρών. Στη συνέχεια, γίνεται μέλος μιας δικομματικής επιτροπής, υπό τον Σοφοκλή Βενιζέλο και μεταβαίνει στις ΗΠΑ, όπου ακολουθεί νέα αγωγή αποκατάστασης της ακοής του και συμμετέχει σε επίσημη αποστολή ενημέρωσης της αμερικανικής κυβέρνησης για τις οικονομικές ανάγκες της Ελλάδας. Το Νοέμβριο του 1946, ο Παναγής Τσαλδάρης θα τον χρήσει Υπουργό Εργασίας σε ηλικία 39 χρόνων. Ανάμεσα στα χρόνια 1948-1950 θα διατελέσει άλλες δύο φορές υπουργός, τη μια ως Υπουργός Μεταφορών και την άλλη ως Υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας, στις Κυβερνήσεις διαδοχικά των Τσαλδάρη και Μάξιμου. Ως Υπουργός Εργασίας έρχεται αντιμέτωπος με σύνθετα εργατικά ζητήματα, ενώ φροντίζει για την αποφυλάκιση αντιφρονούντων συνδικαλιστών. Παράλληλα, προωθεί την πρόβλεψη για σημαντική αύξηση των συντάξεων (25%) κι ευνοεί την καθιέρωση ενιαίου φορέα.
Ως Υπουργός Μεταφορών, αποκαθιστά μέσα σε 6 μήνες πλήρως το συγκοινωνιακό δίκτυο που είχε πληγεί από τον πόλεμο και τις εμφύλιες συγκρούσεις. Παράλληλα, έρχεται σε σύγκρουση με τη βρετανική εταιρία Power και άλλες ξένες ιδιωτικές εταιρίες, που είχαν το μονοπώλιο της ηλεκτροδότησης και πρόσφεραν ακριβές και κακής ποιότητας υπηρεσίες, ενώ αρνούνταν να προχωρήσουν στις απαραίτητες επενδύσεις. Ο Καραμανλής προωθεί νομοθεσία, όπου το κράτος μπορούσε πλέον να επιδιώξει επαναδιαπραγμάτευση των συμβάσεων. Η στάση αυτή ενισχύει το πολιτικό προφίλ του, λόγω εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, αλλά η νομοθεσία περί αναθεώρησης εγκαταλείπεται από τα μεγάλα κόμματα και κοστίζει στον Καραμανλή τη θέση του στο Υπουργείο Μεταφορών, εξαιτίας πιέσεων του βρετανικού παράγοντα προς τους Τσαλδάρη και Σοφούλη.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ως Υπουργός Μεταφορών (1948)
Μεγάλη δημοσιότητα αποκτά λόγω της δράσης του στο Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, όπου μετακινήθηκε το 1948. Δημιουργεί το Πρόγραμμα «Πρόνοια- Εργασία» για τον επαναπατρισμό και την απασχόληση των 700.000 προσφύγων της υπαίθρου. Επιπλέον, χορηγεί στους πολίτες 60.000 όπλα μέσω Κέντρων Ασφαλείας για την ασφάλεια των παλιννοστούντων και την αποσυμφόρηση του στρατιωτικού έργου, παρά τις επιφυλάξεις του Σοφοκλή Βενιζέλου για τυχόν χρήση τους σε κομμουνιστική εξέγερση. Μέσα σ’ ένα χρόνο επαναπατρίζονται 486.000 πρόσφυγες, ενώ άλλοι 236.000 περίμεναν να επαναπατριστούν. Από αρκετούς, θεωρείται ότι αυτό το αποτελεσματικό πρόγραμμα αποκατάστασης, «ο οικονομικός Γράμμος» όπως αποκλήθηκε, είχε σαν συνέπεια και τον πολιτικό προσεταιρισμό του προσφυγικού στοιχείου, που διαφορετικά μπορεί να είχε στραφεί προς το κομμουνιστικό στρατόπεδο, ενώ έπαιξε ρόλο στην έκβαση του εμφυλίου.
Στις εκλογές του 1950 το Λαϊκό Κόμμα ηττάται, αλλά συμμετείχε στη βραχύβια κυβέρνηση Σοφοκλή Βενιζέλου, όπου ο Καραμανλής γίνεται για λίγο Υπουργός Εθνικής Άμυνας.
Καραμανλής και Αντενάουερ (Γερμανός Καγκελάριος), Βόννη, 1959
Τον Ιούλιο του 1951 νυμφεύεται την Αμαλία Κανελλοπούλου (μετέπειτα Μεγαπάνου), ανιψιά του πολιτικού και διανοητή, Παναγιώτη Κανελλόπουλου.
Μετά από διάφορες εσωκομματικές κινήσεις, προσχωρεί στο κόμμα του «Ελληνικού Συναγερμού», υπό το Στρατάρχη Αλέξανδρο Παπάγο, ο οποίος κερδίζει τις εκλογές του 1952.
ΠΡΩΤΗ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΙΑ
Το όνομά του θα γίνει γνωστό στο πανελλήνιο από τη θητεία του ως Υπουργός Δημοσίων Έργων, στην κυβέρνηση του Ελληνικού Συναγερμού με πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Παπάγο, την περίοδο 1950-52 (ενώ για μικρό χρονικό διάστημα ανέλαβε και το Υπουργείο Μεταφορών). Θα επιτελέσει σπουδαίο έργο, με την κατασκευή βασικών έργων υποδομής (εγγειοβελτιωτικά έργα, οδικές αρτηρίες, ενεργειακές μονάδες, έργα ύδρευσης κ.ά.).
Ο Καραμανλής ως υπουργός δημοσίων έργων
Ο δυναμισμός και η αποφασιστικότητά του, η απρόσμενα υψηλή του απόδοση στο Υπουργείο, αλλά και η απήχηση του έργου του στην κοινή γνώμη, αποτέλεσαν ισχυρό πρόκριμα για την ανάδειξή του στην πρωθυπουργία, μετά τον θάνατο του Παπάγου. Η πρωτοβουλία του βασιλιά Παύλου να του αναθέσει τον σχηματισμό κυβέρνησης, στις 5 Οκτωβρίου 1955, εξέπληξε τους πάντες. Η κίνηση αυτή προκάλεσε αμηχανία κα αντίδραση και σε στελέχη του «Συναγερμού», αφού οι πιο πιθανοί αντικαταστάτες για τη διαδοχή του Παπάγου είχαν ευρέως θεωρηθεί δύο έμπειροι πολιτικοί, οι αντιπρόεδροι της κυβέρνησης Παπάγου, Στέφανος Στεφανόπουλος και Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Ο Καραμανλής έγινε για πρώτη φορά πρωθυπουργός σε ηλικία 48 χρονών. Από την πρώτη μέρα της πρωθυπουργίας του, θέλησε να βάλει τη σφραγίδα του στην πολιτική ζωή της χώρας. Επανίδρυσε το κόμμα του Συναγερμού με το νέο όνομα Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (ΕΡΕ) και προσέφυγε στις κάλπες τον Φεβρουάριο του 1956. Με την εφαρμογή του λεγόμενου «τριφασικού» εκλογικού συστήματος, παρά το γεγονός ότι το κόμμα του, σε απόλυτους αριθμούς ψήφων, ήρθε δεύτερο (47,3%) και η «Δημοκρατική Ένωση» πρώτη (48,15%), η ΕΡΕ κερδίζει 165 έδρες και σχηματίζει κυβέρνηση. Το εκλογικό αυτό σύστημα προέβλεπε πλειοψηφικό και ενισχυμένη αναλογική στις περιφέρειες που ήταν πρώτο κόμμα η ΕΡΕ και απλή αναλογική στις υπόλοιπες, εξασφαλίζοντας έτσι στην ΕΡΕ τον μέγιστο αριθμό εδρών. Σχεδόν αμέσως μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας άρχισε δυσμενείς μεταθέσεις δημοκρατικών αξιωματικών κι επέβαλλε στην ηγεσία του στρατεύματος ανθρώπους που συνδέονταν με την ακροδεξιά κι αντιδημοκρατική οργάνωση ΙΔΕΑ. Ο αρχηγός του ΙΔΕΑ, αντιστράτηγος Σόλων Γκίκας, ήταν στενός φίλος, βουλευτής και Υπουργός του Καραμανλή. Το 1958 γίνονται ξανά εκλογές, που αυτή τη φορά τις κερδίζει η ΕΡΕ με ποσοστό 41,11% και 171 έδρες.
Καραμανλής και Μακάριος (Πρόεδρος Κύπρου)
Στις εκλογές του 1961, η ΕΡΕ σχηματίζει και πάλι κυβέρνηση με ποσοστό 50,8% (176 έδρες). Οι τελευταίες έμειναν στην Ιστορία ως εκλογές «βίας και νοθείας», αν και δε διεξήχθησαν από την κυβέρνηση Καραμανλή, αλλά από υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό τον Κ. Δόβα, το σχηματισμό της οποίας το Κέντρο χαιρέτησε ως δική του νίκη. Στις εκλογές αυτές σημειώθηκε όργιο παρενοχλήσεων και ξυλοδαρμών με στόχο αριστερούς και κεντρώους πολίτες, ενώ πρωτοφανής ήταν και η νοθεία, με πιο χαρακτηριστικό το παράδειγμα των 218 χωροφυλάκων που ψήφισαν παράνομα στο νεοκλασικό της Ρηγίλλης. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πρόεδρος της «Ενώσεως Κέντρου» Γεώργιος Παπανδρέου κήρυξε με αφορμή αυτές τις εκλογές «ανένδοτο αγώνα» για την «υπεράσπιση και αποκατάσταση της δημοκρατίας», και κατόρθωσε να συσπειρώσει τις δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις του τόπου, παρά τη συνεχή τρομοκράτηση από τα Σώματα Ασφαλείας.
Σε όλη τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του αυτής, το Υπουργικό Συμβούλιο και η Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΕΡΕ περιείχε πρώην συνεργάτες των Γερμανών επί Κατοχής και μεταξικούς πολιτικούς, όπως ο Δ. Μακρής, ο Κ. Μανιαδάκης και ο Κ. Παπαδόπουλος, ενώ η ΚΥΠ υπό το στρατηγό Αλέξ. Νάτσινα χαρακτηριζόταν ως υπερκυβέρνηση του τόπου. Η πρώτη πρωθυπουργία του χαρακτηρίστηκε επίσης από προσπάθεια ποδηγέτησης και καταστολής του φοιτητικού κινήματος, που ζητούσε αύξηση των δαπανών για την Παιδεία. Ο Καραμανλής απάντησε με τη δημιουργία της ΕΡΕΝ και ανέχτηκε τη δράση της παρακρατικής ΕΚΟΦ. Επίσης, δέχτηκε κριτική για τη συνεχή αυτοπροβολή που επιδίωκε, και για το γεγονός ότι ο Νόμος 4000/1958 ήταν δική του έμπνευση.
Καραμανλής και Σμιτ (Καγκελάριος Γερμανίας)
ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Το διεθνές περιβάλλον ήταν αρνητικό για την άσκηση πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, λόγω του Ψυχρού Πολέμου και της πρόσδεσης της χώρας στο άρμα των ΗΠΑ. Έτσι, ήταν φυσικό για τον Κ. Καραμανλή να αναζητήσει ερείσματα για την κατοχύρωση της ασφάλειας και της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας στους κόλπους του ΝΑΤΟ. Παρ’ όλα αυτά, ο Καραμανλής, με αρκετή δόση αποτελεσματικότητας, κατόρθωσε να προαγάγει τις σχέσεις με τον Τρίτο Κόσμο, ιδιαίτερα με τις αραβικές χώρες, προτάσσοντας, όποτε χρειαζόταν, τα περιφερειακά συμφέροντα της Ελλάδας.
Καραμανλής και Τίτο (1959)
Το 1959 υπέγραψε τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, με τις οποίες τερματίστηκε η βρετανική κυριαρχία επί της Κύπρου και ιδρύθηκε ανεξάρτητο Κυπριακό κράτος, με εγγυήτριες δυνάμεις την Ελλάδα, την Τουρκία και τη Μ. Βρετανία με δικαίωμα στρατιωτικής παρέμβασης. Ο Καραμανλής δέχθηκε αυστηρή κριτική γι’ αυτήν την απόφασή του, που θεωρήθηκε ντροπιαστική και υποχωρητική από την πλειοψηφία της κοινής γνώμης, καθώς οι συμφωνίες αυτές κατοχύρωναν ως ισότιμο εταίρο στη μεγαλόνησο την Τουρκία.
Πρωθυπουργός Αγγλίας Μακμίλαν και Καραμανλής στο Λονδίνο
Η ΕΛΛΑΔΑ ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΟΚ (1962)
Η καίρια τομή στην εξωτερική πολιτική του εντοπίζεται στην προσπάθεια για την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ). Στρατηγικός στόχος του ριζοσπαστικού ρεύματος του ελληνικού φιλελευθερισμού ήδη από τη δεκαετία του 1930, με βάση και τις παραδόσεις του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ήταν η συμπόρευση της Ελλάδας με τις άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Οι λόγοι ήταν πολιτισμικοί, αλλά και οικονομικοί.
Ο Καραμανλής και πρόεδρος Κέννεντυ (ΗΠΑ) με τις συζύγους τους
Μετά τη δημιουργία της ΕΟΚ και της ΕΖΕΣ, υπήρξε έντονος προβληματισμός, σε ποια από τις δύο θα έπρεπε να επιδιώξει να ενταχθεί η χώρα. Τελικά, οι κυβερνήσεις Καραμανλή επέλεξαν την πρώτη, κυρίως επειδή έδινε έμφαση στα αγροτικά προϊόντα, ενώ η δεύτερη ιδιαίτερα στη βαριά βιομηχανία, που η Ελλάδα δεν διέθετε. Ο Καραμανλής πίστευε ότι η ΕΟΚ δεν αποτελούσε «απλώς οικονομική κοινοπραξία, αλλά οντότητα με ευρύτερη πολιτική αποστολή και σημασία». Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις 2 ετών (με τη συμμετοχή ιδίως των Ε. Αβέρωφ, Γ. Πεσμαζόγλου και Ξ. Ζολώτα) υπογράφηκε η Συμφωνία Σύνδεσης και η Ελλάδα θα γίνει δεκτή στην αρχική ομάδα των Έξι, ως το πρώτο συνδεδεμένο μέλος με την ΕΟΚ, την 9η Ιουλίου 1961. Η Συμφωνία προέβλεπε: α) κατάργηση εισαγωγικών δασμών και περιοριστικών μέτρων σε βάρος της ελεύθερης κυκλοφορίας βιομηχανικών προϊόντων των Κοινοτικών χωρών, β) κατάργηση δασμών και περιοριστικών μέτρων σε βάρος των ελληνικών προϊόντων σε διάστημα 12 ετών, γ) σταδιακή υιοθέτηση σταδιακά, του κοινού εξωτερικού δασμολογίου της ΕΟΚ, δ) αυτόματη κατάργηση των δασμών πάνω στα κύρια εξαγώγιμα ελληνικά προϊόντα, ε) εναρμόνιση της αγροτικής πολιτικής της Ελλάδας με την Κοινή Αγροτική Πολιτική, στ) οικονομική χορηγία προς την Ελλάδα, υπό μορφής δανείου από την Ευρωπαϊκή τράπεζα Επενδύσεων, ανερχόταν σε 125.000.000 δολάρια για περίοδο 5 ετών. Η Συμφωνία εκτελέσθηκε πράγματι μέχρι την 21η Απριλίου 1967, οπότε και ανεστάλη. Θεωρείται ότι αποτέλεσε το πρώτο αποφασιστικό βήμα, προς την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, που συντελέσθηκε το 1979.
Οι ηγέτες των χωρών μελών της ΕΟΚ με τον Κ.Καραμανλή (1961
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΡΓΟ
Κατά το 1955-1963 η Ελλάδα γνώρισε πολύ ισχυρή οικονομική άνοδο. Η σταθερή αύξηση του εθνικού εισοδήματος, παρά τη σημαντική αύξηση πληθυσμού (κατά περίπου 7%), με μέσο ετήσιο ρυθμό 6,25%, η άνοδος του κατά κεφαλήν εισοδήματος από 305 σε 565 δολάρια, με πληθωρισμό 2%, η ραγδαία άνοδος των επενδύσεων και η μείωση της ανεργίας στο 4,5% (βοηθούμενη και από την αυξανόμενη μετανάστευση) συνθέτουν τις κύριες παραμέτρους του θετικού απολογισμού της διακυβέρνησης Καραμανλή στο πεδίο της οικονομίας. Η πρώτη πρωθυπουργία του Καραμανλή χαρακτηρίστηκε από οικονομική πρόοδο των ανώτατων και ανώτερων οικονομικά στρωμάτων της χώρας, χωρίς να σημειωθεί όμως σημαντική άνοδος των εισοδημάτων των λαϊκών τάξεων (ο Γ. Παπανδρέου δήλωνε σκωπτικά: «όταν οι αριθμοί ευημερούν, οι άνθρωποι δυστυχούν»), αλλά κι από το ανώμαλο πολιτικό κλίμα της εποχής: η Δικαιοσύνη δε δίστασε να φυλακίσει και να εξορίσει τον Μανώλη Γλέζο, που καταδικάστηκε με βάση το νόμο περί κατασκοπείας του δικτατορικού καθεστώτος Μεταξά. Πρωταρχική φροντίδα του Καραμανλή ήταν ο σχεδιασμός και η εφαρμογή ενός προγράμματος ταχύρρυθμης οικονομικής ανάπτυξης, σε μια χώρα που βίωνε ακόμη τις συνέπειες του καταστροφικού εμφύλιου πολέμου. Όραμά του υπήρξε μια Ελλάδα απαλλαγμένη από τα σύνδρομα της δυσπραγίας και της φτώχειας. Το 1959 ανήγγειλε ένα πενταετές σχέδιο (1960-1964) για την ελληνική οικονομία εστιασμένο στη βελτίωση της γεωργικής και βιομηχανικής παραγωγής, την επένδυση σε υποδομές και την προώθηση του τουρισμού. Η ανοδική πορεία της οικονομίας θα του δώσει τη δυνατότητα να στραφεί, με την πάροδο του χρόνου, προς την ενίσχυση της παιδείας, του πολιτισμού και, για πρώτη ουσιαστικά φορά, του αθλητισμού, με τη θεσμοθέτηση του ΠΡΟ-ΠΟ (1959). Ακόμη, αύξησε τη χρηματοδότηση του κοινωνικού τομέα κι έλαβε θεσμικά μέτρα κοινωνικού χαρακτήρα, με κορυφαίο γεγονός τη σύσταση του ΟΓΑ (1961). Όλη αυτή την περίοδο η Ελλάδα συνέκλινε γρήγορα με τον ανεπτυγμένο κόσμο της εποχής, δηλαδή την ΕΟΚ, τη Μ. Βρετανία και τις ΗΠΑ. Επίσης, ο Καραμανλής απέρριψε πολλές επωφελείς εμπορικές συμφωνίες που πρότειναν στην Ελλάδα οι χώρες του Ανατολικού Μπλοκ, με βάση το ιδεολόγημα του κομμουνιστικού κινδύνου στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου. Ακόμη και φιλικοί προς τον Καραμανλή ιστορικοί θεωρούν άστοχους τους χειρισμούς του στο θέμα αυτό. Ίσως η πιο δραματική αποτυχία της πρώτης πρωθυπουργικής του θητείας ήταν η πολύ μεγάλη άνοδος που σημείωσε ο πιο σημαντικός οικονομικός δείκτης, αυτός της ανεργίας. Σε όλη την περίοδο 1955-1963 η ανεργία (που το 1961 είχε φτάσει στο 24%, δηλαδή 864.000 σε σύνολο εργατικού δυναμικού 3.640.000 ατόμων) ανάγκαζε τους Έλληνες να μεταναστεύουν μαζικά στη Γερμανία, την Αυστραλία, τις ΗΠΑ και τον Καναδά για να ζήσουν αξιοπρεπώς.

