9 Σεπ 2011

Η ναυμαχία της Σαλαμίνας

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στη χρονική περίοδο, από το 500 έως το 480 π.Χ., συνέβηκαν στην Ελλάδα πολλά και σπουδαία γεγονότα. Η Ιωνική εξέγερση, η εκστρατεία των Περσών κατά της Ελλάδας, η νίκη των Αθηναίων στον Μαραθώνα, οι Πελοποννησιακή και Αθηναϊκή Συμμαχίες αποτελούν τα κύρια γεγονότα για τη χρονική αυτή περίοδο. Και αυτό, γιατί τα γεγονότα αυτά επηρέασαν καθοριστικά τη στάση των πόλεων-κρατών μεταξύ τους, αλλά κυρίως επηρέασαν τη στάση τους απέναντι στους Πέρσες, οι οποίοι, αφού πάτησαν το πόδι τους στις ελληνικές ιωνικές πόλεις, άρχισαν να «ορέγονται» και την ευρωπαϊκή Ελλάδα.
Την εποχή των Περσικών πολέμων κυρίως αρχίζει η ακμή της πόλης-κράτους. Όλες οι ελληνικές πόλεις, στην Ελλάδα και την Ιωνία, έχουν τα ίδια ιδανικά για τα οποία αγωνίζονται: την ελευθερία, την αυτονομία και την αυτάρκεια. Το πολιτειακό καθεστώς, βέβαια, μπορεί να διαφοροποιείται από πόλη σε πόλη, αλλά, οι βασικές αρχές παραμένουν οι ίδιες. Σχεδόν ταυτόχρονα, αρχίζει η άνοδος της πνευματικής ζωής των Ελλήνων που φτάνει στο αποκορύφωμά της. Η φιλοσοφία, το δράμα, η ιστοριογραφία παίρνουν τις χαρακτηριστικές εκείνες μορφές, που θα παραμείνουν τα κλασικά πρότυπα για τις μεταγενέστερες εποχές.
Στον τομέα όμως της πολιτικής ζωής παρατηρούμε ότι οι διάφορες πόλεις δεν μπορούν να συνενωθούν σ’ ένα ευρύτερο κράτος, πράγμα που δεν οφείλεται μόνο στην έλλειψη διοικητικών και τεχνικών προϋποθέσεων, αλλά και στο ότι η πόλη θεωρούσε ως υπέρτατο αγαθό την αυτονομία της απέναντι στις άλλες πόλεις.
Για την Αθήνα, τη Σπάρτη και την Ιωνία έχουμε τις πιο πολλές γραπτές μαρτυρίες και γι’ αυτές μπορούμε να σχηματίσουμε μια πιο πλήρη εικόνα, για τη χρονική αυτή περίοδο. Οι άλλες ελληνικές πόλεις ακολουθούν την Αθήνα ή τη Σπάρτη και ανάλογα επηρεάζονται από τον πολιτειακό καθεστώς της μιας ή της άλλης.
Όμως, οι Περσικοί πόλεμοι έκαναν τους Έλληνες, για πρώτη φορά στην ιστορία τους, να αποκτήσουν συνείδηση της εθνικής τους ενότητας. Οι δυο μεγάλες δυνάμεις, η Αθήνα και η Σπάρτη, λόγω του διαφορετικού πολιτεύματος, ευνοούσαν τους χωριστικούς παράγοντες, που επηρέαζαν τον πολιτικό βίο της Ελλάδας. Αυτό ακριβώς το γεγονός εκμεταλλεύτηκαν οι Πέρσες μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου και ό,τι δεν πέτυχαν με τα όπλα το επεδίωξαν με τη διπλωματία και το χρήμα, δηλαδή να επεμβαίνουν στα πράγματα της Ελλάδας.

Η ΙΩΝΙΚΗ ΕΞΕΓΕΡΣΗ
Με την εξέγερση των Ελλήνων της Ιωνίας κατά της περσικής κυριαρχίας το 500 ή 499 π.Χ., αρχίζει μια νέα εποχή. Η Περσική Αυτοκρατορία αντιμετωπίζει για πρώτη φορά την αντίσταση ενός λαού από ξηρά και θάλασσα, που θα εξουδετερωθεί μετά από αγώνες 5 χρόνων. Η εξέγερση των Ιώνων δεν είχε μόνον οικονομικά αίτια και ατομικά κίνητρα, αλλά και ηθικές αρχές, πειθαρχία και προγραμματισμό.
Πρέπει να σημειωθεί ότι οι βαθύτερες αιτίες της εξέγερσης των Ιώνων οφείλονταν στην πολιτική που εφάρμοζε η Περσία στους Ίωνες της Μ. Ασίας. Οι Πέρσες σε όλες τις κατακτημένες ελληνικές πόλεις είχαν εγκαταστήσει Έλληνες κυβερνήτες, αφοσιωμένους στον Πέρση βασιλιά και οι οποίοι υποστηρίζονταν από τους Πέρσες σατράπες. Όμως, αυτοί είχαν γίνει για τους Έλληνες των πόλεων αυτών τύραννοι, που δέσμευαν την αυτονομία τους. Παρόλο που το εμπόριο της Ιωνίας είχε υποστεί οικονομικές απώλειες και υπεύθυνοι γι’ αυτό θεωρούνταν οι Πέρσες, όμως, για την εξέγερση των Ιώνων αποφασιστικός παράγοντας ήταν τα πολιτικά κίνητρα και ο περιορισμός της αυτονομίας των πόλεων. Μόνον ένας Έλληνας θα μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς σήμαινε το γεγονός ότι η ζωή του δεν ρυθμίζεται από την εκκλησία του δήμου, αλλά από τους σατράπες ή τον Πέρση βασιλιά.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, αφορμή για την Ιωνική εξέγερση θεωρήθηκαν τα προσωπικά κίνητρα του τυράννου της Μιλήτου Αρισταγόρα. Όμως, ο τύραννος αυτός και ο Πέρσης σατράπης δεν κατόρθωσαν να υποτάξουν τη Νάξο και γι’ αυτό έπεσαν στη δυσμένεια του Πέρση βασιλιά. Στη φάση αυτή, ο Αρισταγόρας έκρινε ότι δεν έπρεπε να εναντιωθεί στη γενική διάθεση των Ιώνων απέναντι στους Πέρσες, που ήταν πλατιά διαδεδομένη στα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Με την αποπομπή των τυράννων και των περσικών φρουρών, ο σκοπός της εξέγερσης δεν ολοκληρώθηκε. Εδώ φάνηκε η πολιτική αδυναμία των Ιώνων, επειδή δεν υπήρχε ούτε ενιαία διοίκηση ούτε συντονισμένη δράση.
Βασική σημασία για τους Ίωνες είχε η βοήθεια των Ελλήνων της κυρίως Ελλάδας. Η Σπάρτη, λόγω της επικείμενης σύγκρουσης με το Άργος και κυρίως λόγω της πολιτικής της, που αποστρεφόταν τις υπερπόντιες επιχειρήσεις, αρνήθηκε να στείλει βοήθεια στην Ιωνία, ενώ η Αθήνα, εξαιτίας της ρευστότητας στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα, έδειξε αδράνεια και έστειλε μόνο 20 πλοία, στα οποία προστέθηκαν και 5 από την Ερέτρια. Οι Σάρδεις πυρπολήθηκαν από τους Ίωνες, όμως στην Έφεσο υπέστησαν την πρώτη τους ήττα. Η καταστροφή των Σάρδεων εξήγειρε τους υπόδουλους λαούς της Μ. Ασίας, χωρίς όμως τελικό αποτέλεσμα. Η Μίλητος καταλήφθηκε βίαια το 494 π.Χ. και οι Μιλήσιοι εξορίστηκαν. Η Χίος και η Λέσβος υποδουλώθηκαν και πόλεις στην Προποντίδα καταστράφηκαν.
Ακολούθησε η εκστρατεία του Μαρδόνιου στη Θράκη και τη Μακεδονία για την παλινόρθωση της περσικής κυριαρχίας στην περιοχή. Όμως το πεζικό των Περσών υπέστη σημαντικές ζημιές από τον άγριο ντόπιο πληθυσμό της Θράκης κι ο στόλος καταστράφηκε στον Άθω.

ΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗ ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ
Όπως είδαμε, η συμμετοχή της κυρίως Ελλάδας στην εξέγερση των Ιώνων ήταν μηδαμινή. Η εκλογή του Θεμιστοκλή, ως άρχοντα το 493 π.Χ., δείχνει τη στροφή της κοινής γνώμης στην Αθήνα κατά των Περσών. Έτσι, ο Θεμιστοκλής άρχισε να οργανώνει πολεμικό λιμάνι και νεώσοικους στον όρμο του Πειραιά. Ο Φιλαΐδης Μιλτιάδης, όμως, που γύρισε από τη Θράκη, βάζει τον Θεμιστοκλή στο περιθώριο. Μόνο μετά από 10 χρόνια μπόρεσε ο Θεμιστοκλής να βρεθεί και πάλι στην εξουσία. Τότε, η κυρίαρχη δύναμη στην Ελλάδα ήταν η Σπάρτη, η οποία ήταν αρχηγός της Πελοποννησιακής Συμμαχίας, στην οποία δεν συμμετείχε η Αθήνα.
Η πολιτική του Δαρείου Α' προς τους Έλληνες, από το 500 π.Χ. και μετά, εμφανίζει όλα τα χαρακτηριστικά που είναι τυπικά και για τη μεταγενέστερη εποχή. Μέσα από στενές προσωπικές σχέσεις με ανθρώπους της αριστοκρατίας, ο Δαρείος προσπαθεί να προετοιμάσει το έδαφος για τη βαθμιαία πολιτική διείσδυση στην Ελλάδα. Ο Πέρσης βασιλιάς εισάγει στους κύκλους της αριστοκρατίας μερικούς Έλληνες ευγενείς, όπως τον Μετίοχο, γιο του νεότερου Μιλτιάδη, και τον εξόριστο Σπαρτιάτη βασιλιά Δημάρατο και τους δωρίζει χτήματα. Ιδιαίτερους δεσμούς είχαν καλλιεργήσει οι Πέρσες με τους Θεσσαλούς και το Μαντείο των Δελφών.
Η περσική εκστρατεία οργανώθηκε το καλοκαίρι του 490 π.Χ. υπό τις διαταγές του Δάτη και του Αρταφέρνη, με στόχο την τιμωρία της Ερέτριας και της Αθήνας, λόγω της συμπαράστασής τους στην ιωνική εξέγερση. Όμως, αυτό ήταν μια δικαιολογία για την περσική κυριαρχία επί της Ελλάδας. Η Σπάρτη έπρεπε να απομονωθεί και οι υπόλοιπες πόλεις να γίνουν μικρά αδύναμα κρατίδια. Είναι γνωστά τα γεγονότα της μάχης του Μαραθώνα και η νίκη των Αθηναίων με ηγέτη τον Μιλτιάδη. Η νίκη στον Μαραθώνα κατά των Περσών ανύψωσε το ηθικό όλων των Ελλήνων, ενίσχυσε την αυτοπεποίθησή τους και τους ένωσε εθνικά ως Έλληνες.
Οι πληροφορίες για τους τεράστιους εξοπλισμούς των Περσών μετά την ήττα στον Μαραθώνα, έκανε τους Αθηναίους να σκεφτούν τη ναυπήγηση αξιόμαχου στόλου. Τότε ακριβώς χρειάστηκε, για την επάνδρωση των καινούργιων πλοίων, να επιστρατευθούν και θήτες, δηλαδή ακτήμονες γεωργοί ή εργάτες, με αποτέλεσμα βέβαια να τους χορηγηθούν πλήρη πολιτικά δικαιώματα, τα οποία είχαν και οι άλλες τάξεις.
Για τη χρηματοδότηση του ναυτικού προγράμματος του Θεμιστοκλή, που άρχισε να εφαρμόζεται το 482 π.Χ., χρησιμοποιήθηκαν, μετά από πρόταση του ίδιου, τα κρατικά ορυχεία αργύρου του Λαυρίου, τα οποία είχαν αξιοποιηθεί σημαντικά. Για τον εξοπλισμό υποχρεώθηκαν να συνεισφέρουν και οι πλουσιότεροι Αθηναίοι. Έτσι η Αθήνα έγινε η πρώτη ναυτική δύναμη της Ελλάδας και το επίτευγμα αυτό ανήκει στον Θεμιστοκλή. Ο στόλος της Αθήνας εμφανίζεται τώρα σαν ένας παράγοντας ισοδύναμος προς το πεζικό της Πελοποννησιακής Συμμαχίας, του οποίου τον πυρήνα αποτελούσαν Σπαρτιάτες οπλίτες. Έτσι προβάλλουν τώρα οι δυο μεγάλες δυνάμεις στην Ελλάδα: η Αθήνα και η Σπάρτη.
Οι προετοιμασίες του Ξέρξη για την εισβολή στην Ελλάδα άρχισαν από το 483 π.Χ. και ξεπέρασαν ως προς την έκτασή τους κάθε προηγούμενο. Η αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών βρισκόταν στη μεγαλύτερη ακμή της. Ο Ξέρξης σχεδίαζε έναν κατακτητικό πόλεμο μεγάλης κλίμακας. Οι πολεμικοί στόχοι της εισβολής του Ξέρξη στην Ελλάδα εξακολουθούν να μην είναι σαφείς. Το σίγουρο είναι ότι η εκστρατεία του διεξήχθη με πολύ περισσότερα μέσα και μεγαλύτερη δαπάνη από ό,τι εκείνη του πατέρα του Δαρείου, το 490 π.Χ. Δεν είναι σαφές, αν αυτή η επιχείρηση είχε σαν στόχο να κατακτήσει μόνον τους Έλληνες ή ολόκληρη την Ευρώπη. Τελευταία, εικάζεται ότι στόχος του ήταν τόσο η υποταγή της Ελλάδας όσο και η προσάρτηση στην Περσική Αυτοκρατορία όλων των δυτικών περιοχών στον ευρύτερο μεσογειακό χώρο. Τα σχέδια όμως του Ξέρξη ματαίωσε οριστικά η ήττα του στη Σαλαμίνα. Είναι φανερό το τι θα συνέβαινε, αν πετύχαινε το σχέδιό του για την Ελλάδα και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό γενικότερα, αφού μετά τους Περσικούς πολέμους ακολούθησαν τα μεγάλα επιτεύγματα του Χρυσού Αιώνα του Περικλή.

ΟΙ ΠΕΡΣΕΣ ΣΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ
Η Σαλαμίνα, το μικρό νησί του Σαρωνικού, έμελλε να περάσει στην ιστορία σαν το παγκόσμιο ορόσημο της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Γιατί είναι γεγονός ότι η νίκη των Ελλήνων στη ναυμαχία της Σαλαμίνας έδωσε άλλη τροπή στην πορεία της ανθρωπότητας. Είχε ήδη προηγηθεί η αμφίρροπη αναμέτρηση των δύο στόλων στο Αρτεμίσιο και η μάχη των Θερμοπυλών. Όταν ο Αθηναίος Αβρώνυχος ο γιος του Λυσικλέους, που παρακολουθούσε τις χερσαίες επιχειρήσεις, ανακοίνωσε τον θάνατο του Λεωνίδα και την πτώση των Θερμοπυλών, ο ελληνικός στόλος, μετά από απόφαση των αρχηγών του, υποχώρησε προς το Νότο. Πέρασε τη Χαλκίδα, περιέπλευσε το Σούνιο και το Φάληρο και αγκυροβόλησε στη Σαλαμίνα. Πρώτοι έπλεαν οι Κορίνθιοι και τελευταίοι οι Αθηναίοι, ενώ ο Θεμιστοκλής δεν παρέλειψε γράφοντας μηνύματα στους βράχους της παραλίας, να προτρέπει τους Ίωνες του περσικού στόλου να αυτομολήσουν.
Ο περσικός στρατός, μια-δυο μέρες μετά τη μάχη των Θερμοπυλών, επιχείρησε να εκμεταλλευτεί τη νίκη του. Ο στόλος λεηλάτησε την Εύβοια και ο στρατός, καθώς κατευθυνόταν προς το Νότο, λεηλάτησε πόλεις και χωριά. Οι Μαλείς και οι Οπούντιοι Λοκροί υποτάσσονται, οι Φωκείς καταφεύγουν στη χώρα των Οζολών Λοκρών και τον Παρνασσό, στις Άβες πυρπολείται ο ναός του Απόλλωνα, οι Δελφοί και το ιερατείο, όπως και οι βοιωτικές πόλεις μηδίζουν, οι Πλαταιές και οι Θεσπιές ισοπεδώνονται. Εννέα μόλις μέρες μετά το Αρτεμίσιο και τις Θερμοπύλες, ο στόλος των Περσών αγκυροβολεί στο Φάληρο. Έρημη και ανυπεράσπιστη η Αττική παραδίνεται στη μανία των εισβολέων.

ΟΙ ΧΡΗΣΜΟΙ ΚΑΙ Η ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ
Σύμφωνα με πληροφορίες που διέσωσε ο Πλούταρχος, ο Θεμιστοκλής πείθει τους Αθηναίους να εγκαταλείψουν την πόλη με την προστασία του αθηναϊκού ναυτικού.
Για να τους πείσει μάλιστα, επιστράτευσε θεϊκά σημάδια και μαντείες, την ερμηνεία των οποίων προσάρμοζε στη στρατηγική του. Όταν οι ιερείς της Αθήνας ανέφεραν ότι ο οικουρός όφις εξαφανίστηκε κι οι προσφορές έμειναν άθικτες, ο Θεμιστοκλής τόνισε ότι η θεά εγκατέλειψε την πόλη, δείχνοντας έτσι το δρόμο προς τη θάλασσα.
Παρόμοια ερμηνεία έδωσε και στο χρησμό των Δελφών. Ο Ηρόδοτος δυο φορές αναφέρει το χρησμό από το μαντείο. Την πρώτη, πριν το συνέδριο της Κορίνθου και τη δεύτερη, μετά την εκκένωση της Αθήνας. Ο πρώτος χρησμός δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικός. Προέβλεπε καταστροφή και όλεθρο της πόλης. Μετά από πρόταση του Τίμωνα του γιου του Ανδρόβουλου, οι Αθηναίοι πέτυχαν και δεύτερο χρησμό, η ερμηνεία του οποίου προκάλεσε πολλές συζητήσεις.
Μερικοί από τους πιο ηλικιωμένους υποστήριξαν ότι το ξύλινο τείχος που ανέφερε ο χρησμός ήταν ο ξύλινος φράκτης της Ακρόπολης και ότι αυτό θα προστάτευε την πόλη. Άλλοι, μεταξύ των οποίων ο Θεμιστοκλής, επέμεναν ότι τα ξύλινα τείχη ήταν τα πλοία και ότι η προσφώνηση «θεία Σαλαμίς» υποδήλωνε τη νίκη των Ελλήνων.
Είναι σαφές ότι υπάρχει σαφής αντίφαση ανάμεσα στον Πλούταρχο και τον Ηρόδοτο σχετικά με τον χρησμό. Ο πρώτος τον τοποθετεί πριν τη ναυμαχία, ενώ ο δεύτερος πριν από το συνέδριο της Κορίνθου και τον αναφέρει με αφορμή την εκκένωση της Αθήνας. Πάντως και τα δύο κείμενα των χρησμών φέρουν τα χαρακτηριστικά κειμένων που έχουν κατασκευαστεί εκ των υστέρων. Πιθανή ίσως είναι και η άποψη ότι ο ίδιος ο Θεμιστοκλής κατασκεύασε τους δύο χρησμούς, για να πετύχει το ψήφισμα εκκένωσης της πόλης. Σύμφωνα με το ψήφισμα των στρατηγών, που αναφέρει ο Ηρόδοτος, κάθε Αθηναίος έπρεπε «όπως μπορεί, να σώζει τα παιδιά, τις γυναίκες και τους δούλους». Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, το ψήφισμα οφείλεται στον Θεμιστοκλή που πρότεινε «να εμπιστευθούν την πόλη στην Αθηνά, να επιβιβαστούν στις τριήρεις όλοι οι στρατεύσιμοι και καθένας να σώζει, όπως μπορεί, τα παιδιά του, τις γυναίκες και τους δούλους».
Το ψήφισμα, γνωστό από την αρχαιότητα, βρέθηκε το 1952 στην Τροιζήνα, χαραγμένο σε μαρμάρινη πλάκα. Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι ανήκει στα τέλη του 4ου ή στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. Συνεπώς, αν το κείμενο είναι γνήσιο, πράγμα που κι αυτό αμφισβητείται, θα πρέπει να θεωρηθεί αντίγραφο του αρχικού ή σύμφωνα με μια τρίτη εκδοχή, ο αρχικός πυρήνας να έχει υποστεί διαδοχικές αλλοιώσεις. Πάντως είναι γεγονός ότι η διαδικασία εκκένωσης της πόλης, βασικά, οφείλεται στον Θεμιστοκλή.
Στην κρίσιμη εκείνη στιγμή, σημαντικός ήταν και ο ρόλος του Άρειου Πάγου. Μοίρασε σε κάθε Αθηναίο πολίτη 8 δραχμές, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, για να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του. Αντίθετα ο Πλούταρχος, ακολουθώντας τον Κλείδημο, υποστηρίζει ότι η διανομή των χρημάτων ήταν έργο του Θεμιστοκλή. Ο Πλούταρχος ακόμα περιγράφει με τρόπο εντυπωσιακό το θέαμα μιας πόλης που έφευγε. Οι οικογένειες κατευθύνονταν προς τα νησιά, ενώ οι στρατεύσιμοι, απτόητοι στους θρήνους των συγγενών, περνούσαν απέναντι στη Σαλαμίνα, για να επανδρώσουν τα πλοία και να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες.
Οι περίπου 500 υπερασπιστές, που δέχθηκαν τη στενή ερμηνεία του χρησμού και παρέμειναν πάνω στην Ακρόπολη, προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τις εχθρικές επιθέσεις, αλλά έπεσαν μέχρις ενός. Το ιερό λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε, επειδή στο μεταξύ ο κύριος όγκος του περσικού στρατού είχε φτάσει μέχρι την Ακρόπολη. Ο Ξέρξης θεώρησε ότι, με την κατάκτηση της Αθήνας και την πυρπόληση των ιερών και της Ακρόπολης, είχε πάρει και με το παραπάνω εκδίκηση για την ήττα του πατέρα του στον Μαραθώνα.

Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΟΛΟΣ ΣΤΗ ΣΑΛΑΜΙΝΑ
Στα μέσα Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ., ο Ξέρξης ήταν κύριος όλης της Ελλάδας, από τον Ελλήσποντο μέχρι τη Σαλαμίνα. Ο θρίαμβός του φαινόταν αναμφισβήτητος. Έστειλε μάλιστα αγγελιαφόρο στην Περσία για να αναγγείλει τα κατορθώματά του στον θείο του Αρτάβανο, που ανησυχούσε για τη δράση των Περσών στην Ελλάδα. Όσο κι αν ο θρίαμβος αυτός φαινόταν οριστικός, δεν ήταν απαλλαγμένος από αδύνατα σημεία και σοβαρούς κινδύνους. Ο Ξέρξης είχε βέβαια εκπορθήσει τα στενά των Θερμοπυλών, όχι όμως με ιδιαίτερη ευκολία και κυρίως δεν είχε αντιμετωπίσει τους χιλιάδες Έλληνες που τον περίμεναν οχυρωμένοι στις ορεινές διαβάσεις των Μεγάρων, αν ήθελε να προχωρήσει προς τον Ισθμό. Και αν στις Θερμοπύλες η κυκλωτική κίνηση των Περσών είχε πετύχει, αυτό δεν ήταν εύκολο να γίνει στον Ισθμό με ακέραιο και αβλαβή τον ελληνικό στόλο στη Σαλαμίνα. Σ’ αυτό συμφωνούσαν όλοι οι Πέρσες ηγεμόνες, εκτός από την Αρτεμισία, τη βασίλισσα της Αλικαρνασσού, που προσπάθησε να αποτρέψει τον Ξέρξη από τη ναυμαχία.
Δεν ήταν λοιπόν καθόλου ανεξήγητο που ο περσικός στόλος, όταν ήρθε η στιγμή της προέλασης προς τον Ισθμό, διάλεξε τη Σαλαμίνα για να ναυμαχήσει, κυρίως, γιατί η καταστροφή του ελληνικού στόλου και η κατάκτηση της Σαλαμίνας θα άνοιγε το δρόμο προς τον Ισθμό. Το πιο πιθανό όμως είναι ότι οι Πέρσες ήθελαν να αιφνιδιάσουν τους Έλληνες και να τους νικήσουν.
Από την άλλη μεριά, ο Θεμιστοκλής είχε κατανοήσει πολύ τα πλεονεκτήματα που εξασφάλιζε η αμυντική γραμμή της Σαλαμίνας. Το νησί ήταν το μόνο ελεύθερο τμήμα του αθηναϊκού κράτους κι αποτελούσε ιδεώδη βάση του αθηναϊκού στόλου. Επιπλέον, η στενότητα του κόλπου στην ουσία εξίσωνε τις δυνάμεις Ελλήνων και Περσών.

ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ
Από τη διήγηση του Ηροδότου βλέπουμε τις δυσκολίες που συνάντησε ο Θεμιστοκλής για να πετύχει το σχέδιό του. Στην πρώτη συνάντηση των Ελλήνων αρχηγών, η γνώμη των περισσοτέρων ήταν ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν τη Σαλαμίνα και να ναυμαχήσουν στον Ισθμό. Αν έχαναν τη μάχη της Σαλαμίνας θα αποκλείονταν στο νησί, χωρίς βοήθεια. Αντίθετα στον Ισθμό, θα μπορούσαν να καταφύγουν στους δικούς τους.
Το πρώτο αυτό συνέδριο των Ελλήνων, και ενώ ο Ξέρξης πυρπολούσε την Αττική, δεν φαίνεται να έλαβε απόφαση. Αλλά ο Θεμιστοκλής επανήλθε, όπως γράφει ο Ηρόδοτος, μετά από πρόταση του Αθηναίου Μνησίφιλου. Πέτυχε να μεταπείσει τον Ευρυβιάδη, τον ηγέτη των Λακεδαιμονίων, να συγκαλέσει νέα συνεδρίαση. Εκεί, ο Θεμιστοκλής ανέπτυξε τους λόγους που επέβαλλαν τη σύγκρουση στη Σαλαμίνα. Η αντίθεση των άλλων αρχηγών υπήρξε οξεία και ιδιαίτερα ο Κορίνθιος Αδείμαντας ζήτησε να μην τεθεί σε ψηφοφορία η πρόταση ενός άντρα χωρίς πατρίδα. Ήρεμος ο Θεμιστοκλής έδωσε την απάντηση: ότι όποιος διαθέτει 200 πλοία έχει και γη και πατρίδα και απείλησε να μεταναστεύσουν οι Αθηναίοι στη Σίρη της Ν. Ιταλίας, αν δεν γινόταν η ναυμαχία στη Σαλαμίνα. Πολλές από τις αναφορές του Ηρόδοτου και κυρίως του Πλούταρχου για τον αριθμό των συνεδριάσεων, τις προστριβές με άλλους ναυάρχους, τον πανικό μπροστά στο πλήθος των περσικών πλοίων, φαίνεται να ανήκουν σ’ ένα κύκλο μεταγενέστερων διηγήσεων που σκιαγραφούν την προσωπικότητα του Θεμιστοκλή, αλλά δεν αποκαλύπτουν την αλήθεια. Ακόμα κι η γνωστή διήγηση κατά την οποία στη βιαιότητα του Ευρυβιάδη ο Θεμιστοκλής αντέταξε τη γνωστή φράση «πάταξον μεν, άκουσον δε», φαίνεται να ανήκει στο χώρο της φαντασίας των μεταγενέστερων ιστορικών.
Εκείνο πάντως που αποτελεί γεγονός είναι ότι ο Θεμιστοκλής, επειδή φοβήθηκε τις αντιδράσεις των Πελοποννησίων, αποφάσισε από μόνος του να επισπεύσει τη σύγκρουση. Έστειλε κρυφά τον δούλο του Σίκιννο, παιδαγωγό των παιδιών του, στο περσικό στρατόπεδο. Αυτός είπε στους Πέρσες στρατηγούς ότι ο κύριός του, αφοσιωμένος στον Μεγάλο Βασιλιά, τον προτρέπει να επιτεθεί κατά των Ελλήνων: «Μπορείς να πιάσεις ολόκληρο τον ελληνικό στόλο, αν επιτεθείς τώρα αμέσως». Σε επιστολή που μετέφερε ο δούλος, ο Θεμιστοκλής γράφει ότι οι Έλληνες είχαν αποφασίσει να αποχωρήσουν από τη Σαλαμίνα, με την κάλυψη του σκοταδιού, την επόμενη νύχτα και ότι ελάχιστα θα αντιστέκονταν λόγω των διχογνωμιών τους και έτσι θα κέρδιζε τη νίκη. Ο Παπαρρηγόπουλος επισημαίνει ότι «το τέχνασμα ήταν χαρακτηριστικό του άντρα, που επιδίωκε την εκτέλεση των αποφάσεών του με κάθε τρόπο, είτε αγαθό είτε πονηρό. Ο Θεμιστοκλής φέρθηκε εδώ με τρόπο πολύ επικίνδυνο, ώστε από τρίχα κρεμόταν να αναδειχθεί ή σωτήρας ή προδότης της πατρίδας του».
Ο Ξέρξης το θεωρεί μεγάλη ευκαιρία, ενώ άλλωστε είχε εμπειρία από προδότες. Ο Εφιάλτης είχε εμφανιστεί στις Θερμοπύλες, και τώρα ο Θεμιστοκλής. Πεπεισμένος για την αταξία του ελληνικού ναυτικού, ο Ξέρξης αποφάσισε ότι είναι η κατάλληλη στιγμή να χτυπήσει. Στέλνει τον περσικό στόλο ενάντια στον ελληνικό, στα πολύ περιορισμένα νερά γύρω από τη Σαλαμίνα. Ήταν αυτό ακριβώς για το οποίο ο Θεμιστοκλής ήλπιζε.

ΟΙ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΕΡΣΩΝ
Κι ενώ η συζήτηση συνεχιζόταν, γύρω στα μεσάνυχτα εμφανίζεται στο Θεμιστοκλή ο μεγάλος πολιτικός του αντίπαλος, ο Αριστείδης, που είχε γυρίσει από την εξορία, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην πατρίδα. Είπε λοιπόν στο Θεμιστοκλή ότι καθώς ερχόταν από την Αίγινα είχε δει τις κινήσεις των Περσών με τις οποίες στην ουσία είχαν εγκλωβίσει τους Έλληνες στο στενό της Σαλαμίνας. Την πληροφορία επιβεβαίωνε λίγο αργότερα ο Παναίτιος, γιος του Σωσιμένους, πλοίαρχος της τηνιακής τριήρους που αυτομόλησε στους Έλληνες. Πράγματι ο περσικός στόλος αθόρυβα εκμεταλλεύτηκε το σκοτάδι (η σελήνη θα έβγαινε στις 2 μετά τα μεσάνυχτα) και μπήκε στο στενό της Σαλαμίνας.
Ταυτόχρονα, επίλεκτο άγημα του περσικού στρατού αποβιβαζόταν στην Ψυττάλεια, σύμφωνα με τη διήγηση του Ηρόδοτου, για να μαζέψει τους Πέρσες ναυαγούς και να εξοντώσει τους Έλληνες. Ισχυρή ναυτική δύναμη έπαιρνε θέση κοντά στην Κέα (ακρωτήριο Κέραμος), για να εμποδίσει τη φυγή των Ελλήνων. Ακολούθησε ο κύριος όγκος του περσικού στόλου. Προηγούνταν τα φοινικικά σκάφη και μετά τα πλοία άλλων εθνικοτήτων με αρχηγό των Αχαιμενίδη. Την αυγή οι Φοίνικες είχαν φτάσει στην είσοδο του κόλπου της Ελευσίνας, ενώ η οπισθοφυλακή των Κάρων δεν είχε ακόμα μπει στο στενό. Σχηματίστηκε λοιπόν η περσική παράταξη σ’ ένα μέτωπο 5-6 χιλιομέτρων, ενώ ο στρατός είχε στρατοπεδεύσει στη ξηρά, μεταξύ της σημερινής Δραπετσώνας και του Περάματος, για να βοηθήσει τον στόλο. Το δεξιό άκρο της περσικής παράταξης σκόπευε να εγκλωβίσει τους Έλληνες στα Αμπελάκια και να εμποδίσει τη φυγή τους προς τα Μέγαρα. Σιγά-σιγά, ο στόλος έστρεψε το μέτωπό του προς τα αριστερά και πήρε σχηματισμό μάχης.
Ταυτόχρονα, περσική μοίρα, σύμφωνα με πληροφορία του Εφόρου που διέσωσε ο Διόδωρος, καταλάμβανε το στενό ανάμεσα στη Σαλαμίνα και τα Μέγαρα. Το ίδιο ακριβώς αναφέρει και ο Αισχύλος στο έργο του «Πέρσες». Έτσι, ο ελληνικός στόλος είχε περικυκλωθεί στο στενό της Σαλαμίνας.
Η είσοδος του περσικού στόλου στο στενό της Σαλαμίνας σήμαινε ότι οι ελιγμοί του είχαν πετύχει. Είχε όμως τελείως χαθεί το στοιχείο του αιφνιδιασμού, επειδή οι Έλληνες είχαν ήδη πληροφορηθεί τις κινήσεις των Περσών από τον Αριστείδη και τον Παναίτιο. Ο ελληνικός στόλος εγκαταλείπει το αγκυροβόλιο των Αμπελακίων και αρχίζει να παρατάσσεται σε μέτωπο 3 χιλιομέτρων με στηρίγματά του την Κυνόσουρα και το νησάκι του Αγίου Γεωργίου. Έτσι απέφευγε την υπερφαλάγγιση των άκρων του και υποχρέωνε τον εχθρό, λόγω της στενότητας του χώρου, να τον αντιμετωπίσει με ίσο αριθμό πλοίων. Η ώρα λοιπόν της σύγκρουσης έφτασε. Ξημέρωνε η 28η ή 29η Σεπτεμβρίου 480 π.Χ.

ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΩΝ ΠΕΡΣΩΝ
Η ιστορική έρευνα δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να προσδιορίσει με ακρίβεια τις ναυτικές δυνάμεις των Ελλήνων και των Περσών. Ο λόγος είναι οι υπερβολικοί αριθμοί που δίνουν οι αρχαίοι συγγραφείς. Αναμφισβήτητα η αναμέτρηση και στη ναυμαχία της Σαλαμίνας ήταν άνιση, όπως και σε όλες τις άλλες συγκρούσεις.
Ο Αισχύλος αποτελεί την πιο αρχαία πηγή των πληροφοριών μας, επειδή πήρε μέρος στη ναυμαχία και συνεπώς ήταν αυτόπτης μάρτυρας όλων των γεγονότων. Στην τραγωδία του «Πέρσες» (472 π.Χ.) ανεβάζει τη δύναμη του περσικού στόλου στα 1.207 πλοία, από τα οποία 207 ήταν ταχύπλοα. Τον ίδιο αριθμό αναφέρει και ο Ηρόδοτος, αλλά για το σύνολο του περσικού στόλου που συγκεντρώθηκε στο Δορίσκο της Θράκης. Επειδή και οι μεταγενέστεροι συγγραφείς δίνουν τον ίδιο σχεδόν αριθμό πλοίων, υποθέτουμε ή ότι όλοι πήραν από την ίδια πηγή ή ότι η βασική πηγή ήταν ο Αισχύλος.
Ο Ηρόδοτος στη δύναμη των 1.207 πλοίων προσθέτει και άλλα 3.000 φορτηγά, τα οποία προσδιορίζει ως τριακοντόρους (με 30 κουπιά), πεντηκοντόρους (με 50 κουπιά), κερκούρους (ελαφρά πλοιάρια) και πλοία ιππαγωγά (μετέφεραν άλογα).
Τον κύριο όγκο του περσικού στόλου κάλυπταν τα περσικά, τα φοινικικά και τα συριακά πλοία. Αλλά και άλλοι λαοί είχαν υποχρεωθεί να στείλουν μεγάλο αριθμό πλοίων με τα πληρώματά τους. Οι Κύπριοι, οι κάτοικοι της Κιλικίας, της Λυκίας, του Ελλησπόντου, της Παμφυλίας, οι Αιγύπτιοι, οι Κάρες, οι Δωριείς και οι Ίωνες της Ασίας δημιουργούσαν ένα τεράστιο μωσαϊκό της περσικής ναυτικής δύναμης. Ο Ηρόδοτος αναφέρει λεπτομερώς τόσο τον αριθμό των πλοίων, που έστειλε κάθε λαός, όσο και τα πληρώματα και τον οπλισμό τους.
Όμως, ο τεράστιος όγκος του στόλου κι ο μεγάλος αριθμός των πληρωμάτων τους χαρακτηρίζονται από τη σύγχρονη ιστορική έρευνα ως υπερβολικά εξογκωμένοι. Ένας υπολογισμός των ναυτών μαζί με τους κωπηλάτες, τους ανεβάζει στον απίθανο αριθμό των 541.610 αντρών. Άλλοι τόσοι άντρες μη μάχιμοι υπηρετούσαν ως βοηθητικοί στο στόλο. Συνεπώς, το σύνολο των αντρών που υπηρετούσαν στον περσικό στόλο έπρεπε να ξεπερνάει το 1.000.000, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ηρόδοτου.
Αυτές ήταν άραγε οι ναυτικές δυνάμεις του Ξέρξη, που πήραν μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας; Η απάντηση είναι αβέβαιη. Οι αριθμοί που αναφέρει ο Ηρόδοτος αφορούν το στόλο που ήταν αγκυροβολημένος στο Δορίσκο, ο οποίος όμως είχε απώλειες, αφού βυθίστηκαν 647 πλοία (ή κατά άλλους 670), άλλα από θύελλες κι άλλα στη ναυμαχία στο Αρτεμίσιο. Αν και ο Ηρόδοτος υποστηρίζει ότι οι απώλειες αυτές αναπληρώθηκαν με νέα πλοία, όσα πλοία αναφέρει ρητά δεν υπερβαίνουν τα 125. Όποια και να είναι η αλήθεια, μια τέτοια δύναμη θα είχε να αντιμετωπίσει, εκτός από τα άλλα, και τεράστιο πρόβλημα επισιτισμού.
Αυτό είναι ένα γενικότερο θέμα που αφορά την αξιοπιστία του Ηρόδοτου. Από παλιά ο Παπαρρηγόπουλος, αλλά και σύγχρονοι ιστορικοί αναρωτιούνται: Πώς θα μπορούσε μια τέτοια ναυτική δύναμη και χερσαία δύναμη, που θα ξεπερνούσε συνολικά τους 5.000.000 άντρες, να λύσει το επισιτιστικό της πρόβλημα; Γι’ αυτό, όπως έχει εκτιμηθεί ότι ο περσικός στρατός ήταν λίγο παραπάνω από τους 300.000 άντρες, έτσι και οι εκτιμήσεις για το στόλο είναι ανάλογες. Ο Beloch υπολογίζει τον περσικό στόλο στα 500-600 πλοία, ενώ ο Bury στα 800.
Γνωρίζουμε από περιγραφές, ότι τα βασικά χαρακτηριστικά που διαφοροποιούσαν τις περσικές και τις φοινικικές τριήρεις από τις ελληνικές, ήταν ότι οι πρώτες είχαν ψηλές πρύμνες και καταστρώματα και επιπλέον οι περσικές είχαν καλυμμένο το κατάστρωμα για λόγους ασφάλειας των αντρών. Όμως αυτά τα γνωρίσματα ήταν και τα βασικά τους μειονεκτήματα, γιατί το μεγάλο ύψος συντελούσε στον εύκολο κλυδωνισμό τους από τον άνεμο και τα κύματα, ενώ τα υλικά για την κάλυψη του καταστρώματος αύξαναν το βάρος και μείωναν την ταχύτητα και την ευελιξία τους.
Οι κυβερνήτες του περσικού στόλου ήταν Πέρσες αξιωματικοί, που προέρχονταν κυρίως από την τάξη των ιππέων. Ο Ηρόδοτος αναφέρει μόνον τα ονόματα των γενικών αρχηγών, που ενεργούσαν ύστερα από διαταγή του Ξέρξη. Τα πληρώματα του στόλου εξάλλου δεν διακρίνονταν ούτε για την αγωνιστική τους διάθεση ούτε και για την πειθαρχία. Γι’ αυτό και οι γενικοί αρχηγοί-διοικητές, ο Αριαβίγνης και Αχαιμένης, γιοι του Δαρείου, ο Πρηξάσπης, γιος του Ασπαθίνη και ο Μεγάβαζος, γιος του Μεγαβάτη, είχαν ενισχύσει τα πληρώματα με πεζοναύτες που είχαν διπλή αποστολή: να πολεμούν τον αντίπαλο και να καταστέλλουν ενδεχόμενες ανταρσίες των ναυτών.

ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Στην τεράστια ναυτική δύναμη του Ξέρξη, οι Έλληνες αντιπαρέταξαν τις δικές τους ναυτικές δυνάμεις. Ο Αισχύλος προσδιορίζει τον αριθμό των ελληνικών πλοίων σε 310 τριήρεις. Αν και η συγκέντρωση των ελληνικών δυνάμεων ήταν σημαντική, οι τριήρεις αυτές δεν αποτελούσαν το σύνολο του ελληνικού στόλου. Πιστεύεται ότι αρκετές πόλεις είχαν κρατήσει εφεδρείες για την ενδεχόμενη άμυνά τους. Πάντως ο ενωμένος ελληνικός στόλος που πήρε μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας ήταν μεγαλύτερος από αυτόν που αγωνίστηκε στο Αρτεμίσιο, σύμφωνα με πληροφορίες του Ηρόδοτου. Δηλαδή, ενώ στο Αρτεμίσιο υπήρχαν 271 τριήρεις, από τις οποίες οι 127 ήταν αθηναϊκές, στη Σαλαμίνα αγωνίστηκαν 378 τριήρεις, αν και το άθροισμα των πλοίων, που αναφέρει ο Ηρόδοτος ότι έστειλαν οι ελληνικές πόλεις, ανέρχεται σε 366 πολεμικά πλοία και σε 7 πεντηκοντόρους.
Από τις τριήρεις αυτές η Αθήνα συμμετείχε με 180, η Χαλκίδα με 20, η Κόρινθος με 40, η Αίγινα με 30, τα Μέγαρα με 20, η Σπάρτη με 16, η Σικυώνα (στο σημερινό Κιάτο) με 15, η Επίδαυρος με 10, η Αμβρακία με 7, όπως και η Ερέτρια, η Τροιζήνα με 5, η Ερμιόνη με 3, όπως και η Λευκάδα, η Κέα (Τζιά) με 2, όπως και τα Στύρα της Εύβοιας, η Κύθνος με 1 τριήρη, ενώ η Νάξος με 4. Είναι τα 4 πλοία που εξαναγκάστηκαν να στείλουν οι κάτοικοι της Νάξου για να ενισχύσουν τον περσικό στόλο, και τα οποία αυτομόλησαν στους Έλληνες στη Σαλαμίνα. Θα πρέπει να προστεθούν επίσης άλλες δύο τριήρεις, μια από τη Λήμνο και μία από την Τήνο. Έτσι το σύνολο των ελληνικών δυνάμεων, κατά τον Ηρόδοτο, ήταν 380 τριήρεις, 70 περισσότερες από όσες αναφέρει ο Αισχύλος. Ίσως όμως ο Αισχύλος να βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια.
Το πλήρωμα κάθε τριήρους του ελληνικού στόλου, αλλά και του περσικού, απαρτιζόταν από 200 άτομα. Ειδικά για τα πληρώματα των ελληνικών πλοίων γνωρίζουμε και τις επί μέρους ευθύνες ή αποστολές τους. Έτσι, ο τριήραρχος είχε την ευθύνη της διοίκησης και της συντήρησης του πλοίου, ο κυβερνήτης ήταν υπεύθυνος για τη σωστή πορεία του πλοίου, ο πρωράτης ήταν ο αξιωματικός που βρισκόταν στην πλώρη, ο κελευστής ήταν ο αρχηγός των κωπηλατών και φώναζε τα παραγγέλματα, ο αυλητής ή τριήραυλος είχε αποστολή να κρατάει με τον αυλό το ρυθμό της κωπηλασίας. Οι 170 κωπηλάτες είχαν κατανεμηθεί σε τρεις σειρές, η μια πάνω από την άλλη, και κωπηλατούσαν διαδοχικά, χωρισμένοι σε ομάδες, για να αποφεύγεται η κούραση και να εξασφαλίζεται η συνεχής κίνηση. Τέλος, οι υπόλοιποι άντρες είχαν διάφορες εργασίες πάνω στο πλοίο, ενώ 14 από αυτούς ήταν οπλίτες πολεμιστές (πεζοναύτες).
Οι ελληνικές τριήρεις ήταν χαμηλές, με ρηχή καρίνα, γρήγορες και ευέλικτες, ενώ πλεονεκτούσαν και στη χρήση του εμβόλου, με το οποίο δημιουργούσαν ρήγματα στα πλευρά των εχθρικών πλοίων. Τα πλεονεκτήματα του ελληνικού στόλου απέναντι στην περσική δύναμη τα εκμεταλλεύτηκε ο Θεμιστοκλής, ο οποίος προσάρμοσε την τακτική του στις συνθήκες του χώρου, στις καιρικές συνθήκες κατά το χρόνο της ναυμαχίας και στην τακτική των αντιπάλων του.

Η ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΑΝΤΠΑΛΩΝ
Οι δυνάμεις των δύο αντίπαλων στόλων παρατάχθηκαν στη Σαλαμίνα, η μια απέναντι στην άλλη, με την εξής διάταξη: τα περσικά πλοία σχημάτιζαν τρεις σειρές στην είσοδο και την έξοδο του στενού. Στο αριστερό άκρο είχαν παραταχθεί οι Ίωνες και οι Κάρες. Στο κέντρο βρίσκονταν οι δυνάμεις από την Παμφυλία, τη Λυκία, την Κιλικία και την Κύπρο. Στα δεξιά, προς τον Πειραιά, είχε παραταχθεί η φοινικική μοίρα (από τις πιο αξιόμαχες δυνάμεις του περσικού στόλου) με τους Αιγύπτιους.
Απέναντί τους παρατάχθηκαν οι Έλληνες. Στη δεξιά πτέρυγα, απέναντι από τους Ίωνες και τους Κάρες, παρατάχθηκαν τα 16 πλοία των Σπαρτιατών υπό τον Ευρυβιάδη. Δίπλα τους, οι 30 τριήρεις των Αιγινητών και στη συνέχεια τα πλοία των Μεγάρων. Στο κέντρο είχαν παραταχθεί οι τριήρεις των μικρότερων ελληνικών πόλεων. Τέλος, στο αριστερό άκρο (απέναντι από τους Φοίνικες και τους Αιγύπτιους) είχαν πάρει θέση τα 180 αθηναϊκά πλοία υπό τον Θεμιστοκλή. Η κορινθιακή μοίρα κάλυπτε τη βόρεια είσοδο του στενού.
Στην απέναντι ακτή της ξηράς, σε μια πλαγιά του όρους Αιγάλεω, είχε στηθεί ένας αργυρός θρόνος, από τον οποίο ο ίδιος ο Ξέρξης ήταν έτοιμος να παρακολουθήσει την εξέλιξη της ναυμαχίας. Η πιο πιθανή θέση για το παρατηρητήριο του Ξέρξη είναι λόφος του Αγίου Γεωργίου στο Κερατσίνι, ύψους 54 μέτρων. Βρίσκεται στο μυχό του κόλπου και αφήνει αρκετό χώρο μεταξύ παραλίας και υψώματος για να παραταχθεί ισχυρό τμήμα στρατού.

Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ
Το πρωί της 28ης ή 29ης Σεπτεμβρίου 480 π.Χ. και ενώ ο ήλιος είχε ήδη ανατείλει, οι δυο στόλοι παρέμειναν για ένα χρονικό διάστημα ακίνητοι, περιμένοντας ο ένας την επίθεση του άλλου. Οι Πέρσες, για να βγουν οι Έλληνες στο ευρύτερο σημείο του στενού, ενώ αντίθετα οι Έλληνες, για να παρασύρουν τους Πέρσες στο δικό τους στενό μέρος. Επιπλέον, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, η ελληνική ηγεσία καθυστερούσε την επίθεση ώσπου να αρχίσει, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Θεμιστοκλή, ο ελαφρός άνεμος που πνέει συνήθως κάθε πρωί (γύρω στις 9) στο στενό. Ο άνεμος αυτός θα κλυδώνιζε τα περσικά πλοία με τις ψηλές πρύμνες και τα ψηλά καταστρώματα και θα τα έστρεφε στα πλάγια, ώστε να είναι εκτεθειμένα στα έμβολα των ελληνικών πλοίων. Αντίθετα θα άφηνε ανεπηρέαστα τα μικρότερα ελληνικά σκάφη με τις χαμηλές πρύμνες.
Ξαφνικά πρώτη σήμανε η σάλπιγγα του Ευρυβιάδη και αντήχησε ο παιάνας των Ελλήνων: «Εμπρός, παιδιά των Ελλήνων, ελευθερώστε την πατρίδα, τα παιδιά σας και τις γυναίκες σας, των πατρικών θεών τα ιερά, τους τάφους των προγόνων σας, τώρα πολεμήστε για όλα».
Συγχρόνως όλος ο ελληνικός στόλος, εγκαταλείποντας έγκαιρα το αγκυροβόλι του, κινήθηκε κατά των Περσών, οι οποίοι δεν δίστασαν να ριχτούν κι αυτοί στη μάχη. Αν προχωρούσαν ακόμα προς τα εμπρός, οι δυο στόλοι θα συγκρούονταν στη μέση του στενού, σε χώρο δηλαδή αρκετά ανοιχτό και πιο ευνοϊκό για τους Πέρσες. Γι’ αυτό οι Έλληνες ανέκοψαν την πορεία τους προς τα εμπρός κι άρχισαν να κινούνται προς τα πίσω, χωρίς να αναστρέψουν τις πλώρες. Η σύμπτυξη αυτή του ελληνικού στόλου έγινε αργά, αλλά με τάξη. Συνεχίστηκε μέχρι τις ακτές της Σαλαμίνας, όπου ο στόλος περίμενε την επίθεση των Περσών σ’ ένα μέτωπο 3 χιλιομέτρων, έχοντας πίσω τους των όρμο των Αμπελακίων και με στηρίγματα τον Άγιο Γεώργιο και την Κυνόσουρα, για να αποφύγει την υπερφαλάγγιση. Τότε ακριβώς άρχισε η σύγκρουση και κάτω από τα βλέμματα των Αθηναίων οπλιτών, που ήταν παρατεταγμένοι στον όρμο των Αμπελακίων.
Η περιγραφή της σύγκρουσης οφείλεται κυρίως στον Ηρόδοτο, αλλά και σε μεταγενέστερους ιστορικούς. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αξιοποίησε όχι μόνο τον Ηρόδοτο, αλλά και αποσπάσματα του Κτησίου και του Εφόρου, ενώ ο Πλούταρχος στους «Βίους» του (Αριστείδης, Θεμιστοκλής) και ο Κορνήλιος Νέπως είναι πηγές μικρότερης σημασίας. Εκείνος όμως που μεταφέρει όχι μόνο πληροφορίες αλλά αυτούσιο το φρόνημα και το πνεύμα της εποχής είναι ο Αισχύλος. Πολέμησε και ο ίδιος και το έργο του «Πέρσες» απέχει ελάχιστα από τα μεγάλα γεγονότα.
Πρώτος, λοιπόν, άρχισε την επίθεση ο Αθηναίος από την Παλλήνη, αδελφός του Κυναίγειρου και του Αισχύλου. Διέταξε την τριήρη του να προχωρήσει προς τα εμπρός. Έπεσε με ορμή πάνω στην επερχόμενη φοινικική τριήρη και έμπηξε το έμβολό της στα ύφαλα του εχθρικού σκάφους. Ταυτόχρονα άρχιζε η επίθεση στο δεξιό άκρο. Πρώτη έπεσε πάνω στους εχθρούς της η τριήρης από την Αίγινα που έφερε τους Αιακίδες. Ακολούθησε στον αγώνα ο Δημόκριτος από τη Νάξο, που τον ύμνησε ο Σιμωνίδης: «Ο Δημόκριτος τρίτος στη σειρά μπήκε στη μάχη, όταν στη Σαλαμίνα οι Έλληνες συναγωνίζονταν στο πέλαγος εναντίον των Περσών. Κυρίευσε πέντε εχθρικά πλοία, και με προσωπική προσπάθεια έσωσε ένα δωρικό που είχε σχεδόν πέσει στα χέρια των βαρβάρων». Στη συνέχεια η σύγκρουση γενικεύτηκε. Ο στενός χώρος δεν επέτρεψε στους Πέρσες να χρησιμοποιήσουν στην πρώτη γραμμή, περισσότερα πλοία από ό,τι τα ελληνικά.
Αυτό συνεπώς που μετρούσε εδώ ήταν η ανδρεία, η επιδεξιότητα των πληρωμάτων και η τακτική των αντιπάλων. Για μεγάλο χρονικό διάστημα ο αγώνας ήταν αμφίρροπος. Στην ευψυχία των Ελλήνων, που αγωνίζονταν υπέρ βωμών και εστιών, αντιπαρατάσσεται η γενναιότητα των περσικών πληρωμάτων που μάχονταν καλύτερα από το Αρτεμίσιο και κάτω από τα βλέμματα του Ξέρξη.
Βαθμιαία όμως άρχισε να υπερισχύει ο ηρωισμός, η επιδεξιότητα και η τακτική των Ελλήνων. Η υπεροχή αυτή εκδηλώθηκε αρχικά στο αριστερό άκρο, όπου ο χώρος και ο συσχετισμός των δυνάμεων ήταν πιο ευνοϊκός για τους Αθηναίους. Ο Θεμιστοκλής με επιθετικό ελιγμό προσπαθούσε να διασπάσει την παράταξη των Φοινίκων, να προσβάλει τις άλλες μοίρες του εχθρικού στόλου από τα πλάγια και τα νώτα και να ανακουφίσει έτσι το δεξιό άκρο, όπου οι Σπαρτιάτες αγωνίζονταν γενναία και οι Αιγινήτες αντιμετώπιζαν ισχυρή πίεση. Άλλωστε απέναντί τους είχαν τους Ίωνες που ήταν πολύ επιδέξιοι ναυτικοί.

Η ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΣΩΝ
Η υποχώρηση όμως του περσικού στόλου δεν άργησε να έρθει. Σ’ αυτό ασφαλώς συνετέλεσε και η τακτική των αντιπάλων. Τα περσικά πλοία, σαφώς μεγαλύτερα από τα ελληνικά, δεν μπορούσαν να κινηθούν εξαιτίας της στενότητας του χώρου. Από τα ψηλά τους επίσης καταστρώματα, από όπου εκτόξευαν βέλη και ακόντια, αδυνατούσαν να ευστοχήσουν λόγω του κλυδωνισμού των σκαφών. Αντίθετα, οι Έλληνες, που κάθε σκάφος είχε 4 τοξότες και 14 οπλίτες, είχαν τη δυνατότητα μετά την εμπλοκή των πλοίων να μεταβάλουν τη σύγκρουση σε μάχη εκ του συστάδην. Και στο σημείο αυτό η υπεροχή των οπλιτών ήταν αναμφισβήτητη.
Οι Έλληνες πλεονεκτούσαν ακόμα και στη χρήση του εμβόλου. Είτε λοιπόν εμβόλιζαν τα εχθρικά σκάφη, που παρασυρόμενα από τα κύματα άφηναν έτσι τα πλευρά τους ακάλυπτα, είτε σπάζοντας τα κουπιά τα ακινητοποιούσαν και τα αχρήστευαν.
Μετά από πολλές απώλειες, οι Φοίνικες άρχισαν να υποχωρούν μπροστά στην ορμή των Ελλήνων. Η πρώτη γραμμή αποδιοργανώθηκε, συμπαρασύροντας και τις υπόλοιπες. Από τα φοινικικά πλοία, άλλα εξόκειλαν στις ακτές της Αττικής και άλλα καταδιώκονταν από τους Αθηναίους. Η ναυμαχία άρχισε να εξελίσσεται σαφώς σε βάρος των Περσών. Η ταραχή και η σύγχυση μεταδόθηκε και στους Κύπριους που είχαν το κέντρο της παράταξης και από εκεί στα αριστερά του περσικού στόλου, που δεχόταν τώρα την επίθεση των αθηναϊκών σκαφών. Τα περισσότερα περσικά πλοία συντρίβονταν στο στενό και προς την Κυνόσουρα προσβάλλονταν ταυτόχρονα από τους Αθηναίους και τους Αιγινήτες, που είχαν προχωρήσει στην είσοδο του κόλπου. Όσα διασώθηκαν, έφευγαν προς το Φάληρο, όπου άρχισε να κατευθύνεται έντρομος ο κύριος όγκος των Περσών, από περίπου 600 πλοία. Κατά τον Πλούταρχο, η καταδίωξη των Ελλήνων συνεχίστηκε μέχρι το δειλινό. Ο Παπαρρηγόπουλος γράφει ότι «είχε πια νυχτώσει, αλλά πανσέληνος λαμπρή φώτιζε τον θρίαμβο των Ελλήνων. Ο θρίαμβος αυτός δεν φάνηκε από την αρχή τόσο οριστικός, όσο το κατόρθωμα στον Μαραθώνα». Ο Αριστείδης ολοκλήρωσε τη νίκη των Ελλήνων, με την εξόντωση του περσικού αγήματος της Ψυττάλειας.



Η ΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ
Για τους Πέρσες ήταν η πιο τρομερή καταστροφή και μια σπουδαία νίκη για τους Έλληνες, με το πιο μεγάλο ποσοστό απωλειών στην ιστορία των ναυμαχιών. Σύμφωνα με πληροφορίες του Πλούταρχου, οι Πέρσες έχασαν 200 πλοία και οι Έλληνες 40. Πιο βαριές ήταν οι απώλειες των Περσών σε έμψυχο δυναμικό. Κάπου 60.000 ναύτες και πεζοναύτες που επέβαιναν στα περσικά πλοία φαίνεται ότι πνίγηκαν, γιατί όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος δεν ήξεραν να κολυμπούν, αντίθετα από τα ελληνικά πληρώματα. Το νερό είχε γίνει αδιάβατο από συντρίμμια και πτώματα.
Μέσα στη σύγχυση της σύγκρουσης αποκαλύφθηκε η έλλειψη αλληλεγγύης και συνοχής ανάμεσα στις πολυεθνικές δυνάμεις του Ξέρξη. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Αρτεμισίας: η βασίλισσα της Αλικαρνασσού, καθώς καταδιωκόταν από αθηναϊκή τριήρη, εμβόλισε και βύθισε το πλοίο του βασιλιά των Καλυνδίων Δαμασιθύμου. Ο Αθηναίος πλοίαρχος υπέθεσε ότι το πλοίο της Αρτεμισίας ήταν φιλικό και σταμάτησε την καταδίωξη. Αντίθετα ο Ξέρξης θεώρησε ότι το πλοίο του Δαμασιθύμου ήταν εχθρικό πλοίο και βλέποντας την ορμή της Αρτεμισίας, γεμάτος θαυμασμό φώναξε: «Οι μεν άντρες έγιναν γυναίκες, και οι γυναίκες άντρες».
Στην σπουδαία νίκη των Ελλήνων, μεγάλη σημασία είχε η ανδρεία, η ομοψυχία και η ναυτική επιδεξιότητα των πληρωμάτων. Οι Έλληνες δεν πολέμησαν μόνο για την επιβίωσή τους, αλλά και για το ύψιστο αγαθό της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας. Και στον αγώνα αυτόν είναι γεγονός ότι πρωτοστάτησε ο Θεμιστοκλής. Ο ευφυής ηγέτης επέλεξε το χώρο της σύγκρουσης και παρέσυρε τους Πέρσες στο στενό της Σαλαμίνας, όπου εξουδετέρωσε την αριθμητική τους υπεροχή. Εκμεταλλεύτηκε επίσης τη βιασύνη και την υπεροψία του Ξέρξη, που μάλλον υποτίμησε τις ελληνικές δυνάμεις.
Μετά τη ναυμαχία, η κατάρρευση του ηθικού της περσικής ηγεσίας ήταν πλήρης. Εγκατέλειψε ουσιαστικά τον αγώνα, αν και διέθετε υπερδιπλάσιες δυνάμεις από τις ελληνικές. Και με αυτή την έννοια, η νίκη στη Σαλαμίνα εξασφάλισε τη γενικότερη νίκη. Πέρα όμως από το στρατιωτικό πλεονέκτημα, η νίκη στη Σαλαμίνα, όπως και άλλες επιτυχίες των Ελλήνων, επέτρεψαν στο έθνος να περάσει από την εφηβεία στην ωριμότητα και να δημιουργήσει τον κλασικό πολιτισμό, πάνω στον οποίον είναι θεμελιωμένος ο ευρωπαϊκός πολιτισμός.
Σήμερα, ο όρμος της Ελευσίνας και το στενό της Σαλαμίνας ελάχιστα θυμίζουν την ιστορική ναυμαχία. Ερήμωση και αδιαφορία πλανιέται, εκεί που άλλοτε αντήχησαν οι παιάνες των Ελλήνων. Απέναντι μόνο, στο άλλο άκρο, στην είσοδο του λιμανιού του Πειραιά υψώνεται ο κίονας του ταφικού μνημείου που αποδίδεται στον Θεμιστοκλή, μετά τον θλιβερό θάνατό του.



ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ (524-449 π.Χ.)
Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός, ο νικητής της Σαλαμίνας. Έγινε άρχοντας το 492. Υπήρξε ο ιδρυτής της ναυτικής δύναμης της Αθήνας προτείνοντας το 482 στην Εκκλησία του Δήμου να ψηφιστεί νόμος, σύμφωνα με τον οποίο τα κέρδη από τα ορυχεία του Λαυρίου δεν θα μοιράζονταν στους πολίτες, αλλά θα τα χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή στόλου. Ο αντίπαλός του Αριστείδης, που εναντιώθηκε στο νόμο του Θεμιστοκλή, εξορίστηκε, αφήνοντάς τον κυρίαρχο της πολιτικής ζωής της Αθήνας. Μετά τη μάχη των Θερμοπυλών, ο Θεμιστοκλής έπεισε τους Αθηναίους να επιβιβαστούν στα πλοία για να πολεμήσουν, ενώ τα γυναικόπαιδα και οι γέροντες κατέφυγαν στην Αίγινα, τη Σαλαμίνα και την Τροιζήνα. Μετά το τέλος των Περσικών πολέμων, οι Αθηναίοι, με την καθοδήγηση του Θεμιστοκλή, ανοικοδόμησαν την πόλη τους, ενώ έχτισαν τείχη που ονομάστηκαν Μακρά και ένωναν την Αθήνα με το λιμάνι της, τον Πειραιά. Το 471 π.Χ., οι Αθηναίοι τον εξοστράκισαν όταν οι Σπαρτιάτες τον κατηγόρησαν για προδοσία υπέρ των Περσών. Αργότερα, προσπάθησαν να τον συλλάβουν και ο Θεμιστοκλής αναγκάστηκε να ζητήσει καταφύγιο στον Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη Α', που τον διόρισε κυβερνήτη στην επαρχία της Μαγνησίας. Εδώ πέθανε το 449 από αρρώστια ή αυτοκτονώντας επειδή αρνήθηκε να βοηθήσει τον Αρταξέρξη που ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει στην Ελλάδα.

ΕΥΡΥΒΙΑΔΗΣ
Σπαρτιάτης ναύαρχος του 5ου αιώνα π.Χ., γιος του Ευρικλείδη. Αν και δεν καταγόταν από βασιλική γενιά, η Σπάρτη του ανέθεσε την αρχηγία του στόλου της κατά την περσική εισβολή το 480. Ο στόλος του, σχετικά μικρός σε σχέση με τον αθηναϊκό, πολέμησε στο Αρτεμίσιο, ενώ στον ίδιο ανατέθηκε η αρχηγία του ελληνικού στόλου. Μαζί με τον Θεμιστοκλή διηύθυναν τον ελληνικό στόλο στη ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480. Ο Ευρυβιάδης αντιδρούσε στην επιλογή του Θεμιστοκλή να συγκρουστούν τα ελληνικά πλοία στα στενά της Σαλαμίνας, επειδή πίστευα ότι έπρεπε να ναυμαχήσουν στον Ισθμό, ώστε αφενός να υπερασπιστεί την Πελοπόννησο και αφετέρου να έχει δυνατότητα διαφυγής σε περίπτωση ήττας. Είναι πολύ γνωστό το επεισόδιο με τον Θεμιστοκλή, πριν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, κατά το συμβούλιο των Ελλήνων. Θυμωμένος με τον Θεμιστοκλή και διαφωνώντας για τον τρόπο αντιμετώπισης των Περσών, σήκωσε το χέρι του να τον χτυπήσει. Τότε ο Θεμιστοκλής του είπε την πασίγνωστη φράση: «Πάταξον μεν, άκουσον δε». Ο Ευρυβιάδης, άνθρωπος μάλλον με αδύναμο χαρακτήρα, υποχώρησε και ο Θεμιστοκλής δικαιώθηκε από την εξέλιξη της μάχης. Τιμήθηκε από τους Σπαρτιάτες με βραβείο ανδρείας.

ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ (540-468 π.Χ.)
Αθηναίος στρατηγός, γιος του Λυσίμαχου, επονομαζόμενος και «Δίκαιος». Καταγόταν από πλούσια οικογένεια και ήταν φημισμένος για την ακεραιότητα του χαρακτήρα του και το ήθος του. Αναμίχθηκε στην πολιτική όταν οι Αθηναίοι έδιωξαν τους Πεισιστρατίδες και με το θάνατο του Κλεισθένη έγινε αρχηγός της συντηρητικής παράταξης. Στη μάχη του Μαραθώνα το 490 π.Χ. ήταν ένας από τους δέκα στρατηγούς, όπου παραχώρησε με γενναιοψυχία την αρχιστρατηγία στον Μιλτιάδη. Τον επόμενο χρόνο εκλέχθηκε επώνυμος άρχοντας, αλλά το 483 εξοστρακίστηκε από την Αθήνα, γιατί αντέδρασε στο ναυτικό πρόγραμμα του Θεμιστοκλή. Χαρακτηριστικό του μεγαλείου του και της δικαιοσύνης του είναι το γεγονός που συνέβη την εποχή του εξοστρακισμού του, όπου βοήθησε έναν αγράμματο χωρικό, που ήθελε τον εξοστρακισμό του, να γράψει στο όστρακο το όνομα «Αριστείδης». Όταν επρόκειτο να γίνει η ναυμαχία της Σαλαμίνας και οι Πέρσες σχεδίαζαν να περικυκλώσουν τα ελληνικά πλοία, ο Αριστείδης κρυφά έφτασε από την Αίγινα, όπου είχε εξοριστεί και ενημέρωσε τον Θεμιστοκλή. Πολέμησε γενναία στη Σαλαμίνα, όπου εξόντωσε τους Πέρσες στην Ψυττάλεια, στις Πλαταιές και ήταν από τους αρχηγούς του αθηναϊκού στόλου στις εκστρατείες στο Βυζάντιο και την Κύπρο. Ανέλαβε τέλος, λόγω της ακέραιου χαρακτήρα του, το ταμείο της Δηλιακής Συμμαχίας των Αθηναίων.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ (525-456 π.Χ.)
Κορυφαίος Έλληνας τραγικός ποιητής, γεννημένος μάλλον στην Ελευσίνα ή στην Παλλήνη. Ο πατέρας του λεγόταν Ευφορίων. Πολέμησε στους Περσικούς πολέμους και διακρίθηκε στη μάχη του Μαραθώνα, όπου και τραυματίστηκε. Το 480 π.Χ. πολέμησε και πάλι στο Αρτεμίσιο, το βόρειο ακρωτήριο της Εύβοιας. Συμμετείχε για πρώτη φορά σε δραματικούς αγώνες νικηφόρα το 484 π.Χ. Πέτυχε άλλες 12 νίκες. Στο έργο «Πέρσες» (472) δίνει έναν ύμνο στην Αθήνα, μια έξοχη εσωτερική δομή δράματος και μια αιτιολόγηση της περσικής «ύβρεως». Ο Αισχύλος νικάει ξανά το 467 με την τριλογία Οιδίπους (από την οποία σώζεται μόνον η «Επτά επί Θήβας») και μετά την τριλογία της Ορέστειας το 458 (Αγαμέμνων, Χοηφόροι και Ευμενίδες) φεύγει για τη Σικελία. Πέθανε στη Γέλα της Σικελίας, το 456/455 σε ηλικία 69 ετών, όπου του αποδόθηκαν τιμές ήρωα, με δημόσια ταφή, θυσίες και παραστάσεις κοντά στο μνήμα του, το οποίο έγινε τόπος προσκυνήματος. Σώζονται επίσης ο «Προμηθέας Δεσμώτης» και οι «Ικέτιδες» (463). Τα σωζόμενα έργα του με ερμηνευτικά σχόλια εξέδωσαν οι Βυζαντινοί λόγιοι και από το Βυζάντιο πέρασαν στη Δύση, λίγο πριν την Άλωση, με το Μεδίκειο κώδικα του 10ου αιώνα.

ΞΕΡΞΗΣ (-465 π.Χ.)
Βασιλιάς της Περσίας (485-465 π.Χ.), γιος του Δαρείου Α'. Ανέβηκε στο θρόνο με τη βοήθεια της μητέρας του Άτοσσας, η οποία είχε παντρευτεί σε δεύτερο γάμο τον Δαρείο, παραγκωνίζοντας τα μεγαλύτερα ετεροθαλή αδέλφια του. Αφού κατέστειλε επανάσταση που είχε ξεσπάσει στην Αίγυπτο, ο Ξέρξης άρχισε τις ετοιμασίες για να εισβάλει στην Ελλάδα και να εκδικηθεί την αποτυχημένη εκστρατεία του πατέρα του. Με τις συμβουλές διαφόρων Ελλήνων εξόριστων στην αυλή του, όπως του βασιλιά της Σπάρτης Δημάρατου, διαφόρων Θεσσαλών και του γιου του Πεισίστρατου Ιππία, ξεκίνησε το 480 από τις Σάρδεις με πολυάριθμο στρατό. Μετά την ήττα του στους Περσικούς πολέμους, ο Ξέρξης, που δεν ήταν ικανός στρατιωτικός, γύρισε στην Περσία, αφήνοντας τον Μαρδόνιο στην Ελλάδα. Δολοφονήθηκε το 465 π.Χ. από τον Αρτάβανο, που θέλησε να σφετεριστεί το θρόνο του. Ο Ξέρξης έκανε σημαντικό στρατηγικό σφάλμα στη Σαλαμίνα, όταν παρασύρθηκε από την εξυπνάδα του Θεμιστοκλή και συνέδεσε το όνομά του με τις δυο σημαντικότερες μάχες της παγκόσμιας Ιστορίας, στις Θερμοπύλες και στη Σαλαμίνα, που καθόρισαν, μαζί με τον Μαραθώνα, ηθικά και πολιτικά την ιστορική διαδρομή του ελληνικού έθνους, αλλά και διαμόρφωσαν οριστικά τις σχέσεις Δύσης και Ανατολής σε μια κρίσιμη ιστορική περίοδο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου