16 Ιαν 2012

Βιβλικές τοποθεσίες στην Ελλάδα - Α'

Όπως αναφέρει η Καινή Διαθήκη, ο απόστολος Παύλος έκανε ταξίδια σε διάφορες πόλεις και τοποθεσίες σε αρκετά μέρη της Μέσης Ανατολής. Μερικές από αυτές βρίσκονται και στην Ελλάδα. Κάποιες είναι γνωστές σε όλο τον κόσμο, ενώ άλλες είναι λιγότερο γνωστές. Εμείς τις συγκεντρώσαμε και τις αναφέρουμε αλφαβητικά, μαζί με ιστορικά στοιχεία και τη σημερινή τους κατάσταση (Πηγή το site: Jesus loves You).

Αθήνα
Η Αθήνα βρίσκεται στο νότιο μέρος ενός λεκανοπεδίου που περιβάλλεται βόρεια από την Πάρνηθα (1.413 μ.), ΒΑ από την Πεντέλη ή Βριλησσό (1.109 μ.), ανατολικά και ΝΑ από τον Υμηττό ή Τρελλοβούνι (1.026 μ.) και δυτικά και ΝΔ από το όρος Αιγάλεω (468 μ.) που συνεχίζει και καταλήγει στο ακρωτήριο Πέραμα. Το λεκανοπέδιο της Αθήνας χωρίζεται σε ανατολικό και δυτικό με μια χαμηλή βουνοσειρά που αποτελείται από τα Τουρκοβούνια ή βουνά του Αγχεσμού (338 μ.), το Λυκαβηττό (277 μ.) και τους λόφους της Ακρόπολης (156 μ.), του Αρείου Πάγου (115 μ.), των Νυμφών (104 μ.) και του Φιλοπάππου (147 μ.). Μέσα στο λεκανοπέδιο υπάρχουν αρκετοί μικροί λόφοι.
Η ιστορία της Αθήνας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία της Ακρόπολης. Η περιοχή γύρω από την Ακρόπολη κατοικείτο ήδη από τη νεολιθική εποχή, το 3000 π.Χ. Στη διάρκεια της Μυκηναϊκής εποχής η Ακρόπολη ήταν η έδρα του βασιλιά και αργότερα, με την κατάργηση της βασιλείας τον 7ο αιώνα π.Χ., ο χώρος βαθμιαία μετατράπηκε σε τόπο λατρείας κι έγινε «κατοικία» των θεών. Στους Πελασγούς ανήκουν τα λεγόμενα Πελασγικά ή Κυκλώπεια τείχη της Ακρόπολης. Στη μέση της 2ης χιλιετίας εγκαταστάθηκαν στην Αττική οι Ίωνες. Με την εγκατάστασή τους, η Αττική μοιράστηκε σε επιμέρους ανεξάρτητους οικισμούς, που σε περίπτωση κινδύνου ενώνονταν για την αντιμετώπιση του κινδύνου. Ο πρώτος μυθικός βασιλιάς ήταν ο Κέκροπας, διάδοχοι του οποίου ήταν ο Πανδίων, ο Ερεχθεύς, ο Αιγεύς και ο Θησέας. Το 12ο π.Χ. αιώνα έχουμε την κάθοδο των Δωριέων, που εισέβαλαν στην Αττική και τους οποίους οι Αθηναίοι κατάφεραν να τους αποκρούσουν. Τον 7ο αιώνα π.Χ. η εξουσία περνάει στους αριστοκράτες και ο βασιλιάς διατήρησε μόνο την διεύθυνση των επίσημων θυσιών. Η μετάβαση από τη βασιλεία στην Αριστοκρατία δημιούργησε αναταραχές στην Αθήνα και το 594 π.Χ. ο Σόλων με το νομοθετικό του έργο οργάνωσε την Αθήνα με βάση το εισόδημα των πολιτών. Οι κοινωνικές αναταραχές όμως συνεχίστηκαν και το πολίτευμα στην Αθήνα γίνεται Τυραννία. Στην εξουσία ανέβηκε ο Πεισίστρατος, που θα πρέπει να θεωρηθεί μάλλον ως ένας αγαπητός κυβερνήτης λόγω του σπουδαίου έργου που επιτέλεσε. Στα χρόνια της διακυβέρνησής του η πόλη της Αθήνας αναπτύχθηκε, πράγμα που δεν έγινε με τους μεταγενέστερους Πεισιστρατίδες. Οι Πεισιστρατίδες προκάλεσαν την αγανάκτηση των Αθηναίων που ξεσηκώθηκαν και σκότωσαν τον Ίππαρχο και έδιωξαν το Ιππία. Το 508 π.Χ. ανέβηκε στην εξουσία ο Κλεισθένης που θεμελίωσε την αθηναϊκή δημοκρατία. Ακολουθεί ο 5ος αιώνας με τις εκστρατείες των Περσών εναντίον των Ελλήνων. Το 490 π.Χ. οι Αθηναίοι νικούν τους Πέρσες στον Μαραθώνα με αρχηγό τον Μιλτιάδη και το 480 π.Χ. με αρχηγό τον Θεμιστοκλή στη ναυμαχία της Σαλαμίνας καταφέρνουν άλλη μια νίκη κατά των Περσών. Συνεχιστής του Θεμιστοκλή ήταν ο Κίμων, που με τις νίκες του στον Ευρυμέδοντα, στη Θάσο, στον Ελλήσποντο και αλλού έδιωξε τελείως τους Πέρσες από τη Μεσόγειο. Στην περίοδο 479-431 π.Χ., που θα ακολούθησε μετά το τέλος των περσικών πολέμων, έχουμε τη «χρυσή εποχή» της Αθήνας με ηγέτη τον Περικλή. Η Σπάρτη, που αρχίζει να αναδεικνύεται σε μεγάλη δύναμη και σε εχθρό της Αθήνας, θα σημαδέψει την ιστορία της πόλης. Το 431 π.Χ. ξεσπάει ο εμφύλιος πόλεμος που καταλήγει το 404 π.Χ. σε συνθηκολόγηση της Αθήνας με τη Σπάρτη. Ακολουθούν οι τραγικοί 8 μήνες των «τριάντα τυράννων» που λήγει το 403 π.Χ. με την επαναφορά του δημοκρατικού πολιτεύματος. Στα τέλη του 5ου αιώνα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Ι. Τραυλού, οι κάτοικοι της Αθήνας είναι περίπου 36.0000, τα ιδιωτικά σπίτια γύρω στα 6.000 και η περιτειχισμένη έκταση της πόλης 2,15 τετρ. χιλιόμετρα. Τον 4ο αιώνα είναι η εποχή που εμφανίζονται οι μεγάλοι ρήτορες, φιλόσοφοι, πολιτικοί και στρατηγοί όπως ο Πλάτωνας, ο Ξενοφών, ο Πραξιτέλης, ο Δημοσθένης, ο Λυκούργος και ο Αριστοτέλης. Στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα εμφανίζεται στο προσκήνιο η Μακεδονία με το μεγάλο της ηγέτη τον Φίλιππο τον Β', που θέλει να συνενώσει σε ενιαία δύναμη όλες τις ελληνικές πόλεις-κράτη. Οι Αθηναίοι μη συνειδητοποιώντας την άσχημη κατάσταση αντιδρούν πεισματικά με κατάληξη τη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. και την ήττα των Αθηναίων. Στη περίοδο των διαδόχων του μεγάλου Αλεξάνδρου η Αθήνα πότε χάνει και πότε κερδίζει την ανεξαρτησία της. Αργότερα οι Ρωμαίοι διαλύουν το μακεδονικό κράτος και καταλαμβάνουν την Αθήνα το 146 π.Χ. Μεγάλη καταστροφή επέφερε στην πόλη ο Ρωμαίος Σύλλας το 86 π.Χ. Η πόλη της Αθήνας δεν ήταν η πόλη της εποχής του Περικλή, αλλά εξακολουθούσε να είναι το κέντρο των τεχνών και της επιστήμης.
Η Αθήνα αναφέρεται στη Καινή Διαθήκη με αφορμή την επίσκεψη του απ. Παύλου. Ο Παύλος φεύγει από τη Βέροια, μετά τα επεισόδια που προξένησαν οι Ιουδαίοι της Θεσσαλονίκης, με τη συνοδεία Βεροιαίων για την Αθήνα. Ακολούθησε τη θαλάσσια οδό και μετά από ένα ταξίδι 4-5 ημερών φθάνει στην Αθήνα. Δύο ήταν τα λιμάνια στα οποία ο απ. Παύλος θα μπορούσε να είχε καταπλεύσει. Το ένα ήταν το λιμάνι του Πειραιά και το άλλο του Φαλήρου. Κατά πάσα πιθανότητα ο απ. Παύλος αποβιβάστηκε στο λιμάνι του Φαλήρου το οποίο ήταν το πρώτο που συναντούσε και ήταν δύο χιλιόμετρα πιο κοντά στην Αθήνα. Το λιμάνι του Πειραιά εκείνη την εποχή ήταν περισσότερο στρατιωτικό λιμάνι ενώ στο λιμάνι του Φαλήρου αγκυροβολούσαν κυρίως τα επιβατικά και εμπορικά πλοία. Η αποβάθρα του λιμανιού βρισκόταν στο σημείο που είναι σήμερα το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου στη λεωφόρο Ποσειδώνος στο Παλαιό Φάληρο, κοντά στο τέρμα της λεωφόρου Συγγρού. Η Αθήνα την εποχή που την επισκέπτεται ο Παύλος δεν είχε την αίγλη του 5ου και 4ου αιώνα, αλλά εξακολουθούσε να ασκεί γοητεία σε όλο τον κόσμο και να χαίρει του σεβασμού τους. Η πόλη της φιλοσοφίας, της τέχνης, της δημοκρατίας και η πόλη των θεών έκανε ιδιαίτερη εντύπωση και στον Παύλο. Ήταν η πόλη όπου έβλεπες περισσότερα αγάλματα θεών παρά ανθρώπους. Σε έναν Εβραίο μονοθεϊστή, όπως ο Παύλος, αυτό δημιουργούσε αναστάτωση και όπως διαβάζουμε στις Πράξεις «παρωξύνετο το πνεύμα αυτού εν αυτώ θεωρούντος κατείδωλον ούσαν την πόλιν» (Πράξ. 17:16). Ένα βωμός θα τραβήξει ιδιαίτερα την προσοχή του. Είναι ο βωμός «εν ω επεγέγραπτο ΑΓΝΩΣΤΩ ΘΕΩ» και τον οποίο θα χρησιμοποιήσει αργότερα στην ομιλία του στον Άρειο Πάγο για να τους μιλήσει για τον αληθινό Θεό. Έχουμε πολλές μαρτυρίες για την ύπαρξη βωμού αφιερωμένου σε άγνωστους θεούς σε διάφορες πόλεις όπως στην Ολυμπία (Παυσανία Περιήγηση 5,14, 8) και στην Πέργαμο. Στην Πέργαμο βρέθηκε μια αναθηματική επιγραφή η οποία σύμφωνα με την αποκατάσταση έχει ως εξής: Θεοίς αγ[νώστοις] Καπίτ[ων] Δαδούχ[ος]. Ο Φιλόστρατος αναφέρει ότι ο Απολλώνιος ο Τυανεύς επαινεί τους Αθηναίους για την τιμή που αποδίδουν στους αγνώστους θεούς: «σωφρονέστερον γαρ το περί πάντων θεών λέγειν και ταύτα Αθήνησιν, ου και αγνώστων δαιμόνων βωμοί ίδρυνται»(Φιλόστρατος, Βίος Απολλωνίου, 6,3). Ο Ιερώνυμος αναφέρει μια περιγραφή που υπήρχε στο δρόμο προς το Φάληρο, δρόμο από τον οποίο πέρασε ο Παύλος, που ήταν αφιερωμένη «Στους θεούς της Ασίας και της Ευρώπης και της Αφρικής, στους αγνώστους και ξένους Θεούς» (diis Asiae et Europae et Africae, diis ignotis et peregrines, In Tit. 1,12). Επίσης ο Παυσανίας είδε μετά το Φάληρο βωμούς «θεών τε ονομαζομένων αγνώστων και ηρώων και παίδων των Θησέως και Φαλήρου» (Παυσανία Περιήγηση 1,1,4). Έχει υποστηριχτεί η άποψη (Γ.Α. Γαλίτης) ότι τέτοιος βωμός πρέπει να υπήρχε στο μέσον της διαδρομής από το Φάληρο στην Αθήνα, στη σημερινή εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων, όπου υπήρχε πηγάδι στο οποίο σταματούσαν οι οδοιπόροι για να ξεκουραστούν. Στο τόπο εκείνο υπήρχαν «σεβάσματα», ιερό και βωμοί, η δε σημερινή εκκλησία είναι πιθανόν κτισμένη στη θέση αρχαίου ναού. Ο Παύλος κατά τη συνήθειά του επισκέφτηκε τη συναγωγή, όπου «διελέγετο» με τους Ιουδαίους, αλλά και με τους προσήλυτους στην ιουδαϊκή πίστη. Επίσης ο Παύλος «διελέγετο» και στην αγορά, που βρισκόταν βόρεια της Ακρόπολης και ήταν το κέντρο της αθηναϊκής ζωής και το μέρος συνάντησης των Αθηναίων, όπου κατά την προσφιλή τους συνήθεια συζητούσαν πάσης φύσεως θέμα. Οι επικούρειοι και οι στωικοί, το φιλοσοφικό κατεστημένο της εποχής, έδειξαν ιδιαίτερη περιέργεια «και τινές έλεγον, τι αν θέλει ο σπερμολόγος ούτος λέγειν, οι δε, ξένων δαιμονίων δοκεί καταγγελεύς είναι, ότι τον Ιησούν και την ανάστασιν ευηγγελίζετο» (Πράξ. 17!18). Το θέμα χρειαζόταν διερεύνηση γι’ αυτό και κάλεσαν τον Παύλο μπροστά στο συμβούλιο του Αρείου Πάγου για να τους εκθέσει όσα έλεγε.
Ο Άρειος Πάγος την εποχή εκείνη ήταν κυρίως αρμόδιο όργανο για να δικάζει και να αποφαίνεται για υποθέσεις που είχαν σχέση με τη θρησκεία, την ηθική, την εκπαίδευση και τα εγκλήματα αίματος. Για θέματα ανθρωποκτονιών συνεδρίαζε στο λόφο του Αρείου Πάγου δυτικά της Ακρόπολης, για τα περισσότερα θέματα όμως συνεδρίαζε στη Βασίλειο Στοά, στην αγορά. Στη Βασίλειο Στοά κατά πάσα πιθανότητα και όχι στον κατά την παράδοση, λόφο του Αρείου Πάγου, όπου και υπάρχει επιγραφή με το λόγο του, πήγε και ο Παύλος κι έδωσε την πολύ όμορφη ομιλία που βρίσκουμε στο 17ο κεφάλαιο των Πράξεων των Αποστόλων. Δεν πρέπει να θεωρήσουμε την έκκληση του Παύλου στον Άρειο Πάγο ως μια δίκη, αλλά μάλλον ως μια διερεύνηση των δοξασιών του από αρμόδιο, για τα θέματα αυτά, όργανο. Η έκκληση του Παύλου στον Άρειο Πάγο δεν έγινε για να δικαστεί, αλλά για να εκθέσει τα όσα έλεγε μπροστά σε ειδικούς. Άλλη άποψη υποστηρίζει ότι ο Παύλος έδωσε την ομιλία του στο λόφο του Αρείου Πάγου. Δεν είχε κάποια σχέση η επιλογή του τόπου με κάποια διαδικασία δίκης του, αλλά απλώς ήταν ένα ήσυχο μέρος μακριά από την οχλαγωγία της αγοράς για να ακούσουν όσα εκείνος είχε να πει. Όταν όμως άκουσαν τον Παύλο να μιλάει για ανάσταση νεκρών, άλλοι κορόιδευαν και άλλοι έλεγαν: «Θα μας τα πεις μια άλλη φορά». Υπήρχαν όμως κάποια πρόσωπα που πίστεψαν σε αυτά που έλεγε ο Παύλος, όπως ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και μια γυναίκα που λεγόταν Δάμαρις.
Ο λόγος του Παύλου στον Άρειο Πάγο είναι προσαρμοσμένος στο ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται. Χαρακτηριστικό γι’ αυτήν την άνεση του Παύλου να διαφοροποιεί τα σχήματα και τις μορφές μέσα από τις οποίες δίνει το μήνυμα του Ευαγγελίου είναι ότι δεν έχει καμία παραπομπή από την Παλαιά Διαθήκη, η οποία ήταν και άγνωστη, αλλά και μη αποδεκτή από το ακροατήριο. Παίρνοντας αφορμή από το βωμό στον «Άγνωστο Θεό» και παραπομπές από Έλληνες ποιητές προσπάθησε να μεταδώσει το μήνυμα. Άλλος κόσμος, άλλη κουλτούρα από την κουλτούρα μέσα στην οποία αναπτύχθηκε η εβραϊκή θρησκεία, αλλά αυτό δεν εμποδίζει καθόλου τον Παύλο στη μετάδοση του μηνύματος. Δε μπορούμε να μη θαυμάσουμε την ικανότητα του Παύλου να κινείται με άνεση σε διαφορετικές κουλτούρες, μια άνεση που απαιτείται από έναν άνθρωπο που θέλει να φέρει το μήνυμα σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Ο Παύλος στην ομιλία του χρησιμοποιεί φράσεις από δύο Έλληνες ποιητές. Ο πρώτος είναι Επιμενίδης (6ος αιώνας π.Χ.) και η φράση είναι «εν αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» (διασώζεται σε Συριακή μετάφραση Horae Semiticae x, ed. M. D. Gibson [Cambridge: Cambridge University, 1913], p. 40 (Syriac)) και ο δεύτερος ο Άρατος (314-240 π.Χ.) και η φράση «του γαρ και γένος εσμέν». (Φαινόμενα 5, δες επίσης Κλεάνθης Ύμνος στον Δία 4). Ο Παύλος στην ομιλία του αναφέρεται στον Θεό που δημιούργησε τον κόσμο, που συντηρεί τα πάντα και καταλήγει να μιλήσει για τον Θεό που θα κρίνει τα πάντα.
Η Αθήνα, πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους, είναι σήμερα η μεγαλύτερη πόλη της χώρας, με 3 εκατομμύρια νόμιμο πληθυσμό (απογραφή 2001). Έχει τα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής μεγαλούπολης με έντονο κυκλοφοριακό πρόβλημα. Σημαντικός είναι ο ρόλος που διαδραματίζει στα Βαλκάνια αλλά και στην ευρύτερη περιοχή, καθώς με το λιμάνι του Πειραιά είναι ο κόμβος ανάμεσα σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική. Είναι μια από τις πιο αξιόλογες πόλεις της Ευρώπης τουριστικού ενδιαφέροντος με σπουδαίους αρχαιολογικούς χώρους, μοναδικούς σε όλο τον κόσμο. Μια από τις πιο σημαντικές στιγμές της νεότερης ιστορίας της είναι η επιτυχημένη διοργάνωση των Ολυμπιακών και Παραολυμπιακών Αγώνων του 2004.

Αμφίπολη
Η αρχαία πόλη της Αμφίπολης ήταν κτισμένη αμφιθεατρικά πάνω σ’ ένα συγκρότημα λόφων στην αριστερή όχθη του Στρυμόνα, σε απόσταση 4,5 χλμ. από τη θάλασσα. Λόγω της θέσης της, των φόρων που εισέπραττε και της παραγωγής ναυπηγήσιμων ξύλων, ανέπτυξε αξιοζήλευτο επίπεδο πολιτισμού. Από την πόλη περνούσε η Εγνατία οδός και επίνειό της υπήρξε η Ηίονα. Η περιοχή της Αμφίπολης ανήκε στην επικράτεια του θρακικού φύλου των Ηδώνων, οι οποίοι αντέδρασαν στις επανειλημμένες προσπάθειες των Αθηναίων να την καταλάβουν. Τελικά, το 437 π.Χ., η πόλη κατελήφθη από τον Άνγωνα που απώθησε τους Ηδωνούς και έκτισε την καινούργια πόλη με το όνομα Αμφίπολις.
Το 424 π.Χ., η πόλη έρχεται στα χέρια των Λακεδαιμονίων όταν ο στρατηγός Βρασίδας με «ήπιες προτάσεις» καταφέρνει να την πάρει στα χέρια του. Οι Αθηναίοι κάνουν επανειλημμένες προσπάθειες να ξαναπάρουν την πόλη, αλλά δεν τα καταφέρνουν. Ο Φίλιππος Β' καταλαμβάνει την πόλη το 357 π.Χ. και για την πόλη αρχίζει μια λαμπρή περίοδος. Μετά τη μάχη της Πύδνας, το 168 π.Χ., ο Ρωμαίος Παύλος Αιμίλιος διαίρεσε τη Μακεδονία σε τέσσερις περιοχές, τις μερίδες, από τις οποίες πρωτεύουσα της πρώτης ήταν η Αμφίπολις (Στράβωνος 7,47), («ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΠΡΩΤΗΣ», όπως αναφέρεται σε νομίσματα που κόπηκαν στην Αμφίπολη την περίοδο 168-146 π.Χ.). Αυτό το διοικητικό σύστημα διατηρήθηκε έως το 146 π.Χ., όταν η Μακεδονία έγινε Ρωμαϊκή επαρχία. Τέσσερις παλαιοχριστιανικές βασιλικές που βρέθηκαν στην πόλη την αναδεικνύουν ως αξιόλογο χριστιανικό κέντρο στους πρώιμους βυζαντινούς αιώνες.
Η πόλη αναφέρεται στις Πράξεις, όταν ο Παύλος με συνοδεία τον Σίλα και τον Τιμόθεο «διοδεύσαντες δε την Αμφίπολιν και την Απολλωνίαν ήλθον εις Θεσσαλονίκην οπού ην συναγωγή των ιουδαίων» (Πράξ. 17:1). Ο πληθυσμός της πόλης στους χρόνους της Κ. Διαθήκης αποτελείτο από Ρωμαίους, Εβραίους, αλλά κυρίως Έλληνες. Η πόλη είχε υψηλό οικονομικό, πολιτιστικό, πνευματικό και θρησκευτικό επίπεδο. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι είναι πιθανό ο Παύλος να κήρυξε και να δημιούργησε την πρώτη χριστιανική Εκκλησία στην Απολλωνία, όπως και στην Αμφίπολη. Μερικά από τα επιχειρήματα τους είναι ότι ο συγγραφέας των Πράξεων κατά την συνήθεια του δεν αναφέρεται με λεπτομέρειες στις ιεραποστολικές περιοδείες του Παύλου αλλά αρκείται στην αναφορά κύριων, καθοριστικών για το σκοπό του βιβλίου γεγονότων αλλά και προσώπων. Η έκφραση «διοδεύσαντες δε την Αμφίπολιν και την Απολλωνίαν», σύμφωνα πάντα με τους υποστηριχτές αυτής της άποψης, πρέπει λακωνικά να υποδηλώνει σύντομη παραμονή στην πόλη και ευαγγελισμό των κατοίκων (Δες την χρήση του «διοδεύω» στην περικοπή Λουκάς 8:1, όπως και των αντίστοιχων ρημάτων «διέρχομαι» στις Πραξ. 8:4, 40, 9:32, 10:38, 11:19, 13:6, 14, 14:24, 18:23 και «διαπορευόμαι» στις Πράξ. 16:4). Ένα άλλο στοιχείο που υποστηρίζει την συγκεκριμένη άποψη είναι η αναφορά του απ. Παύλου σε πολλές εκκλησίες στην Μακεδονία, «Γνωρίζομεν δε υμίν, αδελφοί, την χάριν του Θεού την δεδομένην εν ταις εκκλησίαις της Μακεδονίας» (Β' Κορ. 8:1). Η απόσταση από τους Φιλίππους μέχρι την Αμφίπολη ήταν 48 χλμ. και ο Παύλος με τη συνοδεία του διανυκτέρευσε στην πόλη πριν συνεχίσουν την επόμενη μέρα για την Απολλωνία, η οποία απείχε από την Αμφίπολη 47 χιλιόμετρα. Η προφορική τοπική παράδοση στο χωριό Ροδολίβος αναφέρει τον τόπο που πέρασε ο Παύλος καθώς πήγαινε από τους Φιλίππους στην Αμφίπολη. Σύμφωνα μ’ αυτήν κήρυξε τον θείο λόγο και οι κάτοικοί του έραναν με ροδοπέταλα τον ερχομό του. Ο λόφος όπου μίλησε πήρε το όνομά του και καλείται μέχρι και σήμερα «Τουπόλο» από το «Του-Πάολο» (Πάολο = Παύλος στα λατινικά).
Το σύγχρονο χωριό, που βρίσκεται δίπλα στην αρχαία Αμφίπολη, ανήκει στον ευρύτερο δήμο Αμφίπολης (δημοτικά διαμερίσματα Αμφιπόλεως, Μεσολακκιάς, Παλαιοκώμης, Νέων Κερδυλίων) και απέχει 62 χλμ. ΝΑ από τις Σέρρες. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 ο πληθυσμός ανέρχεται στους 307 κατοίκους, οι οποίοι ασχολούνται κυρίως με γεωργικές εργασίες και συγκεκριμένα με την καλλιέργεια βαμβακιού, τεύτλων, τομάτας, και σταφυλιού. Στην είσοδο του χωριού υπάρχει το αρχαιολογικό μουσείο, ενώ στο πάνω μέρος του χωριού ο αρχαιολογικός χώρος της χριστιανικής Αμφίπολης.

Απολλωνία
Η Απολλωνία, αρχαία πόλη στη Μυγδοανία της Μακεδονίας, βρίσκεται ανάμεσα στην Αμφίπολη και τη Θεσσαλονίκη, κοντά στη λίμνη Βόλβη. Απέχει από την Αμφίπολη 30-31 χιλιάδες βήματα (κατά τη ρωμανική μέτρηση) και 37-38 χιλιάδες βήματα από τη Θεσσαλονίκη. Ιδρύθηκε το 432 π.Χ., όταν ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Α' προέτρεψε τους Χαλκιδείς των παραλίων να αποστατήσουν από τους Αθηναίους, υποδεικνύοντάς τους την Απολλωνία για να κατοικήσουν. Το όνομά της δόθηκε προς τιμή του θεού Απόλλωνα και γι’ αυτό την πόλη κοσμούσε επιβλητικός ναός του Απόλλωνα. Η περιοχή ήταν ιδιαίτερα σημαντική ιδίως από στρατιωτικής πλευράς, κάτι που επιβεβαιώνεται τόσο κατά τους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους, όσο και κατά την εποχή της τουρκοκρατίας. Άλλη ονομασία, που αποδόθηκε στην Απολλωνία στις αρχές του 20ου αιώνα, ήταν Παζαρούδα, εξαιτίας ενός παζαριού που γινόταν το καλοκαίρι από την εποχή της τουρκοκρατίας και το οποίο κρατούσε 15 ημέρες.
Ο Παύλος με τον Σίλα και τον Τιμόθεο πέρασαν από την πόλη κατευθυνόμενοι στη Θεσσαλονίκη μέσω της Εγνατίας οδού, «διοδεύσαντες δε την Αμφίπολιν και την Απολλωνίαν ήλθον εις Θεσσαλονίκην» (Πράξ. 17:1). Δεν έχουμε ξεκάθαρες πληροφορίες από την Κ. Διαθήκη για πιθανό κήρυγμα του αποστόλου Παύλου και για ίδρυση Εκκλησίας στην πόλη. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι είναι πιθανό ο απ. Παύλος να κήρυξε και να δημιούργησε την πρώτη χριστιανική Εκκλησία στην Απολλωνία όπως και στην Αμφίπολη. Μερικά από τα επιχειρήματα τους είναι ότι ο συγγραφέας των Πράξεων, κατά τη συνήθεια του, δεν αναφέρεται με λεπτομέρειες στις ιεραποστολικές περιοδείες του Παύλου, αλλά αρκείται στην αναφορά κύριων, καθοριστικών για το σκοπό του βιβλίου γεγονότων, αλλά και προσώπων. Η έκφραση «διοδεύσαντες δε την Αμφίπολιν και την Απολλωνίαν», συμφωνα πάντα με τους υποστηριχτές αυτής της άποψης, πρέπει λακωνικά να υποδηλώνει σύντομη παραμονή στην πόλη και ευαγγελισμό των κατοίκων (Δες την χρήση του «διοδεύω» στην περικοπή Λουκ 8:1, όπως και των αντίστοιχων ρημάτων «διέρχομαι» στις Πραξ. 8:4, 40, 9:32, 10:38, 11:19, 13:6, 14, 14:24, 18:23 και «διαπορευόμαι» στις Πράξ. 16:4). Ένα άλλο στοιχείο που υποστηρίζει τη συγκεκριμένη άποψη είναι η αναφορά του απ. Παύλου σε πολλές εκκλησίες στη Μακεδονία, «Γνωρίζομεν δε υμίν, αδελφοί, την χάριν του Θεού την δεδομένην εν ταις εκκλησίαις της Μακεδονίας» (Β' Κορ. 8:1). Η απόσταση από την Αμφίπολη μέχρι την Απολλωνία ήταν 47 χλμ., και από την Απολλωνία μέχρι τη Θεσσαλονίκη 57 χλμ. γι’ αυτό κι ο Παύλος με τη συνοδεία του διανυκτέρευσαν στην πόλη πριν συνεχίσουν την επόμενη μέρα για τη Θεσσαλονίκη. Η προφορική τοπική παράδοση συνδέει έναν τόπο, έναν απλό βράχο έξω από το σημερινό χωριό, απέναντι από τον οποίο σώζεται σήμερα ένα τουρκικό λουτρό, με το βήμα απ’ όπου κήρυξε ο Παύλος.
Στη σημερινή Απολλωνία κατοικούν 700 περίπου κάτοικοι οι οποίοι ασχολούνται με την γεωργία και ιδιαίτερα με την καλλιέργεια καλαμποκιού, σιταριού και τεύτλων. Λόγω της θέσης της δίπλα στη λίμνη Βόλβη, η περιοχή είναι εύφορη, γεγονός που επιτρέπει και την καλλιέργεια φασολιού σε σημαντικό βαθμό. Στην περιοχή γύρω από τη λίμνη υπάρχει μικρό παραλίμνιο δάσος το οποίο είναι καταφύγιο για σπάνια είδη πουλιών και ζώων. Η Απολλωνία βρίσκεται κοντά στη πόλη της Θεσσαλονίκης, γι’ αυτό μπορεί κανείς να πραγματοποιήσει ένα σύντομο κι ευχάριστο ημερήσιο ταξίδι γνωρίζοντας από κοντά την πόλη και τις γύρω περιοχές. Αξίζει να δείτε: το βήμα του Παύλου στο οποίο σύμφωνα με την παράδοση κήρυξε τα ευαγγέλιο, τον αιωνόβιο πλάτανο πάνω από το «Βήμα του Αγίου Παύλου», ο οποίος έχει χαρακτηριστεί ως Διατηρητέο Μνημείο της Φύσης, το τουρκικό λουτρό λίγα μόλις μέτρα κάτω από το βήμα του απ. Παύλου και τη λίμνη Βόλβη με τις λίγες γραφικές ψαρόβαρκες και τα σπάνια είδη πουλιών.

Βέροια
Η πόλη είναι κτισμένη αμφιθεατρικά στους ανατολικούς πρόποδες του Βερμίου, ΒΔ των Πιερίων και δυτικά της πεδιάδας του Αλιάκμονα. Έχει υψόμετρο 130 μ. και τη διαρρέει ο παραπόταμος του Αλιάκμονα, Τριπόταμος. Η αρχαία Βέροια κατείχε την ίδια γεωγραφική θέση και η πόλη φέρει την ίδια ονομασία από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με τους μακεδονικούς μύθους, η Βέροια ιδρύθηκε από την κόρη του βασιλιά Βέρητα, Βέροια. Οι Μακεδόνες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή γύρω στο 700 π.Χ. Στη διαμάχη του Πύρρου με τον Δημήτριο τον Πολιορκητή, για το θρόνο της Μακεδονίας, ο Πύρρος κατέλαβε την πόλη και τον μακεδονικό θρόνο μέχρι το 286 π.Χ. Αργότερα στη μάχη της Πύδνας, το 168 π.Χ., η Βέροια ήταν από τις πρώτες πόλεις που παραδόθηκε στους Ρωμαίους και εντάχθηκε στην 3η μερίδα της Μακεδονίας (Tertia Regio). Στη πόλη εκτός από τον Μακεδονικό πληθυσμό υπήρχαν αρκετοί Ρωμαίοι και Ιουδαίοι. Στη Βέροια υπήρχε ιερό του Ηρακλέους, που λατρευόταν στη Μακεδονία ως θεός, και το οποίο βρίσκονταν στη θέση «Μουατζίρικα», στο μέρος που υπήρχε το ιουδαϊκό νεκροταφείο. Υπήρχε επίσης ιερό του Ασκληπιού και πιθανόν της Αφροδίτης. Επίσης λατρεύονταν ο Ζευς, προς τιμήν του οποίου τελούνταν «τα εν Βέροια Ολύμπια», ο Απόλλων, ο Ερμής η Δήμητρα και η Περσεφόνη, ο Πλούτων, οι Νηρηίδες, ο Αλέξανδρος και ο Διόνυσος. Σημαντική θέση κατείχε η λατρεία του Διόνυσου, που ήταν ριζωμένη στη Βέροια και είχε πιστούς από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Με τη λατρεία του Διόνυσου συνδέεται και η λατρεία της υδροσκοπίας (η λατρεία της Διονυσιακής υδροσκοπίας ήταν ιδιαιτερότητα της Μακεδονίας). Η διονυσιακή λατρεία εκδηλώνονταν με γλέντια με άφθονο κρασί και όλα τα επακόλουθα, που ήταν μέρος των μυστηριακών τελετών. Μαρτυρείται επίσης και η λατρεία των Καβείρων, που συνδεόταν με οργιαστικές τελετές. Επίσης υπήρχε και ιερό της θεάς Ευνομίας, όπως διαπιστώνεται από επιγραφή, ενσωματωμένη στο μιναρέ του Τεμένους της Βέροιας, «ΒΩ(ΜΟΣ) ΕΥΝ(ΟΜΙΑΣ)», στη θέση του οποίου αργότερα πιθανόν να κτίστηκε ο Ναός του απ. Παύλου στη Βέροια. Ξένες θεότητες οι οποίες λατρεύονταν στη Βέροια ήταν η Αταργάτης, η Ίσις και ο Σέραπις. Υπήρχε επίσης και η αυτοκρατορική λατρεία, για την οποία υπήρχε στην Βέροια το «Κοινό των Μακεδόνων», πρόεδρος του οποίου ήταν ο αρχιερέας των Σεβαστών. Στο κοινό των Μακεδόνων που είχε σαν σκοπό τη λατρεία του Ρωμαίου αυτοκράτορα ως θεού συνέρχονταν μία φορά αντιπρόσωποι των Μακεδονικών πόλεων, οι σύνεδροι, οι οποίοι μαζί με τους ιερείς και πλήθος κόσμου προσέφερε στο ναό θυσίες. Μετά ακολουθούσαν για πολλές μέρες γιορτές και αγώνες προς τιμήν των αυτοκρατόρων. Επίσης στη Βέροια λατρεύτηκε η θεά μητέρα των θεών, Αυτόχθων, το ιερό της οποία ανακαλύφτηκε το 1965 στην Λευκόπετρα. Τέλος, υπήρχαν και αρκετοί Ιουδαίοι, όπως διαπιστώνεται από τη συναγωγή και αρκετοί προσήλυτοι, γυναίκες και άνδρες, από ανώτερες κοινωνικές τάξεις όπως και στη Θεσσαλονίκη.

Όπως διαβάζουμε στην Κ. Διαθήκη, ο Παύλος φυγαδεύεται κρυφά τη νύχτα, μετά τα γεγονότα στη Θεσσαλονίκη και κατευθύνεται στη Βέροια. Δεν ξέρουμε αν ήταν προγραμματισμένη μια επίσκεψη του εκεί ή οι καταστάσεις στη Θεσσαλονίκη τον οδήγησαν σε μια κοντινή πόλη, όπου και θα περίμενε να δει τις εξελίξεις των γεγονότων στη Θεσσαλονίκη και να πράξει ανάλογα. Η Εγνατία οδός διερχόταν από τη Θεσσαλονίκη, την Πέλλα και την Έδεσσα, δηλαδή ανατολικά-βόρεια και παράλληλα της πόλης και όχι μέσα από την ίδια την πόλη. Σύμφωνα με τον Γ. Χιονίδη (Χιονίδης Γ., «Ζητήματα από τις Αφίξεις του Απόστολου Παύλου στη Βέροια», Πρακτικά Διεθνούς επιστημονικού Συνεδρίου «Ο απ. Παύλος και η Βέροια, Βέροια 1995, σελ.233-270), ο Παύλος θα πρέπει να κατευθύνθηκε από τη Θεσσαλονίκη μέχρι την αρχαία Πέλλα, μια απόσταση 30 ρωμαϊκά μίλια ή 44,5 χλμ. κι από την Πέλλα, μέσω κάποιας παρακαμπτήριας οδού, στη Βέροια, άλλη μια απόσταση 27 ρωμαϊκών μιλίων ή 40 χλμ. Την απόσταση των 84,5 χλμ. ο Παύλος πρέπει να διένυσε σε 12 ώρες, που πιθανόν να μοίρασε σε δύο μέρες. Κατά την άφιξη του στη Βέροια ο Παύλος σύμφωνα με τη συνήθειά του κατευθύνθηκε στην ιουδαϊκή συναγωγή, όπου και κήρυξε το ευαγγέλιο. Οι Βεροιείς ανταποκρίθηκαν στο μήνυμά του με σοβαρότητα ερευνώντας τις γραφές, την Παλαιά διαθήκη, για να διαπιστώσουν την αλήθεια των όσων έλεγε. Το αποτέλεσμα ήταν να πιστέψουν πολλοί Ιουδαίοι, αλλά και αρκετοί Έλληνες προσήλυτοι στον Ιουδαϊσμό, άνδρες και γυναίκες της ανώτερης κοινωνικής τάξης.
Η Βέροια ήταν κέντρο εμπορικό και πολιτισμικό κι από εκεί κατάγονταν διανοούμενοι και καλλιτέχνες. Το υψηλό πολιτισμικό επίπεδο ίσως να ήταν ένας λόγος που έκανε τους Βεροιείς να είναι πιο ευγενείς από τους Θεσσαλονικείς. Οι Ιουδαίοι της Θεσσαλονίκης έμαθαν για την παραμονή του Παύλου στη Βέροια και στέλνουν ανθρώπους για να ξεσηκώσουν το λαό. Ο Παύλος αναγκάζεται να φύγει αφήνοντας τη συνοδεία του, το Σίλα και τον Τιμόθεο, στη Βέροια και με συνοδεία αδελφών Βεροιαίων επιβιβάζεται σε κάποιο πλοίο σε ένα από τα κοντινά λιμάνια (Μεθώνη, Πύδνα ή Δίον) με προορισμό την Αθήνα. Η πρώτη περιοδεία του στη Μακεδονία έχει τελειώσει. Μυστήριο καλύπτει το τι απέγιναν οι νέοι πιστοί της Βέροιας, αφού καμία πληροφορία δεν μας είναι γνωστή για τη μετέπειτα πορεία τους, αλλά και για τη σχέση τους με τον Παύλο. Στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται μόνο ο «Σώπατρος Βεροιαίος» (Πράξ. 20:3-4, Ρωμ. 16:21), που βοήθησε τον Παύλο στο ιεραποστολικό του έργο. Στη Βέροια σήμερα, πίσω από την πλατεία του Ωρολογίου και τη λέσχη των αξιωματικών υπάρχει ανακαινισμένη, η εβραϊκή συνοικία με τη συναγωγή της. Κατά πάσα πιθανότητα η συναγωγή βρίσκεται στην ίδια περιοχή που ήταν στην εποχή της Κ. Διαθήκης.
Η παράδοση διασώζει το σημείο που ο απ. Παύλος κήρυττε στους Βεροιείς, το «βήμα» ή όπως το ονομάζουν οι ίδιοι «το σέβασμα των αιώνων». Οι Βεροιείς σύμφωνα με την Κ. διαθήκη «καθ’ ημέραν ανακρίνοντες τας γραφάς ει έχει ταύτα ούτως» (Πράξ. 17:11). Το μέρος στο οποίο ο Παύλος κήρυττε στους Βεροιείς και συζητούσε μαζί τους, εκτός από τη συναγωγή, ήταν πιθανώς το γνωστό βήμα, το οποίο σύμφωνα με παλαιούς περιηγητές ήταν ένας ανοιχτός πανέμορφος τόπος με ψηλά κυπαρίσσια. Σήμερα είναι διαμορφωμένο ένα εκκλησιαστικό μνημείο διακοσμημένο με ψηφιδωτές παραστάσεις του Παύλου, έργα της Όλγας Μηχαηλίδου. Μπορεί κάποιος να δει μέσα στη σημερινή Βέροια να διασώζονται μέρη της παλιάς οδού, τις πλάκες εκείνες που πάτησε ο απ. Παύλος ερχόμενος στη Βέροια.
Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 οι κάτοικοι της πόλης είναι 43.683. Πολλοί από αυτούς ασχολούνται με αγροτικές εργασίες. Η Συναγωγή που βρίσκεται στην παραδοσιακή εβραϊκή συνοικία «Μπαρμπούτα», είχε σταματήσει να λειτουργεί από το Μάιο του 1943, με τη σύλληψη και των αφανισμό των Εβραίων της πόλης στα χιτλερικά στρατόπεδα. Το Δεκέμβριο του 2002 μετά από αναστήλωση, που έγινε, ξεκίνησε ξανά να λειτουργεί. Σήμερα υπάρχουν 5-6 οικογένειες Εβραίων.

Θεσσαλονίκη
Η Θεσσαλονίκη είναι πόλη της κεντρικής Μακεδονίας. Βρίσκεται στο βόρειο, ΒΑ και ανατολικό τμήμα των ακτών του Θερμαϊκού κόλπου και εκτείνεται στο ΝΑ άκρο της ομώνυμης πεδιάδας. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη, και πιο πυκνοκατοικημένη, πόλη της Ελλάδας μετά την Αθήνα. Απέχει από την Αθήνα 520 χλμ., και 165 χλμ. από τη Καβάλα. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, κτίστηκε πάνω στην πόλη Θέρμη που πρέπει να ήταν στη σημερινή Άνω Τούμπα («μετά τον Αξιόν ποταμόν η Θεσσαλονίκη εστί πόλις η πρότερον Θέρμη εκαλείτο» Στράβωνας Γεωγραφικά 7). Ο Βασιλιάς Κάσσανδρος συνοίκησε, το 316 με 315 π.Χ., 26 μικρές πόλεις και τους έδωσε το όνομα Θεσσαλονίκη, προς τιμήν της γυναίκας του Θεσσαλονίκης, ετεροθαλούς αδελφής του Μ. Αλεξάνδρου. Εξαιτίας της θέσης της εξελίχθηκε σε σημαντικό κέντρο εμπορείου με διασυνδέσεις με όλα τα μεγάλα λιμάνια. Τυπικά ήταν μια πόλη με δημοκρατικό πολίτευμα, με Βουλή και εκκλησία του Δήμου, ουσιαστικά όμως ήταν κάτω από την εξουσία του βασιλιά της Μακεδονίας. Το 168 π.Χ., μια σημαντική χρονολογία για την Μακεδονία, μια και τότε έγινε η γνωστή μάχης της Πύδνας μεταξύ του Ρωμαίου Αιμίλιου Παύλου και του βασιλιά της Μακεδονίας Περσέως, οι Ρωμαίοι νίκησαν και η Μακεδονία γίνεται ρωμαϊκή και χωρίζεται σε 4 μερίδες τις «regions» (με σκοπό να αποξενωθούν οι κάτοικοι και να μην υπάρχει κίνδυνος για τους Ρωμαίους), με τη Θεσσαλονίκη πρωτεύουσα της 2ης μερίδας, που εκτεινόταν από τον Αξιό μέχρι τον Στρυμόνα. Το 148 π.Χ., η Μακεδονία με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη ενσωματώνεται στο ρωμαϊκό κράτος και γίνεται εκτεταμένη επαρχία (Provincia Macedonia), που καταλάμβανε την περιοχή από την Αδριατική ως το Νέστο και από τις νότιες οροσειρές των Σκοπίων ως το Αιγαίο και το Πηνειό, με έδρα ρωμαίου ανθυπάτου (proconsul). Η κατασκευή της Εγνατίας οδού (146-120 π.Χ.) θα συνδέσει την Αδριατική με τον Εύξεινο και θα συμβάλει στην περαιτέρω ανάδειξη της Θεσσαλονίκης. Μετά τη μάχη των Φιλίππων το 42 π.Χ., και την επικράτηση της Pax Romana, η Θεσσαλονίκη αναγνωρίζεται ως πόλη ελεύθερη με πληθυσμό 250.000 ανθρώπων, η πιο πολυπληθής πόλη της Μακεδονίας και μια από τις μεγαλύτερες στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (πρώτη ήταν η Ρώμη με 1.000.000 και την Αλεξάνδρεια και την Αντιόχεια με 500.000, ενώ η Κόρινθος και η Έφεσος είχαν τον ίδιο περίπου πληθυσμό με τη Θεσσαλονίκη). Οι κάτοικοι διακρίνονταν σε πολίτες, ελεύθερους, και απελεύθερους. Μια ξεχωριστή κατηγορία ήταν οι ξένοι που περιελάμβανε τους Ρωμαίους, τους Εβραίους κ.α. Στην πόλη υπήρχαν αρκετοί Ιουδαίοι.
Η Θεσσαλονίκη ανήκε στην κατηγορία των υπηκόων πόλεων (civitates stipendiariae), δηλαδή ήταν τμήμα της Ρωμαϊκής επαρχίας αλλά είχε και εσωτερική αυτονομία με Βουλή και Δήμο. Η Βουλή, που αποτελείτο από τους βουλευτές, προετοίμαζε τα θέματα και τα υπέβαλε μέσω των πολιταρχών στην εκκλησία του Δήμου για συζήτηση και έγκριση. Στο Δήμο, που ήταν η συνέλευση του λαού, έπαιρναν μέρος μόνον οι ελεύθεροι πολίτες, εκτός από γυναίκες. Η Εκκλησία του Δήμου συγκαλείται από τους πολιτάρχες, που διηύθυναν τις εργασίες της και παρουσίαζαν τα προβουλεύματα για συζήτηση και έγκριση. Καμία απόφαση δεν μπορούσε να πάρει ο Δήμος χωρίς την άποψη της Βουλής για το θέμα. Ο Δήμος αναφέρεται στο εδάφιο Πράξεις 17:5 περισσότερο με την έννοια του όχλου παρά με την έννοια της τυπική κανονικής συνέλευσης των πολιτών (δες επίσης Πραξ. 12:22, 19:30, 33). Για το ότι ανώτατοι άρχοντες της πόλης ήταν οι πολιτάρχες, μέχρι πρόσφατα δεν είχαμε καμία αναφορά πέρα από αυτή των Πράξεων. Σήμερα ωστόσο υπάρχει μεγάλος αριθμός επιγραφών που μας το επιβεβαιώνουν [IGX.2,1 αρ.28 (2ος η 1ος αιώνας π.Χ.), 27 (2ος αιώνας π.Χ.), 30 (39/8 π.Χ.) κ.λπ.]. Οι πολιτάρχες, ανώτατοι υπάλληλοι της πόλης με διοικητική, δικαστική και αστυνομική εξουσία, ψηφίζονταν για ένα χρόνο. Στα ρωμαϊκά χρόνια πρέπει να υπήρχαν 5-6 πολιτάρχες στην πόλη. Οι στρατιωτικοί άρχοντες της πόλης ήταν Ρωμαίοι, ενώ οι πολιτικοί και θρησκευτικοί ήταν ντόπιοι. Άλλοι άρχοντες ήταν ο αρχιερέας, ο γραμματέας της πόλης, οι αγορανόμοι, ο ειρήναρχος, ο γυμνασίαρχος, ο εφήβαρχος κ.α.
Η Θεσσαλονίκη μια πόλη με κοσμοπολίτικο χαρακτήρα και ιδιαίτερη οικονομική ανάπτυξη, κομβικό γεωγραφικό σημείο και μεγάλη πόλη είχε, όπως αναμένεται, μια πανσπερμία θρησκειών και δοξασιών με έντονο το στοιχείο του συγκρητισμού. Είχε επίσης και μεγάλη πνευματική ανάπτυξη καθώς πολλοί διανοούμενοι της εποχής ερχόντουσαν στις σχολές της να μελετήσουν επιστήμη και φιλοσοφία. Οι Έλληνες λάτρευαν κυρίως τον Διόνυσο όπως και τον Δία, Απόλλωνα, τον Ηρακλή και διατηρούσαν τη θρησκεία του θεού προστάτη της Θεσσαλονίκης Καβείρου. Οι Ρωμαίοι έφεραν τους δικούς τους θεούς και επέβαλαν την αυτοκρατορική λατρεία, με την οποία θα συγκρουστεί έντονα ο Χριστιανισμός. Στο γνωστό Σεράπειο λατρευόταν ο θεός Σέραπης και η Ίσιδα. Άλλοι θεοί που λατρεύονταν ήταν ο Μίθρας, η Κυβέλη, η Αστάρτη, ο Όσιρις, κ.α. Υπήρχαν λατρευτικοί σύλλογοι, οι ονομαζόμενοι «θίασοι», στους οποίους τα άτομα που τους αποτελούσαν λάτρευαν την ίδια θεότητα, όπως ο θίασος Διονύσου. Στην επιστολή που θα γράψει ο Παύλος στους Θεσσαλονικείς θα πει «επεστρέψατε προς τον Θεό από των ειδώλων δουλεύειν θεώ ζώντι και αληθινώ» (Α' Θεσ. 1:9).
Η πόλη είναι γνωστή από την επίσκεψη του Παύλου που αναφέρεται στις Πράξεις και τις δύο επιστολές που έστειλε στη νεοϊδρυθείσα εκκλησία. Ο απ. Παύλος και η συνοδεία του φθάνουν στη Θεσσαλονίκη από τους Φιλίππους, με ενδιάμεσους σταθμούς την Αμφίπολη και την Απολλωνία. Το ταξίδι από τους Φιλίππους μέχρι τη Θεσσαλονίκη είναι με τα πόδια 5-6 μέρες και περίπου 3 μέρες με άλογα. Ο Παύλος φθάνει στη δυτική μεριά της πόλης και ακολουθώντας τη σημερινή οδό Λαγκαδά, από όπου πέρναγε η Εγνατία Οδός (σύμφωνα με τα στοιχεία του Χ. Μακαρόνας για τη θέση της Εγνατίας στη Θεσσαλονίκη), καταλήγει στην Ληταία πύλη (Γενί-Καπού) και συνέχισε στην οδό που είναι στο ύψος της σημερινής οδού Αγίου Δημητρίου.
Η επίσημη πύλη της πόλης, η Porta Triumphalis, ήταν η Χρυσή Πύλη η οποία κτίστηκε σε ανάμνηση της νίκης του Οκταβιανού και του Αντωνίου το 42 π.Χ. στους Φιλίππους. Στόχος του Παύλου ήταν να φέρει το μήνυμα του Ευαγγελίου στις μεγάλες πόλεις της Μακεδονίας και της Αχαΐας και μέσα από αυτές να εξαπλωθεί το Ευαγγέλιο και στις υπόλοιπες. Η Θεσσαλονίκη ήταν μια σημαντική πόλη με μεγάλο πληθυσμό και ιουδαϊκή συναγωγή την οποία θα χρησιμοποιήσει ο Παύλος για τρία Σάββατα ως το μέρος στο οποίο «διελέξατο αυτοίς από των γραφών» (Πράξ. 17:2). Η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης ανήκε στην κοινότητα των Ρωμανιωτών Εβραίων και απολάμβαναν ειδικών προνομίων. Είχαν αυτόνομη διοικητική, οικονομική και δικαστική οργάνωση. Η δικαιοδοσία αυτή περιοριζόταν μόνο στα μέλη τους και όχι σε τρίτους, έστω κι αν αυτοί ήταν Ιουδαίοι άλλων κοινοτήτων, γι’ αυτό και στην περίπτωση του Παύλου έπρεπε οι Ιουδαίοι άρχοντες να τους φέρουν μπροστά στους πολιτάρχες. Έχουν γίνει προσπάθειες για να καθοριστεί ο τόπος της συναγωγής στην οποία κήρυξε ο Παύλος, αλλά δεν κατέστει ακόμα δυνατό να αποφανθούν οι ειδικοί με βεβαιότητα. Η ιουδαϊκή συνοικία βρισκόταν στην περιοχή των οδών Συγγρού, Αντιγονιδών και Φιλίππου, κατά κάποιο τρόπο ανάμεσα στην Εγνατία και στην οδό Αγ. Δημητρίου.
Τη συναγωγή κάποιοι την τοποθετούν στην Παναγία Χαλκέων, κοντά στο χώρο της Ρωμαϊκής αγοράς, όπου βρέθηκε στήλη με κείμενο από τους Αριθμούς 6:22-26 και χρονολογείται τέλη 4ου με αρχές 5ου αιώνα. Η αρχαιότερη ιουδαϊκή επιγραφή που βρέθηκε στην πόλη, και χρονολογείται το 2ο με 3ο αιώνα, κάνει λόγο για συναγωγές [Μ(άρκος) Α(υρίλιος) Ιακώβ ο και Ευτύχιος / ζων τη συμβίω αυτού Άννα / τη και Ασυνκριτώ και εαυτώ μνί /ας χάριν. ει δε τις έτερον καταθή / δώσει ταις συναγωγαίς λαμπράς / μ(υριάδας) ζ(επτά) ε(πεντακισχιλία)]. Στην πόλη πρέπει να υπήρχε και κοινότητα Σαμαρειτών με οργανωμένη συναγωγή όπως φαίνεται από επιγραφή (IGX2,1 αρ. 789) που ανακαλύφτηκε με κείμενο από τους Αριθμούς 6:22-26 και χρονολογείται τέλη 4ου με αρχές 5ου αιώνα. Η επιγραφή βρέθηκε κοντά στη Παναγία Χαλκέων, κοντά στο χώρο της Ρωμαϊκής αγοράς, στην οποία τοποθεσία πιθανόν να βρισκότανε συναγωγή. Η προφορική παράδοση επιδεικνύει στο παρεκκλήσι της μονής Βλατάδων τοποθεσία σπιτιού, του Ιάσονα, που επισκέφτηκε ο Παύλος. Ο Παύλος «διελέξατο» (έκανε συζήτηση) από «των γραφών» (Πεντάτευχο, προφητικά και ιστορικά βιβλία) και «διανοίγων» (ερμηνεύω, εξηγώ) ότι ο Χριστός έπρεπε να πάθει και να αναστηθεί. Από το κήρυγμα του πιστεύουν κάποιοι Ιουδαίοι, Έλληνες προσήλυτοι (κειμ. «σεβομένων») και από τους Έλληνες πολλές γυναίκες με επιρροή στην κοινωνία (κειμ. «γυναικών των πρώτων»). Ανάμεσα σε αυτούς που πίστεψαν ήταν ο Ιάσονας, ο Αρίσταρχος και ο Σεκούνδος (Πράξ. 17:5, 20:4,5). Η πίστη κάποιων Ιουδαίων αλλά ακόμα περισσότερο προσήλυτων Ελλήνων στο κήρυγμα του Παύλου, έφερε ζήλια στους Ιουδαίους, οι οποίοι πληρώνουν «αγοραίους άνδρες», δηλαδή ταπεινής συνήθως καταγωγής ανθρώπους που περιφέρονταν άεργοι στην αγορά έτοιμοι να συμμετάσχουν σε οποιαδήποτε ταραχή, και οι οποίοι «οχλοποιήσαντες εθορύβουν την πόλιν» (Για τους αγοραίους δες Πλάτων, Πρωταγόρας 347C και Πλούταρχος, Αιμίλιος Παύλος 38). Προσπάθησαν να φέρουν τον Παύλο και τον Σίλα στο Δήμο (σε συγκεντρωμένο εξαγριωμένο πλήθος) για να τους κατηγορήσουν, αλλά μην μπορώντας να τους βρουν έφεραν τον Ιάσονα και κάποιους άλλους πιστούς στους πολιτάρχες με την κατηγορία ότι αυτοί που αναστάτωσαν τον κόσμο όλο είναι στη Θεσσαλονίκη και είναι ενάντιοι με τα δόγματα του Καίσαρα και έχουν άλλον βασιλιά, τον Ιησού. Τα δόγματα του Καίσαρα σύμφωνα με τον καθηγητή Χ. Οικονόμου θα πρέπει να ήταν όρκοι πίστης των Θεσσαλονικέων με τους οποίους αναγνώριζαν τόσο την πολιτική εξουσία όσο και τη θεότητα του αυτοκράτορα. Κατά μία άλλη άποψη τα δόγματα καίσαρος δεν είναι άλλα από τα διάφορα δόγματα τα οποία κατά καιρούς εξέδωσε ο Κλαύδιος σχετικά με το πρόβλημα των Ιουδαίων. Ο Ιάσονας, που στο σπίτι του γίνονταν οι συνάξεις των πιστών, και άλλοι πιστοί πλήρωσαν κάποια εγγύηση και αφέθηκαν ελεύθεροι. Ο Παύλος και η συνοδεία του ενήμεροι για την κατάσταση κρύφτηκαν και αργότερα φυγαδεύτηκαν από τη Θεσσαλονίκη με προορισμό τη Βέροια. Ο διωγμός θα συνεχιστεί στη νεοσύστατη εκκλησία της Θεσσαλονίκης, και η αγωνία του Παύλου γι’ αυτή την εκκλησία θα εκδηλωθεί με την αποστολή του Τιμόθεου από την Κόρινθο για ενθάρρυνση και ενίσχυση των πιστών, λίγους μήνες μετά τη βίαιη αναχώρηση του, αλλά και με τη συγγραφή δύο επιστολών. Η Εκκλησία φημίζεται για την αγάπη της και η πίστης τους γίνεται γνωστή σε όλον τον κόσμο.
Αν και στις Πράξεις αναφέρεται ότι μόνον τρεις βδομάδες κήρυξε ο Παύλος στη συναγωγή, η παραμονή του στη Θεσσαλονίκη ήταν μεγαλύτερη, και πρέπει να κυμαίνονταν ανάμεσα σε ένα με δύο μήνες. Αυτό το συμπέρασμα βγαίνει αβίαστα σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του Χ. Οικονόμου από το ότι α) η Α' Θεσσαλονικείς υπαινίσσεται μεγαλύτερη διάρκεια παραμονής, β) η σχέση εμπιστοσύνης που δημιουργήθηκε μεταξύ του Παύλου και των Θεσσαλονικέων απαιτεί μεγαλύτερη χρονική περίοδο, γ) η αναφορά στην προσωπική εργασία του Παύλου (Α' Θεσ. 2:9, Β' Θεσ. 3:7-12), δ) η αποστολή βοήθειας από τους Φιλίππους στον Παύλο όταν βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη (Φιλ. 4:16).
Σήμερα, η Θεσσαλονίκη είναι το οικονομικό κέντρο των Βαλκανίων. Δεύτερο λιμάνι της χώρας και από τα μεγαλύτερα της Μεσογείου, συνδέει την Ευρώπη με τη Μ. Ανατολή και το Αιγαίο με τη Μαύρη θάλασσα. Συγχρόνως το αεροδρόμιο «Μακεδονία» είναι ένας ευρωπαϊκός κόμβος με εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες από όλο τον κόσμο. Μαζί με το σιδηροδρομικό και τον επιβατικό σταθμό, είναι διαμετακομιστικό κέντρο από και προς την Ευρώπη. Είναι μια ευρωπαϊκή μεγαλούπολη με συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό σε πληθυσμό και ανάπτυξη. Αποτελεί κέντρο οικονομικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στα Βαλκάνια. Το εμπόριο είναι εδώ και πολλούς αιώνες ο κύριος τομέας της οικονομίας και της απασχόλησης. Σημαντική είναι και η πολιτιστική ανάπτυξη της πόλης. Στη πόλη υπάρχουν μεγάλα πανεπιστήμια, τεχνολογικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα και υπάρχουν πρεσβείες και προξενεία αρκετών κρατών. Η Θεσσαλονίκη είναι μια όμορφη και γοητευτική πόλη που έχει πολλά να προσφέρει σε όποιον την επισκεφθεί. Υπάρχουν αρκετά μνημεία αρχαία, βυζαντινά και μεταβυζαντινά. Αξιόλογες καλλιτεχνικές παραστάσεις, μουσικές και θεατρικές, μπορεί κανείς να παρακολουθήσει, όλη τη χρονιά. Η παραλία της είναι γνωστή για τον Λευκό Πύργο και τις βόλτες. Επίσης σε λίγα μόλις λεπτά μπορεί κανείς να βρεθεί σε γραφικά λιμανάκια και παραλίες.

Καβάλα (Νεάπολις)
Η Νεάπολη, η σημερινή Καβάλα, είναι πόλη της Μακεδονίας χτισμένη αμφιθεατρικά στις υπώρειες υψωμάτων που αποτελούν τη ΒΑ προέκταση του όρους Σύμβολο, στο μυχό μικρού κόλπου. Απέχει 680 χλμ. από Αθήνα, 165 χλμ. από Θεσσαλονίκη και 16 χλμ. περίπου από τους Φιλίππους. Η πόλη ιδρύθηκε στα μέσα του 7ου π.Χ. αιώνα. Υπήρξε μέλος της Αθηναϊκής συμμαχίας και από το 350 π.Χ. υπήρξε το επίνειο των Φιλίππων. Ήταν σημαντικός σταθμός της Εγνατίας Οδού που ένωνε την Ευρώπη με την Ασία. Τον 5ο μ.Χ. αιώνα η πόλη ονομάστηκε Χριστόπολις και οι Οθωμανοί αργότερα της έδωσαν το όνομα Καβάλα.
Μπορεί να δει κάποιος σήμερα ερείπια της παλιάς πόλης, αν και το μεγαλύτερο μέρος της καταλήφθηκε από τη σημερινή πόλη, όπως το υδραγωγείο, τμήματα του οχυρωματικού περιβόλου και ερείπια του ιερού της πόλης Παρθένου. Στη πόλη της Καβάλας υπάρχει ο μεγαλοπρεπέστατος ναός του Αγίου Παύλου, που άρχισε να χτίζεται το 1900 μ.Χ. προς τιμή του απ. Παύλου. Επίσης, πίσω από ένα ναό, αφιερωμένο στον προστάτη των θαλασσών Άγιο Νικόλαο, υπάρχουν υπολείμματα βάσης κίονα στον οποίο υπάρχει, σύμφωνα με την παράδοση, αποτύπωμα από το πρώτο πάτημα του απ. Παύλου στην Μακεδονία. Στο σημείο αυτό υπάρχει και σχετικό μνημείο.
Η απόσταση από την Τρωάδα μέχρι την Νεάπολη είναι 231 χιλιόμετρα. Στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται ότι ο απ. Παύλος αποβιβάζεται στην Νεάπολη μετά από ταξίδι δύο ημερών, με ενδιάμεση στάση τη Σαμοθράκη. Ο προορισμός του είναι η μεγάλη πόλη των Φιλίππων, επίνειο της οποίας ήταν η Νεάπολη. Καθώς πλησιάζει στη Μακεδονία μπροστά του διαγράφεται η αμφιθεατρικά κτισμένη πόλη της Νεάπολης με το ναό της Αρτέμιδος να δεσπόζει. Ο απ. Παύλος δεν έμεινε στη Νεάπολη, αλλά προχώρησε, μέσω της Εγνατίας οδού, στους Φιλίππους τη μεγάλη και σημαντική αυτή πόλη της Μακεδονίας.
Η Καβάλα σήμερα είναι το πιο αστικό κέντρο της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, με μεγάλη επιχειρηματική δραστηριότητα. Η θέση της είναι σημαντικός οδικός άξονας μεταξύ τουρκικών συνόρων και Θεσσαλονίκης. Επίσης σημαντικός τομέας ανάπτυξης είναι το λιμάνι της, καθώς και ο τομέας αλιείας, με μια από τις πιο μεγάλες ιχθυόσκαλες της Μεσογείου. Υπάρχουν μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, όπως άντλησης πετρελαίου, παραγωγής φωσφορικών λιπασμάτων, επεξεργασίας μαρμάρου και γυαλιού. Ο πληθυσμός της πόλης ανέρχεται περίπου στους 60.000 κατοίκους.

Καλοί Λιμένες- Λασαία
Οι Καλοί Λιμένες είναι όρμος του Λιβυκού πελάγους, στις νότιες ακτές του νομού Ηρακλείου ανάμεσα στα ακρωτήρια Λίθινο και Κεφάλας και κοντά στη Γόρτυνα, την αρχαία πρωτεύουσα της Κρήτης. Στον όρμο βρίσκονται οι νησίδες: Παπαδόπλακα δυτικά, Μεγαλονήσι με το φάρο, Μικρονήσι (απόστολος Παύλος) και η Τράφος. Έχει βάθος 3 έως 6 μέτρα με αμμώδη και πετρώδη πυθμένα και παρέχει προστασία από βόρειους και δυτικούς ανέμους, αλλά είναι ανοιχτός από τα ανατολικά και νότια. Στην ιστορία αναφέρεται και σαν Καλοί Λιμνιώνες και ήταν αγκυροβόλιο για τα πλοία, ιδιαίτερα τα εμπορικά που έκαναν μεγάλα ταξίδια. Στα παράλιά του βρίσκονται οι οικισμοί Καλοί Λιμένες και Πλατιά Περάματα και κοντά του είναι η πόλη Λασαία. Απέχει 79 χλμ. από την πόλη του Ηρακλείου και 23 χλμ. από τις Μοίρες.
Όπως αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη, ήταν το πρώτο λιμάνι της Ελλάδας όπου έφθασε το πλοίο με τον απ. Παύλο στο ταξίδι προς τη Ρώμη. Η πορεία τους προς τους Καλούς Λιμένες δεν ήταν στα σχέδια του πλοιάρχου, ήταν όμως αναγκαστική καθώς λόγω ΒΔ ανέμων παρασύρθηκαν από την αρχική πορεία τους και αναγκάστηκαν να αγκυροβολήσουν εκεί. Λόγω του ότι το ταξίδι ήταν επικίνδυνο ο Παύλος πρότεινε να μείνουν εκεί το χειμώνα, κάτι που όμως δεν έγινε δεκτό από τον εκατόνταρχο και τους ναύτες (Πράξ. 27:9-12). Ίσως γιατί αν και θεωρείτο το καλύτερο φυσικό λιμάνι στη νότια Κρήτη, δεν παρείχε προστασία από ανέμους και θύελλες ΝΑ κατευθύνσεων και μάλιστα την περίοδο του χειμώνα. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα. Έτσι ξεκίνησαν για τον Φοίνικα. Αργότερα, ο Παύλος δικαιώθηκε γιατί στον Φοίνικα δεν έφθασαν ποτέ.
Σήμερα, οι Καλοί Λιμένες ανήκουν στο δήμο Μοιρών και για να φτάσει κανείς εκεί χρειάζεται τουλάχιστον 35 λεπτά, καθώς ο δρόμος δεν είναι ασφαλτοστρωμένος και έχει πολλές στροφές. Υπάρχει μικρός γραφικός οικισμός με καθαρή παραλία, ενώ στο μικρό λιμανάκι αγκυροβολούν ψαρόβαρκες και μικρά ψαροκάικα. Ακριβώς απέναντι από το λιμάνι και λίγα μόλις μέτρα υπάρχει η νησίδα Μικρονήσι, που οι ντόπιοι ονομάζουν νησάκι «απόστολος Παύλος», και όπου υπάρχουν σύγχρονες εγκαταστάσεις για τον ανεφοδιασμό ποντοπόρων πλοίων. Δίπλα και γύρω από τους Καλούς Λιμένες υπάρχουν καταπληκτικές πεντακάθαρες παραλίες, δεξιά η Ψιλή Άμμος, τα Στενά πίσω από το λόφο, και η Καραβόβρυση, ενώ αριστερά του λιμανιού μια μεγάλη παραλία η Μακριά Άμμος ή Αλμυρίκια, με δυο-τρεις γραφικές ταβέρνες. Υπάρχει λιμενική αστυνομία, τελωνείο και λίγα ενοικιαζόμενα δωμάτια με ταβέρνες για τους επισκέπτες της περιοχής. Το γεγονός ότι η θερμοκρασία παραμένει σε υψηλά επίπεδα όλο το χρόνο κάνει τα χελιδόνια να παραμένουν εκεί το χειμώνα. Το πρόβλημα όμως που δημιουργούν οι ΝΑ άνεμοι από την αρχαιότητα υπάρχει και σήμερα, αρκετά έντονο μάλιστα την περίοδο του χειμώνα. Το χειμώνα στον οικισμό μένουν δυο-τρεις οικογένειες και οι εργαζόμενοι στην εταιρία ΣΕΚΑ, που έχει τη διαχείριση του ανεφοδιασμού των πλοίων. Δεξιά από το λιμάνι, πάνω στο λόφο, έχει χτιστεί εκκλησία προς τιμή του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου Α', για την επίσκεψή του στις 15 Νοεμβρίου 1992.
Κοντά στους Καλούς Λιμένες, ανατολικά του ακρωτηρίου Λίθινος, βρίσκεται η πόλη Λασαία. Ήταν ένα από τα λιμάνια της αρχαίας Γόρτυνας και άκμασε τη ρωμαϊκή εποχή. Άλλα αρχαία ονόματά της ήταν Λασός, Άλας και Άλασσα. Στην Καινή Διαθήκη, χωρίς ιδιαίτερα στοιχεία, αναφέρεται πως ήταν πόλη κοντά στο λιμάνι των Καλών Λιμένων όπου αγκυροβόλησε ο απ. Παύλος στο ταξίδι του για τη Ρώμη. Η αναφορά της από το βιβλίο των Πράξεων δείχνει πως ήταν γνωστή την εποχή εκείνη, καθώς οι Καλοί Λιμένες ήταν αγκυροβόλιο πλοίων στα ταξίδια τους στη Μεσόγειο θάλασσα. Η Λασαία σήμερα απέχει 2,5 περίπου χλμ. από το λιμάνι των Καλών Λιμένων και 35 λεπτά από την πόλη των Μοιρών. Ο αρχαιολογικός χώρος της Λασαίας είναι μικρός και μη επισκέψιμος, καθώς γίνονται αρχαιολογικές ανασκαφές με αργούς ρυθμούς. Μπορεί όμως να δει κανείς ερείπια της αρχαίας πόλης έξω από την περίφραξη του χώρου. Απέναντι από τη Λασαία υπάρχει η νησίδα Τράφος, ενώ σε απόσταση μερικών δεκάδων μέτρων υπάρχει πεντακάθαρη παραλία.

Κεγχρεές
Η πόλη ήταν ένα από τα δύο σημαντικότερα λιμάνια της αρχαίας Κορίνθου (το άλλο ήταν το Λέχαιο). Βρίσκεται στο ΒΔ μυχό του Σαρωνικού και εξασφάλιζε την επικοινωνία με τα νησιά του Αιγαίου και την Ανατολή. Η πόλη ήταν κτισμένη στην παραλία με αποτέλεσμα, όταν η στάθμη της θάλασσας ανέβηκε, πολλά κτίσματα να σκεπαστούν από το νερό. Το λιμάνι, σε σχήμα πετάλου, σχηματίστηκε από την κατασκευή δύο τεχνικών μόλων και πλαισιωνόταν από στοές και λιμενικές εγκαταστάσεις.
Στην είσοδο του λιμανιού υπήρχε χάλκινο άγαλμα του Ποσειδώνα, πιθανότατα στο βόρειο μόλο, όπου ανασκάφηκε μαζί με άλλα και ένας τετράγωνος πύργος και οι θεμελιώσεις που στήριζαν το άγαλμα. Στον ίδιο χώρο πρέπει να υπήρχε και ναός της Αφροδίτης, όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας (2,2,3). Επίσης υπήρχε στο νότιο μόλο ιερό της Ίσιδος. Σύμφωνα με τις παραδόσεις του Παυσανία και του Απουλήιου (Μεταμορφώσεις 11,8) αναφέρεται πομπή που ξεκινούσε από την Κόρινθο κι έφτανε στο ιερό της Ίσιδος στις Κεγχρεές, όπου πολλοί μυούνταν στα μυστήρια της θεάς. Η ύπαρξη του ιερού βασίστηκε και σε απεικονίσεις λωτών, παπύρων, πτηνών και ζώων που σχετίζονται με τον Νείλο και βρέθηκαν στο ψηφιδωτό δάπεδο και σε υαλοπίνακες. Σύμφωνα με τον Παυσανία υπήρχε επίσης και ιερό του Ασκληπιού. Έχει ανασκαφεί επίσης και βασιλική του 4ου ή 5ου αιώνα μ.Χ. Η θρησκευτική κατάσταση των Κεγχρεών ήταν παρόμοια με αυτή της Κορίνθου.
Οι Κεγχρεές αναφέρονται δύο φόρες στην Καινή Διαθήκη. Η πρώτη είναι κατά την αναχώρηση του Παύλου από την Κόρινθο για την Έφεσο στη Μ. Ασία (Πράξ. 18:18). Στις Κεγχρεές ο Παύλος κούρεψε το κεφάλι του επειδή «είχε γαρ ευχήν». Η δεύτερη αναφορά των Κεγχρεών στην Καινή Διαθήκη γίνεται στην επιστολή που έγραψε ο απ. Παύλος στους Χριστιανούς στη Ρώμη και εκεί κάνει αναφορά σε μια γυναίκα, τη Φοίβη, που ήταν διακόνισσα στην εκκλησία των Κεγχρεών. Από αυτή την αναφορά μαθαίνουμε ότι στις Κεγχρεές είχε δημιουργηθεί εκκλησία, την ίδια χρονική περίοδο που δημιουργήθηκε και στην Κόρινθο. Ο όρος «διάκονος» δεν έχει την έννοια του εκκλησιαστικού αξιώματος που έχει σήμερα και που λίγο αργότερα αποκρυσταλλώθηκε στην εκκλησιαστική ορολογία, άλλα ήταν μάλλον ένας χαρακτηρισμός που ήταν εφαρμόσιμος σε κάθε χριστιανό «διάκονο» του Θεού που είχε κάποια ευθύνη στην εκκλησία. Σε ένα λιμάνι σαν των Κεγχρεών υπήρχε ανάγκη για βοήθεια σε φτωχούς, αρρώστους, χήρες, ορφανά αλλά ιδιαίτερα, όπως φαίνεται από το χωρίο Ρωμαίους 16:2, για βοήθεια και φιλοξενία σε Χριστιανούς που περνούσαν από το λιμάνι. Αυτά θα πρέπει να ήταν μερικά από τα καθήκοντα της διακόνισσας Φοίβης.
Οι Κεγχρεές σήμερα είναι ένα μικρό χωριό με 150 μόνιμους κάτοικους. Υπάρχουν αρκετά σπίτια που χρησιμοποιούνται σαν εξοχικές κατοικίες, ιδίως των Αθηναίων. Οι λιγοστοί κάτοικοι του χωριού στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι αγρότες και ασχολούνται με την παραγωγή ντομάτας και τη καλλιέργεια πορτοκαλιών. Το αρχαίο λιμάνι των Κεγχρεών δίπλα στο χωριό, χρησιμοποιείται για τη φύλαξη μικρών ψαρόβαρκων, αλλά και σαν ιδανική παραλία για τους κατοίκους της περιοχής. Στη σημερινή Κόρινθο υπάρχει η Ενορία Κεγχρεών που είναι από τις λίγες μικρές Ενορίες που υφίστανται από την εποχή της Καινής Διαθήκης μέχρι σήμερα.

Κλαύδη (Γαύδος)
Η Γαύδος είναι μικρό νησάκι στα ΝΔ παράλια της Κρήτης και απέχει 20 ναυτικά μίλια από το ακρωτήριο Βάταλος και τη Χώρα Σφακίων. Αποτελεί το νοτιότερο σημείο της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης. Έχει έκταση 37 τ. χλμ. Παλαιά ονομαζόταν Καύδος και οι κάτοικοί της Καύδιοι. Άλλο όνομά της ήταν το Γαύδη (Πτολεμ. Γ, ιζ,11). Ο Πλίνιος (ΙV, 20,61) την αναφέρει με το σημερινό της όνομα Γαύδος. Ο ιστορικός Στράβων την αναφέρει ως Γαύδο. Στους ναυτικούς πίνακες του Μεσαίωνα σημειώνεται ως Γκότζο (Gozzo). Στην εποχή της Ενετοκρατίας λεγόταν Γκότζο. Άλλη ονομασία της είναι Καύνος. Νεότερη ονομασία της ήταν και Γαυδονήσι. Ο Όμηρος αναφέρεται στο νησί πολλές φορές. Λέγεται ότι στο ακρωτήριο της Τρυπητής, το νοτιότερο σημείο της Ευρώπης βρισκόταν αιχμάλωτος της Καλυψώς ο Οδυσσέας.
Η ιστορία της Γαύδου ξεκινά από τους νεολιθικούς χρόνους, αφού υπάρχουν αναφορές για κατοίκησή της από τους αρχαίους συγγραφείς Ηρόδοτο, Στράβωνα, Πτολεμαίο και Ιεροκλή. Αρχαιολογικές έρευνες έχουν δείξει ότι κατοικείται από το 3.000 π.Χ. Το 1927 ο αρχαιολόγος F. Halbherr ανακάλυψε στο Πραιτόριο της Γόρτυνας, στην περιοχή του Ηρακλείου, τα δύο πρώτα τμήματα μιας επιγραφής χαραγμένης σε πωρόλιθο. Το 1960, βρέθηκε εντοιχισμένο σ’ ένα αγροτόσπιτο στην περιοχή Μεσαράς του Ηρακλείου, το τρίτο τμήμα της ίδιας επιγραφής. Η μελέτη της ολοκληρωμένης πια επιγραφής έφερε στο φως τη Συνθήκη, που έγινε μεταξύ Γορτυνίων και Καυδίων και αποδεικνύει τη σχέση που υπήρχε ανάμεσα στην παντοδύναμη τότε Γόρτυνα και στη Γαύδο, τον 3ο αιώνα π.Χ. Το κείμενο είναι γραμμένο στη δωρική κρητική διάλεκτο της εποχής και αναφέρει ότι οι Γορτύνιοι επιτρέπουν στους κατοίκους της Γαύδου να κατοικούν στο νησί τους ελεύθεροι και αυτόνομοι, με δικά τους δικαστήρια και νόμους και με το καθεστώς που καθόρισαν οι Γορτύνιοι. Οι κάτοικοι της Γαύδου υποχρεούνται να ακολουθούν τους Γορτύνιους σε πόλεμο και ειρήνη και να καταβάλλουν το 1/10 από τους καρπούς που παράγει η γη τους εκτός από τα ζώα, τα λαχανικά και την πρόσοδο των λιμένων. Επίσης να δίνουν κάθε χρόνο 5.000 χόες αλατιού, από τη συνολική παραγωγή, και 200 μεδίμνους από τους καρπούς του κέδρου, αν η σοδειά είναι καλή, και 60 μεδίμνους αν η σοδειά δεν είναι καλή. Το αλάτι και το κεδρέλαιο που χρησιμοποιείτο στη φαρμακευτική και τη συντήρηση των πλοίων ήταν τα κύρια προϊόντα της Γαύδου. Στην παλαιοχριστιανική εποχή η Γαύδος ήταν βυζαντινή επαρχία με δικό της επίσκοπο. Στη νεώτερη ιστορία αναφέρεται σαν τόπος εξορίας.
Στο βρετανικό μουσείο βρίσκεται μαρμάρινο άγαλμα του 500-300 π.Χ. από τη Γαύδο.
Η Γαύδος στην Κ. Διαθήκη αναφέρεται σαν Κλαύδη. Στη διάρκεια της μεταφοράς του Παύλου από την Ιουδαία προς τη Ρώμη για να δικαστεί, ξέσπασε ξαφνικός δυνατός άνεμος, ο Ευροκλείδων (Πραξ. 27:14), με αποτέλεσμα να παρασυρθεί το πλοίο κοντά στο νησί. Εκεί με αρκετή δυσκολία μάζεψαν τον ιστό και με σηκωμένη την άγκυρα άφησαν ελεύθερο το πλοίο για να μη πέσουν πάνω στη Σύρτη (περιοχή της Β. Αφρικής). Η θαλάσσια περιοχή νότια από τα παράλια της Κρήτης θεωρείται δύσκολη και επικίνδυνη. Ενώ ένα πλοίο μπορεί να ξεκινήσει με καλό καιρό, μετά από μερικά μίλια ο καιρός μπορεί να αλλάξει δραματικά, φτάνοντας ακόμα και τα 8-9 μποφόρ από τις αρχές ακόμα του φθινοπώρου. Όταν το πλοίο που μετέφερε τον Παύλο ξεκίνησε από το λιμάνι των Καλών Λιμένων, για να ξεχειμωνιάσει στο λιμάνι του Φοίνικα, που θεωρείτο πιο ασφαλές κατά τη χειμερινή περίοδο, ξεκίνησε με καλό καιρό, η κατάσταση άλλαξε ξαφνικά. Εάν μάλιστα συνυπολογιστεί το ότι δεν υπήρχε πρόγνωση καιρού, μαζί με το ότι τα πλοία της εποχής εκείνης υστερούσαν κατά πολύ με τα σύγχρονα και ήταν πολύ μικρότερα, τα ταξίδια αυτά ήταν άκρως επικίνδυνα, πλην όμως αναγκαία. Ακόμα και σήμερα το λιμεναρχείο παρότι έχει πρόγνωση καιρού, για τα δρομολόγια προς το νησί της Γαύδου, ενημερώνεται από τον πλοίαρχο του καραβιού που επιστρέφει από το νησί, όταν φυσικά οι καιρικές συνθήκες το επιτρέπουν, καθώς η κατάσταση μπορεί να αλλάξει ξαφνικά χωρίς να μπορεί να γίνει καμία ασφαλής πρόγνωση. Στην περίπτωση του πλοίου που μετέφερε τον Παύλο, ο άνεμος που έπιασε ξαφνικά ήταν τυφώνας, κάνοντας ακόμα πιο τραγική την κατάσταση. Γι’ αυτό αποφάσισαν να αδειάσουν το περιεχόμενο του πλοίου στη θάλασσα, και την επόμενη μέρα να πετάξουν ακόμα και τα σκεύη. Ο καπετάνιος του πλοίου αποφάσισε να κατεβάσει τα πανιά, για να μην πλέει με περισσότερη ταχύτητα το πλοίο κόντρα στα κύματα δημιουργώντας μεγαλύτερο πρόβλημα στη σταθερότητα του, αφήνοντας την πορεία του στην «τύχη», που δεν ήταν τίποτα άλλο από την πρόνοια του Θεού, για τη σωτηρία του Παύλου και όλων όσων ταξίδευαν με το πλοίο. Παρόμοιο τρόπο διακυβέρνηση του πλοίου, όταν η θάλασσα ανοιχτά της Κρήτης προς τη Γαύδο είναι φουρτουνιασμένη, διαλέγει ο καπετάνιος και στις μέρες μας, μηδενίζοντας την ταχύτητα του πλοίου και αφήνοντας το πλεύσει με όσο το δυνατόν μικρότερη ταχύτητα κόντρα στα μανιασμένα κύματα, αποφεύγοντας πιθανή βύθιση του πλοίου.
Σήμερα, η Γαύδος είναι ένα ήσυχο, πεδινό νησί με φυσικές παραλίες και μαγευτικές αμμουδιές. Το μεγαλύτερο μέρος του νησιού είναι πράσινο με πεύκα, θάμνους, και τους περίφημους κέδρους του Λιβάνου. Τα Βαστιανά είναι το νοτιότερο χωριό της Ευρώπης, ενώ στο ακρωτήριο Τρυπητή και συγκεκριμένα οι Καμάρες είναι το νοτιότερο σημείο της Ευρώπης. Εκεί μάλιστα έχει τοποθετηθεί μια μεγάλη πολυθρόνα πάνω στην οποία μπορεί κανείς να φωτογραφηθεί. Από το σημείο αυτό μπορεί να αγναντέψει στο Λιβυκό πέλαγος, και να φανταστεί την πορεία του πλοίου που μετέφερε τον Παύλο στη Ρώμη. Στο νησί υπάρχει επίσης ο δεύτερος μεγαλύτερος φάρος στον κόσμο. Το νησί κατοικείται από λιγοστούς κατοίκους, περίπου 40, που ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία, τα αμπέλια, και τους καλοκαιρινούς μήνες τον τουρισμό. Υπάρχει δημοτικό σχολείο με ένα παιδί (2003) και αγροτικό ιατρείο, στην πρωτεύουσα του νησιού Καστρί, καθώς και αστυνομία στο λιμάνι του νησιού, το Καράβι. Η παροχή ρεύματος γίνεται μόνο μέσω γεννητριών. Λόγω του πελάγους το νησί είναι πλούσιο σε ψάρια, αστακούς, καραβίδες, γαρίδες κ.α. Η Γαύδος προσφέρεται για ξεκούραστες, ανέμελες και συγχρόνως λιτές διακοπές, με καταπληκτικές παραλίες όπως το Σαρακίνηκο, ο Ποταμός, ο Κόρφος και ο Άγιος Ιωάννης, η ομορφότερη του νησιού στης οποίας τους αμμόλοφους και κάτω από τα κέδρα, διαμένουν σε σκηνές οι περισσότεροι νέοι παραθεριστές. Ενοικιαζόμενα λιτά δωμάτια και γραφικές ταβέρνες υπάρχουν τα περισσότερα στο Σαρακίνηκο, ελάχιστα και στο λιμάνι. Συνδέεται ατμοπλοϊκά με την Κρήτη και συγκεκριμένα με τα Σφακιά (1,5 ώρα) και την Παλαιοχώρα Χανίων (2,5 ώρες), όταν ο καιρός είναι καλός, με δρομολόγια σχεδόν κάθε μέρα τους καλοκαιρινούς μήνες, όταν ο καιρός το επιτρέπει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: