Το Σούλι (ο τόπος από όπου κατάγεται η οικογένεια του πατέρα μου), είναι μια ιστορική γεωγραφική περιοχή της Ηπείρου, ανατολικά του Θεσπρωτικού κόλπου, που απέχει 7 περίπου ώρες από τη θάλασσα και βρίσκεται σε υψόμετρο 600 μέτρων περίπου, ανάμεσα στα βουνά Μούργκα (1.340 μ.), Ζαβρούχο (1.137 μ.) και Τρούλια (1.082 μ.). Εκτείνεται στις δυτικές απόκρημνες πλαγιές των βουνών αυτών και περιβάλλεται από φυσικά οχυρώματα. Στους πρόποδες των βουνών αυτών υψώνονται δύο λόφοι, ο ένας απέναντι από τον άλλον: το Κούγκι, πάνω στο ποίο είναι κτισμένο το μικρό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής και η Κιάφα, όπου βρίσκεται φρούριο. Απέναντι από το Κούγκι υψώνεται άλλος λόφος, πάνω στον οποίο είναι χτισμένος ο ναός του Αγίου Δονάτου, όπου συγκεντρώνονταν στην προεπαναστατική περίοδο οι Σουλιώτες όταν πραγματοποιούσαν γενικά συνέδρια. Πάνω από το χωριό Κιάφα υψώνεται ο βράχος της Μπίρας (Τρύπας), το ΒΔ μέρος του οποίου ονομάζεται Μπρέκε Βετερίμε (Ράχη της Αστραπής). Η όλη περιοχή είναι άγρια και ορεινή και μοιάζει με γιγαντιαίο φρούριο, του οποίου πύργοι και επάλξεις μπορούν να θεωρηθούν οι βουνοκορφές.
Ιστορία
Σύμφωνα με πληροφορίες του Χριστόφορου Περραιβού, το Σούλι και τα χωριά του συνοικίστηκαν μεταξύ του 16ου και των αρχών του 17ου αιώνα, από κατοίκους των γύρω χριστιανικών χωριών της Θεσπρωτίας, που ήθελαν να αποφύγουν την καταπίεση των Οθωμανών. Οι φυγάδες αυτοί έχτισαν 4 μεγάλα χωριά: αρχικά το Σούλι και το Αβαρίκο (από όπου και η οικογένεια του πατέρα μου) και αργότερα την Κιάφα και τη Σαμονίβα, τα οποία αποτελούσαν το λεγόμενο Τετραχώρι.
Οι πρώτοι κάτοικοι των χωριών αυτών ήταν αλβανόφωνοι Χριστιανοί. Εξαιτίας όμως της διαμάχης τους με τους εξισλαμισμένους Αλβανούς (Τουρκαλβανούς), η ιστορική πορεία τους συνδέθηκε γρήγορα με την αντίστοιχη των Ελλήνων. Επειδή το φτωχό, βραχώδες έδαφος των χωριών του Σουλίου δεν ήταν δυνατόν να θρέψει τους κατοίκους, οι Σουλιώτες γρήγορα εγκατέλειψαν την ειρηνική, κτηνοτροφική του ενασχόληση και επιδόθηκαν σε ληστρικές επιδρομές εναντίον γειτονικών χωριών, μουσουλμανικών, αλβανικών και ελληνικών, χωρίς διάκριση. Οι κάτοικοι των χωριών αυτών αναγκάστηκαν να δεχτούν μια μορφή υποταγής στους σκληροτράχηλους Σουλιώτες, στους οποίους χορηγούσαν τακτικά ένα είδος φόρου σε χρήματα ή σε είδος. Αλλά και οι κάτοικοι του Σουλίου ήταν υπόχρεοι ενός, μικρού έστω, φόρου προς την τουρκική διοίκηση, τουλάχιστον κατά τις ειρηνικές περιόδους.
Τα χωριά του Σουλίου οργανώθηκαν, με βάση αυτό το καθεστώς, σε μια ομοσπονδία, το Τετραχώρι, στην οποία οι Σουλιώτες ανέλαβαν τα καθήκοντα του πολέμου και της προστασίας από τις επιδρομές και οι περίοικοι τη φροντίδα του επισιτισμού τους. Στην αυτόνομη αυτή ομοσπονδία καθιερώθηκαν σύντομα νόμοι και θεσμοί, νομοθετικά και εκτελεστικά σώματα, επίσημες στρατιωτικές δυνάμεις κ.α. Από τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα, οι κάτοικοι του Τετραχωρίου άρχισαν να αυξάνονται λόγω της συρροής φυγάδων από τα γειτονικά χωριά, όπου οι εξισλαμισμοί είχαν δυσχεράνει την ζωή των Χριστιανών. Γύρω στο 1720, οι κάτοικοι της σουλιώτικης ομοσπονδίας έφτασαν τους 2.500. από τους οποίους περίπου οι πεντακόσιοι είχαν αναλάβει τη φροντίδα της στρατιωτικής άμυνας του Σουλίου. Από τα μέσα του 18ου αιώνα, οι πολεμικές επιχειρήσεις των Σουλιωτών μετατράπηκαν από αμυντικές σε επιθετικές, γεγονός που επιτάθηκε εξαιτίας των σοβαρών προβλημάτων επισιτισμού της ομοσπονδίας, τα οποία είχε δημιουργήσει η αύξηση του αριθμού των χωριών και η ανάλογη αύξηση του πληθυσμού. Έτσι το Τετραχώρι επεκτάθηκε με τη μετοίκηση των κατοίκων του, που στο μεταξύ είχαν αυξηθεί, στους πρόποδες των βουνών και σε άλλα χωριά.
Το 1741 οι Σουλιώτες κατέλυσαν την τουρκική εξουσία στα γειτονικά χωριά Αλποχώρι, Παλαιοχώρι, Σκιαδά και Ρουσιάτσα, και το 1744 στα χωριά Τσεκούρι, Περχάτι, Γκιόναλα, Κουτάτες, Βίλλια, Ζαβρούχο, Αγόρανα και Σεριζιανά. Κατά την περίοδο 1746-60, πολλά χωριά της πεδιάδας του Φαναριού περιήλθαν στη φορολογική δικαιοδοσία των Σουλιωτών. Τα χωριά αυτά χρησίμευαν ως προπύργιο εναντίον κάθε εχθρικής εισβολής και έδιναν το χρόνο για τη μετακίνηση των οικογενειών τους και της περιουσίας τους στο Τετραχώρι, το οποίο οργανωνόταν και χρησίμευε ως η κύρια γραμμή άμυνας. Στα χωριά αυτά επεκτάθηκε το όνομα Σούλι, οι κάτοικοι των οποίων ήταν χωρισμένοι σε 47 συνολικά φάρες, από τις οποίες οι σπουδαιότερες ήταν αυτές που δοξάστηκαν στους πολέμους των Σουλιωτών κατά του Αλή πασά και στην Επανάσταση του 1821 (Τζαβέλα, Μπότσαρη, Κουτσονίκα, Δαγκλή κ.α.). Το Σούλι, εξαιτίας του ελεύθερου πνεύματος που είχαν οι κάτοικοί του, κηρύχθηκε ανεξάρτητο.
Το 1760 με νέες επιχειρήσεις κατέλαβαν 66 χωριά τα οποία ήταν φόρου υποτελή και γνωστά με το όνομα Παρασούλι ή Παρασούλια, του οποίου ο πληθυσμός έφτανε τις 7.000. Έτσι, δημιουργήθηκε μια σουλιώτική επικυριαρχία σε όλη σχεδόν τη ΝΑ Ήπειρο, όπου, εκτός από τους Σουλιώτες, κατοικούσαν 12.000 σύμμαχοί τους, οι λεγόμενοι Παρασουλιώτες. Όλη η Συμπολιτεία συντηρούσε ένα στρατό από 2.000-2.500 άντρες και οι σχέσεις των αρχικών χωριών και αυτών που κυριεύθηκαν αργότερα ήταν όμοιες με τις σχέσεις που είχαν οι Σπαρτιάτες με τους περίοικους. Διοικείτο από Συμβούλιο, το οποίο καλείτο «Κριτήριο της Πατρίδος» και στο οποίο προήδρευε ο πιο ανδρείος και συνετός αρχηγός μιας φάρας. Αυτοί οι πρόεδροι προέρχονταν κυρίως από τη φάρα των Τζαβελαίων και Μποτσαραίων. Το «Κριτήριο της Πατρίδος» αποτελούσε την ανώτατη νομοθετική και δικαστική εξουσία της Συμπολιτείας.
Η ηθική των γυναικών ήταν υπερβολικά αυστηρή και τους απέδιδαν ιδιαίτερη τιμή. Ο φόνος γυναίκας τιμωρούταν πολύ αυστηρά, επειδή, με το θάνατό της, η Συμπολιτεία έχανε τα παιδιά που θα προέρχονταν από αυτήν. Οι γυναίκες έφεραν όπλα και ακολουθούσαν τους άντρες στις μάχες. Οι Σουλιώτες ήταν εξαιρετικά φιλοπάτριδες, αφοσιωμένοι στο καθήκον τους, μεγαλόψυχοι απέναντι στους ηττημένους, ριψοκίνδυνοι, φιλελεύθεροι και υπερήφανοι. Από μικρή ηλικία ασκούνταν στη σκληραγωγία και τον πόλεμο. Η κύρια απασχόλησή τους ήταν, όπως λέει ο Περραιβός τα άρματα. «Με αυτά τρώνε, με αυτά κοιμούνται και με αυτά ξυπνούν». Την ανδρεία τη θεωρούσαν την καλλίτερη αρετή.
Η κατάσταση που επικρατούσε στη Συμπολιτεία διευκόλυνε αρχικά τα τουρκικά συμφέροντα (εφόσον οι Παρασουλιώτες ήταν συνεπείς στις φορολογικές τους υποχρεώσεις) και τα βενετικά, επειδή η σουλιώτικη επικράτεια αποτελούσε ένα είδος ασπίδας ανάμεσα στα βενετικά εδάφη (Πάργα, Πρέβεζα) και στα οθωμανικά. Για τον ίδιο λόγο οι Σουλιώτες ευνοήθηκαν κι από τους Γάλλους, που διαδέχτηκαν τους Βενετούς στις ηπειρωτικές και επτανησιακές τους κτήσεις. Οι στενές, ωστόσο, σχέσεις μεταξύ του Σουλίου και των εχθρών της Υψηλής Πύλης (Βενετών και Γάλλων) σύντομα ενόχλησαν τους Τούρκους, που δεν αντέδρασαν στις προσπάθειες του Αλή πασά να υποτάξει το Τετραχώρι.
Από την άλλη μεριά, η αυτονομία του Σουλίου ήταν φυσικό να προκαλέσει την αντίδραση και των τοπικών μουσουλμάνων ηγετών, ιδίως των πασάδων των Ιωαννίνων[1] και των μπέηδων και αγάδων του Δελβίνου, του Γαρδικιού και κυρίως του Μαργαριτιού. Για το λόγο αυτόν πολλοί πόλεμοι διεξήχθηκαν από τους μπέηδες και τους διοικητές της Παραμυθιάς, Μαργαριτιού, Ιωαννίνων, Άρτας και Δελβίνου εναντίον του Σουλίου. Από όλες αυτές τις κρίσεις οι Σουλιώτες βγήκαν αλώβητοι, εκτός από τους περιβόητους πολέμους τους εναντίον του Αλή πασά Τεπελενλή, που ήταν και οι σοβαρότεροι αγώνες κατά του Σουλίου.
Οι αγώνες με τον Αλή πασά
Η πρώτη μεγάλη εκστρατεία του πασά των Ιωαννίνων κατά του Σουλίου έγινε χωρίς επιτυχία το 1789.
Την ίδια τύχη είχε και η δεύτερη απόπειρα του Αλή πασά το 1792. Τη φορά αυτή ο Αλή ετοίμασε στρατό από 10.000 άνδρες και διέδωσε ότι θα εκστρατεύσει κατά του Δελβίνου και του Αργυροκάστρου. Ζήτησε μάλιστα τη βοήθεια των Σουλιωτών, οι οποίοι έστειλαν ένα σώμα από 70 μαχητές με τον Λάμπρο Τζαβέλα και το γιο του Φώτο. Όταν αυτοί έφτασαν στα στρατόπεδο του Αλή συνελήφθηκαν με δόλο. Οι Σουλιώτες ειδοποιήθηκαν για το γεγονός αυτό από κάποιο Νάσο που κατόρθωσε να διαφύγει, και εκκένωσαν το Σούλι τη Σαμονίβα και το Αβαρίκο και οχυρώθηκαν στην Κιάφα. Ο Αλή, βλέποντας τους Σουλιώτες έτοιμους για μάχη, έστειλε τον Λάμπρο Τζαβέλα να τους πείσει να παραδοθούν, απειλώντας τον ότι αν δεν το πετύχει θα ψήσει ζωντανό το γιο του Φώτο. Ο Λάμπρος πήγε στο Σούλι και προέτρεψε τους Σουλιώτες να αγωνιστούν με λύσσα εναντίον του Αλή, στον οποίον έστειλε την ιστορική επιστολή, στην οποία μεταξύ άλλων γράφει ότι: «αν ο γιος μου Φώτος δεν είναι ευχαριστημένος να θυσιαστεί για την πατρίδα του, δεν είναι άξιος να αναγνωρίζεται σαν γιος μου». Ο Αλή εξοργίστηκε και επιτέθηκε με 8.000 Αλβανούς κατά των Σουλιωτών, που διέθεταν μόλις 1.300 ένοπλους. Η μάχη διεξήχθη και από τις δυο μεριές με εξαιρετικό πείσμα. Στο πιο κρίσιμο σημείο της μάχης η Μόσχω Τζαβέλα, γυναίκα του Λάμπρου και μητέρα του Φώτου, μπήκε επικεφαλής 400 γυναικών κι επιτέθηκε εναντίον των Αλβανών, οι οποίοι στο τέλος υποχώρησαν πανικόβλητοι.
Από τους 8.000 Αλβανούς μόνο 1.000 επέστρεψαν στα Ιωάννινα. Από τους Σουλιώτες σκοτώθηκαν 74 και τραυματίστηκαν 97, μεταξύ των οποίων δύο γυναίκες και ο αρχηγός Λάμπρος Τζαβέλας. Ο Αλή Πασάς δεν πραγματοποίησε την απειλή του να σκοτώσει το Φώτο Τζαβέλα, αλλά τον αντάλλαξε με επιφανείς Τούρκους αιχμαλώτους.
Τον Ιούνιο του 1800 ο Αλή πασάς συγκέντρωσε πολυάριθμο στρατό και ξεκίνησε την τρίτη εκστρατεία του. Περικύκλωσε τα βουνά του Σουλίου και κυρίευσε μερικά χωριά. Οι υπερασπιστές του Σουλίου ήταν μόλις 1.500. Στον πόλεμο αυτόν, που ήταν ο πιο ένδοξος απ’ όλους τους προηγούμενους, οι Σουλιώτες, αν και ήταν ασύγκριτα πιο ολιγάριθμοι από τους Τουρκαλβανούς, νικούσαν και καταδίωκαν παντού τους εχθρούς τους. Οι Αλβανοί τρομοκρατήθηκαν κι άρχισαν να διαμαρτύρονται «γιατί δε μπορούν πια να υποφέρουν τους πολέμους των Σουλιωτών, επειδή αυτοί οι άνθρωποι ούτε τρώνε ούτε κοιμούνται, αλλά γεννήθηκαν μόνο για να σκοτώνουν ανθρώπους». Ο Αλή διέταξε κι έκτισαν πύργους γύρω από το Σούλι στα χωριά Γλυκύ, Περχάτι, Τσεκουράτι, Γόραν, Σιρτζιανά, Ζυρμή, Κουτάτες, Βίλλα, Ρωμανάτι, Σεστρούνι και Λυβίκιστα, για να μην αφήνει τους Σουλιώτες να βγαίνουν για να προμηθεύονται τρόφιμα και πολεμοφόδια. Οι Σουλιώτες όμως, παρόλο τον αποκλεισμό, σχημάτιζαν τμήματα από 40-50 τολμηρούς άνδρες και πήγαιναν τη νύχτα στα κοντινά χωριά και άρπαζαν ό,τι τους χρειαζόταν. Όσες φορές ήθελαν πολεμοφόδια πήγαιναν στην Πάργα. Τότε τους ακολουθούσαν και γυναίκες οπλισμένες με μεγάλες μάχαιρες και συνοδευόμενες από άνδρες, μετέφεραν τα πυρομαχικά. Παρά τις επιδρομές τους αυτές οι Σουλιώτες βρέθηκαν σε απελπιστική κατάσταση από άποψη τροφών. Τα πάντα είχαν εξαντληθεί, και πολλοί πέθαιναν από την πείνα. Όμως δεν ακουγόταν τίποτε άλλο, παρά οι λέξεις: Ελευθερία ή θάνατος!
Την κατάσταση επιδείνωσε η προδοσία του Πήλιου Γούση, που οδήγησε τους Αλβανούς, με αρχηγό τον Βελή, μέσα από δύσβατα μονοπάτια, και διευκόλυνε την κατάληψη του Σουλίου και των χωριών Αβαρίκου, Σαμονίβας και Κιάφας. Οι Σουλιώτες αναγκάστηκαν τελικά να αποσυρθούν στο Κούγκι, όπου και το μικρό φρούριο της Αγίας Παρασκευής, και στο λόφο της Μπίρας δίπλα στην Κιάφα. Μετά από τρίμηνη στενή πολιορκία, δέχθηκαν τις προτάσεις του Αλή να φύγουν από εκεί ελεύθεροι, όπου ήθελαν.
Έτσι στις 12 Δεκεμβρίου 1803 οι Σουλιώτες συνθηκολόγησαν και σύμφωνα με τη συνθήκη που υπογράφηκε δε θα παραδίνονταν, αλλά θα εγκατέλειπαν τα χωριά τους ανενόχλητοι και ελεύθεροι και θα πήγαιναν όπου ήθελαν, παίρνοντας μαζί τους τα σκεύη και τον οπλισμό τους. Ξεκίνησαν χωρισμένοι σε τρία σώματα. Στο Κούγκι έμεινε μόνον ο καλόγερος Σαμουήλ με 5 άνδρες, για να παραδώσει το χώρο και να παραλάβει το αντίτιμο για τα πολεμοφόδια που διατηρήθηκαν. Όταν μπήκαν οι Τουρκαλβανοί, έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη του μοναστηριού και ανατινάχθηκε μαζί τους στον αέρα. Ο Αλή προφασίστηκε ότι η πράξη του Σαμουήλ αποτελούσε παραβίαση της συνθήκης και διέταξε την καταδίωξη των Σουλιωτών που έφευγαν. Το πρώτο σώμα κατευθύνθηκε προς την Πάργα, την οποία κατείχαν οι Ρώσοι, με αρχηγούς τους Κίτσο Τζαβέλα, Δράκο και Ζέρβα, και έφτασε εκεί σώο.
Η θυσία στο Ζάλογγο
Το δεύτερο σώμα, υπό τον Κουτσονίκα, από 800 άντρες, προχώρησε προς το Λούρο κι έφτασε ακέραιο μέχρι το Ζάλογγο, ένα χωριό με 10 περίπου σπίτια, πάνω στο ομώνυμο βουνό, και για περισσότερη ασφάλεια ανέβηκε στο μοναστήρι που ήταν στην κορυφή του. Το όνομα αυτού του βουνού της Ηπείρου έγινε σύμβολο της αγάπης για την ελευθερία, σαν ο τόπος όπου πραγματοποιήθηκε μια από τις άπειρες σκηνές αυτοθυσίας και ηρωισμού της δραματικής ιστορίας του θρυλικού Σουλίου. Στις 16 Δεκεμβρίου φάνηκε πολυάριθμο σώμα Αλβανών του Αλή πασά και οι Σουλιώτες τότε, οχυρωμένοι στο μοναστήρι με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, τους αντιστάθηκαν επί δύο μέρες. Στις 18 Δεκεμβρίου, μια ομάδα υπό τον Κίτσο Μπότσαρη κατόρθωσε να διασπάσει τον κλοιό και 147 άντρες έφτασαν στην Πάργα. Όσοι απέμειναν στο μοναστήρι αιχμαλωτίστηκαν, ενώ οι 57 γυναίκες που βρίσκονταν εκεί, πήραν τα παιδιά τους και κατέφυγαν σ’ έναν ψηλό και απρόσιτο βράχο, στην κορυφή του βουνού που λέγεται Στεφάνι. Για να μη πέσουν στα χέρια των Αλβανών, αφού έριξαν τα παιδιά τους στο βάραθρο του ποταμού Αχέροντα, πήδηξαν, κατά την παράδοση, χορεύοντας η μια μετά την άλλη μόλις έφταναν στο χείλος του γκρεμού.
Στη μονή του Σέλτσου
Το τρίτο σώμα κατευθύνθηκε προς τα βουνά Τζουμέρκα. Από εκεί οι Σουλιώτες στράφηκαν προς το μοναστήρι του Σέλτσου, στα όρια των νομών Καρδίτσας και Άρτας, όπου το 1804 έγινε ο λεγόμενος «χαλασμός» των Μποτσαραίων από τα στρατεύματα του Αλή πασά και επαναλήφθηκε το δράμα του Ζαλόγγου. Τον Ιανουάριο, οι Μποτσαραίοι που είχαν οχυρωθεί στο μοναστήρι, κατόρθωσαν να αποκρούσουν τις δυνάμεις του Αλή πασά. Όμως, τον Απρίλιο του ίδιου έτους, σε νέα εκστρατεία, το μοναστήρι εκπορθήθηκε ύστερα από πολιορκία. Συγκεκριμένα, στις 20 Απριλίου οι πολιορκημένοι επιχείρησαν έξοδο, κατά την οποία μόνο 50 άτομα κατόρθωσαν να διαφύγουν. Πολλοί σκοτώθηκαν, όπως ο Γούσης και ο Γιαννάκης Μπότσαρης, και η κόρη του Νότη, Ελένη Μπότσαρη, ενώ μεταξύ άλλων αιχμαλωτίστηκαν ο Νότης και ο Μάρκος Μπότσαρης. Στην πλατεία μπροστά από το μοναστήρι, πολλά γυναικόπαιδα, στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν την ατίμωση, χόρεψαν το μακάβριο χορό και έπεσαν από τα βράχια στον ποταμό Αχελώο, από ύψος 400 μέτρων, όπου και πνίγηκαν. Ο χώρος της πλατείας αυτής ονομάζεται από τότε η «Πλατεία του Χορού». Έτσι και τα δύο σώματα εκμηδενίστηκαν σχεδόν τελείως και όσοι σώθηκαν, κατέφυγαν στο Αγρίνιο, στη Ναύπακτο, στο Μεσολόγγι και στα Επτάνησα. Οι Σουλιώτες που έμεναν στην Πάργα, κατά την εποχή της διαμάχης μεταξύ Αλή πασά και της Υψηλής Πύλης, αποβλέποντας να ξανακερδίσουν την πατρίδα τους, πήραν πότε το μέρος του ενός και πότε του άλλου αντιπάλου. Αρχικά, οι Τούρκοι τους υποσχέθηκαν ότι θα τους έδιναν ξανά την πατρίδα τους και την ελευθερία τους, γι’ αυτό και τους βοήθησαν κατά του Αλή πασά. Επειδή όμως οι Τούρκοι δεν τήρησαν τις υποσχέσεις τους, συντάχθηκαν με τον Αλή, ξαναγύρισαν στο Τετραχώρι στις 12 Δεκεμβρίου 1820 και πολεμούσαν κατά των Τούρκων. Μετά την καταστολή της ανταρσίας του Αλή, η Υψηλή Πύλη όμως στράφηκε εναντίον τους, καθώς είχαν συμμαχήσει με τον Αλή πασά, και την εκστρατεία ανέλαβε ο Χουρσίτ πασάς, που αντικατέστησε τον ανίκανο Τούρκο στρατηγό Πασόμπεη.
Το χειμώνα του 1822 κατά του Σουλίου στάλθηκε ισχυρή δύναμη Τουρκαλβανών (14.000 άνδρες) με αρχηγό τον Χουρσίτ πασά που πολιόρκησε τους Σουλιώτες (1.000 άνδρες) στην Κιάφα και επακολούθησαν οι μάχες του Ναβαρίκου και των Χωνίων, όπου έλαβαν μέρος και Σουλιώτισσες. Στο μεταξύ ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση και οι Σουλιώτες ζήτησαν βοήθεια από τα ελληνικά στρατεύματα. Η επιχείρηση όμως αυτή των Ελλήνων απέτυχε, ιδίως μετά την ατυχή μάχη στο Πέτα που διεξήχθη στον ομώνυμο οικισμό του νομού Άρτας, στις 4 Ιουλίου 1822, μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων.
Η μάχη του Πέτα
Στα τέλη Ιουνίου του 1822, για να βοηθήσει τους πολιορκημένους Σουλιώτες, έσπευσε αυτοπροσώπως ο τότε πρόεδρος του Εκτελεστικού, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, που τέθηκε επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος, αλλά οι δυνάμεις του ήταν δυσανάλογα μικρές αριθμητικά σε σύγκριση μ’ αυτές του Χουρσίτ. Επρόκειτο για δύναμη που απαρτιζόταν από 1.000 Πελοποννήσιους, 500 Μανιάτες με αρχηγό τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, 300 Επτανήσιους, 350 άνδρες του τακτικού ελληνικού στρατού και ένα τάγμα Φιλελλήνων. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Μαυροκορδάτος δεν είχε στρατιωτική εμπειρία με αποτέλεσμα να διαπράξει το λάθος να διασπάσει και να διασπείρει τις ολιγάριθμες δυνάμεις του. Πριν ακόμα περάσει από την Πελοπόννησο απέναντι στο Μεσολόγγι, έστειλε πριν απ’ αυτόν το Μαυρομιχάλη με τους 500 Μανιάτες στο Φανάρι της Ηπείρου (στο βόρειο τμήμα του Αμβρακικού κόλπου), όπου, όμως, μόλις αποβιβάστηκε, περικυκλώθηκε από 4.000 Τουρκαλβανούς και σκοτώθηκε πολεμώντας γενναία.
Αρχικά ο Μαυροκορδάτος στρατοπέδευσε στο Κομπότι της Άρτας, όπου μάλιστα και κατατρόπωσε σύνταγμα τουρκικού ιππικού, αλλά αντί να βαδίσει με το σύνολο των δυνάμεών του κατά της Άρτας, άλλους τους έστειλε στα «Πέντε Πηγάδια» για να βοηθήσουν το Σούλι, ο ίδιος με άλλους έφυγε στο Λαγκαδά, άφησε μερικούς στο Κομπότι και το κύριο σώμα το διέταξε να βαδίσει προς το χωριό Πέτα. Γενικός πάντως αρχηγός των ελληνικών δυνάμεων στο σύνολό τους ήταν ο ίδιος, αλλά πήγε στο Λαγκαδά με τον Γρίβα για να εξασφαλίσει τον επισιτισμό, και ως γενικό επιτελάρχη του, κατά κάποιο τρόπο, είχε το Γερμανό στρατηγό κόμη Έρενφελς.
Ο κορμός λοιπόν του στρατού του Μαυροκορδάτου στάλθηκε προς την περιοχή του Πέτα, και αποτελείτο από 2.000 περίπου άνδρες και περιλάμβανε το τάγμα των Φιλελλήνων υπό τον Ιταλό Δάνια,[2] από το πρώτο πεζικό σύνταγμα (την πρώτη μονάδα τακτικού στρατού που συγκροτήθηκε) υπό τον Ιταλό Ταρέλλα, από τη «Φάλαγγα των Επτανησίων» υπό τον Πανά, από δύναμη πυροβολικού από δύο κανόνια υπό τον Ελβετό Μπράντλι, και από μικρότερες ομάδες διαφόρων Ελλήνων οπλαρχηγών. Η τοποθεσία δίπλα στο χωριό Πέτα, όπου βρίσκονταν οι ελληνικές δυνάμεις, ήταν κατάλληλη, επειδή προστατευόταν από πολλές σειρές υψωμάτων. Η ελληνική παράταξη είχε την εξής διάταξη: Στην πρώτη γραμμή άμυνας, το δεξιό πλάγιο κατείχαν οι Επτανήσιοι, το κέντρο οι δυνάμεις του τακτικού στρατού και το αριστερό πλάγιο οι Φιλέλληνες. Στη δεύτερη γραμμή άμυνας (στη δεύτερη σειρά υψωμάτων) το δεξιό πλάγιο κατείχε ο περίφημος για την ανδρεία του, αλλά που λίγο τον εμπιστεύονταν, εξαιτίας των δεσμών του με τους Τούρκους, Γώγος Μπακόλας, μαζί με Έλληνες οπλαρχηγούς, το κέντρο ο Βαρνακιώτης και το αριστερό πλάγιο ο Μάρκος Μπότσαρης. Εφεδρεία ήταν οι οπλαρχηγοί Ίσκος και Γάτσος.
Στις 4 Ιουλίου η ελληνική δύναμη συγκρούστηκε με αριθμητικά ανώτερες δυνάμεις Τουρκαλβανών (8.000 άνδρες), που εξόρμησαν από την Άρτα υπό τον πασά της Άρτας Ισμαήλ Πλιάσα και τον Ρεσίτ πασά ή Κιουταχή. Τις πρώτες κατά μέτωπο επιθέσεις των Τούρκων οι Έλληνες και οι Φιλέλληνες της πρώτης γραμμής άμυνας τις απέκρουσαν όλες αν και ήταν ολιγάριθμοι και πολεμούσαν ακάλυπτοι (δηλαδή όχι ταμπουρωμένοι). Οι Τούρκοι όμως, που διέθεταν πολύ περισσότερες δυνάμεις, έκαναν κυκλωτική κίνηση κι από τις δυο πλευρές των ελληνικών παρατάξεων, που πέτυχε, ιδίως στο δεξί πλάγιο, εξαιτίας άστοχης ενέργειας του Μπακόλα, ο οποίος άφησε την τουρκική εμπροσθοφυλακή να περάσει με σκοπό να την κυκλώσει. Η εμφάνισή της όμως μπρος στους Έλληνες, οι οποίοι αγνοούσαν ότι επρόκειτο για ολιγάριθμο τμήμα, προκάλεσε ταραχή και σύγχυση, που την αύξησε η κραυγή: «Προδοσία! Προδοσία!». Βλέποντας την κατάσταση αυτή πήραν θάρρος και οι Τούρκοι που επιτίθονταν κατά μέτωπο, και ενώ είχαν ήδη αρχίσει να υποχωρούν, επανέλαβαν τις επιθέσεις τους με μεγαλύτερη τώρα λύσσα. Αυτό που ακολούθησε ήταν πραγματική πανωλεθρία.
Πρέπει να τονιστεί όμως η γενναιότητα των Φιλελλήνων και του τακτικού στρατού των Ελλήνων. Αυτοί σχημάτισαν τελικά το περίφημο «τετράγωνο» της τακτικής του Ναπολέοντα («μπαταγιόν καρέ») και έπεσαν μέχρι ενός. Σκοτώθηκαν οι Ιταλοί Δάνια και Ταρέλλα, ο Πολωνός Μιρζέφσκι, ο Γάλλος Μινιάκ κ.α. Ο Γερμανός Νόρμαν τραυματίστηκε και ανάγγειλε τη μεγάλη συμφορά στο Μαυροκορδάτο με την περίφημη φράση: «Πρίγκιπα, χάσαμε τα πάντα εκτός από την τιμή!».
Συνολικά κατά τη μάχη του Πέτα σκοτώθηκαν τα 2/3 των Φιλελλήνων, οι μισοί Επτανήσιοι και το 1/3 των δυνάμεων του τακτικού στρατού. Επίσης, μετά τη μάχη, σκοτώθηκαν κι οι αιχμάλωτοι, κατά τη συνήθεια των Τούρκων. Η συμφορά υπήρξε πολύ αισθητή. Μετά την καταστροφή στο Πέτα, ο Μαυροκορδάτος με τα λείψανα του στρατού αποσύρθηκε στο Μεσολόγγι, του οποίου άρχισε η πρώτη πολιορκία και η Στερεά Ελλάδα πέρασε σχεδόν ολόκληρη στην εξουσία των Τούρκων.Το γεγονός αυτό ανάγκασε τους Σουλιώτες, που ήταν πολιορκημένοι στην Κιάφα και στερούνταν τα τρόφιμα και τα πυρομαχικά, να συνθηκολογήσουν με τον Ομέρ Βρυώνη και να υπογράψουν στο αγγλικό προξενείο στην Πρέβεζα, στις 28 Ιουλίου 1822, συνθήκη παράδοσης της Κιάφας. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1822, επιβιβάστηκαν σε 27 πλοία με τη συνοδεία 2 αγγλικών πολεμικών και εγκαταλείψουν, αυτή τη φορά οριστικά οι περισσότεροι, τα εδάφη τους. Κατέπλευσαν στο λιμάνι της Άσσου στην Κεφαλληνιά, όπου αποβιβάστηκαν. Πολλοί έπειτα πήγαν από εκεί στην Κέρκυρα με τις οικογένειές τους, ενώ αρκετές από τις σπουδαιότερες φάρες των Σουλιωτών κατέφυγαν στο Μεσολόγγι, όπου βρισκόταν ο Μάρκος Μπότσαρης και αγωνίστηκαν στο πλευρό των άλλων Ελλήνων κατά την πολιορκία, και, μετά την Έξοδο, και σε άλλες πολεμικές συγκρούσεις, έως το τέλος της Επανάστασης. Το Σούλι εγκαταλείφτηκε οριστικά.
Υποσημειώσεις:
[1] Πολλές φορές οι τοπάρχες των Ιωαννίνων αναγκάζονταν να πληρώνουν φόρο σε διάφορες φάρες των Σουλιωτών για να διαφυλάξουν τις επαύλεις και τα χωράφια τους. Σοβαρές υπήρξαν οι συγκρούσεις των Σουλιωτών με τον Χατζή Αχμέτ το 1721, με τον Μουσταφά πασά το 1754 κ.α.
[2] Το τάγμα αυτό συνίστατο από δύο λόχους, από τους οποίους ο ένας αποτελείτο από Γερμανούς και Πολωνούς υπό τον Πολωνό Μιρζέφσκι, και ο άλλος από Γάλλους και Ιταλούς υπό τον Ελβετό Σεβαλιέ.
Ιστορία
Σύμφωνα με πληροφορίες του Χριστόφορου Περραιβού, το Σούλι και τα χωριά του συνοικίστηκαν μεταξύ του 16ου και των αρχών του 17ου αιώνα, από κατοίκους των γύρω χριστιανικών χωριών της Θεσπρωτίας, που ήθελαν να αποφύγουν την καταπίεση των Οθωμανών. Οι φυγάδες αυτοί έχτισαν 4 μεγάλα χωριά: αρχικά το Σούλι και το Αβαρίκο (από όπου και η οικογένεια του πατέρα μου) και αργότερα την Κιάφα και τη Σαμονίβα, τα οποία αποτελούσαν το λεγόμενο Τετραχώρι.
Οι πρώτοι κάτοικοι των χωριών αυτών ήταν αλβανόφωνοι Χριστιανοί. Εξαιτίας όμως της διαμάχης τους με τους εξισλαμισμένους Αλβανούς (Τουρκαλβανούς), η ιστορική πορεία τους συνδέθηκε γρήγορα με την αντίστοιχη των Ελλήνων. Επειδή το φτωχό, βραχώδες έδαφος των χωριών του Σουλίου δεν ήταν δυνατόν να θρέψει τους κατοίκους, οι Σουλιώτες γρήγορα εγκατέλειψαν την ειρηνική, κτηνοτροφική του ενασχόληση και επιδόθηκαν σε ληστρικές επιδρομές εναντίον γειτονικών χωριών, μουσουλμανικών, αλβανικών και ελληνικών, χωρίς διάκριση. Οι κάτοικοι των χωριών αυτών αναγκάστηκαν να δεχτούν μια μορφή υποταγής στους σκληροτράχηλους Σουλιώτες, στους οποίους χορηγούσαν τακτικά ένα είδος φόρου σε χρήματα ή σε είδος. Αλλά και οι κάτοικοι του Σουλίου ήταν υπόχρεοι ενός, μικρού έστω, φόρου προς την τουρκική διοίκηση, τουλάχιστον κατά τις ειρηνικές περιόδους.
Τα χωριά του Σουλίου οργανώθηκαν, με βάση αυτό το καθεστώς, σε μια ομοσπονδία, το Τετραχώρι, στην οποία οι Σουλιώτες ανέλαβαν τα καθήκοντα του πολέμου και της προστασίας από τις επιδρομές και οι περίοικοι τη φροντίδα του επισιτισμού τους. Στην αυτόνομη αυτή ομοσπονδία καθιερώθηκαν σύντομα νόμοι και θεσμοί, νομοθετικά και εκτελεστικά σώματα, επίσημες στρατιωτικές δυνάμεις κ.α. Από τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα, οι κάτοικοι του Τετραχωρίου άρχισαν να αυξάνονται λόγω της συρροής φυγάδων από τα γειτονικά χωριά, όπου οι εξισλαμισμοί είχαν δυσχεράνει την ζωή των Χριστιανών. Γύρω στο 1720, οι κάτοικοι της σουλιώτικης ομοσπονδίας έφτασαν τους 2.500. από τους οποίους περίπου οι πεντακόσιοι είχαν αναλάβει τη φροντίδα της στρατιωτικής άμυνας του Σουλίου. Από τα μέσα του 18ου αιώνα, οι πολεμικές επιχειρήσεις των Σουλιωτών μετατράπηκαν από αμυντικές σε επιθετικές, γεγονός που επιτάθηκε εξαιτίας των σοβαρών προβλημάτων επισιτισμού της ομοσπονδίας, τα οποία είχε δημιουργήσει η αύξηση του αριθμού των χωριών και η ανάλογη αύξηση του πληθυσμού. Έτσι το Τετραχώρι επεκτάθηκε με τη μετοίκηση των κατοίκων του, που στο μεταξύ είχαν αυξηθεί, στους πρόποδες των βουνών και σε άλλα χωριά.
Το 1741 οι Σουλιώτες κατέλυσαν την τουρκική εξουσία στα γειτονικά χωριά Αλποχώρι, Παλαιοχώρι, Σκιαδά και Ρουσιάτσα, και το 1744 στα χωριά Τσεκούρι, Περχάτι, Γκιόναλα, Κουτάτες, Βίλλια, Ζαβρούχο, Αγόρανα και Σεριζιανά. Κατά την περίοδο 1746-60, πολλά χωριά της πεδιάδας του Φαναριού περιήλθαν στη φορολογική δικαιοδοσία των Σουλιωτών. Τα χωριά αυτά χρησίμευαν ως προπύργιο εναντίον κάθε εχθρικής εισβολής και έδιναν το χρόνο για τη μετακίνηση των οικογενειών τους και της περιουσίας τους στο Τετραχώρι, το οποίο οργανωνόταν και χρησίμευε ως η κύρια γραμμή άμυνας. Στα χωριά αυτά επεκτάθηκε το όνομα Σούλι, οι κάτοικοι των οποίων ήταν χωρισμένοι σε 47 συνολικά φάρες, από τις οποίες οι σπουδαιότερες ήταν αυτές που δοξάστηκαν στους πολέμους των Σουλιωτών κατά του Αλή πασά και στην Επανάσταση του 1821 (Τζαβέλα, Μπότσαρη, Κουτσονίκα, Δαγκλή κ.α.). Το Σούλι, εξαιτίας του ελεύθερου πνεύματος που είχαν οι κάτοικοί του, κηρύχθηκε ανεξάρτητο.
Το 1760 με νέες επιχειρήσεις κατέλαβαν 66 χωριά τα οποία ήταν φόρου υποτελή και γνωστά με το όνομα Παρασούλι ή Παρασούλια, του οποίου ο πληθυσμός έφτανε τις 7.000. Έτσι, δημιουργήθηκε μια σουλιώτική επικυριαρχία σε όλη σχεδόν τη ΝΑ Ήπειρο, όπου, εκτός από τους Σουλιώτες, κατοικούσαν 12.000 σύμμαχοί τους, οι λεγόμενοι Παρασουλιώτες. Όλη η Συμπολιτεία συντηρούσε ένα στρατό από 2.000-2.500 άντρες και οι σχέσεις των αρχικών χωριών και αυτών που κυριεύθηκαν αργότερα ήταν όμοιες με τις σχέσεις που είχαν οι Σπαρτιάτες με τους περίοικους. Διοικείτο από Συμβούλιο, το οποίο καλείτο «Κριτήριο της Πατρίδος» και στο οποίο προήδρευε ο πιο ανδρείος και συνετός αρχηγός μιας φάρας. Αυτοί οι πρόεδροι προέρχονταν κυρίως από τη φάρα των Τζαβελαίων και Μποτσαραίων. Το «Κριτήριο της Πατρίδος» αποτελούσε την ανώτατη νομοθετική και δικαστική εξουσία της Συμπολιτείας.
Η ηθική των γυναικών ήταν υπερβολικά αυστηρή και τους απέδιδαν ιδιαίτερη τιμή. Ο φόνος γυναίκας τιμωρούταν πολύ αυστηρά, επειδή, με το θάνατό της, η Συμπολιτεία έχανε τα παιδιά που θα προέρχονταν από αυτήν. Οι γυναίκες έφεραν όπλα και ακολουθούσαν τους άντρες στις μάχες. Οι Σουλιώτες ήταν εξαιρετικά φιλοπάτριδες, αφοσιωμένοι στο καθήκον τους, μεγαλόψυχοι απέναντι στους ηττημένους, ριψοκίνδυνοι, φιλελεύθεροι και υπερήφανοι. Από μικρή ηλικία ασκούνταν στη σκληραγωγία και τον πόλεμο. Η κύρια απασχόλησή τους ήταν, όπως λέει ο Περραιβός τα άρματα. «Με αυτά τρώνε, με αυτά κοιμούνται και με αυτά ξυπνούν». Την ανδρεία τη θεωρούσαν την καλλίτερη αρετή.
Η κατάσταση που επικρατούσε στη Συμπολιτεία διευκόλυνε αρχικά τα τουρκικά συμφέροντα (εφόσον οι Παρασουλιώτες ήταν συνεπείς στις φορολογικές τους υποχρεώσεις) και τα βενετικά, επειδή η σουλιώτικη επικράτεια αποτελούσε ένα είδος ασπίδας ανάμεσα στα βενετικά εδάφη (Πάργα, Πρέβεζα) και στα οθωμανικά. Για τον ίδιο λόγο οι Σουλιώτες ευνοήθηκαν κι από τους Γάλλους, που διαδέχτηκαν τους Βενετούς στις ηπειρωτικές και επτανησιακές τους κτήσεις. Οι στενές, ωστόσο, σχέσεις μεταξύ του Σουλίου και των εχθρών της Υψηλής Πύλης (Βενετών και Γάλλων) σύντομα ενόχλησαν τους Τούρκους, που δεν αντέδρασαν στις προσπάθειες του Αλή πασά να υποτάξει το Τετραχώρι.
Από την άλλη μεριά, η αυτονομία του Σουλίου ήταν φυσικό να προκαλέσει την αντίδραση και των τοπικών μουσουλμάνων ηγετών, ιδίως των πασάδων των Ιωαννίνων[1] και των μπέηδων και αγάδων του Δελβίνου, του Γαρδικιού και κυρίως του Μαργαριτιού. Για το λόγο αυτόν πολλοί πόλεμοι διεξήχθηκαν από τους μπέηδες και τους διοικητές της Παραμυθιάς, Μαργαριτιού, Ιωαννίνων, Άρτας και Δελβίνου εναντίον του Σουλίου. Από όλες αυτές τις κρίσεις οι Σουλιώτες βγήκαν αλώβητοι, εκτός από τους περιβόητους πολέμους τους εναντίον του Αλή πασά Τεπελενλή, που ήταν και οι σοβαρότεροι αγώνες κατά του Σουλίου.
Οι αγώνες με τον Αλή πασά
Η πρώτη μεγάλη εκστρατεία του πασά των Ιωαννίνων κατά του Σουλίου έγινε χωρίς επιτυχία το 1789.
Την ίδια τύχη είχε και η δεύτερη απόπειρα του Αλή πασά το 1792. Τη φορά αυτή ο Αλή ετοίμασε στρατό από 10.000 άνδρες και διέδωσε ότι θα εκστρατεύσει κατά του Δελβίνου και του Αργυροκάστρου. Ζήτησε μάλιστα τη βοήθεια των Σουλιωτών, οι οποίοι έστειλαν ένα σώμα από 70 μαχητές με τον Λάμπρο Τζαβέλα και το γιο του Φώτο. Όταν αυτοί έφτασαν στα στρατόπεδο του Αλή συνελήφθηκαν με δόλο. Οι Σουλιώτες ειδοποιήθηκαν για το γεγονός αυτό από κάποιο Νάσο που κατόρθωσε να διαφύγει, και εκκένωσαν το Σούλι τη Σαμονίβα και το Αβαρίκο και οχυρώθηκαν στην Κιάφα. Ο Αλή, βλέποντας τους Σουλιώτες έτοιμους για μάχη, έστειλε τον Λάμπρο Τζαβέλα να τους πείσει να παραδοθούν, απειλώντας τον ότι αν δεν το πετύχει θα ψήσει ζωντανό το γιο του Φώτο. Ο Λάμπρος πήγε στο Σούλι και προέτρεψε τους Σουλιώτες να αγωνιστούν με λύσσα εναντίον του Αλή, στον οποίον έστειλε την ιστορική επιστολή, στην οποία μεταξύ άλλων γράφει ότι: «αν ο γιος μου Φώτος δεν είναι ευχαριστημένος να θυσιαστεί για την πατρίδα του, δεν είναι άξιος να αναγνωρίζεται σαν γιος μου». Ο Αλή εξοργίστηκε και επιτέθηκε με 8.000 Αλβανούς κατά των Σουλιωτών, που διέθεταν μόλις 1.300 ένοπλους. Η μάχη διεξήχθη και από τις δυο μεριές με εξαιρετικό πείσμα. Στο πιο κρίσιμο σημείο της μάχης η Μόσχω Τζαβέλα, γυναίκα του Λάμπρου και μητέρα του Φώτου, μπήκε επικεφαλής 400 γυναικών κι επιτέθηκε εναντίον των Αλβανών, οι οποίοι στο τέλος υποχώρησαν πανικόβλητοι.
Από τους 8.000 Αλβανούς μόνο 1.000 επέστρεψαν στα Ιωάννινα. Από τους Σουλιώτες σκοτώθηκαν 74 και τραυματίστηκαν 97, μεταξύ των οποίων δύο γυναίκες και ο αρχηγός Λάμπρος Τζαβέλας. Ο Αλή Πασάς δεν πραγματοποίησε την απειλή του να σκοτώσει το Φώτο Τζαβέλα, αλλά τον αντάλλαξε με επιφανείς Τούρκους αιχμαλώτους.
Τον Ιούνιο του 1800 ο Αλή πασάς συγκέντρωσε πολυάριθμο στρατό και ξεκίνησε την τρίτη εκστρατεία του. Περικύκλωσε τα βουνά του Σουλίου και κυρίευσε μερικά χωριά. Οι υπερασπιστές του Σουλίου ήταν μόλις 1.500. Στον πόλεμο αυτόν, που ήταν ο πιο ένδοξος απ’ όλους τους προηγούμενους, οι Σουλιώτες, αν και ήταν ασύγκριτα πιο ολιγάριθμοι από τους Τουρκαλβανούς, νικούσαν και καταδίωκαν παντού τους εχθρούς τους. Οι Αλβανοί τρομοκρατήθηκαν κι άρχισαν να διαμαρτύρονται «γιατί δε μπορούν πια να υποφέρουν τους πολέμους των Σουλιωτών, επειδή αυτοί οι άνθρωποι ούτε τρώνε ούτε κοιμούνται, αλλά γεννήθηκαν μόνο για να σκοτώνουν ανθρώπους». Ο Αλή διέταξε κι έκτισαν πύργους γύρω από το Σούλι στα χωριά Γλυκύ, Περχάτι, Τσεκουράτι, Γόραν, Σιρτζιανά, Ζυρμή, Κουτάτες, Βίλλα, Ρωμανάτι, Σεστρούνι και Λυβίκιστα, για να μην αφήνει τους Σουλιώτες να βγαίνουν για να προμηθεύονται τρόφιμα και πολεμοφόδια. Οι Σουλιώτες όμως, παρόλο τον αποκλεισμό, σχημάτιζαν τμήματα από 40-50 τολμηρούς άνδρες και πήγαιναν τη νύχτα στα κοντινά χωριά και άρπαζαν ό,τι τους χρειαζόταν. Όσες φορές ήθελαν πολεμοφόδια πήγαιναν στην Πάργα. Τότε τους ακολουθούσαν και γυναίκες οπλισμένες με μεγάλες μάχαιρες και συνοδευόμενες από άνδρες, μετέφεραν τα πυρομαχικά. Παρά τις επιδρομές τους αυτές οι Σουλιώτες βρέθηκαν σε απελπιστική κατάσταση από άποψη τροφών. Τα πάντα είχαν εξαντληθεί, και πολλοί πέθαιναν από την πείνα. Όμως δεν ακουγόταν τίποτε άλλο, παρά οι λέξεις: Ελευθερία ή θάνατος!
Την κατάσταση επιδείνωσε η προδοσία του Πήλιου Γούση, που οδήγησε τους Αλβανούς, με αρχηγό τον Βελή, μέσα από δύσβατα μονοπάτια, και διευκόλυνε την κατάληψη του Σουλίου και των χωριών Αβαρίκου, Σαμονίβας και Κιάφας. Οι Σουλιώτες αναγκάστηκαν τελικά να αποσυρθούν στο Κούγκι, όπου και το μικρό φρούριο της Αγίας Παρασκευής, και στο λόφο της Μπίρας δίπλα στην Κιάφα. Μετά από τρίμηνη στενή πολιορκία, δέχθηκαν τις προτάσεις του Αλή να φύγουν από εκεί ελεύθεροι, όπου ήθελαν.
Έτσι στις 12 Δεκεμβρίου 1803 οι Σουλιώτες συνθηκολόγησαν και σύμφωνα με τη συνθήκη που υπογράφηκε δε θα παραδίνονταν, αλλά θα εγκατέλειπαν τα χωριά τους ανενόχλητοι και ελεύθεροι και θα πήγαιναν όπου ήθελαν, παίρνοντας μαζί τους τα σκεύη και τον οπλισμό τους. Ξεκίνησαν χωρισμένοι σε τρία σώματα. Στο Κούγκι έμεινε μόνον ο καλόγερος Σαμουήλ με 5 άνδρες, για να παραδώσει το χώρο και να παραλάβει το αντίτιμο για τα πολεμοφόδια που διατηρήθηκαν. Όταν μπήκαν οι Τουρκαλβανοί, έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη του μοναστηριού και ανατινάχθηκε μαζί τους στον αέρα. Ο Αλή προφασίστηκε ότι η πράξη του Σαμουήλ αποτελούσε παραβίαση της συνθήκης και διέταξε την καταδίωξη των Σουλιωτών που έφευγαν. Το πρώτο σώμα κατευθύνθηκε προς την Πάργα, την οποία κατείχαν οι Ρώσοι, με αρχηγούς τους Κίτσο Τζαβέλα, Δράκο και Ζέρβα, και έφτασε εκεί σώο.
Η θυσία στο Ζάλογγο
Το δεύτερο σώμα, υπό τον Κουτσονίκα, από 800 άντρες, προχώρησε προς το Λούρο κι έφτασε ακέραιο μέχρι το Ζάλογγο, ένα χωριό με 10 περίπου σπίτια, πάνω στο ομώνυμο βουνό, και για περισσότερη ασφάλεια ανέβηκε στο μοναστήρι που ήταν στην κορυφή του. Το όνομα αυτού του βουνού της Ηπείρου έγινε σύμβολο της αγάπης για την ελευθερία, σαν ο τόπος όπου πραγματοποιήθηκε μια από τις άπειρες σκηνές αυτοθυσίας και ηρωισμού της δραματικής ιστορίας του θρυλικού Σουλίου. Στις 16 Δεκεμβρίου φάνηκε πολυάριθμο σώμα Αλβανών του Αλή πασά και οι Σουλιώτες τότε, οχυρωμένοι στο μοναστήρι με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, τους αντιστάθηκαν επί δύο μέρες. Στις 18 Δεκεμβρίου, μια ομάδα υπό τον Κίτσο Μπότσαρη κατόρθωσε να διασπάσει τον κλοιό και 147 άντρες έφτασαν στην Πάργα. Όσοι απέμειναν στο μοναστήρι αιχμαλωτίστηκαν, ενώ οι 57 γυναίκες που βρίσκονταν εκεί, πήραν τα παιδιά τους και κατέφυγαν σ’ έναν ψηλό και απρόσιτο βράχο, στην κορυφή του βουνού που λέγεται Στεφάνι. Για να μη πέσουν στα χέρια των Αλβανών, αφού έριξαν τα παιδιά τους στο βάραθρο του ποταμού Αχέροντα, πήδηξαν, κατά την παράδοση, χορεύοντας η μια μετά την άλλη μόλις έφταναν στο χείλος του γκρεμού.
Στη μονή του Σέλτσου
Το τρίτο σώμα κατευθύνθηκε προς τα βουνά Τζουμέρκα. Από εκεί οι Σουλιώτες στράφηκαν προς το μοναστήρι του Σέλτσου, στα όρια των νομών Καρδίτσας και Άρτας, όπου το 1804 έγινε ο λεγόμενος «χαλασμός» των Μποτσαραίων από τα στρατεύματα του Αλή πασά και επαναλήφθηκε το δράμα του Ζαλόγγου. Τον Ιανουάριο, οι Μποτσαραίοι που είχαν οχυρωθεί στο μοναστήρι, κατόρθωσαν να αποκρούσουν τις δυνάμεις του Αλή πασά. Όμως, τον Απρίλιο του ίδιου έτους, σε νέα εκστρατεία, το μοναστήρι εκπορθήθηκε ύστερα από πολιορκία. Συγκεκριμένα, στις 20 Απριλίου οι πολιορκημένοι επιχείρησαν έξοδο, κατά την οποία μόνο 50 άτομα κατόρθωσαν να διαφύγουν. Πολλοί σκοτώθηκαν, όπως ο Γούσης και ο Γιαννάκης Μπότσαρης, και η κόρη του Νότη, Ελένη Μπότσαρη, ενώ μεταξύ άλλων αιχμαλωτίστηκαν ο Νότης και ο Μάρκος Μπότσαρης. Στην πλατεία μπροστά από το μοναστήρι, πολλά γυναικόπαιδα, στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν την ατίμωση, χόρεψαν το μακάβριο χορό και έπεσαν από τα βράχια στον ποταμό Αχελώο, από ύψος 400 μέτρων, όπου και πνίγηκαν. Ο χώρος της πλατείας αυτής ονομάζεται από τότε η «Πλατεία του Χορού». Έτσι και τα δύο σώματα εκμηδενίστηκαν σχεδόν τελείως και όσοι σώθηκαν, κατέφυγαν στο Αγρίνιο, στη Ναύπακτο, στο Μεσολόγγι και στα Επτάνησα. Οι Σουλιώτες που έμεναν στην Πάργα, κατά την εποχή της διαμάχης μεταξύ Αλή πασά και της Υψηλής Πύλης, αποβλέποντας να ξανακερδίσουν την πατρίδα τους, πήραν πότε το μέρος του ενός και πότε του άλλου αντιπάλου. Αρχικά, οι Τούρκοι τους υποσχέθηκαν ότι θα τους έδιναν ξανά την πατρίδα τους και την ελευθερία τους, γι’ αυτό και τους βοήθησαν κατά του Αλή πασά. Επειδή όμως οι Τούρκοι δεν τήρησαν τις υποσχέσεις τους, συντάχθηκαν με τον Αλή, ξαναγύρισαν στο Τετραχώρι στις 12 Δεκεμβρίου 1820 και πολεμούσαν κατά των Τούρκων. Μετά την καταστολή της ανταρσίας του Αλή, η Υψηλή Πύλη όμως στράφηκε εναντίον τους, καθώς είχαν συμμαχήσει με τον Αλή πασά, και την εκστρατεία ανέλαβε ο Χουρσίτ πασάς, που αντικατέστησε τον ανίκανο Τούρκο στρατηγό Πασόμπεη.
Το χειμώνα του 1822 κατά του Σουλίου στάλθηκε ισχυρή δύναμη Τουρκαλβανών (14.000 άνδρες) με αρχηγό τον Χουρσίτ πασά που πολιόρκησε τους Σουλιώτες (1.000 άνδρες) στην Κιάφα και επακολούθησαν οι μάχες του Ναβαρίκου και των Χωνίων, όπου έλαβαν μέρος και Σουλιώτισσες. Στο μεταξύ ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση και οι Σουλιώτες ζήτησαν βοήθεια από τα ελληνικά στρατεύματα. Η επιχείρηση όμως αυτή των Ελλήνων απέτυχε, ιδίως μετά την ατυχή μάχη στο Πέτα που διεξήχθη στον ομώνυμο οικισμό του νομού Άρτας, στις 4 Ιουλίου 1822, μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων.
Η μάχη του Πέτα
Στα τέλη Ιουνίου του 1822, για να βοηθήσει τους πολιορκημένους Σουλιώτες, έσπευσε αυτοπροσώπως ο τότε πρόεδρος του Εκτελεστικού, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, που τέθηκε επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος, αλλά οι δυνάμεις του ήταν δυσανάλογα μικρές αριθμητικά σε σύγκριση μ’ αυτές του Χουρσίτ. Επρόκειτο για δύναμη που απαρτιζόταν από 1.000 Πελοποννήσιους, 500 Μανιάτες με αρχηγό τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, 300 Επτανήσιους, 350 άνδρες του τακτικού ελληνικού στρατού και ένα τάγμα Φιλελλήνων. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Μαυροκορδάτος δεν είχε στρατιωτική εμπειρία με αποτέλεσμα να διαπράξει το λάθος να διασπάσει και να διασπείρει τις ολιγάριθμες δυνάμεις του. Πριν ακόμα περάσει από την Πελοπόννησο απέναντι στο Μεσολόγγι, έστειλε πριν απ’ αυτόν το Μαυρομιχάλη με τους 500 Μανιάτες στο Φανάρι της Ηπείρου (στο βόρειο τμήμα του Αμβρακικού κόλπου), όπου, όμως, μόλις αποβιβάστηκε, περικυκλώθηκε από 4.000 Τουρκαλβανούς και σκοτώθηκε πολεμώντας γενναία.
Αρχικά ο Μαυροκορδάτος στρατοπέδευσε στο Κομπότι της Άρτας, όπου μάλιστα και κατατρόπωσε σύνταγμα τουρκικού ιππικού, αλλά αντί να βαδίσει με το σύνολο των δυνάμεών του κατά της Άρτας, άλλους τους έστειλε στα «Πέντε Πηγάδια» για να βοηθήσουν το Σούλι, ο ίδιος με άλλους έφυγε στο Λαγκαδά, άφησε μερικούς στο Κομπότι και το κύριο σώμα το διέταξε να βαδίσει προς το χωριό Πέτα. Γενικός πάντως αρχηγός των ελληνικών δυνάμεων στο σύνολό τους ήταν ο ίδιος, αλλά πήγε στο Λαγκαδά με τον Γρίβα για να εξασφαλίσει τον επισιτισμό, και ως γενικό επιτελάρχη του, κατά κάποιο τρόπο, είχε το Γερμανό στρατηγό κόμη Έρενφελς.
Ο κορμός λοιπόν του στρατού του Μαυροκορδάτου στάλθηκε προς την περιοχή του Πέτα, και αποτελείτο από 2.000 περίπου άνδρες και περιλάμβανε το τάγμα των Φιλελλήνων υπό τον Ιταλό Δάνια,[2] από το πρώτο πεζικό σύνταγμα (την πρώτη μονάδα τακτικού στρατού που συγκροτήθηκε) υπό τον Ιταλό Ταρέλλα, από τη «Φάλαγγα των Επτανησίων» υπό τον Πανά, από δύναμη πυροβολικού από δύο κανόνια υπό τον Ελβετό Μπράντλι, και από μικρότερες ομάδες διαφόρων Ελλήνων οπλαρχηγών. Η τοποθεσία δίπλα στο χωριό Πέτα, όπου βρίσκονταν οι ελληνικές δυνάμεις, ήταν κατάλληλη, επειδή προστατευόταν από πολλές σειρές υψωμάτων. Η ελληνική παράταξη είχε την εξής διάταξη: Στην πρώτη γραμμή άμυνας, το δεξιό πλάγιο κατείχαν οι Επτανήσιοι, το κέντρο οι δυνάμεις του τακτικού στρατού και το αριστερό πλάγιο οι Φιλέλληνες. Στη δεύτερη γραμμή άμυνας (στη δεύτερη σειρά υψωμάτων) το δεξιό πλάγιο κατείχε ο περίφημος για την ανδρεία του, αλλά που λίγο τον εμπιστεύονταν, εξαιτίας των δεσμών του με τους Τούρκους, Γώγος Μπακόλας, μαζί με Έλληνες οπλαρχηγούς, το κέντρο ο Βαρνακιώτης και το αριστερό πλάγιο ο Μάρκος Μπότσαρης. Εφεδρεία ήταν οι οπλαρχηγοί Ίσκος και Γάτσος.
Στις 4 Ιουλίου η ελληνική δύναμη συγκρούστηκε με αριθμητικά ανώτερες δυνάμεις Τουρκαλβανών (8.000 άνδρες), που εξόρμησαν από την Άρτα υπό τον πασά της Άρτας Ισμαήλ Πλιάσα και τον Ρεσίτ πασά ή Κιουταχή. Τις πρώτες κατά μέτωπο επιθέσεις των Τούρκων οι Έλληνες και οι Φιλέλληνες της πρώτης γραμμής άμυνας τις απέκρουσαν όλες αν και ήταν ολιγάριθμοι και πολεμούσαν ακάλυπτοι (δηλαδή όχι ταμπουρωμένοι). Οι Τούρκοι όμως, που διέθεταν πολύ περισσότερες δυνάμεις, έκαναν κυκλωτική κίνηση κι από τις δυο πλευρές των ελληνικών παρατάξεων, που πέτυχε, ιδίως στο δεξί πλάγιο, εξαιτίας άστοχης ενέργειας του Μπακόλα, ο οποίος άφησε την τουρκική εμπροσθοφυλακή να περάσει με σκοπό να την κυκλώσει. Η εμφάνισή της όμως μπρος στους Έλληνες, οι οποίοι αγνοούσαν ότι επρόκειτο για ολιγάριθμο τμήμα, προκάλεσε ταραχή και σύγχυση, που την αύξησε η κραυγή: «Προδοσία! Προδοσία!». Βλέποντας την κατάσταση αυτή πήραν θάρρος και οι Τούρκοι που επιτίθονταν κατά μέτωπο, και ενώ είχαν ήδη αρχίσει να υποχωρούν, επανέλαβαν τις επιθέσεις τους με μεγαλύτερη τώρα λύσσα. Αυτό που ακολούθησε ήταν πραγματική πανωλεθρία.
Πρέπει να τονιστεί όμως η γενναιότητα των Φιλελλήνων και του τακτικού στρατού των Ελλήνων. Αυτοί σχημάτισαν τελικά το περίφημο «τετράγωνο» της τακτικής του Ναπολέοντα («μπαταγιόν καρέ») και έπεσαν μέχρι ενός. Σκοτώθηκαν οι Ιταλοί Δάνια και Ταρέλλα, ο Πολωνός Μιρζέφσκι, ο Γάλλος Μινιάκ κ.α. Ο Γερμανός Νόρμαν τραυματίστηκε και ανάγγειλε τη μεγάλη συμφορά στο Μαυροκορδάτο με την περίφημη φράση: «Πρίγκιπα, χάσαμε τα πάντα εκτός από την τιμή!».
Συνολικά κατά τη μάχη του Πέτα σκοτώθηκαν τα 2/3 των Φιλελλήνων, οι μισοί Επτανήσιοι και το 1/3 των δυνάμεων του τακτικού στρατού. Επίσης, μετά τη μάχη, σκοτώθηκαν κι οι αιχμάλωτοι, κατά τη συνήθεια των Τούρκων. Η συμφορά υπήρξε πολύ αισθητή. Μετά την καταστροφή στο Πέτα, ο Μαυροκορδάτος με τα λείψανα του στρατού αποσύρθηκε στο Μεσολόγγι, του οποίου άρχισε η πρώτη πολιορκία και η Στερεά Ελλάδα πέρασε σχεδόν ολόκληρη στην εξουσία των Τούρκων.Το γεγονός αυτό ανάγκασε τους Σουλιώτες, που ήταν πολιορκημένοι στην Κιάφα και στερούνταν τα τρόφιμα και τα πυρομαχικά, να συνθηκολογήσουν με τον Ομέρ Βρυώνη και να υπογράψουν στο αγγλικό προξενείο στην Πρέβεζα, στις 28 Ιουλίου 1822, συνθήκη παράδοσης της Κιάφας. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1822, επιβιβάστηκαν σε 27 πλοία με τη συνοδεία 2 αγγλικών πολεμικών και εγκαταλείψουν, αυτή τη φορά οριστικά οι περισσότεροι, τα εδάφη τους. Κατέπλευσαν στο λιμάνι της Άσσου στην Κεφαλληνιά, όπου αποβιβάστηκαν. Πολλοί έπειτα πήγαν από εκεί στην Κέρκυρα με τις οικογένειές τους, ενώ αρκετές από τις σπουδαιότερες φάρες των Σουλιωτών κατέφυγαν στο Μεσολόγγι, όπου βρισκόταν ο Μάρκος Μπότσαρης και αγωνίστηκαν στο πλευρό των άλλων Ελλήνων κατά την πολιορκία, και, μετά την Έξοδο, και σε άλλες πολεμικές συγκρούσεις, έως το τέλος της Επανάστασης. Το Σούλι εγκαταλείφτηκε οριστικά.
Υποσημειώσεις:
[1] Πολλές φορές οι τοπάρχες των Ιωαννίνων αναγκάζονταν να πληρώνουν φόρο σε διάφορες φάρες των Σουλιωτών για να διαφυλάξουν τις επαύλεις και τα χωράφια τους. Σοβαρές υπήρξαν οι συγκρούσεις των Σουλιωτών με τον Χατζή Αχμέτ το 1721, με τον Μουσταφά πασά το 1754 κ.α.
[2] Το τάγμα αυτό συνίστατο από δύο λόχους, από τους οποίους ο ένας αποτελείτο από Γερμανούς και Πολωνούς υπό τον Πολωνό Μιρζέφσκι, και ο άλλος από Γάλλους και Ιταλούς υπό τον Ελβετό Σεβαλιέ.
Μιχαήλ Παλαιοπάνος
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτο βιβλίο του Χριστόφορου Περραιβού "Ιστορία του Σουλίου και Πάργας" εκδόσεως 1957 υπό Φ.Καραμπίνη και Κ. Βάφα και στην σελίδα 129, αναφέρεται, τί είπε ο Πύλιος Γούσης στον στρατάρχην των Τούρκων, "Παραδώσατε, πασά μου, διακοσίους εμπειροπολέμους Τουρκαλβανούς υπό την οδηγίαν του Κίτζου Βότζαρη, αυτούς θέλει τους οδηγήσει ο ίδιος ταύτην την νύκτα από μονοπάτια, και αφύλακτα μέρη, θέλει τους εμβάσει (σελ 130) εις την οικίαν μου...... κλπ κλπ ". Δηλ λέει ότι ο Κίτσος Μπότσαρης ήταν προδότης για τους Σουλιώτες και δεν λέει ότι θα ήταν υπό τις οδηγίες του Βελή όπως ανωτέρω αναφέρεται.