Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός (1600-1100 π.Χ.) αναπτύσσεται στον ελληνικό χώρο, που τότε, όπως και τώρα, αποτελεί τη γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η ακτινοβολία του έφτασε από τη Μ. Ασία, την Εγγύς Ανατολή και την Αίγυπτο έως τη Δ. Μεσόγειο και τη ΒΔ Ευρώπη. Παραδοσιακά θεωρείται πως οι φορείς του, οι ελληνόφωνοι Αχαιοί, εγκαθίστανται στον ελληνικό χώρο γύρω στο 2000 π.Χ. Ο πρωιμότερος Μινωικός πολιτισμός της Κρήτης, που κατά τον 16ο αιώνα π.Χ. βρίσκεται στο απόγειο της ακμής του, επηρέασε άμεσα την ανάπτυξη του Μυκηναϊκού πολιτισμού και από κοινού αποτελούν τους πρώτους δύο μεγάλους ευρωπαϊκούς πολιτισμούς.
Η αρχή του Μυκηναϊκού πολιτισμού, όπως ονομάστηκε από το μεγαλύτερο κέντρο του, τις Μυκήνες στην Πελοπόννησο, σημαδεύεται από την άνοδο ηγετικών ομάδων πολεμιστών, που αναπτύσσουν σχέσεις με το Μινωικό πολιτισμό της Κρήτης, εισάγοντας έτοιμα προϊόντα, νέες ιδέες, και τεχνικές στην παραγωγή αλλά και την κοινωνική οργάνωση. Μία εντυπωσιακή εικόνα του πλούτου της πρώιμης μυκηναϊκής εποχής δίνουν οι βασιλικοί λακκοειδείς τάφοι των Μυκηνών του 16ου αιώνα π.Χ. (Ταφικοί Κύκλοι Α και Β των Μυκηνών) με τα πολύτιμα κτερίσματα, σύμβολα κοινωνικής θέσης και αξιώματος και δημιουργούν τη βάση για το μύθο των πολυχρύσων Μυκηνών του Ομήρου.
Στην αρχή του 14ου αιώνα π.Χ. οι Αχαιοί-Μυκηναίοι έχουν ήδη καταλάβει το ανάκτορο της Κνωσού και έχουν εγκατασταθεί στην Κρήτη. Στην κυρίως Ελλάδα ανεγείρονται τα μεγάλα ανάκτορα των Μυκηνών, της Τίρυνθας και της Πύλου στην Πελοπόννησο καθώς και των Θηβών στη Βοιωτία, που διακοσμούνται με τοιχογραφίες. Ισχυρά κυκλώπεια τείχη, που συνεχώς επεκτείνονται, περιβάλλουν και προστατεύουν τις ακροπόλεις, που αποτελούν, κατά τα πρότυπα της Μινωικής Κρήτης, τα διοικητικά, οικονομικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά κέντρα μιας ευρύτερης περιοχής. Η κεντρική διοίκηση, ιεραρχικά διαμορφωμένη, με επικεφαλής τον «άνακτα», τηρούσε αρχεία πήλινων πινακίδων στη Γραμμική Β γραφή, την πρώτη αποδεδειγμένα ελληνική γραφή, προσαρμογή στην ελληνική γλώσσα της μινωικής γραμμικής Α γραφής (που και αυτή, όπως υπάρχουν επιστημονικές ενδείξεις, ήταν γραφή Ελληνική). Γύρω από τις ακροπόλεις αναπτύσσονται οργανωμένοι οικισμοί και τοποθετούνται τα νεκροταφεία των θαλαμωτών τάφων, τα πλούσια ευρήματα των οποίων αποκαλύπτουν μια ιεραρχημένη και ευημερούσα κοινωνία. Οι μεγαλοπρεπείς θολωτοί τάφοι, όπως ο θολωτός τάφος του Ατρέως στις Μυκήνες, ο θολωτός τάφος του Βαφειού Λακωνίας ή οι θολωτοί τάφοι της μυθικής Ιωλκού στη Θεσσαλία, προορίζονται για την τάξη των ηγεμόνων.
Η κατάρρευση του συγκεντρωτικού συστήματος διοίκησης σημειώνεται στο τέλος του 13ου αιώνα π.Χ., κατά την παράδοση μετά τον Τρωικό πόλεμο, που αποτελεί μια κοινή επιχείρηση των Αχαιών ηγεμόνων. Ως αίτια προβάλλονται η κοινωνική αναταραχή, η οικονομική εξασθένηση, οι μετακινήσεις των λαών «της ξηράς και της θάλασσας» στη Μεσόγειο που καταστρέφουν τα κέντρα της Μ. Ασίας και της Ανατολής καθώς και οι, ανασκαφικά τεκμηριωμένοι, ισχυροί σεισμοί.
Οι αλλαγές αυτές σημαδεύουν την αρχή μιας νέας περιόδου στην Ελλάδα κατά τον 12ο π.Χ. αιώνα, που είναι και ο τελευταίος του μυκηναϊκού πολιτισμού. Δημιουργούνται συνθήκες ελεύθερης ανάπτυξης των τοπικών κέντρων στην Πελοπόννησο, τις Κυκλάδες, την Κρήτη, ενώ η ζωή συνεχίζεται στις γνωστές ακροπόλεις, στις Μυκήνες και κυρίως στη Τίρυνθα. Το τέλος του Μυκηναϊκού πολιτισμού, κατά τον 11ο αιώνα π.Χ. επιφέρει αναπόφευκτα μια πολιτιστική υποχώρηση, στη διάρκεια ωστόσο της γεωμετρικής εποχής και μέχρι τον 8ο αιώνα π.Χ. δημιουργούνται οι βάσεις για την ανάπτυξη της ελληνικής πόλης.
Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός ανήκει εφεξής στο χώρο των μύθων. Τα Ομηρικά έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, έργα του 8ου αιώνα π.Χ., ανασυνθέτουν ποιητικά τον Τρωικό πόλεμο και τις περιπέτειες της επιστροφής των ηρώων στην πατρίδα τους. Οι ραψωδίες τους αναπλάθουν τα κατορθώματα των πολεμιστών και των παράτολμων ναυτικών και αντλούν στοιχεία από τη λαμπρότητα των Μυκηνών της μεγάλης ακμής, αλλά και από τους αιώνες που ακολούθησαν μετά την παρακμή του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Οι ήρωες του Ομήρου και των άλλων μυθολογικών κύκλων είναι τα αρχέτυπα στα οποία η κλασική ελληνική πόλη αναζητεί την ταυτότητά της και οι τραγικοί ποιητές της Αθήνας του 5ου αιώνα π.Χ. την έμπνευσή τους. Με τον τρόπο αυτόν, το ηρωικό παρελθόν της Ελλάδας εντάσσεται στον κλασικό ελληνικό και, κατ’ επέκταση, στον κοινό μας ευρωπαϊκό πολιτισμό.
ΤΑΦΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ Β
Ο Ταφικός Κύκλος Β αποτελούσε τμήμα του προϊστορικού νεκροταφείου των Μυκηνών (τέλος 17ου 16ος αι π.Χ.) όπως και ο Ταφικός Κύκλος Α, και βρίσκεται σήμερα εκτός των τειχών της Ακρόπολης. Ανασκάφηκε από τους Ι. Παπαδημητρίου - Γ. Μυλωνά κατά τα έτη 1952-1954. Περιβάλλεται από κυκλώπεια ξερολιθιά, διαμέτρου 28 μ., και περιλαμβάνει 14 μεγάλους λακκοειδείς τάφους ανάλογους αυτών του Ταφικού Κύκλου Α, που προορίζονταν για τα μέλη της βασιλικής οικογένειας, καθώς και 12 μικρότερους και ρηχούς τάφους, των ακολούθων ίσως των ανάκτων. Οι 26 τάφοι βρέθηκαν σκόρπιοι στο χώρο χωρίς συνεπή προσανατολισμό. Πάνω από ορισμένους τάφους υψώνονταν κάθετες λίθινες στήλες, πέντε από τις οποίες βρέθηκαν στην αρχική τους θέση. Οι στήλες με ανάγλυφη παράσταση ανήκουν σε ανδρικές ταφές ενώ οι ακόσμητες σε γυναικείες.
Στους τάφους του Ταφικού Κύκλου Β, οι περισσότεροι των οποίων ήσαν ασύλητοι, βρέθηκαν τα οστά τριάντα πέντε περίπου ατόμων, ανδρών, γυναικών και παιδιών. Οι άνδρες είχαν ηλικία μεταξύ 23 και 55 ετών, ενώ οι γυναίκες μεταξύ 30 και 37 ετών. Τα θεραπευμένα τραύματα στα κεφάλια και τη σπονδυλική στήλη των περισσοτέρων ανδρών, σε συνδυασμό με τις ενδείξεις ιδιαίτερης μυϊκής ισχύος, μαρτυρούν ότι οι άνδρες εμπλέκονταν σε μάχες.
Γνωρίζουμε ότι πάνω από τον τάφο γίνονταν νεκρικά δείπνα. Η τελετή αυτή επιβεβαιώνεται από τα οστά ζώων και τα τμήματα αγγείων που βρέθηκαν στο χώμα. Στο πάτωμα του τάφου έστρωναν χαλίκια και μετά τοποθετούσαν το νεκρό, ο οποίος ήταν σε συνεσταλμένη ή εκτεταμένη στάση. Δεν βρέθηκαν καύσεις νεκρών. Πρόσφατα αποδείχτηκε πως οι Μυκηναίοι τύλιγαν τους νεκρούς και τα κτερίσματά τους πριν τους θάψουν με φύλλα παπύρου. Έτσι τουλάχιστον δείχνουν τα φυτικά κατάλοιπα που είχαν εντοπιστεί από τους καθηγητές Αρχαιολογίας Γ. Μυλωνά και Σ. Μαρινάτο το 1952-1954 κατά την ανασκαφή του Ταφικού Κύκλου Β' των Μυκηνών. Η πληροφορία επιβεβαιώνεται από την αρχαιολόγο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Μαρία Βλασσοπούλου-Καρύδη η οποία, πενήντα χρόνια μετά, ανακάλυψε τα φυτικά αυτά κατάλοιπα στις αποθήκες της Προϊστορικής Συλλογής του Μουσείου μαζί με υπολείμματα χώματος από την ανασκαφή. Η ύπαρξη του παπύρου και η απεικόνισή του στην κεραμική και στα περίφημα εγχειρίδια των τάφων των Μυκηνών μαρτυρούν τις επαφές του Κρητομυκηναϊκού πολιτισμού με την Αίγυπτο, την πατρίδα της καλλιέργειας και της επεξεργασίας του παπύρου.
Τα κτερίσματα του Ταφικού Κύκλου Β είναι ανάλογα αυτών του Ταφικού Κύκλου Α, αλλά ο πλούτος εδώ είναι γενικά μικρότερος. Ωστόσο υπάρχουν κάποια σημαντικότατα έργα, όπως η νεκρική προσωπίδα από ήλεκτρο (κράμα χρυσού και αργύρου) και ο σφραγιδόλιθος από αμέθυστο με παράσταση ανδρικής μορφής του τάφου Γ καθώς και η κύμβη από ορεία κρύσταλλο σε μορφή πάπιας του τάφου Ο. Τα κτερίσματα των τάφων παρουσιάζουν στοιχεία εγχώρια, που συνεχίζουν τη Μεσοελλαδική παράδοση αλλά εμφανίζονται συγχρόνως και πολλά επείσακτα στοιχεία από τη μινωική Κρήτη και τις Κυκλάδες. Η ανάμειξη των στοιχείων αυτών χαρακτηρίζει την εποχή των λακκοειδών τάφων των Μυκηνών και συνετέλεσε στη γένεση του Μυκηναϊκού πολιτισμού.
Ένας από τους μεγαλύτερους τάφους του Κύκλου Β, ο τάφος Γ, περιείχε μία γυναικεία και τρεις ανδρικές ταφές. Πάνω στον τάφο είχε στηθεί ανάγλυφη λίθινη στήλη με παράσταση οπλισμένου άνδρα, που επιτίθεται σε λιοντάρι. Στο κρανίο του ενός από τους σκελετούς, που ανήκε σε άνδρα ηλικίας 28 ετών, είχε γίνει τομή με τη μέθοδο του τρυπανισμού για τη θεραπεία ίσως αιματώματος. Η επέμβαση, μία από τις αρχαιότερες στον ευρωπαϊκό χώρο, προϋποθέτει ιατρικές γνώσεις, μεγάλη τόλμη και δεξιοτεχνία. Στο εσωτερικό του τάφου μεταξύ των κτερισμάτων βρέθηκαν νεκρικό προσωπείο από ήλεκτρο (κράμα χρυσού και αργύρου), σφραγίδα από αμέθυστο με έγγλυφη ανδρική κεφαλή θαυμαστής τέχνης, δύο χρυσά κύπελλα και χάλκινα όπλα.
Στον τάφο Δ είχαν ταφεί τρεις νεκροί και στα κτερίσματά τους κυριαρχεί ο οπλισμός. Σημαντικό εύρημα αποτελεί το μεγάλου μήκους χάλκινο ξίφος με χρυσή επένδυση της λαβής, που απέληγε στη βάση της σε δύο αντιμέτωπες λεοντοκεφαλές. Μακριά και κοντά ξίφη, χάλκινες μάχαιρες, λόγχες, εγχειρίδια και λίθινες αιχμές βελών κτερίζουν τους πολεμιστές της εποχής των λακκοειδών τάφων των Μυκηνών.
Ο τάφος Ο ανήκε σε γυναίκα κτερισμένη με χρυσά κοσμήματα, διαδήματα με έκτυπη διακόσμηση και περιδέραια. Στη μοναδικής τέχνης κύμβη από ορεία κρύσταλλο σε σχήμα πάπιας και στις χάλκινες περόνες με περίτεχνες κεφαλές από ορεία κρύσταλλο οφείλει ο τάφος την συμβατική του ονομασία «τάφος των κρυστάλλων». Ενδιαφέροντα είναι τα περιδέραια από ποικιλία ημιπολύτιμων λίθων καθώς και το περιδέραιο από ήλεκτρο, πολύτιμο υλικό, εισηγμένο από την ΒΔ Ευρώπη.
Η αρχιτεκτονική μορφή του τάφου του τελευταίου χρονολογικά τάφου Ρ (15ος αιώνας π.Χ.) φαίνεται ότι αναπαράγει πρότυπα της Εγγύς Ανατολής. Ο τάφος έχει κτιστό θάλαμο που είναι προσβάσιμος από στεγασμένο δρόμο. Ελάχιστα κτερίσματα διέφυγαν τη σύληση. Η μορφή του ωστόσο προσθέτει ένα ακόμη στοιχείο που μαρτυρεί τις επαφές των Μυκηναίων με την Ανατολή.
ΤΑΦΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ Α
Ο Ταφικός Κύκλος Α αποκαλύφθηκε μέσα στην Ακρόπολη των Μυκηνών, αν και, αρχικά, πρέπει να βρισκόταν έξω από τα τείχη, ως τμήμα ενός εκτεταμένου νεκροταφείου. Η ανασκαφή του έγινε το 1876 από τον Ερρίκο Σλήμαν, υπό την αιγίδα της Αρχαιολογικής υπηρεσίας, με επιβλέποντα τον Έφορο Αρχαιοτήτων Παναγιώτη Σταματάκη. Ο Ταφικός Κύκλος Α περιλαμβάνει 6 ορθογώνιους κάθετους λακκοειδείς τάφους, που οι διαστάσεις τους κυμαίνονται από 3Χ3,50 μ. έως 4,50Χ6,40 μ. Με τον όρο κάθετος λακκοειδής τάφος εννοείται ο τάφος που κατασκευαστικά αποτελείται από δύο τμήματα: τον κυρίως λάκκο ανοιγμένο στο φυσικό βράχο, που χρησιμοποιείται για την ταφή, και το ευρύτερο όρυγμα πάνω απ’ αυτόν. Η στέγη στηρίζεται στα πλευρικά τοιχώματα του λάκκου και είναι συνήθως κατασκευασμένη από ξύλα ή πλάκες, ενώ το ευρύτερο όρυγμα γεμίζει με χώμα μετά την ταφή.
Συνολικά οι τάφοι του Κύκλου Α περιείχαν 19 ταφές, από τις οποίες οι 9 ανήκαν σε άνδρες, 8 σε γυναίκες και 2 σε βρέφη. Εκτός από τον Τάφο ΙΙ, που περιείχε μία ταφή, οι υπόλοιποι περιείχαν από 2 έως 5 ταφές. Οι νεκροί ήσαν τοποθετημένοι σε ύπτια θέση, με κατεύθυνση κατά κανόνα από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Οι Τάφοι Ι-V αποκαλύφθηκαν από τον Σλήμαν, ενώ ο Τάφος VI αποκαλύφθηκε ένα χρόνο αργότερα από τον Σταματάκη. Από την κεραμική που βρέθηκε στους Τάφους I, II, III, και VI, φαίνεται ότι ο Ταφικός Κύκλος Α μπορεί να χρονολογηθεί από το τέλος της Μεσοελλαδικής Εποχής έως την Υστεροελλαδική ΙΙΑ περίοδο, δηλαδή από τον 16ο αιώνα π.Χ. έως τις αρχές του 15ου αιώνα π.Χ.
Ο εκπληκτικός πλούτος των κτερισμάτων μαρτυρεί την υψηλή κοινωνική θέση των νεκρών και τον πολεμικό τους χαρακτήρα: κοσμήματα και σκεύη από χρυσό, μεγάλος αριθμός διακοσμημένων ξιφών και άλλων χάλκινων αντικειμένων, όπως επίσης και έργα από εισηγμένα υλικά όπως ήλεκτρο, λαζουρίτη λίθο, φαγεντιανή κι αυγό στρουθοκαμήλου αλλά και μία μικρή αλλά χαρακτηριστική ομάδα πήλινων αγγείων, επιβεβαιώνουν το σημαντικό ρόλο που έπαιξαν οι Μυκήνες εκείνη την εποχή και δικαιώνουν τον Ομηρικό χαρακτηρισμό των Μυκηνών ως «πολύχρυσων».
Η θρυλική ανασκαφή του Ταφικού Κύκλου Α εντυπωσίασε ολόκληρο τον κόσμο με τα πολύτιμα ευρήματά της και έθεσε τα θεμέλια της ελληνικής Προϊστορίας, ανοίγοντας το δρόμο για τη μελέτη ενός μεγάλου, άγνωστου μέχρι τότε πολιτισμού. Η ανασκαφή των Μυκηνών έφερε τον Σλήμαν στο απόγειο της φήμης του και του χάρισε τον τίτλο του «πατέρα της μυκηναϊκής αρχαιολογίας».
Ο λακκοειδής Τάφος Ι
Περιείχε τρεις γυναικείες ταφές, κτερισμένες με χρυσά κοσμήματα, ενώ γύρω τους είχαν εναποτεθεί αγγεία από φαγεντιανή, ελεφάντινη πυξίδα, δύο αργυρά κύπελλα, το ένα με χρυσό χείλος, χάλκινα σκεύη και αρκετά πήλινα αγγεία.
Ο λακκοειδής Τάφος ΙΙ
Περιείχε μία μόνο ανδρική ταφή συνοδευόμενη από σχετικά λίγα κτερίσματα, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν ένα χρυσό κύπελλο, ένα χρυσό λεπτό διάδημα, αρκετά χάλκινα όπλα, πήλινα αγγεία και σκεύη από φαγεντιανή.
Ο λακκοειδής Τάφος ΙΙΙ
Ο λεγόμενος «Τάφος των Γυναικών», περιείχε τις ταφές τριών γυναικών και δύο βρεφών. Οι νεκροί του τάφου ήσαν κυριολεκτικά καλυμμένοι με χρυσά κοσμήματα, ενώ τεράστια χρυσά διαδήματα κάλυπταν το κεφάλι. Ελάσματα χρυσού κάλυπταν τους σκελετούς των δύο βρεφών. Υπήρχε πληθώρα χρυσών δισκαρίων και άλλων περίτμητων χρυσών ελασμάτων με έκτυπη διακόσμηση, που θα ήταν αρχικά ραμμένα στα ρούχα ή τα σάβανα των νεκρών. Στα κοσμήματα περιλαμβάνονταν και μεγάλες ασημένιες ή χάλκινες περόνες με κεφαλή από ορεία κρύσταλλο ή με χρυσά επιθήματα και περιβλήματα, ένα περιδέραιο με χάντρες από ήλεκτρο (κεχριμπάρι), χρυσά ενώτια (σκουλαρίκια), χρυσές σφραγίδες με σκηνές κυνηγιού και μονομαχίας. Υπήρχαν ακόμα μικροσκοπικά χρυσά αγγεία, αγγεία από φαγεντιανή και χρυσές ζυγαριές.
Ο λακκοειδής Τάφος IV
Εντυπωσιάζει με τον πλούτο και το μέγεθός του. Περιείχε τις ταφές τριών ανδρών και δύο γυναικών. Οι δύο από τους νεκρούς ήταν τοποθετημένοι από Βορρά, κατ’ εξαίρεση του τυπικού προσανατολισμού από Ανατολή προς Δύση. Οι τρεις χρυσές νεκρικές προσωπίδες αποτελούν το κατ’ εξοχήν κτέρισμα των ανδρικών τάφων, ενώ σε μία ταφή ανήκει ένα χρυσό επιστήθιο. Τους νεκρούς συνόδευαν στον τάφο πολύτιμα χρυσά, αργυρά και λίθινα αγγεία, πολλά από αυτά τελετουργικά ρυτά με περίτεχνη διακόσμηση ή ζωόμορφα, μεγάλα χάλκινα σκεύη και πολυάριθμα όπλα, ανάμεσά τους το περίφημο εγχειρίδιο με εμπίεστη διακόσμηση κυνηγιού λιονταριών. Χρυσά διαδήματα και πολυάριθμα χρυσά κοσμήματα, περίτμητα ελάσματα σε διάφορα σχήματα και ζώνες ή τελαμώνες στόλιζαν τους νεκρούς.
Ο λακκοειδής τάφος V
Περιείχε τις ταφές τριών ανδρών. Οι δύο από τους νεκρούς έφεραν χρυσές προσωπίδες, από τις οποίες η μία είναι γνωστή ως «προσωπίδα του Αγαμέμνονος», ονομασία συμβατική, εφόσον είναι 400 χρόνια παλαιότερη του Τρωικού Πολέμου. Τους νεκρούς συνόδευαν στον τάφο χρυσά επιστήθια, περίτεχνα χάλκινα ξίφη και εγχειρίδια με εμπίεστη διακόσμηση, πολύτιμα αγγεία από χρυσό και άργυρο, ένα ρυτό από αβγό στρουθοκαμήλου με επίθετα δελφίνια από φαγεντιανή, καθώς και ξύλινη εξαγωνική πυξίδα με χρυσή επένδυση. Τα χρυσά κοσμήματα είναι λιγότερα εδώ απ’ ό,τι στους τάφους με γυναικείες ταφές, ενώ υπάρχουν πολυάριθμες χάντρες από ήλεκτρο.
Ο λακκοειδής τάφος VI
Περιείχε δύο καλά διατηρημένες ανδρικές ταφές, που συνοδεύονταν από χρυσό κύπελλο, δύο χρυσές «επιγονατίδες», πολλά χάλκινα όπλα (ξίφη, εγχειρίδια και λόγχες) και πήλινα αγγεία.
ΑΝΑΚΤΟΡΙΚΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ
Σύνολα ελεφάντινων έργων προέρχονται από τα εργαστήρια ελεφαντουργίας έξω από την Ακρόπολη των Μυκηνών ενώ άλλα βρέθηκαν διάσπαρτα εντός και εκτός της Ακρόπολης (14ος-13ος αιώνας π.Χ.). Ως πρώτη ύλη, εκτός από το ελεφαντόδοντο, σε ευρεία χρήση ήταν επίσης και τα δόντια του ιπποπόταμου.
Ελεφάντινα ενθέματα (διακοσμητικά στοιχεία πολυτελών επίπλων) σε ποικιλία σχεδίων και παραστάσεων, όπως το πλακίδιο με αντιμέτωπες σφίγγες, φανταστικά όντα με σώμα λιονταριού και κεφαλή γυναίκας, οι θαλάσσιες αχιβάδες, οι κιονίσκοι, τα θραύσματα πλακιδίων με αργοναύτες ή με λιοντάρια, η ταινία με διακόσμηση σπειρών και το σχηματικό καμπύλο φύλλο κισσού. Τα ενθέματα έχουν καεί στην πυρκαγιά που κατέστρεψε την οικία των Σφιγγών, στο τέλος του 13ου αιώνα π.Χ.
Ελεφάντινα ενθέματα σε σχήμα οκτώσχημης ασπίδας, πολεμιστών με οδοντόφρακτο κράνος, κράνους, δελφινιών, θαλάσσιων οστρέων και αργοναυτών, φύλλων κισσού και κρινοπαπύρου. Πλακίδια φέρουν διακόσμηση λιονταριού που καταβάλλει αίγα ή διακοσμούνται με ζώνη ημιροδάκων. Τα ενθέματα έχουν καεί στην πυρκαγιά που κατέστρεψε την οικία των Ασπίδων στο τέλος του 13ου αιώνα π.Χ.
ΘΗΣΑΥΡΟΙ
Θησαυροί, δηλαδή μεγάλα σύνολα χάλκινων όπλων και εργαλείων είχαν κρυφθεί στην Ακρόπολη των Μυκηνών, στο τέλος του 13ου αιώνα π.Χ., πριν την καταστροφή της. Πρόκειται για ετερόκλητα αντικείμενα, συγκεντρωμένα προφανώς από χαλκουργούς ως πρώτη ύλη για νέα κατεργασία.
Εντυπωσιάζει ιδιαίτερα ο μεγάλος αριθμός των ξιφών, το ένα με διακόσμηση σπειρών στη λεπίδα, το χαλινάρι αλόγου, οι τροχοί από ομοιώματα αρμάτων, οι πέλεκες και οι σμίλες, τα δρεπανόσχημα μαχαίρια, ο ξυρός, οι τριχολαβίδες και τα βέλη. Ένα μικρότερο σύνολο, που περιλαμβάνει ένα σφυρί, βρέθηκε έξω από την Ακρόπολη.
ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ ΤΟΥ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Η ανερχόμενη μυκηναϊκή δύναμη, ήδη από τον 14ο αιώνα π.Χ., προκάλεσε το ενδιαφέρον των Αιγυπτίων για τους Tanaja, όπως τους αποκαλούν, δηλαδή τους Δαναούς, επίθετο συνώνυμο των Ελλήνων Αχαιών του Ομήρου. Δεν είναι τυχαίο ότι, την εποχή αυτή, πλακίδια, σκεύη ή ειδώλια από φαγεντιανή, που φέρουν τη «δέλτο» των Φαραώ Αμένοφι Β’ και Γ’ μεταφέρονται στις Μυκήνες, ίσως από επίσημη αιγυπτιακή αντιπροσωπεία.
Τα παράλια της Εγγύς Ανατολής, η βιβλική Γη Χαναάν, τα λιμάνια του σημερινού Λιβάνου (Φοινίκης), της Συρίας και της Κύπρου είναι ανοιχτά στο εμπόριο με τον μυκηναϊκό κόσμο. Κατάφορτα πλοία διασχίζουν το Αιγαίο μεταφέροντας πρώτες ύλες όπως τάλαντα χαλκού ή υαλόμαζας, ελεφαντόδοντα ή δόντια ιπποπόταμου, ημιπολύτιμους λίθους και φαγεντιανή, για κατεργασία στα ανακτορικά εργαστήρια των Μυκηνών και των άλλων ανακτορικών κέντρων. Στα εξωτικά για τον ελληνικό χώρο αντικείμενα, περιλαμβάνονται οι αιγυπτιακοί σκαραβαίοι από φαγεντιανή, τα χάλκινα ειδώλια του Συροπαλαιστινιακού θεού Reshef, οι σφραγιδοκύλινδροι με σκηνές θεών και ηρώων της Μεσοποταμίας, τα αυγά στρουθοκαμήλου, και ίσως κάποια φθαρτά αγαθά, όπως τα υφάσματα. Οι οξυπύθμενοι χαναανίτικοι αμφορείς διακινούν προς την Ελλάδα μια ποικιλία υγρών και στερεών προϊόντων. Ο κυπριακός λύχνος από τις Μυκήνες και ο χάλκινος τρίποδας από τον «θησαυρό» της Τίρυνθας μαρτυρούν τη σχέση της κυρίως Ελλάδας με την Κύπρο κατά το τέλος της μυκηναϊκής εποχής που χαρακτηρίζεται από τη μαζική παρουσία του ελληνικού στοιχείου στη Μεγαλόνησο.
Η αναζήτηση χρυσού και άλλων μετάλλων, όπως ο κασσίτερος, προβάλλεται ως μία αιτία των κινήσεων των Μυκηναίων και προς τη ΒΔ Ευρώπη. Κοσμήματα από ήλεκτρο της Βαλτικής συνοδεύουν τους νεκρούς των πλούσιων τάφων των Μυκηνών ή της Πύλου. Συγχρόνως, οι άρχουσες τάξεις στη Δυτική και Ανατολική Ευρώπη χρησιμοποιούν χρυσά κύπελλα, απομιμήσεις των Μυκηναϊκών ή και εισάγουν πολύτιμα σκεύη από το χώρο του Αιγαίου. Εθιμοτυπικές ανταλλαγές δώρων μεταξύ ηγεμόνων είναι δυνατόν να κρύβονται πίσω από τις αμοιβαίες αυτές σχέσεις. Η μυκηναϊκή κεραμική, ως είδος πολυτελείας για τη Δύση, εξάγεται σε μεγάλες ποσότητες στην Ιταλία, τη Σικελία και τη Σαρδηνία, όπου γίνεται και αντικείμενο ευρείας τοπικής μίμησης, φθάνοντας μέχρι και την Ισπανία.
Τον 12ο αιώνα π.Χ. χαρακτηριστική είναι η παρουσία στους τάφους των πολεμιστών της εποχής μιας κατηγορίας ισχυρών χάλκινων ξιφών, που έχουν δυτικοευρωπαϊκό πρότυπο και μαρτυρούν την ενίσχυση των σχέσεων με τη Δυτική Ευρώπη.
Τοιχογραφίες
Η τέχνη της τοιχογραφίας εμφανίζεται στην μινωική Κρήτη και συνδέεται στενά με την αρχιτεκτονική των ανακτόρων. Η μεγάλη ζωγραφική είναι τέχνη επίσημη και εξασκείται από καλλιτέχνες που εργάζονται στην υπηρεσία του άνακτα. Τα θέματα προέρχονται από τον κόσμο της φύσης ή απεικονίζουν τις θρησκευτικές τελετουργίες της αυλής. Μετά την εγκατάσταση των Μυκηναίων στο τέλος του 15ου αιώνα π.Χ. στα ανάκτορα της Κνωσού στην Κρήτη και την ανέγερση των μυκηναϊκών ανακτόρων στις Μυκήνες, την Τίρυνθα, τη Θήβα και την Πύλο, η τέχνη της τοιχογραφίας διαδίδεται στην κυρίως Ελλάδα. Ο ζωγράφος χρησιμοποιεί φυσικά, γήινα χρώματα, κυρίως από οξείδια μετάλλων, για τη βαφή που απλώνεται σε υγρό ασβεστοκονίαμα.
Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι τοιχογραφίες, που κάλυπταν τους τοίχους των δωματίων του Θρησκευτικού Κέντρου στο νοτιοδυτικό τμήμα της Ακρόπολης των Μυκηνών, κοντά στον Ταφικό Κύκλο Α, τον 13ο αιώνα π.Χ. Η διακόσμηση των χώρων περιλάμβανε παράσταση προσφορών σε γυναικεία θεότητα και οκτώσχημες ασπίδες, σύμβολο πολεμικής θεότητας.
Τοιχογραφίες Τίρυνθας
Στα ανάκτορα της Τίρυνθας, όπως και σε όλο το μυκηναϊκό κόσμο, οι ζωγράφοι εργάζονται στην υπηρεσία του άνακτα (14ος-13ος αιώνα π.Χ.) και τα θέματα της μεγάλης ζωγραφικής αντλούνται από τις θρησκευτικές τελετές, όπως οι πομπές ή τα ταυροκαθάψια με εμφανή την επιρροή της μινωικής Κρήτης. Το κυνήγι κάπρου, από τα δόντια του οποίου κατασκευάζονταν τα γνωστά μυκηναϊκά οδοντόφρακτα κράνη, ήταν μια αγαπητή δραστηριότητα της μυκηναϊκής άρχουσας τάξης, τα μέλη της οποίας χρησιμοποιούσαν το άρμα που σύρουν άλογα ως μεταφορικό μέσο στο κυνήγι ή στον πόλεμο. Η συμμετοχή των γυναικών στις θρησκευτικές πομπές αλλά και στο κυνήγι είναι ενδεικτική της θέσης της γυναίκας στο μυκηναϊκό κόσμο.
Η Ακρόπολη της Τίρυνθας
Η μυκηναϊκή ακρόπολη της Τίρυνθας εντυπωσιάζει με τα ισχυρά κυκλώπεια τείχη της, που της χάρισαν το επίθετο «τειχιόεσσα» στη Ιλιάδα του Ομήρου. Ο μύθος αναφέρει μάλιστα ότι τα τείχη είναι έργο των Κυκλώπων, οικοδόμων που ο βασιλιάς του Άργους Προίτος έφερε από την Λυκία της Μ. Ασίας. Η ακρόπολη είναι κτισμένη σε χαμηλό έπαρμα του εδάφους, που υψώνεται μόλις 18 μ. από την επιφάνεια της ευρείας αργολικής πεδιάδας και στα μυκηναϊκά χρόνια ήταν κοντά στη θάλασσα. Η έκταση της φθάνει περίπου τα 20.000 τ.μ. Η ακρόπολη ανασκάφηκε από τον Ερρίκο Σλήμαν, ανασκαφέα και της ακρόπολης των Μυκηνών, και τον Συνεργάτη του, αρχιτέκτονα Wilhelm Dörpfeld κατά τα έτη 1885-1886. Οι ανασκαφές συνεχίζονται έκτοτε από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο.
Η ακρόπολη της Τίρυνθας είναι η δεύτερη σε σημασία μετά τις Μυκήνες ακρόπολη της Αργολίδας. Η ακρόπολη κατοικείται από τα Νεολιθικά χρόνια, και σημαντικοί οικισμοί υπάρχουν στην Πρωτοελλαδική (3η χιλιετία π.Χ.) τη Μεσοελλαδική (2000 - 1600 π.Χ.) και την πρώιμη μυκηναϊκή εποχή (16ος-15ος αιώνας π.Χ.). Η οικοδόμηση των ισχυρών τειχών χρονολογείται από την αρχή ταυ 14ου αιώνα π.Χ. στην Άνω Ακρόπολη. Έναν αιώνα αργότερα οχυρώνεται και η Μέση Ακρόπολη και η οχύρωση ολοκληρώνεται στο τέλος του 13ου αιώνα π.Χ. με την οικοδόμηση του τείχους της Κάτω Ακρόπολης. Στην Άνω Ακρόπολη ανεγείρεται το ανάκτορο, η κατοικία του «άνακτα», που παρουσιάζει δύο οικοδομικές φάσεις, διακοσμημένες με εντυπωσιακές τοιχογραφίες. Το μυκηναϊκό ανάκτορο ήταν το διοικητικό, οικονομικό, καλλιτεχνικό και στρατιωτικό κέντρο μιας ευρύτερης περιφερείας. Η κεντρική διοίκηση, ιεραρχικά διαμορφωμένη, τηρούσε αρχεία στη Γραμμική Β' γραφή, την πρώτη ελληνική γραφή.
Στην τελική της μορφή, στον 13ο αιώνα π.Χ., η ακρόπολη διαθέτει ισχυρά οχυρωμένη επίσημη είσοδο που οδηγεί στο ανάκτορο, με το μεγάλο και το μικρό «μέγαρο», τις αυλές και τους άλλους βοηθητικούς χώρους. Οι εκτεταμένες αποθήκες, ανοιγμένες στο πάχος των τειχών, είναι προσιτές από μακρούς και στενούς διαδρόμους, στερεωμένους με οξυκόρυφη αψιδωτή στέγη, τις λεγόμενες «σύριγγες». Μία δευτερεύουσα είσοδος, προστατευμένη από ισχυρό καμπύλο προμαχώνα, ανοίγεται στα δυτικά προς την πλευρά της θάλασσας. Στην Κάτω Ακρόπολη υπόγειες δεξαμενές διασφάλιζαν την επάρκεια νερού σε κατάσταση ανάγκης και η επικοινωνία με τον εκτός των τειχών οικισμό διευκολυνόταν με μικρές πύλες. Στις παρυφές της Ακρόπολης αναπτυσσόταν ο οικισμός και στο γειτονικό λόφο του Προφήτη Ηλία υπήρχε το νεκροταφείο με ένα θολωτό και θαλαμωτούς τάφους.
Η κατάρρευση του ανακτορικού συστήματος διοίκησης στο τέλος του 13ου αιώνα π.Χ. και η καταστροφή των ανακτόρων στις ακροπόλεις της Αργολίδας δεν αποτέλεσαν εμπόδιο στη συνέχιση και ανάπτυξη της ζωής στην Ακρόπολη και τον οικισμό της Τίρυνθας. Τον 12ο αιώνα π.Χ., τελευταία περίοδο του μυκηναϊκού πολιτισμού, πυκνή κατοίκηση παρατηρείται στην Κάτω Ακρόπολη, όπου ανασκάφηκαν και λατρευτικοί χώροι με μεγάλα πήλινα ειδώλια.
Όλα τα παρακάτω εκθέματα είναι από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο |
Στην αρχή του 14ου αιώνα π.Χ. οι Αχαιοί-Μυκηναίοι έχουν ήδη καταλάβει το ανάκτορο της Κνωσού και έχουν εγκατασταθεί στην Κρήτη. Στην κυρίως Ελλάδα ανεγείρονται τα μεγάλα ανάκτορα των Μυκηνών, της Τίρυνθας και της Πύλου στην Πελοπόννησο καθώς και των Θηβών στη Βοιωτία, που διακοσμούνται με τοιχογραφίες. Ισχυρά κυκλώπεια τείχη, που συνεχώς επεκτείνονται, περιβάλλουν και προστατεύουν τις ακροπόλεις, που αποτελούν, κατά τα πρότυπα της Μινωικής Κρήτης, τα διοικητικά, οικονομικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά κέντρα μιας ευρύτερης περιοχής. Η κεντρική διοίκηση, ιεραρχικά διαμορφωμένη, με επικεφαλής τον «άνακτα», τηρούσε αρχεία πήλινων πινακίδων στη Γραμμική Β γραφή, την πρώτη αποδεδειγμένα ελληνική γραφή, προσαρμογή στην ελληνική γλώσσα της μινωικής γραμμικής Α γραφής (που και αυτή, όπως υπάρχουν επιστημονικές ενδείξεις, ήταν γραφή Ελληνική). Γύρω από τις ακροπόλεις αναπτύσσονται οργανωμένοι οικισμοί και τοποθετούνται τα νεκροταφεία των θαλαμωτών τάφων, τα πλούσια ευρήματα των οποίων αποκαλύπτουν μια ιεραρχημένη και ευημερούσα κοινωνία. Οι μεγαλοπρεπείς θολωτοί τάφοι, όπως ο θολωτός τάφος του Ατρέως στις Μυκήνες, ο θολωτός τάφος του Βαφειού Λακωνίας ή οι θολωτοί τάφοι της μυθικής Ιωλκού στη Θεσσαλία, προορίζονται για την τάξη των ηγεμόνων.
Η κατάρρευση του συγκεντρωτικού συστήματος διοίκησης σημειώνεται στο τέλος του 13ου αιώνα π.Χ., κατά την παράδοση μετά τον Τρωικό πόλεμο, που αποτελεί μια κοινή επιχείρηση των Αχαιών ηγεμόνων. Ως αίτια προβάλλονται η κοινωνική αναταραχή, η οικονομική εξασθένηση, οι μετακινήσεις των λαών «της ξηράς και της θάλασσας» στη Μεσόγειο που καταστρέφουν τα κέντρα της Μ. Ασίας και της Ανατολής καθώς και οι, ανασκαφικά τεκμηριωμένοι, ισχυροί σεισμοί.
Οι αλλαγές αυτές σημαδεύουν την αρχή μιας νέας περιόδου στην Ελλάδα κατά τον 12ο π.Χ. αιώνα, που είναι και ο τελευταίος του μυκηναϊκού πολιτισμού. Δημιουργούνται συνθήκες ελεύθερης ανάπτυξης των τοπικών κέντρων στην Πελοπόννησο, τις Κυκλάδες, την Κρήτη, ενώ η ζωή συνεχίζεται στις γνωστές ακροπόλεις, στις Μυκήνες και κυρίως στη Τίρυνθα. Το τέλος του Μυκηναϊκού πολιτισμού, κατά τον 11ο αιώνα π.Χ. επιφέρει αναπόφευκτα μια πολιτιστική υποχώρηση, στη διάρκεια ωστόσο της γεωμετρικής εποχής και μέχρι τον 8ο αιώνα π.Χ. δημιουργούνται οι βάσεις για την ανάπτυξη της ελληνικής πόλης.
Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός ανήκει εφεξής στο χώρο των μύθων. Τα Ομηρικά έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, έργα του 8ου αιώνα π.Χ., ανασυνθέτουν ποιητικά τον Τρωικό πόλεμο και τις περιπέτειες της επιστροφής των ηρώων στην πατρίδα τους. Οι ραψωδίες τους αναπλάθουν τα κατορθώματα των πολεμιστών και των παράτολμων ναυτικών και αντλούν στοιχεία από τη λαμπρότητα των Μυκηνών της μεγάλης ακμής, αλλά και από τους αιώνες που ακολούθησαν μετά την παρακμή του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Οι ήρωες του Ομήρου και των άλλων μυθολογικών κύκλων είναι τα αρχέτυπα στα οποία η κλασική ελληνική πόλη αναζητεί την ταυτότητά της και οι τραγικοί ποιητές της Αθήνας του 5ου αιώνα π.Χ. την έμπνευσή τους. Με τον τρόπο αυτόν, το ηρωικό παρελθόν της Ελλάδας εντάσσεται στον κλασικό ελληνικό και, κατ’ επέκταση, στον κοινό μας ευρωπαϊκό πολιτισμό.
ΤΑΦΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ Β
Ο Ταφικός Κύκλος Β αποτελούσε τμήμα του προϊστορικού νεκροταφείου των Μυκηνών (τέλος 17ου 16ος αι π.Χ.) όπως και ο Ταφικός Κύκλος Α, και βρίσκεται σήμερα εκτός των τειχών της Ακρόπολης. Ανασκάφηκε από τους Ι. Παπαδημητρίου - Γ. Μυλωνά κατά τα έτη 1952-1954. Περιβάλλεται από κυκλώπεια ξερολιθιά, διαμέτρου 28 μ., και περιλαμβάνει 14 μεγάλους λακκοειδείς τάφους ανάλογους αυτών του Ταφικού Κύκλου Α, που προορίζονταν για τα μέλη της βασιλικής οικογένειας, καθώς και 12 μικρότερους και ρηχούς τάφους, των ακολούθων ίσως των ανάκτων. Οι 26 τάφοι βρέθηκαν σκόρπιοι στο χώρο χωρίς συνεπή προσανατολισμό. Πάνω από ορισμένους τάφους υψώνονταν κάθετες λίθινες στήλες, πέντε από τις οποίες βρέθηκαν στην αρχική τους θέση. Οι στήλες με ανάγλυφη παράσταση ανήκουν σε ανδρικές ταφές ενώ οι ακόσμητες σε γυναικείες.
Στους τάφους του Ταφικού Κύκλου Β, οι περισσότεροι των οποίων ήσαν ασύλητοι, βρέθηκαν τα οστά τριάντα πέντε περίπου ατόμων, ανδρών, γυναικών και παιδιών. Οι άνδρες είχαν ηλικία μεταξύ 23 και 55 ετών, ενώ οι γυναίκες μεταξύ 30 και 37 ετών. Τα θεραπευμένα τραύματα στα κεφάλια και τη σπονδυλική στήλη των περισσοτέρων ανδρών, σε συνδυασμό με τις ενδείξεις ιδιαίτερης μυϊκής ισχύος, μαρτυρούν ότι οι άνδρες εμπλέκονταν σε μάχες.
Γνωρίζουμε ότι πάνω από τον τάφο γίνονταν νεκρικά δείπνα. Η τελετή αυτή επιβεβαιώνεται από τα οστά ζώων και τα τμήματα αγγείων που βρέθηκαν στο χώμα. Στο πάτωμα του τάφου έστρωναν χαλίκια και μετά τοποθετούσαν το νεκρό, ο οποίος ήταν σε συνεσταλμένη ή εκτεταμένη στάση. Δεν βρέθηκαν καύσεις νεκρών. Πρόσφατα αποδείχτηκε πως οι Μυκηναίοι τύλιγαν τους νεκρούς και τα κτερίσματά τους πριν τους θάψουν με φύλλα παπύρου. Έτσι τουλάχιστον δείχνουν τα φυτικά κατάλοιπα που είχαν εντοπιστεί από τους καθηγητές Αρχαιολογίας Γ. Μυλωνά και Σ. Μαρινάτο το 1952-1954 κατά την ανασκαφή του Ταφικού Κύκλου Β' των Μυκηνών. Η πληροφορία επιβεβαιώνεται από την αρχαιολόγο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Μαρία Βλασσοπούλου-Καρύδη η οποία, πενήντα χρόνια μετά, ανακάλυψε τα φυτικά αυτά κατάλοιπα στις αποθήκες της Προϊστορικής Συλλογής του Μουσείου μαζί με υπολείμματα χώματος από την ανασκαφή. Η ύπαρξη του παπύρου και η απεικόνισή του στην κεραμική και στα περίφημα εγχειρίδια των τάφων των Μυκηνών μαρτυρούν τις επαφές του Κρητομυκηναϊκού πολιτισμού με την Αίγυπτο, την πατρίδα της καλλιέργειας και της επεξεργασίας του παπύρου.
Τα κτερίσματα του Ταφικού Κύκλου Β είναι ανάλογα αυτών του Ταφικού Κύκλου Α, αλλά ο πλούτος εδώ είναι γενικά μικρότερος. Ωστόσο υπάρχουν κάποια σημαντικότατα έργα, όπως η νεκρική προσωπίδα από ήλεκτρο (κράμα χρυσού και αργύρου) και ο σφραγιδόλιθος από αμέθυστο με παράσταση ανδρικής μορφής του τάφου Γ καθώς και η κύμβη από ορεία κρύσταλλο σε μορφή πάπιας του τάφου Ο. Τα κτερίσματα των τάφων παρουσιάζουν στοιχεία εγχώρια, που συνεχίζουν τη Μεσοελλαδική παράδοση αλλά εμφανίζονται συγχρόνως και πολλά επείσακτα στοιχεία από τη μινωική Κρήτη και τις Κυκλάδες. Η ανάμειξη των στοιχείων αυτών χαρακτηρίζει την εποχή των λακκοειδών τάφων των Μυκηνών και συνετέλεσε στη γένεση του Μυκηναϊκού πολιτισμού.
Ένας από τους μεγαλύτερους τάφους του Κύκλου Β, ο τάφος Γ, περιείχε μία γυναικεία και τρεις ανδρικές ταφές. Πάνω στον τάφο είχε στηθεί ανάγλυφη λίθινη στήλη με παράσταση οπλισμένου άνδρα, που επιτίθεται σε λιοντάρι. Στο κρανίο του ενός από τους σκελετούς, που ανήκε σε άνδρα ηλικίας 28 ετών, είχε γίνει τομή με τη μέθοδο του τρυπανισμού για τη θεραπεία ίσως αιματώματος. Η επέμβαση, μία από τις αρχαιότερες στον ευρωπαϊκό χώρο, προϋποθέτει ιατρικές γνώσεις, μεγάλη τόλμη και δεξιοτεχνία. Στο εσωτερικό του τάφου μεταξύ των κτερισμάτων βρέθηκαν νεκρικό προσωπείο από ήλεκτρο (κράμα χρυσού και αργύρου), σφραγίδα από αμέθυστο με έγγλυφη ανδρική κεφαλή θαυμαστής τέχνης, δύο χρυσά κύπελλα και χάλκινα όπλα.
Στον τάφο Δ είχαν ταφεί τρεις νεκροί και στα κτερίσματά τους κυριαρχεί ο οπλισμός. Σημαντικό εύρημα αποτελεί το μεγάλου μήκους χάλκινο ξίφος με χρυσή επένδυση της λαβής, που απέληγε στη βάση της σε δύο αντιμέτωπες λεοντοκεφαλές. Μακριά και κοντά ξίφη, χάλκινες μάχαιρες, λόγχες, εγχειρίδια και λίθινες αιχμές βελών κτερίζουν τους πολεμιστές της εποχής των λακκοειδών τάφων των Μυκηνών.
Ο τάφος Ο ανήκε σε γυναίκα κτερισμένη με χρυσά κοσμήματα, διαδήματα με έκτυπη διακόσμηση και περιδέραια. Στη μοναδικής τέχνης κύμβη από ορεία κρύσταλλο σε σχήμα πάπιας και στις χάλκινες περόνες με περίτεχνες κεφαλές από ορεία κρύσταλλο οφείλει ο τάφος την συμβατική του ονομασία «τάφος των κρυστάλλων». Ενδιαφέροντα είναι τα περιδέραια από ποικιλία ημιπολύτιμων λίθων καθώς και το περιδέραιο από ήλεκτρο, πολύτιμο υλικό, εισηγμένο από την ΒΔ Ευρώπη.
Η αρχιτεκτονική μορφή του τάφου του τελευταίου χρονολογικά τάφου Ρ (15ος αιώνας π.Χ.) φαίνεται ότι αναπαράγει πρότυπα της Εγγύς Ανατολής. Ο τάφος έχει κτιστό θάλαμο που είναι προσβάσιμος από στεγασμένο δρόμο. Ελάχιστα κτερίσματα διέφυγαν τη σύληση. Η μορφή του ωστόσο προσθέτει ένα ακόμη στοιχείο που μαρτυρεί τις επαφές των Μυκηναίων με την Ανατολή.
ΤΑΦΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ Α
Ο Ταφικός Κύκλος Α αποκαλύφθηκε μέσα στην Ακρόπολη των Μυκηνών, αν και, αρχικά, πρέπει να βρισκόταν έξω από τα τείχη, ως τμήμα ενός εκτεταμένου νεκροταφείου. Η ανασκαφή του έγινε το 1876 από τον Ερρίκο Σλήμαν, υπό την αιγίδα της Αρχαιολογικής υπηρεσίας, με επιβλέποντα τον Έφορο Αρχαιοτήτων Παναγιώτη Σταματάκη. Ο Ταφικός Κύκλος Α περιλαμβάνει 6 ορθογώνιους κάθετους λακκοειδείς τάφους, που οι διαστάσεις τους κυμαίνονται από 3Χ3,50 μ. έως 4,50Χ6,40 μ. Με τον όρο κάθετος λακκοειδής τάφος εννοείται ο τάφος που κατασκευαστικά αποτελείται από δύο τμήματα: τον κυρίως λάκκο ανοιγμένο στο φυσικό βράχο, που χρησιμοποιείται για την ταφή, και το ευρύτερο όρυγμα πάνω απ’ αυτόν. Η στέγη στηρίζεται στα πλευρικά τοιχώματα του λάκκου και είναι συνήθως κατασκευασμένη από ξύλα ή πλάκες, ενώ το ευρύτερο όρυγμα γεμίζει με χώμα μετά την ταφή.
Συνολικά οι τάφοι του Κύκλου Α περιείχαν 19 ταφές, από τις οποίες οι 9 ανήκαν σε άνδρες, 8 σε γυναίκες και 2 σε βρέφη. Εκτός από τον Τάφο ΙΙ, που περιείχε μία ταφή, οι υπόλοιποι περιείχαν από 2 έως 5 ταφές. Οι νεκροί ήσαν τοποθετημένοι σε ύπτια θέση, με κατεύθυνση κατά κανόνα από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Οι Τάφοι Ι-V αποκαλύφθηκαν από τον Σλήμαν, ενώ ο Τάφος VI αποκαλύφθηκε ένα χρόνο αργότερα από τον Σταματάκη. Από την κεραμική που βρέθηκε στους Τάφους I, II, III, και VI, φαίνεται ότι ο Ταφικός Κύκλος Α μπορεί να χρονολογηθεί από το τέλος της Μεσοελλαδικής Εποχής έως την Υστεροελλαδική ΙΙΑ περίοδο, δηλαδή από τον 16ο αιώνα π.Χ. έως τις αρχές του 15ου αιώνα π.Χ.
Ο εκπληκτικός πλούτος των κτερισμάτων μαρτυρεί την υψηλή κοινωνική θέση των νεκρών και τον πολεμικό τους χαρακτήρα: κοσμήματα και σκεύη από χρυσό, μεγάλος αριθμός διακοσμημένων ξιφών και άλλων χάλκινων αντικειμένων, όπως επίσης και έργα από εισηγμένα υλικά όπως ήλεκτρο, λαζουρίτη λίθο, φαγεντιανή κι αυγό στρουθοκαμήλου αλλά και μία μικρή αλλά χαρακτηριστική ομάδα πήλινων αγγείων, επιβεβαιώνουν το σημαντικό ρόλο που έπαιξαν οι Μυκήνες εκείνη την εποχή και δικαιώνουν τον Ομηρικό χαρακτηρισμό των Μυκηνών ως «πολύχρυσων».
Η θρυλική ανασκαφή του Ταφικού Κύκλου Α εντυπωσίασε ολόκληρο τον κόσμο με τα πολύτιμα ευρήματά της και έθεσε τα θεμέλια της ελληνικής Προϊστορίας, ανοίγοντας το δρόμο για τη μελέτη ενός μεγάλου, άγνωστου μέχρι τότε πολιτισμού. Η ανασκαφή των Μυκηνών έφερε τον Σλήμαν στο απόγειο της φήμης του και του χάρισε τον τίτλο του «πατέρα της μυκηναϊκής αρχαιολογίας».
Ο λακκοειδής Τάφος Ι
Περιείχε τρεις γυναικείες ταφές, κτερισμένες με χρυσά κοσμήματα, ενώ γύρω τους είχαν εναποτεθεί αγγεία από φαγεντιανή, ελεφάντινη πυξίδα, δύο αργυρά κύπελλα, το ένα με χρυσό χείλος, χάλκινα σκεύη και αρκετά πήλινα αγγεία.
Ο λακκοειδής Τάφος ΙΙ
Περιείχε μία μόνο ανδρική ταφή συνοδευόμενη από σχετικά λίγα κτερίσματα, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν ένα χρυσό κύπελλο, ένα χρυσό λεπτό διάδημα, αρκετά χάλκινα όπλα, πήλινα αγγεία και σκεύη από φαγεντιανή.
Ο λακκοειδής Τάφος ΙΙΙ
Ο λεγόμενος «Τάφος των Γυναικών», περιείχε τις ταφές τριών γυναικών και δύο βρεφών. Οι νεκροί του τάφου ήσαν κυριολεκτικά καλυμμένοι με χρυσά κοσμήματα, ενώ τεράστια χρυσά διαδήματα κάλυπταν το κεφάλι. Ελάσματα χρυσού κάλυπταν τους σκελετούς των δύο βρεφών. Υπήρχε πληθώρα χρυσών δισκαρίων και άλλων περίτμητων χρυσών ελασμάτων με έκτυπη διακόσμηση, που θα ήταν αρχικά ραμμένα στα ρούχα ή τα σάβανα των νεκρών. Στα κοσμήματα περιλαμβάνονταν και μεγάλες ασημένιες ή χάλκινες περόνες με κεφαλή από ορεία κρύσταλλο ή με χρυσά επιθήματα και περιβλήματα, ένα περιδέραιο με χάντρες από ήλεκτρο (κεχριμπάρι), χρυσά ενώτια (σκουλαρίκια), χρυσές σφραγίδες με σκηνές κυνηγιού και μονομαχίας. Υπήρχαν ακόμα μικροσκοπικά χρυσά αγγεία, αγγεία από φαγεντιανή και χρυσές ζυγαριές.
Ο λακκοειδής Τάφος IV
Εντυπωσιάζει με τον πλούτο και το μέγεθός του. Περιείχε τις ταφές τριών ανδρών και δύο γυναικών. Οι δύο από τους νεκρούς ήταν τοποθετημένοι από Βορρά, κατ’ εξαίρεση του τυπικού προσανατολισμού από Ανατολή προς Δύση. Οι τρεις χρυσές νεκρικές προσωπίδες αποτελούν το κατ’ εξοχήν κτέρισμα των ανδρικών τάφων, ενώ σε μία ταφή ανήκει ένα χρυσό επιστήθιο. Τους νεκρούς συνόδευαν στον τάφο πολύτιμα χρυσά, αργυρά και λίθινα αγγεία, πολλά από αυτά τελετουργικά ρυτά με περίτεχνη διακόσμηση ή ζωόμορφα, μεγάλα χάλκινα σκεύη και πολυάριθμα όπλα, ανάμεσά τους το περίφημο εγχειρίδιο με εμπίεστη διακόσμηση κυνηγιού λιονταριών. Χρυσά διαδήματα και πολυάριθμα χρυσά κοσμήματα, περίτμητα ελάσματα σε διάφορα σχήματα και ζώνες ή τελαμώνες στόλιζαν τους νεκρούς.
Ο λακκοειδής τάφος V
Περιείχε τις ταφές τριών ανδρών. Οι δύο από τους νεκρούς έφεραν χρυσές προσωπίδες, από τις οποίες η μία είναι γνωστή ως «προσωπίδα του Αγαμέμνονος», ονομασία συμβατική, εφόσον είναι 400 χρόνια παλαιότερη του Τρωικού Πολέμου. Τους νεκρούς συνόδευαν στον τάφο χρυσά επιστήθια, περίτεχνα χάλκινα ξίφη και εγχειρίδια με εμπίεστη διακόσμηση, πολύτιμα αγγεία από χρυσό και άργυρο, ένα ρυτό από αβγό στρουθοκαμήλου με επίθετα δελφίνια από φαγεντιανή, καθώς και ξύλινη εξαγωνική πυξίδα με χρυσή επένδυση. Τα χρυσά κοσμήματα είναι λιγότερα εδώ απ’ ό,τι στους τάφους με γυναικείες ταφές, ενώ υπάρχουν πολυάριθμες χάντρες από ήλεκτρο.
Ο λακκοειδής τάφος VI
Περιείχε δύο καλά διατηρημένες ανδρικές ταφές, που συνοδεύονταν από χρυσό κύπελλο, δύο χρυσές «επιγονατίδες», πολλά χάλκινα όπλα (ξίφη, εγχειρίδια και λόγχες) και πήλινα αγγεία.
ΑΝΑΚΤΟΡΙΚΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ
Σύνολα ελεφάντινων έργων προέρχονται από τα εργαστήρια ελεφαντουργίας έξω από την Ακρόπολη των Μυκηνών ενώ άλλα βρέθηκαν διάσπαρτα εντός και εκτός της Ακρόπολης (14ος-13ος αιώνας π.Χ.). Ως πρώτη ύλη, εκτός από το ελεφαντόδοντο, σε ευρεία χρήση ήταν επίσης και τα δόντια του ιπποπόταμου.
Μυκηναϊκό ανάκτορο |
Ελεφάντινα ενθέματα σε σχήμα οκτώσχημης ασπίδας, πολεμιστών με οδοντόφρακτο κράνος, κράνους, δελφινιών, θαλάσσιων οστρέων και αργοναυτών, φύλλων κισσού και κρινοπαπύρου. Πλακίδια φέρουν διακόσμηση λιονταριού που καταβάλλει αίγα ή διακοσμούνται με ζώνη ημιροδάκων. Τα ενθέματα έχουν καεί στην πυρκαγιά που κατέστρεψε την οικία των Ασπίδων στο τέλος του 13ου αιώνα π.Χ.
ΘΗΣΑΥΡΟΙ
Θησαυροί, δηλαδή μεγάλα σύνολα χάλκινων όπλων και εργαλείων είχαν κρυφθεί στην Ακρόπολη των Μυκηνών, στο τέλος του 13ου αιώνα π.Χ., πριν την καταστροφή της. Πρόκειται για ετερόκλητα αντικείμενα, συγκεντρωμένα προφανώς από χαλκουργούς ως πρώτη ύλη για νέα κατεργασία.
Εντυπωσιάζει ιδιαίτερα ο μεγάλος αριθμός των ξιφών, το ένα με διακόσμηση σπειρών στη λεπίδα, το χαλινάρι αλόγου, οι τροχοί από ομοιώματα αρμάτων, οι πέλεκες και οι σμίλες, τα δρεπανόσχημα μαχαίρια, ο ξυρός, οι τριχολαβίδες και τα βέλη. Ένα μικρότερο σύνολο, που περιλαμβάνει ένα σφυρί, βρέθηκε έξω από την Ακρόπολη.
ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ ΤΟΥ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Η ανερχόμενη μυκηναϊκή δύναμη, ήδη από τον 14ο αιώνα π.Χ., προκάλεσε το ενδιαφέρον των Αιγυπτίων για τους Tanaja, όπως τους αποκαλούν, δηλαδή τους Δαναούς, επίθετο συνώνυμο των Ελλήνων Αχαιών του Ομήρου. Δεν είναι τυχαίο ότι, την εποχή αυτή, πλακίδια, σκεύη ή ειδώλια από φαγεντιανή, που φέρουν τη «δέλτο» των Φαραώ Αμένοφι Β’ και Γ’ μεταφέρονται στις Μυκήνες, ίσως από επίσημη αιγυπτιακή αντιπροσωπεία.
Τα παράλια της Εγγύς Ανατολής, η βιβλική Γη Χαναάν, τα λιμάνια του σημερινού Λιβάνου (Φοινίκης), της Συρίας και της Κύπρου είναι ανοιχτά στο εμπόριο με τον μυκηναϊκό κόσμο. Κατάφορτα πλοία διασχίζουν το Αιγαίο μεταφέροντας πρώτες ύλες όπως τάλαντα χαλκού ή υαλόμαζας, ελεφαντόδοντα ή δόντια ιπποπόταμου, ημιπολύτιμους λίθους και φαγεντιανή, για κατεργασία στα ανακτορικά εργαστήρια των Μυκηνών και των άλλων ανακτορικών κέντρων. Στα εξωτικά για τον ελληνικό χώρο αντικείμενα, περιλαμβάνονται οι αιγυπτιακοί σκαραβαίοι από φαγεντιανή, τα χάλκινα ειδώλια του Συροπαλαιστινιακού θεού Reshef, οι σφραγιδοκύλινδροι με σκηνές θεών και ηρώων της Μεσοποταμίας, τα αυγά στρουθοκαμήλου, και ίσως κάποια φθαρτά αγαθά, όπως τα υφάσματα. Οι οξυπύθμενοι χαναανίτικοι αμφορείς διακινούν προς την Ελλάδα μια ποικιλία υγρών και στερεών προϊόντων. Ο κυπριακός λύχνος από τις Μυκήνες και ο χάλκινος τρίποδας από τον «θησαυρό» της Τίρυνθας μαρτυρούν τη σχέση της κυρίως Ελλάδας με την Κύπρο κατά το τέλος της μυκηναϊκής εποχής που χαρακτηρίζεται από τη μαζική παρουσία του ελληνικού στοιχείου στη Μεγαλόνησο.
Η αναζήτηση χρυσού και άλλων μετάλλων, όπως ο κασσίτερος, προβάλλεται ως μία αιτία των κινήσεων των Μυκηναίων και προς τη ΒΔ Ευρώπη. Κοσμήματα από ήλεκτρο της Βαλτικής συνοδεύουν τους νεκρούς των πλούσιων τάφων των Μυκηνών ή της Πύλου. Συγχρόνως, οι άρχουσες τάξεις στη Δυτική και Ανατολική Ευρώπη χρησιμοποιούν χρυσά κύπελλα, απομιμήσεις των Μυκηναϊκών ή και εισάγουν πολύτιμα σκεύη από το χώρο του Αιγαίου. Εθιμοτυπικές ανταλλαγές δώρων μεταξύ ηγεμόνων είναι δυνατόν να κρύβονται πίσω από τις αμοιβαίες αυτές σχέσεις. Η μυκηναϊκή κεραμική, ως είδος πολυτελείας για τη Δύση, εξάγεται σε μεγάλες ποσότητες στην Ιταλία, τη Σικελία και τη Σαρδηνία, όπου γίνεται και αντικείμενο ευρείας τοπικής μίμησης, φθάνοντας μέχρι και την Ισπανία.
Τον 12ο αιώνα π.Χ. χαρακτηριστική είναι η παρουσία στους τάφους των πολεμιστών της εποχής μιας κατηγορίας ισχυρών χάλκινων ξιφών, που έχουν δυτικοευρωπαϊκό πρότυπο και μαρτυρούν την ενίσχυση των σχέσεων με τη Δυτική Ευρώπη.
Τοιχογραφίες
Η τέχνη της τοιχογραφίας εμφανίζεται στην μινωική Κρήτη και συνδέεται στενά με την αρχιτεκτονική των ανακτόρων. Η μεγάλη ζωγραφική είναι τέχνη επίσημη και εξασκείται από καλλιτέχνες που εργάζονται στην υπηρεσία του άνακτα. Τα θέματα προέρχονται από τον κόσμο της φύσης ή απεικονίζουν τις θρησκευτικές τελετουργίες της αυλής. Μετά την εγκατάσταση των Μυκηναίων στο τέλος του 15ου αιώνα π.Χ. στα ανάκτορα της Κνωσού στην Κρήτη και την ανέγερση των μυκηναϊκών ανακτόρων στις Μυκήνες, την Τίρυνθα, τη Θήβα και την Πύλο, η τέχνη της τοιχογραφίας διαδίδεται στην κυρίως Ελλάδα. Ο ζωγράφος χρησιμοποιεί φυσικά, γήινα χρώματα, κυρίως από οξείδια μετάλλων, για τη βαφή που απλώνεται σε υγρό ασβεστοκονίαμα.
Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι τοιχογραφίες, που κάλυπταν τους τοίχους των δωματίων του Θρησκευτικού Κέντρου στο νοτιοδυτικό τμήμα της Ακρόπολης των Μυκηνών, κοντά στον Ταφικό Κύκλο Α, τον 13ο αιώνα π.Χ. Η διακόσμηση των χώρων περιλάμβανε παράσταση προσφορών σε γυναικεία θεότητα και οκτώσχημες ασπίδες, σύμβολο πολεμικής θεότητας.
Τοιχογραφίες Τίρυνθας
Στα ανάκτορα της Τίρυνθας, όπως και σε όλο το μυκηναϊκό κόσμο, οι ζωγράφοι εργάζονται στην υπηρεσία του άνακτα (14ος-13ος αιώνα π.Χ.) και τα θέματα της μεγάλης ζωγραφικής αντλούνται από τις θρησκευτικές τελετές, όπως οι πομπές ή τα ταυροκαθάψια με εμφανή την επιρροή της μινωικής Κρήτης. Το κυνήγι κάπρου, από τα δόντια του οποίου κατασκευάζονταν τα γνωστά μυκηναϊκά οδοντόφρακτα κράνη, ήταν μια αγαπητή δραστηριότητα της μυκηναϊκής άρχουσας τάξης, τα μέλη της οποίας χρησιμοποιούσαν το άρμα που σύρουν άλογα ως μεταφορικό μέσο στο κυνήγι ή στον πόλεμο. Η συμμετοχή των γυναικών στις θρησκευτικές πομπές αλλά και στο κυνήγι είναι ενδεικτική της θέσης της γυναίκας στο μυκηναϊκό κόσμο.
Η Ακρόπολη της Τίρυνθας
Η μυκηναϊκή ακρόπολη της Τίρυνθας εντυπωσιάζει με τα ισχυρά κυκλώπεια τείχη της, που της χάρισαν το επίθετο «τειχιόεσσα» στη Ιλιάδα του Ομήρου. Ο μύθος αναφέρει μάλιστα ότι τα τείχη είναι έργο των Κυκλώπων, οικοδόμων που ο βασιλιάς του Άργους Προίτος έφερε από την Λυκία της Μ. Ασίας. Η ακρόπολη είναι κτισμένη σε χαμηλό έπαρμα του εδάφους, που υψώνεται μόλις 18 μ. από την επιφάνεια της ευρείας αργολικής πεδιάδας και στα μυκηναϊκά χρόνια ήταν κοντά στη θάλασσα. Η έκταση της φθάνει περίπου τα 20.000 τ.μ. Η ακρόπολη ανασκάφηκε από τον Ερρίκο Σλήμαν, ανασκαφέα και της ακρόπολης των Μυκηνών, και τον Συνεργάτη του, αρχιτέκτονα Wilhelm Dörpfeld κατά τα έτη 1885-1886. Οι ανασκαφές συνεχίζονται έκτοτε από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο.
Η ακρόπολη της Τίρυνθας είναι η δεύτερη σε σημασία μετά τις Μυκήνες ακρόπολη της Αργολίδας. Η ακρόπολη κατοικείται από τα Νεολιθικά χρόνια, και σημαντικοί οικισμοί υπάρχουν στην Πρωτοελλαδική (3η χιλιετία π.Χ.) τη Μεσοελλαδική (2000 - 1600 π.Χ.) και την πρώιμη μυκηναϊκή εποχή (16ος-15ος αιώνας π.Χ.). Η οικοδόμηση των ισχυρών τειχών χρονολογείται από την αρχή ταυ 14ου αιώνα π.Χ. στην Άνω Ακρόπολη. Έναν αιώνα αργότερα οχυρώνεται και η Μέση Ακρόπολη και η οχύρωση ολοκληρώνεται στο τέλος του 13ου αιώνα π.Χ. με την οικοδόμηση του τείχους της Κάτω Ακρόπολης. Στην Άνω Ακρόπολη ανεγείρεται το ανάκτορο, η κατοικία του «άνακτα», που παρουσιάζει δύο οικοδομικές φάσεις, διακοσμημένες με εντυπωσιακές τοιχογραφίες. Το μυκηναϊκό ανάκτορο ήταν το διοικητικό, οικονομικό, καλλιτεχνικό και στρατιωτικό κέντρο μιας ευρύτερης περιφερείας. Η κεντρική διοίκηση, ιεραρχικά διαμορφωμένη, τηρούσε αρχεία στη Γραμμική Β' γραφή, την πρώτη ελληνική γραφή.
Στην τελική της μορφή, στον 13ο αιώνα π.Χ., η ακρόπολη διαθέτει ισχυρά οχυρωμένη επίσημη είσοδο που οδηγεί στο ανάκτορο, με το μεγάλο και το μικρό «μέγαρο», τις αυλές και τους άλλους βοηθητικούς χώρους. Οι εκτεταμένες αποθήκες, ανοιγμένες στο πάχος των τειχών, είναι προσιτές από μακρούς και στενούς διαδρόμους, στερεωμένους με οξυκόρυφη αψιδωτή στέγη, τις λεγόμενες «σύριγγες». Μία δευτερεύουσα είσοδος, προστατευμένη από ισχυρό καμπύλο προμαχώνα, ανοίγεται στα δυτικά προς την πλευρά της θάλασσας. Στην Κάτω Ακρόπολη υπόγειες δεξαμενές διασφάλιζαν την επάρκεια νερού σε κατάσταση ανάγκης και η επικοινωνία με τον εκτός των τειχών οικισμό διευκολυνόταν με μικρές πύλες. Στις παρυφές της Ακρόπολης αναπτυσσόταν ο οικισμός και στο γειτονικό λόφο του Προφήτη Ηλία υπήρχε το νεκροταφείο με ένα θολωτό και θαλαμωτούς τάφους.
Η κατάρρευση του ανακτορικού συστήματος διοίκησης στο τέλος του 13ου αιώνα π.Χ. και η καταστροφή των ανακτόρων στις ακροπόλεις της Αργολίδας δεν αποτέλεσαν εμπόδιο στη συνέχιση και ανάπτυξη της ζωής στην Ακρόπολη και τον οικισμό της Τίρυνθας. Τον 12ο αιώνα π.Χ., τελευταία περίοδο του μυκηναϊκού πολιτισμού, πυκνή κατοίκηση παρατηρείται στην Κάτω Ακρόπολη, όπου ανασκάφηκαν και λατρευτικοί χώροι με μεγάλα πήλινα ειδώλια.
Μυκηναίοι και Μινωίτες ανθρωποθυσιάζοντες εισβολείς κατά των αυτοχθόνων φιλειρηνικών Ελλήνων
ΑπάντησηΔιαγραφή