ΔΙΩΞΕΙΣ ΑΝΤΙΦΡΟΝΟΥΝΤΩΝ ΚΑΙ «ΠΑΡΑΚΡΑΤΟΣ»
Όμως, παρά τις προσπάθειές του, ο εκσυγχρονισμός στο πολιτικό πεδίο κινείτο με χαμηλές ταχύτητες, λόγω των συνδρόμων του Εμφυλίου Πολέμου, που παρέμεναν ισχυρά. Με το πρόσχημα επικράτησης των κομμουνιστών (ΕΔΑ) έγιναν διώξεις και εκτοπίσεις αριστερών, ενώ παράλληλα αυτονομήθηκαν από τον κυβερνητικό έλεγχο ομάδες του στρατού, της αστυνομίας, της χωροφυλακής (η λεγόμενη «Κυανή Φάλαγγα») και άλλων υπηρεσιών που αναλάμβαναν «αντικομουνιστική» δράση με δική τους πρωτοβουλία, σχηματίζοντας το λεγόμενο «παρακράτος», που πιστεύεται ότι ουσιαστικά ελεγχόταν από το παλάτι. Ο Καραμανλής κατηγορήθηκε ότι ανέχθηκε ή κι εξέθρεψε αυτό το παρακράτος. Ο ίδιος αρνήθηκε πάντα σθεναρά ότι υποστήριζε ή γνώριζε τη λειτουργία αυτών τον ομάδων. Χαρακτηριστική είναι η φράση που φέρεται να είπε μετά τη δολοφονία Λαμπράκη από παρακρατικούς: «Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;». H πολιτική του σε αυτόν τον τομέα στόχευε πάντοτε στη διεύρυνση των ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων, καθώς και στην εμπέδωση και εμβάθυνση της Δημοκρατίας, ενόψει και της φιλοευρωπαϊκής πορείας της χώρας με τη σύνδεσή της με την τότε ΕΟΚ, ήδη από το 1961. Γι’ αυτό το λόγο περιόρισε σε 937 τους 4.498 καταδίκους κομμουνιστές και σε 6 τους εκτοπισμένους που παρέλαβε από τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Κατηγορήθηκε ότι με τη βοήθεια της ΚΥΠ, δημιούργησε την περίοδο 1955-1963 ένα πρωτοφανές για τα ελληνικά χρονικά αστυνομικό κράτος, με τους έμμισθους πράκτορες των Σωμάτων Ασφαλείας και της ΚΥΠ να ξεπερνούν τους 60.000 σ’ έναν πληθυσμό 8.300.000 ανθρώπων.

ΑΥΤΟΕΞΟΡΙΑ
Η πρώτη κυβερνητική οκταετία του Καραμανλή διακόπηκε απρόβλεπτα, με την παραίτησή του, τον Ιούνιο του 1963, μετά από διαφωνία με τον βασιλιά Παύλο, που σηματοδότησε τη ρήξη του με τα Ανάκτορα, και πέρασε 4 μήνες στο εξωτερικό. Η διαφωνία αυτή πυροδοτήθηκε κατά τα φαινόμενα από την έντονη αντιπάθεια της βασίλισσας Φρειδερίκης προς το πρόσωπό του, στη πραγματικότητα όμως λόγω της πρόθεσής του να αναθεωρήσει προς το δημοκρατικότερο το Σύνταγμα του 1952, που είχε προωθηθεί μόνον από τις κυβερνήσεις του Κέντρου και ήταν ασφυκτικό για την εκλεγμένη από το λαό κυβέρνηση και ιδιαίτερα γενναιόδωρο προς το Βασιλιά. Η κρίση δεν ήταν ανεξάρτητη και από το κλίμα πολιτικής έντασης εκείνης της εποχής. Από τον Μάιο η χώρα ήταν σε αναταραχή και η δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγορίου Λαμπράκη από παρακρατικούς, μετά από εκδήλωση για την ειρήνη στη Θεσσαλονίκη, είχε ρίξει βαριά τη σκιά της στη χώρα.
Στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963, ο Καραμανλής ηγήθηκε της ΕΡΕ, αλλά υπό το βάρος των καταγγελιών της αντιπολίτευσης, ηττήθηκε από την «Ένωση Κέντρου» του Γ. Παπανδρέου. Ο Καραμανλής παραιτήθηκε από την ηγεσία της ΕΡΕ κι αποχώρησε από την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ιδιώτευσε επί 11 χρόνια μέχρι τη Μεταπολίτευση. Τότε είχε ευρέως διαδοθεί στην ελληνική κοινή γνώμη ότι κατά την αναχώρησή του από τη χώρα χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Κ. Τριανταφυλλίδης. Για το γεγονός αυτό ο ίδιος παρατηρεί σε σημείωμά του τα εξής: «Χαρακτηριστικό της απρέπειας, με την οποία οι αντίπαλοί μου αντιμετώπισαν την αποχώρησή μου εκ της πολιτικής, είναι το γεγονός ότι επεχείρησαν να προσδώσουν μυστήριο στις προφυλάξεις που έλαβα διά την αθόρυβη αναχώρησή μου. Και την εμφάνισαν ως μυθιστορηματική φυγή και μάλιστα υπό ψευδώνυμο, ενώ γνώριζαν ότι η θεώρηση των διαβατηρίων μου είχε ζητηθεί να γίνει από το υπουργείο Εξωτερικών και τα εισιτήρια εκδόθηκαν επ’ ονόματι εμού και της συζύγου μου». Στην ηγεσία της ΕΡΕ τον διαδέχθηκε ο Π. Κανελλόπουλος. Ήταν στο Παρίσι, όταν τον βρίσκει η δικτατορία της 21ης Απριλίου.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΙΑ
Μετά την κατάρρευση της Χούντας, υπό το βάρος του άφρονος πραξικοπήματος στην Κύπρο και της τουρκικής εισβολής στη μεγαλόνησο, η «λύση Καραμανλή» προσφέρεται σαν η πλέον ιδανική για την τότε πολιτική κατάσταση της χώρας. Δύο ώρες μετά τα μεσάνυχτα της 24ης Ιουλίου 1974, ο Καραμανλής επιστρέφει στην Αθήνα θριαμβευτικά, με το αεροπλάνο της γαλλικής προεδρίας, που έθεσε στη διάθεσή του ο Γάλλος πρόεδρος Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εσταίν, στενός προσωπικός του φίλος και γίνεται δεκτός με πραγματικά φρενιασμένο παραλήρημα. Ας σημειωθεί ότι αυτοί που τον κάλεσαν να αναλάβει τη διακυβέρνηση του τόπου ήταν στελέχη της Χούντας των Συνταγματαρχών, όπως ο Ναύαρχος Αραπάκης και ο Στρατηγός Γκιζίκης, με πρωτοβουλία του Ευάγγελου Αβέρωφ.
Σχηματίζει αμέσως κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» κι αναγνωρίζεται από εχθρούς και φίλους σαν ένας «άλλος» Καραμανλής, που κατορθώνει με συνετές κι αποφασιστικές κινήσεις να αποκαταστήσει πλήρως τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος στη χώρα. Νομιμοποίησε το ΚΚΕ, μετά από 26 χρόνια παρανομίας, αλλά δεν κατάργησε αμέσως τη λογοκρισία, ενώ προχώρησε στην αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, ως αντίδραση για την άρνηση της Συμμαχίας να αντιταχθεί στην προέλαση των Τούρκων στην Κύπρο (Αττίλας 2).
Αρχικά ήταν επιεικής με μέλη του πραξικοπήματος του 1967, που διατηρούσαν ακόμα ισχυρές θέσεις στην Αστυνομία Πόλεων και τη Χωροφυλακή. Παρ’ όλα αυτά, η χουντική ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων αντικαταστάθηκε και τα περισσότερα υπολείμματα του καθεστώτος των συνταγματαρχών, τα λεγόμενα «σταγονίδια», εκδιώχθηκαν από τον κρατικό μηχανισμό. Πρωτοστάτησε σε σημαντικά σημεία της διαδικασίας εκδημοκρατισμού της χώρας, ειδικότερα στη δίκη των πρωταιτίων της δικτατορίας (στους οποίους αποδόθηκε η ποινή του θανάτου για εσχάτη προδοσία κι ανταρσία, που τελικά μετατράπηκε με πρωτοβουλία του ίδιου σε ισόβια φυλάκιση, απόφαση που προσπάθησε να εκτονώσει με τη φράση «όταν λέμε ισόβια εννοούμε ισόβια»). Αυτή η «ανώδυνη μετάβαση από τη δικτατορία στη Δημοκρατία» χαρακτηρίζεται (σύμφωνα και με τους βιογράφους του) διεθνώς «ως θαύμα».
Στις 30 Σεπτεμβρίου 1974, ιδρύει τη «Νέα Δημοκρατία», νεοσύστατο σχηματισμό, που εντάσσεται στον κεντροδεξιό χώρο, με ιδεολογικό στίγμα τον ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό. Οργανώνει ελεύθερες κοινοβουλευτικές εκλογές για τις 17 Νοεμβρίου 1974, τις οποίες κερδίζει μια πρωτοφανή πλειοψηφία (54,2%) και εκλέγει 219 βουλευτές.
Η διενέργεια δημοψηφίσματος, στις 8 Δεκεμβρίου 1974, τερμάτισε τη μακρά διένεξη για το πολιτειακό, με την κατάργηση της μοναρχίας και την οριστική καθιέρωση της Προεδρευόμενης Δημοκρατίας. Η εκπόνηση και η ψήφιση νέου και προοδευτικού Συντάγματος, τον Ιούνιο του 1975 (θεωρήθηκε ως ένα από τα πιο συγχρονισμένα των χωρών της Ευρώπης), δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την εμβάθυνση και την παγίωση της Δημοκρατίας.
Η άνετη νίκη του και στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση (Νοέμβριος 1977), θα του επιτρέψει να παραμείνει αδιάλειπτα στην εξουσία για μία εξαετία. Η δεύτερη πρωθυπουργία του αντιμετωπίστηκε από ορισμένους αντιπάλους του ως το ίδιο αμφιλεγόμενη με την πρώτη: έγινε στόχος σφοδρής κριτικής από όλα τα κόμματα για την πολιτική του στην Κύπρο που θεωρήθηκε εξοργιστικά υποχωρητική και σ’ αυτό βοήθησαν και οι δικές του δηλώσεις για το ότι η Κύπρος είναι μακριά. Επίσης, κατηγορήθηκε για το γεγονός ότι χρησιμοποιούσε τα κρατικά ΜΜΕ για την αυτοπροβολή του. Τέλος, έγινε στόχος κριτικής για τη μεγάλη και πολυτελή κατοικία του στην περιοχή της Πολιτείας, όπου έζησε το διάστημα 1980-1998.
Καραμανλής και Ζισκάρ Ντ' Εστέν κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα
Από την άλλη πλευρά, η επικράτηση ήπιου πολιτικού κλίματος, η αναβάθμιση των πολιτικών ηθών και της κοινοβουλευτικής πρακτικής και γενικότερα η κατοχύρωση του δημοκρατικού διαλόγου και των ατομικών ελευθεριών, καταγράφονται έκτοτε ως επιτεύγματά του. Όπως και η λύση ενός εξίσου σοβαρού ζητήματος, του γλωσσικού, με την καθιέρωση της δημοτικής, ως επίσημης γλώσσας του κράτους. Την εξαετία 1974-1980 και παρά τη διεθνή ενεργειακή κρίση, που έπληξε και τη χώρα μας, στον οικονομικό τομέα, η ανάπτυξη συνεχίστηκε, αν και όχι με τον ρυθμό των προηγούμενων δεκαετιών, το εθνικό εισόδημα αυξανόταν με ρυθμούς 5% ετησίως, το κατά κεφαλήν εισόδημα σημείωσε αύξηση 50%, ενώ έγιναν και οι πρώτες μεγάλες κρατικοποιήσεις. Ο Καραμανλής δεν δίστασε να κρατικοποιήσει μεγάλες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα (Ολυμπιακή, Εμπορική), όταν οι περιστάσεις το επέβαλαν, με αποτέλεσμα κάποιοι κύκλοι των βιομηχάνων να τον κατηγορήσουν για σοσιαλομανία. Στην εξωτερική πολιτική, προχώρησε σε άνοιγμα προς τις γειτονικές κομμουνιστικές χώρες και τη Μόσχα και υπέγραψε σημαντικές συμφωνίες με επισκέψεις σε μια σειρά κρατών, διπλωματικά ανοίγματα που καταγράφονται στο ενεργητικό του. Η πολιτική αυτή μπορεί να ενταχθεί στην κρίση που σημειώθηκε στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, αποτέλεσμα της οποίας ήταν και η προσωρινή αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ (1974-1980).
Ο Καραμανλής συνέχισε να κυβερνά την Ελλάδα μέχρι τις 5 Μαΐου 1980, οπότε εγκατέλειψε την ενεργό πολιτική μετά την υπογραφή της συνθήκης προσχώρησης της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Ο πραγματικός λόγος της παραίτησής του ήταν ίσως η διαφαινόμενη ήττα στις εκλογές, λόγω της ανόδου του Ανδρέα Παπανδρέου. Τον διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία ο Γεώργιος Ράλλης.
ΠΡΩΤΗ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΟΕΔΡΙΑ
Στις 5 Μαΐου 1980, το ελληνικό κοινοβούλιο εξέλεξε τον Καραμανλή Πρόεδρο της Δημοκρατίας, σε μια περίοδο που το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου βρισκόταν προ των πυλών της εξουσίας, θέση την οποία υπηρέτησε έως το 1985. Η αυστηρή προσήλωση στην τήρηση των συνταγματικών κανόνων και η συνεπής τοποθέτηση πάνω από τις κομματικές διαμάχες, η εξασφάλιση της ομαλής διαδοχής των κομμάτων στην εξουσία, η συμβολή στην εκτόνωση των πολιτικών παθών και η συνεισφορά του στην εμπέδωση της εθνικής ενότητας, συνέθεσαν τις κύριες παραμέτρους της παρουσίας του στην Προεδρία της Δημοκρατίας, σε συνδυασμό και με την ενίσχυση του διεθνούς κύρους της χώρας.
Στο ύπατο αυτό αξίωμα έμεινε μέχρι τον Μάρτιο του 1985, οπότε και παραιτήθηκε πρόωρα, λίγους μήνες πριν τη λήξη της θητείας του, όταν ο τότε πρωθυπουργός Α. Παπανδρέου, αθετώντας την υπόσχεση του προς τον Καραμανλή για δεύτερη θητεία, ανακοίνωσε ξαφνικά ότι το κόμμα του δε θα υποστήριζε την επανεκλογή του, αλλά θα πρότεινε για νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον αρεοπαγίτη Χρήστο Σαρτζετάκη. Ο Καραμανλής αποχώρησε πικραμένος κι επέκρινε αυτή τη στάση του Παπανδρέου, αλλά η κυβέρνηση απαγόρευσε τη μετάδοση της δήλωσής του από την κρατική τηλεόραση. Το 1989 και εν μέσω της πολιτικής κρίσης που περνούσε η χώρα, είπε την περίφημη φράση: «η χώρα μεταβλήθηκε σ’ ένα απέραντο φρενοκομείο». Στις 4 Μαΐου 1990, εκλέχθηκε και πάλι στο ύπατο αξίωμα της χώρας από την κυβερνητική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας, με αρχηγό τον Κ. Μητσοτάκη και υπηρέτησε μέχρι το 1995, οπότε αποχώρησε οριστικά από την πολιτική σε ηλικία 88 ετών και τον διαδέχθηκε στην Προεδρία ο Κ. Στεφανόπουλος.
Καραμανλής και Τζούλιο Αντρεότι (πρωθυπουργός Ιταλίας), 1977
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο Καραμανλής αποτέλεσε τελικά ένα πραγματικό φαινόμενο της πολιτικής ιστορίας του τόπου μας, έχοντας κερδίσει 5 κοινοβουλευτικές εκλογές κι έχοντας διατελέσει 8 χρόνια ως υπουργός, 15 χρόνια ως πρωθυπουργός, 10 χρόνια ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και συνολικά περισσότερο από 60 έτη στην ενεργό πολιτική. Κι όπως ειπώθηκε: «Οικοδόμησε μια σύγχρονη και προοδευτική δημοκρατία κι εξόπλισε την ελληνική πολιτεία με νέους ευρωπαϊκούς θεσμούς, που έλαβαν συνταγματική κατοχύρωση». Για τη μακροχρόνια υπηρεσία του στη δημοκρατία και την ευρωπαϊκή ενοποίηση, του απονεμήθηκε το 1978 το βραβείο Καρλομάγνου, ενώ κατά καιρούς του απονεμήθηκαν το βραβείο Σούμαν, το χρυσό μετάλλιο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς και τα ανώτατα μετάλλια των Πανεπιστημίων της Σορβόννης και των Παρισίων. Έφυγε από τη ζωή μετά από σύντομη ασθένεια, σε ηλικία 91 ετών, στις 23 Απριλίου 1998. Δεν άφησε απογόνους από το γάμο του με την Αμαλία Μεγαπάνου, που διαλύθηκε στη διάρκεια της δικτατορίας. Τα αρχεία του φυλάσσονται στο Ίδρυμα «Κωνσταντίνος Καραμανλής». Σήμερα, ο Καραμανλής παραμένει δημοφιλής σε πολύ μεγάλο τμήμα του ελληνικού λαού: το 2007, στη μεγάλη έρευνα της κεντροδεξιάς εφημερίδας «Καθημερινή», για το πώς αποτιμούσαν οι Έλληνες τη Μεταπολίτευση μετά 33 χρόνια, ο Κ. Καραμανλής και οι κυβερνήσεις του κατέκτησαν τη δεύτερη θέση: ο Ανδρέας Παπανδρέου και οι κυβερνήσεις 1981-1989 κρίθηκαν ως οι καλύτερες μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Ο ανιψιός του, Κώστας Καραμανλής, υπήρξε πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας από το 1997 ως το 2009, και πρωθυπουργός την περίοδο 2004-2009.
Πηγές
Ελληνική Βικιπαίδεια
Ίδρυμα «Κωνσταντίνος Καραμανλής»
Διάφορα sites στο internet

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου