5 Οκτ 2011

Ο Πελοποννησιακός πόλεμος και οι επιπτώσεις του

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στην εποχή τους υπήρξαν αντικείμενο θαυμασμού και φόβου. Ήταν οι αρχαίοι πολεμιστές που εφεύραν το κέντρο νεοσυλλέκτων, την κατά μέτωπο επίθεση, τη δημόσια εκπαίδευση και μια ζωή και μια αισθητική που φέρνει μέχρι και σήμερα το όνομά τους. Πρόκειται για τους αρχαίους Σπαρτιάτες.
Από τον 8ο μέχρι τον 5ο αιώνα π.Χ., όλη η αρχαία Ελλάδα φθονούσε τη Σπάρτη και τις δεκάδες μάχιμες πόλεις-κράτη της. Οι πιο πολλοί Έλληνες θαύμαζαν, αλλά και φοβόντουσαν τους Σπαρτιάτες. Δεν ένιωθαν άνετα, όταν ένας σπαρτιάτικος στρατός, ακόμα και μικρός, πλησίαζε κοντά στην περιοχή τους, εξαιτίας της φήμης που είχαν οι Σπαρτιάτες ως στρατιώτες. Η θέα και μόνον της σπαρτιάτικης πολεμικής μηχανής έκανε πολλούς αντιπάλους της να τρέχουν στα βουνά. Όταν γίνονταν μάχες, η διάρκειά τους συνήθως περιοριζόταν σε λίγες μόνον ημέρες. Παρ’ όλα αυτά, στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., όλα αυτά άλλαξαν με μια τεράστια εισβολή από την Ανατολή. Η Περσία, μια αχανής αυτοκρατορία, διψασμένη για κατακτήσεις, εισέβαλε στην Ελλάδα με έναν τεράστιο στρατό 300.000 ανδρών. Οι Έλληνες, όμως, υπό την ηγεσία της Σπάρτης, αντιστάθηκαν στην πρόκληση. Το 480 π.Χ., 300 Σπαρτιάτες στρατιώτες πέρασαν στην αθανασία με την αντίστασή τους στο στενό των Θερμοπυλών, εμπνέοντας ένα έθνος και αλλάζοντας την πορεία ενός πολέμου. Μετά, ένα χρόνο αργότερα, στην πεδιάδα των Πλαταιών, οι Σπαρτιάτες συνέτριψαν το περσικό πεζικό, σε μια από τις πιο αιματηρές σελίδες της ιστορίας. Ο στρατηγός Παυσανίας και οι θρυλικοί Σπαρτιάτες πολεμιστές του, δέχτηκαν τιμές ηρώων. Όμως, καθώς τα ελάχιστα περσικά στρατεύματα γύριζαν στην πατρίδα τους, οι Έλληνες αναρωτιόντουσαν πότε θα άρχιζε η επόμενη μάχη. Δεν είχαν συντρίψει τις περσικές δυνάμεις, δεν είχαν πατάξει την Περσική αυτοκρατορία, ούτε είχαν αρπάξει τα περσικά πλούτη. Συνεπώς, ο κάθε νοήμων Έλληνας σκεφτόταν αυτήν την πιθανότητα.

ΟΙ ΕΙΛΩΤΕΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΟΥΝ
Στο μεταξύ, οι Αθηναίοι έγινα πολύ ισχυροί στη θάλασσα, ενώ ο σπαρτιάτικος στρατός ήταν ανίκητος στην ξηρά. Ήταν δυο ισχυρές δυνάμεις, με δυο πολύ διαφορετικές ιδεολογίες. Η Σπάρτη απαιτούσε, οι πόλεις-κράτη της Πελοποννησιακής Συμμαχίας να καθιερώσουν ολιγαρχίες, υπό τη διοίκηση λίγων προνομιούχων. Αντίθετα, τα μέλη της Δηλιακής Συμμαχίας προτιμούσαν τη δημοκρατία. Οι δυο Έλληνες γίγαντες οδηγούνταν προς τον πόλεμο, όταν συνέβη το αναπάντεχο. Ένας σεισμός έγινε στην περιοχή της Σπάρτης, με αποτέλεσμα τον θάνατο πολλών Σπαρτιατών. Οι είλωτες της Μεσσηνίας εκμεταλλεύτηκαν αυτή τη φυσική καταστροφή και επαναστάτησαν. Πάνω από 1.000 Σπαρτιάτες πέθαναν στον σεισμό, και οι 9.000 Οπλίτες που απέμειναν έπρεπε να καταπνίξουν μια μεγάλη επανάσταση.
Απεγνωσμένοι, στράφηκαν στον Αθηναίο φίλο τους, τον Κίμωνα, για βοήθεια. Διακινδυνεύοντας και ο ίδιος, κατάφερε να πείσει τους Αθηναίους να στείλουν στρατό στη Σπάρτη. Πράγματι, οι Αθηναίοι έστειλαν ισχυρό στρατό ξηράς, για να βοηθήσουν τους Σπαρτιάτες να καταπνίξουν την επανάσταση των ειλώτων. Όταν όμως οι Αθηναίοι έφτασαν εκεί, οι Σπαρτιάτες, αντιδρώντας πολύ παράξενα, είπαν: «Συγγνώμη, αλλά δυστυχώς αλλάξαμε γνώμη». Με τη στάση τους αυτή, πρόσβαλαν τους Αθηναίους και έστειλαν πίσω το στρατό τους. Αυτό το έκαναν επειδή τρομοκρατήθηκαν και σκανδαλίστηκαν όταν είδαν τους δημοκρατικούς Αθηναίους να περιφέρονται και να λένε: «Μα δεν είναι σωστό να υποδουλώνετε άλλους Έλληνες». Από τη στιγμή αυτή έγινε σαφές ότι οι δυο αυτές πλευρές δε θα κρατούσαν πια φιλική στάση μεταξύ τους. Η ταπεινωτική απόρριψη των Σπαρτιατών εξόργισε τους Αθηναίους, κυρίως τους αριστοκράτες. Ο Κίμων εξοστρακίστηκε από την Αθήνα για 10 χρόνια ως τιμωρία. Στη Σπάρτη, οι αναταραχές με τους είλωτες της Μεσσηνίας συνεχίστηκαν για άλλα δύο χρόνια. Τελικά, το 462 π.Χ., οι είλωτες περιορίστηκαν. Όμως τα προβλήματα της Σπάρτης συνεχίστηκαν στον βορρά.

Α' ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Η Αθήνα συνέχιζε τον επεκτατισμό της, κλείνοντας συμμαχία με τη Θεσσαλία και το Άργος. Αυτό θα πρέπει να τρομοκράτησε τη Σπάρτη, επειδή έβλεπε ότι οι παλιοί της εχθροί είχαν γίνει τώρα δημοκράτες. Οι Σπαρτιάτες έβλεπαν τη δημοκρατία ως διπλή απειλή. Πρώτον, φοβόντουσαν ότι θα επηρέαζε την κοινωνία τους, και δεύτερον φοβόντουσαν την επίδραση που θα είχε στις αγροτικές τους περιοχές, αν αυτές γίνονταν δημοκρατικές. Το 459 π.Χ., η Αθήνα και η Σπάρτη ήρθαν σε σύγκρουση. Όμως, ο Α' Πελοποννησιακός πόλεμος μετατράπηκε μόνο σε συνεχείς απειλές, από τη μια πλευρά στην άλλη. Κάποιες φορές γίνονταν συμπλοκές και κάποιες μάχες, ενώ άλλες φορές επικρατούσε το κλίμα του Ψυχρού Πολέμου. Δεν έγινε όμως ποτέ πόλεμος.

Ο ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΥΣΟΣ ΑΙΩΝΑΣ
Στο μεταξύ, τη θέση του Κίμωνα την πήρε ένας πλούσιος Αθηναίος, ο Περικλής, που είχε γεννηθεί μέσα στην πολιτική και θα κατείχε την πρώτη θέση στην Αθήνα για τα επόμενα 30 χρόνια. Ένας από τους σκοπούς του Περικλή ήταν να πάρει τους θησαυρούς της Δηλιακής συμμαχίας, τους οποίους αρχικά είχαν υπό τον έλεγχό τους οι σύμμαχοι. Στα μέσα του 5ου αιώνα, οι Αθηναίοι μετέφεραν τους θησαυρούς αυτούς από τη Δήλο στην Αθήνα. Αυτή ήταν η κρίσιμη στιγμή, κατά την οποίαν οι Αθηναίοι πήραν τον έλεγχο στα χέρια τους. Ξαφνικά, με τόσο πλούτο ο Περικλής άρχισε να εξετάζει τα σχέδια ενός δημόσιου κτιρίου, τόσο φαντασμαγορικού, που ο κόσμος δεν είχε δει ξανά. Έτσι, λοιπόν, άνθισε ο σπουδαίος αθηναϊκός πολιτισμός, γνωστός ως ο «Χρυσός αιώνας».
Στο πρόγραμμα για τη δημιουργία των νέων λαμπρών κτιρίων, ο Περικλής ολοκλήρωσε αρχικά τα μακρά τείχη του Πειραιά, προφυλάσσοντας την πόλη από οποιαδήποτε μελλοντική επιδρομή. Η Αθήνα σύντομα έγινε μια απόρθητη πόλη και ήταν ένα εμπορικό, ναυτικό και στρατιωτικό κέντρο. Εισήγαγε τρόφιμα και προμήθειες από την Κριμαία και την Αίγυπτο. Το πανίσχυρο ναυτικό της εμπόδιζε κάθε προσπάθεια της Σπάρτης να αποτρέψει τον ανεφοδιασμό της. Οι Αθηναίοι, όσο έλεγχαν τον Πειραιά, δεν είχαν λόγο να φοβούνται μήπως κάποιος σπάσει τις γραμμές του ανεφοδιασμού τους. Ο Περικλής διέταξε επίσης να ξεκινήσουν εργασίες στο συγκρότημα του ναού στην κορυφή της Ακρόπολης, που είχε καταστραφεί πριν 30 χρόνια από τον περσικό στρατό. Η αισιοδοξία του αθηναϊκού πολιτισμού τον 5ο αιώνα π.Χ. πηγάζει από τη νίκη τους επί των Περσών. Είναι η κλασική περίοδος του ελληνικού πολιτισμού, η περίοδος των υπέροχων γλυπτών, των σπουδαίων τραγωδιών του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, των κωμωδιών του Αριστοφάνη και των ιστοριών του Θουκυδίδη. Οι σπουδαίοι φιλόσοφοι Σωκράτης και Πλάτωνας έζησαν και αυτοί την ίδια εποχή. Ίσως, όμως, το μεγαλύτερο επίτευγμα από όλα να είναι ο Παρθενώνας, που θεωρείται το αριστούργημα της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Στο εσωτερικό του ναού βρισκόταν το μεγαλοπρεπές άγαλμα της Αθηνάς, από χρυσό και ελεφαντόδοντο, την οποία θεωρούσαν ότι ήταν η προστάτιδα του αθηναϊκού στρατού. Αν χτιζόταν σήμερα ο Παρθενώνας θα στοίχιζε πάνω από μισό δισεκατομμύριο Ευρώ. Υπό την ηγεσία του Περικλή, η Αθήνα έγινε το κέντρο της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής του Αιγαίου. Μια εντυπωσιακή πόλη 60.000 περίπου κατοίκων. Ήταν σίγουρα το αντίθετο της βλοσυρής Σπάρτης, που επηρεασμένη από το βουνήσιο περιβάλλον της, εξακολουθούσε να είναι μια απειλή για την Αθήνα. Νομίζω πως όταν οι Σπαρτιάτες είδαν την Αθήνα να αυξάνει σε δύναμη, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκαν ήταν: «Διαλύστε τους! Δεν μπορούμε να τους αφήσουμε να κερδίσουν κι άλλο έδαφος». Έτσι, στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., η Αθήνα και η Σπάρτη, οι δυο πιο ισχυρές πόλεις-κράτη της Ελλάδας, βρέθηκαν στο χείλος ενός ολοκληρωτικού πολέμου.

Η 30ΕΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗ
Το 450 π.Χ., η ζυγαριά της εξουσίας έγερνε από τη Σπάρτη προς την Αθήνα, όπου ο Χρυσός αιώνας βρισκόταν στο αποκορύφωμά του. Τη Σπάρτη, αυτή την περίοδο, την χαρακτήριζε ο φόβος και η καχυποψία. Όλο και πιο πολύ ένιωθε να απειλείται από την αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας. Οι Σπαρτιάτες ήταν πάντοτε αλαζόνες και ήταν πολύ σημαντικό γι’ αυτούς να μπορούν να λένε: «Είμαστε οι πρώτοι και πάνω από όλους. Κανείς δεν είναι ανώτερός μας». Έτσι λοιπόν, ο σπαρτιάτικος στρατός εισέβαλε στην Αττική το 446 π.Χ. και λίγο μετά οι Αθηναίοι ζήτησαν ανακωχή. Η ειρηνική περίοδος των 30 ετών συμφωνήθηκε και από τις δυο πλευρές την επόμενη χρονιά. Και έτσι, ο Α' Πελοποννησιακός πόλεμος έφτασε στο τέλος του, αν και η Σπάρτη ήταν αποφασισμένη να προχωρήσει στην ενδοχώρα. Παρ’ όλα αυτά, τα επόμενα 10 χρόνια, οι Αθηναίοι συνέχισαν να επεμβαίνουν στις αποφάσεις των μελών της Πελοποννησιακής συμμαχίας, αποξενώνοντας έτσι ουσιαστικά τη Σπάρτη. Στο μεταξύ, η Αθήνα άρχισε να επεκτείνεται και πέρα από τη Μακεδονία και τα νησιά του Αιγαίου, συνθλίβοντας μικρότερες πόλεις και οικισμούς που ήταν φιλικοί προς τη Σπάρτη. Οι Σπαρτιάτες βέβαια εξέλαβαν αυτές τις κινήσεις ως τα πρώτα αλλά σίγουρα βήματα της εισβολής εναντίον της ίδιας της Σπάρτης. Οι Κορίνθιοι, από τους πιο σημαντικούς συμμάχους της Σπάρτης, είναι πεπεισμένοι ότι σκοπός της Αθήνας είναι να διαλύσει την Πελοποννησιακή συμμαχία, για να γίνει η ηγεμονική δύναμη ολόκληρου του Αιγαίου. Οι Σπαρτιάτες, όμως, άρχισαν σταδιακά να υποχωρούν. Δεν ανυπομονούν να συγκρουστούν με τους Αθηναίους. Ξέρουν ότι δεν θα είναι ένας εύκολος πόλεμος. Οι Αθηναίοι έχουν ένα ναυτικό που μοιάζει ανίκητο, ενώ η Σπάρτη ουσιαστικά δεν έχει ναυτικό για να αντιδράσει. Ο σχηματισμός και η συντήρηση ενός ισχυρού ναυτικού απαιτούσε μεγάλη προσπάθεια και χρήματα, ενώ η Σπάρτη απέρριπτε κάθε μορφή χρημάτων, πιστεύοντας ότι «μόλυνε» τη ζωή των κατοίκων και έφερνε πολλούς πειρασμούς από τον έξω κόσμο. Δεν είχαν καν δικό τους νόμισμα. Ένας στόλος 200 πλοίων χρειάζεται 4.000 άντρες, πέρα από τους ναύτες, που να εργάζονται για το στόλο. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν πολλά στόματα που πρέπει να τραφούν. Οι Αθηναίοι είχαν οργανώσει ένα σύστημα για να συγκεντρώνουν χρήματα για να συντηρούν το στόλο. Οι Σπαρτιάτες ούτε καν φαντάζονταν κάτι τέτοιο. Και έτσι, η Σπάρτη συνέχιζε να αρνείται να συρθεί σε πόλεμο. Τελικά, όμως, αναγκάστηκε να ακούσει, όταν τα μέλη της Πελοποννησιακής συμμαχίας κάλεσαν έκτακτη συνέλευση το 432 π.Χ. Πολλές πόλεις εναντιώθηκαν στη στάση της Σπάρτης προς την Αθήνα και τους συμμάχους της. Με το να μη κάνουν κάτι, είπαν, οι Σπαρτιάτες ενθάρρυναν τους Αθηναίους να συνεχίζουν την επιθετική τους στάση. Υπήρξαν διαφωνίες και δυσπιστία ανάμεσα στα μέλη, αλλά ήταν πλέον σαφές ότι το πρόβλημα θα λυνόταν μόνο μέσω πολέμου και όχι μέσω ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων. Η δικαιολογία της Σπάρτης, για τον τερματισμό της 30χρονης ειρήνης, ήταν ότι θα ελευθέρωναν την Ελλάδα από τον ζυγό της Αθήνας, που είχε καταλύσει την αυτονομία των πόλεων-κρατών. Η στρατηγική της Σπάρτης ήταν απλή. Θα εισέβαλλαν στην Αττική και θα συγκρούονταν με τους Αθηναίους σε μια κατά ξηρά μάχη. Έτσι κινητοποίησαν τον μεγαλύτερο στρατό που είχε οργανώσει ποτέ η Πελοποννησιακή συμμαχία, περίπου 50-60.000 άντρες.

Β' ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Στα τέλη της άνοιξης του 431, η περίφημη σπαρτιάτικη πολεμική μηχανή, που τόσο πολύ έτρεμαν οι εχθροί της, προχώρησε βόρεια μέσα από τον Ισθμό και την πεδιάδα των Μεγάρων και μπήκε στην πεδιάδα της Αττικής. Ο Περικλής, πάντως, ήταν αποφασισμένος να αποφύγει την κατά μέτωπο μάχη. Αντίθετα, σχεδίασε μια διπλή στρατηγική. Επίθεση από θάλασσα, άμυνα από ξηρά. Στη θάλασσα, το αθηναϊκό ναυτικό απέπλευσε με 100 πολεμικές τριήρεις. Η αποστολή τους ήταν η επιθετική τους παρουσία στις ακτές της Πελοποννήσου. Στην ξηρά, το σχέδιο του Περικλή ήταν πιο αντιφατικό. Στην ουσία ήταν μια εντελώς αντισυμβατική προσέγγιση πολέμου. Η στρατηγική του ήταν η εξής: Ήθελε να αποφύγει, με κάθε κόστος, τον πόλεμο στην ξηρά, δηλαδή, τη μάχη μεταξύ οπλιτών. Αποφασίζει, λοιπόν, να εκκενώσει την Αττική και να στείλει τους κατοίκους της, τους αγρότες και τις οικογένειές τους, που ίσως ξεπερνούσαν συνολικά τους 100.000, μέσα στα τείχη της Αθήνας, με την προοπτική ότι η Αθήνα θα συνέχιζε να εφοδιάζεται μέσω της θάλασσας. Έχουν ένα ασφαλές λιμάνι, τεράστια τείχη γύρω από την πόλη και μπορούν να εισάγουν όσα τρόφιμα θέλουν, διατηρώντας έτσι τον έλεγχο της αυτοκρατορίας τους. Μπορούσαν να το κάνουν αυτό, επειδή συνέλεγαν χρήματα από τη συμμαχία τους και είχαν ισχυρό στόλο που έλεγχε τη θάλασσα. Όλα ήταν τέλεια. Οι Σπαρτιάτες δεν είχαν παράδοση σε πολιορκητικές μηχανές για εισβολή σε πόλεις. Έτσι, δεν θα μπορούσαν να φτάσουν τα τείχη της Αθήνας. Είχαν όμως την παράδοση του «ελληνικού» πολέμου, όπου εισέβαλαν στον ιερό τόπο του εχθρού, ντροπιάζοντας έτσι την εθνική του υπερηφάνεια και τιμή. Έκοβαν κάποιες ελιές, έκαιγαν μερικά στρέμματα αγροτικών καλλιεργειών και οι εξαγριωμένοι αγρότες ορμούσαν για να υπερασπιστούν τη γη τους, αυτοί τους σκότωναν, και το θέμα έληγε εκεί. Όμως, οι Αθηναίοι δεν υποχώρησαν. Παρέμειναν οχυρωμένοι μέσα στην πόλη, καθώς προστατεύονταν από τα μεγάλα τείχη της, που σε αυτά συμπεριλαμβάνονταν και τα μακρά τείχη που έφταναν τα 8 χιλιόμετρα, μέχρι το λιμάνι του Πειραιά. Οι Σπαρτιάτες σάστισαν με την εξέλιξη αυτή, επειδή δεν μπορούσαν να αντιδράσουν. Το σπαρτιάτικο σύστημα στηριζόταν στο εξής: «Εμείς εισβάλουμε στην περιοχή σας, εσείς υποχωρείτε και εμείς σας πετσοκόβουμε». Αποθαρρυμένοι, οι Σπαρτιάτες συνεχίζουν να καταστρέφουν τα χωράφια της Αττικής. Η Σπάρτη όμως δυσκολευόταν να εφοδιάζει έναν τόσο μεγάλο στρατό και η σκέψη: «Να περιμένουμε να βγουν οι Αθηναίοι να πολεμήσουν», δεν ήταν λύση. Ένα μήνα μετά την άφιξή του, ο τεράστιος στρατός αναγκάζεται να τα μαζέψει και να γυρίσει πίσω. Τον πρώτο χρόνο, το σχέδιο του Περικλή έμοιαζε ιδιοφυές, αλλά δεν είχε υπολογίσει το γεγονός ότι μια πόλη, σχεδιασμένη να φιλοξενεί το πολύ 125.000 κατοίκους, ήταν αδύνατο να δεχθεί τους καλοκαιρινούς μήνες 300.000 ανθρώπους. Δεν είχε υπονόμους, ούτε δίκτυα άρδευσης, ούτε αρκετά σπίτια. Όμως, το μεγαλύτερο λάθος στους υπολογισμούς του Περικλή δεν είχε να κάνει με τον συνωστισμό στην πόλη, αλλά το ότι υποτίμησε το αποτέλεσμα που είχε το σχέδιό του στο ηθικό των ανθρώπων. Ένιωθαν δειλοί. Είχαν κλειστεί πίσω από τα τείχη, έβλεπαν τους Σπαρτιάτες να έρχονται και δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Αυτό πήγαινε ενάντια στον ελληνικό κώδικα του Οπλίτη και έβλαπτε το ηθικό τους.

ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ
Όταν οι Σπαρτιάτες μπήκαν στην Αττική, το επόμενο καλοκαίρι, η στρατηγική του Περικλή δεχόταν πιέσεις. Κανείς όμως δεν μπορούσε να προβλέψει αυτό που θα επακολουθούσε. Η Αθήνα χτυπήθηκε από έναν τρομερό λοιμό, που αφάνισε περίπου το 1/3 του πληθυσμού. Φανταστείτε τι σήμαινε αυτό. Η θανατηφόρα ασθένεια, που μάλλον ήρθε από πλοίο της Αιγύπτου, μετέτρεψε τους δρόμους της Αθήνας σε νεκροταφεία. Η πόλη γέμισε από άψυχα κορμιά. Ο λοιμός δεν έκανε διακρίσεις. Νέοι και γέροι, φτωχοί και πλούσιοι ήταν τα θύματα. Το αποτέλεσμα ήταν η αποδυνάμωση της Αθήνας, του ναυτικού και του στρατού της. Ξαφνικά, το αθηναϊκό σχέδιο δεν έμοιαζε πια σπουδαίο. Ο λοιμός σκότωσε ακόμα και τον ηγέτη της Αθήνας, τον Περικλή, οπότε ο εμπνευστής αυτού του σχεδίου δεν υπήρχε πια για να το εφαρμόσει. Ο θάνατος του Περικλή άφησε την Αθήνα έρμαιο των εχθρών της και των ανίκανων διαδόχων. Αυτό όμως που πέθανε επίσης, ήταν το εκπληκτικό του όραμα. Αυτό δημιούργησε τεράστια προβλήματα στους Αθηναίους, επειδή δεν υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος διάδοχος του Περικλή. Ήταν μια δημοκρατική πόλη και δεν υπήρχε κυβέρνηση. Αυτοί που θεωρούσαν τους εαυτούς τους διαδόχους είχαν εντελώς διαφορετική άποψη και δεν είχαν την ευστροφία του Περικλή. Η Αθήνα, λοιπόν, βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Πέρα από τις απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, ο λοιμός προκάλεσε σοβαρό ψυχολογικό πλήγμα στους Αθηναίους. Η πίστη τους στους θεούς είχε τρανταχθεί και η αυτοπεποίθησή τους είχε κλονιστεί πολύ. Στη συνέχεια, οι Αθηναίοι προτείνουν να γίνει ειρήνη, οι Σπαρτιάτες αρχίζουν να πιστεύουν ότι θα νικήσουν και απορρίπτουν την πρόταση ειρήνης και ο πόλεμος συνεχίζεται. Οι Αθηναίοι φαντάζουν πλέον στα μάτια των Σπαρτιατών δειλοί. Δεν βγαίνουν να πολεμήσουν, κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί. Γι’ αυτό, πιστεύω, ότι οι Σπαρτιάτες δεν δέχτηκαν να κάνουν ειρήνη με κάποιους που δεν είχαν το θάρρος να βγουν έξω και να πολεμήσουν. Έτσι, οι Αθηναίοι συγκεντρώσουν 250 τριήρεις, το μεγαλύτερο στόλο μέχρι τη στιγμή εκείνη. Μετά την αποστασία της Λέσβου, αποφασίζουν να χρησιμοποιήσουν τη ναυτική αυτή δύναμη και να αποκλείσουν τα λιμάνια της Μυτιλήνης. Τον επόμενο χρόνο, το 427 π.Χ., ο Αθηναίος στρατηγός Νικίας κατακτά τη Μινώα, ενώ οι Σπαρτιάτες κατακτούν τις Πλαταιές. Έτσι, λοιπόν, συνεχιζόταν ο Πελοποννησιακός πόλεμος, από λιμάνι, σε πόλη, σε νησί, σε όλο το Αιγαίο. Νίκες, ήττες, κατακτήσεις και αποστασίες. Η Αθήνα και η Σπάρτη, τα πρώτα δύο χρόνια του πολέμου βρίσκονταν πραγματικά σε απόγνωση. Καμιά από τις δυο δεν φαινόταν να κερδίζει τον πόλεμο. Οι Αθηναίοι, πρώτοι, αρχίζουν να βιώνουν τα δυσάρεστα αποτελέσματα του πολέμου. Ο πληθυσμός τους αφανίζεται, η γη τους λεηλατείται και οι θησαυροί σχεδόν εξαντλούνται.

Η ΠΥΛΟΣ ΚΑΙ Η ΝΙΚΙΕΙΟΣ ΕΙΡΗΝΗ
Όμως, το 425 π.Χ., η Αθήνα ετοιμάζεται ξανά για μάχη. Εκείνο το καλοκαίρι, στην Πύλο, στη δυτική Πελοπόννησο, οι Αθηναίοι πιάνουν αιχμάλωτους 120 Σπαρτιάτες Οπλίτες, γκρεμίζοντας για πάντα τον μύθο ότι ούτε ακόμα και ο λιμός δεν θα έκανε τους Σπαρτιάτες να παραδώσουν τα όπλα τους. Οι Σπαρτιάτες αναστατώθηκαν τόσο από την απώλεια αυτών των δυνάμεών τους και από το γεγονός ότι πρώτη φορά στην ιστορία τους οι Σπαρτιάτες παραδίνονταν. Ήταν κάτι το πρωτάκουστο, δεν είχε συμβεί ποτέ πριν. Ήθελαν λοιπόν να σβήσουν αυτή την ντροπή, αλλά και δεν ήθελαν να σκοτωθούν οι άντρες τους. Τελικά εξαιτίας αυτών των ομήρων, οι Σπαρτιάτες αναγκάστηκαν να κάνουν ειρήνη. Αλλά με τι όρους; Μετά από 6 χρόνια σκληρών μαχών, καμιά από τις δυο πλευρές δεν μπορούσε να επωφεληθεί από τους όρους της ειρήνης. Η Σπάρτη δεν είχε καταφέρει να απελευθερώσει την Ελλάδα, από τον ζυγό της αθηναϊκής αυτοκρατορίας, και η Αθήνα είχε αποτύχει να κερδίσει την απόλυτη ασφάλεια, για την οποία είχε οδηγηθεί σε πόλεμο ο Περικλής. Οι απώλειες σε ζωές, χρήματα και τα βάσανα του λαού, έμοιαζαν τώρα όλα μάταια. Τελικά, όμως, η συμφωνία ειρήνης δεν θα κρατούσε για πολύ, χάρη σε μια από τις πιο απρόβλεπτες φιγούρες της ιστορίας.
Η ταπεινωτική παράδοση των Σπαρτιατών στην Πύλο άλλαξε τελείως τη ροή του Πελοποννησιακού πολέμου. Η Σπάρτη, με 120 Οπλίτες της όμηρους στην Αθήνα, δεν είχε άλλη επιλογή από το να υπογράψει ειρήνη, με όρους πολύ ευνοϊκούς για την Αθήνα. Για τους Αθηναίους, αυτή ήταν μια πραγματική νίκη. Οι Σπαρτιάτες δεν θα έφταναν ποτέ σε κάτι τέτοιο, αν δεν τους είχε συμβεί αυτό. Όλη η Ελλάδα είχε μείνει άναυδη από το σοκ. Σπαρτιάτες στρατιώτες είχαν καταθέσει τα όπλα τους κι είχαν παραδοθεί! Η Σπάρτη και η Αθήνα άρχισαν και πάλι τις διαπραγματεύσεις, αλλά αυτή τη φορά έκλιναν προς την ειρήνη. Και οι δυο πλευρές είχαν πολύ σημαντικούς λόγους για να θέλουν να κάνουν ειρήνη. Οι Αθηναίοι είχαν χάσει την Αμφίπολη στον βορρά, μια μεγάλη πόλη με την οποία έκαναν εμπόριο ξυλείας και γενικά το τμήμα αυτό της αυτοκρατορίας δεν είχε σταθερότητα. Οι Σπαρτιάτες, από την άλλη πλευρά, είχαν χάσει πολλούς άντρες και πολλοί στρατιώτες τους κρατούνταν όμηροι στην Αθήνα. Όμως, η ειρήνη ήταν μια ψευδαίσθηση και οι εχθροπραξίες άρχισαν και πάλι να αναπαράγονται. Καθώς οι δυο πλευρές οδηγούνταν και πάλι σε πόλεμο, η Σπάρτη απειλούσε ότι θα οργάνωνε στρατόπεδο στην Αττική. Με τους 120 στρατιώτες ακόμα αιχμάλωτους, ήταν ένα ρίσκο. Αλλά το επικίνδυνο κόλπο έπιασε και η Αθήνα συμφώνησε με όρους. Έτσι, υπογράφηκε η Νικίειος ειρήνη με σκοπό να ισχύσει για 50 χρόνια. Οι μάχες σταμάτησαν και οι ντροπιασμένοι Σπαρτιάτες όμηροι τελικά ελευθερώθηκαν. Θεωρητικά, και οι δυο πλευρές παρέδωσαν τα όπλα, αλλά επικρατούσε κάτι σαν Ψυχρός Πόλεμος. Τα προβλήματα δεν άργησαν να φανούν. Πολλοί σύμμαχοι της Σπάρτης αρνήθηκαν να δεχτούν τη συνθήκη ειρήνης, ανάμεσα σε αυτές η Βοιωτία, τα Μέγαρα και η Κόρινθος. Η συνθήκη ειρήνης είχε ενισχυθεί με ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης. Και αυτό ήταν κατά κάποιο τρόπο άδικο, επειδή οι σύμμαχοι της Σπάρτης και κάποιοι σύμμαχοι της Αθήνας πίστευαν ότι η Αθήνα και η Σπάρτη κάτι σχεδίαζαν. Υπήρξαν συγκεκριμένα και αξιοσημείωτα παράπονα και από τις δυο πλευρές.

Ο ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ
Στο μεταξύ στην Αθήνα, αναδύθηκε ένας νέος ηγέτης, που αγαπούσε την εξουσία, και μαχόταν τους συντηρητικούς. Ένας άντρας που αποδείχτηκε από τους πιο επιδεικτικούς χαρακτήρες της ιστορίας. Τον έλεγαν Αλκιβιάδη και ήταν εξαιρετικά φιλόδοξος. Προερχόταν από πολύ πλούσια οικογένεια, ήταν τυχοδιώκτης, καλός πολεμιστής, μαθητής του Σωκράτη. Ο πατέρας του πέθανε όταν αυτός ήταν μικρός, και τον μεγάλωσε ο Περικλής. Νομίζω ότι αυτό τα λέει όλα. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σοφία για να καταλάβει κανείς την επιρροή που του άσκησε αυτό. Όλη του τη ζωή ήθελε να γίνει καλύτερος από τον Περικλή, επειδή αυτός ήταν ο χαρακτήρας του. Ήταν πολύ περήφανος κι όλοι τον αγαπούσαν, επειδή ήταν ο πιο γοητευτικός άντρας της εποχής του, αλλά είχε τις ιδιότητες του χαμαιλέοντα. Ήταν επίσης αδίστακτος και μπορούσε να πείσει τον καθένα. Γρήγορα έκανε συμμαχίες με κάποιες σημαντικές Πελοποννησιακές πόλεις-κράτη, όπως την Ηλεία, το Άργος και τη Μαντινεία. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι κινήσεις αυτές προκάλεσαν την αντίδραση της Σπάρτης και η Νικίειος ειρήνη άρχισε να βάλλεται. Το Άργος ανεξαρτητοποιείται από τη Συμμαχία, δημιουργεί μια δημοκρατία μέσα στην Πελοπόννησο και θέλει να πολεμήσει τη Σπάρτη.

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΜΑΝΤΙΝΕΙΑΣ
Ακολουθεί μια σημαντική μέρα στην ιστορία του ελληνικού κόσμου και της δημοκρατίας, που κανείς δεν γνωρίζει. Είναι η μέρα της μάχης που έλαβε χώρα στη Μαντινεία, το 418 π.Χ. Η πόλη βρισκόταν πολύ κοντά στη Σπάρτη και η μάχη της Μαντινείας ήταν μια μάχη που έπρεπε να κερδηθεί. Οι Σπαρτιάτες περικυκλώθηκαν γρήγορα από τον εχθρό και ήρθαν αντιμέτωποι με την ήττα, γι’ αυτό κι αψήφησαν τις εντολές των διοικητών τους. Ήταν μια τολμηρή κίνηση, έκφραση όλων όσων είχαν διδαχθεί από τότε που ήταν παιδιά. Στάθηκαν πολύ τυχεροί εκείνη την ημέρα, γιατί, ενώ οι αξιωματικοί τους έδιναν άλλες εντολές, αυτοί αντέδρασαν και αρνήθηκαν να υπακούσουν, παρόλο που αργότερα τιμωρήθηκαν γι’ αυτό. Και αυτό χάρισε τη νίκη στους Σπαρτιάτες. Αν είχαν χάσει, πιστεύω ότι αυτό θα σήμαινε και το τέλος της Σπάρτης ως πόλης-κράτους. Το Άργος χάλασε αμέσως τη συμφωνία του με την Αθήνα και συμμάχησε με τη Σπάρτη.

Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΣΤΗ ΣΙΚΕΛΙΑ
Το περίεργο είναι ότι ο Αλκιβιάδης βγήκε αλώβητος από τη μάχη, και τα επόμενα δύο χρόνια συνέχισε να «μαγειρεύει» νέα σχέδια. Από το βήμα της Αθήνας ανακοίνωσε τα σχέδιά του στο νομοθετικό σώμα. Θέλει ουσιαστικά να αδειάσει την Αθήνα και να στείλει ένα στόλο από 200 πλοία και 40.000 άντρες, 800 μίλια μακριά, που θα επιτεθεί σε μια πιο μεγάλη αυτοκρατορία από την αθηναϊκή, δηλαδή στους συμμάχους της Σπάρτης. Ο στόχος ήταν οι Συρακούσες στη Σικελία, που βρισκόταν σε μια περιοχή πλούσια σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις και νερό. Ο Νικίας αντιτίθεται στο σχέδιο, αλλά η γνώμη του δεν υπολογίζεται τόσο, όσο του Αλκιβιάδη. Ο Νικίας ήταν ένας πολύ συντηρητικός άνθρωπος, σαν ένας Σπαρτιάτης μέσα στην Αθήνα, ενώ ο Αλκιβιάδης ήταν πιο Αθηναίος και από τους Αθηναίους. Τον ικανοποιούσε το να έρχεται σε αντιπαράθεση με άλλους. Ο Νικίας υποστήριξε ότι ήταν ανόητο να επιτεθούν στη Σικελία, ενώ είχαν τόσα προβλήματα στην πατρίδα τους. Όταν, όμως, το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας βγήκε υπέρ του Αλκιβιάδη, ο Νικίας αναγκάστηκε να ρισκάρει. Είπε: «Η Σικελία είναι μεγάλη και δυνατή. Θα χρειαστούμε τεράστιες δυνάμεις για μια επιχείρηση εκεί». Ήλπιζε ότι οι Αθηναίοι θα τρόμαζαν από το υψηλό κόστος και θα υποχωρούσαν. Όμως, τότε, ένας εξυπνάκιας πολιτικός πετάγεται και λέει: «Ναι, πόσες δυνάμεις;». Ο Νικίας καταλαβαίνει ότι το επιχείρημά του λειτουργεί εναντίον του, αλλά ήταν πλέον αργά. Η Αθήνα, επηρεασμένη από τον χειμαρρώδη λόγο του Αλκιβιάδη, πείθεται ότι πρέπει να οδηγηθεί σε πόλεμο. Και έτσι ξεκίνησε μια τεράστια εκστρατεία και το κακό της υπόθεσης ήταν ότι, αν έχαναν, θα ήταν πλέον ξοφλημένοι. Ο Αλκιβιάδης από την άλλη, το έβλεπε ως ιδιοφυές σχέδιο. Σκεφτόταν μόνο τη νίκη και τις τιμές και όχι την ήττα. Σε μια πόλη, όμως, ποτισμένη με το φθόνο, κάθε του κίνηση ήταν καχύποπτη. Λίγο πριν αποπλεύσει ο στόλος, συνέβη κάτι πολύ ύπουλο: Έγινε ακρωτηριασμός κεφαλών σε αγάλματα του Ερμή, σε όλη την πόλη ταυτόχρονα. Έγιναν εκατοντάδες συλλήψεις, αθώοι πολίτες κατηγορήθηκαν και ο ένας κατηγορούσε τον άλλον. Οι εχθροί του Αλκιβιάδη άρχισαν να διαδίδουν φήμες ότι αυτός ήταν ο αυτουργός και ο ίδιος αντιμετώπιζε τώρα τη σοβαρή κατηγορία της ιεροσυλίας. Εξοργισμένος, απαίτησε να γίνει άμεσα η δίκη του, τη στιγμή που η δημοτικότητά του ήταν στα ύψη. Παρ’ όλα αυτά, οι κατήγοροί του δολοπλόκησαν ώστε να καθυστερήσει η δίκη του. Ο Αλκιβιάδης θα δικαζόταν, αφού ο στόλος θα απέπλεε για τη Σικελία. Η απόφαση, όμως, αυτή θα είχε καταστροφικές συνέπειες.

Ο ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ ΣΤΗ ΣΠΑΡΤΗ
Το 415 π.Χ., οι Αθηναίοι ετοιμάζονται να στείλουν έναν τεράστιο στόλο πολεμικών πλοίων από την Αθήνα στη Σικελία, υπό τη διοίκηση του Αλκιβιάδη και του Νικία. Η πιο μεγάλη εκστρατεία που είχε οργανωθεί μέχρι τότε ετοιμαζόταν να κατακτήσει μια γη με άφθονα πλούτη και να γονατίσει τη Σπάρτη. Η δράση όμως του Αλκιβιάδη προκαλούσε καχυποψίες και είχε κατηγορηθεί για ιεροσυλία. Ο στόλος που απέπλευσε ήταν τεράστιος, αλλά λίγο μετά τον απόπλου γίνεται δίκη για τις άνομες πράξεις του Αλκιβιάδη και κρίνεται ένοχος. Έτσι, ζητούν από τον Αλκιβιάδη να επιστρέψει και να υποστεί την καταδίκη του. Αυτός, όμως, δεν έχει σκοπό να επιστρέψει και να εναποθέσει τη ζωή του στα χέρια της εκκλησίας του δήμου, γιατί ξέρει ότι αυτό θα σήμαινε το θάνατό του. Θύμα της ίδιας του της δόξας, επιλέγει να δραπετεύσει, παρά να δεχτεί την καταδίκη του. Αλλά, μόνον ένας άντρας σαν τον Αλκιβιάδη θα τολμούσε μια κίνηση σαν αυτή που επρόκειτο να κάνει. Πήγε στη Σπάρτη. Οι Σπαρτιάτες ασφαλώς τον δέχονται, επειδή είναι φυγάς από την Αθήνα, που γνωρίζει πολλά και μπορεί να τους βοηθήσει. Ο Αλκιβιάδης, που ήταν από τις εξέχουσες προσωπικότητες της Αθήνας, πλούσιος, με μακριά μαλλιά, μέσα στα συμπόσια, καλοντυμένος, με το που πήγε στη Σπάρτη άρχισε να φέρεται πιο «σπαρτιάτικα» κι από τους Σπαρτιάτες. Ντυνόταν απλά, γυμναζόταν, εκπαιδευόταν για μάχη, και όλοι τον λάτρεψαν. Ο Αλκιβιάδης έφερε ένα νέο όραμα στη Σπάρτη.

Ο ΓΥΛΛΙΠΟΣ ΣΤΗ ΣΙΚΕΛΙΑ
Στο μεταξύ, ο Νικίας βρίσκεται στις Συρακούσες, υπεύθυνος μιας εκστρατείας που ο ίδιος δεν ήθελε ποτέ να γίνει. Ο Νικίας, εκτός του ότι δεν ήθελε να πολεμήσει στη Σικελία και ήταν ιδιαίτερα προληπτικός και συντηρητικός, υπέφερε και από νεφρολιθίαση, οπότε δεν ήταν καλά στην υγεία του. Παρά την έλλειψη δυναμικού διοικητή, ο τεράστιος αθηναϊκός στόλος υπερτερεί των Σικελών. Στην ξηρά, οι Αθηναίοι προσπαθούν να αποκόψουν συστηματικά τις γραμμές ανεφοδιασμού των εχθρών. Οι Συρακούσες, μια κάποτε όμορφη πόλη με πολλούς ναούς, ερειπώνεται και ο στρατός της υποχωρεί άτακτα. Με την πόλη τους να βρίσκεται κοντά στην καταστροφή, οι Συρακούσιοι στρέφονται στη Σπάρτη για βοήθεια. Ο Αλκιβιάδης πείθει τους διστακτικούς Σπαρτιάτες να δράσουν άμεσα. Τους αποκαλύπτει ότι οι Αθηναίοι δεν θα ησυχάσουν αν δεν κατακτήσουν όλη τη Δύση, μαζί με την Πελοπόννησο. Οι Σπαρτιάτες στηρίζουν τις ελπίδες τους στον Γύλλιπο, για να αναπτερώσει τους Συρακούσιους. Αντίθετα με τους πιο πολλούς Σπαρτιάτες στρατηγούς, που χαρακτηρίζονταν από συντηρητισμό, ο Γύλλιπος φέρθηκε πολύ έξυπνα. Απέπλευσε με 4 μόλις πλοία και λίγους ναύτες, αλλά η υποδοχή που δέχτηκε από τους αποδεκατισμένους Σικελούς ήταν θερμή. Οι Συρακούσιοι έχουν πλέον έναν έξυπνο στρατηγό, αλλά και κάποιον που πραγματικά εμπιστεύονται. Αμέσως μετά την άφιξη του Γύλλιπου στις Συρακούσες, κατασκευάστηκε ένα αμυντικό τείχος που διέσχιζε τις αθηναϊκές γραμμές. Μέσα σ’ ένα χρόνο, ο Γύλλιπος αναδιοργάνωσε τον στρατό και το ναυτικό, σύμφωνα με τα σπαρτιάτικα έθιμα της πειθαρχίας και της τάξης. Σιγά-σιγά μετέτρεψε τους Σικελούς σε πολύ ικανούς στρατιώτες και χάρη στο κοινό παρελθόν τους ως Δωριείς, ο Γύλλιπος εκμεταλλεύτηκε σωστά τα κοινά σημεία που είχαν οι Σπαρτιάτες και οι Σικελοί. Έχοντας το στρατό που ήθελε, τελικά νίκησε τους Αθηναίους σε μια φοβερή μάχη στο λιμάνι των Συρακουσών, όπου οι Συρακούσιοι είχαν σχηματίσει έναν τοίχο από πλοία. Στο τέλος της ημέρας, το μεγαλύτερο μέρος του αθηναϊκού στόλου είχε καταστραφεί από τους Σπαρτιάτες και τους Σικελούς. Οι απώλειες ήταν τεράστιες. Η θάλασσα γέμισε αίμα και άψυχα κορμιά. Αντιμέτωποι με το θάνατο, οι επιζώντες Αθηναίοι προσπάθησαν να κρυφτούν, αλλά αποκλείστηκαν σε ελώδεις εκτάσεις και σφαγιάστηκαν σχεδόν όλοι. Το αποτέλεσμα της μάχης, ήταν να βρεθούν στον Ασσίναρο ποταμό, όπου οι Αθηναίοι έπιναν λάσπη και αίμα για να επιζήσουν. Τους αποδεκάτισε το ιππικό και το πεζικό των Συρακούσιων. Ήταν μια καταστροφή, αντίστοιχη της οποίας η Αθήνα δεν είχε ξαναζήσει, ούτε είχε καν φανταστεί. Μετά την ταπεινωτική ήττα, ο Νικίας παραδόθηκε και όπως ήταν αναμενόμενο, εκτελέστηκε. Η διετής κατοχή της Σικελίας αποδείχτηκε καταστροφική. Οι Αθηναίοι δεν είχαν ηττηθεί από τους Σπαρτιάτες, σε ελληνικό έδαφος, αλλά μακριά από την πατρίδα τους. Το γεγονός αυτό είχε γίνει γνωστό σε όλον τον ελληνικό κόσμο, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, και στις πολλές αποικίες που επηρέαζαν.

Ο ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΣΙΑ
Τα πράγματα, όμως, στη Σπάρτη ήταν πολύ διαφορετικά. Ο Γύλλιπος επέστρεψε στην πατρίδα του και δέχτηκε τιμές ήρωα, ενώ ο Αλκιβιάδης συνέχισε να κάνει δύσκολη τη ζωή στην πρώην πατρίδα του. Συμβούλευσε τους Σπαρτιάτες διοικητές να φτιάξουν μόνιμο στρατόπεδο στη Δεκέλεια, ακριβώς έξω από τα τείχη της Αθήνας. Το 413 π.Χ., οι Σπαρτιάτες κατασκεύασαν φρούριο και έτσι μπορούσαν να ελέγχουν καλύτερα την περιοχή. Η Αθήνα αναγκάστηκε πλέον να βασιστεί κυρίως στα τοπικά της προϊόντα, και το αποδυναμωμένο ναυτικό της δυσκολευόταν να κρατήσει ανοικτό και ελεύθερο το λιμάνι της. Όλοι στον ελληνικό κόσμο πίστευαν ότι όλα είχαν τελειώσει. Πάρα πολλές πόλεις-κράτη αποστάτησαν και το κλίμα στην αθηναϊκή αυτοκρατορία ήταν έκρυθμο. Ο Αλκιβιάδης είδε την ευκαιρία και την εκμεταλλεύτηκε. Αρχικά, ενθάρρυνε τον Πέρση σατράπη Τισσαφέρνη να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο της Σπάρτης. Έπειτα, άρπαξε πολλές περιοχές από τον έλεγχο της Αθήνας. Ο Αλκιβιάδης, όμως, είναι ένας άντρας που δεν μπορεί να μείνει ήσυχος. Έτσι μπλέκει σε ίντριγκες στη Σπάρτη, αποκτώντας έτσι αρκετούς εχθρούς. Έκανε το λάθος να συνάψει σχέσεις με τη γυναίκα του βασιλιά της Σπάρτης, Τιμαία. Και οι εχθροί του ενημέρωσαν τον βασιλιά της Σπάρτης, ο οποίος τότε βρισκόταν στο φρούριο της Δεκέλειας, ότι η γυναίκα του θα αποκτούσε παιδί. Όταν ο βασιλιάς Άγης υπολόγισε τους μήνες από την τελευταία συνάντηση με τη γυναίκα του, οι αριθμοί δεν ταίριαζαν. Τότε, οι εχθροί του Αλκιβιάδη υπέδειξαν αμέσως στον βασιλιά τον Αλκιβιάδη ως τον πατέρα του παιδιού. Φαντάζομαι ότι ο βασιλιάς Άγης δεν χάρηκε πολύ με τα νέα, και ο Αλκιβιάδης μόλις που κατάφερε να γλιτώσει την κρεμάλα. Όπως λοιπόν είχε πάει στη Σπάρτη, έτσι τώρα έπρεπε και να φύγει. Δεν μπορούσε όμως να γυρίσει στην Αθήνα, επειδή ήταν φυγάς. Και οι Σπαρτιάτες, αν τον έβρισκαν, θα τον σκότωναν. Είχε, λοιπόν, μόνο μια επιλογή: την Περσία. Έτσι, λοιπόν, ο χαμαιλέοντας Αλκιβιάδης, καταδικασμένος σε θάνατο και στην Αθήνα και στη Σπάρτη, αλλάζει και πάλι πατρίδα. Τι είδους άνθρωπος είναι αυτός, που μπορεί να φεύγει από μια πατρίδα, να πηγαίνει στον εχθρό της και μετά σ’ έναν άλλον εχθρό; Η μοίρα δεν είχε τελειώσει με τον Αλκιβιάδη, αλλά ούτε και με τη Σπάρτη. Ο ραδιούργος στρατηγός είχε ακόμα έναν άσο στο μανίκι του, μια κίνηση παράτολμη, ακόμα και για τα δικά του δεδομένα. Θα αποδεικνυόταν όμως σωστή;

ΣΠΑΡΤΗ ΚΑΙ ΠΕΡΣΙΑ
Για πάνω από 300 χρόνια, μόνον η θέα των ασπίδων τους έτρεπε τους εχθρούς της Σπάρτης σε φυγή. Τι συνέβαινε στην καρδιά αυτής της σπουδαίας κοινωνίας που της επέτρεπε να κυριαρχεί ακόμα κι αν ο εχθρός της υπερτερούσε αριθμητικά; Για να μπορέσει κανείς να μπει στο μυαλό ενός Σπαρτιάτη πολεμιστή, θα πρέπει να στραφεί στα τελευταία ίχνη αυτής της κοινωνίας: την ποίησή της. Η σημασία της ποίησης του Τυρταίου για τους Σπαρτιάτες ήταν μεγάλη, επειδή ήταν ένας μεγάλος ποιητής που αναπτέρωνε το ηθικό των Σπαρτιατών μέσα από την ποίησή του. Κατά κάποιο τρόπο, έγινε η φωνή της Σπάρτης. «Είναι σοκαριστικό όταν ένας γέρος κείτεται στα πεδία των μαχών. Ένας μεγάλος πολεμιστής με γκρίζα μαλλιά και λευκά γένια. Εναποθέτει το σπαθί του πάνω στο χώμα. Μια εικόνα ντροπιαστική και αθώρητη. Για έναν νέο, όμως, όλα φαντάζουν όμορφα, όσο ακόμα κατέχει το λουλούδι της νιότης. Ζωντανός είναι θαυμαστός από τους άντρες ποθητός από τις γυναίκες, και ανδρείος όταν πέφτει νεκρός στη μάχη. Κάθε πολεμιστής, όμως, στέκεται αγέρωχος στη θέση του, δαγκώνει τα χείλη του και περιμένει». Αυτός ήταν ο τρόπος σκέψης των Σπαρτιατών που επέτρεψε σε μια μικρή ελληνική πόλη-κράτος να υποδουλώσει 500.000 ανθρώπους. Δυνατούς και εχθρικούς γείτονες, με τους οποίους σχημάτισε ισχυρές συμμαχίες και κατάφερε να νικήσει τον τεράστιο περσικό στρατό. Τώρα στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., η Σπάρτη είχε εμπλακεί στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Μάχεται για τον έλεγχο του πιο ισχυρού γείτονά της, την Αθηναϊκή αυτοκρατορία. Και για πρώτη φορά στην ιστορία της, η Σπάρτη αλλάζει τακτική. Μέσα από τις μάχες ξεπηδούν ήρωες και ηρωικές αξίες, αλλά ο πόλεμος αυτός κατέστρεψε τους ήρωες και έσβησε αυτές τις αξίες. Πόλεις λεηλατήθηκαν, όμηροι εκτελέστηκαν, αθώοι πολίτες σφαγιάστηκαν. Ήταν ο πρώτος πόλεμος όπου οι παλιές αξίες αγνοήθηκαν. Για να μπορέσει η Σπάρτη να επικρατήσει σ’ αυτό το νέο είδος πολέμου, χρειαζόταν πιο ισχυρό ναυτικό. Για να το αποκτήσει, όμως, χρειαζόταν χρήματα, κάτι που δεν είχε ποτέ πριν. Για να βρει χορηγούς, η Σπάρτη στράφηκε στην Περσία, το μοναδικό εχθρό που μισούσε την Αθήνα πιο πολύ από ό,τι η ίδια. Αρχικά, η Περσία είναι θετική γι’ αυτή τη συμμαχία, αλλά ο Αλκιβιάδης, ο νέος σύμβουλος του βασιλιά, της αλλάζει γνώμη. Είναι ο ίδιος άνθρωπος, που τα δύο προηγούμενα χρόνια υποστήριξε δυναμικά τη Σπάρτη. Είναι άνθρωπος των άκρων. Προτιμά πάντα να κάνει αυτό που απαγορεύεται, του αρέσει να «χορεύει τους άλλους στο ταψί», και έχει την ικανότητα να γλιτώνει από δύσκολες περιστάσεις, εκεί που δεν τα καταφέρνουν οι άλλοι. Δεξί χέρι του σατράπη της Μ. Ασίας Τισσαφέρνη, ο Αλκιβιάδης, ο θρυλικός Αθηναίος που έγινε Σπαρτιάτης, παίρνει τώρα το μέρος της Περσίας, σ’ έναν πόλεμο μεταξύ δύο ελληνικών πόλεων. Ο Αλκιβιάδης πείθει τον Τισσαφέρνη ότι αυτό που τον συμφέρει είναι να φθείρει τους Σπαρτιάτες και να μην τους υποστηρίξει οικονομικά. Να άφηνε, λοιπόν, την Αθήνα να αλληλοφαγωθεί με τη Σπάρτη. Μια πολύ έξυπνη πολιτική για την Περσία. Παρ’ όλα αυτά, οι Σπαρτιάτες κατάφεραν να συγκεντρώσουν χρήματα από άλλους χορηγούς και έφτιαξαν έναν δυνατό στόλο.

Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΣΤΟ ΝΟΤΙΟ
Στο μεταξύ, ο Αλκιβιάδης συνέχισε να δείχνει κάποια αφοσίωση προς την Αθήνα, με αποτέλεσμα, όμως, να μην τον εμπιστεύεται πλέον ο Τισσαφέρνης. Φοβούμενος τη σύλληψη, ο Αλκιβιάδης έφυγε από την Περσία, μόνο και μόνο για να ανακτήσει την επιρροή του στην Ελλάδα. Είναι άνθρωπος με εξαιρετική μόρφωση, ιδιαίτερα ταλαντούχος, χαρισματικός, θεαματικά πλούσιος κι ό,τι αγγίζει γίνεται χρυσός, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα. Ο Αλκιβιάδης κάνει και πάλι τη χαρισματική του κίνηση προς την Αθήνα, την ίδια πόλη από όπου είχε φύγει πριν από 4 χρόνια. Το 411 π.Χ., μια ομάδα πιστών ακόμα υποστηρικτών του τον υποδέχεται και πάλι, ως ανώτατο στρατιωτικό διοικητή της Αθήνας. Στους «Βατράχους» του Αριστοφάνη υπάρχει ένας στίχος που εκφράζει την άποψη των Αθηναίων για τον Αριστοφάνη: «Τον αγαπούν, τον μισούν, δεν ζουν χωρίς αυτόν». Και στις αρχές της δεύτερης φοράς που παίρνει την αρχηγία, ο Αλκιβιάδης φαίνεται να οδηγεί την Αθήνα στη νίκη. Παρόλο που η Σπάρτη διαθέτει τώρα έναν υπέρτερο στόλο, η Αθήνα υπερασπίζεται καλά την αυτοκρατορία της. Η Σπάρτη δέχεται μια σειρά από ήττες. Ουσιαστικά, η πρώτη νίκη της Σπάρτης έρχεται το 407 π.Χ. στο Νότιο, όταν ο στόλος της, υπό την διοίκηση του ναύαρχου Λύσανδρου κατάφερε να βυθίσει πολλά αθηναϊκά πλοία. Αλλά, η αληθινή σημασία της ναυμαχίας στο Νότιο είναι ότι κατέστρεψε και τη συμμαχία του Αλκιβιάδη με την Αθήνα. Ο Αλκιβιάδης, ενώ ήταν διοικητής του αθηναϊκού στόλου στο Νότιο, και για άγνωστους λόγους, αφήνει τον στόλο στα χέρια, όχι κάποιου άλλου στρατηγού, αλλά στον πηδαλιούχο της δικής του τριήρους. Ο πηδαλιούχος ξεγελιέται και οδηγείται σε ναυμαχία, παρακούοντας τις εντολές του Αλκιβιάδη. Οι Αθηναίοι νικιούνται σχεδόν ολοκληρωτικά. Μετά από αυτό, ο Αλκιβιάδης δεν μπορεί να γυρίσει ξανά στην Αθήνα.

Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΣΤΟΥΣ ΑΙΓΟΣ ΠΟΤΑΜΟΥΣ
Το 405 π.Χ., η Σπάρτη θέλει να αποτελειώσει ό,τι είχε απομείνει από το κάποτε ένδοξο αθηναϊκό ναυτικό. Ο Λύσανδρος σχεδιάζει μια τελική επίθεση εναντίον των αθηναϊκών δυνάμεων στους Αιγός ποταμούς. Στην εξορία, ο Αλκιβιάδης μαθαίνει το σχέδιο του Λύσανδρου και πηγαίνει να προειδοποιήσει τους πρώην Αθηναίους φίλους του, αλλά δεν τον άφησαν να μιλήσει και όταν ππροσπάθησε να τους δώσει τη συμβουλή που θα τους έσωζε, αυτοί τον αγνόησαν και αρνήθηκαν να τον ακούσουν. Άλλωστε δεν ήταν και άνθρωπος εμπιστοσύνης πια. Στην περίπτωση, όμως, αυτή είχε δίκαιο και οι Αθηναίοι έχασαν. Η τύχη του Αλκιβιάδη τον είχε πια εγκαταλείψει. Η αθηναϊκή ήττα τον οδήγησε σε φυγή και στη συνέχεια ληστές άρπαξαν σχεδόν όλα τα πλούτη του. Ο θάνατος του Αλκιβιάδη ήταν μάλλον αποτέλεσμα μιας ακόμα παράνομης ερωτικής του σχέσης, που δεν είχε καλή κατάληξη. Πιθανολογείται ότι τον σκότωσαν εξαγριωμένοι συγγενείς της κοπέλας. Ήθελε να υπερέχει των άλλων ανθρώπων και στο τέλος υπερείχε του εαυτού του. Ο δρόμος όμως που ακολούθησε ήταν απίθανος. Δεν υπάρχει άλλη αντίστοιχη προσωπικότητα στην ελληνική ιστορία, τόσο αντιφατική και ενδιαφέρουσα όσο ήταν αυτός.

ΗΤΤΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Μετά την ήττα στους Αιγός ποταμούς, η Αθήνα κρύφτηκε πίσω από τα τείχη του Πειραιά. Ο στόλος όμως του Λύσανδρου έκλεισε την είσοδο του λιμανιού. Οι Αθηναίοι είχαν χάσει τον στόλο τους και τη δυνατότητα ανεφοδιασμού της πόλης τους και η λιμοκτονία ήταν θέμα μόνο μηνών. Η Αθήνα πέφτει τον Μάρτιο του 404 π.Χ. Ο Λύσανδρος εισβάλλει στην πόλη και παίρνει τον έλεγχο της κυβέρνησης. Ο Πελοποννησιακός πόλεμος, που κράτησε 27 χρόνια, φτάνει στο τέλος του. Οι Αθηναίοι τρομοκρατούνται από τη σκέψη ότι αυτά που είχαν κάνει σε άλλες πόλεις στη διάρκεια του πολέμου, σκοτώνοντας τους άντρες και υποδουλώνοντας τα γυναικόπαιδα, θα έπρεπε να τα υποστούν τώρα και οι ίδιοι. Υπήρχε πίεση από τη Θήβα και την Κόρινθο, τους πιο ισχυρούς συμμάχους της Σπάρτης, να ισοπεδωθεί η Αθήνα και να υποδουλωθεί ο πληθυσμός της. Η Σπάρτη, όμως, διάλεξε μια διαφορετική τύχη για την Αθήνα. Το πιο σημαντικό στο τέλος του πολέμου δεν ήταν το ότι νίκησαν οι Σπαρτιάτες, αλλά το ότι επέλεξαν να μην καταστρέψουν την Αθήνα. Σίγουρα υπήρχαν πολλοί στη Σπάρτη που το επιθυμούσαν και πολλοί Αθηναίοι που το περίμεναν. Αλλά αυτό δεν συνέβη. Η Αθήνα, όμως, δεν γλίτωσε λόγω οίκτου, αλλά λόγω πολιτικών σκοπιμοτήτων. Ενώ οι σύμμαχοι της Σπάρτης ήθελαν νεκρούς τους Αθηναίους, ο Λύσανδρος σύντομα κατάλαβε ότι αν κατέστρεφε την Αθήνα, στη θέση της θα εισέβαλλαν οι Θηβαίοι, με τους οποίους οι Σπαρτιάτες είχαν ήδη προβλήματα. Για τους Σπαρτιάτες το ερώτημα ήταν: «Αν δεν καταστρέψουμε την Αθήνα, τι θα την κάνουμε;». Η αρχή μιας νέας εποχής στην εξωτερική πολιτική της Σπάρτης θα σήμαινε ουσιαστικά και την αρχή του τέλους για τη Σπάρτη.

ΟΙ ΤΡΙΑΚΟΝΤΑ ΤΥΡΑΝΝΟΙ
Βρισκόμαστε στο 404 π.Χ. και ο Πελοποννησιακός πόλεμος έχει ήδη τελειώσει, όπως και ο Χρυσός αιώνας της Αθήνας. Το αποτέλεσμα του πολέμου ήταν ότι μια ολόκληρη γενιά είχε μεγαλώσει μέσα σ’ αυτόν και δεν γνώριζε τίποτε άλλο εκτός από αυτόν. Δεν είχε καλλιεργηθεί ούτε είχε αναπτύξει τα ταλέντα της. Τα μεγαλοπρεπή κτίρια της Ακρόπολης ήταν μισοτελειωμένα, οι μεγάλοι τραγωδοί έχουν πεθάνει, όπως και οι σπουδαίοι ιστορικοί. Οι Αθηναίοι έβλεπαν ότι τον έλεγχο της ένδοξης αθηναϊκής αυτοκρατορίας τον είχε πλέον η Σπάρτη. Τους πήραν το ναυτικό, γκρέμισαν τμήματα του τείχους, για να μην είναι πια η πόλη οχυρωμένη. Δεν υπάρχει πλέον αυτοκρατορία, ούτε χρήματα, ούτε στόλος. Γι’ αυτό αναγκάζονται να συμμαχήσουν με τη Σπάρτη. Ορκίζονται να έχουν τους ίδιους φίλους και εχθρούς με αυτήν και να ακολουθούν τις διαταγές της. Μια νέα κυβέρνηση τοποθετείται στην Αθήνα και μετατρέπει αυτό το δημοκρατικό κράτος σε μια μικρή Σπάρτη. Σκοπός της Σπάρτης είναι να αντικαθιστά τη δημοκρατία, όπου μπορούσε, με την ολιγαρχία. Οι Σπαρτιάτες πίστευαν ότι η δημοκρατία ήταν πηγή πολλών κακών. Ότι προκαλούσε υπερβολικό ενθουσιασμό και απειθαρχία στο λαό και ήταν επιρρεπής σε ξένες επιρροές. Ένας από τους ειρηνευτικούς όρους της Σπάρτης υποχρέωνε την Αθήνα να εγκαταστήσει ολιγαρχική διακυβέρνηση. Η νέα κυβέρνηση αποτελείτο από 30 μέλη, διορισμένα από τη Σπάρτη, που έμειναν στην Ιστορία γνωστοί ως οι Τριάκοντα Τύραννοι. Η κατάληψη της Αθήνας ήταν η πρώτη προσπάθεια της Σπάρτης για απόλυτη κυριαρχία και ήταν απόλυτα αποτυχημένη. Υπό την καθοδήγηση του Λύσανδρου, ο οποίος ήταν πολύ καλύτερος ναύαρχος απ’ ό,τι διπλωμάτης, οι Τριάκοντα τύραννοι ξεκίνησαν μια σειρά από πράξεις βίας κατά των αντιφρονούντων που υπήρχαν στην Αθήνα. Έκαναν φρικτά πράγματα. Ήταν ο χειρότερος εμφύλιος πόλεμος που είχε ζήσει η Αθήνα. Σκοτώθηκαν 5.000 περίπου Αθηναίοι, ένας τρομερός αριθμός, αν σκεφτεί κανείς ότι οι ενήλικες άντρες της Αθήνας έφταναν την εποχή εκείνη τους 25.000. Ήταν τόσο αιμοδιψείς, που οι Αθηναίοι εξόριστοι δημοκρατικοί, που επέστρεψαν στην Αθήνα για να πάρουν την πόλη τους, είχαν την υποστήριξη ακόμα και του Παυσανία, που ήταν τότε ένας από τους βασιλείς της Σπάρτης! Ήταν αντίθετος με τον Λύσανδρο και με ό,τι συνέβαινε τότε και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι υπήρχε διαμάχη μεταξύ των βασιλιάδων. Μέσα σε λίγους μήνες, η νίκη επί της Αθήνας είχε διχάσει τη Σπάρτη και ανάγκασε τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο να διαλέξει πλευρά, οδηγώντας σε αφανισμό όσους βρέθηκαν στη μέση. Ο Πελοποννησιακός πόλεμος είχε μάθει τον κόσμο να κλίνει είτε προς τους ολιγαρχικούς είτε προς τους δημοκρατικούς για να είναι ασφαλής. Και ότι όσοι είναι μετριοπαθείς, και πάνε να γεφυρώσουν τις οικονομικές και πολιτικές τους διαφορές, καταλήγουν νεκροί. Ήταν, με κάθε έννοια της λέξης, μια Πύρρειος νίκη, ένας πόλεμος στον οποίο κανείς δεν κερδίζει. Η Αθήνα είχε χάσει τον πόλεμο και η αυτοκρατορία της δεν θα γινόταν ποτέ ξανά τόσο ισχυρή, όσο ήταν πριν τον πόλεμο. Το παράξενο ήταν ότι παρόλο που η Σπάρτη είχε νικήσει, περνούσε κι αυτή μια καταστροφική περίοδο. Ήταν πολύ ειρωνικό, ότι τη στιγμή της νίκης τους οι Σπαρτιάτες προετοίμαζαν το έδαφος για την ίδια τους την κατάρρευση.

Η ΣΠΑΡΤΗ ΜΕΤΑ ΤΗ ΝΙΚΗ
Μετά την εγκατάσταση της ολιγαρχίας στην Αθήνα, ο Λύσανδρος υποστήριξε την κατάληψη όσο περισσότερων πόλεων-κρατών ήταν μέλη της πρώην Αθηναϊκής αυτοκρατορίας. Η Σπάρτη τοποθετεί γρήγορα 10 ολιγαρχικούς σε κάθε συμμαχική πόλη της Αθήνας. Αντί να απελευθερωθούν, οι κάτοικοι αυτών των πόλεων δέχονταν ένα σύστημα, που τους έκανε να αναρωτιούνται για το αν ήταν πολύ επιπόλαιοι που απέρριπταν την αθηναϊκή ηγεμονία. Θα θέλατε να αλλάξετε την Ακρόπολη και τη δημοκρατία με τον σπαρτιάτικο τρόπο ζωής; Κανείς δεν το ήθελε αυτό. Θα αλλάζατε μια αθηναϊκή δραχμή για ένα κομμάτι σπαρτιάτικου δέρματος; Κανείς δεν το ήθελε αυτό. Αντίθετα με τους Αθηναίους, οι Σπαρτιάτες δεν ήταν καλοί ρήτορες. Δεν παρήγαγαν ιδέες, τις οποίες θα μπορούσαν να θαυμάσουν οι υπόλοιποι Έλληνες. Η νέα σπαρτιάτικη ηγεσία χρειαζόταν ένα χάρισμα για να κερδίσει έδαφος, κάτι όμως που έλειπε από τον σπαρτιάτικο πολιτισμό. Η βασική αδυναμία αυτού του πολιτισμού είναι η έλλειψη φαντασίας των Σπαρτιατών. Δεν ήταν καθόλου ευρηματικοί και καθόλου γοητευτικοί. Φέρονταν στους υπόλοιπους Έλληνες σαν να ήταν ζώα, επειδή θεωρούσαν τους εαυτούς τους πολύ ανώτερους. Πολλοί Σπαρτιάτες στρατηγοί συμπεριφέρονταν βάναυσα στους λαούς που κατακτούσαν. Ο ελληνικός κόσμος υπέστη μεγάλη καταπίεση και απίστευτα βάναυση συμπεριφορά από τους ανώτερους Σπαρτιάτες. Η πειθαρχία που επέβαλλαν στο στρατό τους ήταν άλλο θέμα. Όταν όμως την επέβαλλαν σε άλλους λαούς, έπαιρνε τη μορφή ενός φορτίου. Δεν ήταν, λοιπόν, καθόλου δημοφιλείς. Εδώ νομίζω ότι πρέπει να θυμηθούμε τον τρόπο εκπαίδευσης των Σπαρτιατών. Γι’ αυτούς, ο κόσμος είναι ένας τόπος όπου πρέπει να ζουν μόνον όσοι το αξίζουν και με βάση αυτό το σκεπτικό είχαν και την ανάλογη συμπεριφορά. Έκαναν συνεχώς αντίποινα κι αυτό γρήγορα τους οδήγησε σε πόλεμο, ακόμα και με τους συμμάχους τους. Οι σύμμαχοι της Σπάρτης δεν είχαν πολεμήσει 27 χρόνια στον πόλεμο για να μπορεί η ιμπεριαλιστική Σπάρτη να κατακτήσει ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο και να γίνει η επόμενη αυτοκρατορική δύναμη. Αυτό τρόμαξε τους συμμάχους της Σπάρτης, που θεωρούσαν ότι θα απελευθέρωνε το Αιγαίο από το αυτοκρατορικό κράτος της Αθήνας. Οι Σπαρτιάτες, όμως, δεν το έβλεπαν έτσι. Γι’ αυτούς είναι η ευκαιρία να πάρουν αυτό που θέλουν. Η πρώτη πόλη-κράτος που επαναστατεί με επιτυχία κατά της Σπάρτης είναι και η πρώτη που είχε πέσει: η Αθήνα.

Η ΑΘΗΝΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΙ
Το 403 π.Χ., οι εξόριστοι Αθηναίοι επιστρέφουν στον Πειραιά και οδηγούν μια πετυχημένη επανάσταση εναντίον των Τριάκοντα Τυράννων του Λύσανδρου. Ο Αριστοτέλης είχε γράψει ότι δεν έχει σημασία το να φτιάχνεις έναν πολιτισμό βασισμένο μόνο στο στρατιωτικό νόμο, επειδή υπάρχουν και οι περίοδοι ειρήνης που πρέπει να σκεφτεί κανείς. Οι Σπαρτιάτες δεν το καταλάβαιναν αυτό. Μόλις κέρδισαν τον πόλεμο, γύρισαν την πλάτη στην ειρήνη. Δεν πέρασε ούτε μια χρονιά τον 4ο αιώνα, που οι Σπαρτιάτες να μην αποξενώσουν κάποιον πρώην σύμμαχό τους. Αυτό ήταν το χαρακτηριστικό τους. Το μοιραίο λάθος της Σπάρτης, στα χρόνια μετά τον πόλεμο, ήταν ότι υποτίμησε το γεγονός ότι έπρεπε να κρατά ευχαριστημένους τους συμμάχους της. Καμιά πόλη-κράτος στην Ελλάδα, όσο οργανωμένη και αν ήταν, δεν θα μπορούσε να κυριαρχήσει στον ελληνικό κόσμο χωρίς τη βοήθεια άλλων συμμαχικών πόλεων. Άλλο ένα μεγάλο πρόβλημα της Σπάρτης ήταν και ο γίγαντας Περσία. Η Σπάρτη έπρεπε να βρει έναν τρόπο να διατηρήσει φιλικές σχέσεις με τις υπόλοιπες πόλεις, αλλά αντί γι’ αυτό η Σπάρτη τις αποξενώνει όλες. Αυτό, επομένως, σήμανε και την καταστροφή της. Σε σύντομο διάστημα καταφέρνει να γίνει μισητή από τους δυο πιστούς μέχρι τότε συμμάχους της: τη Θήβα και την Κόρινθο. Πολύ γρήγορα, δημιουργείται μια γέφυρα μεταξύ τους και είναι δυο πανίσχυροι σύμμαχοι που δεν μπορούν να αγνοήσουν. Μέσα σε μια δεκαετία, μετά τη σπουδαία της νίκη, η Σπάρτη οδηγείται και πάλι σε πόλεμο. Και αυτή τη φορά η ανίκητη σπαρτιάτικη πολεμική μηχανή θα υποστεί ανεπανόρθωτες ζημιές.

Η ΘΗΒΑ
Κατά το 398 π.Χ. ο άνεμος των αλλαγών φυσά προς τη σπαρτιάτικη πρωτεύουσα. Ο βασιλιάς Άγης που είχε υποστηρίξει το νέο ιμπεριαλιστικό όραμα της Σπάρτης, πεθαίνει. Ο αδελφός του, ο Αγησίλαος, ανεβαίνει στο θρόνο. Ο νέος βασιλιάς είναι ακόμα ένας ιμπεριαλιστής που θέλει να κατακτήσει όλη την Ελλάδα και να βάλει δικούς του στις κυβερνήσεις όλων των πόλεων. Αποξενώνει, λοιπόν, όλη την Ελλάδα και κυρίως τη Θήβα, στην προσπάθειά του να εξαφανίσει το μίσος των Θηβαίων για τη Σπάρτη. Η Θήβα ήταν πάντα από τους ισχυρότερους συμμάχους της Σπάρτης. Τοποθετημένη στη Βοιωτία, η Θήβα βρισκόταν γεωγραφικά σε στρατηγική θέση ως σύμμαχος στον Πελοποννησιακό πόλεμο και η Σπάρτη την χρησιμοποίησε για να κατακτήσει την Αθήνα. Όμως, ερήμην της Σπάρτης, η Θήβα εκμεταλλεύτηκε τον πόλεμο για να γίνει πιο δυνατή και πιο πλούσια. Αρπάζει κάθε πλούτο που βρίσκεται στην περιοχή της, και στην πάροδο του πολέμου οι Θηβαίοι αρχίζουν να νιώθουν αρκετά ισχυροί στρατιωτικά και καταφέρνουν να ενώσουν όλη τη Βοιωτία. Εκμεταλλεύονται επίσης τις καλές ημέρες του πολέμου για να σχηματίσουν μια νέα και δυνατή κυβέρνηση. Στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου στη Θήβα έγινε μια φοβερή επανάσταση. Από συντηρητική κοινωνία η Θήβα μετατράπηκε σε δημοκρατική. Η σκέψη μιας δημοκρατικής Θήβας, τόσο κοντά στην Αθήνα, ήταν μια προοπτική που τρομοκρατούσε τους Σπαρτιάτες. Όταν δεν μπορούσε με το καλό να κερδίσει μια πόλη σύμμαχο, η Σπάρτη χρησιμοποιούσε τη μόνη τακτική που γνώριζε ως εξωτερική πολιτική. Οι Σπαρτιάτες, αντί να κατευνάσουν τους Θηβαίους και να μοιραστούν την εξουσία μαζί τους, προτιμούν να υποδουλώσουν τη Θήβα, διαλύοντας τη δημοκρατία και την ανεξαρτησία της. Η Σπάρτη χρησιμοποιεί πολύ βία και προσπαθεί να ανατρέψει την κυβέρνηση. Δημιουργείται έντονη αντίδραση, που δεν περιορίζεται απλά σε μια αντι-σπαρτιάτικη στάση, αλλά ενώνει όλους τους δημοκρατικούς.

Ο ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑΣ
Η Θήβα δημιουργεί ένα στρατό 10.000 οπλιτών, που είναι ικανός, εκπαιδευμένος, με στρατηγική σκέψη και τόσο αποτελεσματικός όσο αυτός της Σπάρτης. Και είναι ιδιαίτερα οργισμένος με τη Σπάρτη. Διοικητής του στρατού των Θηβαίων ήταν ο Επαμεινώνδας, ένας άντρας πολύ πιο ικανός από τους προκατόχους του, που θα επηρέαζε άμεσα το μέλλον της Σπάρτης. Σαν εξαίρετος στρατηγός χρησιμοποίησε νέες τακτικές, άγνωστες μέχρι τότε. Αρχικά, ο βασιλιάς Αγησίλαος ήταν ατρόμητος και κατάφερε να διατηρήσει την ολιγαρχία. Αλλά, με κάθε μάχη που κέρδιζε ο Αγησίλαος, η Σπάρτη έχανε κάτι πολύ σημαντικό. Μακροπρόθεσμα η κατάληξη ήταν να ξοδέψει όλα τα πλούτη της Σπάρτης, να χάσει πολλούς άντρες στις μάχες και να βοηθήσει τους Θηβαίους να εκπαιδευτούν στο νέο είδος πολέμου που αναδύθηκε σ’ αυτήν τη νέα εποχή. Επιδεικνύει πολλά ταλέντα, είναι εξαιρετικός στρατιωτικός έχει ταλέντο στην πολιτική, αλλά ο Αγησίλαος μοιάζει να μη δίνει προσοχή σε μια πολύ βασική πολιτική αρχή της Σπάρτης: «Ποτέ δεν πολεμάμε για πολύ καιρό τον ίδιο εχθρό. Δεν τον αφήνουμε να μάθει τα κόλπα μας». Ο Επαμεινώνδας, όχι μόνο έμαθε τα κόλπα της Σπάρτης, αλλά αντιστάθηκε σθεναρά και κέρδισε. Οδηγήθηκαν πολλές φορές σε μάχη με τους Θηβαίους και είχαν την ατυχία αυτή τη φορά να έχουν να αντιμετωπίσουν όχι μόνο μια αναδυόμενη στρατιωτική δύναμη, αλλά μια δύναμη που υιοθετούσε τώρα νέες και πολύ αποτελεσματικές τακτικές. Ο Επαμεινώνδας είχε ακόμα ένα πολύ ισχυρό όπλο στη διάθεσή του: την Αθήνα.

ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Μετά την απομάκρυνση των Τριάκοντα Τυράννων, το 403 π.Χ., οι Αθηναίοι είχαν αρχίσει αργά, αλλά σταθερά, να φτιάχνουν ξανά τον στόλο τους. Εκπαίδευαν μια νέα γενιά ικανών στρατιωτών και ανέπτυσσαν μια πιο ισχυρή δημοκρατία. Είναι ειρωνικό το ότι η ήττα τους από τη Σπάρτη στον πόλεμο ήταν ένα από τα καλύτερα πράγματα που είχαν συμβεί στην Αθήνα, αν το δούμε από την οπτική γωνία της δημοκρατίας. Επειδή, μετά την αιμοσταγή ολιγαρχία που είχε επιβάλλει η Σπάρτη, η δημοκρατία θα ερχόταν στην Αθήνα για να μείνει. Η Αθήνα ήταν μια σημαντική σύμμαχος της Θήβας, για την πρώτη αιματηρή δεκαετία του 4ου αιώνα π.Χ. Η Θήβα υπέγραψε και μια συμμαχία με το Άργος και την Κόρινθο, σχηματίζοντας έτσι ένα ενωμένο μέτωπο κατά της Σπάρτης. Το σημείο κλειδί είναι τώρα η Κόρινθος, η οποία ήταν η βασική σύμμαχος της Πελοποννησιακής συμμαχίας. Η αποστασία της και η συμμαχία της με την Αθήνα, τη Βοιωτία, τη Θήβα και το Άργος, ήταν πολύ ισχυρό χτύπημα για τη Σπάρτη. Το 379 π.Χ., οι Θηβαίοι καταφέρνουν, με μια πετυχημένη εξέγερση να απομακρύνουν τη σπαρτιάτικη ολιγαρχία από τη Θήβα. Το νέο καθεστώς αφοσιώνεται στο πώς θα εκδικηθεί τη Σπάρτη. Υπήρχαν πολλές πόλεις που μισούσαν τη Σπάρτη, για τους δικούς τους λόγους, ώστε πηγαίνουν με το μέρος της Θήβας. Η λίστα των αποστατών της Σπάρτης μεγάλωνε. Αν μια πόλη-κράτος δεν μισούσε τη Σπάρτη για τον ιμπεριαλισμό της ή για τη βαναυσότητά της, τη μισούσε για ένα νέο λόγο. Οι ελάχιστοι εναπομείναντες σύμμαχοι της Σπάρτης άρχισαν φοβούνται ότι η Σπάρτη κέρδιζε πολέμους, επειδή ήταν πρόθυμη να θυσιάζει τα συμμαχικά της στρατεύματα και όχι τους δικούς της. Στον πόλεμο τους έβαζαν πάντα στην αριστερή πτέρυγα. Αυτό σήμαινε ότι, ο εχθρός που και αυτός τοποθετούσε την ομάδα κρούσης στην αριστερή πτέρυγα, δεν θα αντιμετώπιζε τους Σπαρτιάτες. Σε μια σειρά από μάχες, οι Σπαρτιάτες πολεμούσαν συνήθως τα κατώτερα στρατεύματα του εχθρού. Συνεπώς, αν ήθελαν να ξεφορτωθούν κάποιον ύποπτο σύμμαχό τους, τον τοποθετούσαν στην αριστερή πτέρυγα. Αυτή ήταν η πάγια τακτική των Σπαρτιατών. Είναι ειρωνικό το ότι αυτή η πόλη-κράτος, η πιο απομονωμένη, η πιο αντι-ιμπεριαλιστική, που ήταν απρόθυμη να πολεμήσει, εκτός και αν ήταν απολύτως απαραίτητο, μαχόταν τώρα σε όλο τον ελληνικό κόσμο για να διατηρήσει τον έλεγχό του. Όλα κρίθηκαν στα Λεύκτρα της Βοιωτίας. Κυρίως επειδή είχαν καταπιεστεί από τους Σπαρτιάτες, είχαν εκπαιδευτεί και είχαν μάθει πολλά από αυτούς και επειδή είχαν μια γενιά από εξέχοντες αρχηγούς. Οι Θηβαίοι, λοιπόν, πραγματοποιούν το αδιανόητο. Νικούν το σπαρτιάτικο στρατό σε μια φοβερή μάχη.

Η ΜΑΧΗ ΣΤΑ ΛΕΥΚΤΡΑ
Το 371 π.Χ., οι Σπαρτιάτες επιστρέφουν στη νέα δημοκρατική Θήβα, για να προσπαθήσουν για άλλη μια φορά να την ανακαταλάβουν. Συναντήθηκαν στα Λεύκτρα, όπου ο Επαμεινώνδας οδηγεί 300 άντρες του Ιερού Λόχου και μια μεγάλη δύναμη από συμμαχικά στρατεύματα. Η Θήβα επίσης έχει αναπτύξει νέες τακτικές, με τις οποίες μπορεί να αντιμετωπίσει τη σπαρτιάτικη φάλαγγα. Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Επαμεινώνδας ήταν να βάλει τους καλύτερους άντρες του στα αριστερά. Αυτό σήμαινε ότι η μάχη θα γινόταν ανάμεσα στην ελίτ των στρατών. Ο Επαμεινώνδας δε θα σκότωνε Πελοποννήσιους συμμάχους, αλλά Σπαρτιάτες και θα έλεγε στους δικούς του συμμάχους: «Δεν θα τα βάλετε εσείς με τους Σπαρτιάτες, αλλά εμείς». Ο σπαρτιάτικος στρατός, όχι μόνο ηττήθηκε, αλλά καταστράφηκε. Πάνω από το 70% των αντρών που πολέμησαν εδώ, έχασαν τη ζωή τους. Δυο από τους βασικούς λόγους που η Σπάρτη έχασε τη σημαντική μάχη των Λεύκτρων είναι πρώτον, η ακαμψία της. Δεν μπορούσε να αντιδράσει στην αλλαγή της γραμμής, στις νέες ειδικές δυνάμεις, στον νέο εξοπλισμό. Και ο δεύτερος λόγος είναι απλώς οι αριθμοί. Οι Σπαρτιάτες δεν διαθέτουν πλέον αρκετούς άντρες. Απλά δεν έχουν τους 9.000 άντρες με τους οποίους είχαν πολεμήσει στους Περσικούς πολέμους, ούτε τους 5.000 άντρες με τους οποίους είχαν πολεμήσει στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Είναι πλέον μόλις κάποιες εκατοντάδες Σπαρτιάτες, και όσοι από αυτούς μπορούν να πολεμήσουν καλά, δεν είναι αρκετοί.
Ο στρατός του Επαμεινώνδα σκοτώνει 700 στρατιώτες, που οι Σπαρτιάτες δεν μπορούν να αναπληρώσουν και αλλάζει την εικόνα που όλοι είχαν για τον αήττητο σπαρτιάτικο στρατό. Και το πιο σημαντικό είναι ότι ο Επαμεινώνδας δεν είδε τη νίκη αυτή σαν ένα τέλος, αλλά σαν την αρχή. Μετά την ήττα στα Λεύκτρα, ένας αποδυναμωμένος και ταπεινωμένος σπαρτιάτικος στρατός επιστρέφει στην πατρίδα του για να ανασυνταχθεί. Είναι μια αποκαρδιωτική ήττα για τους Σπαρτιάτες, αλλά δεν θα αποτελούσε το τελειωτικό χτύπημα, αν το σπαρτιάτικο σύστημα είχε την ικανότητα, τα μέσα και την ευελιξία για να αντιδράσει στην ήττα αυτή. Αυτά όμως ακριβώς είναι που λείπουν από τους Σπαρτιάτες. Η κοινωνική και πολιτική δομή της Σπάρτης, γίνεται τώρα το μεγαλύτερο μειονέκτημά της. Αυτό που κάποτε αποτελούσε την πηγή δύναμης και σταθερότητας, τώρα γίνεται πηγή αδυναμίας και αδράνειας.

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΜΑΝΤΙΝΕΙΑΣ
Το 362 π.Χ., οι Σπαρτιάτες χάνουν και πάλι από τους Θηβαίους στη δεύτερη μάχη της Μαντινείας. Οι Σπαρτιάτες ήταν τόσο προσηλωμένοι στις παραδόσεις τους, που αρνούνται να μάθουν κάτι νέο από τις εμπειρίες τους. Και αυτό γίνεται ιδιαίτερα φανερό στη μάχη της Μαντινείας, όπου, ενώ έχουν να αντιμετωπίσουν τις ίδιες ακριβώς τακτικές, από τις οποίες έχασαν στα Λεύκτρα, χάνουν και πάλι. Όταν κάνεις μια κίνηση και ο άλλος σε χτυπάει, μαθαίνεις από αυτό και φροντίζεις να μην επαναλάβεις την ίδια κίνηση. Αλλά η Σπάρτη δεν θέλει τις καινοτομίες. Ήταν στον χαρακτήρα της συντηρητική και διατηρούσε τις ίδιες τακτικές. Η Σπάρτη δεν έχασε μόνο το γόητρό της στη μάχη, αλλά δεν διέθετε και την ικανότητα να ανταπεξέλθει στις νέες μορφές πολέμου που είχαν προκύψει. Ο πόλεμος πλέον μεταφερόταν και στη θάλασσα, απαιτούσε πολιορκητικές γνώσεις, μελέτη και άλλες ικανότητες, πέρα από τη δύναμη. Μόλις μια πόλη-κράτος λέει ότι θα σας δηλητηριάσουμε το νερό σας, θα επιτεθούμε νύχτα, θα χρησιμοποιήσουμε τοξότες και άρματα, τότε το σπαρτιάτικο σύστημα καταρρέει. Ο πόλεμος εξελισσόταν, όχι όμως και η Σπάρτη. Συνέχιζαν τις βάρβαρες τακτικές τους με την εγκατάλειψη των ανεπιθύμητων νεογέννητων ή τη δοκιμασία της διαμαστίγωσης. Ίσως είχαν γίνει υπερβολικά σκληροί με τον γενετικό αφανισμό των ασθενέστερων. Το 370 π.Χ., οι ενήλικες άντρες είναι μόλις 1.000. Κατά ειρωνικό τρόπο, τα μεγάλα ιδεώδη της Σπάρτης την οδηγούν στον αφανισμό της. Το σύστημα που ανακήρυττε αμάρτημα τη δειλία, είχε οδηγήσει τους καλύτερους πολεμιστές της όχι στα στρατιωτικά συντάγματα αλλά στα νεκροταφεία. Ο ορισμός της δειλίας δεν είχε ακριβώς τη σημερινή έννοια. Δεν σήμαινε αναγκαστικά ότι κάποιος το έβαζε στα πόδια, αλλά γι’ αυτούς, όταν κάποιος επεβίωνε σε μια μάχη, στην οποία όλοι οι άλλοι είχαν σκοτωθεί, αυτό σήμαινε ότι ήσουν δειλός, επειδή έπρεπε και συ να σκοτωθείς. Η μείωση του πληθυσμού οφειλόταν επίσης στη μείωση των γεννήσεων, κάτι που συνέβαινε εδώ και μισό αιώνα. Σίγουρα, οι τιμωρίες, σε όσους επισκέπτονταν τη νύχτα γυναίκες, μείωναν κατά πολύ τις πιθανότητες απόκτησης παιδιών. Και αυτό συνέβαλε κατά πολύ στην τραγική μείωση του σπαρτιάτικου πληθυσμού με το πέρασμα του χρόνου. Για έναν υγιή πληθυσμό, οι γυναίκες θα έπρεπε να γεννούν στα 15, 16, 17 και 18 τους, κάτι που ήταν απαραίτητο στις ηλικίες αυτές στον αρχαίο κόσμο, δεδομένων των παιδικών ασθενειών και της αυξημένης παιδικής θνησιμότητας. Άρα, η τακτική που ακολουθούσαν ήταν καταστροφική. Παρόλο που η ελίτ των στρατιωτών είχε συρρικνωθεί, το σπαρτιάτικο σύστημα συνωμοτούσε στην περαιτέρω μείωση των στρατιωτών. Ήταν πολύ εύκολο το να χάσεις τη θέση σου, παρά να προβιβαστείς. Μπορούσες να υποβιβαστείς επειδή δεν έφτιαχνες καλά το φαγητό για τους συστρατιώτες σου, επειδή έτρεμες στη μάχη, και για ένα σωρό άλλα παραπτώματα. Έτσι, οι Σπαρτιάτες ανέπτυξαν μια πολύ επικίνδυνη μορφή κοινωνίας που αποτελείτο από ανθρώπους που δέχονταν μεγάλη πίεση, αλλά και που τους στερούσαν πολύ εύκολα την τιμή τους. Και όλα αυτά σε μια κοινωνία που η τιμή ήταν το παν. Η Σπάρτη επέτρεπε όλα αυτά να συμβαίνουν, αλλά δεν ήταν πρόθυμη να κάνει στροφή στην ιδεολογία της και να προσπαθήσει να φτιάξει μια νέα ελίτ στρατιωτικών, αποκτώντας κάποιον πλούτο. Αυτό ήταν ένα τρομερό λάθος της Σπάρτης. Βλέπουμε, λοιπόν, μια πόλη που δείχνει να μην έχει επαφή με την πραγματικότητα.

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ
Στην πιο αδύναμη φάση της, η Σπάρτη πρέπει να αντιμετωπίσει τη μεγαλύτερη πρόκληση. Για πρώτη φορά στην ιστορία της, η αποδυναμωμένη Σπάρτη δέχεται εισβολή και αναγκάζεται να υπερασπιστεί τον εαυτό της στα ίδια της τα εδάφη. Ο Επαμεινώνδας, ο οραματιστής Θηβαίος στρατηγός είχε ένα νέο όραμα. Να αλλάξει τον χάρτη της Πελοποννήσου και να αποκόψει τη δύναμη της Σπάρτης από την πηγή της. Δεν ήθελε μόνο να διαλύσει τη φυσική της δύναμη, αλλά να συντρίψει τον μύθο της σπαρτιάτικης ανωτερότητας. Καταλάβαινε ότι η Σπάρτη δεν θα μπορούσε να υπάρξει, αν καταστρεφόταν η παραδοσιακή της ισορροπία, δηλαδή, αν απελευθερώνονταν οι είλωτες. Για την επιβίωσή τους, ήταν άμεσα εξαρτημένοι από τα εργατικά χέρια τους. Χωρίς τη Μεσσηνία, η Σπάρτη δε θα διέθετα πλέον τα μέσα για να είναι μια μεγάλη δύναμη. Με την κάλυψη των συμμάχων του, δηλαδή της Αθήνας, της Κορίνθου και του Άργους, ο Επαμεινώνδας ξεκίνησε την πρώτη φάση του σχεδίου του για την καταστροφή της Σπάρτης. Στις αρχές του 369 π.Χ., καταφθάνει στη Μεσσηνία κι ανακοινώνει ότι οι Μεσσήνιοι δεν είναι πλέον είλωτες, αλλά επιστρέφουν στις ρίζες τους, ως ελεύθεροι και ανεξάρτητοι Έλληνες. Συνέβη όπως και στις Νότιες πολιτείες της Αμερικής, όπου τη μια μέρα οι μαύροι ήταν σκλάβοι και την επόμενη ήταν πολίτες στην ίδια τους τη πολιτεία. Ο Επαμεινώνδας και οι δυνάμεις του παρέμειναν στη Μεσσηνία 4 μήνες κι οι ελεύθεροι πια είλωτες, που πιθανόν αριθμούσαν τους 250.000, χτίζουν ένα τεράστιο τείχος γύρω από τη νέα πόλη-κράτος, τη Μεσσήνη. Οι Μεσσήνιοι, απόγονοι τόσων γενιών ειλώτων, που είχαν οδηγήσει τη Σπάρτη στη δόξα, με κόστος την ίδια τους την ελευθερία και τη ζωή, ήταν πλέον στην ευχάριστη θέση να βιώσουν το θάνατο της μεγάλης σπαρτιάτικης πολιτικής. Αυτό που οι Σπαρτιάτες προσπαθούσαν να αποφύγουν για αιώνες, δηλαδή την ανεξαρτησία της Μεσσηνίας, ήταν ακριβώς αυτό που συνέβη. Και ενώ οι είλωτες έχτιζαν τα τείχη της Μεσσήνης, ο Επαμεινώνδας προχώρησε στη δεύτερη φάση του πολεμικού του σχεδίου. Οι συμμαχικές δυνάμεις οχύρωσαν μια στρατηγική πόλη στα σύνορα της Αρκαδίας: τη Μεγαλόπολη. Ήταν ακόμα μια μεγάλη και ισχυρή πόλη, καλά οχυρωμένη και στα χέρια ανθρώπων που είχαν κάθε λόγο να φοβούνται την αναβίωση της Σπάρτης. Φρόντισαν η Σπάρτη να μην αποκτήσει ξανά τη δύναμη που διέθετε κάποτε. Από αυτή τη στιγμή και μετά, η Σπάρτη γίνεται ένας δεινόσαυρός.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ
Ο Επαμεινώνδας είναι τώρα έτοιμος για εισβολή. Έχει στριμώξει τη Σπάρτη και διαθέτει 70.000 στρατό. Ήταν ένας πανέξυπνος άνθρωπος, επειδή δημιούργησε έναν στρατό που διψούσε για εκδίκηση. Αυτή ήταν η πρώτη μάχη σε λακωνικό έδαφος, μετά από 600 χρόνια. Λεγόταν ότι για 600 χρόνια οι Σπαρτιάτισσες δεν είχαν δει καπνό από εχθρικά πυρά. Αυτό όμως είχε τελειώσει. Έτσι η Σπάρτη αναγκάστηκε να κάνει κάτι πρωτοφανές: να υποχωρήσει. Έτσι έγινε η δεύτερη μεγαλύτερη δύναμη του ελληνικού κόσμου. Η εξέλιξη της ιστορίας ήταν εναντίον της Σπάρτης, όπως η δημογραφία και η γεωγραφία. Η τύχη της την εγκατέλειψε όταν εμφανίστηκε ο Επαμεινώνδας. Μετά την απελευθέρωση της Μεσσηνίας το 370 π.Χ., η Σπάρτη δεν θα έφτανε ποτέ ξανά τις δόξες που κάποτε απολάμβανε στον ελληνικό κόσμο. Έπεσαν από το θρόνο τους. Είχαν ζήσει σ’ ένα καλά σφραγισμένο περιβάλλον, όπου ανακύκλωναν τις αρετές τους και απέφευγαν τη διαφθορά και τους πειρασμούς που έρχονταν από έξω. Ενώ άλλες πόλεις-κράτη προβάλλονταν τώρα, η Σπάρτη έγινε η σκιά του παλαιότερου εαυτού της. Μετατράπηκε σ’ ένα είδος ζωντανού μουσείου. Μάλιστα, στους ρωμαϊκούς χρόνους, έγινε κάτι σαν θεματικό πάρκο, όπου ηγέτες όπως ο Αδριανός έρχονταν στη Σπάρτη για να παρατηρήσουν και να θαυμάσουν τον τρόπο ζωής των ντόπιων.

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο μεγάλος ιστορικός Θουκυδίδης είχε πει πως όταν οι μελλοντικές γενιές θα δουν την Αθήνα θα σκεφτούν ότι ήταν δέκα φορές μεγαλύτερη από ό,τι ουσιαστικά ήταν και ότι η Σπάρτη ήταν δέκα φορές μικρότερη από ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Οι Σπαρτιάτες είχαν ελάχιστα να επιδείξουν στον κόσμο. Τα σπίτια και οι ναοί τους ήταν απλά κτίρια. Μόλις χάθηκε η δύναμη της Σπάρτης, δεν είχε τίποτε απομείνει για να δει ο κόσμος Ενώ η Αθήνα, όχι μόνο διατηρήθηκε ζωντανή, αλλά βρίσκεται εκεί για να τη θαυμάσει όλος ο κόσμος. Οι Σπαρτιάτες κρύφτηκαν πίσω από την κληρονομιά τους. Όμως, πολύ σύντομα οι Αθηναίοι σκεπτικιστές αναβίωσαν τις αξίες της σπαρτιάτικης κοινωνίας στις δικές τους πόλεις-κράτη. Ήταν πρωτοπόροι της συνταγματικής κυβέρνησης. Έστησαν ένα σύστημα το οποίο οι υπόλοιποι Έλληνες ακολούθησαν. Ενώ πολλές ελληνικές πόλεις υπέφεραν από εμφύλιους πολέμους, οι Σπαρτιάτες δεν υπέφεραν, Ποιο ήταν το μυστικό τους; Οι αρχαίοι δεν μπορούσαν να αποφασίσουν, ούτε κι εμείς. Ήταν η δημοκρατία, ήταν η ολιγαρχία, ήταν ένας συνδυασμός και των δύο; Τι από όλα; Υπήρχε όμως κάτι στο σύστημα αυτό, που το βοήθησε να διατηρηθεί για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, και να εμπνεύσει μια παράδοση πολιτικών θεωριών τις οποίες απασχόλησε πολύ η σταθερότητα. Ήταν ένα υπόδειγμα αξιών του ελληνικού πολιτισμού. Ο Σωκράτης, ο Ξενοφών και ο Πλάτωνας στήριξαν τις ιδέες τους κατά πολύ στην πολιτική των Σπαρτιατών. Πολλοί τους θεωρούσαν ως την ιδανική κοινωνία. Τους επόμενους 20 αιώνες, υπήρξαν φιλόσοφοι και πολιτικοί που ανέτρεχαν ξανά και ξανά στο ένδοξο παρελθόν της Σπάρτης. Η Σπάρτη εξιδανικεύτηκε κατά την ιταλική Αναγέννηση και το ολιγαρχικό της πολίτευμα, λόγω της σταθερότητάς του, χρησιμοποιήθηκε συχνά ως πρότυπο για τη Βενετία. Τον 18ο αιώνα, στη Γαλλία, ο κόσμος ήταν συνεπαρμένος με τη Σπάρτη. Ο Ρουσσώ έλεγε ότι ήταν μια δημοκρατία ημίθεων, όχι ανθρώπων. Στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, πολλοί ήθελαν να πεθάνουν ένδοξα, όπως οι Σπαρτιάτες. Στη διάρκεια της Αμερικανικής Επανάστασης, η Σπάρτη αποτελούσε πηγή έμπνευσης σε αυτούς που ήθελαν να δημιουργήσουν ένα σταθερό και δημοκρατικό έθνος. Ο Τόμας Τζέφερσον είχε πει κάποτε, ότι είχε μάθει περισσότερα διαβάζοντας την ιστορία του Θουκυδίδη, παρά τις τοπικές εφημερίδες. Ο Θουκυδίδης περιγράφει την ιστορία για το πώς αυτή η δημοκρατική Αθήνα, έχασε τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Και γι’ αυτό πιστεύω ότι ο Τζέφερσον και οι υπόλοιποι που δημιούργησαν το σύνταγμα, πήραν ως παράδειγμα τη Σπάρτη και όχι την Αθήνα. Οι ιδρυτές του αμερικανικού έθνους θεωρούσαν την Αθήνα, μια αμιγή δημοκρατία, που τα αγαθά της απολάμβαναν όμως μόνον οι αριστοκράτες, ως ένα φρικτό παράδειγμα διακυβέρνησης, ενώ τη Σπάρτη ως ένα καλό παράδειγμα, επειδή εκεί όλοι ήταν πάνω από όλα πολίτες. Όταν επισκεφτόμαστε σήμερα την Ακρόπολη και βλέπουμε τον Παρθενώνα, σκεφτόμαστε: «Αυτό είναι το λίκνο της δημοκρατίας». Όμως, το 20ο αιώνα, το παράδειγμα της Σπάρτης ασπάστηκαν όχι δημοκρατικές κυβερνήσεις, αλλά δικτάτορες που εντυπωσιάστηκαν από τις πιο φαύλες πτυχές της σπαρτιάτικης κοινωνίας. Οι Ναζί αναζητούσαν στη Σπάρτη ένα ιδανικό, ενώ ο Χίτλερ και πολλοί φίλοι του μιλούσαν με θαυμασμό γι’ αυτήν. Ο Χίτλερ είχε εκφράσει την επιθυμία να δημιουργήσει είλωτες σε άλλες χώρες, για να υπηρετούν την ανώτερη γερμανική φυλή. Η Ρωσία και η ναζιστική Γερμανία ασπάστηκαν αυτή τη νοοτροπία. Με τη στρατολόγηση και τη σκληρή εκπαίδευση και με μια κυβέρνηση που ελέγχει τη ζωή όλων, έχεις ένα δυνατό στρατό για ένα χρονικό διάστημα. Τελικά, όμως, οι αντιφάσεις της Σοβιετικής, της Γερμανικής ή της σπαρτιάτικης κοινωνίας αποκαλύπτονται. Εύλογα, λοιπόν, θα έλεγα ότι οι αρχές των ολοκληρωτικών καθεστώτων βρίσκονται στη σπαρτιάτικη κοινωνία.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τα μαθήματα που πήραμε από τη Σπάρτη συνεχίζουν να επηρεάζουν ακόμα και τις σημερινές κοινωνίες. Οι Σπαρτιάτες ήταν οι δημιουργοί αυτού που ονομάζουμε: δυτική στρατιωτική πειθαρχία. Κι αυτό αποτέλεσε τεράστιο πλεονέκτημα της Δύσης στην ελληνική και στη ρωμαϊκή περίοδο, στον Μεσαίωνα, στην Αναγέννηση μέχρι και σήμερα. Οι στρατοί της Δύσης έχουν απλά διαφορετική γνώμη για το τι σημαίνει πειθαρχία. Για παράδειγμα, ένας δυτικός στρατός εναντίον ενός ιρακινού ή ιρανικού στρατού συνήθως έχει το πλεονέκτημα, ακόμα κι αν ο εχθρός υπερτερεί αριθμητικά. Οφείλουμε, λοιπόν, αυτή την κληρονομιά της δυτικής πειθαρχίας, στη Σπάρτη. Μπορούμε να διδαχτούμε από αυτούς, ότι η τιμή θα πρέπει να αποτελεί σημαντικό στοιχείο της ανθρώπινης ζωής. Κάποιος μπορεί να ζήσει χωρίς τιμή, επειδή τα υλικά μέσα το καθιστούν αυτό εφικτό, αλλά κανείς δεν μπορεί να πεθάνει χωρίς τιμή. Επειδή, όταν πεθαίνουμε γίνεται κατά κάποιο τρόπο ο απολογισμός της ζωής μας. Το μεγαλείο, όμως, της Σπάρτης επισκιάζεται από το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι πλήρωσαν ένα τεράστιο τίμημα για τα επιτεύγματά της. Έπρεπε να καθυποτάξουν όλες τις ανθρώπινες ιδιότητες που ήταν αναγκαία για την υγιή ανάπτυξη ενός ανθρώπου. Και το εκμεταλλεύτηκαν αυτό για να δικαιολογήσουν τη βαναυσότητα και την αλαζονεία τους. Στόχευαν στην ανωτερότητα και στην τιμή, θυσιάζοντας όμως ακόμα και την προσωπική τους ελευθερία. Και αυτό ήταν μια καρικατούρα της ανθρώπινης ευημερίας. Μπορεί κανείς να πει ότι τελικά η Σπάρτη πήρε αυτό που της άξιζε. Οι σύγχρονες κοινωνίες έχουν ένα πλεονέκτημα: Μπορούν να κρατήσουν τα καλύτερα από αυτά που είχε να προσφέρει η Σπάρτη και να απορρίψουν τα υπόλοιπα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου