Στη σύγχρονη Ελλάδα δεν υπάρχουν πολλά ανάκτορα που να είναι όμορφα και καλοδιατηρημένα. Από αυτά διαλέξαμε κάποια, από την αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εποχή, που είναι εκλεκτά και αναφέρουμε μερικά ιστορικά στοιχεία τους.
Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου
Βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της πλατείας Σπιανάδα και αποτελεί ένα από τα εντυπωσιακότερα αξιοθέατα της Κέρκυρας. Το κτίριο σχεδιάστηκε από τον Άγγλο Συνταγματάρχη Μηχανικό Sir George Whitmore (1775-1862) και χτίστηκε το χρονικό διάστημα 1819 – 1823, επί του Άγγλου Αρμοστή Θωμά Μαίτλαντ. Είναι αναμφισβήτητα το σπουδαιότερο μνημείο της Αγγλοκρατίας και ένα από τα πρώτα κτίρια νεοκλασικού ρυθμού που κτίστηκαν στην Ελλάδα. Είναι μεγαλοπρεπές αλλά και κομψό, παρά το μεγάλο μέγεθός του. Είναι τα δεύτερα μεγαλύτερα ανάκτορα στην Ελλάδα μετά από τα ανάκτορα του Όθωνα στην Αθήνα, δηλαδή τη σημερινή Βουλή. Είναι κτισμένο από πέτρα Μάλτας. Η είσοδός του κοσμείται από περιστύλιο σε δωρικό ρυθμό που διακόπτεται από δυο μεγαλοπρεπής τοξωτές πύλες, του Αγίου Μιχαήλ στα δεξιά και του Αγίου Γεωργίου στα αριστερά. Το κεντρικό τμήμα πάνω στο γείσο του κτιρίου υπάρχουν ανάγλυφες αλληγορικές παραστάσεις των επτά νησιών του Ιονίου. Ο εσωτερικός διάκοσμος του κτιρίου κοσμείται από γλυπτά και ζωγραφικές παραστάσεις. Τα περισσότερα γλυπτά είναι έργα του Κερκυραίου γλύπτη Προσαλέντη. Το ανάκτορο χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία του Άγγλου Αρμοστή. Το ανάκτορο στο παρελθόν στέγασε την Ιόνιο Γερουσία και το τάγμα των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου, απ’ όπου πήρε και το όνομά του. Μετά την ένωση των Επτανήσων χρησιμοποιήθηκε για μισό αιώνα και ως θερινή κατοικία της πρώην βασιλικής οικογένειας. Από το 1913 ως το 1993 στέγασε το μουσείο Σινοϊαπωνικής τέχνης. Σήμερα στεγάζει το Mουσείο Ασιατικής τέχνης, τη Δημοτική Βιβλιοθήκη και φιλοξενεί διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις και περιοδικές εκθέσεις.
Αχίλλειο
Είναι μία από τις πιο γνωστές βασιλικές επαύλεις της Ευρώπης και ίσως το πιο σημαντικό αρχιτεκτονικό αξιοθέατο της Κέρκυρας, που βρίσκεται στον οικισμό Γαστούρι, 10 χλμ. από την πόλη της Κέρκυρας. Η έπαυλη σχεδιάστηκε από τους Ιταλούς αρχιτέκτονες Ραφαέλε Καρίττο (Raffaele Caritto) και Αντόνιο Λάνντι (Antonio Landi) με επόπτη τον πρόξενο της Αυστρίας στην Κέρκυρα Αlexander Warssderg στην αρχή και, μετά τον θάνατό του, τον βαρόνο Von Bucowitz, σε πομπηινό ρυθμό και χτίστηκε το 1890 με δαπάνη της αυτοκράτειρας Ελισάβετ της Αυστρίας, που λόγω της ευαίσθητης υγείας της ζήτησε την οικοδόμησή της. Την έπαυλη την αφιέρωσε στον Αχιλλέα, απ’ όπου και το όνομα της, τον περίβολο της οποίας πλούτισε με αγάλματα από την αρχαία ελληνική μυθολογία. Από αυτά τα πιο γνωστά έργα είναι οι «Επτά Μούσες» και ο Αχιλλέας Θνήσκων του Χέρτερ. Στο εσωτερικό του φέρει τοιχογραφίες και διακοσμήσεις σημαντικών καλλιτεχνών της εποχής της ανέγερσής του. Η Ελισάβετ δολοφονήθηκε το 1898. Το 1904 ή 1907 ο αυτοκράτορας («Κάιζερ») της Γερμανίας Γουλιέλμος Β' αγόρασε το Αχίλλειο, όπου και διέμενε όταν επισκεπτόταν την Κέρκυρα. Τοποθέτησε ένα κολοσσιαίο άγαλμα του Αχιλλέα με την επιγραφή «Στον μέγιστο των Ελλήνων από τον μέγιστο των Γερμανών». Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, η ιδιοκτησία της έπαυλης πέρασε στο ελληνικό δημόσιο οπότε και ερημώθηκε, μέχρι που το 1962 αποφασίστηκε η εκχώρησή της σε δυτικογερμανική τότε εταιρεία για να λειτουργήσει ως καζίνο, μετά από προτροπή του Βασιλέως Παύλου, για να γίνει εφάμιλλο του Μονακό, με ό,τι θα σήμαινε αυτό για την παράλληλη ανάπτυξη της Κέρκυρας. Τελικά το καζίνο λειτούργησε με κάποιες μικροδιακοπές ως το 1981, όταν οι τότε πολιτικές εξάρσεις το εξανάγκασαν να κλείσει. Λειτούργησε και πάλι, υπό τη διεύθυνση του ΕΟΤ, το 1984. Το Αχίλλειο μπορεί να επισκεφτεί κανείς ορισμένες ώρες της ημέρας.
Μον Ρεπό
Το κτήμα Μον Ρεπό, που έχει έκταση 258 στρέμματα, καταλαμβάνει το μεγαλύτερο τμήμα του λόφου της Ανάληψης όπου βρίσκονταν η Παλαιόπολη, η αρχαία δηλαδή πόλη της Κέρκυρας. Απέχει 3 χλμ. από το ιστορικό κέντρο και το συναντάμε σε μια από τις ωραιότερες τοποθεσίες του νησιού. Στο κέντρο σχεδόν του κτήματος βρίσκεται το επιβλητικό παλάτι που έκτισε το 1824 ο Άγγλος Αρμοστής Frederic Adam, για θερινή κατοικία του. Πρόκειται για μεγαλοπρεπές ανάκτορο αποικιακού τύπου, που στη διάρκεια της Αγγλοκρατίας ήταν η θερινή κατοικία του εκάστοτε αρμοστή. Μετά την ένωση των Ιόνιων νησιών με την Ελλάδα, το Μον Ρεπό παραχωρήθηκε από το δήμο στο βασιλιά Γεώργιο Α' με σκοπό να είναι η θερινή κατοικία της βασιλικής οικογένειας. Εδώ, το 1921 γεννήθηκε και ο Δούκας του Εδιμβούργου Φίλιππος Μαουνμπάτεν, σύζυγος της βασίλισσας Ελισάβετ Β'. Μετά την κατάργηση της μοναρχίας, το κτήμα του Μον Ρεπό πέρασε στην ιδιοκτησία του δήμου Κερκυραίων και σήμερα λειτουργεί ως μουσείο. Στο κτήμα του Μον Ρεπό, εκτός από το παλάτι, βρίσκονται και τα ερείπια σημαντικών αρχαιοτήτων. Η περιοχή αυτή, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα αποτελούσε το κέντρο της Παλαιόπολης. Η αρχαία πόλη εκτεινόταν από την περιοχή του Ανεμόμυλου ως το Κανόνι και περιλάμβανε δύο λιμάνια. Το λιμάνι του Αλκίνοου και το Υλλαϊκό λιμάνι. Οι σημαντικότερες αρχαιότητες της Παλαιόπολης που μπορεί να δει ο επισκέπτης είναι: τα ερείπια της πεντάκλιτης βασιλικής της Αγίας Κέρκυρας, που χρονολογούνται από τις αρχές του 5ου αιώνα και λέγεται ότι οικοδομήθηκε πάνω στα θεμέλια του ρωμαϊκού ωδείου. Στην είσοδο σώζονται οι δυο ραβδωτές κολώνες Κορινθιακού ρυθμού. Παρ’ όλες τις καταστροφές που υπέστη ο ναός στο ρου της ιστορίας, σώζονται αρκετά μέρη του και κυρίως πολλά γλυπτά και τα ψηφιδωτά δάπεδα. Στην περιοχή της Παλαιόπολης βρίσκεται και ο καλύτερα σωζόμενος αρχαίος ναός της Κέρκυρας. Είναι ένας μικρός δωρικός ναός που χρονολογείται από τον 6ο π.Χ. και αποτελείται από 11 μονόλιθους κίονες. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, ο ναός αυτός ήταν αφιερωμένος στον Ποσειδώνα. Οι αρχαιολόγοι όμως, πιστεύουν ότι ήταν αφιερωμένος στον Ασκληπιό ή στον Απόλλωνα. Ο μεγαλύτερος ναός της αρχαίας Κέρκυρας, όπως φαίνεται από τα ερείπιά του ήταν αυτός της Ήρας που βρίσκεται στα δεξιά του ανακτόρου. Δυστυχώς όμως έχει υποστεί μεγάλες φθορές.
Νέα Ανάκτορα (Προεδρικό Μέγαρο)
Το σημερινό Προεδρικό Μέγαρο είναι ένα τριώροφο νεοκλασικό κτίριο με λιτή και αυστηρή συμμετρική πρόσοψη που ακολουθεί τους νόμους της συμμετρίας, άρχισε να χτίζεται το 1891 με σχέδια του αρχιτέκτονα Ερνστ Τσίλλερ (1837-1923) ως ιδιαίτερο ανάκτορο του διαδόχου (τότε) Κωνσταντίνου, με δωρεά του Ελληνικού Δημοσίου. Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν το 1897. Στο δεύτερο όροφο μία σειρά από διπλά παράθυρα αφήνουν ενδιάμεσα κενά όπου διακρίνονται ανάγλυφα εραλδικά σύμβολα, παραστάσεις των τεσσάρων εποχών, τα μονογράμματα Κ και Σ [Κωνσταντίνος και Σοφία (Χόεντζολερν)], καθώς και πρόσωπα της ελληνικής μυθολογίας. Στη στέψη του κτιρίου ο Τσίλλερ είχε τοποθετήσει αγάλματα. Στο αρχικό κτίριο προστέθηκαν το 1909 η αίθουσα χορού (μονώροφη επέκταση προς βορρά του κυρίως κτιρίου, σημερινής αίθουσας διαπιστευτηρίων) και στις αρχές του 1960 η πίσω πτέρυγα (σημερινή αίθουσα δεξιώσεων). Μετά τη μεταπολίτευση του 1974, το κτίριο χρησιμοποιείται πλέον ως Προεδρικό Μέγαρο και ως κατοικία των εκάστοτε Προέδρων. Η συνολική έκταση που καταλαμβάνει το Προεδρικό Μέγαρο ανέρχεται σε 27 στρέμματα ενώ το μεγαλύτερο μέρος καταλαμβάνει ο πανέμορφος κήπος. 140 διαφορετικά είδη και ποικιλίες καλλωπιστικών δένδρων, θάμνων, αναρριχώμενων φυτών στολίζουν τον κήπο με μερικά από τα φυτά αυτά να είναι σπάνια, ενώ πολλά από τα δέντρα (π.χ. αριές και κυπαρίσσια) ξεπερνούν έναν αιώνα ζωής. Τον κήπο στολίζουν όμορφα γλυπτά όπως αίγαγροι, κούροι, γυναικείες μορφές και ένας λαϊκός οργανοπαίκτης που παίζει τσαμπούνα. Η έκταση βρίσκεται στην καρδιά της Αθήνας και περικυκλώνεται από τις πολύβουες αρτηρίες που σχεδόν πάντα είναι φορτωμένες με αυτοκίνητα, μηχανάκια, ταξί, λεωφορεία.
Παλαιά Ανάκτορα
Πρόκειται για νεοκλασικό κτήριο, σχεδιασμένο από τον Βαυαρό αρχιτέκτονα της Βασιλικής Αυλής της Βαυαρίας Φρειδερίκο φον Γκέρτνερ (Gärtner) και βρίσκεται στην Πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα. Χρησιμοποιήθηκε ως ανάκτορα από τον Όθωνα και στη συνέχεια από τον Γεώργιο Α' μέχρι το 1910, όπου εγκαταστάθηκε σε νεότερα, στην οδό Ηρώδου του Αττικού, γι’ αυτό και η ονομασία τους Παλαιά Ανάκτορα. Στη δυτική πλευρά του κτιρίου διαμορφώθηκε ο χώρος σε Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, ενώ οι εξωτερικοί χώροι τόσο της ανατολικής όσο και της νότιας πλευράς από την αρχή διαμορφώθηκαν σε μεγάλο ενιαίο εθνικό κήπο, που υπάρχει μέχρι και σήμερα. Το κτίριο κατασκευάστηκε στο διάστημα 1836-1847, για να γίνει ανάκτορο του Όθωνα, μετά την μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους από το Ναύπλιο στην Αθήνα το 1834. Τα Παλαιά Ανάκτορα σταμάτησαν να χρησιμοποιούνται ως ανάκτορα και παράλληλα επίσημη κατοικία της βασιλικής οικογένειας το 1910, αφού είχε υποστεί και αρκετές ζημιές από δυο πυρκαγιές, το 1884 και το 1909. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1922, χρησιμοποιήθηκε σαν κέντρο υποδοχής και περίθαλψης των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής. Το 1929 έγινε έδρα του Ελληνικού Κοινοβουλίου, που προηγουμένως στεγαζόταν στο Βουλευτήριο της οδού Σταδίου (σήμερα γνωστό σαν Παλιά Βουλή), και της Γερουσίας. Η μετατροπή του κτιρίου σε Κοινοβούλιο έγινε από τον αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή. Στις 25 Μαρτίου 1932 έγιναν και τα αποκαλυπτήρια του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη, που άρχισε να κατασκευάζεται το 1929. Σήμερα είναι έδρα του ελληνικού κοινοβουλίου, της Βουλής των Ελλήνων. Στεγάζει την αίθουσα του Κοινοβουλίου, της Γερουσίας και των Επιτροπών, τα Γραφεία του Προέδρου της Βουλής και των Αντιπροέδρων, μέρος του Αρχείου της Βουλής, γραφεία των κοινοβουλευτικών ομάδων των κομμάτων, το τηλεοπτικό κανάλι της Βουλής των Ελλήνων, καθώς και διοικητικές υπηρεσίες.
Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου
Είναι κτίσμα του 14ου αιώνα που κατασκευάστηκε από τους Ιωαννίτες ιππότες ,οι οποίοι κατείχαν τη Ρόδο από το 1309 έως το 1522, στη θέση παλαιότερης βυζαντινής ακρόπολης του 7ου μ.Χ αιώνα. Το παλάτι εκτός από διοικητικό κέντρο των Ιπποτών και κατοικία του Μεγάλου Μαγίστρου ήταν επίσης έδρα της άρχουσας κοινωνικής και πνευματικής τάξης της Ρόδου. Όταν κατέλαβαν το νησί οι Οθωμανοί χρησιμοποίησαν το μισοκατεστραμμένο από την πολιορκία παλάτι ως φυλακές ενώ το τελειωτικό χτύπημα δόθηκε το 1856 όταν μετά από έκρηξη πυρομαχικών που φυλάσσονταν στα υπόγειά του το μεγαλύτερο μέρος του καταστράφηκε.
Τατόι
Βρίσκεται 15 χλμ. βόρεια της Αθήνας. Στο κτήμα βρίσκεται το θερινό ανάκτορο της πρώην ελληνικής βασιλικής οικογένειας. Το 1898, μετά την παραχώρηση στον Βασιλέα από τη Βουλή ως ιδιωτική περιουσία του, το Τατόι απέκτησε τη μέγιστη έκτασή του: 47.427 στρέμματα. Παράλληλα προχωράει δραστήρια η οργάνωση της διαχείρισής του και η ανάπτυξη της υποδομής του. Στα έργα αυτά προΐσταται ο Λουδοβίκος Μύντερ (1873-1892), Δανός δασολόγος και φιλέλληνας, καθώς και, στη συνέχεια, ο διάδοχός του στη διεύθυνση του κτήματος Ότο Βάισμαν (1893-1914). Πρώτα από όλα, όμως, το Τατόι είναι το προσωπικό δημιούργημα του Γεωργίου Α', που το σχεδίασε ως ένα κτήμα αναψυχής όπου τον κυρίαρχο λόγο θα έχει το δάσος και δευτερεύοντα τα οικοδομήματα. Το 1884, άρχισε να οικοδομείται από τον αρχιτέκτονα Σάββα Μπούκη το κυρίως ανάκτορο, μιμούμενο μια έπαυλη του συγκροτήματος των ανακτόρων του Πέτερχοφ, στην Αγία Πετρούπολη, που ανήκε στον τσάρο Αλέξανδρο Β', θείο της βασίλισσας Όλγας. Πρωτοκατοικήθηκε από τον Γεώργιο το 1889, αμέσως μετά το γάμο του Διαδόχου Κωνσταντίνου, στον οποίον αφέθηκε η χρήση του παλιού σπιτιού. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα το Τατόι έχει αποκτήσει δύο ναούς, ένα υπασπιστήριο, δυο τρεις οικίες για αυλικούς υπηρεσίας, ένα τηλεγραφείο, την κατοικία του διευθυντή, τρία συγκροτήματα εργατόσπιτων, ένα οινοποιείο, ένα βουτυροκομείο, τρεις στάβλους, αποθήκες, εργαστήρια και καταλύματα για τη Φρουρά. Ο παλιός ανεμόμυλος μετετράπη σε πύργο, μέσα στον οποίο διαρρυθμίστηκε ένα αρχαιολογικό μουσείο με τα ευρήματα των μικροανασκαφών στην περιοχή. Η μεγάλη πυρκαγιά του 1916 σηματοδοτεί το τέλος της χρυσής εποχής. Καίγεται το μεγαλύτερο μέρος του δάσους, τα ελάφια που ο Γεώργιος είχε εισαγάγει από την Ουγγαρία, οι ανακτορικοί στάβλοι, ο ναός του Προφήτη Ηλία, το μουσείο, το παλιό ανάκτορο. Το καλοκαίρι του 1945 το κτήμα καίγεται ξανά. Το 1946, το Τατόι ξεκινάει και πάλι από το σημείο μηδέν. Από το τέλος του 1948 εγκαθίσταται στην έπαυλη μόνιμα η βασιλική οικογένεια, που θα την κατοικήσει αδιάλειπτα ως στις 13 Δεκεμβρίου 1967. Ως χώρος αυστηρά ιδιωτικός, το Τατόι κατάφερε σε γενικές γραμμές να παραμείνει έξω από τη μεγάλη Ιστορία. Όμως, προσωπικότητες στην εποχή τους, όπως ο τσάρος Νικόλαος Β' της Ρωσίας, η Ελισάβετ της Αυστροουγγαρίας, οι βασιλείς του Ηνωμένου Βασιλείου Εδουάρδος Ζ' και Αλεξάνδρα, τα τελευταία χρόνια η βασίλισσα Ελισάβετ Β' του Ηνωμένου Βασιλείου, η Τζάκυ Κέννεντυ και άλλοι το επισκέφθηκαν ή φιλοξενήθηκαν σ’ αυτό. Τον Μάρτιο του 2003, το Τατόι περιήλθε στην κυριότητα του κράτους και τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους κηρύχθηκε διατηρητέο από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων, ύστερα από εισήγηση της Ελληνικής Εταιρείας για την Προστασία του Περιβάλλοντος και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Τον Ιούνιο του 2007 η ελληνική κυβέρνηση δήλωσε ότι σκοπεύει να μετατρέψει το κτήμα σε μουσείο.
Παλάτι Κατακουζηνών και Παλαιολόγων (Μυστράς)
Ανάκτορα Κνωσού
Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου
Βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της πλατείας Σπιανάδα και αποτελεί ένα από τα εντυπωσιακότερα αξιοθέατα της Κέρκυρας. Το κτίριο σχεδιάστηκε από τον Άγγλο Συνταγματάρχη Μηχανικό Sir George Whitmore (1775-1862) και χτίστηκε το χρονικό διάστημα 1819 – 1823, επί του Άγγλου Αρμοστή Θωμά Μαίτλαντ. Είναι αναμφισβήτητα το σπουδαιότερο μνημείο της Αγγλοκρατίας και ένα από τα πρώτα κτίρια νεοκλασικού ρυθμού που κτίστηκαν στην Ελλάδα. Είναι μεγαλοπρεπές αλλά και κομψό, παρά το μεγάλο μέγεθός του. Είναι τα δεύτερα μεγαλύτερα ανάκτορα στην Ελλάδα μετά από τα ανάκτορα του Όθωνα στην Αθήνα, δηλαδή τη σημερινή Βουλή. Είναι κτισμένο από πέτρα Μάλτας. Η είσοδός του κοσμείται από περιστύλιο σε δωρικό ρυθμό που διακόπτεται από δυο μεγαλοπρεπής τοξωτές πύλες, του Αγίου Μιχαήλ στα δεξιά και του Αγίου Γεωργίου στα αριστερά. Το κεντρικό τμήμα πάνω στο γείσο του κτιρίου υπάρχουν ανάγλυφες αλληγορικές παραστάσεις των επτά νησιών του Ιονίου. Ο εσωτερικός διάκοσμος του κτιρίου κοσμείται από γλυπτά και ζωγραφικές παραστάσεις. Τα περισσότερα γλυπτά είναι έργα του Κερκυραίου γλύπτη Προσαλέντη. Το ανάκτορο χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία του Άγγλου Αρμοστή. Το ανάκτορο στο παρελθόν στέγασε την Ιόνιο Γερουσία και το τάγμα των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου, απ’ όπου πήρε και το όνομά του. Μετά την ένωση των Επτανήσων χρησιμοποιήθηκε για μισό αιώνα και ως θερινή κατοικία της πρώην βασιλικής οικογένειας. Από το 1913 ως το 1993 στέγασε το μουσείο Σινοϊαπωνικής τέχνης. Σήμερα στεγάζει το Mουσείο Ασιατικής τέχνης, τη Δημοτική Βιβλιοθήκη και φιλοξενεί διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις και περιοδικές εκθέσεις.
Αχίλλειο
Είναι μία από τις πιο γνωστές βασιλικές επαύλεις της Ευρώπης και ίσως το πιο σημαντικό αρχιτεκτονικό αξιοθέατο της Κέρκυρας, που βρίσκεται στον οικισμό Γαστούρι, 10 χλμ. από την πόλη της Κέρκυρας. Η έπαυλη σχεδιάστηκε από τους Ιταλούς αρχιτέκτονες Ραφαέλε Καρίττο (Raffaele Caritto) και Αντόνιο Λάνντι (Antonio Landi) με επόπτη τον πρόξενο της Αυστρίας στην Κέρκυρα Αlexander Warssderg στην αρχή και, μετά τον θάνατό του, τον βαρόνο Von Bucowitz, σε πομπηινό ρυθμό και χτίστηκε το 1890 με δαπάνη της αυτοκράτειρας Ελισάβετ της Αυστρίας, που λόγω της ευαίσθητης υγείας της ζήτησε την οικοδόμησή της. Την έπαυλη την αφιέρωσε στον Αχιλλέα, απ’ όπου και το όνομα της, τον περίβολο της οποίας πλούτισε με αγάλματα από την αρχαία ελληνική μυθολογία. Από αυτά τα πιο γνωστά έργα είναι οι «Επτά Μούσες» και ο Αχιλλέας Θνήσκων του Χέρτερ. Στο εσωτερικό του φέρει τοιχογραφίες και διακοσμήσεις σημαντικών καλλιτεχνών της εποχής της ανέγερσής του. Η Ελισάβετ δολοφονήθηκε το 1898. Το 1904 ή 1907 ο αυτοκράτορας («Κάιζερ») της Γερμανίας Γουλιέλμος Β' αγόρασε το Αχίλλειο, όπου και διέμενε όταν επισκεπτόταν την Κέρκυρα. Τοποθέτησε ένα κολοσσιαίο άγαλμα του Αχιλλέα με την επιγραφή «Στον μέγιστο των Ελλήνων από τον μέγιστο των Γερμανών». Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, η ιδιοκτησία της έπαυλης πέρασε στο ελληνικό δημόσιο οπότε και ερημώθηκε, μέχρι που το 1962 αποφασίστηκε η εκχώρησή της σε δυτικογερμανική τότε εταιρεία για να λειτουργήσει ως καζίνο, μετά από προτροπή του Βασιλέως Παύλου, για να γίνει εφάμιλλο του Μονακό, με ό,τι θα σήμαινε αυτό για την παράλληλη ανάπτυξη της Κέρκυρας. Τελικά το καζίνο λειτούργησε με κάποιες μικροδιακοπές ως το 1981, όταν οι τότε πολιτικές εξάρσεις το εξανάγκασαν να κλείσει. Λειτούργησε και πάλι, υπό τη διεύθυνση του ΕΟΤ, το 1984. Το Αχίλλειο μπορεί να επισκεφτεί κανείς ορισμένες ώρες της ημέρας.
Μον Ρεπό
Το κτήμα Μον Ρεπό, που έχει έκταση 258 στρέμματα, καταλαμβάνει το μεγαλύτερο τμήμα του λόφου της Ανάληψης όπου βρίσκονταν η Παλαιόπολη, η αρχαία δηλαδή πόλη της Κέρκυρας. Απέχει 3 χλμ. από το ιστορικό κέντρο και το συναντάμε σε μια από τις ωραιότερες τοποθεσίες του νησιού. Στο κέντρο σχεδόν του κτήματος βρίσκεται το επιβλητικό παλάτι που έκτισε το 1824 ο Άγγλος Αρμοστής Frederic Adam, για θερινή κατοικία του. Πρόκειται για μεγαλοπρεπές ανάκτορο αποικιακού τύπου, που στη διάρκεια της Αγγλοκρατίας ήταν η θερινή κατοικία του εκάστοτε αρμοστή. Μετά την ένωση των Ιόνιων νησιών με την Ελλάδα, το Μον Ρεπό παραχωρήθηκε από το δήμο στο βασιλιά Γεώργιο Α' με σκοπό να είναι η θερινή κατοικία της βασιλικής οικογένειας. Εδώ, το 1921 γεννήθηκε και ο Δούκας του Εδιμβούργου Φίλιππος Μαουνμπάτεν, σύζυγος της βασίλισσας Ελισάβετ Β'. Μετά την κατάργηση της μοναρχίας, το κτήμα του Μον Ρεπό πέρασε στην ιδιοκτησία του δήμου Κερκυραίων και σήμερα λειτουργεί ως μουσείο. Στο κτήμα του Μον Ρεπό, εκτός από το παλάτι, βρίσκονται και τα ερείπια σημαντικών αρχαιοτήτων. Η περιοχή αυτή, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα αποτελούσε το κέντρο της Παλαιόπολης. Η αρχαία πόλη εκτεινόταν από την περιοχή του Ανεμόμυλου ως το Κανόνι και περιλάμβανε δύο λιμάνια. Το λιμάνι του Αλκίνοου και το Υλλαϊκό λιμάνι. Οι σημαντικότερες αρχαιότητες της Παλαιόπολης που μπορεί να δει ο επισκέπτης είναι: τα ερείπια της πεντάκλιτης βασιλικής της Αγίας Κέρκυρας, που χρονολογούνται από τις αρχές του 5ου αιώνα και λέγεται ότι οικοδομήθηκε πάνω στα θεμέλια του ρωμαϊκού ωδείου. Στην είσοδο σώζονται οι δυο ραβδωτές κολώνες Κορινθιακού ρυθμού. Παρ’ όλες τις καταστροφές που υπέστη ο ναός στο ρου της ιστορίας, σώζονται αρκετά μέρη του και κυρίως πολλά γλυπτά και τα ψηφιδωτά δάπεδα. Στην περιοχή της Παλαιόπολης βρίσκεται και ο καλύτερα σωζόμενος αρχαίος ναός της Κέρκυρας. Είναι ένας μικρός δωρικός ναός που χρονολογείται από τον 6ο π.Χ. και αποτελείται από 11 μονόλιθους κίονες. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, ο ναός αυτός ήταν αφιερωμένος στον Ποσειδώνα. Οι αρχαιολόγοι όμως, πιστεύουν ότι ήταν αφιερωμένος στον Ασκληπιό ή στον Απόλλωνα. Ο μεγαλύτερος ναός της αρχαίας Κέρκυρας, όπως φαίνεται από τα ερείπιά του ήταν αυτός της Ήρας που βρίσκεται στα δεξιά του ανακτόρου. Δυστυχώς όμως έχει υποστεί μεγάλες φθορές.
Νέα Ανάκτορα (Προεδρικό Μέγαρο)
Το σημερινό Προεδρικό Μέγαρο είναι ένα τριώροφο νεοκλασικό κτίριο με λιτή και αυστηρή συμμετρική πρόσοψη που ακολουθεί τους νόμους της συμμετρίας, άρχισε να χτίζεται το 1891 με σχέδια του αρχιτέκτονα Ερνστ Τσίλλερ (1837-1923) ως ιδιαίτερο ανάκτορο του διαδόχου (τότε) Κωνσταντίνου, με δωρεά του Ελληνικού Δημοσίου. Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν το 1897. Στο δεύτερο όροφο μία σειρά από διπλά παράθυρα αφήνουν ενδιάμεσα κενά όπου διακρίνονται ανάγλυφα εραλδικά σύμβολα, παραστάσεις των τεσσάρων εποχών, τα μονογράμματα Κ και Σ [Κωνσταντίνος και Σοφία (Χόεντζολερν)], καθώς και πρόσωπα της ελληνικής μυθολογίας. Στη στέψη του κτιρίου ο Τσίλλερ είχε τοποθετήσει αγάλματα. Στο αρχικό κτίριο προστέθηκαν το 1909 η αίθουσα χορού (μονώροφη επέκταση προς βορρά του κυρίως κτιρίου, σημερινής αίθουσας διαπιστευτηρίων) και στις αρχές του 1960 η πίσω πτέρυγα (σημερινή αίθουσα δεξιώσεων). Μετά τη μεταπολίτευση του 1974, το κτίριο χρησιμοποιείται πλέον ως Προεδρικό Μέγαρο και ως κατοικία των εκάστοτε Προέδρων. Η συνολική έκταση που καταλαμβάνει το Προεδρικό Μέγαρο ανέρχεται σε 27 στρέμματα ενώ το μεγαλύτερο μέρος καταλαμβάνει ο πανέμορφος κήπος. 140 διαφορετικά είδη και ποικιλίες καλλωπιστικών δένδρων, θάμνων, αναρριχώμενων φυτών στολίζουν τον κήπο με μερικά από τα φυτά αυτά να είναι σπάνια, ενώ πολλά από τα δέντρα (π.χ. αριές και κυπαρίσσια) ξεπερνούν έναν αιώνα ζωής. Τον κήπο στολίζουν όμορφα γλυπτά όπως αίγαγροι, κούροι, γυναικείες μορφές και ένας λαϊκός οργανοπαίκτης που παίζει τσαμπούνα. Η έκταση βρίσκεται στην καρδιά της Αθήνας και περικυκλώνεται από τις πολύβουες αρτηρίες που σχεδόν πάντα είναι φορτωμένες με αυτοκίνητα, μηχανάκια, ταξί, λεωφορεία.
Παλαιά Ανάκτορα
Πρόκειται για νεοκλασικό κτήριο, σχεδιασμένο από τον Βαυαρό αρχιτέκτονα της Βασιλικής Αυλής της Βαυαρίας Φρειδερίκο φον Γκέρτνερ (Gärtner) και βρίσκεται στην Πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα. Χρησιμοποιήθηκε ως ανάκτορα από τον Όθωνα και στη συνέχεια από τον Γεώργιο Α' μέχρι το 1910, όπου εγκαταστάθηκε σε νεότερα, στην οδό Ηρώδου του Αττικού, γι’ αυτό και η ονομασία τους Παλαιά Ανάκτορα. Στη δυτική πλευρά του κτιρίου διαμορφώθηκε ο χώρος σε Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, ενώ οι εξωτερικοί χώροι τόσο της ανατολικής όσο και της νότιας πλευράς από την αρχή διαμορφώθηκαν σε μεγάλο ενιαίο εθνικό κήπο, που υπάρχει μέχρι και σήμερα. Το κτίριο κατασκευάστηκε στο διάστημα 1836-1847, για να γίνει ανάκτορο του Όθωνα, μετά την μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους από το Ναύπλιο στην Αθήνα το 1834. Τα Παλαιά Ανάκτορα σταμάτησαν να χρησιμοποιούνται ως ανάκτορα και παράλληλα επίσημη κατοικία της βασιλικής οικογένειας το 1910, αφού είχε υποστεί και αρκετές ζημιές από δυο πυρκαγιές, το 1884 και το 1909. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1922, χρησιμοποιήθηκε σαν κέντρο υποδοχής και περίθαλψης των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής. Το 1929 έγινε έδρα του Ελληνικού Κοινοβουλίου, που προηγουμένως στεγαζόταν στο Βουλευτήριο της οδού Σταδίου (σήμερα γνωστό σαν Παλιά Βουλή), και της Γερουσίας. Η μετατροπή του κτιρίου σε Κοινοβούλιο έγινε από τον αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή. Στις 25 Μαρτίου 1932 έγιναν και τα αποκαλυπτήρια του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη, που άρχισε να κατασκευάζεται το 1929. Σήμερα είναι έδρα του ελληνικού κοινοβουλίου, της Βουλής των Ελλήνων. Στεγάζει την αίθουσα του Κοινοβουλίου, της Γερουσίας και των Επιτροπών, τα Γραφεία του Προέδρου της Βουλής και των Αντιπροέδρων, μέρος του Αρχείου της Βουλής, γραφεία των κοινοβουλευτικών ομάδων των κομμάτων, το τηλεοπτικό κανάλι της Βουλής των Ελλήνων, καθώς και διοικητικές υπηρεσίες.
Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου
Είναι κτίσμα του 14ου αιώνα που κατασκευάστηκε από τους Ιωαννίτες ιππότες ,οι οποίοι κατείχαν τη Ρόδο από το 1309 έως το 1522, στη θέση παλαιότερης βυζαντινής ακρόπολης του 7ου μ.Χ αιώνα. Το παλάτι εκτός από διοικητικό κέντρο των Ιπποτών και κατοικία του Μεγάλου Μαγίστρου ήταν επίσης έδρα της άρχουσας κοινωνικής και πνευματικής τάξης της Ρόδου. Όταν κατέλαβαν το νησί οι Οθωμανοί χρησιμοποίησαν το μισοκατεστραμμένο από την πολιορκία παλάτι ως φυλακές ενώ το τελειωτικό χτύπημα δόθηκε το 1856 όταν μετά από έκρηξη πυρομαχικών που φυλάσσονταν στα υπόγειά του το μεγαλύτερο μέρος του καταστράφηκε.
Τατόι
Βρίσκεται 15 χλμ. βόρεια της Αθήνας. Στο κτήμα βρίσκεται το θερινό ανάκτορο της πρώην ελληνικής βασιλικής οικογένειας. Το 1898, μετά την παραχώρηση στον Βασιλέα από τη Βουλή ως ιδιωτική περιουσία του, το Τατόι απέκτησε τη μέγιστη έκτασή του: 47.427 στρέμματα. Παράλληλα προχωράει δραστήρια η οργάνωση της διαχείρισής του και η ανάπτυξη της υποδομής του. Στα έργα αυτά προΐσταται ο Λουδοβίκος Μύντερ (1873-1892), Δανός δασολόγος και φιλέλληνας, καθώς και, στη συνέχεια, ο διάδοχός του στη διεύθυνση του κτήματος Ότο Βάισμαν (1893-1914). Πρώτα από όλα, όμως, το Τατόι είναι το προσωπικό δημιούργημα του Γεωργίου Α', που το σχεδίασε ως ένα κτήμα αναψυχής όπου τον κυρίαρχο λόγο θα έχει το δάσος και δευτερεύοντα τα οικοδομήματα. Το 1884, άρχισε να οικοδομείται από τον αρχιτέκτονα Σάββα Μπούκη το κυρίως ανάκτορο, μιμούμενο μια έπαυλη του συγκροτήματος των ανακτόρων του Πέτερχοφ, στην Αγία Πετρούπολη, που ανήκε στον τσάρο Αλέξανδρο Β', θείο της βασίλισσας Όλγας. Πρωτοκατοικήθηκε από τον Γεώργιο το 1889, αμέσως μετά το γάμο του Διαδόχου Κωνσταντίνου, στον οποίον αφέθηκε η χρήση του παλιού σπιτιού. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα το Τατόι έχει αποκτήσει δύο ναούς, ένα υπασπιστήριο, δυο τρεις οικίες για αυλικούς υπηρεσίας, ένα τηλεγραφείο, την κατοικία του διευθυντή, τρία συγκροτήματα εργατόσπιτων, ένα οινοποιείο, ένα βουτυροκομείο, τρεις στάβλους, αποθήκες, εργαστήρια και καταλύματα για τη Φρουρά. Ο παλιός ανεμόμυλος μετετράπη σε πύργο, μέσα στον οποίο διαρρυθμίστηκε ένα αρχαιολογικό μουσείο με τα ευρήματα των μικροανασκαφών στην περιοχή. Η μεγάλη πυρκαγιά του 1916 σηματοδοτεί το τέλος της χρυσής εποχής. Καίγεται το μεγαλύτερο μέρος του δάσους, τα ελάφια που ο Γεώργιος είχε εισαγάγει από την Ουγγαρία, οι ανακτορικοί στάβλοι, ο ναός του Προφήτη Ηλία, το μουσείο, το παλιό ανάκτορο. Το καλοκαίρι του 1945 το κτήμα καίγεται ξανά. Το 1946, το Τατόι ξεκινάει και πάλι από το σημείο μηδέν. Από το τέλος του 1948 εγκαθίσταται στην έπαυλη μόνιμα η βασιλική οικογένεια, που θα την κατοικήσει αδιάλειπτα ως στις 13 Δεκεμβρίου 1967. Ως χώρος αυστηρά ιδιωτικός, το Τατόι κατάφερε σε γενικές γραμμές να παραμείνει έξω από τη μεγάλη Ιστορία. Όμως, προσωπικότητες στην εποχή τους, όπως ο τσάρος Νικόλαος Β' της Ρωσίας, η Ελισάβετ της Αυστροουγγαρίας, οι βασιλείς του Ηνωμένου Βασιλείου Εδουάρδος Ζ' και Αλεξάνδρα, τα τελευταία χρόνια η βασίλισσα Ελισάβετ Β' του Ηνωμένου Βασιλείου, η Τζάκυ Κέννεντυ και άλλοι το επισκέφθηκαν ή φιλοξενήθηκαν σ’ αυτό. Τον Μάρτιο του 2003, το Τατόι περιήλθε στην κυριότητα του κράτους και τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους κηρύχθηκε διατηρητέο από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων, ύστερα από εισήγηση της Ελληνικής Εταιρείας για την Προστασία του Περιβάλλοντος και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Τον Ιούνιο του 2007 η ελληνική κυβέρνηση δήλωσε ότι σκοπεύει να μετατρέψει το κτήμα σε μουσείο.
Κάτω από το κάστρο του μυστρά, στο πλάτωμα της Άνω Πόλης, σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση τα εντυπωσιακά παλάτια των Κατακουζηνών και των Παλαιολόγων, των δυο οικογενειών ποι διοικούσαν τον Μυστρά ως δεσπότες. Τα ογκώδη κτίρια, χαρακτηριστικά δείγματα μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής, έχουν δύο πτέρυγες και είναι χτιρμένα κάθετα το ένα από το άλλο σε σχήμα ορθής γωνίας.
Το πρώτο κτίριο της ΒΔ πτέρυγας ανήκει στην πρώτη περίοδο (1250-1350), με οξυκόρυφα γοτθικά παράθυρα και με ένα μικρό (αναστηλωμένο) εξώστη, επηρεασμένο από τη δυτική αρχιτεκτονική. Αποκαλείται Ανάκτορο των Κατακουζηνών, που κάποια τμήματά του πρέπει να χτίστηκαν από τους πρώτους Φράγκους κυρίαρχους του Μυστρά. Πίσω από αυτό υπάρχει ένα συνεχόμενο κτίριο που ανήκει στη δεύτερη περίοδο (1350-1400) και πρόκειται για το πιο σημαντικό διώροφο κτίριο του Μυστρά που χρησίμευε ως κατοικία των δεσποτών.
Κάθετο στο κτιριακό αυτό συγκρότημα υπάρχει ένα άλλο κτίριο που ανήκει στην τρίτη περίοδο (1400-1460) και είναι το παλάτι των Παλαιολόγων. Χτισμένο σε ενιαίο σχέδιο, είναι το τελευταίο κτίριο των παλατιών και καταλαμβάνει όλη τη νότια πτέρυγα. Είναι ένα μεγάλο ορθογώνιο παραλληλόγραμμο οικοδόμημα, μήκους 38 μ. και πλάτους 12 μ., με ημιυπόγειο, δύο ορόφους και διώροφη στοά μπροστά. Η πρόσοψή του μοιάζει με το παλάτι του Πορφυρογέννητου στην Κωνσταντινούπολη και με τα ανάκτορα της πρώιμης Αναγέννησης στην Ιταλία. Στα 8 διαμερίσματα του πρώτου ορόφου ήταν εγκαταστημένοι οι σωματοφύλακες και οι κρατικές υπηρεσίες. Όλος ο δεύτερος όροφος αποτελούσε μια μεγαλοπρεπή αίθουσα του θρόνου, τον χρυσοτρίκλινο των Βυζαντινών. Στην ανατολική πλευρά του έχει μια σειρά από 8 μεγάλα γοτθικά παράθυρα και μια δεύτερη από 6 κυκλικά ανοίγματα (φεγγίτες). Η αίθουσα αυτή θερμαινόταν με τζάκια που οι καμινάδες τους περνούσαν μέσα από τον δυτικό τοίχο. Το παλάτι αυτό πυρπολήθηκε το 1464 κατά την επιδρομή του Μαλατέστα.
Το Μινωικό ανάκτορο της Κνωσού βρίσκεται 5 χλμ. ΝΑ του Ηρακλείου και καλύπτει μια έκταση περίπου 15 τ. χλμ. Η Κνωσός είναι το πρώτο σημαντικό Μινωικό παλάτι της Κρήτης, χτισμένο στο λόφο Κεφαλά. Η περιοχή επιλέχτηκε για τη στρατηγική της θέση και για τα φυσικά της πλεονεκτήματα. Πρόκειται για το πιο σημαντικό δείγμα Μινωικού πολιτισμού, που έζησε την ακμή του από το 1700 π.Χ. έως το 1450 π.Χ. Εκεί, σύμφωνα με την παράδοση, έζησε ο βασιλιάς Μίνωας. Σπουδαίοι μύθοι συνδέονται με το ανάκτορο της Κνωσού, όπως ο Λαβύρινθος του Μινώταυρου και η ιστορία του Δαίδαλου και του Ίκαρου. Η Κνωσός κατοικείτο από τα νεολιθικά χρόνια έως περίπου το 1350 π.Χ., όπου και καταστράφηκε οριστικά. Το πρώτο παλάτι χτίστηκε το 2000 π.Χ., αλλά ένας μεγάλος σεισμός στα τέλη του 1600 π.Χ. προκάλεσε την ολική του καταστροφή. Οι μινωίτες το έχτισαν και πάλι κάπου μεταξύ 1600-1550 π.Χ. και παράλληλα χτίστηκαν και άλλα κτίρια. Όμως, ένας νέος σεισμός που πιθανόν προκλήθηκε από την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, κατέστρεψε το παλάτι και πάλι το 1500 π.Χ. Αποκαταστάθηκε πάλι και χρησιμοποιήθηκε από τους Αχαιούς περίπου το 1450-1400 π.Χ. Το 1300 π.Χ. περίπου το παλάτι καταστράφηκε, αυτή τη φορά από πυρκαγιά που άρχισε από τις αποθήκες εμπορευμάτων. Μετά από αυτό, το παλάτι δεν αποκαταστάθηκε ξανά και έπαψε να κατοικείται, μέχρι που το ανακάλυψε το 1900 μ.Χ. ο Άρθουρ Έβανς. Οι επισκέπτες μπορούν να θαυμάσουν τα βασιλικά δωμάτια και την αίθουσα του θρόνου.
Έχετε χρησιμοποιήσει φωτογραφίες από το Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου στη Ρόδο και το τοποθετείτε στην Κέρκυρα... καλό θα ήταν να διασταυρώνετε τις πληροφορίες σας... μια επίσκεψη επίσης θα βοηθούσε στον διαφωτισμό σας...
ΑπάντησηΔιαγραφή