26 Σεπ 2008

Άλμπρεχτ Ντύρερ

Ο άνθρωπος των ΜΜΕ την εποχή της Μεταρρύθμισης
Ο 16ος αιώνας στην Ευρώπη χαρακτηρίζεται από τη Μεταρρύθμιση στη θεολογία και στη δογματική αναζήτηση. Αλλά η εποχή αυτή ήταν επίσης κι ένα σημείο καμπής στην ιστορία των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας. Λόγω της ανακάλυψης της τυπογραφίας έγινε δυνατή η γρήγορη και μαζική κυκλοφορία των ιδεών. Η τυπογραφία χρησιμοποιήθηκε κυρίως για την εκτύπωση κειμένων. Σύντομα όμως διαπιστώθηκε ότι και οι εικόνες μπορούσαν να τυπωθούν, και οι τυπωμένες εικόνες ασκούσανε μεγάλη επιρροή στη διαμόρφωση των συνειδήσεων. Αυτός που βοήθησε στη διάδοση και μαζική κυκλοφορία εικόνων μέσω του Τύπου ήταν ο Άλμπρεχτ Ντύρερ, ένας Γερμανός σύγχρονος του Μαρτίνου Λούθηρου κι ένθερμος οπαδός του.
Ο Άλμπρεχτ Ντύρερ, ο νεότερος, γεννήθηκε το 1471. Ήταν το τρίτο από τα 18 παιδιά της οικογένειας και ο μεγαλύτερος γιος. Ο πατέρας του, που λεγόταν επίσης Άλμπρεχτ, ήταν χρυσοχόος στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας. Δούλεψε σκληρά για να ζήσει τη μεγάλη του οικογένεια, αλλά αντιμετώπισε πολλές δοκιμασίες και δυσκολίες. Μόνο τρία από τα 18 παιδιά του έφτασαν μέχρι την ενηλικίωση. Ήταν τίμιο άτομο κι έγινε ο επίσημος εκτιμητής της καθαρότητας και της αξίας των πολύτιμων μετάλλων στη Νυρεμβέργη. Ο Άλμπρεχτ έγραψε: «Ο πατέρας μου κέρδισε τον έπαινο όλων όσων τον γνώριζαν, γιατί έζησε μια έντιμη χριστιανική ζωή, ήταν ταπεινός, ήρεμος, ειρηνικός προς όλους και πολύ ευγνώμων προς το Θεό. Ήταν επίσης λακωνικός και θεοσεβής άνθρωπος. Αυτός ο άνθρωπος, ο αγαπημένος μου πατέρας, ήταν πολύ προσεκτικός στην ανατροφή των παιδιών του και αγωνίστηκε να τα οδηγήσει στον άγιο Θεό».
Ο νεαρός Άλμπρεχτ ήταν μαθητευόμενος στο κατάστημα του πατέρα του, αλλά η πραγματική του επιθυμία ήταν να γίνει καλλιτέχνης. Αναγνωρίζοντας τα ταλέντα του γιου του, ο πατέρας του τον έστειλε στα 15 του χρόνια για να μαθητεύσει στο εργαστήριο του ζωγράφου Μίκαελ Βόλγκεμουτ, στη Νυρεμβέργη. Εδώ ο Άλμπρεχτ έλαβε τις βασικές γνώσεις στη μίξη των χρωμάτων και των μελανιών, στην προετοιμασία των πινάκων ζωγραφικής και στη σύνθεση μεγάλης κλίμακας εργασιών. Έμαθε επίσης τη τέχνη της ξυλογραφίας. Ο Βόλγκεμουτ ήταν ο πρώτος Γερμανός ζωγράφος που σχεδίαζε ξυλογραφίες, για να διακοσμήσουν τα βιβλία που εκδίδονταν με τη νέα μέθοδο της τυπογραφίας. Ο νονός του Άλμπρεχτ, ο Άντον Κόμπεργκερ, ήταν τυπογράφος και έτσι ο Άλμπρεχτ εξοικειώθηκε από νωρίς με τη νέα τυπογραφική τεχνολογία.

Η εκπαίδευση ενός δημιουργικού καλλιτέχνη
Μόλις ολοκλήρωσε τη μαθητεία του, ο Άλμπρεχτ πέρασε δυο χρόνια ταξιδεύοντας σαν καλλιτέχνης σε όλη τη Γερμανία και ήρθε σε επαφή με άλλους διαπρεπείς συναδέλφους του. Στο Μάιντς, όπου ακριβώς 35 χρόνια πριν ο Ιωάννης Γουτεμβέργιος είχε εφεύρει την τυπογραφία, ο Άλμπρεχτ γνωρίστηκε με τον Έρχαρντ Ρόυβιχ, τον πρώτο καλλιτέχνη που ήταν και εκδότης. Ο Ρόυβιχ είχε ταξιδέψει στους Αγίους Τόπους και είχε μια πλήρη σειρά σκίτσων που απεικόνιζαν την αρχιτεκτονική, τα κουστούμια, το τοπίο, τη χλωρίδα και την πανίδα των Αγίων Τόπων. Στην εργασία αυτή ο Άλμπρεχτ βρήκε μια διαφορετική καλλιτεχνική προσέγγιση της φύσης και συνειδητοποίησε τη μοναδική χρησιμότητα του εικονογραφημένου βιβλίου. Ο Ρόυβιχ, που είχε μείνει για μικρό χρονικό διάστημα στη Βενετία, είχε εντρυφήσει στις τεχνοτροπίες των Ιταλών καλλιτεχνών. Ο Άλμπρεχτ αντελήφθη ότι έπρεπε να μελετήσει τις σημαντικές τεχνικές των Ιταλών και σχεδίασε να ταξιδέψει στη Βενετία, αλλά ο πατέρας του τον κάλεσε πίσω για να παντρευτεί.

Ένας τακτοποιημένος γάμος
Το 1494 ο Ντύρερ παντρεύτηκε την Άγκνες Φρέυ, η οποία προικοδοτήθηκε με 200 φλορίνια. Ο πατέρας της νύφης, Χανς Φρέυ, ήταν βιοτέχνης, δούλευε τον ορείχαλκο και σφυρηλατούσε το χαλκό. Δεν υπήρχε πολύ ρομαντισμός μεταξύ της Άγκνες και του Άλμπρεχτ, αν και φαίνεται να είχαν αναπτύξει μια καλή σχέση. Δεν απέκτησαν παιδιά.
Αμέσως μετά το γάμο του, ο Άλμπρεχτ πήγε στη Βενετία για να πάρει μαθήματα από τους Ιταλούς καλλιτέχνες της Αναγέννησης. Για πρώτη φορά εξοικειώθηκε με την κλασσική τέχνη και άρχισε να μελετά τις θεωρίες της αναλογίας και της προοπτικής.
Ο Ντύρερ ενθαρρύνθηκε στις καλλιτεχνικές του μελέτες από δυο ηγέτες της Νυρεμβέργης, που ήταν πρόθυμοι να μεταφυτεύσουν τα ιταλικά ιδανικά της Αναγέννησης στη Γερμανία, τον Βίλιμπαλντ Πιρκχάιμερ και τον Κόνραντ Κέλτις. Και οι δυο ενδιαφέρθηκαν για τους αρχαίους κλασικούς και τη νέα επιστημονική έρευνα, έχοντας το όνειρο μιας γερμανικής πολιτιστικής Αναγέννησης. Ο Άλμπρεχτ Ντύρερ θα αναλάμβανε την εκπλήρωση του ονείρου τους.

Ο καλλιτέχνης τραβά το δρόμο του
Όταν ο Ντύρερ επέστρεψε στη Νυρεμβέργη το 1495, άνοιξε κατάστημα κι άρχισε σταδιακά να δημιουργεί από το μηδέν ένα απόθεμα χαρακτικών και ξυλογραφιών για πώληση. Αν και ο Ντύρερ ήταν ένας καλλιτέχνης που θα μπορούσε να εργαστεί με ποικίλα μέσα, συνειδητοποίησε ότι οι ξυλογραφίες και τα χαρακτικά θα καταστούσαν την τέχνη προσιτή στο ευρύτερο κοινό. Μίσθωσε έναν πράκτορα που θα μπορούσε να πουλήσει ένα έντυπο υλικό του στις εκθέσεις και τις αγορές της Ευρώπης. Αντίθετα από πολλούς άλλους καλλιτέχνες, ο Ντύρερ δεν εξαρτήθηκε από προστάτες που απαιτούσαν συγκεκριμένες εργασίες, αλλά ήταν ελεύθερος να δημιουργήσει την τέχνη της επιλογής του και να την πουλήσει στο κοινό.

Διδάσκοντας θεολογία μέσω της τέχνης
Η πρώτη σημαντική εργασία του Ντύρερ ήταν «Η Αποκάλυψη», μια σειρά μεγάλων τυπωμένων εικόνων εμπνευσμένων από το βιβλίο της Αποκάλυψης με το κείμενο στην πίσω πλευρά. Για να το πετύχει αυτό, χρησιμοποίησε μεγάλα μπλοκ σκληρού ξύλου που τα έκοψε σε μέγεθος σελίδας, πολλές φορές μεγαλύτερα από τα μπλοκ που χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε. Οι μεγάλες του απεικονίσεις ήταν λεπτομερείς και γεμάτες από δυναμισμό και ενέργεια. Το έργο του «Οι τέσσερις ιππείς της Αποκάλυψης» δεν έχει ξεπεραστεί μέχρι σήμερα. Τη σειρά της Αποκάλυψης ακολούθησαν οι σειρές ξυλογραφιών: «Η ζωή της Μαρίας», «Το μεγάλο Πάθος του Χριστού» και το «Μικρό Πάθος». Οι απεικονίσεις αυτές σχεδιάστηκαν για να χρησιμοποιηθούν από τους δασκάλους και τον κλήρο, αλλά πέρα από την εκπαιδευτική λειτουργία τους, θα μπορούσαν επίσης να είναι σημαντικά εργαλεία για τους χριστιανούς λαϊκούς.
Οι σειρά ξυλογραφιών «Το μεγάλο Πάθος» πήρε το όνομά της εξαιτίας του μεγέθους των ξυλογραφιών (39Χ28 cm). Ολόκληρος ο κύκλος των ξυλογραφιών αποτελείται από 12 κομμάτια. Εμφανίστηκαν για πρώτη φορά κατά την κυκλοφορία τους το 1511. Στην πρώτη σελίδα υπήρχε ο τίτλος κι ένα ποίημα του Βενεδικτίνου θεολόγου και φίλου τού Βίλιμπαλντ Πιρκχάιμερ, Βενέδικτου Χελιδόνιους, που πέθανε το 1521. Οι πρώτες επτά ξυλογραφίες δημιουργήθηκαν μεταξύ 1497 και 1500. Η πλήρης έκδοση σε μορφή βιβλίο κυκλοφόρησε το 1511. Οι εικόνες διακρίνονται για τις δυνατές συγκινήσεις, το νατουραλισμό τους και την ανθρώπινη προσέγγιση του θέματος, αποστασιοποιούμενος από τις πρόσφατες γοτθικής τεχνοτροπίας απεικονίσεις του Θείου Πάθους. Ο Ντύρερ θεώρησε το Θείον Πάθος ως το πλέον σημαντικό και άξιου σεβασμού θέμα που πρέπει να αναπαρασταθεί στην εικονογραφική τέχνη. Το απεικόνισε σε πέντε διαφορετικές επανεκδόσεις. Μια έκτη έκδοση παρέμεινε ατελής λόγω του θανάτου του.
Ο Ντύρερ θεωρούσε ότι η Τέχνη έχει τις ρίζες της στη φύση και οι εργασίες του έδωσαν μεγάλη προσοχή στο ρεαλισμό και στην αναπαράσταση των λεπτομερειών. Αναγνώριζε ότι το καλλιτεχνικό του ταλέντο ήταν δώρο από τον Θεό, και έθεσε στον εαυτό του ψηλά το όριο της καλλιτεχνικής του απόδοσης, έτσι ώστε η εργασία του να μπορεί να δοξάζει τον Δημιουργό του. Ο Ντύρερ έκανε πολλές προσωπογραφίες διάσημων ανδρών της εποχής του, καθώς και του ανθρωπιστή Έρασμου και του Αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού Α'.
Μια από τις πρώιμες προσωπογραφίες ήταν κι αυτή του Φρειδερίκου του Σοφού, εκλέκτορα της Σαξονίας. Ο Φρειδερίκος είχε ιδρύσει το Πανεπιστήμιο της Βιτεμβέργης, για να ενθαρρύνει τη χριστιανική κλασική εκπαίδευση. Ο Μαρτίνος Λούθηρος έγινε καθηγητής της Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο αυτό και άσκησε μεγάλη επίδραση στον Άλμπρεχτ Ντύρερ. Ο ίδιος και αρκετοί από τους φίλους του, στο Συμβούλιο της πόλης της Νυρεμβέργης, είχαν αρχίσει να παρακολουθούν τη Θεία Λειτουργία στην Αυγουστινιανική Εκκλησία. Αρκετές φορές ο Γιόχαν φον Στάουπιτς, γενικός Βικάριος της γερμανικής κοινότητας των Αυγουστινιανών και μέντορας του Λούθηρου, έδωσε σειρά κηρυγμάτων στην Εκκλησία αυτή. Ο Ντύρερ και οι σύντροφοί του συγκινήθηκαν βαθιά, δεδομένου ότι τόσο ο Λούθηρος, όσο και ο Στάουπιτς έδιναν έμφαση στο ότι το αίμα του Χριστού ήταν το μόνο μέσο συγχώρησης από την αμαρτία.
Όταν ο Ντύρερ επέστρεψε στη Νυρεμβέργη, αφιέρωσε σχεδόν όλη την εργασία του σε Βιβλικά θέματα. Το 1525 η Νυρεμβέργη έγινε προπύργιο των Προτεσταντών. Το επόμενο έτος ο Ντύρερ έκανε δώρο στο Συμβούλιο της πόλης της Νυρεμβέργης το έργο: «Οι τέσσερις Άγιοι Άνδρες», ο Ιωάννης, ο Πέτρος, ο Μάρκος και ο Παύλος. Κάτω από το ζωγραφικό αυτό έργο έγραψε: «Όλοι οι κοσμικοί κυβερνήτες, σε αυτούς τους επικίνδυνους καιρούς, πρέπει να δώσουν μεγάλη προσοχή, ώστε να μην παρερμηνεύεται ο Λόγος του Θεού. Τίποτε δεν μπορεί να προστεθεί στο Λόγο Του, αλλά και τίποτε δεν μπορεί να αφαιρεθεί. Ακούστε συνεπώς αυτά τα τέσσερα έξοχα άτομα: τον Πέτρο, τον Ιωάννη, τον Παύλο και τον Μάρκο και την προειδοποίησή τους».

Ο Ντύρερ και ο Λούθηρος
Όταν ο Φρειδερίκος ο Σοφός έστειλε το 1520 στον Ντύρερ ένα από τα βιβλία του Λούθηρου, ο Ντύρερ έγραψε στον Γραμματέα του Εκλέκτορα: «Παρακαλώ την Εντιμότητά σας να μεταβιβάσει την ταπεινή ευγνωμοσύνη μου στην Αυτού Εξοχότητα τον Εκλέκτορα και τον ικετεύω ταπεινά να προστατεύσει τον αξιέπαινο δόκτορα Μαρτίνο Λούθηρο, χάριν της χριστιανικής αλήθειας. Όλα τα πλούτη και η δύναμη αυτού του κόσμου με τα χρόνια περνούν και φεύγουν μακριά. Μόνο η Αλήθεια είναι αιώνια. Αν ο Θεός με βοηθήσει να έρθω και να συναντήσω τον δόκτορα Μαρτίνο Λούθηρο, θα ζωγραφίσω προσεκτικά το πορτρέτο του και θα το χαράξω σε χαλκό, για να είναι μόνιμη η ενθύμηση αυτού του χριστιανού ανδρός, που με έχει βοηθήσει να ξεπεράσω μεγάλη θλίψη. Ικετεύω την Εντιμότητά σας να μου στείλει σαν πληρωμή μου οποιοδήποτε νέο πόνημα που ο δόκτορας Μαρτίνος Λούθηρος θα γράψει στα γερμανικά».
Ο γείτονας του Ντύρερ στη Νυρεμβέργη, Λάζαρος Σπένγκλερ, ήταν ο Γραμματέας του Συμβουλίου της Νυρεμβέργης κι έγινε ιδρυτικό μέλος της Μεταρρύθμισης στην πόλη. Και ο Σπένγκλερ και ο κοινός τους φίλος, Πιρκχάιμερ, κατηγορήθηκαν σαν αιρετικοί το 1520, εξαιτίας του παπικού διατάγματος που απαιτούσε τον αφορισμό του Λουθήρου. Κατά τη διάρκεια ενός μακρού επιχειρηματικού ταξιδιού του στις Κάτω Χώρες (1520-1521), ο Ντύρερ αγόρασε αρκετές από τις εργασίες του Λούθηρου και συνέχισε να θαυμάζει τις διδασκαλίες του. Όταν άκουσε για την απαγωγή του Λούθηρου μετά την παράστασή του στη Δίαιτα της Βορμς, μη γνωρίζοντας αν ήταν νεκρός ή ζωντανός, πρόφερε μια προσευχή προς το Θεό: «Εάν έχουμε χάσει αυτόν τον άντρα, ο οποίος έχει γράψει καθαρότερα και σαφέστερα από οποιονδήποτε άλλον εδώ και 140 χρόνια και στον οποίο Εσύ έχεις δώσει ένα τέτοιο πνεύμα ερμηνείας του Ευαγγελίου, εμείς προσευχόμαστε σε Σένα, Ουράνιε Πατέρα, ώστε Εσύ πάλι να δώσεις το Άγιο Πνεύμα σε άλλον... Ω Θεέ μας, εάν ο Λούθηρος είναι νεκρός, ποιος από δω και στο εξής θα μας παραδώσει το ιερό Ευαγγέλιο με τέτοια καθαρότητα και σαφήνεια;» Δεν γνώριζε ο Ντύρερ ότι ο Λούθηρος ήταν ζωντανός κι ότι οι φίλοι του τον είχαν κρύψει για να τον προστατέψουν και να μην συλληφθεί από τις παπικές κι αυτοκρατορικές δυνάμεις.
Ο Άλμπρεχτ Ντύρερ πέθανε στη Νυρεμβέργη στις 6 Απριλίου του 1528. Όταν ο Λούθηρος έμαθε για το θάνατό του έγραψε: «Είναι φυσικό και σωστό να κλάψει κάποιος για ένα τόσο έξοχο άντρα... Πρέπει να έχουμε την πεποίθηση ότι βρισκόταν υπό την ευλογία του Χριστού, καλυμμένος από την πληρότητας της Σοφίας Του. Με το θάνατο ο Χριστός τον προστάτεψε από αυτούς τους ταραχώδεις καιρούς και ίσως από ένα ακόμα πιο ταραχώδες μέλλον, που βρίσκεται μπροστά μας. Κάποιος που ήταν άξιος να αντικρίζει μόνο την τελειότητα, αναγκαζόταν να βλέπει πράγματα χυδαιότατα. Είθε να αναπαυθεί εν ειρήνη. Αμήν».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου