28 Δεκ 2008

Σύγχρονα ορόσημα των Χριστουγέννων

Αν σκεφτούμε ότι το πρώτο χριστουγεννιάτικο δώρο αγοράστηκε το 1823, ότι το στολισμένο έλατο διαδόθηκε στην πατρίδα του το 1830 και ότι οι άγιες μέρες απέκτησαν το μαγικό τους «πνεύμα» το 1834, τότε ο 19ος αιώνας κατέχει χωρίς συζήτηση το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας της νεότερης ιστορίας των Χριστουγέννων. Και το τρίγωνο Αγγλία - Γερμανία - Αμερική, κατέχει τη γνώση της διάδοσής της στα πέρατα του κόσμου.

Ποιος στόλισε το πρώτο έλατο
Το τωρινό έμβλημα των Χριστουγέννων έχει βαθιά παγανιστικές ρίζες. Χάνονται σε εποχές που οι άνθρωποι κοσμούσαν τους τόπους λατρείας στους χειμωνιάτικους μήνες με κλαδιά από όλων των ειδών τα αειθαλή δέντρα.
Στολισμένο δέντρο εθεάθη δημόσια πρώτη φορά το Μεσαίωνα. Σ’ ένα από τα θαυματουργά μυστήρια/αναπαραστάσεις που γίνονταν την εποχή εκείνη, εμφανίστηκε ένα κλαδί από έλατο στολισμένο με μήλα. Το αειθαλές έλατο συμβόλιζε την αθανασία, τα κόκκινα μήλα το προπατορικό αμάρτημα και όλο μαζί τον κήπο της Εδέμ. Οι Ευρωπαίοι γοητεύθηκαν από το σκηνικό και το υιοθέτησαν σε διάφορες εκδοχές στα σπιτικά τους. Άζυμα ψωμάκια (πρώιμα πρόσφορα) και άλλες μορφές λιλιπούτειων αρτοσκευασμάτων άρχισαν να προστίθενται στα διακοσμητικά στοιχεία. Αυτά με το ζόρι θα μπορούσε κανείς να τα χαρακτηρίσει χριστουγεννιάτικα δέντρα. Δεν είχαν τίποτα να κάνουν με τη μυθοπλασία των Χριστουγέννων, με τις μπάλες και τα λαμπιόνια, όμως ήταν ένας προάγγελος για το διακοσμητικό τους μέλλον.
Στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, ο θρύλος θέλει εμπνευστή του πρώτου χριστουγεννιάτικου δέντρου τον Martin Luther King. Ένα βράδυ παραμονής Χριστουγέννων, καθώς γύριζε - λέει - στο σπίτι του, είδε το χειμωνιάτικο ξάστερο ουρανό και το παιχνίδισμα που έκανε το ασημένιο φως των αστεριών στα νοτισμένα από την υγρασία δέντρα και μαγεύτηκε. Φτάνοντας στο σπίτι του, βάλθηκε να αναπαραστήσει τη μαγευτική εικόνα για χάρη των παιδιών του, προσθέτοντας στα κλαδιά του οικογενειακού δέντρου αναμμένα κεράκια.
Ιστορικά πάντως σαν έθιμο το χριστουγεννιάτικο δέντρο ανήκει στη λουθηριανή παράδοση. Συναντιέται για πρώτη φορά επίσημα στο Στρασβούργο, στις αρχές του 17ου αιώνα. Αργεί να επεκταθεί, γιατί οι θρησκευτικές καταβολές του έκαναν τους Καθολικούς καχύποπτους απέναντί του, αποκλείοντας έτσι την υιοθέτησή του από το μεγαλύτερο μέρος της γερμανικής περιφέρειας. Μόλις το 1830 το χριστουγεννιάτικο δέντρο μπόρεσε να γίνει επίσημο έθιμο της πραγματικής του πατρίδας, της Γερμανίας. Και από εκεί να επεκταθεί στη χριστουγεννιάτικη Ευρώπη και στην Αμερική από Γερμανούς μετανάστες.

Ένα χριστουγεννιάτικο δώρο για το 1823
Όχι! Οι ρίζες των μακροσκελών καταλόγων δώρων που φτιάχνουμε σήμερα δεν εμπνέονται από τη σμύρνα, το χρυσό και το λιβάνι που χάρισαν οι μάγοι στο βρέφος της Βηθλεέμ. Η ανθρωπότητα βέβαια πάντα αντάλλαζε δώρα με χίλιες δυο αφορμές, αλλά η διαφορά έγκειται στο ότι αντάλλαζε αυτά που ήδη είχε, δεν αγόραζε για να χαρίσει.
Η τρέλα των χριστουγεννιάτικων αγορών αντλεί την καταγωγή της από την τρέλα των gifts books, που κυριάρχησε σε Αγγλία και Ηνωμένες Πολιτείες στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Ποτέ πριν την έκδοση αυτών των επετειακών/εποχικών βιβλίων, η προσφορά δώρων τα Χριστούγεννα δεν είχε τον επιτακτικό χαρακτήρα που έχει πλέον.
Τα gifts books ήταν μικρά βιβλιαράκια που κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά για να απαντήσουν στην ανάγκη των κυρίων για ένα χριστουγεννιάτικο αναμνηστικό προς τις κυρίες, ως ένδειξη των λεπτών τους αισθημάτων. Σε ελαφρύ λογοτεχνικό ύφος, αποτελούνταν από μικρές ρομαντικές ιστορίες, κείμενα για τον έρωτα και άλλα πράγματα, ποιήματα για την αιώνια αγάπη... Το πρώτο από αυτά τα βιβλία κυκλοφόρησε στην Αγγλία ακολουθώντας το γαλλογερμανικό μοντέλο. Είχε τίτλο «Μη με ξεχνάς: Ένα χριστουγεννιάτικο και πρωτοχρονιάτικο δώρο για το 1823».
Η επιτυχία ήταν τεράστια. Τα επόμενα χρόνια ακολούθησε σειρά από «Μη με ξεχνάς» βιβλιαράκια, που με τη σειρά της γέννησε την ανταγωνίστρια σειρά «Προσφορά φιλίας: Ένα χριστουγεννιάτικο ή πρωτοχρονιάτικο δώρο για το 1824».
Οι Αμερικανοί εκδότες άργησαν να πιάσουν την ιδέα, αλλά όταν τα κατάφεραν, της έδωσαν να καταλάβει. Ενώ το 1831 κυκλοφόρησαν συνολικά 69 gifts books, τα 55 στην Αγγλία και τα 14 στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 1840 τα αμερικανικά βιβλιαράκια είχαν αφήσει σε ποσότητα πολύ πίσω τους Άγγλους. Ήταν δερματόδετα κι εξαιρετικά καλαίσθητα, με μια κενή πρώτη σελίδα που περίμενε το πενάκι του δωρητή να γράψει την προσωπική ευχή ή αφιέρωση. Η εικονογράφηση (κυρίως λεπτοδουλεμένες γκραβούρες) ήταν πάντα υψηλής ποιότητας και είχε την υπογραφή των πιο διάσημων ονομάτων της εποχής: Thomas Sully, Sir Thomas Lawrence, Asher Durand, William Blake. Τα βιβλιαράκια σύντομα μετατράπηκαν σε σύμβολα κοινωνικής θέσης. Έβγαιναν κάθε χρόνο όλο και περισσότερα, οι ανάγκες για υλικό ανώτερου επιπέδου αυξάνονταν, οι πωλήσεις άγγιζαν τα όρια της μαζικής τρέλας. Το αποτέλεσμα ήταν η ασύστολη κλοπή περιεχομένου των αγγλικών εκδόσεων από μέρους των Αμερικανών, μέχρι που ο Αμερικανικός Εμφύλιος έβαλε μια τελεία στην παράνοια και στην επιτυχημένη εμπορική δραστηριότητα που τη συντηρούσε.
Όμως η επιρροή των gifts books κράτησε για πάντα. Μέχρι την εμφάνισή τους η προσφορά χριστουγεννιάτικων δώρων δεν ήταν υποχρεωτική, ούτε καν προς τα παιδιά. Και ξαφνικά το να χαρίζεις χριστουγεννιάτικα δώρα, έστω και με τη μορφή βιβλίων, έγινε η απόλυτη επιταγή. Από την «Επίσκεψη του Santa Claus» του Clement Clarke Moore (άλλο ένα gift book ορόσημο) και έπειτα δεν υπήρξε παιδάκι που να μην περιμένει τέτοιες μέρες το δώρο του, αλλά ούτε και γονιός που να μην του το πάρει.

Το ορόσημο των «Christmas Carols»
Αν στους Γερμανούς και στους Αμερικανούς πιστώνονται τα παγκόσμια σύμβολα του χριστουγεννιάτικου έλατου και της αγοράς δώρων, για το «Πνεύμα των Χριστουγέννων» θα πρέπει να υποκλιθούμε στους Άγγλους. Χωρίς το ομότιτλο έργο του Charles Dickens, η πίστη μας στο θαύμα των ημερών θα ήταν θολή και ασαφής, χωρίς περίγραμμα. Επιπλέον θα είχαμε χάσει τον πιο δημοφιλή αντιήρωα των ημερών: τον Εμπενέζερ Σκρούτζ.
Πάμε πάλι πίσω, εκεί στα μισά του 19ου αιώνα, που δημιουργήθηκαν τα νεώτερα ορόσημα των Χριστουγέννων. Η Αγγλία υποφέρει από δραματικές οικονομικές αντιθέσεις, το χάσμα μεταξύ των χιλιάδων φτωχών και των ελάχιστων πλουσίων είναι τερατώδες. Ο συγγραφέας Charles Dickens, προσπαθώντας στα έργα του να απαλύνει τη σκληρή καθημερινότητα του κόσμου, καταφεύγει στο παρελθόν. Ζωντανεύει μνήμες «παλιού, καλού καιρού», πλέκει καθημερινότητες με ξεχασμένες παραδόσεις, εξυφαίνει ιστορίες γεμάτες συναισθήματα αγάπης και συμπόνιας με πρωταγωνιστές «ανθρώπους που παραμένουν άνθρωποι». Σε πείσμα της ζοφερής πραγματικότητας, ο συγγραφέας ορθώνει εποχές που ακόμη συνέβαιναν θαύματα και ζούσαν πνεύματα ικανά να κάνουν τους κακούς καλούς με μια τους επίσκεψη.
Στις 19 Νοεμβρίου του 1843 μια μικρή εφημερίδα προαναγγέλλει την επερχόμενη έκδοση μιας τέτοιας ιστορίας: το «Christmas Carols». Στις 25 του ίδιου μήνα κυκλοφορούν 10 αντίτυπα χέρι - χέρι μεταξύ γνωστών. Στις 17 Δεκεμβρίου το βιβλίο κυκλοφορεί επίσημα. Ξεπουλάει μέχρι τα Χριστούγεννα. Ο κόσμος το λατρεύει και πιέζει για επανεκτυπώσεις. Οι εκδότες, προσπαθώντας να ανταποκριθούν, τυπώνουν ό,τι βρουν χρησιμοποιώντας ακόμα και δοκιμαστικά προσχέδια. Γι’ αυτό το βιβλίο κυκλοφορεί ταυτόχρονα με δυο διαφορετικά εξώφυλλα: αλλού είναι πράσινο και κόκκινο κι αλλού κόκκινο και μπλε με κίτρινο φινίρισμα.
Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, το «Christmas Carols» (ή «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» ή «Το πνεύμα των Χριστουγέννων») θα γνωρίσει αμέτρητο αριθμό επανεκδόσεων σε εκατοντάδες γλώσσες. Ο Dickens όμως δε θα πάρει ποτέ χρήματα για τα πνευματικά δικαιώματα του έργου του. Δεν είχε φροντίσει να υπογράψει συμβόλαιο... Από τη Φιλαδέλφεια στη Νέα Υόρκη και από εκεί στο Λονδίνο και στη Λειψία, η πειρατεία των «Carols» δεν είχε τελειωμό. Θεατρικές παραστάσεις ανέβαιναν με τιμές και δόξες στο Λονδίνο ακολουθώντας λαθραίες εκδόσεις, βασισμένες πάντα στην ίδια συγκινητική ιστορία. Ο κόσμος δε λέει να χορτάσει τη μαγεία της και δε βαριέται να βλέπει τον θλιβερό και μίζερο γεροτσιγκούνη Εμπενέζερ Σκρούτζ να μετατρέπεται μετά την επίσκεψη του Πνεύματος των Χριστουγέννων στον πιο γλυκό, καλοσυνάτο και γενναιόδωρο παππούλη του κόσμου.
Ακόμα και σήμερα, στην εποχή της σούπερ εμπορευματοποίησης της γιορτής, η ίδια η τηλεόραση θα στριμώξει πάντα μέσα στο πρόγραμμά της μια από τις άπειρες διασκευές του μικρού διαμαντιού του Dickens... ξοδεύοντας τον πολύτιμο διαφημιστικό της χρόνο.

Ο θρύλος του Santa Claus
Αλλού βαστάει πένα και χαρτί, αλλού γίνεται περιοδικό ο ίδιος, αλλού σκαρώνει παιχνίδια με τα ξωτικά του, σκαρφαλώνει σε καμινάδες και παραχώνει δώρα σε κάλτσες φωνάζοντας «χο, χο, χο». Ο άγιος, εμπορικό σήμα, των Χριστουγέννων έχει τη δική του μαγική ιστορία πίστης, προσφοράς και... εμπορικότητας.
Φυσικά, ο «Μέγας Βασίλειος», ο άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δεν έχει καμιά σχέση με τον Santa Claus: ο ορθόδοξος άγιος υπήρξε άγιος των γραμμάτων, μέγας Πατέρας της Εκκλησίας, Επίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας. Ήταν λεπτός, ασκητικός, μάλλον ασθενικός, μελαχρινός, με σκούρα μαλλιά και δεν μοίραζε δώρα στα παιδιά. Μοίραζε αγάπη και γνώση, ήταν φιλάνθρωπος και ελεήμονας. Λέγεται ότι στη μεγάλη πείνα του 368 ίδρυσε ένα ολόκληρο συγκρότημα από φιλανθρωπικά ιδρύματα, μια πραγματική νέα πόλη, προς τιμή του ονομάστηκε Βασιλειάδα. Πέθανε στις 31 Δεκεμβρίου του 378, σκορπώντας μεγάλη και αφόρητη θλίψη στο ποίμνιό του και σε ολόκληρο τον ορθόδοξο Ελληνισμό, που γιορτάζει τη μνήμη του κάθε Πρωτοχρονιά.

Ο Άγιος Νικόλαος ταξιδεύει...
Ο Santa Claus δεν είναι άλλος από τον «δικό» μας άγιο Νικόλαο, «μετεξελιγμένο» και αναμεμειγμένο με ήρωες, μύθους και θρύλους από τη βόρεια Ευρώπη. Ο άγιος Νικόλαος γεννήθηκε το 280 μ.Χ. στα Πάταρα της Λυκίας, από γονείς ευσεβείς και πλούσιους. Τους έχασε σε ηλικία 13 ετών εξαιτίας λοιμού και έγινε κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας, την οποία διέθετε για να ανακουφίζει τους φτωχούς, τις χήρες και τα ορφανά. Νεότατος, έγινε επίσκοπος στη Μύρα, αφού απέκτησε ιδιαίτερη φήμη. Πέθανε το 330 ή 333 μ.Χ. (το 342 μ.Χ. σύμφωνα με την Καθολική Εκκλησία), όμως η φήμη του «θαυματουργού» άγιου εξαπλώθηκε στη Δύση, ιδιαίτερα μεταξύ των ναυτικών. Το 1087 Ιταλοί ναυτικοί έκλεψαν το λείψανο του Νικολάου από τον τάφο του στη Μύρα, για να το προστατεύσουν από τους πειρατές, και το μετέφεραν στο Μπάρι, με μεγάλες τιμές. Αργότερα, γράφτηκε πως εκείνη την ημέρα θεραπεύτηκαν 47 άνθρωποι.
Μαζί με τα λείψανα του αγίου «ταξίδεψαν» στη Δύση και οι θρύλοι που τον συνόδευαν. Σύμφωνα με έναν από αυτούς, κάποιος έμπορος από τα Πάταρα είχε χάσει την περιουσία του και δεν μπορούσε να θρέψει την οικογένειά του.
Οι τρεις κόρες του, για να βγάλουν την οικογένεια από τη δύσκολη θέση, αποφάσισαν να ρίξουν κλήρο. Όποια κληρωνόταν, θα γινόταν πόρνη για να μαζέψει χρήματα για την προίκα των άλλων. Ο κλήρος έπεσε στη μεγαλύτερη. Ο Νικόλαος μαθαίνοντας την τραγική αυτή ιστορία, θέλησε να βοηθήσει την οικογένεια. Έτσι, μια νύχτα που όλοι κοιμούνταν, σκαρφάλωσε στη στέγη και έριξε μικρά πουγκιά με χρυσό από την καμινάδα, τα οποία «προσγειώθηκαν» μέσα στις βρεγμένες κάλτσες των κοριτσιών που ήταν κρεμασμένες στο τζάκι για να στεγνώσουν. Έτσι προέκυψε το έθιμο να μπαίνουν τα δώρα των Χριστουγέννων σε κάλτσες κρεμασμένες στο τζάκι.
Με τον ίδιο τρόπο, ο θρύλος του προστάτη των ναυτικών και των παιδιών έγινε αιτία να εμφανιστεί το έθιμο προσφοράς δώρων (που ήταν πιο πολύ κεράσματα, χριστουγεννιάτικα φρούτα, μήλα, πορτοκάλια, καρύδια και γλυκά) στα παιδιά την ημέρα της μνήμης του, στις 6 Δεκεμβρίου. Από εκεί ξεπήδησε και ο «Santa Claus» (παράφραση του Saint Nicholas), ενώ το έθιμο της ανταλλαγής δώρων συνδέθηκε σιγά-σιγά με τα Χριστούγεννα. Μέχρι τότε, ο άγιος απεικονιζόταν με γκρίζα ή μαυριδερή γενειάδα, να πετάει στον ουρανό πάνω σ’ ένα λευκό άλογο.
Τα χρόνια της Μεταρρύθμισης και της Διαμαρτύρησης, η λατρεία των Καθολικών αγίων περιορίστηκε και χλευάστηκε. Στις Κάτω Χώρες όμως και ιδίως στην Ολλανδία, ο Sinter Klaas (Saint Nicholas) εξακολουθούσε να λατρεύεται από τους Διαμαρτυρομένους ως προστάτης των ναυτικών, των εμπόρων και των παιδιών. Οι Ολλανδοί μετέφεραν τη φήμη του αγίου στο Άμστερνταμ, όπου τον «συγχώνευσαν» με έναν δικό τους, παγανιστικό τοπικό ήρωα του χειμώνα, τον Wooden, γερμανικής προέλευσης. Σ’ αυτήν την εκδοχή του ο Αϊ Βασίλης έχει λευκή γενειάδα, φτάνει με πλοίο από την Ισπανία, έχει μαζί του έναν Μαυριτανό βοηθό, τον Zwart Piet (Μαύρο Πίτ) που βάζει στο σάκο του τα κακά παιδιά και γυρίζει τη χώρα, καβάλα στο άσπρο άλογό του.

Ο Irving και το «St. Nicolas Magazine»
Το 1626 Ολλανδοί Καλβινιστές, μεταναστεύοντας στην Αμερική, πήραν μαζί τους και την εικόνα του αγίου Νικολάου (Sinter Klaas). Στο Νέο Άμστερνταμ (που αργότερα θα ονομαζόταν Νέα Υόρκη) ο Sinter Klaas παρέμεινε στα αζήτητα, ώσπου το 1773 εμφανίστηκε για πρώτη φορά το όνομα Santa Claus. Το πρόσωπο που ανασκεύασε τον θρύλο ήταν ο Αμερικανός λαϊκός συγγραφέας Washington Irving. Γράφοντας την ιστορία της Νέας Υόρκης για λογαριασμό του Ιστορικού Συλλόγου της Νέας Υόρκης, που θεωρούσε τον «Saint Nicholas» προστάτη της πόλης, ο Irving δανείστηκε στοιχεία από την ολλανδική εκδοχή του αγίου Νικολάου και τον περιέγραψε σαν πολεμιστή άγιο, προστάτη των Αμερικανών επαναστατών, να έρχεται πάνω σ’ ένα άλογο (χωρίς βοηθούς) και να μοιράζει δώρα.
Το Νοέμβριο του 1873 κάνει την εμφάνισή του στην Αμερική το «St. Nicolas Magazine», με άλλα λόγια το περιοδικό του Αϊ Βασίλη. Ακολουθώντας τα εικαστικά και συγγραφικά πρότυπα της βικτωριανής παιδικής λογοτεχνίας, που ανθούσε στη Μεγάλη Βρετανία, το περιοδικό είχε ως αντικείμενο τη «διάπλαση των παίδων», αλλά σε μια λιγότερο ηθικοπλαστική βάση σε σχέση με τον... ανταγωνιστή του, το «The Youths Companion», που εκδιδόταν ήδη από το 1827. Εκδότης του ήταν ο Charles Scribner, αλά το περιοδικό εξελίχτηκε σε αληθινό «διαμαντάκι» όταν το 1881 ξανασχεδιάστηκε από την Charles Scribner’s Sons. Από τις σελίδες του παρέλασαν οι πιο διάσημοι συγγραφείς παιδικών βιβλίων και πιο φημισμένοι εικονογράφοι: από τον Ellis Parker Butler και τον Norman Rockwell μέχρι τον Livingston Hopkins, τον Norman Price και τον George T. Tobin. Πολλά από τα «κλασικά κι αγαπημένα» των παιδιών φιλοξενήθηκαν ως σειρές στο «St. Nicolas Magazine», μεταξύ των οποίων «Το βιβλίο της ζούγκλας» του Kipling. Το περιοδικό συνέχισε να βγαίνει μέχρι το 1941, σχεδόν 60 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση.

Ίσως η φαεινότερη διαφημιστική ιδέα...
Το Δεκέμβριο του 1823, όλα άλλαξαν με το χριστουγεννιάτικο ποιηματάκι που έγινε γρήγορα πολύ δημοφιλές, το «Η Επίσκεψη του αγίου Νικολάου», πιο γνωστό ως «Η νύχτα πριν από τα Χριστούγεννα» (The Night Before Christmas), του Clement Clarke Moore. Το ποίημα «λανσάρει» έναν Αϊ Βασίλη - ξωτικό, που κυκλοφορεί με έλκηθρο, που το σέρνουν ελάφια και μπαίνει στα σπίτια μας από τις καμινάδες, για να μοιράσει γλυκά και παιχνίδια στα φρόνιμα παιδιά. Η σύγχρονη αμερικανική εκδοχή του Santa Claus ήταν πια γεγονός. Τι λείπει; Η εικόνα της. Ένας συνδυασμός διαφήμισης, ταλέντου και καλού μάρκετινγκ δίνει την απόλυτη λύση: εκείνη του ροδομάγουλου γεράκου με τον κόκκινο σκούφο και την άσπρη γενειάδα.
Το 1931, ο καλλιτέχνης Haddon Sundblom, πήρε εντολή από την Coca Cola να σχεδιάσει τη χριστουγεννιάτικη διαφημιστική καμπάνια της εταιρείας με πρωταγωνιστή τον άγιο των Χριστουγέννων, τον Saint Nicholas. Ο Sundblom είχε την ιδέα να προβάλει μια πιο ανθρώπινη, ζεστή και οικεία εικόνα του αγίου. Γι’ αυτό, αντί για το λεπτοκαμωμένο και μάλλον ασκητικό πρότυπο, επέλεξε για μοντέλο έναν φίλο του συνταξιούχο έμπορο, τον Lou Prentice, και σχεδίασε έναν Santa ψηλό, κοιλαρά, γλυκό, καλοσυνάτο και ροδομάγουλο, με κόκκινο κουστούμι και σκούφο, ίσως η φαεινότερη ιδέα στην ιστορία της διαφήμισης.
Στο τέλος της δεκαετίας του ’40 ο Prentice πέθανε και ο Sundblom χρησιμοποίησε πλέον τον εαυτό του και την οικογένειά του σαν μοντέλα, για να προσθέσει στη μορφή του Santa και άλλα στοιχεία. Στα επόμενα 40 πορτρέτα - παραλλαγές του αγίου που φιλοτέχνησε ως το 1964, εμφανίζεται η γυναίκα του Elizabeth ως Mrs Claus, καθώς και οι τρεις κόρες του, τα 15 εγγόνια του, οι γείτονες και οι φίλοι του, άλλοτε ως βοηθοί του Santa Claus και άλλοτε ως μέλη των οικογενειών που τον περιμένουν τη νύχτα των Χριστουγέννων. Ο Sundblom πέθανε το 1976, ζωγραφίζοντας έναν Χριστό. Σχεδόν 30 χρόνια αργότερα (και 80 χρόνια μετά το ντεμπούτο της) η εικόνα του χοντρούλη, χαμογελαστού παππού με τον κόκκινο σκούφο, που δημιούργησε ένας Αμερικανο-Σουηδός ζωγράφος για ένα αναψυκτικό, είναι πια, παγκόσμια, η ίδια η ιδέα των Χριστουγέννων...

Πηγή: Εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»

Δεν υπάρχουν σχόλια: